Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος γιά τόν μακαριστό Αὐγουστίνο



τοῦ Νίκου Παπαχρήστου (Amen.gr.)
Στόν μακαριστό Μητροπολίτη πρώην Φλωρίνης Αὐγουστίνο, πού ἐκοιμήθη χθές σέ ἡλικία 104 ἐτῶν ἀναφέρθηκε σέ δήλωσή του ἀπό τήν Ξάνθη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Ἱερώνυμος. 

"Ὁ Μακαριστός Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης κυρός Αὐγουστίνος ἦταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα μέ πολύ δυναμισμό, ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων, μέ πολλούς ἀγῶνες" εἶπε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί προσέθεσε: "Θά εἶναι ἕνα πρόσωπο γιά τήν ἱστορία πού θά ἀκουστοῦν πολλά ὑπέρ καί πολλά κατά. Κατά την προσωπική μου ἄποψη ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού δύσκολα μπορεῖς νά συναντήσεις στή ζωή σου γιά τήν δυναμικότητά του καί ζωντανό παράδειγμα ἀγωνιστικότητας. Σήμερα αἰσθανόμαστε συγκίνηση, διότι ἡ Ἐκκλησία τοῦ χρωστάει πολλά. Ὁ Θεός νά ἀναπαύσει τήν ψυχή του καί ἐμεῖς νά τόν μιμηθοῦμε σέ ὅσα καλά εἶχε καί εἶχε πολλά".

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος θα μεταβεί το απόγευμα στην Φλώρινα όπου θα προσκυνήσει το σκήνωμα του μακαριστού Ιεράρχη και θα τελέσει τρισάγιο στη μνήμη του. Στην εξόδιο Ακολουθία που θα ψαλλεί αὔριο αναμένεται να παραστοῦν πολλοί Μητροπολίτες τῆς Ἑλλαδικής Ἐκκλησίας.

Σχόλιον:  «Καντιώτης δύσκολα ξαναβρίσκεται», θέλει νά μᾶς πεῖ ὁ Μακαριώτατος. Εἶναι πράγματι φυσιολογικό, ἡ γνησιότητα καί ἡ ἀνδρεία νά σπανίζουν καί νά μή συναντῶνται εὔκολα. Δέν εἶναι καταναλώσιμα ὑλικά οὔτε προβάλλονται βεβαίως ἀπό τά Μέσα Μαζικῆς Ἀποβλακώσεως.
Κι ἄν μάλιστα τά ΜΜΑ πολεμήσουν τήν αὐθεντικότητα καί τήν πνευματική λεβεντιά, ἐκεῖνες θά νικήσουν μακροπρόθεσμα καί θά μείνουν στήν Ἱστορία καί στήν Μνήμη τοῦ Θεοῦ.

ΤΣΕΚΟΥΡΑΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ Καθηγ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ Σεβ. Μητρ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ


Ὅπως θά διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης, ἡ ἀπάντηση τοῦ καθηγ. Τσελεγγίδου πρός τόν Σεβ. Μεσσηνίας εἶναι σαφής, διαυγής, κρυστάλλινη. Χωρίς περιστροφές καί ἀμπελοφιλοσοφίες ἤ θεωρητικά «στριψίματα». Ἀπογυμνώνει τήν σαθρή ἐπιχειρηματολογία τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου καί ἀποκαθιστᾶ τήν δογματική τάξη πού ἴσως ἀπερίσκεπτα διασάλευσε μέ προηγούμενες διατυπώσεις του ὁ Σεβ. Μεσσηνίας. 
Συμπερασματικῶς δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι καί ΜΙΑ καί συγχρόνως ΔΙΗΡΗΜΕΝΗ.. Αὐτό τό κατορθώνουν μόνο ὁρισμένοι νόες νά τό συλλάβουν καί έν συνεχείᾳ νά τό διατυπώσουν. !
Θεσσαλονίκη 19-8-2010

Προς
τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη
Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο
Μητροπολίτου Μελετίου 13
241 00 ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Πληροφορήθηκα ἀπό το Διαδίκτυο τό περιεχόμενο τῆς νέας ἐπιστολῆς Σας (15-7-2010) προς ἐμέ, ἡ ὁποία ὥς καί τήν 19-8-2010 δέν ἔφτασε στήν γραμματοθυρίδα τοῦ Πανεπιστημίου μας. Στήν ἐπιστολή Σας αὐτή μοῦ γνωστοποιεῖτε τήν πρόθεσή Σας, δηλώνοντας κατηγορηματικά: «ὁ μεταξύ μας διάλογος σταματᾶ ἐδῶ».

Κατ᾽ ἀρχήν, σέβομαι τήν πρόθεσή Σας νά σταματήσετε τό διάλογο μέ τόν ὁμόλογό Σας -μέσῳ τοῦ ὁποίου (καί κάποιων ἄλλων) ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ οἰκονόμησε τήν ἐπιστημονική ἐξέλιξή Σας- καί νά τον συνεχίσετε ἀσμέ­νως μἐ τούς ἑτεροδόξους. Ἄλλωστε, ἐμφανίζεσθε νά ἐμμένετε στήν ἀρχική θέση Σας, ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία μετά τό 1054 εἶναι πλέον διηρημένη.

Παρότι σέβομαι τηήν ἐπιθυμία Σας να σταματήσει ἐδῶ ὁ διάλογός μας, δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε κάποιες από τις προβληματικές εκκλησιολογικές ερμηνείες Σας, ούτε μπορώ να αφήσω να αιωρούνται κάποια από τα άλλα θέματα που θίγετε.

Ὅσα γράφετε, Σεβασμιώτατε, για την Καθολικότητα της Ἐκκλησίας μέ βρίσκουν γενικότερα σύμφωνο, ἀλλά ἀφοροῦν ἄλλη ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας, και δέν εἶναι ἐδῶ το θέμα μας αυτό. Διευκρινιστικά να σημειώσω ότι πουθενά στα κείμενά μου δεν διαφοροποιώ την τοπική Εκκλησία από την Καθολική Εκκλησία ως προς την οντολογία της ούτε αμφισβητώ την καθο­λικότητα της τοπικής Εκκλησίας υπό τον κανονικό επίσκοπό της. Σαφώς και θεωρώ την τοπική Εκκλησία ως την όλη Εκκλησία κατά την αλήθεια, τη ζωή και την πληρότητά της, υπό τον επίσκοπό της, με τη θεμελιώδη όμως προϋπόθεση ότι ο επίσκοπος εκτός της θεσμικής κανονικότητας του θα πρέ πει να φρονεί ορθοδόξως και να βρίσκεται σε Ενεργό κοινωνία μετά του Α γίου Πνεύματος και μυστηριακούς σε κοινωνία με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες.

Ἀλλά και ποτέ και πουθενά δεν θεώρησα την Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ως μία γενική και ἀόριστη Ἐκκλησία» ή «ως υπερκείμενη τῶν ἄλλων ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν» ἤ ὡς «ἄθροισμα ἐπί μέρους ἀριθμητικών ἐκκλησιαστικών μονάδων», όπως εσφαλμένως ερμηνεύσατε. Αντίθετα, πάντοτε θεωρούσα και θεωρώ την Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ως εκείνην ακριβώς πού ομολογούμαι στο Σύμβολο τής Πίστεως, ὡς τη «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», τη συγκεκριμένη εν τόπῳ καί χρόνῳ Ἐκκλησία.

Ἀπό αὐτή τήν Ἐκκλησία εκπίπτουν οι αιρετικοί που καταδικάζονται, από τις εν τόπω και χρόνω οικουμενικές Συνόδους της «Μίας» Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτά είναι απολύτως σαφή και κατανοητά ευρύτερα από όλους τούς πιστούς. Τα περί «ενός» του Πλωτίνου και τα περί «νεοπλατωνικών απορροών» είναι τελείως άσχετα απ’ όσα φρονώ και γράφω περί Εκκλησίας. Μην εμπλέκετε άλλα θέματα, όπως π.χ. και τα περί Δυτικής Εκκλησιολογίας, που δεν αφορούν το καίριο σημείο της διαφωνίας μας, το όποιο είναι μόνον η Ορθόδοξη θεώρηση της Εκκλησίας ως της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Μη προσπαθείτε με την Αναφορά Σας στη μεθοδολογία -για την όποια δεν είναι τώρα ή ώρα να διαλεχθούμε- να θολώσετε τα «νερά» στο διάλογό μας. Θα επαναλάβω, ότι η παρέμβαση της προηγούμενης επιστολής μου (7-7-10) αφορούσε μόνο την προβληματική εκκλησιολογικώς διατύπωσή Σας ότι η Εκκλησία είναι και «Μία» και «διηρημένη».

Ἀναφερόμενος στην Καθολικότητα και Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σημειώνετε ορθώς ότι: «Η σχισματική αυτή διάσπαση ή η αιρετική αυτή διαίρεση δεν συνεπάγεται ούτε μία νέα «καθολική» ΕκκλησΙα, ούτε μία διάσπαση της Ενότητας της Εκκλησίας, ενώ η ύπαρξη της νέας ομάδας ὑπὸ τον αντικανονικόν επίσκοπον δεν διαταράσσει την Ενότητα της τοπικής Εκκλησίας». Σαφώς, τα σχίσματα και oι αιρέσεις δεν αφορούν την Ενότητά της. Αφορούν τους σχισματικούς και αιρετικούς oι οποίοι απλώς αποκόπτονται από τη «Μία» και μόνη Εκκλησία. Εγώ ακριβολογώντας στην περίπτωση αυτή δεν θα έκανα λόγο για «σχισματική διάσπαση» ή «αιρετική διαίρεση» αλλά για έκπτωση των σχισματικών και αιρετικών από την Εκκλησία.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι συμφωνούμε γενικώς στο ότι η Εκκλησία είναι «Μία» και ενιαία. Παρά ταύτα, εξακολουθούμε, με βάση τα γραφόμενά Σας, να διαφωνούμε στο ότι η «Μία» Εκκλησία είναι μετά το 1054 και «διηρημένη».

Σεβασμιώτατε, αν «οι σχισματικοί δεν ανήκουν στην Εκκλησία και τα μυστήριά τους δεν έχουν καμία ισχύ», όπως ορθά γράφετε, τότε πώς υποστηρίζετε τα εξής; «Το σχίσμα του 1054 σημαίνει διαίρεση της Εκκλησίας; Νομίζω ότι ουδεμία αμφισβήτηση υφίσταται, πολλω μάλλον όταν ολόκληρη η πατερική γραμματεία του 15 αιώνος αποδέχεται ότι έχουμε διηρημένη την Εκκλησία του Χριστού, την ευρισκομένην υπό την Μίαν Κεφαλήν του Σώματος, τον Χριστό (βλ. Μάρκος Εφέσου ό Ευγενικός).

Καί συνέχιζετε! «Ήταν δυνατόν να είχαμε σχίσμα, διαίρεση, διάκριση ή δι αφοροποίηση χωρίς διαίρεση; Νομίζω όχι. Η διαίρεση αυτή διετάραξε ή αλλοίωσε την Ενότητα και Καθολικότητα της Μίας, Αγίας Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας, όπως αυτή περιγράφεται και σημαίνεται στο Σύμβολο της Πίστεως, το Σύμβολο της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου; Όχι βέβαια, γιατί κάθε διαίρεση ή διάσπαση δέν σημαίνει Αλλοίωση της Ενότητας…, γιατί οι εκκλησιολογικές συνέπειες οποιασδήποτε διαφοροποίσης δέν αποδίδεται πρός το Καθολικό Σώμα της Εκκλησίας, αλλά προς αυτόν, ο οποίος αποσχίζεται ή διαφοροποιείται από το Καθολικό Σώμα της Εκκλησίας».

Τά γραφόμενα Σας εδώ είναι, κατά μία επιεική αποτίμησή μου, ασαφή και συγκεχυμένα, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται αντιφατικά μεταξύ τους. Έχω τη γνώμη ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν ακριβολογείτε. Δεν οριοθετείτε την έννοια των όρων που χρησιμοποιείτε ή μάλλον χρησι­μοποιείτε τους γνωστούς θεολογικούς όρους προσδίδοντάς τους άλλη σημα­σία από την καθιερωμένη, χωρίς προηγούμένως να τη γνωστοποιείτε. Έτσι όμως δημιουργείται σύγχυση στην κατανόηση των γραφομένων Σας.

Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος και σαφής· Όσα γράφετε περί σχί­σματος, αιρέσεως, ενότητας και καθολικότητας είναι ορθά στο μέτρο που α­φορούν τους σχισματικούς και αιρετικούς καθεαυτούς. Πράγματι, το σχίσμα ή η αίρεσή τους δεν θίγουν την ενότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας, επειδή αυτοί απλώς εκπίπτουν και αποκόπτονται ουσιαστικά και θε σμικά από τη «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» είτε ως απλά μέλη είτε ως ολόκληρες τοπικές Εκκλησίες. Τα πράγματα όπως εμφα νίζονται συγκεχυμένα ή αντιφατικά, όταν στη συνάφεια αυτή κάνετε λόγο για «Μία» και σαφώς διηρημένη από το 1054 Εκκλησία και ενώ, θεωρείτε δι ηρημένη την Εκκλησία, υποστηρίζετε απεριφράστως ότι δεν θίγεται ή ενότητά της. Έτσι εμφανίζεσθε να αγνοείτε την οντολογία της Εκκλησίας.

Τό σχίσμα, Σεβασμιώτατε, ὅπως καί ἡ αἵρεση δέ θίγουν ὀντολογικῶς τήν 'Ἐκκλησία. Η Εκκλησία ήταν, είναι και θα παραμείνει «Μία» και Αδιαί­ρετη έως της συντέλειας. Αυτό ακριβώς ομολογούμε στο Σύμβολο τής Πί­στεως χρησιμοποιώντας το ρήμα «Πιστεύω» σε χρόνο ενεστώτα. Ο Χριστός είναι κεφαλή αυτού του ακεραίου σώματος, το όποιο παραμένει ακέραιο εί τε εμπλουτίζεται ιστορικώς με αναρίθμητα μέλη είτε περιορίζεται ιστορικώς σε ελάχιστα. Ο Χριστός δεν μπορεί να είναι, όπως υποστηρίξτε, κεφα λή ενός διηρημένου ή πολυδιηρημένου σώματος. Τέτοιου είδους Εκκλησιολογία, που εισηγείσθε με το κείμενό Σας, δε νομιμοποιείται από την ιστορία και την πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας διαχρονικώς. Η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι ποτέ «Μία» και διηρημένη. Αν η Εκκλησία είναι διηρημενη, δεν είναι «Μία», όπως το Ένα Κυριακό Σώμα. Αλλά, επιπροσθέτως. Αν είναι διηρημένη, δεν είναι ούτε «Αγία» ούτε «Καθολική» ούτε «Αποστολική». Μη μνημονεύετε, Σεβασμιώτατε, τον Αγιο Μάρκο τον Ευγενικό για ενίσχυση δήθεν των θεσμών Σας. Δεν σας ευνοεί σε καμία περίπτωση. Απεναντίας, γίνεται και κατήγορος των εσφαλμένων εκκλησιολογικών τοποθετήσεων Σας.

Σεβασμιώτατε, ομολογείτε δύο αντιφατικά εν τοις όροις πράγματα. Έτσι όμως δεν υφίσταται δογματική ακρίβεια, αλλά μάλλον διολίσθηση σε μία ευρύτερα γνωστή θεολογική «διγλωσσία» των ημερών μας, που έχει φανερή τη σκοποθεσία της.

Με την παραπάνω τοποθετησή Σας, Σεβασμιώτατε, δεν έχουμε απλώς εισήγηση μίας «νέας» Εκκλησιολογίας αλλά και διακήρυξη μία «νέας» ὀντολογίας, σύμφωνα με τήν ὁποία ἕνα σῶμα μπορεῖ νά εἶναι διηρημένο χωρίς νά ἀλλοιώνεται ἡ ἑνότητά του. Εἶναι προφανές ότι εδώ οι λέξεις «διαίρεση» και «ένότητα» παίρνουν ένα άγνωστο μέχρι σήμερα νοηματικό περιεχό μενο, πού σαφώς δεν υπηρετεί τη δογματική ακρίβεια για την αδιαμφισβή τητη οριοθέτηση της Αλήθειας της Εκκλησίας.

Είναι πρωτάκουστο, Σεβασμιώτατε, αυτά πού γράφετε ως πανεπιστη­μιακός καθηγητής και κυρίως ως Επίσκοπος: «Εσείς, βέβαια, και oι ομόφρονές Σας έχετε το δικαίωμα να διαφοροποιηθείτε από την παρούσα Συνοδική απόφαση και επίσης να την αμφισβητείτε, αλλά και μετά τη διαφοροποίησή Σας να συνεχίζετε να ανήκετε στην Εκκλησία!». Έχω τη γνώμη ότι ένα τέ τοιο κείμενο θα είχε θέση μόνο στο χώρο του Παπισμού. Αλλά και εκεί μό νον όταν η αμφισβήτηση θα είχε αποδέκτη αποκλειστικώς και μόνον τον ίδιο τον Πάπα.

Συγκεκριμένα, εγώ ούτε διαφοροποιούμαι από την παρούσα Συνοδική απόφαση ούτε την αμφισβητώ, όπως εσφαλμένα νομίζετε. Είμαι σύμφωνος με το Ανακοινωθέν της Συνόδου της Ιεραρχίας και ειδικότερα με το σημείο που επικαλείσθε στην προς εμέ επιστολή Σας: «Οι Εκπρόσωποι, της Εκκλησί ας μας στον συγκεκριμένο διάλογο έχουν σαφή γνώση της Ορθοδόξου Θεολο γίας, της Εκκλησιολογίας και της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και προσφέ ρουν τις γνώσεις και τις δυνάμεις τους προς τον σκοπό «της των πάντων ενώ σεως» «εν αληθεία» και μέσα στα απαραίτητα θεολογικά πλαίσια και τις απο φάσεις των Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων». Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ό τι ως προς τις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων» επιφυλάσσομαι να επανέλθω ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Όπως είναι, φανερό όμως από το κείμενο, η Συνοδική απόφαση εστιάζει στις «γνώσεις» και τις «δυνάμεις» των Εκπροσώπων Της, και όχι στην αγιοπνευματική θεογνωσία και στη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που χαρακτη ρίζουν τον επισκοπικό βαθμό της ιερωσύνης τους, σύμφωνα με τη θεολογία της Εκκλησίας μας. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι Εσείς με όσα εκκλησιολογικώς εσφαλμένα γράφετε στην Επιστολή έχετε εκθέσει το σώμα της Ιεραρχίας, πού Σας ετίμησε με την εμπιστοσύνη Του.

Γιά νά παραμείνετε, Σεβασμιώτατε, καί οὐσιαστικά Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκ­κλησίας και εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος μία μόνο λύση φαίνε­ται να υπάρχει: να ανακαλέσετε την εσφαλμένη θεολογικῶς (δογματικῶς) θέση Σας: «Το σχίσμα ταυ 1054 σημαίνει διαίρεση της Εκκλησίας ... Νομίζω ότι ουδεμία αμφισβήτηση υφίσταται... ότι έχουμε διηρημένη την Εκκλησία του Χριστού, την ευρισκομένην υπό την Μίαν Κεφαλήν του Σώματος, τον Χριστόν» (Επιστολή 15-7-2010). Θα επαναλάβω εκείνα που Σας έγραψα στην προηγούμενη επιστολή μου (7-7-2010): «Η θεώρηση της Εκκλησίας ως διηρημένης, σήμερα, αντίκειται σαφώς στη ρητή διατύπωση τού Συμβόλου της πίστεως, πράγμα πού συνεπάγεται, κατά τα Πρακτικά των Οικουμενι­κών Συνόδων, καθαίρεση και αφορισμό, κατά περίπτωση, σε όποιον επιμένει στη θεώρηση αυτή». Αυτό είναι ουσιαστικά αλλά και θεσμικά το επιτίμιο των Οικουμενικών Συνόδων για όσους παραβιάζουν τον Όρο της Β΄ Οικου μενικής Συνόδου.

Επιπροσθέτως, θέλω να σημειώσω ότι η Σύνοδος της Ιεραρχίας μας ουδέποτε υποστήριξε ότι είναι Αλάθητη. Μήπως όμως Εσείς γνωρίζετε κάποια τοπική Σύνοδο που να φρονεί ότι είναι, αλάθητη; Θα θυμάσθε, ασφαλώς, ότι ο συνώνυμός Σας Επίσκοπος και άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξορίσθη επανειλημμένως από τοπικές Συνόδους με Επισκόπους πού είχαν κανο νική χειροτονία, ενώ άλλες τοπικές Σύνοδοι τον δικαίωσαν πανηγυρικώς και διόρθωσαν τα κακώς αποφασισθέντα. Διορθωτικές Συνοδικές Αποφά σεις είχαμε πολλές κατά το παρελθόν από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας τής Ελλάδος, όπως καλώς γνωρίζετε. Αλλά να Σας ρωτήσω και κάτι άλλο; Όταν κάποιοι επίσκοποι στην Ιερά Σύνοδο ή στη Σύνοδο της Ιεραρχίας μας διαφωνούν και μειοψηφούν ως προς τη Συνοδική απόφαση, τίθενται -με βά ση το σκεπτικό Σας- εκτός Εκκλησίας;

Στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Σεβασμιώτατε, οι Συνοδικές απο­φάσεις είναι δεσμευτικές για όλους, μόνον όταν έχουν τον αδιαμφισβήτητο χαρακτήρα της αλαθήτου εκφράσεως της Εκκλησίας. Όταν είναι λ.χ. απο­φάσεις Οικουμενικών Συνόδων. Επομένως, κάθε Συνοδική Απόφαση δεν είναι οπωσδήποτε και αγιοπνευματική. Αυτό πιστοποιείται αδιάψευστα από την 'Εκκλησιαστική Ιστορία (βλ. π.χ. την Ληστρική Σύνοδο του 449).

Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσω, ότι με όσα γράφω παραπάνω σχολιάζω θεωρητικώς και θεολογικώς μόνον το αν μπορεί ή όχι να ανήκει στην Εκ κλησία όποιος συμβαίνει να διαφωνεί με μία Συνοδική απόφαση, πού δεν έ χει το χαρακτήρα. Οικουμενικής Συνόδου, και τίποτε περισσότερο, Ο,τιδήποτε άλλο είναι εκ του πονηρού.

Σεβασμιώτατε, στην επιστολή Σας (15-7-2010) πολύ συχνά, μή ἔχοντας θεολογικά - ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα, καταφεύγετε σέ εὐτελεῖς εἰρωνεῖες καί σέ ἀπαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. Αυὐτά ὅμως δεν Σᾶς τιμούν οὔτε ὡς πανεπιστημιακό δάσκαλο οὔτε ὡς ἐπίσκοπο. Ἐμένα ὡς ἀποδέκτη τους, πάντως, οὔτε μέ μειώνουν οὔτε καθόλου μέ βλάπτουν. Ἀπεναντίας μάλιστα. Γι' αυτό και Σᾶς εἶμαι, ειλικρινῶς, ευγνώμων, παρά το γεγονός ότι λυ πούμαι πολύ για την προσωπική ζημία Σας, προκειμένου ακουσίως να με ωφελήσετε πνευματικά.

Γράφετε στήν επιστολή Σας ότι τόσο καιρό σιωπούσατε, «ένεκα σεβα­σμού σέ ένα πρόσωπο (δηλ. εμένα) τό οποίο στόν πανεπιστημιακά χώρο τρεις φορές με έψήφισε στην εξελικτική μου διαδικασία και μάλιστα στις δυο πρώτες ως μέλος της Εισηγητικής Επιτροπής και ανεπιφυλάκτως υπέγραψε και εψήφισε για την έξέλιξή μου».

Απ' όσο ενθυμούμαι, μόνο μία φορά -στην τελευταία εκλογή Σας- υ­πήρξα μέλος της Τριμελούς Εισηγητικής Επιτροπής και Σας εψήφισα πράγ­ματι ανεπιφύλακτα. Ποτέ όμως δεν υποστήριξα ότι είμαι «αλάθητος». Τού το το προνόμιο το σφετερίζεται μόνον ο Πάπας, με τους εκπροσώπους του οποίου προτιμάτε να διαλέγεσθε. Εγώ απλώς φροντίζω να περνώ το χρόνο μου εν μετανοία.

Επιπροσθέτως, θα ήθελα να Σας διευκρινίσω ότι, όταν Σας εψήφισα, Σας εψήφισα με βάση συγκεκριμένες μελέτες που καταθέσατε για την εξέ­λιξή Σας, στις οποίες όμως δεν περιέχονταν τα θεολογικά ατοπήματα για τα όποια τώρα διαφωνούμε. Αν περιέχονταν, να είσθε βέβαιος ότι δεν θα Σας εψήφιζα.

Η εκλογή κάποιου προσώπου σε οποιοδήποτε αξίωμα στην Εκκλησία, είτε του διδασκάλου είτε του επισκόπου, δεν προδικάζει νομοτελειακά την παραπέρα πορεία του, ακόμη και όταν η εκλογή αυτή γίνεται αδιαμφισβητήτως δια του Αγίου Πνεύματος. Δεν εμποδίζεται δηλαδή καθόλου το αυτεξούσιο του από αυτή την αγιοπνευματική Εκλογή. Γι' αυτό και μπορεί να υποπέσει σε βαρύτατα θεολογικά και δογματικά σφάλματα. Αυτό μαρτυρείται από την Αγία Γραφή (βλ. την περίπτωση εκλογής στο Αποστολικό αξίωμα από τον ίδιο το Χριστό τόσο του Ιούδα του Ισκαριώτη όσο και του Πέ τρου). Μαρτυρείται όμως και από την ιστορία της Εκκλησίας (βλ. την πλη θώρα των καταδικασθέντων Πατριαρχών, επισκόπων, κληρικών και μονα χών από Οικουμενικές Συνόδους). Μάλιστα, η περίπτωση του Αποστόλου Πέτρου είναι επί του προκειμένου ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Όταν ο Απόστολος Πέτρος ομολόγησε ορθά το Χριστό, ό Κύριος του είπε; «μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά...» (Μθ. 16, 17-19). Όταν όμως αμέσως μετά φρονούσε εσφαλμένα, τον αποδοκίμασε αυστηρά και εξομοιώναντάς τον, ως προς το φρόνημά του, με τον σατανά του είπε: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά, σκάνδαλον ει εμού, ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων» (Μθ. 16, 23),

Με άλλα λόγια, φρονώ ότι η όποια θετική ψήφος μου τότε δεν έχει σχέ­ση με την εξέλιξή Σας σήμερα. Σέ άλλο σημείο της επιστολής Σας γράφετε: «Είμαι σίγουρος, ότι και του χρόνου και κάθε χρόνο, λίγο πριν την σύγκληση της Μικτής Θεολογικής Επι τροπής θα σας υπομιμνήσκονν οι ομόφρονές Σας τη θεολογική Σας αγωνία και την τρωθείσα εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία, πρός ἀφύπνιση του ορθοδόξου φρονήματός Σας(!!!).

Σεβασμιώτατε
Προβληματίζομαι σοβαρά για την προέλευση των παραπάνω λογισμών Σας, αλλά και για την εκφρασθείσα γι' αυτούς «σιγουριά» σας. Δεν θα προ­βώ σε ψυχολογική ερμηνεία των λογισμών Σας. Ένα μόνο θα πω: Η από 7- 7-10 Επιστολή μου προς Σας δεν γράφηκε ούτε με υπόδειξη κάποιου, ούτε λόγω της προσεχούς συγκλήσεως της Μ.Δ.Ε., ούτε λόγω κάποιας άλλης σκοπιμότητας. Αυτό το γνωρίζετε Εσείς καλύτερα από οποιονδήποτε άλ λον. Η επιστολή γράφτηκε επειδή Εσείς, έχοντας ανοίξει μία διαμάχη με τον συνεπίσκοπό Σας, ως άλλοθί Σας, επικαλεσθήκατε διερωτώμενος την δική μου σιγή, και έτσι με αναγκάσατε να απαντήσω στο ερώτημά Σας: «ένα τέτοιου είδους σοβαρό εκκλησιολογικό ατόπημα πέρασε απαρατήρητο από τον καταξιωμένο Καθηγητή της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας και ασχολίαστο». Εάν δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος υπαινιγμός Σας στο πρόσωπό μου και το ερωτημά Σας, δεν θά απαντούσα.

Έχω την γνώμη ότι δεν είναι τίμιο αυτό πού Εσείς προκαλέσατε τη συγ κεκριμένη χρονική στιγμή, να το παρουσιάζετε ενώπιον τρίτων και να προ σπαθείτε να το αποδώσετε, στη δική μου δήθεν σκοπιμότητα. Προφανώς, αυτό θα μπορούσατε να το ισχυρισθείτε, μόνον εάν Εσείς στην επιστολή Σας δεν αναφερόσασταν στο πρόσωπό μου και δεν είχατε διερωτηθεί απεριφράστως για τη σιωπή μου στο συγκεκριμένο θέμα και δεν είχατε προκαλέ σει την Απάντηση μου. Μη διαστρέφετε λοιπόν την Αλήθεια, λόγω δικής Σας σκοπιμότητας, λίγο πριν τη σύγκληση της Μ.Δ.Ε. στη Βιέννη (Σεπτέμ βριος 2010). Δεν είναι σωστό και δεν Σας τιμά το γεγονός ότι ενώ έχετε επω μισθεί το έργο της Υπερασπίσεως της Αλήθειας έναντι των ετεροδόξων, Ε σείς ό ίδιος τώρα, να τη διαστρέφετε.

Τέλος, από την έκβαση τοῦ ἕως ἐδῶ διαλόγου μας διαπιστώνει ὁ καθέ­νας, πού μᾶς διαβάζει, ὅτι δικαιώνομαι γιά τήν ἐπί ἔνα περίπου ἔτος σιωπή μου. Ὁ διάλογος μεταξύ μας ὄντως «οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν».

Μέ τόν προσήκοντα σεβασμό ἀσπάζομαι τήν δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης,
Καθηγητής της θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

ΠΗΓΗ: ΑΚΤΙΝΕΣ