Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ-᾿Επιλογή τροπαρίων ἀπό τόν Μεγάλο Κανόνα μέ μετάφραση



Ἀπό τήν β' ᾠδή
ατέχρωσα τῆς πρίν εἰκόνος τό κάλλος,
Σῶτερ, τοῖς πάθεσιν·
ἀλλ᾽ ὥς ποτε τήν δραχμή
ἀναζητήσας εὑρέ

μάρτηκα, ὥσπερ ἡ Πόρνη βοῶ σοι
μόνος ἡμάρτηκά σοι
ὡς μύρον δέχου, Σωτήρ,
κἀμοῦ τά δάκρυα.



λίσθησα ὡς ὁ Δαυίδ ἀκολάστως,
καί βεβορβόρωμαι·
ἀλλ᾽ ἀποπλύναις κἀμέ,
Σωτήρ, τοῖς δάκρυσι.




λάσθητι, ὡς ὁ Τελώνης βοῶ σοι,
Σῶτερ, ἱλάσθητί μοι·
οὐδείς γάρ τῶν ἐξ Ἀδάμ
ὡς ἐγώ ἥμαρτέ σοι.



ὐ δάκρυα, οὐδέ μετάνοιαν ἔχω,
οὐδέ κατάνυξιν·
αὐτός μοι ταῦτα, Σωτήρ,
ὡς Θεός δώρησαι.


ήν θύραν σου μή ἀποκλείσῃς μοι τότε,
Κύριε, Κύριε·
ἀλλ᾽ ἄνοιξόν μοι αὐτήν
μετανοοῦντί σοι.


ιλάνθρωπε, ὁ πάντας θέλων σωθῆναι,
σύ ἀνακάλεσαί με
καί δέξαι ὡς ἀγαθός
μετανοοῦντά με

νώτισαι τούς στεναγμούς τῆς ψυχῆς μου,
καί τῶν ἐμῶν ὀφθαλμῶν
προσδέχου τούς σταλαγμούς,
Σωτήρ, καί σῶσόν με.
όλυνα τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ
τό κάλλος, Σωτήρα, μέ τά πάθη
μου. Ἀλλ᾽ ὅπως κάποτε τή
χαμένη δραχμή ψάξε νά μέ
ἀνεύρεις.

πως ἡ Πόρνη φωνάζω
δυνατά: Ἁμάρτησα! Ἔχω
ἁμαρτήσει σέ Σένα μοναχός
μου. Ὅπως ἀπό κείνη τό μύρο,
Σωτήρα μου, δέξου κι ἀπό
μένα τά δάκρυα.

λίστρησα στήν ἀκολασία ὅπως
ὁ Δαβίδ καί κυλίστηκα μέσα στό
βοῦρκο! Εἴθε κι ἐμένα ν᾽
ἀποπλύνεις, Σωτήρα, μέ τά
δάκρυα.


πως ὁ Τελώνης φωνάζω
δυνατά: Σπλαχνίσου· Σωτήρα
μου, σπλαχνίσου με. Γιατί
κανένας ἀπ᾽ τούς ἀπογόνους
τοῦ Ἀδάμ, ὅπως ἐγώ σέ Σένα,
δέν ἁμάρτησε.


ὔτε δάκρυα, οὔτε μετάνοια,
οὔτε κατάνυξη ἔχω!
Σύ, Σωτήρα μου, ὡς Θεός,
Χάρισέ μού τα.



ύριε! Μή μοῦ κλείσεις τότε,
τή θύρα τοῦ νυμφώνα Σου.
Ἀλλ᾽ ἄνοιξέ μού την,
βλέποντας τή μετάνοιά μου.



ιλάνθρωπε, πού θέλεις ὅλοι νά
σωθοῦν, Σέ παρακαλῶ νά μέ
ξαναφέρεις κοντά Σου καί νά
δεχτεῖς σάν ἀγαθός τή
μετάνοιά μου.



κουσε μέ προσοχή τούς
στεναγμούς τῆς ψυχῆς μου
καί κάνε δεχτά τά δάκρυα, πού
στάζουν ἀπ᾽ τά μάτια μου.
Κι ἔτσι, Σωτήρα, σῶσε με.
Ἀπό τήν η' ᾠδή 
ικαιοκρῖτα, Σωτήρ, ἐλέησον
καί ῥύσαί με τοῦ πυρός
καί τῆς ἀπειλῆς,
ἧς μέλλω ἐν τῇ κρίσει
δικαίως ὑποστῆναι·
ἄνες μοι πρό τέλους
δι᾽ ἀρετῆς καί μετανοίας.



ς ὁ Λῃστής ἐκβοῶ σοι τό Μνήσθητι·
ὡς ὁ Πέτρος κλαίω πικρῶς
Ἄνες μοι, Σωτήρ,
κράζω ὡς ὁ Τελώνης·
δακρύω ὡς ἡ Πόρνη·
δέξαι μου τόν θρῆνον,
καθώς ποτε τῆς Χαναναίας.

ήν σηπεδόνα, Σωτήρ, θεράπευσον
τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς,
μόνε ἰατρέ·
μάλαγμά μοι ἐπίθες
καί ἔλαιον καί οἶνον,
ἔργα μετάνοιας,
κατάνυξιν μετά δακρύων.
ήν Χαναναίαν κἀγώ
 μιμούμενος,
Ἐλέησόν με, βοῶ, τῷ Υἱῷ Δαυίδ·
ἅπτομαι τοῦ κρασπέδου
ὡς ἡ Αἱμορροοῦσα
κλαίω ὡς ἡ Μάρθα
καί Μαρία ἐπί Λαζάρου.


ό τῶν δακρύων, Σωτήρ, ἀλάβαστρον
ὡς μύρον κατακενῶν
ἐπί κεφαλῆς
κράζω σοι ὡς ἡ Πόρνη
τόν ἔλεον ζητοῦσα·
δέησιν προσάγω
καί ἄφεσιν αἰτῶ λαβεῖν με


ἰ καί μηδείς ὡς ἐγώ σοι ἥμαρτεν,
ἀλλ᾽ ὅμως δέξαι κἀμέ,
εὔσπλαγχνε Σωτήρ,
φόβῳ μετανοοῦντα
καί πόθῳ κεκραγότα·
Ἥμαρτόν σοι μόνῳ,
ἠνόμησα, ἐλεησόν με


εῖσαι, Σωτήρ, τοῦ ἰδίου πλάσματος
καί ζήτησον ὡς ποιμήν
τό ἀπολωλός
πρόβατον· πλανηθέντα
ἐξάρπασον τοῦ λύκου,
ποίησόν με θρέμμα
ἐν τῇ νομῇ τῶν σῶν προβάτων.



ταν Κριτής καθίσῃς ὡς εὔσπλαγχνος
καί δείξῃς τήν φοβεράν
δόξαν σου Χριστέ,
ὤ ποῖος φόβος τότε!
καμίνου καιομένης,
πάντων δειλιώντων
τό ἄστεκτον τοῦ βήματός σου.

ίκαιε Κριτή καί Σωτήρα μου,
ἐλέησε καί λύτρωσέ με ἀπ᾽ τή
φωτιά καί τήν ἀπειλή, πού
πρόκειται τή μέρα τῆς κρίσεως
δίκαια νά ὑποστῶ.
Λύτρωσέ με πρίν ἀπ᾽ τήν
τελευταία μου στιγμή μέ τήν
ἀρετή καί τή μετάνοια.


πως ὁ ληστής Σοῦ φωνάζω
δυνατά τό «Μνήσθητι». Ὅπως
ὁ Πέτρος κλαίω πικρά. Ὅπως
ὁ Τελώνης κράζω: Λύτρωσέ με,
Σωτήρα μου.
Ὅπως ἡ Πόρνη δακρύζω.
καί ὅπως παλιά τῆς Χαναναίας
δέξου τό θρῆνο μου.


ή σαπίλα γιάτρεψε τῆς
ταπεινῆς μου ψυχῆς, Σωτήρα
μου, Σύ ὁ μοναδικός γιατρός.
Βάλε μου κατάπλασμα
καί λάδι καί κρασί
ἔργα μετανοίας,
κατάνυξη καί δάκρυα.
ῆς Χαναναίας τό παράδειγμα
κι ἐγώ ἀντιγράφοντας, φωνάζω
δυνατά πρός τό Γιό τοῦ Δαβίδ:
ἐλέησέ με.
Ἀκουμπῶ στήν ἄκρη τοῦ
ἐνδύματος, ὅπως ἡ
Αἱμορροούσα. Κλαίω ὅπως
ἡ Μάρθα καί ἡ Μαρία
γιά τό Λάζαρο.

δειάζοντας στό κεφάλι σου
ἐπάνω, Σωτήρα μου, ὡς μύρο
τό ἀλάβαστρο τῶν δακρύων
μου, Σοῦ φωνάζω δυνατά ὅπως
ἡ Πόρνη, ζητώντας τή
συμπάθειά Σου. Σοῦ προσφέρω
τή δέησή μου
καί ζητῶ νά λάβω τήν ἄφεση.


ν καί κανείς, ὅπως ἐγώ, δέν
ἁμάρτησε σέ Σένα, σπλαχνικέ
Σωτήρα μου, ὅμως δέξου με
τώρα, πού μετανοῶ μέ φόβο
καί μέ πόθο ψυχῆς φωνάζω
δυνατά: Ἁμάρτησα σέ Σένα
μόνο! Ἀθέτησα τό Νόμο!
Ἐλέησέ με.

υπήσου, Σωτήρα, τό δικό Σου
πλάσμα. Καί σάν ποιμένας
ἀναζήτησε τό χαμένο πρόβατο.
Ἐμένα πού πλανήθηκα,
γλύτωσέ με ἀπ᾽ τοῦ λύκου τά
δόντια. Κάνε κι ἐγώ νά τρέφομαι
ἀπ᾽ τό λιβάδι τῶν δικῶν Σου
προβάτων.

ταν θά καθίσεις, ὡς
σπλαχνικός Κριτής καί θά
δείξεις, Χριστέ μου, τή φοβερή
δόξα Σου, τί φόβος τότε
ἀνέκφραστος ἀπ᾽ τό καμίνι
πού θά καίει!
Ὅλοι θά τρέμουν γιατί δέν θά
μποροῦν νά ὑποφέρουν τό
κριτήριό Σου.
Ἀποσπάσματα ἀπό τό Μέγα Κανόνα
τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης

(μετάφρ. Ἀρχιμ. Συμεών Π. Κούτσα)

 Πηγή:http://www.imkby.gr/greek/

̒Ο Μεγάλος Κανόνας (εἰσαγωγικό Ἰ. Μ. Φουντούλη)


 
πέμπτη ἑβδομάς τῶν Νηστειῶν εἶναι τό λειτουργικό ἀποκορύφωμα τῆς Τεσσαρακοστῆς. Οἱ ἀκολουθίες εἶναι μακρότερες καί ἐκλεκτότερες. Στή συνήθη ἀκολουθία τῶν λοιπῶν ἑβδομάδων θά προστεθοῦν δύο νέες ἐκτενεῖς ἀκολουθίες·τήν Πέμπτη ὁ Μέγας Κανών καί τό Σάββατο ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Κανονικά τό ἀποκορύφωμα αὐτό θά ἔπρεπε νά ἀναζητηθῇ στήν ἑπομένη, στήν ἕκτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, πού εἶναι καί ἡ τελευταία τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἀλλά ὅλα στή λατρεία μας ἔχουν τακτοποιηθῆ ἀπό τούς Πατέρας μέ πολλή μελέτη καί περίσκεψι. Μέ «διάκρισι», κατά τήν ἐκκλησιαστική ἔκφρασι. Μετά ἀπό τήν τελευταία ἑβδομάδα ἀκολουθεῖ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, μέ πυκνές καί μακρές ἀκολουθίες, ἀνάλογες πρός τά μεγάλα ἑορτολογικά της θέματα. Μεταξύ αὐτῆς καί τοῦ ἀποκορυφώματος τῆς Τεσσαρακοστῆς ἔπρεπε νά μεσολαβήσῃ μία περίοδος σχετικῆς ἀναπαύσεως, μία μικρά ἀνάπαυλα. Τό τόσο λοιπόν ἀνθρωπίνως ἀναγκαῖο μεσοδιάστημα εἶναι ἡ τελευταία ἑβδομάς καί τήν ἔξαρσι τοῦ τέλους βαστάζει ἡ προτελευταία. Τίς δύο θαυμαστές ἀκολουθίες τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, τόν Μέγα Κανόνα καί τόν Ἀκάθιστο ὕμνο, θά σταθοῦμε καί θά τίς ἐξετάσουμε.
Ὁ Μέγας Κανών ψάλλεται τμηματικῶς στά Ἀπόδειπνα τῶν τεσσάρων πρώτων ἡμερῶν τῆς Α' ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν καί ὁλόκληρος στήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου τῆς Πέμπτης τῆς Ε' ἑβδομάδος. Στίς ἐνορίες συνήθως ψάλλεται ἀνεξαρτήτως ἀπό τόν Ὄρθρο, ἐν εἴδει μικρᾶς ἀγρυπνίας, τό βράδυ τῆς Τετάρτης μαζί μέ τήν ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου. Κατά τόν τρόπο αὐτό διευκολύνονται περισσότερο οἱ χριστιανοί στήν παρακολούθησί του. Μπορεῖ νά τόν εὕρῃ κανείς μέσα στό λειτουργικό βιβλίο πού περιέχει τίς ἀκολουθίες τῆς Τεσσαρακοστῆς, στό Τριῴδιο, καθώς καί σέ μικρά αὐτοτελῆ φυλλάδια. Ἡ παρακολούθησις τοῦ Κανόνος αὐτοῦ κατά τήν ὥρα τῆς ψαλμῳδίας του εἶναι δύσκολη, γιατί τά νοήματα εἶναι πυκνά καί ταχύς ὁ ρυθμός τῆς ψαλμῳδίας του. Γιά τούς λόγους αὐτούς τά ἐγκόλπια αὐτά εἶναι ἰδιαιτέρως ἀπαραίτητα γιά ὅσους θέλουν νά γνωρίσουν καλλίτερα τόν ὕμνο αὐτόν. Τά κατωτέρω ἄς ἀποτελέσουν μία σύντομο εἰσαγωγή καί βοήθεια γιά τήν κατανόησί του καί μιά παρακίνησι γιά τήν παρακολούθησι τῆς ψαλμῳδίας τοῦ ἐκλεκτοῦ αὐτοῦ λειτουργικοῦ κειμένου.
Καί πρῶτα δυό λόγια γιά τόν ποιητή του. Τόν Μέγα Κανόνα συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης. Μοναχός κατ᾿ ἀρχάς στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα στά Ἱεροσόλυμα, ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη γιά ἐκκλησιαστική ἀποστολή. Ἐκεῖ παρέμεινε καί ἀνέλαβε διάφορα ἐκκλησιαστικά ὑπουργήματα καί τέλος ἀνεδείχθη ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ἀπέθανε γύρω στά 740 μ.Χ. στήν Ἐρεσό τῆς Λέσβου, εἴτε ἐπιστρέφοντας στήν Κρήτη, κατά ἕνα ταξείδι του στήν Κωνσταντινούπολι, εἴτε καί ἐξόριστος ἐκεῖ -ἦταν ὑποστηρικτής τῶν ἁγίων εἰκόνων. Στήν παραλία τῆς Ἐρεσοῦ τιμᾶται μέχρι σήμερα ὁ τάφος του, μία μεγάλη σαρκοφάγος, πού βρίσκεται πίσω ἀπό τό ἅγιο Βῆμα τῆς ἐρειπωμένης Βασιλικῆς τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, ὅπου κατά τούς βιογράφους του εἶχε ταφῆ. Ὁ Ἀνδρέας ἦταν λόγιος κληρικός καί ὑμνογράφος. Ἡ φιλολογική καί ὑμνολογική του παραγωγή εἶναι ἀξιόλογος. Τό σπουδαιότερο ὅμως ὑμνογραφικό του ἔργο εἶναι ὁ Μέγας Κανών. Τόν ἔγραψε, ὅπως φαίνεται ἀπό διάφορες ἐνδείξεις, περί τό τέλος τῆς ζωῆς του, κατά δέ τήν μαρτυρία ἑνός Συναξαρίου, στήν Ἐρεσό, λίγο πρίν πεθάνῃ. Ἄν ἡ πληροφορία αὐτή εἶναι ἀληθινή, ὁ Μέγας Κανών εἶναι τό κύκνειο ᾆσμα τοῦ ὑμνογράφου μας.
Γιά νά καταλάβουμε τήν ποιητική του δομή πρέπει νά κάμωμε μία μικρή παρέκβασι. Τό ἔργο αὐτό ἀνήκει στό ποιητικό εἶδος τῶν Κανόνων, πού κατά πολλούς ἔχει τήν ἀρχή του σ᾿ αὐτόν τόν ἴδιο τόν Ἀνδρέα. Εἶναι δέ οἱ Κανόνες ἕνα σύστημα τροπαρίων, πού ἐγράφοντο γιά ἕνα ὡρισμένο λειτουργικό σκοπό: Νά διακοσμήσουν τήν ψαλμῳδία τῶν ἐννέα ᾠδῶν τοῦ Ψαλτηρίου, πού ἐστιχολογοῦντο στόν Ὀρθρο. Ἔψαλλαν τίς ἐννέα ᾠδές καί στούς τελευταίους στίχους τῆς κάθε μιᾶς παρενέβαλλαν τά τροπάρια, ὅπως γίνεται μέχρι σήμερα στούς Ναούς μας κατά τήν ψαλμῳδία τοῦ «Κύριε ἐκέκραξα» στόν ἑσπερινό καί τῶν ψαλμῶν τῶν Αἴνων στόν ὄρθρο. Ἐννέα ἦσαν οἱ ᾠδές τοῦ Ψαλτηρίου, ἐννέα καί οἱ ὁμάδες τροπαρίων πού ἀποτελοῦσαν τόν κανόνα. Ὅλος ὁ κανών ψάλλεται σέ ἕνα ἦχο. Κάθε ὅμως ᾠδή παρουσιάζει μιά μικρή παραλλαγή στήν ψαλμῳδία κατά τρόπο, πού νά διατηρεῖται μέν ἡ μουσική ἑνότης στόν ὅλο Κανόνα, ἀφοῦ ὅλος ψάλλεται στόν ἴδιο ἦχο, ἀλλά καί νά θραύεται καί ἡ μονοτονία μέ τίς παραλλαγές στήν ψαλμῳδία πού παρουσιάζει κάθε μιά ᾠδή. Τόν Κανόνα αὐτόν τῆς συνθέσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ ποιητικοῦ εἴδους ἀκολουθεῖ καί ὁ Μέγας Κανών. Ἔχει ἐννέα ᾠδές·ὅλες ψάλλονται σέ ἦχο πλ. β', κάθε ὅμως ᾠδή ἔχει τό δικό της «εἱρμό», βάσει τοῦ ὁποίου ἔχουν συνταχθῆ καί ψάλλονται τά τροπάριά της.
Ὁ Μέγας ὅμως Κανών στήν μορφή του ἔχει μιά χαρακτηριστική ἰδιορρυθμία. Ἡ ἰδιορρυθμία του συνίσταται στό ὅτι, συγκρινόμενος πρός τούς ἄλλους ὁμοίους του Κανόνες, εἶναι «μέγας». Μέγας στήν ἀπόλυτό του ἔννοια. Μεγαλύτερος δέν μποροῦσε νά ὑπάρξῃ καί τοῦτο γιατί ὁ ποιητής θέλησε νά συνθέσῃ ὄχι τρία ἤ τέσσερα τροπάρια γιά τήν κάθε ᾠδή, ὅπως συνήθως ἔχουν οἱ ἄλλοι Κανόνες, ἀλλά πολύ περισσότερα: Τόσα, ὅσα εἶναι καί οἱ ἄλλοι στίχοι τῶν ᾠδῶν, οὕτως ὥστε στόν καθένα στίχο νά ἀντιστοιχῇ καί νά παρεμβάλλεται κατά τήν ψαλμῳδία ἀπό ἕνα τροπάριο. 250 εἶναι οἱ στίχοι τῶν ᾠδῶν, 250 καί τά τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ἐνῷ οἱ συνήθεις Κανόνες ἔχουν γύρω στά 30. Σήμερα τά τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνος εἶναι κατά τριάντα περίπου περισσότερα ἀπό τά ἀρχικά. Μεταγενέστεροι ὑμνογράφοι προσέθεσαν τροπάρια γιά τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία καί γιά τόν ἴδιο τόν ἅγιο Ἀνδρέα.
Καί ἐρχόμεθα στό περιεχόμενο τοῦ μεγάλου Κανόνος. Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα κύκνειο ᾆσμα, ἕνας θρῆνος προθανάτιος, ἕνας θρηνητικός μονόλογος. Ὁ ποιητής βρίσκεται στό τέλος τῆς ζωῆς του. Αἰσθάνεται ὅτι οἱ ἡμέρες του εἶναι πιά ὀλίγες, ὁ βίος του ἔχει περάσει. Ἀναλογίζεται τόν θάνατο καί τήν κρίσι τοῦ δικαίου Κριτοῦ, πού τόν ἀναμένει. Καί ἔρχεται νά κάμῃ μία ἀναδρομή, μία ἀνασκόπησι τοῦ πνευματικοῦ του κόσμου. Κάθεται νά συζητήσῃ μέ τήν ψυχή του. Ὁ ἀπολογισμός ὅμως δέν εἶναι ἐνθαρρυντικός. Ὁ βαρύς κλοιός τῆς ἁμαρτίας τόν συμπνίγει. Ἡ συνείδησις τόν ἐλέγχει. Καί ὁ ποιητής θρηνεῖ διαρκῶς γιά τήν ἄβυσσο τῶν κακῶν του πράξεων.Στόν θρῆνο αὐτό συμπλέκεται ἡ ἀναδρομή στήν Ἁγία Γραφή. Αὐτό κυρίως δίδει τήν μεγάλη ἔκταση στό ποίημα. Ὁ σύνδεσμος ὅμως τοῦ θρήνου μέ τήν Ἁγία Γραφή εἶναι πολύ φυσικός. Σάν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής ἀνοίγει τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀξιολογήσῃ τά πεπραγμένα του. Ἐξετάζει ἕνα πρός ἕνα τά παραδείγματα τοῦ ἱεροῦ βιβλίου. Τό ἀποτέλεσμα τῆς συγκρίσεως εἶναι κάθε φορά τρομερό καί αἰτία νέων θρήνων. Ἔχει μιμηθῆ ὅλες τίς κακές πράξεις τῶν ἡρώων τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ὄχι ὅμως καί τίς καλές πράξεις τῶν Ἁγίων. Δέν τοῦ μένει παρά ἡ μετάνοια, ἡ συντριβή καί ἡ καταφυγή στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ἀνοίγει ἡ αἰσιόδοξος προοπτική τοῦ ποιητοῦ. Βρῆκε τήν θύρα τοῦ Παραδείσου, τήν μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δέν ἔχει νά παρουσιάσῃ·προσφέρει ὅμως στόν Θεό τή συντετριμένη του καρδιά καί τήν πνευματική του πτωχεία. Τά βιβλικά παραδείγματα τοῦ Δαυίδ, τοῦ τελώνου, τῆς πόρνης καί τοῦ ληστοῦ τόν ἐνθαρρύνουν, Ὁ Κριτής θά εὐσπλαγχνισθῇ καί αὐτόν, πού ἁμάρτησε πιό πολύ ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.

ᾨδή α'

«Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν
τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;
ποίαν ἀπαρχή ἐπιθήσω, Χριστέ,
τῇ νῦν θρηνῳδίᾳ;
ἀλλ᾿ ὡς εὔσπλαγχνος μοι δός
παραπτωμάτων ἄφεσιν».

ᾨδή β'

«Πρόσεχε, οὐρανέ, καί λαλήσω·
γῆ ἐνωτίζου φωνῆς
μετανοούσης Θεῷ
καί ἀνυμνούσης αὐτόν»..

«Ἴδετε, ἴδετε,
ὅτι ἐγώ εἰμι Θεός·
ἐνωτίζου ψυχή μου,
τοῦ Κυρίου βοῶντος
καί ἀποσπάσθητι τῆς πρώτης ἁμαρτίας
καί φοβοῦ ὡς δικαστήν
καί ὡς κριτήν καί Θεόν».

ᾨδή γ'

«Πῦρ παρά Κυρίου, ψυχή,
Κύριος ἐπιβρέξας,
τήν γῆν Σοδόμων
πρίν κατέφλεξεν».

«Πηγήν ζωῆς κέκτημαι
σέ τοῦ θανάτου τόν καθαιρέτην
καί βοῶ σοι ἐκ καρδίας μου
πρό τοῦ τέλους· Ἥμαρτον,
ἱλάσθητι, σῶσον με»..

Μέσα στό πλαίσιο τῆς κατανυκτικῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς «ὁ κατανύξεως μεστός» Μέγας Κανών προσφέρει ἕνα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στό στόμα τοῦ πιστοῦ σάν φωνή, σάν ἐγερτήριο, σάν ἀφυπνιστικός σεισμός. Σάν ἀποστροφή στήν κοιμωμένη καί ραθυμοῦσα ψυχή του. Τοῦτο ἀνακεφαλαιώνει τό θαυμαστό προοίμιο τοῦ κοντακίου τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, πού συμψάλλεται μέ τόν Μέγα Κανόνα:
«Ψυχή μου, ψυχή μου,
ἀνάστα, τί καθεύδεις
τό τέλος ἐγγίζει
καί μέλλεις θορυβεῖσθαι·
ἀνάνηψον οὖν,
ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός,
ὁ πανταχοῦ παρών
καί τά πάντα πληρῶν».

(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἰ. Μ. Φουντούλη:
ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, ἐκδ. Ἀ. Δ.).
Πηγή: http://www.imkby.gr/greek/s

῾Ο Γέρων ᾿Ιωσήφ ὁ Σπηλαιώτης καί ὁ παλαιημερολογιτισμός



Όταν άλλαξε το ημερολόγιον και η Εκκλησία ακολούθησε το νέον ημερολόγιον, το Άγιον Όρος, ένεκα της παραδόσεως διετήρησε την χρήσιν του παλαιού ημερολογίου, χωρίς όμως να διακόψει και την επικοινωνίαν και εξάρτησίν του από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως.
Μερικοί αγιορείτες μοναχοί, αυτοτιτλοφορούμενοι ''ζηλωτές'', εξ αιτίας της αλλαγής του ημερολογίου διέκοψαν την πνευματικήν επικοινωνίαν τους με το Πατριαρχείον και το υπόλοιπο Άγιο Όρος. Δεν συμμετείχον εις τα Λειτουργίας, τας πανηγύρεις, ούτε και επικοινωνούσαν με τους υπόλοιπους πατέρας.
Ο Γέροντας Ιωσήφ ελυπείτο πολύ δι' αυτήν την κατάστασιν. Με πολύ πόνον έκρουε την θύραν του θείου ελέους και ο Πανάγαθος Θεός δεν παρέβλεψε την ταπεινήν δέησίν του.
Εις την έντονην αυτήν προσευχήν, διηγείται ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ, με επήρε ο ύπνος.
"Τότε βρέθηκα ξαφνικά μόνος μου, επάνω εις ένα μικρό κομμάτι βράχου του Αγίου Όρους, μέσα εις την θάλασσαν, που ταλαντευόταν από στιγμή σε στιγμή να βυθισθεί και να με πνίξει...
Τρόμαξα και σκέφτηκα, ότι αφού αυτό αποκόπηκε από το σύνολον και ταλαντεύεται, σε λίγο θα βυθισθή και εγώ θα χαθώ.
Τότε με ένα δυνατόν πήδημα βρέθηκα εις το σταθερόν μέρος του βουνού.
Πράγματι, το μικρόν κομμάτι του βράχου που ευρισκόμουν, το κατέπιε η θάλασσα και εγώ εδόξασα τον 'γιον Θεόν, που με έσωσεν από τον όλεθρον!
Αμέσως συνέδεσα το όνειρον με το θέμα που με απασχολούσε και παρακαλούσα Τον Κύριον, ώστε να μη με αφήσει να πλανηθώ εις την κρίσιν μου''.
Τότε, άκουσα μία Θεία φωνή να μού λέγει:
''Η Εκκλησία ευρίσκεται εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως''.
Αυτό συνετέλεσε στήν επιστροφή τού Γέροντος Ιωσήφ μαζί μέ τους άλλους Αγιορείτες Πατέρες, αφήνοντας τούς ακραίους ζηλωτές...
Αλλά καί ό γνωστός Αγιορείτης πνευματικός παπα Εφραίμ ο Κατουνακιώτης διηγείτο, ότι έβλεπε πάντοτε την θείαν Χάριν εις την Θείαν Λειτουργίαν να καθαγιάζει τα Τίμια Δώρα, σε Σώμα και Αίμα του Χριστού.
Όμως, όσον διάστημα ήταν με τους ζηλωτές έβλεπε κάτι σάν κάλυμμα μπροστά του, το οποίον τον εμπόδιζε να βλέπει ευκρινώς την θείαν Χάριν. Το κάλυμμα αυτό έφυγε, όταν ό ίδιος επανήλθεν εις την ζώσαν Εκκλησίαν, απομακρυνόμενος οριστικά από τούς ζηλωτές....
http://geron-paisios.blogspot.com/201
http://agioritikesmnimes.pblogs.gr

ΤΙ ΕΙΠΑΝ ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Στο έργο «Σύντομη ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης» του διάσημου γλωσσολόγου Α. Meillet, υποστηρίζεται με σθένος η ανωτερότητα της Ελληνικής έναντι των άλλων γλωσσών.
1.-Ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας Ζακ Λακαρριέρ είχε δηλώσει:
«Στην Ελληνική υπάρχει ένας ίλιγγος λέξεων, διότι μόνο αυτή εξερεύνησε, κατέγραψε και ανέλυσε τις ενδότατες διαδικασίες της ομιλίας και της γλώσσης, όσο καμία άλλη γλώσσα.»
2.-Ο μεγάλος Γάλλος διαφωτιστής Βολταίρος είχε πεί «Είθε η Ελληνική γλώσσα να γίνει κοινή όλων των λαών.»
3.-Ο Γάλλος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόνης Κάρολος Φωριέλ είπε «Η Ελληνική έχει ομοιογένεια σαν την Γερμανική, είναι όμως πιο πλούσια από αυτήν. Έχει την σαφήνεια της Γαλλικής, έχει όμως μεγαλύτερη ακριβολογία. Είναι πιο ευλύγιστη από την Ιταλική και πολύ πιο αρμονική από την Ισπανική. Έχει δηλαδή ότι χρειάζεται για να θεωρηθεί η ωραιότερη γλώσσα της Ευρώπης.»
4.-Η Μαριάννα Μακ Ντόναλντ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και επικεφαλής του TLG δήλωσε «Η γνώση της Ελληνικής είναι απαραίτητο θεμέλιο υψηλής πολιτιστικής καλλιέργειας.»
5.-Η τυφλή Αμερικανίδα συγγραφέας Έλεν Κέλλερ είχε πεί «Αν το βιολί είναι το τελειότερο μουσικό όργανο, τότε η Ελληνική γλώσσα είναι το βιολί του ανθρώπινου στοχασμού.»
6.-Ιωάννης Γκαίτε (Ο μεγαλύτερος ποιητής της Γερμανίας, 1749-1832)
«Άκουσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης το Ευαγγέλιο σε όλες τις γλώσσες. Η Ελληνική αντήχησε άστρο λαμπερό μέσα στη νύχτα.»
7.-Διάλογος του Γκαίτε με τους μαθητές του:
-Δάσκαλε τι να διαβάσουμε για να γίνουμε σοφοί όπως εσύ;
-Τους Έλληνες κλασικούς.
-Και όταν τελειώσουμε τους Έλληνες κλασικούς τι να διαβάσουμε;
-Πάλι τους Έλληνες κλασικούς.

8.-Μάρκος Τίλλιος Κικέρων (Ο επιφανέστερος άνδρας της αρχαίας Ρώμης, 106-43 π.Χ.)
«Εάν οι θεοί μιλούν, τότε σίγουρα χρησιμοποιούν τη γλώσσα των Ελλήνων.»

9.-Ιρίνα Κοβάλεβα (Σύγχρονη Ρωσίδα καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Λομονόσωφ, 1995)
«Η Ελληνική γλώσσα είναι όμορφη σαν τον ουρανό με τα άστρα.»
10.-Martin Heidegger (Γερμανός φιλόσοφος, απο τους κυριότερους εκπροσώπους του υπαρξισμού του 20ου αιώνος)
«Η αρχαία Ελληνική γλώσσα ανήκει στα πρότυπα, μέσα από τα οποία προβάλλουν οι πνευματικές δυνάμεις της δημιουργικής μεγαλοφυΐας, διότι αναφορικά προς τις δυνατότητες που παρέχει στην σκέψη, είναι η πιό ισχυρή και συνάμα η πιό πνευματώδης από όλες τις γλώσσες του κόσμου.»
11.-Max Von Laye (Βραβείον Νόμπελ Φυσικής)
«Οφείλω χάριτας στην θεία πρόνοια, διότι ευδόκησε να διδαχθώ τα αρχαία Ελληνικά, που με βοήθησαν να διεισδύσω βαθύτερα στο νόημα των θετικών επιστημών.»
12.-E, Norden (Μεγάλος Γερμανός φιλόλογος)
«Εκτός από την Κινεζική και την Ιαπωνική, όλες οι άλλες γλώσσες διαμορφώθηκαν κάτω από την επίδραση της Ελληνικής, από την οποία πήραν, εκτός από πλήθος λέξεων, τους κανόνες και την γραμματική.»
13.-Gilbert Murray (Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης)
«Η Ελληνική είναι η τελειότερη γλώσσα. Συχνά διαπιστώνει κανείς ότι μιά σκέψη μπορεί να διατυπωθεί με άνεση και χάρη στην Ελληνική, ενώ γίνεται δύσκολη και βαρειά στην Λατινική, Αγγλική, Γαλλική ή Γερμανική. Είναι η τελειότερη γλώσσα, επειδή εκφράζει τις σκέψεις τελειοτέρων ανθρώπων.»
14.-Ο. Βαντρούσκα (Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης)
«Για έναν Ιάπωνα ή Τούρκο, όλες οι Ευρωπαϊκές γλώσσες δεν φαίνονται ως ξεχωριστές, αλλά ως διάλεκτοι μιάς και της αυτής γλώσσας, της Ελληνικής.»
15.-Φρειδερίκος Σαγκρέδο (Βάσκος καθηγητής γλωσσολογίας - Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας της Βασκωνίας)
«Η Ελληνική γλώσσα είναι η καλύτερη κληρονομιά που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος για την ανέλιξη του εγκεφάλου του. Απέναντι στην Ελληνική όλες, και επιμένω όλες οι γλώσσες είναι ανεπαρκείς.»
«Η αρχαία Ελληνική γλώσσα πρέπει να γίνει η δεύτερη γλώσσα όλων των Ευρωπαίων, ειδικά των καλλιεργημένων ατόμων.»
«Η Ελληνική γλώσσα είναι από ουσία θεϊκή.» [4]
16.-Ερρίκος Σλήμαν (Διάσημος ερασιτέχνης αρχαιολόγος, 1822-1890)
«Επιθυμούσα πάντα με πάθος να μάθω Ελληνικά. Δεν το είχα κάνει γιατί φοβόμουν πως η βαθειά γοητεία αυτής της υπέροχης γλώσσας θα με απορροφούσε τόσο πολύ που θα με απομάκρυνε από τις άλλες μου δραστηριότητες.» (Ο Σλήμαν μίλαγε άψογα 18 γλώσσες. Για 2 χρόνια δεν έκανε τίποτα άλλο από το το να μελετάει τα 2 έπη του Ομήρου)
17.-Γεώργιος Μπερνάρ Σώ (Μεγάλος Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας, 1856-1950)
«Αν στη βιβλιοθήκη του σπιτιού σας δεν έχετε τα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τότε μένετε σε ένα σπίτι δίχως φώς.»
18.-Τζέιμς Τζόυς (Διάσημος Ιρλανδός συγγραφέας, 1882-1941)
«Σχεδόν φοβάμαι να αγγίξω την Οδύσσεια, τόσο καταπιεστικά αφόρητη είναι η ομορφιά.»
19.-Ίμπν Χαλντούν (Ο μεγαλύτερος Άραβας ιστορικός)
«Που είναι η γραμματεία των Ασσυρίων, των Χαλδαίων, των Αιγυπτίων; Όλη η ανθρωπότητα έχει κληρονομήσει την γραμματεία των Ελλήνων μόνον.»
20.-Will Durant (Αμερικανός ιστορικός και φιλόσοφος, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Columbia)
«Το αλφάβητόν μας προήλθε εξ Ελλάδος δια της Κύμης και της Ρώμης. Η Γλώσσα μας βρίθει Ελληνικών λέξεων. Η επιστήμη μας εσφυρηλάτησε μιάν διεθνή γλώσσα διά των Ελληνικών όρων. Η γραμματική μας και η ρητορική μας, ακόμα και η στίξις και η διαίρεσις είς παραγράφους ...; είναι Ελληνικές εφευρέσεις. Τα λογοτεχνικά μας είδη είναι Ελληνικά - το λυρικόν, η ωδή, το ειδύλλιον, το μυθιστόρημα, η πραγματεία, η προσφώνησις, η βιογραφία, η ιστορία και προ πάντων το όραμα. Και όλες σχεδόν αυτές οι λέξεις είναι Ελληνικές.»
21.-Ζακλίν Ντε Ρομιγύ (Σύγχρονη Γαλλίδα Ακαδημαϊκός και συγγραφεύς)
«Η αρχαία Ελλάδα μας προσφέρει μια γλώσσα, για την οποία θα πώ ότι είναι οικουμενική.»
«Όλος ο κόσμος πρέπει να μάθει Ελληνικά, επειδή η Ελληνική γλώσσα μας βοηθάει πρώτα από όλα να καταλάβουμε την δική μας γλώσσα.»

22.-Theodore F. Brunner (Ιδρυτής του TLG και διευθυντής του μέχρι το 1997)
«Σε όποιον απορεί γιατί ξοδεύτηκαν τόσα εκατομμύρια δολλάρια για την αποθησαύριση των λέξεων της Ελληνικής, απαντούμε: Μα πρόκειται για την γλώσσα των προγόνων μας και η επαφή με αυτούς θα βελτιώσει τον πολιτισμό μας.»

23.-D'Eichtal (Γάλλος συγγραφεύς)
«Η Ελληνική γλώσσα είναι μία γλώσσα η οποία διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά, όλες τις προϋποθέσεις μιάς γλώσσης διεθνούς ...; εγγίζει αυτές τις ίδιες τις απαρχές του πολιτισμού ...; η οποία όχι μόνον δεν υπήρξε ξένη πρός ουδεμία από τις μεγάλες εκδηλώσεις του ανθρωπίνου πνεύματος, στην θρησκεία, στην πολιτική, στα γράμματα, στις τέχνες, στις επιστήμες, αλλά υπήρξε και το πρώτο εργαλείο, - πρός ανίχνευση όλων αυτών - τρόπον τινά η μήτρα ...; Γλώσσα λογική και συγχρόνως ευφωνική, ανάμεσα σε όλες τις άλλες ...;»
24.-Luis Josι Navarro (Αντιπρόεδρος στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Ευρωκλάσσικα» της Ε.Ε.)
«Η Ελληνική γλώσσα για μένα είναι σαν κοσμογονία. Δεν είναι απλώς μιά γλώσσα ...;»
25.-R.H. Robins (Γλωσσολόγος και συγγραφεύς)
«Ο Ελληνικός θρίαμβος στον πνευματικό πολιτισμό είναι ότι έδωσε τόσα πολλά σε τόσους πολλούς τομείς [...]. Τα επιτεύγματά τους στον τομέα της γλωσσολογίας όπου ήταν εξαιρετικά δυνατοί, δηλαδή στην θεωρία της γραμματικής και στην γραμματική περιγραφή της γλώσσας, είναι τόσο ισχυρά, ώστε να αξίζει να μελετηθούν και να αντέχουν στην κριτική. Επίσης είναι τέτοια που να εμπνέουν την ευγνωμοσύνη και τον θαυμασμό μας.»
26.-Φρανγκίσκος Λιγκόρα (Σύγχρονος Ιταλός καθηγητής Πανεπιστημίου και Πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας πρός διάδοσιν του πολιτισμού)

«Έλληνες να είστε περήφανοι που μιλάτε την Ελληνική γλώσσα ζωντανή και μητέρα όλων των άλλων γλωσσών. Μην την παραμελείτε, αφού αυτή είναι ένα από τα λίγα αγαθά που μας έχουν απομείνει και ταυτόχρονα το διαβατήριό σας για τον παγκόσμιο πολιτισμό.»

Πηγή:http://magdalini.pblogs.gr

῞Ενα κορίτσι σέ κρίσιμη κατάσταση ὑγείας χρειάζεται τή βοήθειά μας!




Αγαπητοί φίλοι

Η Πανελλήνια Ένωση Αγώνα κατά του Νεανικού Διαβήτη προσφέρει πασχαλινές κάρτες σε συμβολική τιμή 1ευρώ. Η Ένωση που από το 1983 έχει ως αντικείμενο την συμπαράσταση στα παιδιά που πάσχουν από Νεανικό Διαβήτη Τύπου Ι (ινσουλινοεξαρτώμενο), βοηθά με οποιοδήποτε τρόπο το παιδί σε ανάγκη.
Φέτος το Πάσχα, τα έσοδα  που θα συγκεντρωθούν θα διατεθούν σε ένα διαβητικό κορίτσι ορφανό και άπορο που χρειάζεται βοήθεια.
Το βρήκαμε σε άθλια κατάσταση, σκελετωμένο από την αφαγία και κετοξεωμένο από υπερβολικό ζάχαρο. Δε διαθέτει ούτε τα βασικά για να ζήσει.
Εκτός από τις κάρτες, ζητάμε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει ο καθένας όπως φαγητό (μακαρόνια, ρύζι, κτλ), σαμπουάν, σαπούνια, κτλ  για το κορίτσι αυτό.
Εάν κάποιος ενδιαφέρεται να ενισχύσει, τον παρακαλούμε να επικοινωνήσει το συντομότερο στα τηλέφωνα 6974492304 κα. Μανέα κ' 6997147667 κα. Συκιώτου  ή να αποστείλει e-mail στο peand@live.com.
Ευχαριστούμε εκ των προτέρων

Με εκτίμηση.... το Δ.Σ. της ΠΕΑΝΔ
Πηγή:http://orthodox-watch.blogspot.com

«εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (π. ᾿Αλεξάνδρου Σμέμαν)

ναοςΔεν μπορεί να υπάρξει Σαρακοστή χωρίς νηστεία. Όμως φαίνεται ότι πολλοί άνθρωποι σήμερα ή δεν παίρνουν τη νηστεία στα σοβαρά ή, αν την παίρνουν, παρεξηγούν τον πραγματικό πνευματικό σκοπό της. Για μερικούς νηστεία σημαίνει ένα συμβολικό «σταμάτημα» σε κάτι• για μερικούς άλλους νηστεία είναι μια προσεκτική τήρηση των νηστευτικών κανόνων. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις σπάνια η νηστεία συνδέεται με την όλη προσπάθεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ θα πρέπει πρώτα πρώτα να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τη νηστεία και ύστερα να ρωτήσουμε τον εαυτό μας: Πώς μπορούμε εμείς να εφαρμόσουμε αυτή τη διδασκαλία στη ζωή μας;
Η νηστεία ή η αποχή από τις τροφές δεν είναι αποκλειστικά μια χριστιανική συνήθεια. Υπήρχε και υπάρχει ακόμα σε άλλες θρησκείες ή και πέρα από τις θρησκείες, όπως λόγου χαρη, σε μερικές ειδικές θεραπείες κλπ. Σήμερα οι άνθρωποι νηστεύουν (απέχουν από το φαγητό) για πάρα πολλές αιτίες ακόμα και για πολιτικούς, μερικές φορές λόγους. Είναι πολύ βασικό λοιπόν να ξεχωρίσουμε το μοναδικό περιεχόμενο στη χριστιανική νηστεία. Αυτό μας αποκαλύπτεται πρώτα απ' όλα στην αλληλοεξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα σε δυο γεγονότα που βρίσκονται στην Αγία Γραφή: το ένα στην αρχή της Παλαιάς Διαθήκης και το άλλο στην αρχή της Καινής Διαθήκης. Το πρώτο γεγονός είναι το «σταμάτημα της νηστείας» από τον Αδάμ στον Παράδεισο. Έφαγε, ο Αδάμ, από τον απαγορευμένο καρπό. Έτσι μας παρουσιάζεται η πρώτη αμαρτία του ανθρώπου. Ο Χριστός, ο Νέος Αδάμ -και αυτό είναι το δεύτερο γεγονός- αρχίζει με νηστεία. Ο Αδάμ πειράσθηκε και υπόκυψε στον πειρασμό. Ο Χριστός πειράσθηκε και νίκησε τον πειρασμό. Η συνέπεια της αποτυχίας του Αδάμ είναι η έξωσή του από τον Παράδεισο και ο θάνατος. Ο καρπός της νίκης του Χριστού είναι η συντριβή του θανάτου και η δική μας επιστροφή στον Παράδεισο. Tα περιορισμένα περιθώρια που διαθέτουμε εδώ δεν μας επιτρέπουν να δώσουμε λεπτομερείς εξηγήσεις για το νόημα αυτού του παραλληλισμού. Οπωσδήποτε όμως είναι φανερό ότι απ' αυτή την άποψη η νηστεία μας παρουσιάζεται σαν κάτι που έχει αποφασιστική και τελειωτική σημασία. Δεν είναι μια απλή «υποχρέωση», ένα έθιμο• είναι δεμένη μ' αυτό το ίδιο το μυστήριο της ζωής και του θανάτου, της σωτηρίας και της καταδίκης.
Στην ορθόδοξη διδασκαλία, αμαρτία δεν είναι μόνο η παράβαση της εντολής που φέρνει σαν συνέπεια την τιμωρία• είναι πάντοτε ένας ακρωτηριασμός της ζωής που μας δόθηκε από το Θεό. Για το λόγο αυτό η ιστορία της προπατορικής αμαρτίας μας παρουσιάζεται σαν μια πράξη τροφής. Η τροφή είναι μέσο ζωής• αυτό μας κρατάει ζωντανούς. Αλλά ακριβώς εδώ είναι η βασική ερώτηση: Tι σημαίνει να είναι κανείς ζωντανός και τι σημαίνει «ζωή»; Για μας σήμερα αυτοί οι όροι έχουν πρωταρχικά μια βιολογική έννοια: ζωή είναι συγκεκριμένα αυτό που τελικά εξαρτιέται από την τροφή και, ακόμα γενικότερα, από τον υλικό κόσμο. Αλλά για την Αγία Γραφή και για την ορθόδοξη παράδοση αυτή η ζωή «...επ' άρτω μόνω», ταυτίζεται με το θάνατο γιατί ακριβώς είναι μια θνητή ζωή, γιατί ο θάνατος κυριαρχεί πάντοτε μέσα της. Ο Θεός, το ξέρουμε αυτό, «δεν δημιούργησε το θάνατο». Αυτός είναι ο Δοτήρας της Ζωής. Πώς λοιπόν η ζωή έγινε θνητή; Γιατί ο θάνατος και πάλι ο θανατος είναι η μόνη απόλυτη βεβαιότητα κάθε ύπαρξης; Η Εκκλησία απαντάει: διότι ο άνθρωπος αρνήθηκε τη ζωή όπως την έκανε ο Θεός και του την πρόσφερε, και προτίμησε μια ζωή που να εξαρτιέται όχι αποκλειστικά από τον Θεό αλλά «επ' άρτω μόνω». Όχι μονάχα παράκουσε τον Θεό και αυτοτιμωρήθηκε, αλλά άλλαξε ολόκληρη τη σχέση ανάμεσα στον εαυτό του και σ' όλη την κτίση. Σίγουρα ο κόσμος δόθηκε στον άνθρωπο από τον Θεό σαν «τροφή», σαν μέσο ζωής• ακόμα η ζωή ήταν για να γίνει κοινωνία μέ τον Θεό• δεν είχε δικό της σκοπό αλλά περιεχόταν ολόκληρη στον Θεό. «Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιωαν. 1,14). Έτσι ο κόσμος και η τροφή δημιουργήθηκαν σαν μέσα επικοινωνίας με τον Θεό και μόνον αν ο άνθρωπος δεχόταν ν' ανοιχτεί στον Θεό θα του πρόσφεραν όλα αυτά τη ζωή. Η τροφή αυτή μόνη της, μέσα της, δεν έχει ζωή και δεν μπορεί να δώσει ζωή. Μόνο ο Θεός έχει Ζωή και είναι Ζωή. Μέσα στήν τροφή ο ίδιος ο Θεός -και όχι οι θερμίδες- είναι η αρχή της ζωής. ΄Ετσι η τροφή, η ζωή, η γνώση του Θεού και η κοινωνία μαζί Του ήταν ένα και το αυτό πράγμα. Η απύθμενη τραγωδία του Αδάμ είναι ότι έφαγε για δικό του όφελος. Ακόμα δε περισσότερο απ' αυτό είναι γιατί έφαγε «χωρισμένος» από τον Θεό για να μπορέσει να γίνει ανεξάρτητος απ' Αυτόν. Και αν το έκανε αυτό ήταν γιατί πίστευε πως η τροφή είχε μέσα της ζωή και έτσι εκείνος γευόμενος αυτή την τροφή θα γινόταν σαν τον Θεό, θα είχε δηλαδή μέσα του δική του ζωή! Με άλλα λόγια: πίστευε στήν τροφή, ενώ ο σκοπός πίστης, εμπιστοσύνης και εξάρτησης είναι ο Θεός και μόνο ο Θεός. Ο κόσμος και η τροφή έγιναν ο Θεός του, η πηγή και η αρχή της ζωής του. Έγινε σκλάβος τους.
Αδάμ -στα Εβραϊκά- σημαίνει «άνθρωπος». Αυτό είναι και το δικό μου όνομα και το κοινό όνομα για όλους μας. Ο άνθρωπος είναι ακόμα Αδάμ, είναι ακόμα ο σκλάβος της «τροφής». Μπορεί να ισχυρίζεται ότι πιστεύει στον Θεό, αλλά ο Θεός δεν είναι η ζωή του, η τροφή του, το περιεχόμενο που αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξή του. Μπορεί να λέει ότι παίρνει τη ζωή του από τον Θεό, αλλ' όμως δεν ζει «εν τώ Θεώ» και για τον Θεό. H επιστήμη του, οι εμπειρίες του, η αυτοσυνειδησία του, όλα κτίζονται πάνω στην ίδια βάση: «επ' άρτω μόνω». Τρώμε για να διατηρούμαστε ζωντανοί, είμαστε ζωντανοί αλλά όχι «εν τω Θεώ». Ακριβώς αυτή είναι η αμαρτία όλων των αμαρτιών. Αυτή είναι η ετυμηγορία του θανάτου που κρέμεται πάνω από τη ζωή μας.
Ο Χριστός είναι ο Νέος Αδάμ. Έρχεται να επανορθώσει την καταστροφή που επέβαλε στη ζωή ο Αδάμ, να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην αληθινή ζωή. Και ο Χριστός επίσης αρχίζει με νηστεία: «νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα, ύστερον επείνασε» (Ματθ. 4,2). Η πείνα είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία αναγνωρίζουμε την εξάρτησή μας από κάτι άλλο -τη στιγμή που νιώθουμε κατεπείγουσα και απαραίτητη ανάγκη για τροφή καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε τη ζωή μέσα μας. Είναι αυτό το όριο πέρα από το οποίο ή πεθαίνω από ασιτία ή αφού ικανοποιήσω το σώμα μου έχω ξανά το αίσθημα της ζωής μέσα μου. Αυτή ακριβώς, με άλλα λόγια, είναι η στιγμή που αντιμετωπίζουμε την τελική ερώτηση: Από τι λοιπόν εξαρτάται η ζωή μου; Και εφ' όσον η ερώτηση δεν είναι απλά μια ακαδημαϊκή ερώτηση, αλλά τη νιώθω μ' ολόκληρο το σώμα μου, είναι επίσης και στιγμή πειρασμού. Ο διάβολος ήρθε στον Αδαμ μέσα στον Παράδεισο• ήρθε επίσης και στον Χριστό μέσα στην έρημο. Πλησίασε δηλαδή δύο πεινασμένους ανθρώπους και τους είπε: Χορτάστε την πείνα σας, γιατί αυτή είναι η απόδειξη ότι εξαρτάσθε ολοκληρωτικά από την τροφή, ότι η ζωή σας βρίσκεται στην τροφή. Kαι ο μεν Αδάμ πίστεψε και έφαγε, ο Χριστός όμως αρνήθηκε τον πειρασμό και είπε: ο άνθρωπος «ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται». Αρνήθηκε να δεχτεί αυτό το ψέμα που ο διάβολος επιβάλλει στον κόσμο• το κάνει δε ολοφάνερη αλήθεια χωρίς καμιά επιπλέον συζήτηση, το κάνει θεμέλιο για όλες τις απόψεις μας, τις επιστήμες, την ιατρική, πιθανόν και για τη θρησκεία. Κάνοντας αυτά ο Χριστός αποκατέστησε τη σχέση ανάμεσα στην τροφή, τη ζωή και τον Θεό• σχέση την οποία είχε σπάσει ο Αδάμ και που εμείς εξακολουθούμε να τη σπάζουμε κάθε μέρα.
Τι είναι, λοιπόν, νηστεία για μας τους χριστιανούς; Είναι η είσοδός μας και η συμμετοχή μας σε κείνη την εμπειρία του Χριστού με την οποία μας ελευθερώνει από την ολοκληρωτική εξάρτηση από την τροφή, την ύλη και τον κόσμο. Με κανένα τρόπο η δική μας ελευθερία δεν είναι πλήρης. Με το να ζούμε ακόμα στο μεταπτωτικό κόσμο, στον κόσμο του παλιού Αδάμ, με το να είμαστε μέρος του, εξακολουθούμε να εξαρτώμαστε από την τροφή. Αλλά όπως ακριβώς ο θάνατός μας -από τον οποίο είναι ανάγκη οπωσδήποτε να περάσουμε- έγινε χάρις στο θάνατο του Χριστού μια διάβαση προς τη ζωή, έτσι και η τροφή που τρώμε και η ζωή που μας δίνει μπορεί να γίνει ζωή «εν τω Θεώ» και για τον Θεό. Ένα μέρος της τροφής μας έχει ήδη γίνει «τροφή αθανασίας» -το Σώμα και το Αίμα του ίδιου του Χριστού. Αλλά ακόμα και ο «επιούσιος άρτος» που παίρνουμε από τον Θεό μπορεί να είναι σ' αυτή τη ζωή μας και σ' αυτόν τον κόσμο, εκείνο που μας δίνει δύναμη, να είναι η επικοινωνία μας με τον Θεό μάλλον παρά εκείνο που μας χωρίζει απ' Αυτόν. Παρ' όλα αυτά όμως μόνο η νηστεία είναι εκείνη που μπορεί να πραγματοποιήσει μια τέτοια μεταστροφή, μπορεί να μας δώσει την υπαρξιακή βεβαίωση ότι η εξάρτησή μας από την τροφή και την ύλη δεν είναι ολοκληρωτική και τέλεια• ότι ενωμένη με την προσευχή, τη χάρη και τη λατρεία μπορεί να γίνει πνευματική.
Όλα αυτά σημαίνουν, αν το νιώσουμε βαθιά, ότι η νηστεία είναι το μόνο μέσο με το οποίο ο άνθρωπος επανορθώνει την αληθινή πνευματική του φύση. Δεν είναι μια θεωρητική, αλλά μια αληθινά πρακτική πρόκληση για τον «πατέρα του ψεύδους», που καταφέρνει να μας πείσει ότι εξαρτιόμαστε μόνο από το ψωμί και να οικοδομήσει όλη την ανθρώπινη γνώση, την επιστήμη και όλη την ύπαρξη πάνω σ' αυτό το ψέμα. Η νηστεία είναι ένα ξεσκέπασμα αυτής της απάτης και ταυτόχρονα μια απόδειξη ότι υπάρχει αυτό το ψέμα. Έχει ύψιστη σημασία το ότι ο Χριστός ενώ νήστευε συνάντησε το Σατανά και το ότι αργότερα είπε ότι ο Σατανάς δεν αντιμετωπίζεται «ει μη εν νηστεία και προσευχή». Η νηστεία είναι ο πραγματικός αγώνας κατά του διαβόλου, γιατί είναι η πρόκληση στο νόμο που τον κάνει «άρχοντα του κόσμου τούτου». Και όμως αν κάποιος πεινασμένος ανακαλύψει ότι μπορεί πραγματικά να γίνει ανεξάρτητος απ' αυτή την πείνα, ότι δεν θα καταστραφεί απ' αυτή αλλά ακριβώς το αντίθετο, ότι μπορεί να τη μετατρέψει σε πηγή πνευματικής δύναμης καί νίκης, τότε τίποτε δεν απομένει απ' αυτό το μεγάλο ψέμα στο οποίο ζούσαμε μετά από τον Αδάμ.
Πόσο άραγε ξεφύγαμε από την συνηθισμένη αντίληψη της νηστείας -ότι νηστεία δεν είναι παρά η αλλαγή φαγητών, ή το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται- απ' όλη την επιφανειακή υποκρισία; Τελικά νηστεύω σημαίνει μόνο ένα πράγμα: πεινάω. Να φτάνω δηλαδή στα όρια εκείνης της ανθρώπινης κατάστασης οπότε φαίνεται καθαρά η εξάρτηση από την τροφή και, καθώς είμαι πεινασμένος, ν' ανακαλύπτω ότι αυτή η εξάρτηση δεν είναι όλη η αλήθεια για τον άνθρωπο, ότι αυτή η πείνα είναι πρώτα απ' όλα μια πνευματική κατάσταση και που αυτή, στην πραγματικότητα, είναι πείνα για τον Θεό.
Στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, νηστεία πάντοτε σημαίνει τέλεια αποχή από την τροφή, κατάσταση πείνας, ώθηση του σώματος στα άκρα. Εδώ όμως ανακαλύπτουμε ακόμα ότι η νηστεία σαν μια σωματική προσπάθεια δεν έχει κανένα νόημα χωρίς το πνευματικό συμπλήρωμα της «... εν νηστεία και προσευχή». Αυτό σημαίνει ότι χωρίς την αντίστοιχη πνευματική προσπάθεια, χωρίς να τρεφόμαστε με τη Θεία Πραγματικότητα, χωρίς ν' ανακαλύψουμε την ολοκληρωτική μας εξάρτηση από τον Θεό και μόνο απ' Αυτόν, η σωματική νηστεία θα καταντήσει μια πραγματική αυτοκτονία. Αν ο ίδιος ο Χριστός πειράστηκε ενώ νήστευε, εμείς δεν έχουμε την παραμικρή πιθανότητα ν' αποφύγουμε έναν τέτοιο πειρασμό. Η σωματική νηστεία είναι απαραίτητη μεν αλλά χάνει κάθε νόημα και γίνεται αληθινά επικίνδυνη αν ξεκοπεί από την πνευματική προσπάθεια -από την προσευχή και την αυτοσυγκέντρωση. Η νηστεία είναι μια τέχνη που την κατέχουν απόλυτα οι άγιοι. Θα ήταν αλαζονικό και επικίνδυνο για μας αν δοκιμάζαμε αυτή την τέχνη χωρίς διάκριση και προσοχή. Η λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής μας υπενθυμίζει συνέχεια τις δυσκολίες, τα εμπόδια και τους πειρασμούς που περιμένουν όσους νομίζουν ότι μπορούν να στηριχτούν στη δύναμη της θέλησής τους και όχι στον Θεό.
Για το λόγο αυτό εκείνο που πρώτα απ' όλα χρειαζόμαστε είναι μια πνευματική προετοιμασία για την προσπάθεια της νηστείας. Και αυτή είναι να ζητήσωμε από τον Θεό βοήθεια και επίσης να κάνουμε τη νηστεία μας θεο-κεντρική. Να νηστεύουμε εν ονόματι του Θεού. Πρέπει να ξανανιώσουμε ότι το σώμα μας είναι ναός της Παρουσίας Του. Είναι ανάγκη να ξαναβρούμε ένα θρησκευτικό σεβασμό για το σώμα, την τροφή, για το σωστό ρυθμό της ζωής. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν πριν αρχίσει η νηστεία, ώστε όταν αρχίσουμε να νηστεύουμε να είμαστε εφοδιασμένοι με πνευματικό οπλισμό, με το δράμα και το πνεύμα της μάχης και της νίκης.
Κατόπιν έρχεται η ίδια η νηστεία. Σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω η νηστεία μπορεί να πραγματοποιηθεί σε δύο επίπεδα: πρώτα σαν ασκητική νηστεία και δεύτερον σαν γενική νηστεία. Η ασκητική νηστεία περιλαμβάνει μια δραστική μείωση της τροφής έτσι ώστε η συνεχής κατάσταση πείνας να μπορεί να βιωθεί σαν υπενθύμιση του Θεού και σαν διαρκής προσπάθεια συγκέντρωσης του νου μας στον Θεό. Όποιος το έχει δοκιμάσει αυτό -έστω και για λίγο - ξέρει ότι η ασκητική νηστεία αντί να μας αδυνατίζει, μας ξαλαφρώνει, μας ευκολύνει στην αυτοσυγκέντρωση, μας κάνει νηφάλιους, χαρούμενους και καθαρούς. Αυτός που νηστεύει έτσι, παίρνει την τροφή σαν αληθινό δώρο του Θεού. Είναι συνέχεια στραμμένος προς τον εσωτερικό κόσμο ο οποίος, ανεξήγητα, γίνεται ένα είδος τροφής. Δεν χρειάζεται να πούμε εδώ για την ακριβή ποσότητα της τροφής που πρέπει να τρώει κανείς κατα την ασκητική νηστεία, ούτε για το ρυθμό και την ποιότητα της τροφής• όλα αυτά εξαρτιώνται από τις ατομικές μας δυνατότητες και τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής μας. Αλλά η βάση είναι ξεκάθαρη: είναι μια κατάσταση ενός μισοπεινασμένου ανθρώπου του οποίου η «αρνητική» φύση συνέχεια μεταμορφώνεται από την προσευχή, τη μνήμη, την προσοχή και την αυτοσυγκέντρωση σε «θετική» δύναμη.
Όσο για την γενική νηστεία είναι ανάγκη αυτή να περιορίζεται σε διάρκεια και να συνδυάζεται με τη Θεία Ευχαριστία. Με τις παρούσες συνθήκες ζωής η καλύτερη μορφή αυτής της νηστείας είναι η μέρα πριν από τη βραδυνή Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων. Είτε νηστεύουμε αυτή τη μέρα από νωρίς το πρωί είτε αργότερα, το βασικό σημείο είναι να ζούμε όλη τη μέρα σαν μια μέρα προσδοκίας, ελπίδας, μια μέρα πείνας για τον ίδιο τον Θεό. Δηλαδή να αυτοσυγκεντρωθούμε και να σκεφτούμε αυτό που πρόκειται να έρθει, το δώρο που θα πάρουμε και που για χάρη του απαρνούμαστε όλα τ' άλλα δώρα.
Ύστερα απ' όσα είπαμε, πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι όσο περιορισμένη και αν είναι η νηστεία μας -εφ' όσον είναι αληθινή νηστεία- θα μας οδηγήσει στον πειρασμό, στην αδυναμία, στην αμφιβολία και στον ερεθισμό. Μ' άλλα λόγια δηλαδή θα είναι μια πραγματική μάχη και πιθανόν ν' αποτύχουμε πολλές φορές. Αλλά αν ανακαλύψουμε ότι η χριστιανική ζωή είναι μάχη και προσπάθεια, τότε βρήκαμε το βασικό στοιχείο της νηστείας. Μια πίστη που δεν έχει ξεπεράσει τις αμφιβολίες και τον πειρασμό σπάνια μπορεί να θεωρηθεί αληθινή πίστη. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμιά πρόοδος στη χριστιανική ζωή χωρίς την πικρή εμπειρία της αποτυχίας. Πάρα πολλοί άνθρωποι αρχίζουν να νηστεύουν με ενθουσιασμό και σταματούν μετά την πρώτη αποτυχία. Θα μπορούσα να πω ότι ακριβώς σ' αυτή την πρώτη αποτυχία έρχεται η πραγματική δοκιμή. Αν μετά την αποτυχία και την συνθηκολόγηση με τις ορέξεις μας και τα πάθη μας ξαναγυρίσουμε όλα απ' την αρχή και δεν υποχωρήσουμε όσες φορές κι αν αποτύχουμε, αργά ή γρήγορα η νηστεία μας θα φέρει τους πνευματικούς καρπούς της. Ανάμεσα στην αγιότητα και τον απαγοητευτικό κυνισμό βρίσκεται η μεγάλη και θεϊκή αρετή της υπομονής -υπομονή πρώτα απ' όλα για τον εαυτό μας. Δεν υπάρχει σύντομος δρόμος για την αγιότητα• για κάθε σκαλοπάτι πρέπει να πληρώσουμε ολόκληρο το αντίτιμο. Έτσι, το καλύτερο και ασφαλέστερο είναι ν' αρχίσουμε με το ελάχιστο -ακριβώς λίγο πάνω από τις φυσικές μας δυνατότητες- και ν' αυξήσουμε τις προσπάθειές μας λίγο λίγο, παρά να επιχειρήσουμε πηδήματα σε μεγάλα ύψη στην αρχή και να σπάσουμε μερικά κόκκαλα πέφτοντας στη γη!
Σαν συμπέρασμα: από μια συμβατική και τυπική νηστεία -δηλαδή νηστεία από υποχρέωση και συνήθεια- πρέπει να γυρίσουμε στην πραγματική νηστεία. Ας είναι περιορισμένη και ταπεινή, αλλά να είναι συνεχής και αποφασιστική. Ας αντιμετωπίσουμε έντιμα τις πνευματικές και φυσικές μας δυνατότητες και ας ενεργήσουμε ανάλογα• ας θυμόμαστε πάντως ότι δεν μπορούμε να νηστέψουμε χωρίς να προκαλέσουμε αυτές τίς δυνατότητες, χωρίς να ενεργοποιήσουμε στη ζωή μας τα θεϊκά λόγια «τα αδύνατα παρ' ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ».
Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας
 Πηγή: http://www.faneromenihol.gr

῾Αγίου Σιλουανοῦ τοῦ ᾿Αθωνίτη: ῾Ο θρῆνος τοῦ Αδάμ


Ο Αδάμ, ο πατέρας της οικουμένης, εγνώριζε στον Παράδεισο τη γλυκύτητα της θείας αγάπης. Έτσι, μετά την έξωσή του από τον Παράδεισο για το αμάρτημά του, εγκαταλειμμένος από την αγάπη του Θεού, θλιβόταν πικρά και οδυρόταν με βαθείς στεναγμούς. Όλη η έρημος αντηχούσε από τους λυγμούς του. Η ψυχή του βασανιζόταν με τη σκέψη: «Ελύπησα τον αγαπημένο μου Θεό». Δεν μετάνοιωνε τοσο για την Εδέμ και το κάλλος της, όσο για την απώλεια της θείας αγάπης, που τραβά αχόρταγα την ψυχή στον Θεό.
Το ίδιο και κάθε ψυχή που γνώρισε με το Άγιο Πνεύμα το Θεό κι ύστερα έχασε τη χάρη, δοκιμάζει το αδαμιαίο πένθος. Θλίβεται η ψυχή και μεταμελείται σφοδρώς, όταν προσβάλη τον αγαπημένο Κύριο.
Βασανιζόταν κι οδυρόταν στη γη ο Αδάμ κι η γη δεν του έδινε χαρά. Νοσταλγούσε το Θεό κι εφώναζε:
- Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και Τον αναζητώ με δάκρυα. Πώς να μην Τον ζητώ; Όταν ήμουν μαζί Του, αγαλλόταν ειρηνικά η ψυχή μου και ήμουν απρόσιτος για τους εχθρούς. Τώρα όμως απέκτησε εξουσία πάνω μου το πονηρό πνεύμα και κλονίζει και τυραννεί την ψυχή μου. Γι᾽ αυτό λυώνει η ψυχή μου για τον Κύριο μέχρι θανάτου. Το πνεύμα μου ορμά προς τον Θεό και τίποτε το γήϊνο δεν με παρηγορεί· κι η ψυχή μου δεν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, αλλά ποθεί διψασμένα να Τον δει και να Τον απολαύση ωσότου χορτάση. Δεν μπορώ να Τον λησμονήσω ούτε στιγμή κι από τον πολύ μου πόνο στενάζω και οδύρομαι: Ελέησόν με ο Θεός, το παραπεσόν Σου πλάσμα».
Έτσι οδυρόταν ο Αδάμ κι έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα από το πρόσωπό του κι έπεφταν στο στήθος του και στη γή. Με δέος άκουγε όλη η έρημος τους στεναγμούς του. Ζώα και πουλιά σιωπούσαν από θλίψη. Κι ο Αδάμ οδυρόταν, γιατί με το αμάρτημά του στερήθηκαν όλοι την ειρήνη και την αγάπη. Ήταν μεγάλη η θλίψη του Αδάμ μετά την εξορία του από τον Παράδεισο. Σαν είδε όμως το γυιό του Αβελ σκοτωμένο από τον Κάϊν, αυξήθηκε ακόμα πιό πολύ η θλίψη του Αδάμ· φοβερά στενοχωρημένος κοίταζε κι έκλαιγε:
«Εξ εμού λαοί εξελεύσονται και πληθυνθήσονται επί της γής· κι όλοι θα υποφέρουν, θα ζούν μέσα στην έχθρα και στον αλληλοσκοτωμό».
Κι ήταν η θλίψη του μεγάλη σάν τον ωκεανό· και την καταλαβαίνουν μόνον οι ψυχές που γνώρισαν τον Κύριο και την ανείπωτη αγάπη Του. Κι εγώ έχασα τη χάρη και φωνάζω μαζί με τον Αδάμ: «Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δώσε μου πνεύμα ταπεινώσεως και αγάπης».
Ω, αγάπη του Κυρίου! Όποιος σε γνώρισε, σ᾽ αναζητεί ακούραστα και φωνάζει μέρα και νύχτα: «Σε ποθώ, Κύριε, και Σ᾽ αναζητώ με δάκρυα. Πώς να μη Σε ζητώ; Εσύ μού έδωσες να Σε γνωρίσω με το Άγιο Πνεύμα, κι αυτή η θεία γνώση τραβά αδιάκοπα την ψυχή μου κοντά Σου».
Θρηνεί ο Αδάμ:
«Δεν με τέρπει η σιγή της ερήμου. Δεν με τραβούν των βουνών τα ψηλώματα. Δεν μ᾽ αναπαύει η ομορφιά των δασών και των λειβαδιών. Δεν καταπραΰνει τον πόνο μου των πουλιών το κελάδημα. Τίποτε, τίποτε δεν μού δίνει τώρα χαρά, η ψυχή μου ράγισε από την πολύ στενοχώρια. Τον αγαπημένο Θεό μου επρόσβαλα. Κι αν με ξανάπαιρνε στονπαράδεισο ο Κύριος και εκεί θαθρηνούσα λυπητερά, πονεμένα. Γιατί πίκρανα τον αγαπημένο μου Θεό».
Διωγμένος από τον Παράδεισο ο Αδάμ ανάβλυζε πηγές από δάκρυα από την πληγωμένη του καρδιά. Το ἴδιο κάθε ψυχή που γνώρισε τον Κύριο θρηνεί γι᾽ Αυτον και λέει:
«Πού είσαι, Κύριε; Γιατί κρύβεις το πρόσωπό Σου; Πολύν καιρό τώρα δεν βλέπει το Φώς Σου η ψυχή μου και Σ᾽ αποζητα θλιμμένη. Πού είναι ο Κύριός μου; Γιατί δεν Τον βλέπω στην ψυχή μου; Τί Τον εμποδίζει να κατοικεί εντος μου; Δεν υπάρχει μέσα μου, λοιπόν, η ταπείνωση του Χριστου και η αγάπη για τους εχθρούς. Γιατί ο Θεός είναι αγάπη, άπειρη και ανερμήνευτη».
Πορευόταν πάνω στη γη ο Αδάμ και δάκρυζε από το σφίξιμο της καρδιάς και με το νού συλλογιζόταν αδιάκοπα τον Θεό. Κι όταν το ταλαιπωρημένο του σώμα δεν είχε πια δάκρυα, τοτε φλογιζόταν για το Θεό το πνεύμα του, γιατί δεν μπορούσε να λησμονήση τον Παράδεισο και την ωραιότητά του. Αγαπούσε όμως όλο και πιο πολύ τον Θεό η ψυχή του Αδάμ και συνεχώς ορμούσε με τη δύναμη αυτής της αγάπης προς Αυτον.
Ψάλλε μας, Αδάμ, του Κυρίου το άσμα, για να χαρή η καρδιά μου για τον Κύριο και να σηκωθή να Τον υμνήση και να Τον δοξολογήση, όπως Τον δοξάζουν στους ουρανούς τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ κι όλες οι δυνάμεις των ουρανών.
Τραγούδησέ μας, Αδάμ, πατέρα μας, την ωδή του Κυρίου, για να την ακούση όλη η γη και να υψώσουν όλα τα παιδιά σου το νου τους στον Θεό και να αισθανθούν την γλυκύτητα του ουράνιου ύμνου, ξεχνώντας τις θλίψεις της γης.
Πες μας, Αδάμ, πατέρα μας, μίλησε στά παιδιά σου για τον Κύριο. Η ψυχή σου εγνώριζε τον Θεό, εγνώριζε και τη γλυκύτητα και την αγαλλίαση της Εδέμ, και τώρα κατοικείς στους ουρανούς και βλέπεις τη δόξα του Κυρίου.
Πες μας, πώς δοξάζεται ο Κύριός μας για τα πάθη Του και πώς ψάλλονται οι ωδές στούς ουρανούς και πόσο γλυκειές είναι αυτές οι ωδές που τραγουδιούνται με το Άγιο Πνεύμα. Μίλα μας για τη δόξα του Κυρίου και πόσο σπλαγχνικός είναι. Μίλησέ μας και για την αγία Θεοτόκο. Πώς μεγαλύνεται στους ουρανούς και με ποιούς ύμνους την μακαρίζουν. Πες μας πώς αγάλλονται εκεί οι Άγιοι και πώς τους καταυγάζει η χάρη· πώς αγαπούν τον Κύριο και με ποιάν άγια ταπείνωση παρουσιάζονται μπροστά στο θρόνο Του.
Παρηγόρησε, Αδάμ, και χαροποίησε τις θλιμμένες μας ψυχές. Διηγήσου μας, τι βλέπεις στους ουρανούς; Δεν αποκρίνεσαι; Γιατί αυτή η σιγή; Να, θλίβεται όλη η γη. Ή από τη Θεία αγάπη δεν μπορείς ούτε καν να μας θυμηθής; Ή βλέπεις τη Θεομήτορα στη δόξα της και δεν μπορείς να αποχωριστής απ᾽ αυτή την ουράνια οπτασία; Και γι᾽ αυτό αφήνεις τα θλιμμένα παιδιά σου χωρίς λόγια στοργής, για να ξεχάσωμε τα δεινά της επίγειας ζωής μας;
Αδάμ, πατέρα μας, δεν αποκρίνεσαι; Εσύ βλέπεις τη θλίψη των γυιών σου στη γη. Γιατί τάχα αυτή η σιωπή;
Ο Αδάμ λέγει:
«Αφήστε με στην ειρήνη, αγαπητά μου παιδιά. Δεν μπορώ ν᾽ αποχωριστώ από τη θέα του Θεού. Η ψυχή μου λαβώθηκε από την αγάπη του Κυρίου και σκιρτά με την αγαθότητά Του. Όσοι ζουν στο Φώς του Προσώπου του Δεσπότη δεν μπορούν να θυμηθούν τα γήϊνα».
Αδάμ, πατέρα μας, μας εγκατέλειψες, τα ορφανά παιδιά σου, ενώ βυθιζόμαστε στην άβυσσο των δεινών της γης; Πης μας, τουλάχιστον, πώς μπορούμε να ευαρεστήσωμε στο Θεό; Άκουσε τα παιδιά σου, που είναι σκορπισμένα σ᾽ όλη τη γη. Ο νους τους είναι συγχυσμένος και δεν μπορεί να συλλάβη το Θείο, και πολλοί αποστάτησαν από το Θεό και ζώντας στο σκοτάδι πορεύονται στις αβύσσους του άδη.
Μη διακόπτετε την έκστασή μου. Βλέπω τη Θεομήτορα δοξασμένη και δεν μπορώ ν᾽ αποσπάσω το νου μου από τη θεϊκή τούτη θεωρία και να σας μιλήσω. Βλέπω και τους άγιους Προφήτες και Αποστολους κι εκπλήττομαι πώς μοιάζουν όλοι τους με τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού. Περπατώ στην Εδέμ και, να, παντού η δόξα του Κυρίου, γιατί Αυτος ζει μέσα μου και μ᾽ έκανε όμοιο με τον Εαυτο Του. Έτσι δοξάζει ο Κύριος τον άνθρωπο.
Μίλησέ μας, Αδάμ· είμαστε παιδιά σου κι υποφέρουμε στη γη. Πες μας, πώς μπορούμε να κληρονομήσωμε τον παράδεισο, για να βλέπωμε κι εμείς, όπως και συ, τη δόξα του Κυρίου; Οι ψυχές μας λαχταρούν για τον Κύριο, ενώ συ χαίρεσαι και αγάλλεσαι στούς ουρανούς με τη θεία δόξα. Σε ικετεύομε, παρηγόρησέ μας.
Γιατί φωνάζετε προς εμένα, παιδιά μου; Ο Κύριος σας αγαπα και σας έδωσε σωτήριες εντολές. Τηρήσατε τις εντολές και αγαπατε αλλήλους, κι έτσι θα βρήτε την ανάπαυση κοντά στο Θεό. Μετανοείτε κάθε ώρα για τα παραπτώματά σας, για να αξιωθήτε να συναντήσετε τον Χριστο. Ο Κύριος είπε: «Αγαπώ όσους με αγαπούν και θα δοξάσω όσους με δοξάζουν».
Ω, Αδάμ, πρέσβευε για μας, τα παιδιά σου. Η ψυχή μας είναι γεμάτη πόνο από τις πολλές μας θλίψεις.
Αδάμ, πατέρα μας, συ κατοικείς στους ουρανούς και βλέπεις τον Κύριο να κάθεται δοξασμένος στα δεξιά του Πατέρα. Εσύ βλέπεις τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ κι όλους τους Αγίους. Εσύ ακούς τα ουράνια άσματα και η γλυκύτητα τους απορροφα την ψυχή σου. Εμείς όμως λαχταρούμε για τον Θεό ακατάπαυστα, σκυθρωποί και στερημένοι τη χάρη. Τραγούδησέ μας κάτι από τις ωδές που ακούς στους ουρανούς, για να τ᾽ ακούση όλη η γη και να ξυπνήσουν όλοι από το θανατερό λήθαργο.
«Μη με κουράζετε, παιδιά μου. Ο καιρός των δικών μου θλίψεων πέρασε. Η γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος και η τρυφή του Παραδείσου μ᾽ εμποδίζουν να γυρίσω την προσοχή μου στη γη. Αλλά και πάλι θα σας πω:
Σας αγαπά ο Κύριος και ζήσετε κι εσείς με αγάπη. Να πείθεσθε στους προϊσταμένους σας, να ταπεινώνετε τις καρδιές σας, και τοτε θα κατοικήση μέσα σας Πνεύμα Θεού. Αυτο έρχεται ήρεμα και δίνει ειρήνη στην ψυχή και μαρτυρεί για τη σωτηρία της χωρίς λόγια. Ψάλλετε ύμνους στνο Θεό με αγάπη και πνευματική ταπείνωση, γιατί ο Κύριος χαίρετε μ᾽ αυτο.
Ω, Αδάμ, εμείς ψάλλομε, αλλά δεν έχουμε μέσα μας ούτε αγάπη ούτε ταπείνωση.
Μετανοείτε και προσεύχεσθε. Κι εγώ μετανοούσα για πολύν καιρό και στενοχωριόμουν, γιατί πρόσβαλα τον Θεό και γιατί με τα δικά μου αμαρτήματα χάθηκε η ειρήνη και η αγάπη από το πρόσωπο της γής. Τα δάκρυά μου χύνονταν στο πρόσωπό μου και πότιζαν το στήθος μου κι έπεφταν στη γη· κι όλη η έρημος άκουγε τους στεναγμούς μου. Εσείς δεν μπορείτε να εννοήσετε το βάθος της θλίψεώς μου, ούτε πώς οδυρόμουν για τον Θεό και τον Παράδεισο. Στον Παράδεισο ήμουν καταχαρούμενος. Με εύφραινε το Πνεύμα του Θεού κι ήμουν απαλλαγμένος από παθήματα. Όταν όμως διώχτηκα από τον Παράδεισο, τοτε ζώα και πουλιά, που μ᾽ αγαπούσαν προηγουμένως, άρχισαν να με φοβούνται και να μ᾽ αποφεύγουν· οι κακοί λογισμοί σπάραζαν την καρδιά μου· κρύο και πείνα με βασάνιζαν· ο ήλιος μ᾽ έκαιγε και μ᾽ έδερναν οι άνεμοι· με κατάβρεχαν οι βροχές και με καταπονούσαν οι αρρώστιες και τα υπόλοιπα δεινά της γης. Εγώ όμως τα υπέφερα όλα με ακλόνητη ελπίδα στον Θεό.
Και εσείς, παιδιά μου, υπομείνετε τους πόνους της μετάνοιας· αγαπάτε τις θλίψεις, αποξηραίνετε τα σώματά σας με άσκηση και εγκράτεια, ταπεινώστε τον εαυτό σας κι αγαπάτε τους εχθρούς, για να κατοικήση μέσα σας το Άγιο Πνεύμα. Τότε θα γνωρίσετε και θα βρήτε τη Βασιλεία των Ουρανών. Μην ταράζετε όμως την ειρήνη μου. Από τη θεία αγάπη δεν μπορώ τώρα να στραφώ προς τη γη. Ξέχασα όλα τα επίγεια. Ξέχασα ακόμα κι αυτον τον Παράδεισο που έχασα, γιατί βλέπω την αιώνια δόξα του Κυρίου και τη δόξα των Αγίων, που το Φως του Προσώπου του Θεού τους κάνει να λάμπουν κι οι ίδιοι σαν κι Αυτόν.
Ψάλλε, Αδάμ, ψάλλε μας τον ουράνιο ύμνο, για ν᾽ ακούση όλη η γή και να νοιώση τη γλυκύτητα της θείας αγάπης. Ποθούμε πολύ ν᾽ ακούσωμε αυτούς τους γλυκούς ύμνους, γιατί ψάλλονται με το Άγιο Πνεύμα.
Ο Αδάμ έχασε τον επίγειο Παράδεισο και τον αναζητούσε με θρήνους:
«Παράδεισέ μου, Παράδεισε, θαυμαστέ μου Παράδεισε».
Κι ο Κύριος με την αγάπη Του στο σταυρό του χάρισε άλλο Παράδεισο, καλύτερον από εκείνον που έχασε, στους ουρανούς, όπου είναι το άκτιστο Φώς της Αγίας Τριάδος.

Από το βιβλίο του Αρχιμ. Σωφρονίου "Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ"

http://www.faneromenihol.gr