Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

῾Η Μακεδονία εἶναι ῾Ελληνική

ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΟ ΠΑΝΤΟΥ !!!!!ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ !!!!!!!!!

              ΓΡΗΓΟΡΑ ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΣΚΟΠΙΑΝΟΙ ΨΗΦΙΖΟΥΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ...
                    Στείλτε το παντού!!!!!! Σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνον!!!!


Στην παρακάτω Αμερικανική τοποθεσία, γίνεται «δημοσκόπηση» για το αν η Μακεδονία είναι Ελληνική ή όχι. Μπείτε, ψηφίστε και διαδώστε το σε όσους ξέρετε!

              http://www.topix.com/forum/world/macedonia/TAAAAFN23PMGMJ147

              Είναι πολύ απλό. Ούτε όνομα πρέπει να βάλετε, ούτε στοιχεία, ούτε τίποτε. Μόνο επιλέγετε το Yes και μετά βλέπετε το ως τώρα αποτέλεσμα.
              Έχουν μπει οι Σκοπιανοί και έχουν σαρώσει.
              GO GO !!!!

῾Ο ῾Ελληνισμός στή ζωή καί στό ἔργο τοῦ Μακρυγιάννη


του π. Γεωργίου Μεταλληνού – Από το βιβλίο «Ελληνισμός μετέωρος»

... Ο Μακρυγιάννης φαίνεται να ζει στήν ύπαρξή του την ιστορική διαχρονία και ενότητα του Ελληνισμού.
Είναι τόσο φυσική στο Μακρυγιάννη η αδιατάρακτη συνέχεια του Έθνους, ώστε μιλώντας για την εποχή του να αναδύονται στη μνήμη του αβίαστα οι αρχαίοι. «Γοναίγοι προπατέρες» μας είναι ο Μιλτιάδης, ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης, ο Λεωνίδας, ο «γέρο Σωκράτης καί ο Πλάτων» καί όλοι «οι επίλοιποι γενναίοι άνδρες» …Οι νέοι Έλληνες είναι απόγονοι των παλιών Ελλήνων» καί παιδιά των συνεχιστών της δικής τους ιστορικής παρουσίας», του Ρήγα, του Μάρκου Μπότσαρη, του Καραϊσκάκη, του Δυσσέα, του Διάκου, του Κολοκοτρώνη, του Νικήτα, του Κυργιακούλη, του Μιαούλη, του Κανάρη, των Υψηλάντων». Το πειστήριο: "Θυσίασαν τη ζωή τους καί την κατάστασήν τους δι' αυτείνη την ορθόδοξην θρησκείαν και δι’ αυτείνην την ματοκυλισμένην μικρή τους πατρίδα». Με την επανάσταση ανέστησαν την αρχαία Ελλάδα.
Βέβαια, υπάρχει και η αναφορά στον άλλο κλάδο του εθνικού δένδρου, τους αγίους της Ορθοδοξίας. Δίπλα στο Σωκράτη επιβιώνει ατή μακρυγιάννεια μνήμη ο Μ. Βασίλειος. Οι νέοι Έλληνες δεν είναι μόνο απόγονοι των αρχαίων, αλλά παιδιά καί των Αγίων της Ρωμηοσύνης, όλης δηλαδή της ελληνικής ιστορικής συνέχειας.
Η μνήμη των προγόνων ενισχύει το αυτοσυναίσθημα του Μακρυγιάννη. «Απόγονοι αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, όπου στόλισαν την ανθρωπότητα μ' αρετή». Η συνείδησή του όμως δεν λειτουργεί ρατσιστικά. Οι Αρχαίοι δεν είναι μόνο δικοί μας πρόγονοι, αλλά πνευματικά «γοναίγοι όλης της ανθρωπότης», «μεγάλοι άνδρες του κόσμου». Η Ελλάς είναι «μερική πατρίδα τους». Μ' αυτές τις περγαμηνές εισέρχεται το Έθνος στα ελεύθερα Κράτη της Ευρώπης. Αρχαίοι καί Άγιοι του έχουν κληροδοτήσει τις αρετές τους, καί γι' αυτό δεν νοιώθει καμιά μειονεξία. Οι πρώτοι: «αγαθοί, δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, γενναίοι ύπερασπισταί της λευτεριάς». Οι Άγιοι: «είχαν πρώτα αρετή, ηθική», έγιναν «καλοί χριστιανοί ορθόδοξοι θεολόγοι καί καλοί φιλόσοφοι» καί με τη φώτιση του Θεού «πατέρες της Εκκλησίας καί άγιοι».
Η επιβίωση των προγόνων δεν στηρίζεται στη φυλετική συνέχεια, αλλά στη ψυχική. Η κοινότητα των αρετών επιβεβαιώνει την ταύτιση. «Στη θέση οπού απέθανες εσύ, Λεωνίδα, με τους τρακόσους σου, πέθαναν καί αυτείνοι δια την Θρησκείαν καί την πατρίδα».
…Η πτώση της αρχαίας Ελλάδος οφείλεται στην αλλοτρίωση των παιδιών της. «Χάνοντας αυτείνοι, εχάθη καί η πατρίδα τους, η Ελλάς, έσβησε το όνομά της». Ξαναβρίσκοντας έτσι, την γνησιότητά τους οι Έλληνες, μπόρεσαν να την αναστήσουν. Είναι οι «αθάνατοι Έλληνες», οι τίμιοι αγωνιστές, πού ανέστησαν την Ελλάδα. Μάλλον «ο Θεός ο δίκαιος» χάρη των αρχαίων» ανάστησε και τους απογόνους των». Διότι ο Θεός σ' αυτη τη συνέχεια του Ελληνισμού έχει κεντρική θέση.
Ο Μακρυγιάννης εντοπίζει καί τις απόλυτες αξίες της ελληνικής παρακαταθήκης, που συνιστούν τα ιερά καί όσια, τα οποία αγωνιζόταν να διασώσει. Είναι οι συνιστώσες της ταυτότητας του Γένους-Έθνους, η θρησκεία καί η πατρίδα.
. . . Θρησκεία των Νεοελλήνων είναι η Ορθοδοξία, η «ενυπόστατος πίστις» των Αγίων του Γένους, με όλες τις ησυχαστικές πρακτικές της (άσκηση –μετάνοια - αγώνα για τη σωτηρία-θέωση). Χωρίς την προϋπόθεση αυτή ο Μακρυγιάννης μένει ακατανόητος, παρερμηνεύεται, παρεξηγείται. Η Ορθοδοξία είναι η πνευματική παράδοση του Ελληνισμού. Στήν αυθεντική της έκφραση ανεξίθρησκη («η θρησκεία κάθε ανθρώπου» σεβαστή), φιλάνθρωπη, αντιρατσιστική. Εκκλησίες καί Μοναστήρια διασώζουν την «υπαρκτή Ορθοδοξία» καί γι' αυτό αποτελούν τόπους συνεχούς αναβαπτισμού του Γένους. Τα Μοναστήρια ήσαν, εξ άλλου, «τα πρώτα προπύργια της επανάστασης μας».
Πατρίδα είναι ο γεωγραφικός χώρος πραγματώσεως του Έλληνα-Ρωμηού, δηλαδή Ορθοδόξου. Γι' αυτό πρέπει να είναι ελεύθερη, για να είναι δυνατή καί η αυτοπραγμάτωση καί ολοκλήρωση αυτή του Έλληνα ανθρώπου καί του πολιτισμού του. Διότι η πατρίδα μόνο ως κοινωνία δικαιοσύνης, ισοτιμίας καί ρωμαίικης δημοκρατίας μπορεί να νοηθεί. Προορισμός της: «να ζει (ο Έλληνας) καί οι συγγενείς του (= οι λοιποί του Γένους του) ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνίαν». Μιλώντας για την πατρίδα ο Μακρυγιάννης αληθινά εκστασιάζεται. «Ο ζήλος της πατρίδος», βρίσκει έτσι τη δικαίωσή του, όπως καί όλες οι θυσίες γι' αυτήν. Η πατρίδα όμως νοείται πάντα σε συνάρτηση με τη θρησκεία», διότι αυτή «μας ελευθέρωσε». Η επανάσταση είναι καρπός της αθεράπευτης αγάπης του Έλληνα για τη πατρίδα και τη θρησκεία. Ο Έλληνας στη γνησιότητά του «διψά για αρετή καί δια πατριωτισμόν».
Μιλώντας για τον Ελληνισμό ο Μακρυγιάννης, δέχεται, καθαρά την έννοια του «Λαού του Θεού», Όπως καί ο Ντοστογέφσκυ για το Ρωσικό Λαό. Και είναι «λαός του Θεού» ο Ελληνικός στο μέτρο, πού πορεύεται μέσα στο θέλημα του Θεού, κατά το «μακάριος, ου ο Θεός βοηθός αυτού» (Ψαλμ. 145,5). Λείπει κάθε απόχρωση εθνικισμού καί φυλετισμού στο Μακρυγιάννη, γιατί στή συνείδησή του κυριαρχεί ο ρωμαίικος «οικουμενικός πατριωτισμός» καί όχι ο δυτικότροπος — διαφωτιστικός - «εθνικιστικός πατριωτισμός». Λαός του Θεού είναι ο Ελληνικός, διότι ζει μόνιμα με τη συνείδηση της παρουσίας του Θεού στη ζωή του καί της ανάγκης της θείας βοήθειας ως Χάριτος για την ιστορική ύπαρξη του.
Ο Μακρυγιάννης, με τη συζυγία «θρησκεία-πατρίδα», χαράζει τις θεμελιακές συντεταγμένες του ελληνικού ήθους, ενός τρόπου υπάρξεως, πού αγωνίζεται πρώτα ο ίδιος να πραγματώσει.
Ο Μακρυγιάννης είναι γι' αυτό ένα δυναμικό δείγμα του ελληνορθόδοξου-ρωμαίικου ήθους. Στό λόγο καί την πράξη του σπουδάζουμε την ιστορική συνέχεια μας. Τύποι σαν τον Μακρυγιάννη, τον Παπαδιαμάντη, τον Κόντογλου κ.ά. συνιστούν αρχετυπικά σημεία αναφοράς στη διακρίβωση του νεοελληνικού ήθους.

"Γιορτάζει ἡ Παναγιά, γιορτάζει κι' ἡ Πατρίδα".


Με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου εσήμανε και ο ευαγγελισμός της Ελλάδος. Τετρακόσια χρόνια πικρής και οδυνηρής σκλαβιάς στον τουρκικό ζυγό, δεν ήσαν λίγα. Αντίθετα ήσαν πάρα πολλά, ώστε βάσιμα να πιστεύη κανείς, ότι το Ορθόδοξο Ελληνικό Γένος είχε προ πολλού σβήσει. Οι τούρκοι κατακτητές, βάναυσοι, σκληροί και φανατικά προσηλωμένοι στην θρησκεία του Ισλάμ, δεν έχαναν ευκαιρία για να βασανίζουν και να δολοφονούν τους ραγιάδες Έλληνες. Όμως, εδώ είναι το θαυμαστό: Ενώ - τηρουμένων των αναλογιών - μικρός ήταν ο αριθμός εκείνων, που υποκύπτοντας στην βία εξισλαμίσθηκαν, αντίθετα σημαντικός ήταν ο αριθμός των όσοι παρέμειναν πιστοί στον Χριστό και στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε διωγμούς , βασανιστήρια και μαρτυρικό θάνατο.
 Είναι, ακριβώς, τα 2.500.000 Νεομάρτυρες, που αποτελούν την δόξα της Εκκλησίας και του Έθνους. Κι' είναι, κυρίως, νέοι άνθρωποι, αγόρια και κορίτσια, που περιφρόνησαν τα πλούτη και τις τιμές που τους έταζαν οι Αγαρηνοί, και αντιμετώπισαν με ανδρείο φρόνημα τα μαρτύρια και τον θάνατο.

Στην γενναιότητα, λοιπόν, και στην θυσία των Νεομαρτύρων στηρίχθηκε το σκλαβωμένο Γένος μας. Κι' ενώ περνούσαν τα χρόνια και οι αιώνες, δεν ελύγισε. Κάθε τόσο ξεσπούσε και κάποια επανάσταση, πότε εδώ και πότε εκεί, που, όμως, πνιγόταν στο αίμα. Φαινόταν ν' αργή "το ποθούμενο", που ευαγγελιζόταν ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο "Άγιος των σκλάβων", όπως πολύ σωστά χαρακτηρίστηκε. Αλλά η ελπίδα δεν έσβηνε απ' τις ψυχές. Και παρά την προπαγάνδα των ευρωπαίων δήθεν "ιεραποστόλων", οι Έλληνες έμειναν πιστοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Τούρκοι δυνάστες και Ευρωπαίοι προπαγανδιστές δεν κατώρθωσαν να κάμψουν το φρόνημα του Λαού μας.

Έτσι , ξημέρωσε η 25η Μαρτίου 1821. Ημέρα χαρούμενη και πανηγυρική, αφού η Ορθοδοξία γιώρταζε τον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και ο Θεός έδειξε φανερά την ημέρα αυτή, ότι είχε βάλει την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος και δεν επρόκειτο να την πάρη πίσω, όπως είχε πη προφητικά, ο θρυλικός πολέμαρχος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο "Γέρος του Μορηά". Στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, ο ατρόμητος Ιεράρχης Παλαιών Πατρών Γερμανός, περιστοιχιζόμενος από τους προκρίτους του Αιγίου, των Καλαβρύτων και των γύρω περιοχών, υψώνει το Λάβαρο της Επαναστάσεως με σύνθημα "Ελευθερία η θάνατος". Αργότερα, όταν θα έχη πια δημιουργηθή το Ελληνικό Κράτος, ο Κολοκοτρώνης, μιλώντας στους μαθητές του μοναδικού τότε Γυμνασίου των Αθηνών, που είχαν πάει εκδρομή στην Πνύκα, θα διακηρύξη: "Όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και ύστερα υπέρ πατρίδος". Γιατί, πραγματικά, αυτό ήταν το ακλόνητο φρόνημα των αγωνιστών. Κι' αυτό ήταν που δημιούργησε το θαύμα της αναγεννήσεως της Ελλάδος.

Γιορτάζουμε, λοιπόν, αδελφοί, σήμερα, πρώτον το θαύμα της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού εκ των αγνών αιμάτων της Θεοτόκου · και, δεύτερον, το θαύμα της εθνικής μας παλιγγενεσίας. Διπλή γιορτή "της πίστης και της λευτεριάς", όπως τραγουδάει με ιερό ενθουσιασμό ο χριστιανός ποιητής Γ. Βερίτης. Βέβαια, κάποιοι νεοέλληνες προσπαθούν να υποβαθμίσουν τους εορτασμούς των εθνικών μας επετείων. Όλα μπαίνουν κάτω από το πρίσμα της οικονομικής κρίσεως. Κάποιος, μάλιστα, μεγαλόσχημος υπουργός " απεφάσισε και διέταξε" να καταργηθούν τα οπλικά συστήματα και τα άρματα από τις παρελάσεις για λόγους... οικονομίας. Αλλά αν απονευρώνουμε με τόσο φθηνά επιχειρήματα το εθνικό φρόνημα του λαού και, μάλιστα, των νέων μας, τι έχουμε άλλο να περιμένουμε παρά την αδιαφορία και την απάθεια για την πορεία του Έθνους και την απόκτηση - αδιάφορο με ποιό τρόπο - της καλοζωΐας και της καλοπεράσεως;

Όμως, όχι. Αυτό δεν θα γίνη ποτέ! Ο Ευαγγελισμός του Αγγέλου προς την Θεοτόκο και το Λάβαρο της Αγίας Λαύρας θα φωτίζουν την ζωή και την πορεία της Ελληνικής μας Πατρίδος. Σύνθημά μας θα είναι: Χριστός και Ελλάδα. Έτσι θα ορθοποδήσουμε και θα πορευώμαστε ανάμεσα στους ελεύθερους λαούς. Ενωμένοι και μονοιασμένοι, θα κερδήσουμε, με την Χάρη του Θεού, και τους σημερινούς αγώνες. Χρόνια πολλά, άγια, αγωνιστικά και ευλογημένα σε όλους.

Διάπυρος προς Χριστόν ευχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ

http://www.elkosmos.gr/
http://ellinonea.blogspot.com/

῾Υψῶστε τήν Γαλανόλευκη Σημαία μας!




Με την ευκαιρία του εορτασμού της Εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου 1821, όλοι οι ας βάλουμε στους εξώστες των κατοικιών μας, στα καταστήματα και σε λοιπούς χώρους την γαλανόλευκο και να αισθανόμαστε υπερήφανοι ως Έλληνες.

Υψώστε την Σημαία μας.
ΠΗΓΗ:http://syndesmos71.blogspot.com/2010/03/blog-post_1076.html
http://orthodoxia-ellhnismos.blogspot.com

Τό '21 καί οἱ Συντελεστές του - Πρωτοπρ. π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός



[ Ελληνισμός Μαχόμενος, Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995 (απόσπασμα) ]
Αμφισβητήσεις και επακριβώσεις
Ενα από τα φοβερότερα ανοσιουργήματα στο χώρο της Ιστορίας-αυτόχρημα αναιρετικό της ιστορικής επιστήμης- είναι η ιδεολογική ερμηνεία και χρήση των ίστορικών δεδομένων. Τότε ο Ιστορικός δέν κάνει επιστήμη (απροκατάληπτη δηλαδή και ελεύθερη έρευνα), αλλά πολιτική. Ενα δε από τά ιστορικά γεγονότα, πρωταρχικής για τόν Ελληνισμό σημασίας, που δεινοπαθεί ιδιαίτερα από την ιδεολογικοποιημένη ιστορία, είναι το 1821, ή Μεγάλη Επανάσταση του Ελληνικού Γένους/Εθνους και ο αληθινός χαρακτήρας της. Το '21 σηματοδοτεί την αρχή του Ελληνικού Κράτους και γι' αυτό όλες oι ιδεολογίες ζητούν να το παρουσιάσουν ως δικό τους, να σφετερισθουν τη δόξα του.
Μια ομάδα ερευνητών προσεγγίζουν το '21 με ένα πνεύμα αμφισβητήσεως και διάθεση απορριπτική για κοινωνικές ομάδες, που καταλέγονται στους συντελεστές του. Γι' αυτούς το '21 είναι "σημείον αντιλεγόμενον (Λουκ.2,34) καί ζητούν την απομύθευσή του, στα πλαίσια του γνωστού αιτήματος "να ξαναγραφεί η ιστορία". Διατυπώθηκαν μάλιστα θέσεις, που επαναλαμβάνονται αυτούσιες από τους συνεχιστές τους, ιδιαίτερα στο χώρο της παιδείας και της ανεύθυνης (υπάρχει και τέτοια) δημοσιογραφίας. Κυρίως πολεμείται η θέση του "ανωτέρου" (λεγομένου) Κλήρου(1) στόν Αγώνα και αμφισβητείται γενικότερα ο ρόλος του Ράσου σ' αυτόν. Επισημαίνονται προδοσίες, χαρακτηρίζονται προδότες, ελέγχονται συμπεριφορές, αμφισβητείται η προσφορά. Τα "επιχειρήματα" όμως περιορίζονται συνήθως σε ωραιολογίες και ανέρειστες γενικεύσεις ή γλωσσικά πυροτεχνήματα χωρίς τεκμηρίωση. Η ιδεολογικοποιημένη αυτή "ιστορική ερμηνεία" αναπαράγεται, συνεχώς, και παρασύρει τους αδύνατους και ανίκανους να επιχειρήσουν αυτοδιαπιστώσεις. Ιδιαίτερα δε στο χώρο της παιδείας το θύμα παρόμοιων ιδεολογημάτων ειναι η Νεολαία, που οδηγείται στην αμφισβήτηση και την άρνηση, πρίν ακόμη γνωρίσει την ιστορική αλήθεια.
Ανταποκρινόμενος στην παράκληση των οργανωτών αυτής της πανηγυρικής συνάξεως, θά προσπαθήσω να απαντήσω στα ερωτήματα: Ποιά η συμβολή του Κλήρου στον Αγώνα; Ωφέλησε ή έβλαψε το Γένος; Ποιά ή συμμετοχή του γενικότερα στην ανάσταση του Γένους; Στάθηκε στο πλευρό του ή αδιαφόρησε; Μπορούμε να μιλούμε για αντίδραση ή αδιαφορία; Θά προσεγγίσουμε τα ερωτήματα αυτά μέσα από τις ιστορικές μαρτυρίες, ελέγχοντας τη στάση του Κλήρου κατά την πορεία προς τον Αγώνα και κατά τη διεξαγωγή του. Σκοπός μας δεν ειναι μια (ανώφελη και προκλητική) απολογητική υπέρ του Κλήρου -τότε θά ίσχυε το αρχαίο: "το τας ιδίας ευεργεσίας υπομιμνήσκειν τινί ίδιον τω υβρίζειν"- αλλά η αντικειμενική, κατά το δυνατόν, ερμηνεία.
1. Το δiλημμα "συνύπαρξη ή αντίσταση" και η δυναμική του (2).
Μετά την άλωση (1453) το Γένος ολόκληρο διχάσθηκε στη στάση του απέναντι στον κατακτητή. Δύο τάσεις διαμορφώθηκαν: ο συμβιβασμος με τη νέα κατάσταση, κινούμενος ανάμεσα στή μοιρολατρία και την ελπίδα αποκαταστάσεως, ή η δυναμική αντίσταση με κάθε δυνατο μέσο. Την πρώτη τάση εκπροσωπούσαν oι αντιδυτικοί ή ανθενωτικοί, ενώ τη δεύτερη oι ενωτικοί και φιλοδυτικοί. H διάσταση ενωτικών-ανθενωτικών προυπήρχε φυσικά της αλώσεως, διότι oι δύο παρατάξεις διαμορφώθηκαν αμέσως μετά το τελικό σχίσμα Ανατολής-Δύσεως (1054). 'Η αντιλατινική-αντιφραγκική πλευρά ήταν η πολυπληθέστερη και ισχυρότερη, διότι την συντηρούσε η μόνιμη-απόδειξη το 1204 - φραγκική επιβουλή απέναντι στην Ορθόδοξη-Ρωμαίικη Ανατολή. Στούς φιλοδυτικούς καταλέγονταν κυρίως διανοούμενοι καί πολιτικοί. Οi πρώτοι, διότι ταυτίζονταν στίς θεωρητικές αναζητήσεις τους με τους δυτικούς διανοουμένους (ενδοκοσμική εσχατολογία), ενώ οι δεύτεροι και διά λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας). Με την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και πολιτικής, βασικό γνώρισμα της Ρωμανίας ("Βυζαντίου"), ή σύγκρουση των δύο παρατάξεων δεν έμεινε στό θεωρητικό επίπεδο, αλλ' επηρέασε όλο το φάσμα της ζωής.
Συνείδηση των ανθενωτικών ήταν, ότι τήν Ορθόδοξη- Ρωμαίικη ταυτότητα (πού γιά το Γένος ήταν και εθνική) δεν την απειλούσαν τόσο oι Οθωμανοί, όσο oι Φράγκοι. Η πίστη, όχι ως θρησκευτική ιδεολογία, αλλ' ως θεραπευτική της υπάρξεως και μέθοδος θεώσεως-σωτηρίας, θά έχει πάντοτε στήν ησυχαστική παράδοση και τα επηρεαζόμενα απ' αυτήν πλατειά λαϊκά στρώματα πρωταρχική σημασία. Αυτή τη συνείδηση κωδικοποιεί και επαναδιατυπώνει τον 18ο αιώνα ο μεγάλος απόστολος του δούλου Γένους, ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός: "Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα έδώ κοντά νά τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον, μέσαθεν από την Κόκκινην Μηλιάν καί του το εχάρισε; Ηξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν, και (=ενώ) ο Τούρκος δέν μας βλάπτει. Ασπρα (=χρήματα) δώσ' του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Καί διά να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη..."(3). O άγιος Κοσμάς έδινε, έτσι, απάντηση στους δυτικόφρονες - ενωτικούς, χωρίς μάλιστα να μπορεί να κατηγορηθει ως εχθρός του Λαού ή σκοταδιστής. Μόνο όσοι έχουν εμπειρία της ησυχαστικής παραδόσεως, που διασώζεται στις λαϊκές πρακτικές, μπορούν να κατανοήσουν τη δυναμική της πίστεως μέχρι τον 19ο αιώνα(4). Αντίθετα οι φιλενωτικοί ήσαν πάντα πρόθυμοι να μειοδοτήσουν στο θέμα της πίστεως (δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που προσχώρησαν στον παπισμό), διότι τα κριτήριά τους ήταν προπάντων ενδοκοσμικά και καιρικά. Οι δεύτεροι έρριχναν το βάρος στην εξωτερική ελευθερία. Παρ'όλα αυτά, πρέπει να λεχθεί, ότι μολονότι η πρώτη τάση διέσωσε την ταυτότητα του Γένους, η δεύτερη το κράτησε σε μόνιμο επαναστατικό βρασμό. Η αντίθεσή τους, χωρίς νά γίνεται από τότε αισθητό, λειτούργησε ως σύνθεση. Βέβαια, κατά τόν γνωστό ιστορικό Στήβεν Ράνσιμαν, οι ανθενωτικοί δικαιώθηκαν, διότι μ'αυτούς "διατηρήθηκε η ακεραιότητα της Εκκλησίας και με αυτήν και η ακεραιότητα του Ελληνικού λαου"(5).
Η πολιτική της συνυπάρξεως εκφραζόταν ως πολιτική κατευνασμού του κατακτητή και περιορισμένης συνεργασίας και την εγκαινίασε, κατ' ανάγκην, ο πρώτος Γενάρχης, οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1454). Η στάση αυτή στόχευε στην περίσωση των δυνάμεων, που είχαν μείνει στο Γένος. Βέβαια, από το φρόνημα των προσώπων εξηρτάτο η φύση και η έκταση που θά έπαιρνε αυτή η "συνεργασία". Η στάση αυτή όμως δικαιωνόταν ιστορικά, διότι είχε εφαρμοσθεί ήδη από την αραβοκρατία (7ος αι.), άρα υπήρχε μακρά πείρα, και θεμελιωνόταν θεολογικά στο γνωστό παύλειο χωρίο της Προς Ρωμαίους (13,1: "Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ έστιυ εξουσία, ειμή από Θεού..."), σε συνδυασμό βέβαια με το επίσης αποστολικο: "πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις" (Πραξ. 5, 29). Η υπακοή στα τυραννικά καθεστώτα, όχι στούς τυράννους, έχει όρια ("εν οις εντολή του Θεού μη εμποδίζηται", κατά τον Μ. Βασίλειο, P.G. 31, 860) και δεν νοείται ορθόδοξα ως "ταύτιση", αλλά ως μέτρο καιρικό, όταν δεν υπάρχει άλλη (χριστιανικά δικαιωμένη) έπιλογή.
Βέβαια, στο σημείo αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο λόγος εδώ αφορά στο Ράσο στο σύνολό του καί όχι σε κάποια προσωπική επιλογή. Η Εκκλησία, σε κάθε εποχή, εχει την αποστολή της Μάνας. Νά προφυλάσσει καί νά σώζει το ποίμνιό της. Κάθε δυναμική στάση, που θά οδηγούσε σε αποτυχία καί καταστροφή, θά καταλογιζόταν πάντα εναντίον της,(6). Η ανοχή και διαλλακτικότητα του Κλήρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται συλλογικά ως ένοχος συμβιβασμός και εθελοδουλία, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στίς οποίες διακριβώνεται εσωτερική ταύτιση με τον κατακτητή. Αλλά τέτοιες περιπτώσεις ελεγχόμενης διαγωγής Κληρικών, υπήρξαν σπανιότατες. Τά εκκλησιαστικά κείμενα, ιδιαίτερα δε τα Πατριαρχικά, έχουν πάντα ανάγκη αποκρυπτογραφήσεως. Διότι σκοπός τους ηταν να παραπλανήσουν την Πύλη. Το Πατριαρχείο ως Εθναρχία, έπρεπε να φαίνεται πάντα άψογο απέναντι στην Πύλη, ανεξάρτητα από τις πραγματικές του διαθέσεις. Oι συχνές θανατικές εκτελέσεις Πατριαρχών και Μητροπολιτών αποδεικνύουν, πόσο μικρή ήταν η εμπιστοσύνη τής Πύλης απέναντί τους και, συνεπώς, την ορθότητα της θέσεως αυτής.
Η πολιτική όμως της συνυπάρξεως είχε και μια δυναμική διάσταση. Την πίστη στη δυνατότητα βαθμιαίας υποκαταστάσεως των Οθωμανών στη διακυβέρνηση του Κράτους καί τή δημιουργία ενός "Οθωμανικού Κράτους του Ελληνικού ΄Εθνους". Κατά την άποψη αυτή η ανάσταση του Ρωμαίικου (της Ρωμανίας/"Βυζαντίου") θά ερχόταν χωρίς επανάσταση, αλλά με τη βαθμιαία διάβρωση του κράτους και την αθόρυβη μεταλλαγή του. Η επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) και η επικράτηση του εθνικιστικού φανατισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσκοπούσε ακριβώς στην επίσχεση των Ρωμηών (και των Αρμενίων) στη συνεχώς αυξανόμενη συμμετοχή τους στον κρατικό μηχανισμό. Και αυτό δικαιώνει τη φαναριώτικη πολιτική. Η πολιτική αυτή της πρόσκαιρης "συνεργασίας" μπόρεσε να βελτιώσει τη θέση του υπόδουλου Γένους, με την ανάπτυξη της αυτοδιοικήσεως στις κοινότητες και την ανάδειξη στελεχών μιας ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.
Πρόσφατα διατυπώθηκε η άποψη, ότι ""η Εκκλησία εδραίωσε όλη της την επιρροή, ώστε να αποθαρρύνει τις εξεγέρσεις των Ορθοδόξων κατά της κυβέρνησης του Σουλτάνου(6α). Μολονότι η διάθεση του συγγραφέα είναι θετική απέναντι στην Ορθόδοξη Εθναρχία, η τοποθέτηση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τα πράγματα. Ο εκκλησιαστικός χώρος, σέ όλο του το φάσμα, δεν έχει να δείξει μόνο εκπροσώπους της πολιτικής της περιορισμένης συνεργασίας, αλλά και στην πλευρά της δυναμικής αντιστάσεως. Αυτό είναι ενδεικτικό της ελευθερίας στο σώμα της Εκκλησίας, σε θέματα επιλογών τακτικής. Τον 16ο και 17ο αιώνα Πατριάρχες και Μητροπολίτες έλαβαν απροκάλυπτα μέρος σε εξεγέρσεις. Και δεν επρόκειτο μόνο για φιλοδυτικούς, παρασυρόμενους από τη δυτική προπαγάνδα, αφού και ένας ησυχαστής αγιορείτης, ο άγιος Μάξιμος ο "Γραικός" (l6ος αί.), επιδίωξε να υποκινήσει τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων.
Διαπίστωση αδιάψευστη της έρευνας είυαι, ότι δεν υπάρχει εξέγερση του υποδούλου Γένους, στήν οποία δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο Κληρικοί καί Μοναχοί. Μια περιδιάβαση στην πολύτομη (καί πολύτιμη) "Ιστορία του Νέου 'Ελληνισμού" του καθηγητού Αποστ. Βακαλόπουλου επιβεβαιώνει τη θέση αυτή. Και δεν ήσαν λίγα τά επαναστατικά κινήματα του δούλου Γένους(7). Περισσότερες από 70 είναι, κατά τον υπολογισμό μας, oι εξεγέρσεις και τά έπαναστατικά κινήματα σ' όλη τήν περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ανάλογες κινήσεις σε βενετοκρατούμενες περιοχές. Και σ' όλα πρωτοστατούν Κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί. Το Ράσο γίνεται ένα είδος επαναστατικού λαβάρου και σημαίας. Βέβαια, τα αποτυχημένα αυτά επαναστατικά κινήματα επιτρέπουν και κάποιες άλλες σημαντικές διαπιστώσεις: α) Το Γένος δεν συμβιβάσθηκε ποτέ με την κατάσταση της δουλείας και δεν έπαυσε να πιστεύει στη δυνατότητα αποκαταστάσεώς του. β) Οι επανειλημμένες αποτυχίες των επαναστατικών αυτών κινημάτων δικαιολογούν, αλλά και ερμηνεύουν συνάμα, τους δισταγμούς των Ηγετών του Γένους το 1821, όταν μάλιστα το φόβο της νέας τραγικής αποτυχίας τον ενίσχυε η καταθλιπτική παρουσία της "'Ιεράς Συμμαχίας" (από το 1815). γ) Αποδεικνύεται τελείως αβάσιμο το επιχείρημα, ότι ο Διαφωτισμός καί ιδίως η Γαλλική Επανάσταση (1789) γέννησαν το '21(8), όταν το Γένος δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επαναστατικό βρασμό. H Γαλλική Επανάσταση ήταν φυσικό να επιταχύνει τους ρυθμούς και να ενθαρρύνει την αστική τάξη, όχι όμως και να προκαλέσει τον Αγώνα του '21, ο οποίος δεν είναι πα- ρά ένας σταθμός στη μακραίωνη φιλελεύθερη πορεία του Γένους μας.
Η μεγάλη ανθενωτική-ησυχαστική παράταξη, στήν οποία ανήκαν κατά κανόνα και oι Πατριάρχες και Μητροπολίτες, το εθναρχικό δηλαδή σώμα, έχει να έπιδείξει και μια σημαντικότερη ακόμη αντίσταση, ανταποκρινόμενη μάλιστα απόλυτα στο πνεύμα της ορθοδόξου παραδόσεως. Είναι οι Νεομάρτυρες. Αυτοί προέβαλαν τη συνεπέστερη για την Ορθοδοξία καί αποτελεσματικοτερη για το Γένος αντίσταση, χωρίς μάλιστα Θυσίες άλλων, παρά μόνο του έαυτού τους(9). Διότι, μη ξεχνάμε, το πρόβλημα της εκχύσεως του αίματος των άλλων, ακόμη και σε περίπτωση "νόμιμης" άμυνας ή απελευθερωτικής εξεγέρσεως, στήν ήσυχαστική (αυθεντική δηλαδή) ορθόδοξη συνείδηση δεν βρίσκει εύκολα λύση. Οι Νεομάρτυρες ξαναζωντάνεψαν την αρχαία χριστιανική παράδοση τού μαρτυρίου. Η ομολογία τους αποσκοπούσε στην έμπρακτη απόρριψη του κατακτητή και την άμεση επιβεβαίωση της υπεροχής της δικής τους πίστεως, που περιέκλειε συνάμα καί τον εθνισμό τους. Σ'όλη τη μακρά δουλεία, απέναντι στους εξωμότες (εξισλαμισθέντες) ή και τους κρυπτοχριστιανούς, πού άληθινά ή οχι κατέφασκαν την ιδεολογία του κατακτητή, στέκονταν oι δημόσιοι καταφρονητές της, οι Νεομάρτυρες, μόνιμη παρηγορία και στήριγμα της συνειδήσεως τών υποδούλων άδελφών τους. Οι Νεομάρτυρες ενσαρκώνουν μάλιστα πληρέστερα από τους Εθνομάρτυρες την ελληνορθόδοξη παράδοση, διότι διακρίυονται όχι μόνο για ηρωϊσμό, αλλά για την αγιότητα-πνευματικότητα, πού άποδεικνυόταν με τα θαύματα, που συνόδευαν το μαρτύριό τους. Κίνητρο τους δεν ήταν το μίσος, εναντίον τών κατακτητών, αλλά η αγάπη για τον Χριστό καί τους ανθρώπους, ακόμη και τους διώκτες τους.
Σε τελευταία όμως ανάλυση οι στρατιές των Νεομαρτύρων αποδεικνύουν τή συμμετοχή καί του Ράσου στήν αντίστασή τους, όπως και την ενότητα του Γένους εναντίον του Τυράννου. Oι Νεομάρτυρες προετοιμάζονταν για την ομολογία τους από τους Πνευματικούς-Γέροντες (ανάμεσά τους και Επίσκοποι). Οι βίοι και τα μαρτύρια των Νεομαρτύρων κυκλοφορούνταν και διαβάζονταν, είτε μεμονωμένα από τους πιστούς, είτε στις μνήμες τους ως συναξάρια. Και μόνο η καθιέρωση της τιμής της μνήμης των Νεομαρτύρων, αμέσως μετά τη θυσία τους, βεβαιώνει τη, σιωπηρή έστω (για ευνόητους λόγους), κατάφαση από μέρους του Εθναρχικού Κέντρου (του Οικουμενικού Πατριαρχείου) της θυσίας τους και αναγνώριση της σημασίας της για τη συνέχεια του Γένους.
Σ' αυτήν όμως τη συνάφεια θα ήθελα να δηλώσω, ότι ακλόνητη πεποίθησή μου, θεμελιουμένη στη μελέτη τόσο της τάσεως για περιορισμένη συνεργασία με τον κατακτητή, όσο και εκείνης για αντίσταση, είναι η σύγκλιση τελικά, και των δύο προς ένα κοινό στόχο: την αποκατάσταση του Γένους. Η διαφορά εντοπιζόταν στον τρόπο θεωρήσεως του αιτήματος και στα χρησιμοποιούμενα μέσα, όχι όμως στη στοχοθεσία. Δεν είναι η μόνη περίπτωση παρόμοιων "διχασμών" του Γένους.
Η περίπτωση των Νεομαρτύρων όμως δείχνει πέρα από τα παραπάνω και τη σημασία των Μοναστηριών στους αγώνες για την ανάσταση του Γένους.Ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, ονομάζει αδίστακτα τα Μοναστήρια "προμαχώνες μπροστά στα κύματα του Μουσουλμανισμού"(10). Δεν ήσαν, πράγματι, μόνο κέντρα παιδείας ("κρυφά" σχολεία), καταφυγής και προστασίας των Ραγιάδων. Δεν ήσαν μόνο πνευματικές κολυμβήθρες για τον συνεχή αναβαπτισμό του Γένους στην παράδοσή του"(11). Ησαν και αντιστασιακά-επαναστατικά κέντρα σε σημείο, που να μην υπάρχει εξέγερση ως το '21, στην οποία δεν πρωτοστατούν κάποιο ή κάποια Μοναστήρια, ως επίκεντρα της επαναστατικής δραστηριότητας, αλλά και χώροι, από τους οποίους ξεπηδούσαν επαναστάτες-πολεμιστές. Οι Μοναχοί μας, ποτέ δεν θεώρησαν αντίθετο προς τον πνευματικό τους αγώνα, τον αγώνα για την έθνική ελευθερία και τη θυσία τους γι' αυτήν.
Αυτή τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα ομολογεί και προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: "Τ' άγια τα μοναστήρια, οπού 'τρωγαν ψωμί oι δυστυχισμένοι [...] από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες· δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ'αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι 'περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα"(12).
Ο Μακρυγιάννης επικαλείται την προσωπική του εμπειρία, για να κατοχυρώσει τη συμμετοχή των Μοναστηριών στο μακρο αγώνα της ανεξαρτησίας. Με αφετηρία την καθαρά ορθόδοξη-ρωμαίικη συνείδησή του, νομίζω, ότι δεν τον παρερμηνεύουμε, αν την αναφορά του στο δυτικό μοναχισμό την ερμηνεύσουμε με βάση την εθνική προσφορά των Μοναχών μας. Η φράση "δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί" για μας σημαίνει: δεν είχαν καμιά σχέση με τα δυτικά-μοναχικά τάγματα, που βρίσκονταν στην εξουσία του "τυράννου" (Πάπα ή Φράγκου Αυτοκράτορα). ΄Ηταν στην υπηρεσία-διακονία του Γένους, στο οποίο και ανήκαν. Πόσοι όμως παρόντες σ' αυτόν εδώ το χώρο δεν έχετε τις προσωπικές σας εμπειρίες για τον εθνικό ρόλο των Μοναστηριών και των Μοναχών μας -ακόμη και των Μοναζουσών-στους νεώτερους αγώνες του ΄Εθνους, όπως η αντίσταση 1941-44; Είναι μια προσφορά αδιάκοπη, ταπεινή και αθόρυβη, αληθινά μαρτυρική. Προσφορά πάνω απ' όλα αφατρίαστη και ακομμάτιστη, αληθιυά εθνική. Τα Ελληνικά Μοναστήρια δεν συνδέθηκαν μόνο με τις εξεγέρσεις των χρόνων της δουλείας, αλλά από αυτά ξεπήδησαν και μεγάλες μορφές του '21(13), φωτεινοί Ηγέτες καί φλογεροί Επαναστάτες.
2. Το Ράσο στην Επανάσταση του '21
Η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και γενικά όλου του Ράσου στον πανεθνικό Αγώνα του '21 ήταν αδύνατη χωρίς μία πολύ δύσκολη αυθυπέρβαση. Και η αυθυπέρβαση αυτή δεν έχει σχέση, όπως θά δεχόταν η αντικληρική προπαγάνδα, με κάποια εθελοδουλία ή αδιαφορία για το Γένος. Αντίθετα, σχετιζόταν άμεσα με την γνήσια και αυθεντική αποκατάστασή του. Ας θυμηθούμε εδώ το βαθύτερο στόχο της Εθναρχίας και του Κλήρου μέσω της "περιορισμένης συνεργασίας" με τον κατακτητή. 'Ηταν η ανάσταση όλου του Ρωμαίικου, δηλαδή της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, με την παλαιά έκταση και ευκλειά της. Αυτό εννοούσε ο Πατροκοσμάς λέγοντας συχνά: "αυτό μια μέρα θά γίνει ρωμαίικο". Αυτό εννοούσε και ο Ρήγας Βελεστινλής, έστω και σε ένα άλλο ιδεολογικό πλαίσιο, όταν έλεγε στο "Θούριό" του: "Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι καί Ρωμηοί, αράπηδες και άσπροι, μέ μιά κοινή ορμή, για την ελευθερίαν νά ζώσωμεν σπαθί".
Μετά το κίνημα του 'Αλ.Υψηλάντη θά αλλάξει αυτός ο ρωμαίικος-οικουμενικός στόχος του Ρήγα και των Κολλυβάδων, που ήταν ο στόχος της Εθναρχίας(14). Από τη μεγαλοϊδεατική ιδεολογία του Γένους, θά ενταχθεί ο Αγώνας στο πλαίσιο της άρχής των εθνικοτήτων -καρπού της Γαλλικής Επαναστάσεως, στοχεύοντας όχι πια στήν ανασύσταση της αυτοκρατορίας, αλλά στη δημιουργία ενός μικρού ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο θα "στριμωχνόταν" κυριολεκτικά (πρβλ.το 1922) το Ελληνικό ΄Εθνος. Αυτό το πέρασμα από τη Ρωμαίικη Οικουμένη στο Ελληνικό κράτος ισοδυναμούσε με θάψιμο της Ρωμηοσύνης.΄Ετσι ο αγώνας του '21 εντάχθηκε στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης για την αυτοκρατορία της Ρωμανίας. Στις ευρωπαϊκές αυλές, όπως λ.χ. του Ναπολέοντος, καθορίσθηκε ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επαναστάσεως, που δεν θα έχει πια ρωμαίικο-οικουμενικό χαρακτήρα, αλλά στενά εθνικό και κατ' ουσίαν "αρχαιοελληνικό". Θα είναι επανάσταση των Ελλήνων του Ελλαδικου θέματος όχι μόνο εναντίον των Τούρκων, αλλά και εναντίον της Ρωμαίικης Εθναρχίας, ως συνέχειας της "Ρωμαϊκής Βασιλείας" των "Βυζαντινών"(15). Το πραξικοπηματικό Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας (1833) ειναι η απτή επιβεβαίωση αυτών των ξενόφερτων προσανατολισμών.
Η συμμετοχή, συνεπώς, του Ράσου -και μάλιστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου- στον Αγώνα υπήρξε δείγμα υψηλής αυθυπερβάσεως και αυτοθυσίας, αφού ήταν πια φανερό, ότι ο Αγώνας είχε σαφώς αντιρωμαίικο και αντιεθναρχικό χαρακτήρα, στρεφόμενο και κατά του Πατριάρχου, ως Εθνάρχου των Ρωμηών(16). Η συμμετοχή δε αυτή ομολογείται από εκείνους, που την έζησαν σ'όλη τή διάρκεια του Αγώνα και ήταν σε θέση νά τήν επιβεβαιώσουν.
"Πλησίον εις τον Ιερέα -έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης- ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης καί τζομπάνης, ναύτης καί γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι"(17). Ο ιστορικός του l9ου αιώνα Χρ.Βυζάντιος σημειώνει: "Προύχοντες, κληρικοί, αρματολοί και κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν ή μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα επαναστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας(18).
Ο εθνικός ιστορικός μας Κ.Παπαρρηγόπουλος ομολογεί: "...Οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα αμαρτήματα πολλών εκ των Πατριαρχών, ουδείς όμως εξ αυτών, ουδείς ωλίσθησεν περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν"(19)
Ανάλογα αποτιμούν τη στάση του Ράσου στην Επανάσταση ο Δ. Κόκκινος, ο Δ.Φωτιάδης, ο Σπ. Μαρινάτος, ο Ι.Συκουτρής, ο Κ.Βοβολίνης, ο Ν.Τωμαδάκης, ο Απ.Βακαλόπουλος κ.α.(20) Υπάρχουν, βέβαια, και επικριτές του Κλήρου, και των Αρχιερέων, που αμφισβητούν ή και αρνούνται την ειλικρινή και άδολη συμμετοχή τους στον Αγώνα. Τέτοιες θέσεις έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ο Γ. Κορδάτος (ιστορικός μαρξιστής), ο Γ. Σκαρίμπας (λογοτέχνης μαρξιστής, αλλ' όχι ιστορικός), ο Μάριος Πλωρίτης (φιλόλογος κριτικός, αλλ' όχι ιστορικός), ο Γ. Καρανικόλας (δημοσιογράφος, όχι ιστορικός) κ.ά.(21). Oι θέσεις αυτές επαναλαμβάνονται στερεότυπα από άλλους λιγότερο σημαντικούς καί άσχετους με την ιστορική έρευνα. Αρκεί να μελετήσει κανείς το "ΔΕΛΤΙΟΝ" της Ο.Λ.Μ.Ε.(22), για. να διαπιστώσει πώς αυτούσιες oι ιδεολογικές αυτές ερμηνείες για το '21 περνούν στο χώρο της παιδείας. Tο τραγικά απελπιστικό όμως είναι, ότι πολλές από τις παλαιότερες τοποθετήσεις έχουν πια ξεπερασθεί και στο χώρο της μαρξιστικής ιστορικής Σχολής, οπότε oι υποστηρικτές τους αποδεικνύονται "παλαιομοδίτες" στο χώρο του ιστορικού ερασιτεχνισμού. Νεώτεροι μαρξιστές στορικοί, έχουν αποκηρύξει την ερμηνευτική μέθοδο τού Γ.Κορδάτου και απομακρυνθεί από την ιδεολογική προοπτική του. Επίσης έχουν απορρίψει την προπολεμική θεωρία του "λαϊκισμού (π. χ. Λεων. Στρίγκας). ΄Ετσι, ο Π. Ρουσος δέχεται τήν επανάσταση του '21 ως εθνικοαπελευθερωτική και ομολογεί: "Σε σύγκριση με το εθνικό το κοινωνικό έρχεται στο υπόστρωμα"(23). Ανάλογα δέχονται ο καθηγ. Βασ. Φίλιας, ο Λεων. Στρίγκας, η Ελ. Αντωνιάδη-Μπιμπίκου κ.ά. (24). Η επικρατούσα στο χώρο της μαρξιστικής σκέψης σήμερα θέση είυαι, ότι η Επανάσταση του '21 ειναι εθνικοαπελευθερωτική, με κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά μία, στην οποία έλαβαν μέρος oι πιο ετερόκλητες δυνάμεις, κάθε μια με τις δικές της προϋποθέσεις και στοχοθεσία. Δεν έχει εκλείψει όμως τελείως η ιδεολογική προσέγγιση, που αναιρεί κάθε δυνατότητα ιστορικής-επιστημονικής κατανοήσεως και ερμηνείας.
΄Ενα απο τα επισημότερα θύματα της παρατεινόμενης αυτής ιδεολογικής αδιαλλαξίας είναι ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης του Αγώνα, ΄Αγιος Γρηγόριος Ε'(25). Η ερμηνεία της στάσης του στον Αγώνα απαιτεί επαρκή γνώση της εποχής (ιστορικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, διπλωματικά) και τη χρήση ορθών κριτηρίων, συγχρόνων δηλαδή και όχι σημερινών (ιστορικός αναχρονισμός). Ο σοφός εκείνος Γενάρχης, πώς ήταν δυνατό να παραβλέψει τους αρνητικούς παράγοντες, που απειλούσαν κάθε επαναστατική σκέψη (Ιερά Συμμαχία, Τσάρος, προηγούμενες οικτρές αποτυχίες, π. χ. 1790); Γιατί να άπαιτεί κανείς λιγότερη σύνεση από εκείνη τον Κοραή και του Καποδίστρια, που ήσαν τελείως αρνητικοί στα σχέδια εξεγέρσεως; Και όμως, σε καμία παρακωλυτική ή αποτρεπτική ενέργεια δεν προέβη, η δε αλληλογραφία του είναι σαφώς θετική και φανερώνει την εσωτερική συμμετοχή του στα σχέδια της Φιλικής(26). Θα ερωτήσει, βέβαια, κανείς: και ο περιβόητος αφορισμός του κινήματος Υψηλάντου-Σούτσου; Δεν είναι σαφής αντίδραση του Γρηγορίου; Ετσι, άλλωστε, ερμηνεύεται ως σήμερα από την αρνητική κριτική. Μπορεί όμως να "έρμηνευθεί" ο αφορισμός χωρίς να ληφθεί υπόψη το κλίμα, μέσα στο οποίο έγινε; Καί ποιο ήταν το κλίμα αυτό; -΄Εκρηξη της οργής του Σουλτάνου (απόλυτου κυρίου πάνω σε κάθε υπήκοο)- ΄Αμεσος κίνδυνος γενικής σφαγής των Ρωμηων (ομολογία εκθέσεων τών Ξένων της Κων/πόλεως(27)) Απερίγραπτες θηριωδίες, πού προοιώνιζαν τη συνέχεια-Παύση από τον Σουλτάνο δύο Μ. Βεζίρηδων, με την κατηγορία της επιεικούς στάσεως έναντι των Ρωμηών -Απαγχονισμός του Σεϊχουλισλάμη (Θρησκευτικού αρχηγού), κατηγορουμένου για απείθεια (δεν εξέδωσε φετφά για την σφαγή και εξόντωση των Ρωμηών(28)) Εκτελέσεις Φαναριωτών (Μουζούρηδων και Μητροπολιτών) κ.λπ.(29).
Ποιος μπορεί μετά από όλα αυτά να αρνηθεί, ότι ο αφορισμός ήταν πράξη ανάγκης και "στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου"; (Νικοπόλεως Μελέτιος). Αυτή ακριβώς ήταν και η ερμηνεία του άμεσα θιγομένου από τον αφορισμό, Αλ.Υψηλάντη: "Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου"(30). Μόνο, λοιπόν, μετά από τήν γνώση όλων αυτών μπορεί να εκτιμηθεί σωστά και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου. Ο πρώτος Πατριάρχης της Ρωμηοσύνης εκτελέσθηκε ως "προδότης" του Σουλτάνου και όχι των Ρωμηών(31). Και εύλογα, αφού τυπικά ήταν ο δεύτερος μετά τον Σουλτάνο αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ δε ο αφορισμός δεν είχε καμιά αρνητική απήχηση στον Εθνικό Αγώνα, αφού ήταν γνωστή η προέλευσή του, το "σχοινί του Πατριάρχη" ανέπτυξε μιαν ευεργετική δυναμική, διότι έγινε κινητήρια δύναμη στο αγωνιζόμενο ΄Εθνος.
Η ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία δεν αφήνει όμως άθικτους και τους άλλους Αρχιερείς. Θέλοντας να μειώσουν τη διακεκριμένη συμμετοχή αρχιερέων, όπως λ.χ. ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Σαλώνων Ησαϊας, μιλούν για "εκατοντάδες αρχιερέων" (Σκαρίμπας), η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων (δήθεν) απέσχε και υπονόμευσε τον Αγώνα(32). ΄Εχουν όμως έτσι τα πράγματα;
Oι Αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου δεν ξεπερνούσαν τους 200, στίς 171 συνολικά επαρχίες του. Ο αριθμός δε αυτός περιλαμβάνει και τους Αρχιερείς των άλλων ρωμαίικων Πατριαρχείων, που ήταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας(33). Ο Σπ.Τρικούπης, Θ. Φαρμακίδης κ.α,. δέχονται τον αριθμό 180, οι δε τιτουλάριοι Αρχιερείς δεν υπερέβαιυαν τους 20(34). Ποια ήταν, λοιπόν, η συμμετοχή αυτών των Αρχιερέων στη Φιλική Εταιρεία(35).
Παρά τον αστικό χαρακτήρα της Φιλικής, oι πρωτεργάτες της δεν είχαν δυτική αντιφεουδαρχική συνείδηση, διότι στην "καθ' ημάς Ανατολήν" δεν υπήρχε φεουδαρχία φραγκικού τύπου (φυσική αριστοκρατία). Γι' αυτό ενώ στη Δύση ο Κλήρος, και μάλιστα οι Επίσκοποι, εθεωρούντο προέκταση της τάξεως των Ευγενών, η Φιλική στράφηκε εδώ στον Κλήρο και μάλιστα στις κεφαλές του. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Κορδάτος: "0ί Φιλικοί [...] επεδίωξαν να δώσουν χαρακτήρα πανεθνικόν εις την ωργανωμένην επανάστασιν και δι' αυτό προσηλύτισαν και μερικούς Φαναριώτας και ανωτέρους Κληρικούς"(36). Το επίθετο ("μερικούς") απορρέει από το ιδεολογικό πρίσμα του Κορδάτου και δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο στα πράγματα.
Από το 1818 μυήθησαν στην Φ. Ε. όλοι σχεδόν oι αρχιερείς της Πελοποννήσου(37), κάτι που αναγκάζεται να το παραδεχθεί ο αγαθότερος Σκαρίμπας: " Η Φ. Ε. [...] στο κόλπο είχε μυήσει όλους σχεδόν τους Παλαιοελλαδίτες κοτσαμπάσηδες και προπαντός τούς δεσποτάδες"(38). Η αλήθεια είναι, ότι ως Ρωμηοί oι ηγέτες της Φιλικής γνώριζαν την επιρροή των Αρχιερέων στο λαό. Μέσα στα έτη 1918-21 όλοι σχεδόν oι Αρχιερείς έγιναν μέλη της Φιλικής. Μαρτυρίες αδιαμφισβήτητες καλύπτουν 81 περιπτώσεις. Για έναν αριθμό απουσιάζουν μαρτυρίες, χωρίς όμως να μπορεί να υποστηριχθεί, ότι δεν είχαν μυηθεί και εκείνοι. Απουσιάζει όμως και κάθε μαρτυρία για προβολή αρνήσεως ή για υπονόμευση του έργου της Εταιρείας. Oι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται, ότι oι Αρχιερείς υπήρξαν η σπονδυλική στήλη της Φιλικής και ο κύριος παράγων του έργου της λόγω του υψηλού κύρους τους στον Λαό(39). Αν οι Αρχιερείς εξ άλλου δεν περιέβαλλαν με την αγάπη τους τo έργο της Φιλικής, πολλά πράγματα μπορούσαν να ανατραπούν. Μια αναφορά, τέλος, στην ποσοστιαία σύνθεση της Φιλικής δίνει τα στοιχεία: Κληρικοί 9,5%, Αγρότες 6% καί Πρόκριτοι 11,7%(40).
Ιδιαίτερα από την περιοχή της Ελλάδος αναφέρονται επώνυμα στις πηγές 73 αρχιερείς, που έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα. Σαρανταδύο Αρχιερείς υπέστησαν ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, φυλακίσεις, διώξεις κάθε είδους, βασανιστήρια, εξορίες κ.λπ. Δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε', Κύριλλος ΣΤ') και 45 Αρχιερείς (Μητροπολίτες) εκτελέσθηκαν ή έπεσαν σε μάχες. Κατά τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ οι κληρικοί-θύματα του Αγώνα ανέρχονται συνολικά σε 6.000(41).
Υπάρχει όμως και το "εξ αντιθέτου" επιχείρημα. H μαρτυρία των Τούρκων Ιστορικών για τη δράση του ελληνορθοδόξου Κλήρου στον Αγώνα του '21(42). 'Ετσι, ο Μώραλη Μελίκ Μπέη δέχεται ότι "τον λαόν (της Πελοποννήσου) υπεκίνησαν oι έχοντες συμφέροντα και σχέσεις μετά τούτων, oι έμποροι, οι πρόκριτοι, και κυρίως oι μητροπολίται και γενικως oι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή oι πραγματικοί ηγέται του Εθνους"(43). Ο δε Ζανί Ζαντέ σημειώνει: "Τα σχέδια ετηρούντο μυστικά μεταξύ του Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των Παπάδων, των Δημογερόντων"(44).
Διά να κλείσουμε το θέμα αυτό, θα προσθέσουμε, ότι ενίοτε τον 19ο αιώνα εγείρονταν αντιδράσεις όχι για την μη συμμετοχή των Κληρικών μας στον απελευθερωτικό Αγώνα, αλλά αντίθετα για τη συμμετοχή τους σ' αυτόν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κεφαλλονίτη κοσμοκαλόγηρου και ησυχαστή Κοσμά Φλαμιάτου (1786- 1852)(45). Κατά τον Φλαμιάτο η Αγγλία εκμεταλλεύθηκε τον Αγώνα του '21. Με την εμπλοκή του Κλήρου σ' αυτόν επεδίωξε "ίνα διεγείρη την παγκόσμιον, ει δυνατόν, περιφρόνησιν, μίσος, αποστροφήν και συνωμοσίαν κατά του Κλήρου, τόσον την εκ των Αρχών, όσον και την εκ του λαού. Δι' αυτόν τον σκοπόν προς τοις άλλοις εκίνησεν εμμέσως εις τους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας και εισήχθησαν εν αυτω ο Οικουμενικός Πατριάρχης, πολλοί Επίσκοποι και άλλοι εκ του Κλήρου της Ανατολής, και εφάνησαν τινες εξ αυτών οπλοφορούντες εις το στάδιον του κατά των Οθωμανών πολέμου, φαινόμενον όλως μοναδικόν, αλλόκοτον και αποτρόπαιον, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν..."(46).
Δεν θα ασχοληθούμε με την ορθότητα ή όχι των κρίσεων του Φλαμιάτου, που έχει το δικό του πρίσμα θεωρήσεως.
Το σκανδαλιστικό για ησυχαστές σαν τον Φλαμιάτο ειναι η συμμετοχή του Κλήρου στις πολεμικές επιχειρήσεις ("οπλοφορία") και σε μια συνωμοτική Εταιρεία, όπως η Φιλική. Την τελευταία θεωρεί κατευθυνόμενη "εμμέσως" από την Αγγλία. Μάλλον, συνεπώς, αυτό προσκρούει στη συνείδησή του, ότι δηλαδή η Επανάσταση εξυπηρετούσε τους σκοπούς της Δύσεως. Σ' αυτό ακριβώς, πιστεύουμε, έγκειται η αντίθεσή του. Οτι ο Κλήρος της Ελλάδος, εν αγνοία του, εξυπηρέτησε σκοπούς αλλοτρίους και όχι τα όνειρα της Ρωμηοσύνης. Ο Φλαμιάτος γράφει στη δεκαετία του 1840, όταν πολλά πια έχουν αποσαφηνισθεί. Σημαντικό όμως είναι, ότι θεωρεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη μέλος της Φιλικής Εταιρείας, σ' αντίθεση με τους σημεριυούς επικριτές του. Για τους παραδοσιακούς ορθοδόξους όμως αυτό ήταν το σκάνδαλο και όχι το αντίθετο. O Γενάρχης της Ρωμηοσύνης να υποθάλπει κινήσεις, που στρέφονταν εναντίον της... Γι' αυτό μιλήσαμε παραπάνω για "θυσία" και "αυθυπέρβαση" του Ράσου. Η εθναρχική πολιτική εγκαταλείφθηκε για χάρη της ελευθερίας της Ελλάδος(47). Η Ρωμαίικη Εθναρχία θυσιάσθηκε, εκούσια, για την ελευθερία της Ελλάδος. Ο ΄Οθωνας στα 1833 θα πάρει για τους ΄Ελληνες, πολιτικά και εκκλησιαστικά, τη θέση του Εθνάρχη Οικουμενικού Πατριάρχη.Η αγανάκτηση του Φλαμιάτου εστιάζεται, ακριβώς, στην αντίθετη κατεύθυνση από τις αιτιάσεις των επικριτών του Κλήρου. Το Ράσο θυσίασε τα πάντα για την Ελλάδα και την εθνική αποκατάστασή της.
Συμπερασματικά:
Η συμμετοχή του Ράσου στους εθνικούς μας αγώνες δεν είναι ασφαλώς, ο μοναδικός λόγος της παρουσίας του Κλήρου στην κοινωνία μας. Κύρια αποστολή του Ράσου είναι το έργο του ιατρού στο "Πνευματικόν Ιατρείον" της Εκκλησίας για την πνευματική και υπαρκτική αποκατάσταση του ανθρώπου μέσα στο Σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία δεν μπορεί ποτέ να θεωρείται ως ένας συμβατικός θεσμός, κοινωνικού χαρακτήρα, μέσα στον υπόλοιπο κρατικό και εθνικό βίο, μέ σκοπό να σώζει απλώς την ιστορική διάσταση.
Εν τούτοις η Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα η Ελλαδική, πρωτοστατεί σ'όλους τους απελευθερωτικούς μας αγώνες. Γιατί; Διότι τούτο απορρέει από την πίστη της γιά τον κόσμο και τόν άνθρωπο. Η Ορθοδοξία βλέπει την ελευθερία ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως , του ανθρωπίνου προσώπου. Πραγματική δε ελευθερία είναι η δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό καί\ι τού\υς συνανθρώπους του, σε βαθμό γνησιότητας, πληρότητας και αυθεντικότητας, έξω δηλαδή από κάθε αναγκαστικότητα. Η ανθρώπινη ελευθερία εντάσσεται στα πλαίσια του θελήματος του Θεού και είναι (και ως εθνική-κοινωνική) έννοια καθαρά θεολογική- εκκλησιαστική(48).
Ο Ορθόδοξος Κλήρος δεν μπορεί να μη συμμετάσχει στους εθνικούς-απελευθερωτικούς αγώνες, διότι το έργο του και στην περίοδο της ειρήνης είναι απελευθερωτικό. Αγώνας για την καταξίωση του Ρωμηού, ως απελευθέρωση από τα δεσμά της εσωτερικής δουλείας, της αμαρτίας(49). H εσωτερική δε δουλεία κατά κύριο λόγο επιφέρει και την εξωτερική. Διότι δουλεία δεν είναι, κυρίως, η αναγκαστική υποταγή, αλλά η εσωτερική υποταγή και ταύτιση με τον κατακτητή, η νέκρωση του πνεύματος αντιστάσεως και του ψυχικού δυναμισμού. Γι' αυτό και πιστεύουμε, ότι η σημαντικότερη προσφορά του Ράσου στο ΄Εθνος μας δεν ήταν τόσο η συμμετοχή του Κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις, όσο η συμβολή του Ράσου στη συντήρηση του ελληνορθοδόξου φρονήματος του Γένους και της αγάπης του προς την ελευθερία. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν θά μπορούσε να υπάρξει Εικοσιένα.






ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το λάθος αυτο διαπράττεται συχνά, και όχι μόνο από "αθεολόγητους". Oι βαθμοί της Ιερωσύνης (Επίσκοπος-Πρεσβύτερος και Διάκονος) συναποτελούν τον ανώτερο κλήρο. Στον κατώτερο κλήρο ανήκουν oι (χειροθετημένοι και όχι εντός του αγίου βήματος χειροτονημένοι) υποδιάκονοι, ψάλτες, αναγνώστες κ.λπ.

2. Γ.Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία…, Αθήνα 1989, σ. 85 ε.ε. Πρβλ. Χρ. Σ. Πελεκίδη, Ιδεολογικά Ρεύματα του Ελληνισμού της Τουρκοκρατίας, Ιωάννινα 1974.

3. Ι. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού ΔΙΔΑΧΕΣ, Αθήνα 1979, σ. 269-70.

4. Ας Θυμηθούμε τα προφητικά για σήμερα λόγια του Γάλλου περιηγητή Μαλέρμπ (MALHERBE) προς τον Μακρυγιάννη: "...΄Ενα θα σας βλάψη έσάς, το κεφάλαιον της θρησκείας, οπού είναι αυτείνη η ιδέα σ' εσάς πολύ τυπωμένηι" (Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ. ΜΠΑΫΡΟΝ, χ. χρ., σ. 415).

5. Στ. Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία (μετάφρ. Ν. Παπαρρόδου), Αθήνα 1979, σ. 360.

6. Χαρακτηριστική η περίπτωση του μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου, του επικαλουμένου "Σκυλοσόφου". Εκαμε δύο αποτυχημένες εξεγέρσεις (1600 και 1611), προσχωρώντας μάλιστα και στον παπισμό,με αντάλλαγμα την υπόσχεση βοήθειας, που δεν ήλθε φυσικά ποτέ. Oι συνέπειες της άποτυχίας ήταν, για το λαό κυρίως, οδυνηρές, όπως φανερώνει το σχετικό δημοτικό τραγούδι:

"Δεσπότη μου, τί σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος; Μείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα χανδάκια κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη. 'Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί oι Γιαουντζήδες.

Δεν έχ' η μάννα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους. Ki εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην ΙΙόλη,

να τρων oι κότες πίτουρα, να νταβουλάν oι Γύφτοι, για να ξυπνάη η Τουρκιά να κάνη ραμαζάνι..".

6α. Βλ. Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1280-1924), Αθήνα 1988, σ. 104.

7. Αναφέρουμε τα σημαντικότερα:

- Επανάσταση στην Κρήτη και Πελοπόννησο λίγο μετά την ΄Αλωση (l5ος αι.).
-Βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479).
- Κίνημα στη Ρόδο (1524-29).
-Επανάσταση Χειμαριωτών (1570).
- Επανάσταση στην Πελοπόνησο, Στερεά, Ηπειρο, Μακεδονία, Αιγαίο μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto)(1571).
-Ανταρσία στο Ρέθυμνο (1571). -Ανταρσία Μανιατών (1582).
-Ανταρσία Κύπρου (τέλη του l6ου-αρχές του l7ου αι.).
-Απελευθερωτικές προσπάθειες αρχιεπισκόπων Αχρίδος Γαβριήλ, Νεκταρίου και Αθανασίου.
-Επαναστατικές προσπάθειες μητροπολίτου Τορνόβου Διονυσίου Ράλλη (1595/98).
-Εξεγέρσεις μητροπολίτου Διονυσίου Σκυλοσόφου (1600 καί 1611).
-Επαναστατικές κινήσεις Μανιατων (l7ος αι.). - Εξέγερση αγροτών Νάξου ( 1641 ). - Κρητικός πόλεμος (1645-1669).
-Εξέγερση Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος Μεθοδίου και αρχιμανδρίτου Σεραφείμ (1704).
-Επανάσταση της Θεσσαλίας ( 1715)
-Ενέργειες μητροπολίτου Αχρίδος Ζωσιμά για την απελευθέρωση του βαλκανικου χώρου ( 1716).
-Συμμετοχή στα Ορλωφικά ( 1768): επαναστατική κίνηση Πελοποννήσου, Στερεάς, Κρήτης, Αίγαίον κ.λπ.
-Συμμετοχή στους αγώνες του Λ. Κατσώνη ( 1789-92).
-Αγώνες Σουλιωτών (1800-1804).
-Ανταρσία Ευθυμίου Παπαβλαχάβα (1808) κ.λπ., κ.λπ.

8. Βλ. Ν. Τωμαδάκη, ΄Ητο εθνικόν ή κοινωνικόν κίνημα η ελληνική εθνεγερσία; Στο περ. ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ Γ' (1970/71), σ. 5 έ. έ.

9. Βλ. τον τόμο: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, Εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 612, με σπουδαίες μελέτες και την παλαιότερη για το θέμα βιβλιογραφία.

10. Ιστορία..., τόμ. β', σ. 229.

11. Βλ. το κεφάλαιο: "Η Εκκλησία και ο Ελληνικός Λαός" στου Στ. Ράνσιμαν, όπ.π. , σ. 659 ε..

12. Στρατηγού Μακρυγιάννη, Οράματα και θάματα, Αθήνα 1983, σ. 163/4.

13. Αγιορείτης ήταν ο πατριάρχης Αγαθάγγελος, όπως και ο Μαρωνείας Κωνστάντιος καί ο Ηρακλείας Ιγνάτιος. Στη Μονή Φιλοσόφου Δημητσάνας "μαθήτευσαν" ο Αργολίδος Γρηγόριος, ο Π.Πατρον Γερμανός, ο Τριπόλεως Δανιήλ, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος κ.π.ά. Ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός στο Μ. Σπήλαιο, ο Χίου Δανιήλ στη Ν. Μονή Χίου, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος στη μονή Αγ. Θεοδώρων, ο Κύπρου Κυπριανός στη μονή Μαχαιρά Κύπρου, κ.λπ. Από Μονές ξεκίνησαν επίσης ο Παπαφλέσσας και ο Αθανάσιος Διάκος.

14. Βλ. Το κεφάλαιο "Το ανολοκλήρωτο '2l" στου Γ. Δ. Μεταλληνού, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ, Αθήνα 1989(2), σ. 191

15. Βλ. τη σπουδαία ανάλυση του καθηγ. π.Ιωάννου Ρωμανίδου, στο έργο του: Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989(2), σ. ιδ' έ. ε.

16. Ph. Sherrard, Δοκίμια για τον Νέο Ελληνισμό, Αθήνα 1971, σ. 296 έ.

17. Θ.Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων ελληνικής φυλής, εκδ. Πάπυρος, Αθήναι, σ. 29.

18. Χρ.Βυζαντίου, Ιστορία τακτικού στρατού, σ. 265. Βλ. στου Π. Γεωργαντζή, Oι Αρχιερείς και το Είκοσιένα, Ξάνθη 1985, σ. 189.

19. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, τομ. 7, Αθήναι 1925 σ. 216/17.

20. Παραθέματα βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 190 ε. έ. Πρβλ. σ. 248 έ. ε. "Διακηρύξεις εθνοσυνελεύσεων", "κρίσεις συγχρόνων με την Επανάσταση ιστορικων".

21. Παραθέματα σχετικά βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ.π. σ.197 έ.έ. και 234 ε.έ. Για να γίνει συνειδητή η φθορά εκ μέρους του δυτικού διαφωτισμού, αρκεί να σημειώσουμε, οτι μεταξύ των επικριτών του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε' δεν είναι μόνο μαρξιστές, αλλά και ο χριστιανος καθηγ. Αλέξ. Τσιριντάνης. Στο ίδιο, σ.198-99: Το Οικουμ. Πατριαρχείο "δεν ήθελε την Επανάσταση και ο Πατριάρχης τήν άφώρισε. Βρέθηκαν μερικοί να πουν πως τάχα ο τρομερός αφορισμός ήλθε και στον Μωριά και ήθελε να δέσει τα χέρια του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Θα μπορούσε βέβαια, ο Πατριάρχης να είχε κατά κάποιο τρόπο διαμηνύσει στο λαό, να μη πάρουν στα σοβαρά τον αφορισμό. Τέτοιο πράγμα όμως δεν έγινε, γιατί απλούστατα, ο αφορισμός ήταν αληθινός και "σπουδαίος". "Εγινε στα σοβαρά, σοβαρώτατα” (Βλ. Αλεξ. Τσιριντάνη, Το Εικοσιένα, στο περιοδ. ΣΥΖΗΤΗΣΗ, τευχ. 195, Ιανουαρ. 1977, σ. 2). Το κείμενο του καθηγ. Τσιριντάνη, αποδεικνύει, ότι η "παρερμηνεία" δεν είναι προνόμιο "αντορθοδόξων" και "ανθελληνικών" ιδεολογιών. Το τραγικό όμως στην περίπτωση, και σκανδαλώδες συνάμα για σοβαρό και ανεγνωρισμένο επιστήμονα, είναι όχι μόνο η απουσία γνώσεως, αλλά και ενδιαφέροντος (στά 1977!) για γνώση της σχετικής με το θέμα βιβλιογραφίας, που δίνει απάντηση στα μετέωρα ερωτήματά του. Από πλευράς δε στενά επιστημολογικής διερωτάται κανείς, αν ο επιστήμων δικαιούται να αδιαφορεί για το λόγο των ειδικών στην έρευνα. Και μια αφελής απορία: Και αν ακόμα ο άγιος Πατριάρχης "είχε διαμηνύσει στο λαό...κ.λπ." (καί είχε πράγματι "διαμηνύσει". Βλ.Ι. Μ. Χατζηφώτη, ο Γρηγόριος ο Ε' μέσα από τα έγγραφα και τις πηγές τον αγώνα, Αθήνα 1988, σ. 21 έ. έ.), πού θα τα εύρισκε ο Αλ. Τσιριντάνης; τοιχοκολλημένο σε κάποια δημόσια πλατεία; Καλά έλεγε ο μακαρίτης καί "άθεος" Γιάννης Σκαρίμπας, "από τήν ψώρα του Κοραή δεν απαλλάχθηκε ακόμη το "Εθνος"...

22. Βλ. το τεύχος Μαρτίου 1983, έτ.34/τεύχος 556, σ. 3: "Οι κοτσαμπάσηδες και ο ανώτερος κλήρος στην πλειοψηφία τους είτε σύρθηκαν στην επανάσταση, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά μπροστά στο γενικό ξεσηκωμό, είτε προσχώρησαν υστερόβουλα, αποβλέποντας σε μια νέα μορφή κυριαρχίας πάνω στον επαναστατημένο λαό(...). Ο ανώτερος κλήρος, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, πολέμησε την επανάσταση με τα μέσα που διέθετε και με επικεφαλής τους Πατριάρχες των αφορισμων (Γρηγόριο Ε', Πολύκαρπο Ιεροσολύμων). Πρβλ. Π. Γεωργαντζή, όπ. π. σ. 201. Αυτό που έχει σημασία είναι, ότι το πνεύμα του "λαϊκισμού" εμποδίζει το κείμενο να λάβει υποδομή τις περιπτώσεις που αρχηγοί, όπως ο Κολοκοτρώνης, με την απειλή των όπλων κράτησαν τμήματα του λαου τίς μάχες, εμποδίζοντας την λιποταξία τους. ΄Ετσι καταντά η ερμηνεία μονομερής και ιδεολογική.

23. Βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ.π., σ. 238 έ.

24. Στο ίδιο.

25. Τις νεώτερες μελέτες για το πρόσωπο βλ. στη Βιβλιογραφία.

26. Βλ. Ι. Μ. Χατζηφώτη, οπ.π.

27. Βλ. Γεωργίου Θ. Ζώρα, Ο απαγχονισμός του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε' εις την έκθεσιν του Ολλανδου Επιτετραμμένου Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1976, σ. 4 έ.

28. Μπορεί να αποκληθεί πρώτος μάρτυρας του Αγώνος της Ανεξαρτησίας μας.

29. Η Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. ΙΒ', σ. 32 και 36 (Α. Δεσποτόπουλος) γράφει σχετικά: "...Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τί θά πάθαινε το ΄Εθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του Σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς την σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. ΄Αλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών".

30. Βλ. Ιστορία του 'Ελλην. Εθνους (Εκδοτικής Αθηνών), τομ. ΙΒ', σ. 130β.

31. Κατά την "Προκήρυξη" του Σουλτάνου (YAFTA), "ο δόλιος Ρωμηός Πατριάρχης, καίτοι κατά το παρελθόν είχε δώσει πλαστά δείγματα αφοσιώσεως, όμως κατά την περίπτωσιν ταύτην, μη δυνάμενος να αγνοή την συνωμοσίαν της επαναστάσεως του έθνους του [...] γνωρίζων δέ ο ίδιος και υποχρεωμένος να γνωστοποιήση και εις όσους το ηγνόουν, ότι επρόκειτο περί επιχειρήσεως ματαίας, ήτις ουδέποτε θά επετύγχανε [...], όμως ένεκα της εμφύτου διαφθοράς της καρδίας του, ου μόνον δεν ειδοποίησε, ουδέ επετίμησε τους αφελείς [...], αλλά, κατά τα φαινόμενα, αυτός ο ίδιος, όπισθεν των παρασκηνίων, έδρα κρυφίως, ως αρχηγός της επαναστάσεως.…" (Γ. Ζώρα, όπ. π., σ. 9). Ο Σουλτάνος, γνώστης των πραγμάτων, δίνει την ερμηνεία του, που αποδεικνύεται σοβαρότερη από εκείνη νεωτέρων, όπως ο Γ. Καρανικόλας .ή ο Αλ. Τσιριντάνης...

32. Βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 263 έ.

33. Στο ίδιο, σ. 206 έ. ε.

34. Στο ίδιο, σ. 210-11.

35. Βλ. την εκτενή και εμπεριστατωμένη έκθεση τού Π. Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 261 ε. έ.

36. Γ. Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία τής 'Ελληνικής 'Επαναστάσεως, σ. 144. Πρβλ. Π. Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 214, σ. 463.

37. Π. Γεωργαντζή, ό.π., σ. 215 ε. έ.

38. Το Εικοσιένα και η αλήθεια, τ. Α', σ. 59 και Β', σ. 93.

39. Ο Th. Gordon λ.χ., ιστορικός του Αγώνα (Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, μετάφρ. Φ. Βράχα, τομ. Α', σ. 134) γράφει: "Δεν τολμούμε να βεβαιώσουμε, πως ο Πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου ήταν απόλυτα αθώοι συνωμοσίας κατά του κράτους. Αντίθετα, έχομε λόγους να πιστεύουμε, ότι ο Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Εταιρείας και ότι μερικοί από τους άλλους Ιεράρχες ήταν βαθειά πλεγμένοι στις μηχανορραφίες της".

40. Βλ. στον Π. Γεωργαντζή, σ. 240.

41. Λεπτομερή ανάλυση βλ. στο ίδιο, σ. 281 ε.έ.

42. Βλ. τις μελέτες: Νικηφ. Μοσχοπούλου, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους, Αθήναι 1960. Ι. Παπαϊωάννου, Ιστορικές Γραμμές, τ. Α', Λάρισα 1979.

43. Ν. Μοσχοπούλου, ό.π., σ. 167. Ι. Παπαϊωάννου, όπ.π., σ. 240.

44. Ν. Μοσχοπούλου, σ.107. Ι. Παπα'ίωάννου, σ. 240.

45. Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ (1786- 1852). "Ενας μάρτυρας της ορθοδόξου παραδόσεως στο Ελληνικό Κράτος, ανάτ. από τη ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 'Αθήναι 1987

46. Κοσμά Φλαμιάτου, "Απαντα" εκδόσεις "Σπανός"), Αθήναι 1976, σ. 96/7.

47. Για το ίδιο πράγμα "κατηγορεί" το Οικουμενικο Πατριαρχείο και ο Ράνσιμαν: "Δεν θα μπορούσε το Πατριαρχείο να ειχε γίνει η δύναμη, που θα συγκέντρωνε τον ορθόδοξο κόσμο και έτσι θα εξουδετέρωνε τις κεντρόφυγες τάσεις του βαλκανικού εθνικισμού; H ευκαιρία χάθηκε. Το Πατριαρχείο μάλλον ελληνικό, παρά Οικουμενικό". (όπ. π. σ. 694)

48. Βλ. Μάρκου Α. Σιώτου, Η θρησκευτική αξία της εθνικής ελευθερίας, στήν Ε. Ε. τής Θ. Σχ. του Π. Α., τ. Κ' (1973), σ. 41-70.

49. Γ. Δ. Μεταλληνού, "Θεολογία Απελευθερώσεως" και "Θεολογία Ελευθερίας", στο περ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τ. ΛΒ' (1989), σ. 51-61.

Πρώτη δημοσίευση: http://www.myriobiblos.gr/Text_Indexes/greek/metallinos.html

'Ο κανόνας'' Του Παναγιώτη Γ. ''ΕΜΑΝΟΥΗΛ'' (ποίηση)



                  

                 Γονατιστός στο εικόνισμα,
Τα μάτια μου κλεισμένα,
Τα χείλη μου μισάνοιχτα,
Γυρεύουνε εσένα,
 
Ανάσα σιγανή, κοφτή,
Kαι θαλπωρή στο πνεύμα,
Aνατριχίλα στην καρδιά,
M ένα μικρό σου νεύμα,
 
Ρίγος, πάνω στο δέρμα μου,
Κάτω απ το δέρμα, θέρμη,
Κατάνυξη και συντριβή,
Ταπείνωση κι αγάπη.
 
σκέπασε με Κύριε
Με την συνέπεια σου,
Και χάρισε στον δούλο σου
Λίγη σεμνότητα σου,
 
Δως μου χαρά συγκέντρωσης,
Ορθότητας και τάξης,
Και κράτα με σε μια σειρά
Κοντά σου, μη με χάσεις.
 
Σε τόσο σκοτεινή γωνιά,
Πρώτη φορά, Θεέ μου,
Μ έλουσε φως μοναδικό,
Ευχαριστώ σε Ακριβέ μου.
 
Ας οψεται η αγάπη σου,
Μα και το έλεος σου,
Που έδειξες σ έναν τυφλό,
Τον δρόμο τον δικό σου.
 
Έξω στο μισοσκόταδο,
Και μέσα στο μυαλό μου,
Άχτιστο φως τριγύρω μου,
Δεν είναι στ Όνειρο μου.
 
Προσπάθεια επίμονη
Κανόνας της ζωής μoy,
Να μπεις μέσα στην σκέψη μoy
Μα και στην ύπαρξη μoy.
 
Από το φως του καντηλιού
Που σιγοτρεμοπαίζει,
Και από το θυμίαμα,
Που με τις σκέψεις παίζει...
 
Σηκώθηκα πια όρθιος
 
Αχνή φλόγα, τρεμάμενη
Αντίκρισα εμπρός μου,
Και επιβλητικά ορθός,
Ο ξύλινος σταυρός μου,
 
Το έμβλημα, του αθάνατου
Δεσπότη και Θεού μου,
Του λυτρωτή,
Του πλάστη μου,
Και του δημιουργού μου.
 
Συνέχισα το δι ευχών.
 

῾Η Σουζάννα τοῦ παπᾶ τοῦ Γρηγορίου Ξενόπουλου (διήγημα)

                                                                             
                                                                             
            « – Η μάννα μου δεν είναι παπαδία; Έ, κι εγώ παπαδία θα γένω!»

            Έτσι έλεγε με το τριανταφυλλένιο της πεισματάκι, η ξανθή Σουζάννα, η όμορφη θυγατέρα του παπά – Ζήσιμου του Κλοντηρά, - του ίδιου που είχε και την περίφημη γάτα.

            Κι  ήταν το μοναχό της αργκουμέντο, για να καταφέρει τους δικούς της να της δώσουν τον Άνθιμο τον Αναγνώστη που τη γύρευε. Ούτε τον αγαπώ έλεγε, ούτε τον θέλω, ούτε μ΄ αρέσει, ούτε είναι καλός, ούτε είναι ώμορφος. Μόνο πως έπρεπε να γίνη «παπαδία», επειδή ήταν κι η μάννα της. Αν έξαφνα ο παπά – Ζήσιμος, που δεν ήθελε ν΄ ακούσει τέτοιο γάμο, της έλεγε : «καλά λοιπόνּ δε θα σού δώσω τον Άνθιμο τον αναγνώστη, θα σού δώσω όμως τον Αντρέα το διάκοּ πάλι παπαδία θα γένειςּ θέλεις;» – ώ, η ξανθή Σουζάννα θα βρισκότανε πολύ μπερδεμένη. Μόνο γιατί τα είχε ψημένα με τον Άνθιμο, η κατεργαρούλα, ήθελε τώρα, σώνει και καλά, να «γένει παπαδία»…

            Μα δεν ήταν φόβος να της έκανε τέτοια πρότασι ο πατέρας της, ούτε στ΄ αστεία. Γιατί ο παπά – Ζήσιμος, όσο δεν ήθελε τον Άνθιμο τον αναγνώστη, άλλο τόσο δε θάθελε και τον Αντρέα το διάκο. «Μακρύα από ράσο! έλεγε πάντα. Μία θεγατέρα μοναχά μου άφησε ο αφέντης ο Θέος και δε θα την κάμω εγώ δυστυχισμένη, δίνοντάς τη σε παπά. Όξω!!… Και γιατί να μη ζήσει το παιδί μου, να μη χαρεί τα νιάτα του και τον κόσμο; Στον τόπο μας, η παπαδία είναι ακόμα υποχρεωμένη να ζει σα μια γυναίκα που’ χει πάντα κορέττο. Ούτε λούσα, ούτε θέατρα, ούτε χοροί, ούτε καρναβάλια. Μούγκρα, μούχλα, κλεισούρα, σκοτάδι. Απλά ρούχα σκούρα και ήσυχη ζωή οικογενειακή, παναπεί καλογερίστικη. Και γιατί; Γιατί έτσι, λέει, έζησε κ΄ η μάννα της. Μπα! ίσα – ίσα γι΄ αυτό να μη ζήσει έτσι η θεγατέρα. Το σόι μας, η γενιά μας, επλέρωσε το φόρο του με το παραπάνου. Φτάνει μας! ας πλερώσουνε τώρα κι άλλοι. Έπειτα, και να ‘θελε σήμερα μία παπαδία να ζήσει λίγο αλλιώτικα, – έ, ο κόσμος, βλέπεις, όλο πάει μπροστά! – μήπως μπορεί; Όβολα ε βγάνει η αγιαστήρα παρά μία βολά το χρόνο : του Φωτώνε. Παπάς, – πάντα φτωχός! Και στη Μητρόπολι να εφημερεύει και σ΄ ένα ξωκλήσι, το ίδιο κάνει. Τ΄ είναι ο κάβουρας, τι το ζουμί του… Δε βαρυέσαι! Μακρύα από ράσο!»

            Στην αρχή, κι η Σουζάννα του παπά είχε τις ιδέες του πατέρα της. Αγαπούσε, σαν κορίτσι, τον κόσμο, ποθούσε να ζήσει χαρούμενα στους κόλπους του, και κάθε άλλον θα διάλεγε γι΄ άντρα της παρά έναν αναγνώστη που θα γινότανε παπάς. Τ΄ όνειρό της μάλιστα, όπως πολλών κοριτσιών εκείνη την εποχή, – γιατί αργότερα το «ιδανικό» άλλαξε, για ν΄ αλλάξει και πάλι, – θα ‘ταν κανένας όμορφος, λεβέντης στρατιωτικός. Της γουστάριζε πολύ το σπαθί, η κορώνα, η μεσούλα, το λιγερό κορμί και το στριμμένο μουστακάκι κάτι νέων υπαξιωματικών, που τους έβλεπε στον αντικρινό στρατώνα της χωροφυλακής. Μα και σπαθοφόρο αν δεν εύρισκε, μ΄ ευχαρίστησι θάλεγε το ναι για κανένα τηλεγραφητή, ή μηχανικό, ή δάσκαλο της προκοπής, ή κ΄ εμποράκο γραμματισμένο, σαν το Γερόλυμο, τον καλό φίλο του πατέρα της. Πάντα όπως για λαϊκό, πολίτη, άντρα. Γιατί κάθε άλλο παρά εντύπωση ανδρός της έκανε ένας άνθρωπος, που έκρυβε το κορμί του μέσα σ΄ ένα βελέσι και που είχε μακρυά μαλλιά σαν γυναίκα. Κι ο πιο νέος, ο πιο δροσερός, ο πιο όμορφος ρασοφόρος θα της φαίνουνταν γελοίος. Εκείναις οι μαλλούρες μάλιστα – πουφ!…

            Πώς το ‘παθε λοιπόν η καλή μας Σουζάννα, με τέτοιες ιδέες, – δικές της, και του πατέρα της, και της μάννας της ακόμα, – να πάει να πέσει σα στραβή και ν΄ αγαπήσει τον αναγνώστη; Αυτό, αλήθεια, είναι κάμποσο παράξενο κι αξίζει να το διηγηθούμε περιστατικώς.

***

            Ο Άνθιμος, ο γιος του Χρήστου του Χρυσομάλλη, ήταν ένα παιδί ζωηρό κι έξυπνο, από μικρή φαμίλια, που είχε όμως τον τρόπο της. Ο πατέρας του, ναυπηγός, έφτειανε βάρκες, μαούνες και καΐκια, κι εξεδούλευε καλά. Το γιο του τον είχε στα γράμματα κι από μικρό, κάθε Κυριακή, τον έπαιρνε μαζί του στην Εκκλησία. Ο Άνθιμος, εκτός από το θρήσκο του πατέρα, έτυχε να ‘χει εκκλησιαστικό όνομα κ΄ έκτακτη φωνή. Άφηνε το γέρο στο στασίδι κι αυτός έμπαινε στο Ιερό για να λέη το κυριελέησον. Κι ήλθε μια καλή Κυριακή, που είπε στη Φανερωμένη και τον Απόστολο, κι όλος ο κόσμος πια εθαύμασε τη φωνή του, και συχάριασε τον πατέρα του και του ευχήθηκε να τον ιδή ψάλτη ή παπά.

            « – Και γιατί όχι και τα δύο;» έλεγε γελώντας ο γέρο – Χρυσομάλλης.

            Αλήθεια, γιατί όχι και τα δύο;... Μήπως τόσοι και τόσοι καλλίφωνοι παπάδες, στο νησί εκείνο το φιλόθρησκο, το γεμάτο Εκκλησιές, δεν έκαναν στον ίδιο καιρό και τον ψάλτη, κι αφού τελείωναν τη λειτουργία στην ενορία τους, σαν εφημέριοι, δεν επήγαιναν σε μιαν άλλη να ψάλλουν; Να, και της Φανερωμένης ο δεξιός ψάλτης ήταν ο παπά – Ζαφειράκης, εφημέριος στον Άγιο Παύλο, που έτσι κέρδιζε σχεδόν άλλα τόσα. Γιατί όσα έχει ο εφημέριος μιας μικρής ενορίας, έχει κι ο ψάλτης μιας μεγάλης. Κι από την Κυριακή εκείνη, κάτι τέτοιο ονειρευότανε για το γιο του ο γέρο – Χρυσομάλλης. Στο στενό, τον περιορισμένο του κύκλο, ενόμιζε πως ήταν το μεγαλύτερο, το τολμηρότερο που μπορούσε να ονειρευθεί. Την παραμικρή υποψία δεν είχε ο κακόμοιρος ζακυθινός, πως αν ήταν αλλού το παιδί του, θα μπορούσε ίσως να γίνει ένας μεγάλος τενόρος, να δοξασθεί και να βγάλει εκατομμύρια.

            Κάποτε όμως του το σφύριξαν κι αυτό. Ιταλικοί θίασοι πήγαιναν τακτικά στο νησί κι έπαιζαν όπερες στο κομψό, χειμωνιάτικο θεατράκι του. Η ορχήστρα κι ο ανδρικός χορός εσχηματίζουνταν από ντόπιους μουζικάντιδες και τραγουδιστάδες, που είχε τότε και πολλούς και καλούς, κι όλοι σχεδόν οι καλλίφωνοι ψαλτάδες των Εκκλησιών, οι λαϊκοί, λάβαιναν μέρος στο κόρο της όπερας, μαζί με τις Ιταλίδες της κομπανίας. Μια φορά λοιπόν, μερικοί φίλοι, κρυφά από το γέρο κατάφεραν να πάρουν και τον Άνθιμο. Ο δόκιμος ψαλτάκος, ο ντιλεττάντες να πούμε, που βοηθούσε χάρισμα το χορό της Φανερωμένης κ΄ έλεγε το κυριελέησον και τον Απόστολο, ήταν τότε μαθητής στο Γυμνάσιο, δεκαπέντε χρονών. Η γερή και πλούσια τενορίστικη φωνή του έκαμε κατάπληξι στους ιταλούς αρτίστες και κάποιος απ΄ αυτούς, – ο μπάσσος μου φαίνεται… οπωσδήποτε ο τενόρος ποτέ… – εχάλασε τον κόσμο να πάρει μαζί του τον Άνθιμο στην Ιταλία.

            « – Έλα στη Νάπολι, του είπε, να σε βάλω στο Κονσερβατόριο, να γίνης μεγάλος!

            « – Ναι… μα ο πατέρας μου; ψιθύρισε ο νέος.

            « – Εγώ θα του μιλήσω του πατέρα σου!»

            Και πήγε στο Χρυσομάλλη ο ενθουσιασμένος Ιταλός και του μίλησε. Μα που ν΄ ακούσει λόγο ο γέρος – κι ας ήξερε καλούτσικα τα ιταλικά! Καλέ, θεατρίνο θάκανε το παιδί του αυτός; ποτέ! Για ούλα τα μιλλιούνια του κόσμου!… Κι όχι μόνο δεν έστειλε τότε τον Άνθιμο στην Ιταλία, αλλά του απαγόρευσε να ξαναπατήσει και στα παρασκήνια.

            « – Με ρώτησες εμένανε, που πήγες να κάμεις τον κορίστα, έ; του είπε θυμωμένος. Τη φωνή που έχεις, σου την εχάρισε ο Θεός. Δε μπορείς λοιπόν να υπηρετήσεις με τη φωνή σου, παρά το Θεό και την Εκκλησία. Εφινίρισε!»

            Έτσι ο Άνθιμος, που αν κι ήταν έξυπνο και ζωηρό παιδί, συνήθισε ν΄ ακούει σ΄ όλα το γέρο, έμεινε στην πατρίδα του και στην Εκκλησία. Ποτέ, αλήθεια, η φωνή του, θείο δώρο, δεν υπηρέτησε τίποτα λαϊκό, κοσμικό, και στις καντάδες ακόμα, τις φημισμένες εκείνες του νησιού, άμα μεγάλωσε μάλιστα λιγάκι, δύσκολα και σπάνια λάβαινε μέρος. Στις Εκκλησίες όμως δεν είχε καμιά δυσκολία. Όχι μόνο η Φανερωμένη, όπου πήγαινε τακτικά, μα κι όλες οι άλλες, όταν είχαν πανηγύρι, τον εύρισκαν ολοπρόθυμο να βοηθάει. Είχε γίνει σωστό παπαδοπαίδι που δεν του έλειπαν παρά τα ράσα. Και μια Κυριακή, καλύτερη από την πρώτη, πριν βγάλει ακόμα το Γυμνάσιο, ο παπά – Στουπάθης της Φανερωμένης του τα ‘βαλε κι αυτά. Ο Άνθιμος ήταν τώρα αμπάτες, όπως έλεγαν στο νησί τούς Αναγνώστες.

***

            Πέρασαν λίγα χρόνια. Ο Άνθιμος είχε πάρει το απολυτήριό του κι είχε ξεσκολίσει την εκκλησιαστική μουσική, κρητική και πολίτικη, (ευρωπαϊκή και βυζαντινή), με τον καλύτερο δάσκαλο του τόπου. Ο πρώτος ψάλτης του παπά – Ζήσιμου του Κλοντηρά, στον Άη – Γιάννη, του’ φυγε ξαφνικά, δυσαρεστημένος από μια παρατήρησι που του ‘καμε – με το δίκιο του, – ο εφημέριος στη μέση της λειτουργίας. Κ΄ ο παπά – Κλοντηράς, που ’χε στην καρδιά του τη φωνή του Άνθιμου, ωφελήθηκε από την ευκαιρία για να τον πάρει στην Εκκλησιά του. Δεν ήταν και τόσο εύκολο. Γιατί κι ο θυμωμένος ψάλτης μετάνιωσε και γύρευε να ξαναγυρίσει, κι ο Άνθιμος ήταν τώρα από τους ακριβούς ψαλτάδες, κι οι Επίτροποι του φτωχού Άη – Γιάννη δεν είχαν μπόλικα να ξοδεύουν. Ο παπά – Ζήσιμος όμως, που η μανία του ήταν να τα ‘χει όλα στην εντέλεια η Εκκλησιά του, εχάλασε τον κόσμο να τα συμβιβάσει. Κατάφερε τον Άνθιμο να δεχθεί κάτι λιγότερο, κατάφερε τους Επιτρόπους να του δώσουν κάτι παραπάνου, θυσίασε κι αυτός ένα μέρος του «κεριού» του για το ισοζύγιο. Κι  έτσι, μια καλή Κυριακή, στον Άη – Γιάννη, βρέθηκαν όλοι ευχαριστημένοι : κι οι Επίτροποι που καμάρωναν στο παγκάρι τους, κι ο παπά – Ζήσιμος, κι η παπαδιά, κι η Σουζάννα, – γιατί η χαρά του παπά ήταν και δική τους, – κι ο γέρο – Χρυσομάλλης, κι οι ενορίτες, και περισσότερο ίσως απ΄ όλους ο ίδιος ο Άνθιμος, ο καινούργιος ψάλτης κι υποτακτικός του παπά – Ζήσιμου.

            Μα γιατί, αφού έφευγε από Εκκλησιά πλουσιότερη; Ά, τον Άνθιμο δεν τον ένοιαζε γι΄ αυτό! με πέντε τάλλαρα το χρόνο λιγότερο, δε θα φτώχαινε βέβαιαּ κι έπειτα ο ηθικός μισθός τον αποζημίωνε με το παραπάνου. Ο Άη – Γιάννης ήταν Εκκλησιά πιο αριστοκρατική, πιο συχναζούμενη, προπάντων από τον καιρό που εφημέρευσεν εκεί ο σεβάσμιος παπά – Ζήσιμος, ο κοσμαγάπητος, ο δραστήριος, ο φιλόκαλος, ο έμπειρος, – ένας από τους λίγους που ήξεραν να βαστούν Εκκλησιά. Έτσι και τον Άη – Γιάννη, τον παραμελημένο πρώτα, τον ξανάνιωσε, τον έβαψε, τον εχρύσωσε, τον καταστόλισε, κρέμασε κάτω από τ΄ ασημένια καντήλια αστεράκια χρυσά, περιποιήθηκε τον κήπο, συγύρισε το κελλί, έβαλε παντού διαλεχτό προσωπικό κι έκανε κάτι «τελετές» που ήταν σαν «Πατριαρχείο». Εκεί μέσα λοιπόν η φωνή και η τέχνη του Άνθιμου θα έλαμπαν περισσότεροּ κι ακόμα τον εσύμφερνε που θα ‘κανε τη μαθητεία του για παπάς κάτω από ένα τόσο πολύτιμο δάσκαλο σαν τον παπά – Ζήσιμο.

            Γι΄ αυτό ήταν τόσο ευχαριστημένος με την καινούργια του θέσι, όπως ήταν κι ο πατέρας του, αφού του εξήγησε όλα της τα προτερήματα. Για το νέο όμως αναγνώστη, είχε και κάποιο άλλο, κρυφό, μα μεγαλύτερο ίσως απ΄ όλα : τη Σουζάννα. Μήπως δεν ήταν η πιο όμορφη παπαδοπούλα; Κι αφού σκοπός του ήταν να γίνει παπάς, μια παπαδοπούλα δεν ταίριαζε φυσικά να διαλέξει για γυναίκα του; Λοιπόν, ποιαν άλλη θα εύρισκε καλύτερη από τη Σουζάννα, και τι καλύτερο πεθερό, για υποστήριξι, από τον παπά – Ζήσιμο, τον κοσμαγάπητο, που το λόγο του τον άκουγε κι ο Δεσπότης;

            Έφθανε γι΄ αυτό να τον συμπαθούσε λιγάκι το κορίτσι. Έ, δύσκολο ήταν; Γιατί τάχα;… Νέος ήταν – μόνο τρία – τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός της, – όμορφος και, για ένα ρασοφόρο, κομψευόμενος πολύ. Το ξώρρασό του μαύρο, γυαλιστερό, το ράσο του καφετί, πάντα της ώρας, το ζουνάρι του πλούσιο, από βυσσινή βελούδο, το ρεξίνι του (ο σκούφος) μικρούλι, νόστιμο, απάνω στα καστανά, άφθονα, σγουρά μαλλιά του, τα παπούτσια του καθρέφτες κ΄ η ομπρέλα του με χερούλι από άσπρο κόκαλο. Δεν το ‘κανε τώρα για τη Σουζάννα, παρά ήταν το φυσικό τουּ του άρεσε πάντα να είναι καλοντυμένος. Και δεν είχε απάνω του τίποτα το καλογερίστικο. Έξυπνος, σβέλτος, γλυκομίλητος, ευγενικός, με μάτια που ‘βγαζαν σπίθες, ήξερε να γίνεται ευχάριστος σ΄ άνδρες και σε γυναίκες, και τα κορίτσια που τον έβλεπαν με τα ράσα, έλεγαν : «κρίμα στο νέο!»

            «Κρίμα στο νέο!» έλεγε μαζί με τις άλλες κ΄ η Σουζάννα, μα τίποτε παραπάνου. Τον είχε πάρει, ναι, από καλό μάτι τον υποτακτικό του πατέρα της, της άρεσε να τον ακούει να ψάλλει, και μάλιστα στον Άη – Γιάννη της, σήκωνε τα μάτια της κατά τον ουρανόν μ΄ έκφρασι μεγάλου θαυμασμού όταν μιλούσε για τη φωνή του μα κατά βάθος… αγρόν ηγόρασε. Πέρασαν μήνες ολάκαιροι, χωρίς να καταλάβει την κλίσι του αναγνώστηּ ή, κι αν την κατάλαβε, καμώνουνταν την ανίδεη και ξακολουθούσε να του μιλεί με όλη την ελευθερία, το θάρρος και την αφέλεια. Και φυσικά, είχαν μεταξύ τους μεγάλη σχέσι και οικειότητα, γιατί πολλές ώρες, κάθε μέρα, ο Άνθιμος τις περνούσε στην εκκλησιά, στο κελλί ή στον κήπο της εκκλησιάς, βοηθώντας τον παπά – Ζήσιμο σε όλα – ακόμα και στο πότισμα των λουλουδιών, – ή απλώς φλυαρώντας με την αγαθή οικογένεια και με τους φίλους της.

            Η Σουζάννα τον θεωρούσε έτσι σαν αδελφό. Άνδρας με ράσα, – το είπαμε, – δεν της έκαμε την εντύπωσι ανδρός. Ποτέ δεν θα μπορούσε να τον αγαπήσει. Θα της φαινότανε μάλιστα κι αστείο. Γι΄ αυτό, δυο – τρεις φορές που ριψοκινδύνευσε ο Άνθιμος να της πει κάτι διφορούμενα, η Σουζάννα γέλασε με την καρδιά της. Μα ο γιος του Χρυσομάλλη δεν ήταν από κείνους που απελπίζουνται γρήγορα.

            «Μπα, συλλογίσθηκε, θα την καταφέρω».

***

            Κι όμως πέρασε ο πρώτος χρόνος, άρχισε ο δεύτερος, και δεν την είχε «καταφέρει» ακόμα. Ούτε ίσως θα την κατάφερνε ποτέ στον αιώνα τον άπαντα, αν δεν του συνέβαινε κάποιο «δυστύχημα». Ο Αμπάτες έκλεισε τα εικοσιένα και κληρώθηκε να πάει στρατιώτης!

            Στην αρχή, λογάριαζε πώς θα το αποφύγει, γιατί ως τότε, όλων των ειδών και βαθμών οι ρασοφόροι ήταν εξαιρεμένοι. Επειδή όμως εκείνο το χρόνο ήταν γενική επιστράτευσι και, για να γλυτώσουν μερικοί τα βάσανα, άφηναν τα μαλλιά τους και τυλίγουνταν προσωρινώς σ΄ ένα ράσο αναγνώστη, χωρίς να ‘χουν κανένα σκοπό να γίνουν και παπάδες, η Κυβέρνησι αποφάσισε να φανή αμείλικτη. Δεν εξαιρούνται, είπε, παρά οι χειροτονημένοι, από διάκο κι απάνουּ οι άλλοι όλοι είναι υπόχρεοι.

            Ο γέρο – Χρυσομάλλης έτρεξε στο Δεσπότη, στο Δήμαρχο, στο βουλευτή τουּ του υποσχέθηκαν όλοι να ενεργήσουν, μα δεν έκαμαν τίποτα. Κι ο παπά – Ζήσιμος εχάλασε τον κόσμο. Είχε μάλιστα την αφέλεια να πιστεύει, πως άμα ορκίζουνταν αυτός «στην τιμή του σαν ιερέας», πως ο υποτακτικός του δεν ήταν «από τους ψεύτικους», θα του τον άφηναν. Αλλά ποιος ν΄ ακούσει! Και την ίδια μέρα που παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο ο Άνθιμος, τον κράτησαν, τούκοψαν τα μαλλιά, του πέταξαν τα ράσα και του φόρεσαν τη στολήּ θα τον εγύμναζαν, μαζί με τους νεοσύλλεκτους, στον τόπο κι από κει, αν ήταν ανάγκη, θα τον έστελναν στα σύνορα.

            Ο παπά – Ζήσιμος είχε γίνει σκυλί.

            « – Μ΄ αυτό είναι άνω ποταμών! εφώναζε. Αυτούς, τους στρατιώτες του Χριστού, δεν έπρεπε να τους παίρνουνε! Τι θα γίνει λοιπόν το δικό μας στράτευμα; Θα μείνουμε, παναπεί, μοναχοί μας, οι αξιωματικοί; Ορίστε τώρα εγώּ χάνω τον καλύτερό μου βοηθό, το δεξί μου χέρι! Πώς θα πορευθεί τόσον καιρό η Εκκλησία μου χωρίς Άνθιμο; Και καλά αν δεν γίνει πόλεμος. Αμή αν γίνει και μου τον στείλουνε τον καψερό στα σύνορα;… Ά, μπα! μπα! δεν έπρεπε να παίρνουν και τους στρατιώτες του Χριστού!…»

            Αυτά ο παπά – Ζήσιμος τα φώναζε στον κήπο, – για εκατοστή φορά – το δειλινό της ίδιας ημέρας που παρουσιάστηκε ο Άνθιμος, εις επήκοον της παπαδιάς, της Σουζάννας, του Γιάννη του καμπανάρου και του φίλου του του Γερόλυμου, που είχε περάσει να τον πάρει, να πάνε περίπατο. Όλοι ήταν καταστενοχωρεμένοι για τη «συφορά», κι άφωνοι επιδοκίμαζαν με κουνήματα του κεφαλιού και με μορφασμούς τα πικρά λόγια του παπά. Άξαφνα, από την κουζίνα του κελλιού, που έβγαζε στον κήπο, ακούστηκε μια γλυκιά φωνή να τραγουδεί, μ΄ αστείο ύφος, πολεμόχαρο τάχα κι αρειμάνιο, το τραγούδι της μόδας, στον ήχο της περίφημης τότε ιταλικής «μάρτσια Μασσάβα» :

Στα σύ – νορά! στα σύ – νορά!
Εκεί που ει ει ει στα δύο
Εκό – ψαν το ανδρείο – ο
Της Μάννας μας κόρ – μί!

Και με το «κορ – μί!» πετιέται έξω με ορμή και στοπ! στέκεται εις προσοχή, χαιρετώντας στρατιωτικά, ένας χαριτωμένος φανταράκος. Ήταν ο Άνθιμος.

            «Μπα!… τάβαλε κιόλα;!»

            Σηκώθηκαν, έτρεξαν, τον περιστοίχισαν, τον κοίταξαν από κοντά… κι έμειναν καταγοητευμένοι. Η εμφάνισι αυτή τους έκαμε για μια στιγμή να τα ξεχάσουν όλα. Μα τι ωραίος, αλήθεια, τι ωραίος! Ποτέ δεν φαντάζουνταν πώς από έναν αναγνώστη θα ‘βγαινε τέτοιος στρατιώτης. Σίγουρα ήταν πιο καλός για στρατιώτης του Βασιλιά παρά για στρατιώτης του Χριστού! Τι κορμί, τι μεσούλα, τι λεβεντιά, τι ασικλίκι! Κ΄ η στολή έτυχε να του πηγαίνει καλά, και το μουτράκι του, χωρίς γένια και χωρίς μαλλιά, με το πηλίκιο στραβά φορεμένο, φάνταζε πολύ πιο όμορφο. Α, μα ήταν μια χαρά, μια τζόγια. Κι ο παπάς τον εκαμάρωσε, κι η παπαδιά τον έφτυσε να μη βασκαθεί, κι ο Γιάννης ο καμπανάρος άνοιξε το στόμα του τόσο, κι ο Γερόλυμος, ο φίλος, έβγαλε γελαστός την ταμπακιέρα του και πήρε μια καλή πρέζα ταμπάκο, για να διπλασιάση την ευχαρίστησι.

            Άμ΄ η Σουζάννα; τι έκαμε η Σουζάννα;

            Απλούστατα, αυτή τον αγάπησε.

            Μάλιστα. Από τη στιγμή εκείνη, οι ιδέες της όμορφης παπαδοπούλας έκαμαν κουτρουβάλα. Ο Άνθιμος με τα στρατιωτικά ήταν γι΄ αυτή μια αποκάλυψι. Τον είχε ως τώρα για ένα πλάσμα ουδέτερο, αλλόκοτο, μισό γυναίκα και μισό γέρο, – γιατί το ράσο, γι΄ αυτή, του ‘κρυβε ακόμα και τα νιάτα, – κι έξαφνα τον έβλεπε άντρα σωστό, λεβέντη, παλικάρι. Ποτέ δε φαντάζουνταν – κι ούτε ήθελε πρώτα να το φαντασθεί, – πώς κάτω από το μαύρο εκείνο βελέσι, μπορούσε να κρύβεται ένα τέτοιο ωραίο αντρίκειο κορμί. Και να το τώρα! Μα το Θεό, κανένας από τους υπαξιωματικούς, που έβλεπε στον αντικρινό στρατώνα της Χωροφυλακής, δεν ήταν πιο άνδρας από τον Άνθιμο. Απορούσε κι η ίδια πώς δεν το μάντεψε ως τώρα.

            Έ, από την αποκαλυπτική εκείνη ημέρα, στα διφορούμενα του φανταράκου τώρα, ίσως εξ αιτίας της στολής, η μικρή Σουζάννα αποκρινότανε με τα ίδια… Δε θεωρούσε πια τον Άνθιμο σαν αδελφό… Τα λόγια της και πολύ περισσότερο ο τρόπος της κι οι ματιές της, του ‘διναν μεγάλες ελπίδες… Και τόση ήταν γι΄ αυτό η χαρά του, ώστε η περιπέτεια του «στρατιωτικού», το «δυστύχημά» του, δεν του ‘κανε πια εντύπωσι.

            – Δε βαριέσαι! έλεγε στον πατέρα του που το φυσούσε και δεν εκρύωνεּ της τύχης μας ήταν να το υποστούμε κι αυτό. Μπόρα είναι και θα περάσει.

            Φαιδρότατος πάντα, με το τραγούδι στο στόμα, γύριζε από τα γυμνάσια στον Άη – Γιάννη. Ακούραστος βοηθούσε τον παπά – Ζήσιμο σ΄ όλα, σαν πρώτα, και τις Κυριακές βρισκότανε στο στασίδι του, μ΄ όλη την στολή του, κ΄ έψελνε σαν πρώτα και καλύτερα… Ήταν, αλήθεια, λιγάκι αστείο να βλέπεις στο στασίδι του ψάλτη ένα φαντάρο, που τον ήξερες μάλιστα ως χθες αναγνώστη. Αλλά κανένας ενορίτης δε συλλογίστηκε να γελάσει γι΄ αυτό. Όλοι συμπαθούσαν τόσο πολύ τη φωνή του Άνθιμου και τον ίδιο ώστε η «περιπέτειά» του τους επίκραινε κι εκείνους όσο σχεδόν και τον παπά. Κι έτσι εύρισκε την ευκαιρία και την ικανοποίησι, ο παπά – Ζήσιμος, – άλλος πάλι που το φυσούσε και δεν εκρύωνε, – να κάνει τα παράπονά του την ώρα που μοίραζε το αντίδωρο :

            – Μα δεν έπρεπε, οι ευλογημένοι, να παίρνουν και τους στρατιώτες του Χριστού! Και καλά αν ησυχάσουν τα πράματαּ αμή αν γίνει πόλεμος και μου τον στείλουνε στα σύνορα;

            Κι απ΄ όλους πια άκουγε, πως είχε το μεγαλύτερο δίκιο του κόσμου.

***

            Ευτυχώς που οι φόβοι του παπά – Ζήσιμου βγήκαν μάταιοι. Πόλεμος δεν έγινε ΄κείνη τη φορά κι ο Άνθιμος, αφού έκαμε τους τρεις του μήνες στον τόπο, απολύθηκε μαζί με τους άλλους. Έτσι ξαναφόρεσε τα ράσα κι άφησε τα μαλλιά του να μακρύνουν. Στρατιώτης πάλι του Χριστού.

            Τι; μήπως είχε καμιά απογοήτευσι τώρα η Σουζάννα, που τον ωραίο της φανταράκο τον ξανάβλεπε αναγνώστη; Όχι, μη φοβάσθε! Πάει πια, τα μάγια είχαν λυθεί… τον είχε αγαπήσει. Όχι με ράσα, μα και με τρίχινο σάκο ασκητή, μα και με κουρέλια ζητιάνου να τον έβλεπε, ω, τώρα θα της άρεσε το ίδιο. Είχε φθάσει στο σημείο που δε λογαριάζει κανένας τ΄ απέξω του ανθρώπου, παρά τ΄ απομέσαּ όχι τα ρούχα, ούτε καν το σώμα, παρά την ίδια την ψυχή… Άργησε να φθάσει η Σουζάννα, μα έφθασε. Κι ο Άνθιμος μπορούσε να είναι τώρα ευτυχής και ήσυχος, πως τον αγαπούσε με τα σωστά της.

            Τότε νόμισε πως ήλθε ο καιρός «για να γίνει», το είπε του πατέρα του, κι ο γέρο – Χρυσομάλλης, συμφωνότατος, το είπε του Γερόλυμου και τον παρακάλεσε να κάμει με τρόπο την πρότασι στο κελλί.

            – Ά, μπα! μακρύα από ράσο! είπε ο παπά – Ζήσιμος ευθύς.

                – Ά, μπά! μακρύα από ράσο! είπε κι η παπαδιά. Πάλι… ξέρω κ΄ εγώ; να ιδούμε τι λέει κι η Σουζάννα.

            Αλλά φαντασθήτε την έκπληξί τους, όταν άκουσαν της Σουζάννα να λέει εκείνο το θαυμάσιο :

            – Η μάννα μου δεν είναι παπαδία; Έ, κι εγώ παπαδία θα γένω.

            Μωρή καλή, - μωρή κακή!;… Τίποτα! Το τριανταφυλλένιο πεισματάκι της ξανθής Σουζάννας, της μονάκριβης, δεν ήξερε άλλη απάντησι απ΄ αυτή.

            …Ήταν κάποιες ιδέες που περίζωναν σαν τείχος την οικογένεια του παπά – Ζήσιμου του Κλοντηρά. Έ, στο τείχος αυτό ο Έρως έκαμεν ένα ρήγμα. Ήταν πολύ αρκετό για να περάσει απ΄ εκεί ο Άνθιμος, μ΄ όλα του τα ράσα, και να μπει κατακτητής στην οικογένεια. Η Σουζάννα θα τον βοηθούσε, θα τον τραβούσε μέσα μ΄ όλη της τη δύναμη.

            Κι έτσι έγινε, όπως δα γίνεται πάντα, άμα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός : Η αντίστασι του γέρου κατανικήθηκεּ κι έξη μήνες ύστερ΄ από την άφεσί του, ο Άνθιμος ο αναγνώστης αρραβωνιάστηκε τη Σουζάννα του παπά. Όλοι το βρήκαν «φυσικότατο». Εμείς όμως ξέρουμε τώρα, πως το φυσικότατο αυτό δεν θα γινότανε ποτέ, αν ο «στρατιώτης του Χριστού» δεν τύχαινε να γίνει για λίγο και «στρατιώτης του Βασιλιά». Δεν είναι παράξενα τα φυσικά της ζωής;

               
Αθήναι, 1913
Γρηγόριος Ξενόπουλος

«Ημερολόγιον Σκόκου»
Τόμος 29 (1914), σελίδες 223-233  


Διαδίκτυο:http://www.sarantakos.com