Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς





Ἡ (νηστεία εἶναι) ὁδός, μέ τήν ὁποία ἐσύ καί ἐγώ βαδίζουμε πρός τήν Ἀνάστασι. Τήν ἀνάστασι τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ναί. Καί ἐσύ καί ἐγώ. Γι’ αὐτό ἡ νηστεία εἶναι θαυμαστή. Γιατί εἶναι ἕνας δρόμος. Γιά ποῦ; Γιά τήν Ἀνάστασι. Καί λοιπόν, αὐτό τί σημαίνει; Σημαίνει Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ θανάτου· Ἀνάστασι – νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας· Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Αὐτό εἶναι ἡ νηστεία!
Σέ ἕνα θαυμάσιο στιχηρό αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ψάλλαμε καί προσευχηθήκαμε: «Ἀκολουθήσωμεν τῷ διά νηστείας ἡμῖν, τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι, τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Πέμπτη Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, Ἀπόστιχα Ἑσπερινοῦ).
Νηστεία – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Νά ἡ καλή εἴδησι, πού ὁ Κύριος μᾶς ἔφερε. Θέλεις νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας; Θέλεις νίκη κατά τοῦ ἐφευρέτου τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ ἰδίου τοῦ διαβόλου; Ὁρίστε, ἡ νηστεία –λέγει ὁ Σωτήρ.
Ναί, μέ τήν νηστεία ἐσύ γίνεσαι ὁ μεγαλύτερος νικητής σέ αὐτόν τόν κόσμο. Ποιός νίκησε τόν διάβολο, ποιός, ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Κανένας ἄλλος. Γι’ αὐτό, Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, διότι μόνο Αὐτός εἶναι Θεός, πιό ἰσχυρός ἀπό τόν διάβολο. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι πιό ἀνίσχυρα ἀπό αὐτόν. Καί ἐμεῖς, ἀκολουθώντας Τον, στήν πραγματικότητα ἀκολουθοῦμε τόν Νικητή πού μᾶς δίνει πάντοτε τήν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ κάθε διαβόλου πού μᾶς ἐπιτίθεται γιά νά μᾶς νικήσῃ καί νά μᾶς ρίξῃ στήν ἁμαρτία. Σέ τί, δηλαδή; Στόν θάνατο.
* * *
Ὕπαρξις ἀθάνατη. Αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος ἦλθε στόν γήινο κόσμο μας, γιά νά νικήσῃ τήν ἁμαρτία μας· γιά νά μᾶς δώσῃ τήν δύναμι, τά μέσα, νά κάνουμε καί ἐμεῖς τό ἴδιο, νά κάνουμε τό ἴδιο μαζί Του, ὁδηγούμενοι ἀπό Αὐτόν, ἀκολουθώντας Τον.
Τί εἶναι οἱ ἀνθρώπινες νίκες; Τίποτε. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες νίκες, ἄν δέν νικοῦν τόν θάνατο, εἶναι ἧττες. Τί εἶναι ὅλες οἱ νίκες, τίς ὁποῖες πολλοί βασιλιάδες καί ἰσχυροί αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐπέτυχαν καί ἐπιτυγχάνουν; Τί εἶναι οἱ εὐρωπαϊκοί πόλεμοι: πρῶτος, δεύτερος, τρίτος, δέκατος καί πεντηκοστός; Τί εἶναι; Εἶναι ἧττες, ἧττα μετά τήν ἧττα. Δέν εἶναι νίκες. Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν, ἐπενόησαν τόν πόλεμο καί τούς φόνους σάν μέσο, γιά νά νικήσουν τό κακό σ’ αὐτόν τόν κόσμο.
Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τό κακό σέ αὐτόν τόν κόσμο. Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τόν δημιουργό κάθε κακοῦ καί κάθε ἁμαρτίας, τόν διάβολο. Ὁ Θεός ἔδωσε αὐτές τίς θεῖες δυνάμεις σέ κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς, γιά νά νικᾶμε καί ἐμεῖς σάν λογικά ἀνθρώπινα ὄντα, σάν λογικά ὄντα τοῦ Θεοῦ, τό κακό· νά νικᾶμε τόν διάβολο μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ.
Ἰδού ἡ ἁγία νηστεία, ἰδού ἡ ἁγία προσευχή. Τί εἶναι αὐτές; Αὐτές εἶναι οἱ θεῖες δυνάμεις, τίς ὁποῖες ὁ Κύριος ἄφησε καί ἔδωσε στήν Ἐκκλησία Του, ὥστε ἐμεῖς, κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς, νά νικοῦμε τόν διάβολο ἐπιγράφοντας σέ ἐμᾶς τούς ἴδιους τήν νίκη, νά νικοῦμε γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους. Νά νικοῦμε τήν ἁμαρτία ὄχι χάριν τοῦ ἄλλου, ἀλλά χάριν ἡμῶν τῶν ἰδίων. Διότι, νά ξέρῃς, ἡ κάθε ἁμαρτία σου εἶναι πολεμιστής τοῦ διαβόλου. Κάθε ἁμαρτία πού ἐσύ ἀγαπᾶς, πού κρατᾶς μέσα σου –φανερά ἤ κρυφά, τό ἴδιο κάνει– εἶναι τό δόρυ τοῦ διαβόλου, ἀήττητο φοβερό ὅπλο. Ἀήττητο βέβαια ὅσο δέν ἀποτραβιέσαι ἀπό αὐτήν καί ὅσο δέν νοιώθεις ὅτι ἡ ἁμαρτία πού κάνεις, στήν πραγματικότητα σέ θανατώνει, σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς, ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τό μίσος π.χ., σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς. Ὁ θυμός, ἡ σκληροκαρδία, ἡ φιλαργυρία, ὅλα αὐτά εἶναι ὅπλα, φοβερά ὅπλα τοῦ διαβόλου, τά ὁποῖα σοῦ δίνει στά χέρια καί ἐσύ σκοτώνεις τόν ἑαυτό σου.
Ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἀναγκάσῃ κανέναν ἀπό ἐμᾶς νά ἁμαρτήσῃ. Μπορεῖ μόνο νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία. Μπορεῖ νά σοῦ προσφέρῃ τό ξίφος γιά νά σκοτώσῃς τόν ἑαυτό σου. Ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ὁ Θεός δέν τοῦ δίνει αὐτή τήν δύναμι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ δεχθῇς ἀπό αὐτόν τό ξίφος, ἄν δεχθῇς π.χ. τήν φιλαργυρία ἤ τόν θυμό ἤ τήν ζήλεια ἤ τήν πονηριά, τήν καταλαλιά, τήν κλοπή, νά!, τότε πῆρες στά χέρια σου τό ξίφος καί τό καρφώνεις στήν καρδιά σου. Ὁ διάβολος δέν ἔχει ἐξουσία νά ἀναγκάσῃ τόν ἄνθρωπο νά ἁμαρτήσῃ· ἔχει μόνο τήν ἐξουσία νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία στόν ἄνθρωπο. Αὐτός προτείνει τήν ἁμαρτία σέ σένα καί σέ μένα. Καί ἐγώ καί ἐσύ (τί κάνουμε); Ἐγώ καί ἐσύ, ἤ ἀποδεχόμαστε τήν ἁμαρτία ἤ τήν διώχνουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἤ σκοτώνουμε τόν ἑαυτό μας, χωρίζουμε τήν ψυχή μας ἀπό τόν Θεό, ἤ διώχνοντας τήν ἁμαρτία βαδίζουμε ὁλοταχῶς πρός τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός τήν νίκη, τήν ὁριστική καί τελεία νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου.
Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τά πάντα. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία νηστεία. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία προσευχή. Γιά νά νικᾶμε τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Τί κάνει κάθε ἁμαρτία σέ μένα καί σέ σένα; Μᾶς σκοτίζει. Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκότος. Βγάζει ἀπό μέσα της σκοτάδι, καί τό σκοτάδι κατακλύζει καί τήν δική σου καί τήν δική μου ψυχή, κατακλύζει τήν συνείδησί μας, κατακλύζει τίς αἰσθήσεις μας. Καί ἐμεῖς σάν νά εἴμαστε σέ παραμιλητό, σέ παραλήρημα, νυχτωμένοι, στό σκοτάδι. Δέν ξέρουμε τί κάνουμε. Αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Κάθε ἁμαρτία εἶναι γιά τήν ψυχή μία παραζάλη.
Ὅμως ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο ἀκριβῶς γι’ αὐτό. Γιά νά μᾶς δώσῃ τό φῶς, νά μᾶς δώσῃ τήν ἀναμμένη δᾶδα, νά μᾶς δώσῃ τά φῶτα, γιά νά ἀποδιώξουμε ἐκεῖνο τό σκότος. Νά, αὐτό εἶναι ἡ ἁγία νηστεία! Εἶναι ἕνας τεράστιος προβολέας, ὁ ὁποῖος στέκεται στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Ἡ νηστεία κατεβάζει ἀπό τόν οὐρανό στήν ψυχή σου τό οὐράνιο φῶς. Ἄν βέβαια εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια σέ κάθε κακό, ἐγκράτεια στήν τροφή, ἀλλά καί ἐγκράτεια σέ κάθε κακό καί ἁμαρτία.
* * *
Ἡ προσευχή τί κάνει σέ σένα; Σέ ἀνεβάζει στόν οὐρανό, καί τότε ἀπό τόν οὐρανό κατεβάζει στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς. Ποιοί εἴμαστε, τί εἴμαστε, ποῦ πορευόμαστε; Ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν οἱ μέρες καί οἱ νύχτες μας; Ποῦ τρέχουμε; Εἴτε θέλεις εἴτε δέν θέλεις, εἴτε θέλω εἴτε δέν θέλω, δέν μποροῦμε νά σταματήσουμε τήν μέρα νά κυλήσῃ. Σέ παίρνει, σέ παίρνει. Ποῦ;
Νά, ἡ ἁγία νηστεία εἶναι μπροστά μας. Καί ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι αὐτή ἡ ἁγία ὁδός φέρει στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἰδού Φῶς πάνω ἀπό κάθε φῶς! Διότι μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος κατηύγασε ὅλους τούς κόσμους μέ τό θεῖο Του φῶς. Κατηύγασε ὅλη τήν κτίσι, κατηύγασε ὅλα τά ὄντα, κατηύγασε τούς ἀνθρώπους, κατηύγασε τίς ψυχές μας, κατηύγασε τά ἄστρα, τούς οὐρανούς, τά πουλιά, τά φυτά, τά ζῶα. Ὅλους τούς κόσμους κατηύγασε, καί ἔδειξε τί; Μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος φανέρωσε τό τελευταῖο καί τελικό μυστήριο τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἔδειξε τί πρέπει κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς νά γνωρίζῃ καί νά κάνῃ. Αὐτό εἶναι τό μόνο πού μᾶς μένει. Ὅλα τά ἄλλα μᾶς τά κλέβει καί τά ἁρπάζει ὁ θάνατος. Ὅλα. Ἐνῶ αὐτό ὁ Κύριος τό προσφέρει σέ ὅλους.
Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς, ἐνῶ κάθε ἀρετή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς.
Ὑπερηφάνεια, –αὐτό εἶναι φρίκη!
Σκληροκαρδία, –ἄν φωλιάσῃ στήν ψυχή μου καί στήν ψυχή σου, ὤ! μοιάζει μέ τό πιό βαθύ σκοτάδι, γιά τό ὁποῖο ὁ Σωτήρας μιλάει στό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του. Κόλασι!
Σκληροκαρδία, οἴησις, φιλαυτία, –νά ξέρῃς, ἀδελφέ καί ἀδελφή, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἡ δική σου μικρή κόλασις. Κουβαλᾶς μέσα σου τήν κόλασι.
* * *
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τό φάρμακο. Τό φάρμακο γιά τήν ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στόν Κύριο, ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στούς ἀδελφούς, καί νά! ἡ θεία δύναμις τῆς ταπεινοφροσύνης θά ἁπλώσῃ πάνω στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς καί θά ἀποδιώξῃ καί θά φυγαδεύσῃ ὅλο τό σκοτάδι τῆς ὑπερηφανείας, τῆς σκληρότητος καί τῆς οἰήσεως τῆς ψυχῆς σου.
Ὁ φιλάργυρος ἄνθρωπος δέν βλέπει τίποτε ἄλλο ἀπό ἕνα σορό χρημάτων. Φιλάργυρος δέν εἶναι (μόνο) ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τά χρήματα καί τά κτήματα. Φιλάργυρος εἶναι, γιά παράδειγμα, καί ὁ ἐπιστήμονας πού μένει πάνω σέ ἕνα βιβλίο ὅλη του τήν ζωή, βρῆκε ἀπασχόλησι καί ξέχασε τόν Θεό. Αὐτό εἶναι φιλαργυρία, αὐτό εἶναι ἕνα ψεύτικο εἴδωλο, αὐτό εἶναι ἕνας ψεύτικος θεός. Ὅλα ὅσα ὁ ἄνθρωπος βάζει σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὡς σκοπό τῆς ζωῆς του, ὡς θεό ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Νά τοποθετῇ κανείς ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Τό βλέπουμε αὐτό.
Νά! εἶσαι φιλάργυρος. Δέν γνωρίζεις λοιπόν τόν δρόμο τῆς ζωῆς. Σκοτάδι, νύχτα, πλάκωσε τήν συνείδησί σου, ἔπεσε στά μάτια τῆς ψυχῆς σου. Καί ἐσύ δέν βλέπεις τόν σωστό δρόμο. Δέν βλέπεις τό νόημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς σου. Δέν βλέπεις ὅτι τό μόνο φάρμακο πού θά θεραπεύσῃ τόν θάνατό σου, τήν κόλασί σου, εἶναι ἡ μετάνοια. Μάλιστα! Στήν περίπτωσι τῆς φιλαργυρίας ἡ μετάνοια εἶναι τό μοναδικό φάρμακο μπροστά στόν Κύριο.
Ἡ ἁμαρτία! Εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς καί τῆς συνειδήσεώς μας.
Ἐνῶ ἡ ἀρετή! Αὐτή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς.
Ἡ νηστεία εἶναι σταδιακή μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς. Μέ τήν νηστεία ἡ ψυχή καθαρίζεται ἀπό κάθε ἀκαθαρσία, καθαρίζεται ἀπό κάθε ἁμαρτία, καθαρίζεται ἀπό κάθε πάθος. Ἡ νηστεία, ὅταν γίνεται μέ προσευχή καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀσκήσεις, ξεριζώνει ἀποτελεσματικά, ξεριζώνει ἀπό τήν ψυχή ὅλα τά κακά μας στοιχεῖα, ὅλες τίς κακές συνήθειες. Ἄν ἐσύ πρίν τήν νηστεία ἐπέτρεπες στόν ἑαυτό σου ἡ γλῶσσα σου νά λέγῃ ἀνόητα λόγια ἤ ψέμματα, ἡ νηστεία γι’ αὐτό εἶναι ἐδῶ, γιά νά μεταμορφωθῇ ἡ γλῶσσα σου, νά βάλῃς φρονημάδα στήν γλῶσσα σου. Τό ἴδιο κάνε μέ τά μάτια σου, μέ τά αὐτιά, μέ ὅλο τό εἶναι σου. Σταμάτα τήν ἁμαρτία! Αὐτό εἶναι νηστεία. Αὐτό εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἄν καταλαλοῦσες, μή καταλαλῇς πλέον. Ἄν ἔκλεβες, μή κλέβῃς πλέον. Ἄν τσακώθηκες, νά συμφιλιωθῇς τό γρηγορότερο, ὅσο εἶσαι ἐν ζωῇ, μήπως καί σέ εὕρῃ ὁ θάνατος αὐτή τήν νύχτα, ἐνῶ ἐσύ θά εἶσαι μαλωμένος μέ τούς γείτονές σου. Ἀλοίμονό σου! Αὐτός ὁ τσακωμός εἶναι γιά σένα μιά θηλιά, μιά θηλιά πού σέ τραβάει κατευθεῖαν στό βασίλειο τῆς φιλονεικίας, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου, τήν κόλασι. Εἴθε ὁ Ἀγαθός Κύριος νά μοῦ δώσῃ ὅλα τά μέσα, γιά νά διώξω κάθε ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή μου.
* * *
Φθόνος. Τί εἶναι ὁ φθόνος; Ὁ φθόνος εἶναι πάθος τόσο μεγάλο, ὥστε πρόδωσε ἀκόμα καί τόν Θεό, τόν Χριστό. Οἱ Ἑβραῖοι ἀπό φθόνο πρόδωσαν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό φθόνο! Μή λές ὅτι αὐτό εἶναι μικρή ἁμαρτία. Ὁ διάβολος, ὁ διάβολος ξεγέλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα ἀπό φθόνο. Φθόνησε τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τά θεόμορφα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, τόν πρῶτο ἄνδρα καί τήν πρώτη γυναῖκα, καί ἀπό φθόνο τούς ἔρριξε στήν ἁμαρτία, τούς εἰσηγήθηκε τήν φρικτή ἁμαρτία. Σήμερα θά φθονήσω, αὔριο θά φθονήσω, καί ἔτσι ὁ φθόνος θά ριζώσῃ μέσα μου. Ἀλλά νά ξέρῃς, μέσα σου ἔμεινε ὁ φονέας σου, μέσα σου ἔμεινε ἡ κόλασίς σου, μέσα σου ἔμεινε ὁ διάβολός σου διά τοῦ φθόνου. Διότι, ποτέ ἡ ἁμαρτία δέν ἔρχεται μόνη της. Ὁ Κύριος λέγει ὅτι πίσω ἀπό κάθε ἁμαρτία ἀκολουθεῖ ὁ διάβολος. Καί ὅταν ἐσύ ἀφήσῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία στήν ψυχή σου, ὅταν κάνῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, νά ξέρῃς ὅτι ὁ διάβολος ἔχει ἔρθῃ στήν ψυχή σου. Δέν εἶσαι μόνος σου, ἐκεῖνος σέ ὁδηγεῖ. Ποῦ; Στόν θάνατο, στόν θάνατο. Ποῦ; Στήν κόλασι, στά αἰώνια βάσανα.
Ἡ νηστεία, ἡ ἁγία νηστεία· ἡ προσευχή, ἡ ἁγία προσευχή· ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν στήν Ἀνάστασι, στήν νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ θανάτου.
* * *
Καί ἐμεῖς σήμερα, αὐτή τήν Β΄ Κυριακή τῆς ἁγίας νηστείας, ἑορτάζουμε ἕναν ἀπό τούς μεγάλους νικητές. Ἑορτάζουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τόν μεγάλο ἀσκητή τοῦ Θεοῦ, τόν μεγάλο ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι πού σέ ὅλη του τήν ζωή ἀκολουθοῦσε τόν Σωτῆρα μας μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού νικοῦσε ὅλους τούς δαίμονες, ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλα τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί πού φώτιζε ὅλες τίς ψυχές πού ἦσαν γύρω του. Καί πού σήμερα ζῆ διά τῶν ἱερῶν συγγραμμάτων του.
Ἔτσι εἶναι καί κάθε ἅγιος. Κάθε ἅγιος τί εἶναι; Τίποτε ἄλλο παρά κάποιος πού ἀδιάκοπα σέ αὐτόν τόν κόσμο τηρεῖ μέ ζῆλο τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κάποιος πού ἐκπληρώνει ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί βέβαια κάθε ἀρετή κατεβάζει στήν ψυχή τό Οὐράνιο Θεῖο Φῶς.
Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού μέ τίς ἅγιες ἀρετές ἔδιωξαν ἀπό μέσα τους κάθε σκοτάδι ἁμαρτίας, κάθε ζόφο, κάθε δαιμονικό σκότος καί κάθε κόλασι. Γι’ αὐτό κάθε Ἅγιος ζωγραφίζεται ἔτσι, ὥστε νά βγαίνῃ ἀπό μέσα του φῶς καί γύρω ἀπό τό κεφάλι του νά ἔχῃ φωτοστέφανο. Ὅλα μέσα του λάμπουν. Σκέψεις ἅγιες καί λαμπρές. Φῶς ἐκπέμπεται ἀπό τό κεφάλι του καί ἀπό ὅλο τό εἶναι του. Καθάρισε τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ἀπό τά πάθη, ἀπό τό σκότος, ἀπό τήν ἀχλύ, καί γι’ αὐτό φῶς ἐκχέεται ἀπό αὐτόν.
Τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, τέτοιοι εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο. Καί ὅλοι αὐτοί εἶναι ἐδῶ, μαζί μας, στήν ’Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ ζῶντες παιδαγωγοί μας, σύγχρονοί μας. Οἱ Ἅγιοι δέν πεθαίνουν. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν πεθαίνει ἀπό τότε πού ὁ Κύριος ἀναστήθηκε. Καί τό σῶμα μας θά ἀναστηθῇ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅλοι αὐτοί εἶναι ζῶντες, σύγχρονοί μας. Μᾶς βοηθοῦν. Ὅλοι ἐμεῖς ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα ἐν Χριστῷ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί οἱ Ἅγιοι μᾶς βοηθοῦν καί μᾶς ὁδηγοῦν στίς ὁδούς τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν.
Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ μεγάλος ἀσκητής, γιά νά μᾶς ὁδηγῇ στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς ὁδηγῇ πρός ὅλες τίς νίκες κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου. Ἔχει τήν ἱκανότητα, ἔχει τήν δύναμι. Τήν ἔλαβε καί τήν λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο. Καί τήν μοιράζει σέ ὅλους μας, ὥστε ὁ καθένας μας νά ἀσκῇ τήν ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε πάθος, ἐγκράτεια στό φαγητό γιά νά μήν ὑπερηφανεύεται τό σῶμα, γιά νά μή ξεσηκώνονται τά πάθη, ἀλλά μέ πίστι, στερούμενο τό φαγητό, νά βιάζεται στήν ἐγκράτεια ἀπό κάθε κακό.
Ἐμεῖς, ὁ κάθε ἕνας μας, ἄς παραστήσουμε σεσωσμένες τίς ψυχές μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος μᾶς παρέδωσε τήν νηστεία σάν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, ὥστε μέ χαρά στήν ψυχή μας νά φθάσουμε στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄς ἀναστηθοῦμε μαζί Του ἀπό κάθε θάνατο, ἄς νικήσουμε ὁριστικά καί γιά πάντα κάθε ἁμαρτία μέσα μας, κάθε πάθος, κάθε διάβολο, ὥστε νά μπορέσουμε σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις νά Τόν δοξάσουμε στήν γῆ καί στόν οὐρανό, αὐτόν τόν Θαυμαστό καί Ἀναντικατάστατο Θεό καί Κύριο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν μοναδικό Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλους τούς κόσμους. Ἀμήν.
ΠΗΓΗ: http://www.imkby.gr/greek/sarakosti/week/b_week/bweek_8.htm
[Ιστοσελίδα: Ι.Μ.Καισαριανής,Βύρωνα και Υμηττού]

"῾Ο Παράδεισος νά σᾶς φάει"- Γέροντας Κλεόπας (ψηφιοσκόπιο)

῾Ο Παπαδιαμάντης γιά τόν ἅγιο Νικόλαο Πλανᾶ

Γνωρίζω έναν ιερέα εις τας Αθήνας....



Γνωρίζω έναν ιερέα εις τας Αθήνας

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και εις τα χωρία.

Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνούσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον.

Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκώτερος των ανθρώπων. Διά πάσαν ιεροπραξίαν αν τού δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα λεπτά, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν τού δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Διά τρεις δραχμάς εκτελεί παννύχιον Ακολουθίαν, Λειτουργίαν, Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας, το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν τού δώσης μόνο δύο δραχμάς, δεν παραπονείται. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ τού το δώσης, το κρατεί διά πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή τρεις χιλιάδας ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ' αυτώ διαρκεί δύο ώρας. Η Λειτουργία αλλάς δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός τού ιερού, από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε.

Μίαν φοράν έτυχε να χρωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πλήρωση. Είχε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς. Όλα εις χαλκόν. Επί δύο ώρας εμετρούσεν, εμετρούσεν, εμετρούσεν και δεν ημπορούοε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος εις άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και τού τα εμέτρησεν. Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσότερας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον, τας περισσότερας εσφαλμένας. Θα ειπείτε, διατί η αντίθεσις αύτη; Αλλά τας ευχάς τας ιδίας απαγγέλλει καθ' εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν τού Ευαγγελίου θα την αναγνώση άπαξ ή δις ή, το πολύ, τρις τού έτους, εξαιρέσει ωρισμένων περικοπών συχνά, άλλ' ατάκτως επανερχομένων, ως εις τούς Αγιασμούς, εις τας Παρακλήσεις. Τα λάθη όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά και όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου τού εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθήσαμεν και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος• Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος τού πρώτου Μακαρισμού τού Σωτήρος.

Τώρα υποθέσατε ότι αυτός ο ίδιος ιερεύς είχε εξέλθει από ιεροδιδασκαλείον, παλαιόν ή νέον,θα είχε διαφοράν επί το βέλτιον; Θα ήτο πασαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσοτέραν οίησιν και αξιώσεις; Θα ήτο δια τούτο καλύτερος;

(από το βιβλίο Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979. )


Νικόλαος Πλανάς ο Θαυματουργός-τό θαῦμα μέ τό πρόσφορο

1 03 2009
crop00003_small

Αγ Ιωαννης ο Κυνηγός στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, εκεί φυλάσσεται το σκήνωμα του αγ Νικολάου πλανά του θαυματουργού. Εορτάζει στις 2 Μαρτίου

Κάποια μέρα που ο Άγιος βρισκόταν σ’ ένα από τα αγαπημένα του ξωκκλήσια για να λειτουργήσει, παρατήρησε πως δεν υπήρχε κανένα πρόσφορο. Δεν ταράχτηκε. Προτίμησε να περιμένει με τη βεβαιότητα ότι σύντομα κάποιο πρόσφορο θα βρισκόταν. Άλλωστε τόσα χρόνια, όσες φορές είχε συμβεί να μην έχει πρόσφορο, πάντα την κατάλληλη στιγμή, κάποιος θα έφερνε, ή αν έπρεπε κάποιος από το εκκλησίασμα πήγαινε σε κοντινό φούρνο και αγόραζε ένα. Εκείνη τη μέρα όμως τα πράγματα δυσκόλευαν….

planas2Η ώρα περνούσε και κανένας δεν έφερνε πρόσφορο. Έψαξε καλά στα ράφια του ιερού μήπως και υπήρχε κάποιο από προηγούμενη φορά, μα δε βρήκε τίποτα. Τότε έκανε νόημα σε δύο πνευματικά του παιδιά να πλησιάσουν στο ιερό και τους ζήτησε να πάνε γρήγορα στο φούρνο και να ζητήσουν πρόσφορο κι αν δεν έβρισκαν να ζητούσαν από κάποιες ενορίτισσες που πάντα φρόντιζαν και είχαν.

Έφυγαν τρέχοντας από το εκκλησάκι οι δύο, μα μάταιος ο κόπος τους. Λίγη ώρα αργότερα γύρισαν με άδεια χέρια πίσω και ανακοίνωσαν στον Άγιο πως, παρά την προσπάθεια τους, κανένας δε βρέθηκε να τους εξυπηρετήσει. Ο Άγιος ευχαρίστησε τα πνευματικά του παιδιά για τον κόπο τους και έμεινε μόνος του στο ιερό. Στενοχωρήθηκε πολύ και τα ασκητικά του μάτια γέμισαν δάκρυα. Η ώρα είχε περάσει. Ο Όρθρος έφτανε στο τέλος και ο ευλογημένος ιερέας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη Θεία Λειτουργία. Τόσα χρόνια, καθημερινά λειτουργούσε, μα εκείνη τη μέρα με θλίψη θα έπρεπε να διακόψει αυτή την ευλογημένη σειρά. Με ασταμάτητα δάκρυα κοιτούσε την εικόνα του Εσταυρωμένου και με δυνατή προσευχή παρακαλούσε τον Κύριο να μη του στερήσει τη Θεία Λειτουργία.

Η κάρα του αγίου

Η κάρα του αγίου

Ξαφνικά βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα ένα μικρό πρόσφορο που άχνιζε. Ήταν ολόφρεσκο και τοποθετημένο στη μέση. Μόλις το είδε ο Άγιος έκανε το σταυρό του και ύψωσε τη δακρυσμένη ματιά του προς τον ουρανό ευχαριστώντας το Θεό. Το θαύμα είχε γίνει. Κάποιος άγγελος σταλμένος από το Χριστό είχε τοποθετήσει το μικρό πρόσφορο στην Αγία Τράπεζα. Ο Άγιος σκέφτηκε πως ένα τέτοιο θαυμαστό γεγονός δεν έπρεπε να μείνει κρυφό. Κρατώντας λοιπόν το θεόσταλτο δώρο βγήκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ιερού και διακόπτοντας τους ψάλτες έδειξε το πρόσφορο προς το εκκλησίασμα και είπε συγκινημένος: “Κοιτάξτε παιδιά μου τι σημείο μας έκανε ο Θεός”. Ο κόσμος σάστισε. Χωρίς πολλά λόγια ο Άγιος εξήγησε τι είχε προηγηθεί και αμέσως προχώρησε πάλι μέσα στο ιερό και σαν να είχε συμβεί κάτι απλό και συνηθισμένο συνέχισε την ακολουθία.

Στο μεταξύ, βαθιά συγκίνηση κατέλαβε τους παρευρισκόμενους όταν συνειδητοποίησαν πως ένα μεγάλο θαύμα – σημείο, όπως τους είπε ο Παππούς – είχε συμβεί εκείνη την ώρα. Όλων τα μάτια βούρκωσαν και στράφηκαν με ευγνωμοσύνη προς την εικόνα του Χριστού που τη φώτιζε αμυδρά ένα μικρό καντήλι. Ευχαριστούσαν τον Κύριο για το μεγάλο θαύμα. Τον ευχαριστούσαν όμως και για την ευλογημένη παρουσία του Παππού κοντά τους.

Μέχρι την απόλυση της Θείας Λειτουργίας όλοι ήταν συγκλονισμένοι και με δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυα τους. Μόνο ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς έμοιαζε να μην έχει συναίσθηση του θαύματος που είχε γίνει. Άλλωστε για τον ίδιο τα θαύματα ήταν μέρος του καθημερινού του προγράμματος και η ταπεινή του ψυχή ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για τα θεία σημεία. Ήταν για τον Άγιο τα θαύματα φυσιολογικά, όπως φυσιολογική ήταν και η αστείρευτη πίστη και αγάπη του στο Θεό.


Ο άγιος βρίσκεται στον Ιερό Ναό αγίου Ιωάννη Κυνηγού. Λεωφ.Βουλιαγμένης 126. Τηλ: 210 901661. http://www.ag-ioanniskinigos.gr/


Πηγή:http://egolpio.wordpress.com

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑσ-ὁ ἀπλοϊκός ποιμήν τῶν ἀπλοϊκῶν προβάτων










Κορυφαία έκφραση της αληθινής κατά Χριστόν ζωής του κάθε συνειδητού πιστού και πιο πολύ του πραγματικού και τελείου Ιερέως, αποτελεί η ζωή και το έργο του αγίου Ιερέως Νικολάου του Πλανά, αγίου των ημερών μας.


Η ωραία, η εύανδρος και αγιοτόκος Νάξος, είχε την θεία εύνοια και ευλογία να είναι η Γενέτειρά του. Γεννήθηκε το έτος 1851. Οι γονείς του, Καπετάν Γιάννης και Αυγουστίνα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και καλοκάγαθοι, όπως όλοι οι νησιώτες, και εύποροι. Είχαν και ένα εμπορικό καΐκι, που πήγαινε από τη Νάξο στην Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μέσα σε κάποιο από τα κτήματα τους είχαν και ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο.



Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς από βρεφικής ηλικίας ήταν αγιασμένος. Τις περισσότερες φορές ως παιδί ήταν στον Ιερό αυτό Ναό και περνούσε πολλές ώρες ε κεί ψάλλοντας όσα ήξερε και φορώντας πολλές φορές, αντί ιερατικού φελωνίου, κάποια σεντόνι, μιμούμενος τούς Ιερείς. Μια μέρα έψαλλε τόσο κατανυκτικά, ώστε προκάλεσε τον θαυμασμό των περαστικών.


Η όλη του ζωή από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, προέλεγε τη μέλλουσα ζωή και πολιτεία του. Τις θείες θαυματουργικές δυνάμεις έλαβε με την χάρη του Θεού από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, εγνώριζε τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη, και το είπε στους γονείς του.


Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον παππού του - πατέρα της μητέρας του - ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε να διαβάζει το Ιερό Ψαλτήριο. Μαζί του επίσης πήγαινε στις θείες Λειτουργίες και τον διακονούσε στο Ιερό Βήμα, ενώ παράλληλα δεχόταν τα νάματα της Θείας Λατρείας.


Όταν ο Άγιος Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας του άφησε τον κόσμο αυτό. Έτσι, η μητέρα του μαζί με την αδελφή του ήρθαν στην Αθήνα και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι μεταξύ του Ι. Ναού του αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες.


Μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους περιουσία. Αλλά το μερίδιο του το έκανε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το επέστρεψε ποτέ.


Έτσι παρέμεινε για όλη του την ζωή φτωχός. Σε ηλικία δέκα επτά ετών συνήψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων της μητέρας του, με την Ελένη Προβελεγγίου από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε ένα γιό, τον Ιωάννη. Ύστερα απέθανε η σύζυγός του. Στις 28 Ιουλίου του έτους 1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Και στην Ενορία αυτή και στην Ενορία του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης υπηρέτησε. Στον Άγιο Ελισσαίο λειτουργούσε καθημερινά.


Ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού, ο λειτουργός ο άγιας του Υψίστου, ο άοκνος ιερουργός και λάτρης του Τριαδικού Θεού. Η μεγάλη του ευλάβεια, η απεριόριστη καλωσύνη του, η υπερβολική του αφιλοχρηματία, η απλότητά του, το ακτινοβόλο ιερατικό του ήθος, η άφθαστη ιεροπρέπειά του, η ταπείνωσή του, η αγάπη του για την Θεία Λατρεία και οι λοιπές του αρετές, τον καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού. Όλοι εσέβοντο τον άγιο Νικόλαο, επίσημοι και αφανείς.


Δεν αγάπησε ποτέ του τα πλούτη. Όσα του έδιναν αμέσως τα έδινε στους φτωχούς. Είχε μισθοδοτήσει ένδεκα οικογένειες χηρών και ορφανών. Χρόνια και χρόνια τους έδινε επίδομα μέχρι που τα παιδιά τους έγιναν δεκατεσσάρων ετών. Βοηθούσε νεαρούς Διακόνους στις σπουδές τους. Ενίσχυε υλικά και πνευματικά όσους είχαν ανάγκη.


Υπήρξε ο ακαταπόνητος. Για μισό και πλέον αιώνα λειτουργούσε καθημερινά. Λιτός, απέριττος σε όλες του τις εκδηλώσεις! Πλούτος του και θησαυρός του, κέντρο της ζωής του η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας! Άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή ήταν μια διακονία πίστεως και αγάπης.


Ήταν νηστευτής. Ενήστευε όλες τις Σαρακοστές και το λάδι. Και την νηστεία του Τιμίου Σταυρού την άρχιζε από την 1η Σεπτεμβρίου, μέχρι την 14η . Επίσης και των Ταξιαρχών ενήστευσε από τη 1η μέχρι και την 8η Νοεμβρίου.


Απλός και πανέξυπνος, εύστοχος στις απαντήσεις του, συνεδίαζε την απλότητα και την ιεροπρέπεια, την αφέλεια με την αγιότητα.


Δεν είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμια, ούτε σε Εκκλησιαστικές Σχολές, ούτε σε Λύκεια και Γυμνάσια. Και ίσως να μη φοίτησε και σε καμμιά τάξη του τότε Ελληνικού Σχολείου. Όμως άριστα κατείχε την σοφία του Θεού.


Ο Θεός εδόξασε τον Άγιο Νικόλαο με το να θαυματουργεί. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του. Εθεράπευε ασθενείς, απεμάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.


Όμως, ύστερα από μια ζωή αγία, μια ζωή που υπήρξε προσφορά στον Θεό, έπρεπε κι αυτός ως άνθρωπος να αφήσει τον κόσμο αυτό και να οδηγηθεί στην αιώνια και αληθινή ζωή.


Ξημέρωσε η Κυριακή του Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου του έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα που λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο Ιερό Θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Οι πιστοί και οι οικείοι του τον φρόντισαν. Αλλά παρ' όλες τις φροντίδες τους, δεν μπόρεσαν να αναστρέψουν την πορεία που είχε πάρει η υγεία του.


Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ της 2ας Μαρτίου του 1932. Έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Ψιθύριζε προσευχές. Είπε:



"Τον δρόμον τετέλευκα!". "Δόξα σοι ο Θεός!". "Η Θείο Χάρη να σας ευλογεί"



...και άλλα, και άφησε τον κόσμο αυτό.


Το πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό Αγίου Ιωάννου της Οδού Βουλιαγμένης, εκεί όπου εφημέρευε. Για τρεις μέρες ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα. Οι λαϊκές εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος του λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο!


Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα ιερώτατα και θαυματουργά Λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που σήμερα βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του Ιερού αυτού Ναού.


Η Αγία μας Εκκλησία ανεκήρυξε και επισήμως ως άγιο τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά κατά την 135 η Συνοδική Περίοδο (1991-1992) του Πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, με εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ.κ. Νικοδήμου, και βεβαίως με την φροντίδα του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ.κ. Αμβροσίου.


Αναμφίβολα, είναι πολύ ωφέλιμο το να παρουσιόζονται στις μέρες μας ζωντανά πρότυπα, παραδείγματα που ενσαρκώνουν τον αληθινό τρόπο ζωής, δηλαδή τον τρόπο της κατά Χριστόν Ορθοδόξου ζωής.


Μεταξύ αυτών των σπουδαίων αγίων παραδειγμάτων, είναι και το παράδειγμα της ζωής του μεγάλου Ναξιώτη, του επιλέκτου τέκνου της Νάξου και της Ορθοδοξίας, του αγίου συμπατριώτη μας Ιερέως Νικολάου του Πλανά. Του αγίου, που δεν έζησε στα παλιά χρόνια, αλλά έζησε μόλις πριν εξήντα επτά χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί ηλικιωμένοι που ίσως τον θυμούνται, άρα είναι σύγχρονός τους.


Έτσι, ο υπεράξιος, ο εκλεκτός, ο άγιος αυτός ιερέας του Υψίστου. με την πάμφωτη ζωή του, φωτίζει άπλετα και τον δρόμο της δικής μας ζωής.


Η παρουσία του στην τοπική μας Εκκλησία, η διακονία του στον ευρύτερο χώρο της Εκκλησίας, η μαρτυρία του μέσα στην Ορθοδοξία, είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός, που πρέπει να αποτελέσει για όλους μας και μάλιστα για τους ιερείς μας κανόνα, υπογραμμό και πρότυπο πορείας.


Η ζωή του ας μας εμπνέει και οι άγιες ευχές του ας μας στηρίζουν. Αμήν.


Ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς εορτάζει κατά την καθιερωμένη Πανήγυρη της 2ας Μαρτίου. Εάν η ημέρα της Εορτής συμπίπτει κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, τότε η Μνήμη του εορτάζεται κατά την επομένη Κυριακή.


Ωσαύτως, εορτάζει την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, κατά την καθιερωθείσα προσφάτως Σύναξη των Πέντε Αγίων της Παροναξίας, η οποία τελείται στον νεόδμητο Ι. Ναό των Ναξίων Αγίων Νικοδήμου του Άγιορείτου και Νικολάου του Πλανά ‚στην πόλη της Νάξου.


Ακόμη, την Τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου στην Πάρο, όπου επίσης τελείται η Σύναξη των Αγίων.


Οι Ασματικές Ακολουθίες του Αγίου Νικολάου του Πλανά, οι οποίες ευρίσκονται σε λειτουργική χρήση, συντάχθηκαν από τον Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Νικόδημο, και από τον Αρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ηγούμενο της Ι. Μονής Λειμώνος Λέσβου.




Επιμέλεια κειμένου: Αρχιμ. Αλέξανδρος Μοστράτος, Ιεροκήρυξ
- Πρωτοσυγκελλεύων Ι. Μητροπόλεως Παροναξίας

Πηγή:http://www.i-m-paronaxias.gr

Ο ιδανικός άνθρωπος βρίσκεται μέσα μας


Δευτέρα, 04 Αυγούστου 2008


«Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
»
Κ.Π. Καβάφης

Μέσα μας βρίσκονται οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες όταν ξεκινάμε για την Ιθάκη μας, όταν ξεκινάμε για το θαυμάσιο ταξίδι της ζωής. Μέσα από τη δική μας ψυχή ξεπηδούν
τα εμπόδια που ανυπέρβλητα φαντάζουν και μας τρομοκρατούν.
Λαιστρυγόνες ανθρωποφάγοι οι ανασφάλειές μας, Κύκλωπες απειλητικοί τα αρνητικά μας συναισθήματα απαξιώνουν τη μέρα μας.
Ναι, τη μέρα μας, αφού το ταξίδι αυτήν αφορά.
Την κάθε μας μέρα που είναι μοναδική και ανεπανάληπτη.
Την κάθε στιγμή της ζωής μας που μας καλεί να την απολαύσουμε,
με τη χαρά ή τη λύπη της,
με τις αντιξοότητες ή τις ευκολίες.
Κάθε στιγμή που είναι δική μας,
μας καλεί να τη ζήσουμε αληθινά
και ουσιαστικά να την απολαύσουμε.
Σαν βγαίνουμε στον πηγαιμό προς τη δική μας Ιθάκη,

τα μόνα εμπόδια που θα συναντήσουμε είναι αυτά που εμείς γεννάμε.
Έχουν τη θλιβερή μορφή του φθόνου,
την ασχήμια της μιζέριας,
το γκρίζο χρώμα της απαισιοδοξίας,
την εφιαλτική φιγούρα της απελπισίας.
Μέσα μας βρίσκονται τα μυθικά τέρατα που μαυρίζουν τη ζωή μας.
Μέσα μας όμως είναι και η δύναμη να τα αντιμετωπίσουμε.


Μια απόφαση χρειάζεται.
Ένα πλατύ χαμόγελο και μια απόφαση.
Θα χαρώ της ζωής μου το ταξίδι,
θα πετάξω από μέσα μου φοβίες,
συμπλέγματα, ανασφάλειες και θα χαρώ.
Στα δύσκολα θα αντιτάσσω τη θέλησή μου,
στα άδικα τον ανθρωπισμό μου,
στα άτιμα την καθαρή μου σκέψη,
στα άσχημα την ομορφιά του ιδανικού ανθρώπου,
που σταθερά όλο και σχηματοποιείται μέσα μου.

Ναι, μέσα μας βρίσκεται ο άνθρωπος αυτός,

μόνο που τον κρατά σε ύπνωση το τραγούδι των σειρήνων,
των δικών μας απατηλών σειρήνων.
Μέσα μας βρίσκεται, μόνο που στη λήθη τον αφήσαμε,
τον ξεχάσαμε,
επιτρέψαμε να τον σκεπάσουν οι θόρυβοι
και οι απόηχοι του ανερμάτιστου περίγυρου,
τον καλύψαμε με γυαλιστερά κουρέλια του συρμού
και κάπου σε μια γωνιά χωμένο τον κοιμίσαμε.

Και είναι αυτός που γνωρίζει το δίκιο,
είναι αυτός που προστατεύει τους αδύνατους,
είναι αυτός που ξέρει να αγαπά,
που προσφέρει χωρίς ανταλλάγματα,
που κάνει κάθε δύσκολο αγώνα πανηγύρι,
που θέλγεται από τα ουσιώδη,
που ερωτεύεται το καλό και το όμορφο,
που σταθερή κρατά την πορεία με πυξίδα αλάνθαστη το μυαλό και την καρδιά του.

Εμείς γι αλλού κινήσαμε και ακριβώς εκεί σκοπεύουμε να πάμε.
Βάλαμε πλώρη για μια Ιθάκη και εκεί κάποτε θα φτάσουμε,

και, πιστέψτε με αξίζει τον κόπο,
αφού εκεί θα φτάσει ένας άλλος εαυτός μας,
ο ιδανικός μας εαυτός,
όπως αποκαλύφθηκε και, κατά το δυνατόν,
τελειώθηκε στη διάρκεια της θαυμάσιας διαδρομής.

Ο Κόντογλου και η..."εξομολόγησή του" Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη...



Τοῦ ἀειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965

...Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίσθηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίσθηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του.
Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα, κατά το πνεύμα του κόσμου. Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Μ' όλο που είχα ένα όνομα και πολλούς θαυμαστές, ποτέ δεν τα με¬ταχειρίσθηκα για ωφέλειά μου, τόσο, ώστε ν' απορούν οι γνωστοί μου κι οι ξένοι. Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρόν αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυραννιστήκαμε και τυραννιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή.
Μα, με την ελπίδα του Θεού, όλα γαληνεύουν. Όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία. Ξέρω πως όσα βάσανα μας έρχονται, μας έρχονται γιατί δεν πέσαμε να προσκυνήσουμε τον διάβολο, να καλοπεράσουμε, παρά ακολουθούμε Εκείνον που μας δείχνει «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν», και σ' αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούμε πρόθυμα....
*********
Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ' όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ' όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ' έναν παλιόν καστρότοιχο....
Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ' αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι η Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαι­νότανε αν είναι άνθρωπος αποκάτω από το σκέπασμα. Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι' αυτό είπε ο Δαυίδ: «Πας άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ' αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ' έχουνε ξεχασμένο, κι η χαρά η μυστική, που τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο. Και φχαρίστησα Εκείνον που φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώ­θουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα που είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πως δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύθηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πως δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πως δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής.
Αληθινά, η φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ' αυτόν τον πόλεμο που η αντρία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βα­στάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε πάλι: «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπί­σθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πως υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι' αυτόν, παρεκτός του Θεού.
Κι εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβιά ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, που την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα που χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο. Ας έρθει η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω». Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ' έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο που να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πως είμαι κερδισμένος όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πως είμαι ζημιωμένος. Και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέπεις». Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πως χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρνεις, σε καιρό που αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ' αγαθά, μ' όλο που δεν έχουνε τη δική σου την αξιοσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, που υποφέρνουνε από σένα!». Άλλη φορά τον άκουγα, μ' όλο που δεν έκανα ότι μούλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα. Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους που δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους που τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και που χορεύανε με τις γυναίκες που δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους που μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα που δεν μπορούνε να τ' αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και που καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, αντίς να τα λιγοστέψουνε. Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι' αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον που ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πως οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο απομέσα πλούτος και γι' αυτό έ­χουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά που λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πως ήτανε στ' αληθινά χαρά κι ευτυχία. Μα γλήγορα κατάλαβα πως ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πως χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ' αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.
Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πως είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς που τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός. Γι' αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρό­νεση του κόσμου, για ν' ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος που ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί που θρέφει κι από το κρασί που δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.
Με τί λόγια να φχαριστήσω τον Κύριό μου, που ήμουνα χαμένος και με χεροκράτησε, στραβός και μ' έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ' Αυτόν».
Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι που βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πως έβλεπα" μα τώρα κατάλαβα πως ήμουνα στραβός και κουφός και ποδαγρός. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ' αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο που πάγει εκεί όπου είναι η αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί που βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πως είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι όποιος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεηθεί. Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι' αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.
Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί που ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ' όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πως κλαίγανε και πως παρακαλούσανε ν' ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στα κονίσματα και στ' ασημωμένο Ευαγγέλιο.
Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, που κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πως κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πως σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τί κάνουνε; Πού πάνε; Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη η οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα που δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, τί ξεγελοιώσαστε; «Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψεύδος;».
Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950
Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις
του ακαταβλήτου αγωνιστού
αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη
ΑΠΟ: http://www.impantokratoros.gr/EC9939DC.el.aspx
http://patmias.blogspot.com

π. Στέφανος ᾿Αναγνωστόπουλος:Άμα σκοτώσεις την γλώσσα ενός λαού, σκοτώνεις και τον λαό και έθνος. Αυτό επιθυμούν μερικοί κουλτουριάρηδες ...



Η προσβολή τών λειτουργικών κειμένων από τη δημοτική γλώσσα καί ο αγιασμός τών ποιμένων

«Θα ήταν καλό να σταματήσουν οι κάποιοι καινοτόμοι τα πειράματα με την γλώσσα της Εκκλησίας μας, και δη της Θείας Λειτουργίας. Απαρασάλευτα πρέπει να παραμείνουν τα Ιερά και τα όσια της Παραδόσεώς μας».

«Οι νέοι λοιπόν, θα έρθουν στην Εκκλησία όχι μέσα από τις κοσμικές καινοτομίες και παραδοξολογίες αλλά με τον αγιασμό των ποιμένων της»

(Κυριακή, 10 Οκτωβρίου 2004, Κυρ Γ' Λουκά 2004)

«Εξεκομίζετο τεθνηκώς»
Τον καιρό εκείνο ο Ιησούς Χριστός εισήλθε στην πόλη που την λέγανε Ναϊν, και μαζί Του ήσαν αρκετοί μαθητές Του και πολύς κόσμος. Όταν πλησίασε στην πύλη της πόλεως, έβγαζαν έξω έναν νεκρό, πού ήταν το μονάκριβο παιδί της χήρας μάνας του και πολύ λαός απ’ την πόλη ήταν μαζί της.
Μόλις την είδε ο Κύριος την λυπήθηκε και της είπε «Μην κλαίς!»
Και αφού πλησίασε άγγιξε το φέρετρο και είπε «Νεανίσκε, σού λέγω, σήκω», και ο νεκρός αναστήθηκε!
Αυτά μας διηγήθηκε το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα με απλά λόγια, σε μετάφραση.

Κάλλιστα, ύστερα από τον θόρυβο που γίνεται εδώ και τόσες μέρες, ίσως οι περισσότεροι να μην έχουν αντιληφθεί τι ακριβώς γίνεται, θα μπορούσαμε το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, την ώρα που ο ιεροκήρυκας θα βγει να κάμει το λόγο του, να κάμει και τη μετάφραση, ή του Ευαγγελικού Αναγνώσματος, ή του Αποστολικού. Με απλά λόγια.
Δόξα σοι ο Θεός, μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης, - ολόκληρης -, υπάρχουν πολλές, και μάλιστα πολύ καλές. Έτσι ο καθένας από μας μπορεί να πληροφορηθεί και στην απλή γλώσσα τον λόγον του Θεού.
Αλλά όπως πιστεύω όμως, και όπως κατάλαβα και όπως σήμερα άκουσα, το ένα μεν το διαβάσαμε, το άλλο δε το ακούσαμε από τους ιεροψάλτες, αυτά τα οποία ακούσαμε ήσαν κατανοητά. Κατά ογδόντα με ενενήντα τοις εκατό (80-90%) γνωστά. Ελάχιστες ήσαν οι λέξεις εκείνες τις οποίες πιστεύω ότι εσείς δεν καταλάβατε. Θα μπορούσατε λοιπόν παίρνοντας την Φωνή Κυρίου, την οποίαν πετάμε κάτω με τόση περιφρόνηση, να διαβάσομε σε μετάφραση και ερμηνεία το Ευαγγελικόν Ανάγνωσμα.
Το Ευαγγέλιο το σημερινό το έγραψε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, και το έγραψε στα Ελληνικά εκείνης της εποχής του, δηλαδή στα Αρχαία Ελληνικά, και έτσι διαβάζετο το Ευαγγέλιο εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, ακόμη μάλιστα και στα τετρακόσια χρόνια της Τούρκικης σκλαβιάς, που οι Έλληνες χρόνο με χρόνο ξεχνούσαν την γλώσσα τους. Κατάλοιπα έχουμε ακόμα και στις ημέρες μας από αυτήν την γλώσσα.
Και όμως οι σκλαβωμένοι Έλληνες το Ευαγγέλιο το καταλάβαιναν, γιατί τον λόγον του Θεού τον ρουφούσαν κυριολεκτικά με την ψυχή τους, και όσα δεν καταλάβαινε το μυαλό τα έπιανε με την πνευματική της αίσθηση η καρδιά. Αγράμματοι ήσαν, αλλά είχαν φόβον Θεού, αγράμματοι αλλά με πίστη δυνατή, αγράμματοι μεν αλλά έφταναν μέχρι ομολογίας και μαρτυρίου, ποτάμι το αίμα των Νεομαρτύρων χύθηκε στα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς. Χωρίς ερμηνείες και μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης.
Αγράμματοι ήσαν αλλά ήσαν ευσεβείς, ευλαβείς, αγράμματοι αλλά πιστοί στις παραδόσεις και στις αξίες της χριστιανικής διδασκαλίας. Τα «γράμματα σπουδάματα, του Θεού τα πράματα» τα μάθαιναν στα κρυφά σχολειά με την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι και τα Μηναία, τα οποία όλα είναι γραμμένα στα Αρχαία Ελληνικά, - ακόμα και σήμερα έτσι ακούγονται και έτσι ψάλλονται.
Τα κρυφά σχολειά ήσαν τότε τα μοναστήρια με τους καλογήρους και τους ρακένδυτους παπάδες. Και τα φανερά ήσαν μέσα στους ιερούς ναούς, με τους εσπερινούς, με τους όρθρους. Με τη Θεία Λειτουργία, όπως ακριβώς είναι και σήμερα και γίνεται και σήμερα. Και όμως μόνο με τα ακούσματα της Θείας Λειτουργίας, κράτησαν αναμμένη την φλόγα της πίστεως και την αγάπη για την πατρίδα μας, την Ελλάδα. Και οι βραδινές προσευχές των σκλαβωμένων Ελλήνων μπροστά στο εικονοστάσι με το αναμμένο κανδηλάκι, ήταν αυτές που διατήρησαν την ενότητα της πίστεως και την αγάπη για την ελευθερία, και την αγάπη μεταξύ τους.

Σήμερα, το δύο χιλιάδες τέσσερα (2004), - τελειώνει και αυτό - , η Ορθόδοξη πίστις μας είναι νερόβραστη, η αγάπη μας ανύπαρκτη, και το Ευαγγέλιο κλειστό. Αλλοπρόσαλλη η διαγωγή μας μέσα στα σπίτια. Τίποτα δεν μπορούμε να μεταδώσουμε στα παιδιά μας – γι’ αυτό είναι αναιμικά, δεν πάσχουν απ’ την αναιμία του αίματος, πάσχουν από την αναιμία της πίστεως, της Ορθοδόξου πίστεως, των ναμάτων της πίστεως, απ’ αυτήν την αναιμία πάσχουν σήμερα τα Ελληνόπουλα.
Όλα τα θέματα της πίστεως και δη των Παναγίων Μυστηρίων, είτε τα κοροϊδεύομε στις ημέρες μας, είτε τα περιφρονούμε. Άμα σκοτώσεις την γλώσσα ενός λαού, σκοτώνεις και τον λαό και έθνος. Αυτό επιθυμούν μερικοί κουλτουριάρηδες εδώ και χρόνια, παρασυρόμενοι από τους εχθρούς της πίστεως να σκοτώσουν την πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου, και μάλιστα την Λειτουργική. Γι’ αυτό θα ήταν καλό να σταματήσουν οι κάποιοι καινοτόμοι τα πειράματα με την γλώσσα της Εκκλησίας μας, και δη της Θείας Λειτουργίας. Απαρασάλευτα πρέπει να παραμείνουν τα Ιερά και τα όσια της Παραδόσεώς μας.
Ο Εβραιοσαταλόπληκτος Κίσινγκερ, ο άλλοτε υπουργός Εξωτερικών, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, είχε πει για μας: «Για να διαλύσουμε τους Έλληνες πρέπει να τους κτυπήσουμε σε δύο πράγματα, στη γλώσσα και στη θρησκεία». Έτσι, από τότε, η Ορθόδοξη χριστιανική πίστη μας, χτυπιέται εδώ και σαράντα χρόνια, αφενός μεν με τις εκατοντάδες προτεσταντικές αιρέσεις και τις Ινδουιστικές παραφυάδες και προπαγάνδες, που κατέκλεισαν την πατρίδα μας, και αφ’ ετέρου χτυπήθηκε και η γλώσσα μας. Και επισήμως, από κάποιους άθεους υπουργούς παιδείας, και συνεχίζεται και σήμερα, στο μήνα που πέρασε, να καταστρέφεται η ουράνια γλώσσα των Ελλήνων, όλως αυθαιρέτως, και μάλιστα στη Θεία μας Λατρεία, στη Θεία Λειτουργία και στο Ιερό Ευαγγέλιο. Και αυτό το κτύπημα είναι μέσα από τα σπλάχνα της Εκκλησίας, από κάποιους καινοτόμους και μάλιστα επισήμως.
Προσωπικά, ως πατήρ Στέφανος, είμαι αντίθετος σ’ αυτή την καινοτομία, και ο Θεός να μας φυλάξει από όλους τους εχθρούς της πίστεως, και τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς.
Οι νεωτερισμοί και οι καινοτομίες που δεν αποβλέπουν στον αγιασμό των χριστιανών, αντί να οικοδομούν γκρεμίζουν. Τις απόψεις μου εκφράζω. Και μάλιστα δημοκρατικά και με σεβασμό προς την Εκκλησιαστική μου αρχή. Ο σεβασμός όμως αυτός, δεν με εμποδίζει να διαμαρτύρομαι ήρεμα και πολιτισμένα.
Οι νέοι λοιπόν, θα έρθουν στην Εκκλησία όχι μέσα από τις κοσμικές καινοτομίες και παραδοξολογίες αλλά με τον αγιασμό των ποιμένων της. Νέοι γέροι και παιδιά, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι ελκύονται στην χριστιανική μας πίστη και Εκκλησία, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αποκλειστικά και μόνον από την Χάρη του Θεού. Όταν οι ποιμένες της, οι κληρικοί παντός βαθμού, είναι ευλαβείς και χαριτωμένοι, και θεοσεβείς. Και το επαναλαμβάνω. Για να γεμίσουν οι ναοί μας από αληθινούς πιστούς χριστιανούς, έχομε ανάγκη από ιερείς και επισκόπους που να είναι ταπεινοί και όχι ψωροϋπερήφανοι. Πραότατοι, και όχι θυμώδεις και νευρικοί σαν και μένα. Φωτεινοί στο ήθος, και όχι σκοτεινοί στα έργα, ελεήμονες, και όχι φιλάργυροι, φιλόθεοι και όχι φιλόχρυσοι, ειρηνικοί και όχι αλαζόνες, ευλαβείς και όχι θεομπαίχτες. Να είναι ακόμα καταδεχτικοί και χαριτωμένοι, και θεόκλητοι εκ κοιλίας μητρός. Να διακρίνονται επίσης από ταπεινό φρόνημα, από ιεραποστολικό ζήλο και από πνεύμα αυτοθυσίας, να σέβονται και να κρατούν σταθερά τις παραδόσεις της Εκκλησίας μας, τα ήθη και τα έθιμα της Ορθοδόξου πίστεως. Να διατηρούν ακεραία και αγνή την Ευαγγελική διδασκαλία της Εκκλησίας, και ανόθευτη τη Θεία μας Λατρεία, τη Θεία Λειτουργία. Να κατέχουν με πάσα ακρίβεια τα δόγματα και τους ιερούς κανόνας της Εκκλησίας, και ανόθευτα να τα προσφέρουν στον λαόν του Θεού, δηλαδή σε σας. Να είναι οι θεματοφύλακες της πίστεως, και να χύνουν το αίμα τους γι’ αυτήν. Και επιπλέον να αγαπούν με όλη τους την ψυχή, την μελέτην των Γραφών και των Πατέρων, την αδιάλειπτη εν μετανοία προσευχή, τη νηστεία, την αγρυπνία, την εγκράτεια. Τι άλλο να πω; Τι άλλο να πω;
Αν από μέσα μας δεν βγούνε, πηγαίως, οι ανεκλάλητοι στεναγμοί του Αγίου Πνεύματος, ούτε η πατρίδα μας θα σωθεί από τις σκοτεινές δυνάμεις, ούτε και τα λογικά πρόβατα της μάνδρας του Χριστού, που τα περισσότερα είναι ουσιαστικά χωρίς ποιμένα, θα σωθούν από τους προβατόσχημους λύκους που έχουν κατακλείσει την Ορθόδοξη Ελλάδα μας.
Παρά ταύτα, και πύλαι Άδου, ου κατισχύσουσιν αυτής, αυτής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι «ζει Κύριος ο Θεός», και υπάρχουν άγιοι, που πρεσβεύουν, που έχουν χέρια οσίων, και με τις πρεσβείες τους δημιουργούν προϋποθέσεις σωτηρίας. Και οι άγιοι δεν έχουν λείψει από καμιά εποχή και από κανέναν αιώνα. Και η εποχή μας έχει αγίους, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι αφανείς. Διότι οι αρετές δε βάζουν μπροστά στο στήθος ταμπέλες. Έχουμε και κληρικούς αγίους. Έχουμε και μοναχούς αγίους. Έχουμε και απλούς χριστιανούς που ζουν μέσα στον κόσμο αγίους. Ζουν ανάμεσά μας με ζωντανή την πίστη, με ενεργουμένη την αγάπη, με ολονύχτια την προσευχή, με την φωτιά του Αγίου Πνεύματος να κατακαίει τα σπλάχνα τους, τα στήθη τους, την καρδιά τους, την ψυχή τους, το είναι τους, σε μια ανύσταχτη αγωνία, για την σωτηρία των ψυχών της δικής των πρώτα, του συντρόφου κατόπιν, των παιδιών, των γονέων, των αδελφών, όλων των χριστιανών και σύμπαντος του κόσμου.
Ο πατήρ Ιωσήφ ο Ησυχαστής και παππούς και Όσιος, ο πατήρ Παϊσιος ο ασκητής, ο πατήρ Αμφιλόχιος ο Μακρής, ο πατήρ Φιλόθεος ο Ζερβάκος, ο πατήρ Ιάκωβος ο Τσαλίκης, ο πατήρ Γεώργιος ο Καρσλίδης, ο πατήρ Πορφύριος Μπαϊρακτάρης, ο πατήρ Δημήτριος Γκαγκαστάθης, για να μην αναφερθώ στους δέκα – δώδεκα που έχει ανακηρύξει η Εκκλησία μας ως Αγίους τον εικοστό αιώνα, όλοι αυτοί και άλλοι πολλοί, πρεσβεύουν στον Πανάγιο Θεό και στον Ουράνιο Θρόνο Του, για να αποστείλει Αγίους εργάτας στον αμπελώνα Του. Και ο Θεός θα στείλει. Ήδη τους έχει στείλει, μόνον που δεν ήλθε ακόμα η ώρα της αποκαλύψεως και της δράσεώς των. Και έτσι μόνον θα σωθούμε. Το μόνο που μένει από μας, είναι να παραμείνουμε ακέραιοι και σωστοί, όσα σύννεφα και αν μαζευτούν γύρω μας απειλητικά, μέσα στην Κιβωτό, μέσα στην Εκκλησία, που είναι η Κιβωτός της Σωτηρίας.
Με δυνατή την πίστη. Με συμμετοχή στα δύο σωστικά μυστήρια, Ιεράς Εξομολογήσεως και Θείας Κοινωνίας, αλλά με συνέπεια στο ήθος και στην διαγωγή μέσα στο σπίτι και έξω στη ζωή και στην κοινωνία. Με ασκητικό πνεύμα και ζωή, με αληθινή μετάνοια και τέλος με φρόνημα ταπεινό.
Αδελφοί μου, «άνω σχώμεν τα ς καρδίας»,
και να η ελπίδα,
και ιδού η σωτηρία,
όλους μας περιμένει ο Παράδεισος,
είναι ανοικτός,

Αμήν.

Πηγή: ΔΙΑΔιΚΤΥΟ:http://agia-varvara.blogspot.com/2004/10/blog-post_10.html)

Παράδειγμα πρός μίμηση καί γιά ἄλλους Δήμους:350 ράμπες για ΑΜΕΑ στο Δ.Θεσσαλονίκης..


Μια Θεσσαλονίκη πιο φιλική και πιο ανθρώπινη στα άτομα με αναπηρία θέλει να δημιουργήσει ο κεντρικός δήμος. Στο πλαίσιο αυτό, ξεκινούν τις επόμενες ημέρες εργασίες κατασκευής περίπου 350 ραμπών, με στόχο να διευκολυνθούν στις μετακινήσεις τους οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν κινητικά προβλήματα.

Ο αντιδήμαρχος Δημοτικών ‘Εργων και Κυκλοφορίας, Βαγγέλης Δημητρίου, ανέφερε πως οι εργασίες θα γίνουν σε 32 κεντρικούς δρόμους, και στα πέντε δημοτικά διαμερίσματα, και επιδίωξη της δημοτικής αρχής είναι «η εύκολη πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία σε όλη την πόλη». Το έργο «Κατασκευή ραμπών για ΑΜΕΑ» έχει προϋπολογισμό 120.000 ευρώ και υπολογίζεται να ολοκληρωθεί σε 90 ημέρες.

πηγη:http://www.qualitynet.gr

καλα νεα..υπάρχουν και αυτα

῾ Ο νεωτεριστής- ᾿Ιωάννη Κονδυλάκη (διήγημα)





Τα πρώτα γράμματα έμαθα από πολλούς δασκάλους. Ο πρώτος ήτον ένας φραγκοφορεμένος με τ’ όνομα Ηρακλής. Έξω από τ’ όνομά του δε θυμούμαι γι’ αυτόν πολλά πράματα. Η αλήθεια είναι ότι και πολύ γλήγορα τον χάσαμε. Ένα πρωί μάθαμε πως έκλεψε τη Μαγδαληνή και έφυγε. Ήτο δε η Μαγδαληνή κόρη ενός γιατρού Κερκυραίου, που δεν ξέρω πώς είχε ξεπέσει εκεί κάτω σ’ ένα χωριό της Κρήτης απόκεντρο. Και θυμούμαι τους χωριανούς πώς, συναθροισμένοι στα δώματα, κοίταζαν πάνω στη Ρούσα Κεφάλα, στο μέρος που νόμιζαν πως είχαν τραβήξει οι φευγάτοι.

Τον είχαμε δεν τον είχαμε δύο μήνες αυτόν το δάσκαλο. Τίποτε ίσως δεν έμαθα απ’ αυτόν· του διατηρώ όμως μια γλυκιά ανάμνηση. Στο σχολείο του με πήγαν σηκωτό, διότι δεν ήθελα να πάω· κι έκλαιγα και σφάδαζα σ’ όλο το δρόμο. Αλλ’ ο δάσκαλος μ’ ένα κομμάτι καντιοζάχαρη εγλύκανε τη φοβερή ιδέα που ’χα για το σχολείο.

Αντικαταστάτη του Ηρακλή μάς φέραν ένα παλιό δάσκαλο ονομαζόμενο Ράλιο. Η φιλοδοξία των χωριανών ήτο να εισάξουν νέα γράμματα και νέα μέθοδο, αν και γι’ αυτά είχαν πολύ αόριστη ιδέα, αγράμματοι ως ήσαν και μακριά του πολιτισμού. Αλλ’ αφού έφυγεν ο νέος δάσκαλος, αναγκασθήκανε να ξαναφέρουν τον παλιό, που δίδασκε τα λεγόμενα Κοινά ή κολλυβογράμματα. Αυτά τα γράμματα άρχιζαν από τη φυλλάδα που ’τον το αλφαβητάριο τότε· κι από τη φυλλάδα περνούσαν στον Οκτώηχο, στο Ψαλτήρι και σ’ άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Αλλ’ ο Οκτώηχος είχε στην αρχή του το κεφαλαίο και το μικρό αλφάβητο κι έτσι ο μαθητής μπορούσε να περάσει και χωρίς ιδιαίτερη φυλλάδα, με τη βοήθεια του δασκάλου και την παρακίνηση της βίτσας του.

Ο Ράλιος δεν ήτο μόνο παλαιϊκος στη μάθηση, αλλά και παλιός στην ηλικία. Γέρος και λίγο παραλυτικός· και στο περπάτημα έσυρνε τα πόδια του. Κι οι μαθητές εμιμούμεθα το βάδισμά του για περίπαισμα, από μίσος και για το ξύλο που μάς έδιδε, και για την ελευθερία που μάς στερούσε. Από τη διδασκαλία του Ράλιου θυμούμαι τον παράξενο τρόπο που ’χε για να μαθαίνομε το αλφάβητο. Λέγαμε το πρώτο και το τελευταίο γράμμα μαζί, έπειτα το δεύτερο και το προτελευταίο κι έτσι όλα. Άλφα- ω, Βήτα- ψι , Γάμμα- χι.

Αλλά το χωριό μας, αν και μόλις είχαμε βγει από μια επανάσταση μεγάλη και καταστρεπτική, εδίψα πρόοδο· και άμα βρέθηκε άλλος δάσκαλος, ο παλιός ρίχτηκε πάλι στην αχρηστία.

Αυτός που ’ρθε ήτον ένας αρχιμαντρίτης από τη σχολή της Χάλκης, ως λέγανε. Τ’ όνομά του Νικόδημος, 30-35 ετών, καλοκαμωμένος άντρας, με κομψότητα στο ντύσιμό του ασυνήθιστη σε μας για ιερωμένο.

Ο Νικόδημος μάς έφερε την Αλληλοδιδακτική Μέθοδο· και στις μέρες του κτίστηκε και σχολείο, γιατί έως τότε τα μαθήματα γινόντανε στο σπίτι του δασκάλου ή σε άλλο σπίτι που το νοίκιαζε το Κοινό. Το νέο σχολείο στολίστηκε με πίνακες αναγνωστικούς, μαυροπινάκους και χάρτες γεωγραφικούς. Κάμανε και θρανία και μια ψηλή έδρα για το δάσκαλο.

Μαζί με την Αλληλοδιδακτική μάς έφερε ο Νικόδημος και την κανονική εκκλησιαστική μουσική. Κι ο ίδιος ήτο καλόφωνος, κι έψαλλε στην εκκλησία από βιβλίο με παράξενα σημεία, και τους καλόφωνους μαθητές διάλεξε κι άρχισε και δίδασκε την παρασημαντική και τους τέσσερους ήχους. Έτσι το χωριό γέμισε από παβουγά κι αναγνωστάκια, διότι σ’ όλους τους μαθητευόμενους ψάλτες η κοινή γνώμη του χωριού έδωκε αυτόν τον τίτλο.

Αλλά κι ο αρχιμαντρίτης έμεινε μόνο δύο χρόνια. Αφού μας ίδρυσε, εκτός του δημοτικού, κι ελληνικές τάξεις, τον πήραν με πλειοδοσία σ’ ένα πλουσιότερο χωριό, τις Αρχάνες.

Τότε μάς ήρθε ο πραγματικός νεωτεριστής, ως αντικαταστάτης του Νικόδημου. Αλλά την ιστορία του θα διηγηθώ λίγο ανάποδα.

Το 1896 κατέβηκα στα Χανιά από την Αθήνα με δημοσιογραφική αποστολή. Γενικός Διοικητής της Κρήτης ήτο τότε ο Γεωργάκης πασάς Βέροβιτς, Αλβανός, που προηγουμένως είχε χρηματίσει Μουτεσαρίφης ή διοικητής του νομού μας. Πήγα να τον επισκεφθώ στο σεράγιο των Χανιών κι όταν άκουσε ποιος ήμουν, είπε με την αλβανική του προφορά:

― Ώστε είσαι από τη Β.;

― Μάλιστα.

― Και με θυμάσαι μένα; Ήρθα στο χωριό σας. Θα ’ναι είκοσι χρόνοι και πάνω.

― Σας θυμούμαι πολύ καλά, εξοχότατε. Ήμουν μαθητής.

― Στο σχολείο ήσουν; είπε με ζωηρό ξεφώνημα ο πασάς.

Και το ωχρό και μελαγχολικό του πρόσωπο σα να κοκκίνισε.

Έπειτα γέλασε:

― Και τι γίνηκε κείνος ο τρελός δάσκαλος, που είχατε;

― Ο Καπετανάκης; Πέθανε.

― Καπετανάκη το ’λεγαν; Αλλάχ ραμέτ’ εϋλεσί[1]. Μα θυμάσαι τι πήγατε να μου κάνετε; Να μου σπάσετε το κεφάλι εσείς τα σκολιαρούδια. Εσείς οι Κρητικοί και μικροί να ’στε διάολοι είστε. (Τη φράση τη συνόδευσε χαμόγελο καλοκάγαθο, για να δείξει ότι δεν το’ λεγε για να κατηγορήσει). Μα το φταίξιμο ήτονε του δασκάλου σας. Αυτός, τζάνεμ, θεότρελος ήτονε. Βρήκα τον μπελά μου από τους Τούρκους του χωριού. Αναφορές πάνω στσ’ αναφορές μου ’πεμπαν γι’ αυτόν. Έλεγαν πως ήτο ασής[2] και ζητούσαν να τον κάνω σιργούνι[3]. Στην Πόλη έφταξε το πράμα.

― Δεν ήτο τρελός, παρατήρησα. Είχε πολύ ενθουσιασμό.

― Πώς το είπες αυτό; ρώτησε ο πασάς, που λίγο γνώριζε τα Ελληνικά και πολλές φορές σταματούσε για να βρει τη φράση που θα έλεγε ή για να καταλάβει τι του έλεγαν.

― Είχε ενθουσιασμό πατριωτικό.

Το λίγο που κατάλαβε ο πασάς από τη φράση μου τον έκαμε να κοιτάξει με ανησυχία προς τη θύρα της αίθουσας που είμεθα. Και για να σταματήσω στην ελευθερία που πήρα να μιλώ περί κρητικού πατριωτισμού σ’ έναν αντιπρόσωπο του Σουλτάνου, είπε:

― Νε ισά[4].

Και άλλαξε ομιλία.

Ο δάσκαλος, που τέτοια εντύπωση είχε κάμει στον πασά, ήτο κι αυτός νέος άνθρωπος και ζωηρός, με πυρόξανθα γένια, χωρισμένα στη μέση. Γι’ αυτό και ψαλιδογένη τον έλεγαν οι χωρικοί. Φορούσε στενά κι έλεγαν πως είχε κάμει στην Αθήνα.

Έψαλλε κι αυτός· αλλ’ αντί των βυζαντινών αργοφωνιών, αντί των τερερισμών, των ναι – ναι και να – να του Νικόδημου που δεν τα ’ξερε, επιχειρούσε να ψάλει με αρμονία τάχα ευρωπαϊκή, που την ήξερε λιγότερο. Με τα πιο καλόφωνα παιδιά του σχολείου σχημάτισε κι αυτός χορό κι έψαλλαν μαζί μια πολυφωνία, που δεν εγγυούμαι πως είχε τίποτε το αρμονικό. Το μόνο βέβαιον είναι ότι έψαλλαν με νέο και παράξενο τρόπο· και με αυτό πετύχαινε ο δάσκαλος το σκοπό του, δηλαδή να φανεί ότι έφερνε κάτι περισσότερο και νεωτεριστικότερο από τον προκάτοχό του. Η δύναμή του ήτο στο «Άγιος ο Θεός». Εκεί έβαζε κάτι φωνάρες, που έτρεμε ο θόλος της εκκλησίας. Έτρεμαν από την προσπάθεια και τα γένια του δασκάλου, σαν την ουρά της σεισοράδας.

Εις τ’ αντίφωνα ο δάσκαλος άρχιζε με βαθιά φωνή «Και μετά του Πνεύματός σου» και τελείωνεν ο παιδικός χορός «Ο Θεός ημών» με οξύφωνη συνέχεια, η οποία από τους ψηλούς τόνους χαμήλωνε κι απλωνότανε σαν κύμα, πράμα που δεν του ’λειπε μεγαλοπρέπεια και χρωματισμός με υποβολή.

Αλλ’ ο μεγαλύτερος και σπουδαιότερος νεωτερισμός του Καπετανάκη ήταν τα στρατιωτικά γυμνάσια. Ήθελε να μας κάμει στρατιώτες, για να υπηρετήσομεν, ως έλεγε, μια μέρα την πατρίδα, ως τακτικοί πλέον κι όχι άτακτοι κι ασύντακτοι. Αλλ’ ο ταλαίπωρος άνθρωπος είχε μόνο την καλή προαίρεση. Τα εφόδιά του ήταν πολύ λίγα. Ό,τι ήξερε ήτο να βαδίζομε με το εν-δύο και να κάνομε μεταβολή τρίχρονη με τρία παραγγέλματα.

― Πους δεξιός προς αριστερόν! Πους αριστερός προς δεξιόν! Πους δεξιός παρ’ αριστερόν!

Αυτό ήταν όλο. Άρχιζαν δε αυτά τα σπουδαία γυμνάσια με το «μαρς!» κι ετελείωναν με το «αλτ!». Λησμόνησα να πω ότι κι ο χαιρετισμός μας έγινε στρατιωτικός. Αλλ’ ο δάσκαλος αυτόν το χαιρετισμό τον έλεγε σχήμα και το σχετικό παράγγελμα ήτο «Κάμετε σχήμα!». Μας έμαθε και διάφορα πατριωτικά τραγούδια και τα τραγουδούσαμε όταν μια φορά τη βδομάδα μας οδηγούσε κάτω στα λιβάδια και περνούσαμε τ’ απόγεμα με γυμναστικά παιχνίδια.

Όταν ήρθε είδηση ότι ο πασάς του νομού μας, που ’τον ο Βέροβιτς, θα ’ρχοταν να επισκεφθεί την επαρχία μας, ο δάσκαλος σύνθεσε ποίημα να το ψάλομε στην υποδοχή. Κι ενώ θα το λέγαμε στον αντιπρόσωπο του Σουλτάνου, ήτο γεμάτο από Ελλάδα κι ελευθερία. Έλεγαν όμως τον πασά «ένθερμο προστάτη της παιδείας» κι ότι «άπας ο λαός τον υπεδέχετο μετά παλμών καρδίας».

Οι χωριανοί μας Τούρκοι, όταν είδαν τον ψαλιδογένη να διδάσκει τα παιδιά των Ρωμιών «ταλίμια» στρατιωτικά, σκανδαλίστηκαν και ζήλεψαν. Φαίνεται δε ότι έκαμαν παρατηρήσεις στο δικό των το Χόντζα, ένα κακομοίρη που μόλις ήξερε ανάγνωση, κι απαίτησαν να κάνει κι αυτός στρατιωτικά γυμνάσια στα Τουρκάκια. Αλλ’ αν ο δάσκαλος ήξερε πολύ ολίγα, ο Χόντζας δεν σκάμπαζε τίποτε. Θα ’χε δει, φαίνεται, νιζάμηδες να γυμνάζονται, αλλά δεν είχε πάρει τίποτε. Αφού όμως του απαίτησαν να κάμει όπως όπως στρατιωτικά γυμνάσια, έβαλε στη γραμμή τα παιδιά, ξυπόλυτα τα περισσότερα, όπως ήμεθα και μεις, και τους έλεγε «μπιρ ικί» και κάτι παραγγέλματα, για να κάνουν κινήσεις χωρίς ρυθμό και σκοπό. Μόνο που σήκωναν τη σκόνη με τα πόδια των. Από τα παραγγέλματα του μου μένει στη μνήμη ένα «Αλτσάτ!» που δεν ανήκει σε καμία γνωστή γλώσσα.

Ετοιμασίες λοιπόν εμείς, ετοιμασίες κι ο Χόντζας για την υποδοχή του πασά. Τη μέρα που περιμέναμε το Μουτεσαρίφη, ο δάσκαλος μάς πήγε πάνω από το χωριό, σ’ ένα ανώμαλο κι ανηφορικό μέρος και μας παράταξε κι από τα δυο μέρη του δρόμου. Αλλ’ ενώ περιμέναμε, φάνηκε από ψηλά ένας βοσκός χριστιανός και φώναξε:

― Δάσκαλε, ε, δάσκαλε! Είντα καθεσ’ ατουδά κι ο Χόντζας πήγε πλια πάνω με τα Τουρκάκια; Είναι στον Άη Γιάννη.

Τα ψαλιδωτά γένια ανατρίχιασαν. Ο δάσκαλος μουρμούρισε μια βρισιά, έπειτα γύρισε και μας είπεν, ως θα μας έδιδε το παράγγελμα «Γεμίστε»:

― Πάρετε πέτρες!

Αφού κάμαμε καθένας μια προμήθεια από πέτρες κι επανήλθαμε στην παράταξη, ο δάσκαλος μπήκε μπρος και φώναξε «μαρς!». Τον ακολουθήσαμε και σε λίγο είδαμε το Χόντζα και τα Τουρκάκια. Είχαν παραταχθεί δίπλα σ’ ένα εξωκλήσι.

― Τον άτιμο! μουρμούρισε ο δάσκαλος. Εβεβήλωσε και την εκκλησία.

Όταν πλησίασε ο Καπετανάκης, φώναξε στο Χόντζα:

― Είντα πήγες τόσο πάνω, μωρέ μουλά[5]; Τα πρωτεία θες να πάρεις; Και δεν συλλογίστηκες πως δε θα σ’ αφήσω να κάτσεις στην κεφαλή μας πάνω; Γιανιτσαριά δεν είναι μπλιό στην Κρήτη. Έλα κάτω, γιατί θα σε κατεβάσουμε θες και δε θες.

Και μεις τόσο συμφωνούσαμε στην ιδέα του δασκάλου μας, ώστε μόνο το σύνθημα περιμέναμε για να μην αφήσουμε τούρκικο κεφάλι γερό. Ο Χόντζας όμως υποχώρησε αμέσως κι όταν ήρθε κοντά δικαιολογήθηκε:

― Βαλλαή[6], κύριε δάσκαλε, δεν το έκαμα αξαργιτού[7], μόνο δεν το κάτεχα πως είστε χαμηλότερα. Το σωστό βέβαια είναι να πάτε του λόγου σας πλιο ομπρός, γιατί και περισσότεροί ’στε, και είναι δα κι ο παχιάς χριστιανός. Ορίστε παραπάνω του λόγου σας.

Προχωρήσαμε εμείς κι οι Τούρκοι ήρθαν κάτω.

Σε λίγο έφτασε ο πασάς, συντροφευμένος από υπαλλήλους κι έφιππους ζαπτιέδες. Τον βάλαμε στη μέση και αρχίσαμε το άσμα μας. Αλλ’ ενώ το άσμα έλεγεν ότι τον υποδεχόταν «άπας ο λαός», εκτός των μαθητών είχαν έρθει μόνον πέντε δέκα πρόσωπα της τοπικής εξουσίας και οι προύχοντες του χωριού κι άλλοι τόσοι περίεργοι. Όταν η συνοδεία του πασά έφτασε και στο Χόντζα, ακούστηκε το «Αλτσάτ!» κι άρχισαν και τα Τουρκάκια κάτι να ψάλλουν. Έπειτα ανακατευτήκαμε και πηγαίναμε όλοι μαζί. Αλλά σε λίγο κάτι είπαν ένα δικό μας παιδί κι ένα Τουρκάκι κι αρπάχτηκαν· και σε μια στιγμή η συμπλοκή γενικεύτηκε. Βροχή οι πέτρες και στη μέση ο πασάς. Οι έφιπποι χωροφύλακες κινήθηκαν να μας χωρίσουν, αλλά το μέρος ήτο πολύ ανώμαλο κι από τις πέτρες τ’ άλογα αφηνίασαν. Μόνο η φωνή του δασκάλου μας, που διέταξε «Παύσατε πυρ!», έδωκε τέλος στη μάχη. Κι αληθινά ο Βέροβιτς κινδύνεψε ή να πέσει από το άλογο ή να του σπάσουν οι πέτρες το κεφάλι. Ήτον όμως καλοκάγαθος και δεν έδωκε σημασία στο επεισόδιο. Αλλά και μετά τόσα έτη δεν το ’χε λησμονήσει κι έτσι μου θύμισε το δάσκαλό μου.

Ο Καπετανάκης δε φρόντιζε μόνο για τη σωματική μας ενίσχυση, αλλά και για να μας αναπτύξει το θάρρος και την τόλμη. Κι αυτά για να γίνομεν, ως έλεγεν, αντάξιοι και καλύτεροι των προγόνων κι έτσι να τελειώσομε το έργο τους, την απελευθέρωση της πατρίδας. Για να κάμομε κορμιά γερά, μας παρακινούσε στα γυμναστικά παιχνίδια. Για να κάμομε καρδιές ατρόμητες και ν’ αψηφούμε τους κινδύνους, βρήκε άλλη άσκηση. Να πολεμούμε με τις σφήκες. Και μεις, πρόθυμοι, ζητούσαμε σφηκιές, τις «ξεμυγίζαμε» κι οπλισμένοι με φουντωτούς κλάδους πολεμούσαμε με τις σφήκες που ξορμούσαν ερεθισμένες.

Πολλούς από μας τους κέντρωναν, αλλά κανείς δεν υποχωρούσε, αν δεν νικούσαμε πλήρη νίκη, δηλαδή το εξόντωμα της σφηκιάς. Και κάθε φορά αυτό το αποτέλεσμα μάς έδιδε την ικανοποίηση και την υπερηφάνεια αληθινού θριάμβου. Εξαιρετική ήτον η δόξα των λαβωμένων, κείνων που κεντρώνοντο στη μάχη. Έπειτα, στο σχολείο, αναφέραμε τις περιπέτειες του αγώνα κι ο δάσκαλος άκουγε με σοβαρό ενδιαφέρον κι επαινούσε κείνους που ’χαν ανδραγαθήσει.

Προβίβαζε μάλιστα και κείνους που ανδραγαθούσαν. Των έδιδε την άδειαν να πηγαίνουν στο βιτσιλοπόλεμο, δηλαδή πόλεμο με τα όρνια. Κι επειδή αυτός ήτο πιο επικίντυνος, τον έκαναν οι μεγαλύτεροι και ανδρειότεροι.

Σε κάμποση από το χωριό απόσταση ήτο μια βαθιά χαράδρα, όπου οι χωριανοί έριχναν τα ζώα που ψοφούσαν. Εκεί κατέβαιναν γυπαετοί, που τους λέγουν βιτσίλες, κι άλλα όρνια κι έτρωγαν τα ψοφίμια. Αλλ’ άμα παραχόρταιναν, βάραιναν τόσο, που δεν μπορούσαν να πετάξουν. Έπρεπε να βρουν ψήλωμα και στο μεταξύ βρίσκαμε καιρό και τα χτυπούσαμε με πέτρες ή ξύλα και πολλά σκοτώναμε.

Αλλ’ αν τα όρνια στις στιγμές αυτές δεν μπορούσαν να πετάξουν, αναπηδούσαν όμως αγριεμένα κι επιθετικά. Αυτός ήτο ο κίντυνος, γιατί είχαν ράμφη και νύχια φοβερά και μπορούσαν να βγάλουν μάτια ή να κόψουν σάρκες. Είχαν δε και κάτι μάτια πρασινωπά που προξενούσαν τρόμο με τ’ ανάβλεμμά των.

Αλλ’ ο ψαλιδογένης είχε κι ένα ελάττωμα πολύ αντιπαιδαγωγικό κι ορισμένως αντίθετο στην προσπάθειά του να μας κάμει άφοβους πολεμιστές. Ήτο οξύθυμος κι έδιδε ξύλο πολύ. Αλλά μας γλύτωσε η χήρα μητέρα ενός συμμαθητού μας, μια αντρογυναίκα. Από ένα χαστούκι, που ’δωκε στο παιδί της ο δάσκαλος, του ’μεινε μια βοή στ’ αυτί. Η μητέρα φοβήθηκε πως το παιδί της θα κουφαθεί και μια μέρα ήρθε αγριεμένη στο σχολείο.

― Άκου, δάσκαλε, είπε του Καπετανάκη, εγώ το παιδί μου το ’βαλα στο σχολείο για να ξεστραβωθεί, όχι να μου το κουφάνεις. Δε θέλω να το δέρνεις. Σαν κάμει πράμα, να μου το λες εμένα κι εγώ το δέρνω. Γιατί, μα το Θεό που είναι από πάνω μας, αν το ξαναδείρεις θα ’ρθώ με τον κόπανο!

Από τη μέρα κείνη ο δάσκαλος μετρίασε πολύ το ξύλο για όλους.

Αλλ’ ως μου είπεν ο πασάς, οι Τούρκοι του χωριού δεν τον χώνευαν· και συχνά τον κατάγγελλαν ότι εδίδασκεν επαναστατικές ιδέες και ότι παρασκεύαζε τους μαθητές να γίνουν αντάρτες κατά του Σουλτάνου. Κι είχε φαίνεται, φύγει από το νομό μας ο Βέροβιτς, όταν ήρθε διαταγή από τα Χανιά να συλληφθεί. Τον εξόρισαν στην Τρίπολη της Μπαρμπαριάς, κι εκεί τράβηξε μεγάλα βάσανα. Στον καιρό του Φωτιάδη, οι βουλευτές της Κρήτης τον ζήτησαν μαζί μ’ άλλους εξόριστους. Γύρισε στην Κρήτη, αλλά πτώμα. Ήρθε φθισικός κι ύστερα από λίγον καιρό πέθανε.

Τις τελευταίες του ώρες έγραψε σ’ ένα φύλλο χαρτί τα εξής, σαν πατριωτική του διαθήκη:



Στον τύραννο,

Είπε το κλήμα στον τράγο, που το ’τρωγε: «Κι ως τη ρίζα να με φας, πάλι θα βλαστήσω και θα δώσω το κρασί να χαροκοπήσουν κείνοι που θα σε βάλουνε στη σούβλα».

Γ. ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ







Παρμένο από τον τόμο «Πρώτη αγάπη» των εκδόσεων Νεφέλη, σελ. 113-124. Έκανα εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας, αλλά δεν άλλαξα ούτε ένα νι ή σίγμα κατά τα άλλα. Οι υποσημειώσεις υπήρχαν στο βιβλίο, αγνοώ αν είναι του Κονδυλάκη ή του επιμελητή.



Στον τίτλο, υπάρχει υποσημείωση, προφανώς του Κονδυλάκη: Αναμνήσεις.



Ο ‘παχιάς’, που λέει κάπου, είναι ο πασάς στα κρητικά. Πράγματι, ο πασάς Βέροβιτς ήταν χριστιανός.

Η πατριωτική διαθήκη του Καπετανάκη, με την οποία κλείνει το διήγημα, είναι μετάφραση από επίγραμμα της Ελληνικής (Παλατινής) Ανθολογίας, που ήταν αρκετά γνωστό στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα (θαρρώ το ’χει χρησιμοποιήσει και ο Κοραής, αλλά αμετάφραστο).

Πηγή:http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html