Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Ἡ Ζωὴ τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ (῞Αγιον ῎Ορος)- Ζαχαρίας Παπαντωνίου





Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Ἡ Ζωὴ τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ

Ἀπὸ τὸ «Ἅγιον Ὄρος». Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ἐστία, 1934.


Φτάσαμε στὸ Βατοπέδι τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου, στὶς δυὸ τὸ ἀπόγεμα. Ἡ μονὴ ἡσυχάζει. Τὸ κῦμα τοῦ μεγάλου του κόλπου νανουρίζει τὴν ἀπραξία της, σβήνοντας ἀπάνω στὰ χαλίκια ρυθμικὸ καὶ ἤρεμο. Εἴμαστε μπροστὰ στὸ θολωτὸν πυλώνα, ποὺ κρύβει στὴν κοιλότητά του ζωγραφισμένη τὴν Παρθένο, καθὼς ὅλοι οἱ πυλῶνες τῶν μοναστηριῶν, καὶ περιμένομε νὰ προβάλη ὁ πορτάρης. Ἔρχεται μὲ τὴν ἀπροθυμία καὶ τὴν ἀπεριέργεια—δυὸ χαρακτηριστικὰ τοῦ καλόγερου. Τὸ πρόσωπὸ του τραχύ, τὰ γένεια του σὰ μοῦσκλα σὲ δέντρο, τὰ πολλὰ μαλλιά του στενοχωρημένα μέσα στὸ στενὸ κυλινδρικὸ καλυμαύχι. Οὔτε μᾶς κοιτάζει. Ἁπλώνει μόνο τὸ χέρι του γιὰ τὸ διαμονητήριο. Τὸ διαβάζει μὲ προσοχὴ καὶ μὲ δυσπιστία, ἔπειτα τὸ στέλνει στὸν ἀρχοντάρη γιὰ τὸν ἔλεγχο. Ὁ ἀρχοντάρης τὸ πηγαίνει στὴν ἐπιτροπή. Ἡ ἐπιτροπή μας δίνει τὴν ἄδεια. Ἀνεβαίνουμε μιὰ σκάλα ὁλόρθη, σχεδὸν κάθετη, καὶ πέφτομε κατάκοποι στὸ ἀρχονταρίκι. Αὐτὸ τὸ ἀρχονταρίκι δὲ διαψεύδει καθόλου τὴν ὀνομασία του. Δωμάτια ὕπνου ἄνετα, κρεβάτια ποὺ κοιμίζουν, καναπέδες ποὺ ξεκουράζουν, τὸ γαλάζιο τῆς θάλασσας κι ὁ ἀέρας της μέσα στὸν ξενώνα, ἠλεκτροφωτισμός,—νὰ ἡ νεωτεριστικὴ ἀνορθογραφία ποὺ κάνει τὸ Βατοπέδι μέσα στὴν παρελθοντικὴν αὐτὴ πολιτεία. Πῶς ἐπῆρε τέτοιο χαρακτήρα, δὲν τὸ ξέρει καὶ τὸ ἴδιο τὸ μοναστήρι. Ἕνας ὑπηρέτης λαϊκός, ξυρισμένος, μὲ τακουνάτες παντοῦφλες, σήκωσε τὰ πράγματά μας. Ἕνας νεαρὸς καλόγερος μὲ τὸν κοντὸ στρογγυλὸ θάμνο τῆς μαύρης του γενειάδας γύρω στὸ ροδαλὸ πρόσωπό του, μᾶς καλημέρισεν ἀγγλικὰ μὲ τέλεια προφορά. Ὅταν εἶδε πὼς ἔκαμε λάθος, μεταχειρίστηκε τὰ ἑλληνικά του. Ἦταν ὁ καλόγερος ποὺ ὁρίστηκε καμαριέρης μας. Δύσκολα στὰ ξενοδοχεῖα θὰ βρίσκαμε ἕναν τόσο γοργὸ καὶ ἐξασκημένον ὑπάλληλο. Εἶχε κάμει στρατιώτης στοὺς τελευταίους πολέμους, ὑπηρέτησε πέντε χρόνια στὸ Λονδΐνο σ' ἕνα διπλωμάτη, κι ὕστερα ἦρθε στὸ Βατοπέδι, ντύθηκε τὸ ράσο κι ἔγινε κωδωνοκρούστης. Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ξαναπῆγα στὸ Ὄρος, δὲν τὸν ξαναβρῆκα. Εἶχε αὐτοκτονήσει. Ποιός, θὰ τὰ ἐξηγήση αὐτά;

Ἡ λέξη μοναστήρι φέρνει σ' ἐμᾶς τοὺς ὀρθόδοξους μιὰν ὁρισμένη ἀρχιτεκτονικὴν εἰκόνα: μεγάλο τετράγωνο ἀπὸ ἑνωμένα κελλιά, ἡ αὐλὴ κλεισμένη μέσα στὰ κελλιά, καὶ στὴ μέση τῆς αὐλῆς ἡ ἐκκλησία. Ἄν σ' αὐτὰ προσθέσωμε τὰ θεμελιώδη μοτίβα τοῦ μοναστηριοῦ, τὸν ξύλινο ἐξώστη ποὺ ἁπλώνεται ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη στὸ ἐξωτερικὸ τῶν κελλιῶν, τὰ τόξα καὶ τὸ κυπαρίσσι, ἔχομε τὸ μοναστῆρι, τὴν κοινὴ ἀντικειμενικὴν εἰκόνα, τὸ ρωμαντικὸ σκιαγράφημα ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ νοῦ τῶν Ἑλλήνων. Πόσα ὅμως νέα σχήματα δημιουργεῖ ἐπάνω σ' αὐτὸν τὸ θεμελιώδη τύπο τοῦ μοναστηριοῦ ὁ καιρός, ποιοὺς πλουτισμοὺς μπορεῖ νὰ πάρη ὁ ρυθμός, τὸ βλέπομε στὸ Βατοπέδι. Ἐδῶ ὁ καιρὸς εἶχε φαντασία. Προσθέτοντας ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη, ἔφτιασε μία πόλη ὁλόκληρη, ὅπου τίποτε δὲν εἶναι βαρύ, δυσαρμονικό, βιαστικὸ ἢ ξένο. Καμινάδες, μπαλκόνια, πύργοι, παρεκκλήσια, καμπαναριά, χαγιάτια, λιθόστρωτα, κολῶνες, χωνεύουν τὰ ἀνώμαλα σχήματά τους μέσα σὲ μιὰ γενικὴν ἁρμονία, σ' ἕναν, ἂς τὸν ποῦμε ἔτσι, ἁγιορειτικὸ ρυθμό. Ὁ Καιρὸς ἔχει τὴν αἰσθητική του. Καὶ τὴν ἐπιβάλλει. Πόσο αὐτὰ τὰ σχήματα βοηθοῦνε τὸ ἕνα τὸ ἄλλο! Πῶς βρίσκομε τὴν ἑνότητα σὲ τόσο πλῆθος μορφῶν! Πόσο ἄνετα, μέσα στὴν ἀπέραντην αὐλή, ὑψώνεται τὸ πάμπυκνο τοῦτο δάσος τῶν κτιρίων, καὶ πῶς ὅλὸ ἔξαφνα ζωντανεύει, ὅταν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἀρχαίου καμπαναριοῦ ἡ μελωδικὴ κωδωνοκρουσία καλεῖ τοὺς μοναχοὺς στὴν προσευχή!

Εἶναι δειλινό. Κατεβαίνουν μέσα στὸν ἥλιο ἕνας-ἕνας καὶ πηγαίνουν στὸ Καθολικό, ποὺ στέκει μὲ τὸ βαθὺ κόκκινο χρῶμα του στὴν αὐλή. Ἡ πυκνὴ μοναστικὴ πόλη ξύπνησεν ἀπὸ τὴ νάρκη τοῦ μεσημεριοῦ. Ἑσπερινός. Πρῶτα, φαίνονται οἱ γέροι. Τοὺς χρειάζεται ὥρα νὰ φτάσουν, καὶ ξεκινοῦν νωρίς. Ἔπειτα ἀκούγεται τὸ στερεὸ καὶ γρήγορο βῆμα τῶν νέων. Τὰ νιάτα τους δὲν ξεχνοῦν τὸ λύγισμά τους μέσα στὸ ράσο. Μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς εἶναι ἀνήσυχες σερπαντίνες, ἄλλοι κρατοῦν τὸ παράστημα ὁλόϊσο, λεπτὸ καὶ σεμνὸ κιονίσκο βυζαντινοῦ τρούλλου. Ἡ φορεσιὰ τους περιποιημένη. Τὸ ράσο κατακαίνουργο. Τὸ ἐπανωκαλύμαυχον ἄψογο. Εἶναι αὐστηρὸ τὸ πρωτόκολλο στὸ Βατοπέδι. Ὅταν μπῆκα στὸ Καθολικὸ κι εἶδα τοὺς μαύρους των ἴσκιους νὰ γεμίζουν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ κρυμμένοι στὰ στασίδια, ἐντοιχισμένοι, θἄλεγε κανείς, δίστασα νὰ πάρω τὴ θέση πού μοῦ ἔδωκαν σ’ ἕνα στασίδι. Ἐκτελοῦσαν τὴν ἀκολουθία τοῦ ἐσπερινοῦ μὲ σοβαρότητα, ὅπως ὁ καλὸς τεχνίτης τὸ ἔργο του. Ἔνιωθα λοιπὸν πὼς κανένας λαϊκὸς δὲν ἔχει δουλειὰ ἐκεῖ. Ἐζήτησα κάποια γωνιά. Ὅλες οἱ γωνιὲς ἦταν πιασμένες. Ὅλα τὰ σκοτάδια εἶχαν καλόγερους. Μὲ δυσκολία βρῆκα ἕνα ἀπόμακρο στασίδι γιὰ νὰ παρακολουθήσω ὅλην αὐτὴ τὴν τελετικὴν αὐστηρότητα. Οἱ καλόγεροι εἶναι τοποθετημένοι, ὅπως πάντα, κατὰ τάξιν ἱεραρχίας καὶ ἀξίας. Λάθη στὸ πρωτόκολλο δὲν ἐπιτρέπονται. Ὄρθιοι κρατοῦν τὰ στασίδια τους. Τὸ κανονάρχημα γίνεται σύμφωνα μὲ τὴ μοναστηριακὴ παράδοσή του. Ὁ κανονάρχης, ποὺ εἶναι πάντα καλόγερος, πηγαίνει ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸ δεξιὸ στὸν ἀριστερὸ ψάλτη, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ κανοναρχήση καὶ στοὺς δυό. Ἥσυχα ἀνεμίζεται στὶς πλάτες του τὸ εἰδικό του ἔνδυμα, μαῦρος αὐλακωτὸς μανδύας, προωρισμένος μόνο γι' αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία. Στὸν πρῶτο νάρθηκα, στὴ «λιτή», στέκουν οἱ κουρασμένοι, οἱ ὀλιγώτερο χρήσιμοι γιὰ τὴν ἀκολουθία. Στὸν ἐξωνάρθηκα, οἱ ἐντελῶς γέροι. Δὲ θέλω νὰ κρίνω τὴν ψαλμῳδία. Ἡ μουσικὴ αὐτή, μὲ τὴν ἀνατολική της τεχνοτροπία, ποὺ δὲν ὑπακούει σὲ κανόνα, ὅπως ὅλὲς οἱ ἀνατολικές, εἶναι μιὰ παράδοση καὶ ἔχει τὴν ἀξία τῶν παλιῶν πραγμάτων. Ἂς μὴ ζητοῦμε τὴ μουσικὴ ἀξία τῆς βυζαντινῆς ψαλμῳδίας, τουλάχιστον στὸ Ἅγιον Ὄρος. Περιπλεγμένη μὲ τὰ ἐλαττώματα ποὺ βλασταίνουν ἄφθονα μὲ τὸν καιρὸ γύρω στὶς ἀκαλλιέργητες παραδόσεις, ἔγινε μιὰ λαϊκὴ τέχνη, χωρὶς σχεδὸν μελωδικὴ γραμμή, φορτωμένη κεντήματα, ἐκτελεσμένη μὲ ἀτημελησία, ποὺ τὴν κάνει πιὸ ἄμορφη καὶ σκοτεινή. Δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι κάτι παλιό, καὶ σὰν παλιὸ νὰ ἔχη τὸ μοναστηριακό του χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὶς μαῦρες σκιὲς τῶν καλογέρων, μὲ τὶς ἄσπρες γενειάδες, μὲ τὸ αὐστηρὸ τυπικό, συντελεῖ γιὰ νὰ διεγείρη τὸ μυστήριο. Ὅλα εἶναι μοναστηρήσια, ὅλα αὐστηρὰ καὶ θλιβερὰ ἐκεῖ μέσα. Δειλινό. Ἂς λάμπη ἔξω ὁ ἥλιος, ἂς πρασινίζουν οἱ ράχες, ἂς πηδάη τὸ κῦμα. Τὸ μοναστήρι ἔχει τὴν ἐργασία του. Ὁ ἑσπερινὸς κρατεῖ ὥρα πολλή. Ἐνῷ οἱ καλόγεροι διαβάζουν καὶ ψέλνουν, ὁ μετέωρος Παντοκράτορας, ἀπὸ τὸ ὕψος ὅπου τὸν ἀνέβασαν οἱ ἀρχιτέκτονες τῶν πεταχτῶν τρούλλων, ἀγρυπνεῖ σὲ ὅλην αὐτὴ τὴν τυπικότητα, ἀκούει, βλέπει, καὶ εἶναι αὐστηρὸς γιὰ κάθε παράλειψη, γιὰ κάθε μετάνοια ποὺ δὲν ἦταν τόσο βαθειὰ ὥστε νὰ πονέσουν τὰ κόκκαλα τῶν γονάτων!
Πηγή:http://ellas60.blogspot.com

Τώρα ὀδοιπόρος τραβάω γιά τ᾿ ῞Αγιο ῎Ορος.....



Στο Άγιον Όρος

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς


Χτύπα τρεις φορές
κι αν κανείς δε σου μιλήσει,
χτύπα τρεις φορές
κι αν κανένας δε φανεί,
έλα να με βρεις
στου παράδεισου τη βρύση,
έλα για ν' ακούσεις
της καρδιάς μου τη φωνή.

Όλο περπατάω
μα πού πάω, πού να πάω;
Όνειρα κι αγάπες
έχουν όλα προδοθεί.
Τώρα οδοιπόρος
τραβάω για τ' Άγιον Όρος,
αχ τον κόσμο τούτονε
τον έχω βαρεθεί.

Ψάξε να με βρεις
κάπου στη Μακεδονία,
ψάξε να με βρεις
κάπου στη Χαλκιδική
κι αν δεν είμ' εκεί
μη σε πιάνει αγωνία,
ψάξε πάλι αγάπη μου
την άλλη Κυριακή.

Όλο περπατάω
μα πού πάω, πού να πάω;
Όνειρα κι αγάπες
έχουν όλα προδοθεί.
Τώρα οδοιπόρος
τραβάω για τ' Άγιον Όρος,
αχ τον κόσμο τούτονε
τον έχω βαρεθεί.




ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΡΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ-Σπῦρος Β. Μπαζίνας

  • Γιὰ πολλὰ πολλὰ χρόνια ἡ λεγόμενη «καλὴ πράξη» ἔχει χλευασθεῖ ἀνηλεῶς ἀπὸ θεολόγους, κληρικούς, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους καὶ  ἄλλους εἰδικοὺς στὰ πλαίσια τῆς ἀποβολῆς παραμορφώσεων τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς, ὅπως ἡ εὐσεβοφάνεια καὶ ὁ στεῖρος ἠθικισμός. Ἔτσι ὅμως διασύρθηκε καὶ ἀπαξιώθηκε πλήρως τὸ ὄνομα τῆς «καλῆς πράξεως» καὶ συμπαρασύρθηκε καὶ τὸ ὑγιὲς περιεχόμενό της. Μιὰ ἄλλη ὄψη λοιπὸν τῆς «καλῆς πράξεως» παρουσιάζεται στὴν κατωτέρω διήγηση. Αὐτὴ ἀμφισβητεῖ τὰ στεγανὰ ποὺ δημιούργησαν οἱ «παλαιότερες ἀμφισβητήσεις», καθὼς κάθε νέο παλιώνει μὲ τὴ σειρά του σύντομα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ «νέο» τῆς Ἁγίας Παραδόσεως. Κάθε τι καινούργιο, ποὺ γυαλίζει στὰ μάτια τῶν ὁρκισμένων ρεφορμιστῶν, ἐξυπηρετεῖ τὶς περισσότερες φορὲς κάποια κοντόθωρη σκοπιμότητα ἢ κάποια μεγαλόπνοη ἰδιοτέλεια, κάποια ἐποχικὴ συναισθηματικὴ ἔξαρση, κάποια συμπλεγματικὴ φόρτιση. Κι ἔρχεται ὥρα ποὺ οἱ δυσμορφίες ξεσκεπάζονται .
  •  
  • Σπῦρος Β. Μπαζίνας, περιοδ. “ΠΡΩΤΑΤΟ”, τ.118, Ἀπρ. -Ἰούν. 2010
     
Καλοκαίρι τοῦ 1988. Στὸν δρόμο ἀπὸ τὴν Λαύρα στὴν Κερασιά συνάντησα ἕνα γεροντάκι, ποὺ ἔσκαβε στὸν κῆπο του.
—Καλῶς τον, μοῦ εἶπε. Ἔλα νὰ πιεῖς νερό.
Παίρνω τὸ νερό. Τὸν εὐχαριστῶ. Δοξάζω τὸν Θεό. Πιάνουμε κουβέντα.
—Πῶς σὲ λένε;
—Σπύρο.
—Ἀπό ποῦ εἶσαι;
—Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
—Ποῦ πᾶς;
—Στόν π. Θεολόγο.
—Τί δουλειά κάνεις;
—Δικηγόρος.
—Δέν πειράζει!
—Ἄκου παιδί μου, νὰ σοῦ πῶ μία ἱστορία. Ἦταν ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος, γεμᾶτος πάθη, ἐγωισμό, φιλοχρηματία, φθόνο, ὀργή. Μία μέρα, ἐκεῖ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ ἕνα φοῦρνο φορτωμένος μέ ψωμιά, ἕνας φτωχούλης τοῦ ζήτησε ἐλεημοσύνη.Ὅμως, ὁ πλούσιος θύμωσε καὶ στὸν θυμό του πέταξε ἕνα καρβέλι ψωμί στὸν φτωχό. Αὐτὸς τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔφαγε στὸ σπίτι του μὲ τὰ παιδάκια του. Ἔφτασε ὁ καιρὸς καὶ ὁ πλούσιος κοιμήθηκε.Ἦρθαν τότε οἱ δαίμονες καὶ τοῦ τραβοῦσαν τὴν ψυχή του νὰ τὴν πᾶνε στὴν κόλαση. Μπῆκαν τὰ πάθη του στὴν μία πλευρά τῆς ζυγαριὰς καὶ ἡ ζυγαριά ἔγερνε πρὸς τὴν κόλαση. Ἔβαλε τότε, παιδί μου, καί ὁ φύλακας ἄγγελός του ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὸ καρβέλι, πού ὁ πλούσιος εἶχε πετάξει μὲ θυμὸ ἀλλὰ ὁ φτωχὸς τὸ ἔφαγε μὲ τὰ παιδιά του καὶ ὠφελήθηκε, καὶ ἀμέσως ἡ ζυγαριά ἰσορρόπησε καὶ ἡ ψυχὴ σώθηκε. Βλέπεις, παιδί μου, τί ἀξία ἔχει καὶ ἡ πιὸ μικρὴ καλὴ πράξη ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν προαίρεση αὐτοῦ ποὺ τὴν κάνει; Ἄντε στὸ καλό, παιδί μου καὶ νὰ θυμᾶσαι, πρὶν βάλεις τὸ κεφάλι σου στὸ μαξιλάρι κάθε βράδυ, νὰ κοιτᾶς νὰ ἔχεις κάνει τουλάχιστον μία καλὴ πράξη. Αὐτό μπορεῖ νὰ σὲ σώσει.
Σπῦρος Β. Μπαζίνας, περιοδ. “ΠΡΩΤΑΤΟ”, τ.118, Ἀπρ. -Ἰούν. 2010

Γέρων Πορφύριος: ῾Η ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτιῶν κάνει κακό

 


00.jpgΑς μη γυρίζουμε πίσω στις αμαρτίες που έχουμε εξομολογηθεί.
Η ανάμνηση των αμαρτιών κάνει κακό.
Ζητήσαμε συγγνώμη;
Τέλειωσε.
Ο Θεός όλα τα συγχωρεί με την εξομολόγηση...
Κι εγώ σκέπτομαι ότι αμαρτάνω.
Δεν βαδίζω καλά.
Ότι όμως με στενοχωρεί, το κάνω προσευχή, δεν το κλείνω μέσα μου, πάω στο πνευματικό, το εξομολογούμαι, τέλειωσε! Να μη γυρίζομε πίσω και να λέμε τι δεν κάναμε. Σημασία έχει τι θα κάνομε τώρα, απ' αυτή τη στιγμή και έπειτα.
Η απελπισία και η απογοήτευση είναι το χειρότερο πράγμα. Είναι παγίδα του σατανά, για να κάνει τον άνθρωπο να χάσει την προθυμία του στα πνευματικά και να τον φέρει σε απελπισία.
Όλες σχεδόν οι αρρώστιες προέρχονται από έλλειψη εμπιστοσύνης στον Θεό και αυτό δημιουργεί άγχος. Το άγχος το δημιουργεί η κατάργηση του θρησκευτικού αισθήματος. Αν δεν έχετε έρωτα για τον Χριστό, αν δεν ασχολείσθε με άγια πράγματα, σίγουρα θα γεμίσετε με μελαγχολία και κακό.


http://agioritikesmnimes.pblogs.gr

Γέροντος Παΐσιου τοῦ Αγιορείτου: «Οἱ ἄνθρωποι διψοῦν τήν ἁπλότητα»




Λόγοι Α΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Κεφάλαιο 5ο Εσωτερική αταξία και εξωτερική εμφάνιση
«Οι άνθρωποι διψούν την απλότητα»
Το καλό είναι ότι διψούν οι άνθρωποι την απλότητα και έφθασαν σε σημείο να κάνουν την απλότητα
μόδα, και ας μη νιώθουν απλά. Έρχονται μερικοί στο Άγιον Όρος με κάτι ξεβαμμένα ρούχα. Λέω: «Αυτοί δεν δουλεύουν στα χωράφια, γιατί είναι έτσι;» Άλλος μιλάει χωριάτικα από φυσικού του και τον χαίρεσαι. Άλλος πάει να μιλήση χωριάτικα και σου έρχεται να κάνης εμετό. Είναι και μερικοί που έρχονται με τις γραβάτες τους… Από το ένα άκρο στο άλλο. Ένας είχε έξι-επτά γραβάτες μαζί του. Ένα πρωί που ετοιμαζόταν, φόρεσε την γραβάτα, το κουστούμι του κ.λπ. «Τι κάνεις εκεί;» του λέει κάποιος. «Θα πάω στον π. Παΐσιο», λέει. «Ε, και τι είναι αυτά που φοράς;» «Τα φορώ, λέει, για να τον τιμήσω». Βρε, τι πάθαμε!

Απλότητα δεν έχουν καθόλου· γι΄ αυτό υπάρχει αυτή η αλητεία. Όταν οι πνευματικοί άνθρωποι δεν ζουν απλά, αλλά είναι κουμπωμένοι, δεν βοηθούν την νεολαία. Έτσι τώρα οι νέοι, μη έχοντας κάποιο πρότυπο, ζουν αλήτικα. Γιατί, όταν βλέπουν κουμπωμένους Χριστιανούς, ανθρώπους σφιγμένους με γραβάτες, καλουπωμένους, δεν βρίσκουν σ΄ αυτούς καμμιά διαφορά από τους κοσμικούς και αντιδρούν. Αν έβλεπαν απλότητα στους πνευματικούς ανθρώπους, δεν θα έφθαναν σ΄ αυτήν την κατάσταση. Αλλά τώρα κοσμικό πνεύμα οι νέοι, κοσμική τάξη αυτοί. «Έτσι πρέπει να περπατάμε οι Χριστιανοί, έτσι πρέπει εκείνο, έτσι το άλλο…» Και δεν είναι ότι το κάνουν από μέσα τους, από ευλάβεια, αλλά γιατί «έτσι πρέπει». Οπότε
και οι νέοι λένε: «Τι πράγματα είναι αυτά; Να πηγαίνουν στην Εκκλησία με σφιγμένο τον λαιμό! Άντε απ΄ εκεί!» και τα πετούν και γυρίζουν γυμνοί. Πιάνουν το άλλο άκρο. Κατάλαβες; Όλα αυτά από αντίδραση τα κάνουν. Ενώ έχουν ιδανικά, δεν έχουν πρότυπα και είναι αξιολύπητοι. Γι΄ αυτό χρειάζεται
κανείς να τους κεντρίση το φιλότιμο και να τους συγκινήση με την απλή του ζωή. Αγανακτούν, όταν και αυτοί οι πνευματικοί άνθρωποι και οι ιερείς προσπαθούν με συστήματα κοσμικά να τους συγκρατήσουν. Όταν όμως βρουν την σεμνότητα, αλλά και την απλότητα και μια ειλικρίνεια, τότε προβληματίζονται. Γιατί, όταν κανείς έχη ειλικρίνεια και δεν υπολογίζη τον εαυτό του, είναι απλός, έχει ταπείνωση. Όλα αυτά δίνουν ανάπαυση και στον ίδιο, αλλά είναι αισθητά και στον άλλον. Καταλαβαίνει ο άλλος αν τον πονάς ή υποκρίνεσαι. Ένας αλήτης είναι καλύτερος από έναν υποκριτή Χριστιανό. Γι΄ αυτό όχι υποκριτικό γέλιο αγάπης αλλά φυσιολογική συμπεριφορά· ούτε κακία ούτε υποκρισία αλλά αγάπη και ειλικρίνεια. Περισσότερο με συγκινεί, όταν εσωτερικά είναι κανείς τοποθετημένος καλά. Να έχη δηλαδή σεβασμό και αγάπη πραγματική, να κινήται απλά, να μην κινήται με τύπους, γιατί τότε μένει κανείς μόνο στα εξωτερικά και γίνεται άνθρωπος εξωτερικός, δηλαδή αποκριάτικος καρνάβαλος.

Η εσωτερική καθαρότητα της όμορφης ψυχής του αληθινού ανθρώπου ομορφαίνει και το εξωτερικό του ανθρώπου και η θεία εκείνη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού γλυκαίνει ακόμη και την όψη του. Η εσωτερική ομορφιά της ψυχής, εκτός που ομορφαίνει πνευματικά και αγιάζει τον άνθρωπο, ακόμη και εξωτερικά, και τον προδίδει με την θεία Χάρη, ομορφαίνει και αγιάζει και αυτά τα άσχημα ρούχα που φοράει ο χαριτωμένος άνθρωπος του Θεού. Ο Παπα-Τύχων έρραβε μόνος του σκουφιά με την σακκορράφα από κομμάτια ράσου, τα έκανε σαν σακκούλες, και τα φορούσε, αλλά σκορπούσαν πολλή χάρη. Ό,τι παλιό φορούσε ή ασουλούπωτο, δεν φαινόταν άσχημο, γιατί ομόρφαινε και αυτό από την εσωτερική ομορφιά της ψυχής του. Κάποτε τον φωτογράφισε ένας επισκέπτης όπως ήταν, με την σακκούλα για σκουφί και με μια πιτζάμα, που του είχε ρίξει στις πλάτες του, γιατί είδε τον Γέροντα να κρυώνει. Και τώρα όσοι βλέπουν στην φωτογραφεία τον Παπα-Τύχωνα νομίζουν ότι φορούσε δεσποτικό μανδύα, ενώ ήταν μια παλιά παρδαλή πιτζάμα. Οι άνθρωποι και τα κουρέλια του τα έβλεπαν με ευλάβεια και τα έπαιρναν για ευλογία. Μεγαλύτερη αξία έχει ένας τέτοιος ευλογημένος άνθρωπος, που άλλαξε εσωτερικά και αγίασε και εξωτερικά, παρά όλοι οι άνθρωποι που αλλάζουν συνέχεια μόνον τα εξωτερικά (τα ρούχα τους) και διατηρούν εσωτερικά τον παλαιό τους άνθρωπο με αρχαιολογικές αμαρτίες.

συνεχίζεται ...
Πηγή:http://anavaseis.blogspot.com

Τί περιέχουν τά νέα διαβατήρια...

Δεῖτε πῶς δουλεύει τό ἠλεκτρονικό σύστημα


Νέες ταυτὀτητες γιά νά μειωθεῖ ἡ γραφειοκρατία ἤ γιά νά γίνει πιό εὔκολο τό χάραγμα;

῾Η ἠλεκτρονική ταυτότητα τὼν ἀστυνομικῶν προάγγελος τῆς ἠλεκτρονικῆς ταυτότητας τῶν πολιτῶν...