ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ


ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
Ὁ Ἑλληνισμὸς σὰν τρόπος σκέψης καὶ σὰν γλώσσα, μεταδόθηκε στὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἐπέζησε. Μία γέφυρα ἀνάμεσα στὸν ἀρχαῖο καὶ νεώτερο κόσμο εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁ Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος, ποὺ στὸν βίο του καὶ στὸ ἔργο του συνδυάζει τὴν μεγάλη πίστη μὲ τὴν βαθειὰ γνώση, τὴν εὐσέβεια μὲ τὴν ἑλληνομάθεια. Σὲ αὐτὴν τὴν μεγάλη Ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα θὰ ἀναφερθοῦμε σήμερα.
Ὁ ἅγιος πατὴρ ἡμῶν Βασίλειος ὁ Μέγας γεννήθηκε τὸ 329 στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ἡ πλούσια καὶ διακεκριμένη οἰκογένειά του διαθέτει ὡς πιὸ τιμητικὸ τίτλο της τὸ ὅτι στόλισε τὴν Ἐκκλησία μὲ σειρὰ ἁγίων, ὡσὰν μὲ πολυτίμους λίθους.
Οἱ γονεῖς του, ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Παλαιὸς καὶ ἡ ἁγία Ἐμμέλεια, κατέστησαν ὀνομαστοὶ γιὰ τὶς ἀρετές, τὴν φροντίδα γιὰ τοὺς πτωχοὺς καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι διαπαιδαγώγησαν τὰ δέκα παιδιά τους στὸν δρόμο τῆς ἁγιωσύνης. Ἡ ἀδελφὴ τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ἡ ἁγία Μακρίνα ἡ Φιλόσοφος (19 Ἰουλ..) ἀληθινὸς πνευματικὸς ὁδηγὸς τῆς οἰκογένειας, παρότρυνε τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἀδελφούς της πρὸς τὸν μοναστικὸ βίο: τὸν ἅγιο Ναυκράτιο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο, μελλοντικὸ ἐπίσκοπο Νύσσης (10 Ἰαν.) καὶ τὸν ἅγιο Πέτρο, μελλοντικὸ ἐπίσκοπο Σεβαστείας.
Ὁ ἅγιος Βασίλειος πέρασε τὴν παιδική του ἡλικία στὴν Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου, ὅπου ἔλαβε τὰ πρῶτα σπέρματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπὸ τὴν μητέρα καὶ τὴν γιαγιά του, τὴν ἁγία Μακρίνα τὴν Παλαιά, μαθήτρια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ (17 Νοεμ.). Ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ πατέρα του, φημισμένου διδασκάλου ρητορικῆς, προόδευσε γρήγορα στὴν θύραθεν γνώση ποὺ φρόντιζε νὰ συνδυάσει μαζὶ μὲ τὴν πρόοδο στὴν ἀρετή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του συνέχισε τὶς σπουδές του, ἀναζητώντας τοὺς καλύτερους διδασκάλους στὰ μεγαλύτερα πολιτιστικὰ κέντρα τῆς ἐποχῆς: τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς ρητορικῆς, στὴν ὁποία ἡ φήμη του τὸν εἶχε προφθάσει, χάρη στὴν μεσολάβηση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχαν γνωρισθεῖ στὴν Καππαδοκία. Ἡ φιλία τους, ἀρχικὰ συνηθισμένη φιλία μεταξὺ ἀνθρώπων, ἐξελίχθηκε σὲ ἱερὴ καὶ πνευματική, ὅταν ἀνακάλυψαν ὅτι καὶ οἱ δύο τους δὲν εἶχαν ἄλλο σκοπὸ παρὰ τὸν θεάρεστο βίο καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν οὐράνιων ἀγαθῶν. Δεμένοι μὲ μεγάλη ἀγάπη, εἶχαν τὰ πάντα κοινά: τὴν διαμονή, τὴν λιτὴ τράπεζα, τὴν ἀπέχθεια γιὰ τὶς ἀσωτίες τῶν συνομηλίκων τους, τὴν ἀκόρεστη δίψα γιὰ γνώση καὶ σοφία, τὴν τόλμη γιὰ ὑψηλὲς θεωρήσεις τῆς διανοίας, τὴν ἀγάπη τῆς ρητορικῆς καὶ προπαντὸς μία ἱερὴ ἅμιλλα στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν τελείωση τῶν ἀρετῶν. Θ μπορούσαμε ν πιστέψουμε τι εχαν μία ψυχ σ δύο σώματα παρ τν πολ διαφορετικό τους χαρακτήρα. Ὁ Βασίλειος, μὲ τὴν ἀνδρεία του καρδιά, μὲ σκέψη ρωμαλέα καὶ ἀποφασιστική, ἐνδιαφερόταν γιὰ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες καὶ διέπρεπε παντοῦ: τόσο στὴν φιλοσοφία, τὴν γραμματική, τὴν λογική, τὴν ρητορικὴ ὅσο καὶ στὰ μαθηματικά, τὴν ἀστρονομία, ἀκόμη καὶ σὲ πρακτικὲς τέχνες ὅπως ἡ ἰατρική. Ἐκεῖ ὅπου ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶχε ἀπορριφθεῖ περιφρονητικὰ ἀπὸ ἀλαζόνες σοφιστές, ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ἔκαναν νὰ θριαμβεύει ἡ μωρία τοῦ Σταυροῦ, χρησιμοποιώντας τὰ ἴδια τὰ ὅπλα τῆς θύραθεν γνώσεως. Ὁ Βασίλειος ἀπέκτησε τέτοιο κύρος, ὥστε μόλις ἀποπεράτωσε τὶς σπουδές του, οἱ συμφοιτητές του ἤθελαν νὰ τὸν κρατήσουν γιὰ δάσκαλό τους. Ἐκεῖνος ὅμως, διψώντας γιὰ νέους ὁρίζοντες, ἐγκατέλειψε τὴν Ἀθήνα καὶ μαζὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἀφήνοντάς τους γιὰ λίγο καιρὸ ἀκόμη τὸν Γρηγόριο, σὰν ὅμηρο.
Ἐπιστρέφοντας στὴν γενέτειρά του (356) βρῆκε τὴν μητέρα του Ἐμμέλεια καὶ τὴν ἀδελφή του Μακρίνα νὰ ἔχουν μετατρέψει τὴν οἰκογενειακὴ κατοικία τῶν Ἀννήσων σὲ μοναστήρι καὶ τοὺς ἀδελφούς του νὰ ζοῦν καὶ αὐτοὶ μοναχικὴ ζωὴ σὲ γειτνίαση μὲ τοὺς ἄνδρες.
Ἐγκατέλειψε τὴν πολλὰ ὑποσχόμενη σταδιοδρομία τοῦ ρητοροδιδασκάλου, βαπτίσθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ βρεῖ ἕναν πνευματικὸ πατέρα, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁδὸ τοῦ ἀσκητισμοῦ. Μὴ βρίσκοντας στὰ μέρη του, ἐπιχείρησε ἕνα μεγάλο ταξίδι πρὸς τὰ φημισμένα κέντρα τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας: τὴν Αἴγυπτο, τὴν Παλαιστίνη, τὴν Συρία καὶ ἀκόμη τὴν Μεσοποταμία, ὅπου μπόρεσε νὰ θαυμάσει τοὺς ἀσκητικοὺς ἄθλους καὶ τὶς θεῖες ἀρετὲς τῶν ὀνομαστῶν ἀσκητῶν ποὺ ζοῦσαν στοὺς τόπους αὐτούς.
Βρῆκε ἕνα ἔρημο λόφο, στὴν ἄλλη ὄχθη τοῦ Ἴριδα ποταμοῦ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ οἰκογενειακὸ μοναστήρι τῶν Ἀννήσων· ἕναν ἀληθινὸ ἐπίγειο παράδεισο, ὅπου κατάφερε νὰ ἑλκύσει καὶ τὸν Γρηγόριο, ὥστε νὰ ἐγκαταβιώσουν μαζὶ ἀσκητικά, μὲ ἐργόχειρο, μελέτη τῆς Γραφῆς καὶ προσευχή: ὅ,τι ὀνειρεύονταν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ σπούδαζαν στὴν Ἀθήνα.
Μόνος του θησαυρὸς ἦταν ὁ Σταυρός, ποὺ τὸν ἐναγκαλιζόταν μὲ ὅλη του τὴ βιοτή: μὲ τὴν ἄσκηση, ζώντας σὰν νὰ μὴν εἶχε σάρκα, ὑπομένοντας τὴν ἀρρώστια ποὺ θὰ τὸν συντρόφευε ὣς τὸν θάνατό του. Μετὰ ἕναν χρόνο, ὁ Βασίλειος ἔμεινε μόνος καὶ ἀκτινοβολοῦσε σοφία καὶ ἀρετὴ σ’ ὅλη τὴν περιοχή, καὶ πολὺς κόσμος ἐρχόταν νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ: μοναχοί, λαϊκοί, ἀκόμη καὶ παιδιά, ἀπέναντι στὰ ὁποῖα ἔδειχνε μεγάλη τρυφερότητα. Καθὼς ὅλο καὶ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες ἀποφάσιζαν νὰ ἀσπασθοῦν καὶ ἐκεῖνοι τὴν ἰσάγγελο αὐτὴ βιοτή, ὁ Βασίλειος ἄρχισε νὰ συντάσσει γιὰ αὐτοὺς τοὺς περίφημους Ὅρους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται ὡς ὁ ἱδρυτικὸς χάρτης τοῦ μοναχισμοῦ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
Τὸ 360 ἐκλήθη στὴν Καισάρεια καὶ χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Διάνο. Συμμετεῖχε στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας διαπίστωσε μ πολλ δύνη πόσο κατασπάραζαν τν κκλησία το Χριστο ο τέλειωτες διαμάχες μεταξ ρειανοφρόνων, μιαρειανοφρόνων (μοιοσουσιανν) κα ρθοδόξων. Καθς Διάνος νέδωσε π δυναμία κα πέγραψε μολογία πίστεως, πο ενοοσε τος αρετικούς, Βασίλειος κοψε γι να διάστημα τν κοινωνία μαζί του καὶ ἐπέστρεψε στὴν ἡσυχία, ὅπου τὸν ἀντάμωσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀποφύγει τὴν ἀναγκαστική του χειροτονία. Τὸ 363, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν νέο ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο, ὅμως ἡ διαφορὰ ποὺ σύντομα ἀνεφύη μεταξύ τους ἐξ αἰτίας κάποιων ζηλόφθονων κληρικῶν, ἀνάγκασε τὸν Βασίλειο νὰ καταφύγει ξανὰ στὸ ἐρημητήριό του γιὰ νὰ εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία. Ὅσο παρέμεινε ἐκεῖ, συνέχισε νὰ ὀργανώνει τοὺς μοναχούς της Καππαδοκίας σὲ κοινοβιακὲς κοινότητες. Δηλωμένος ὑπέρμαχος τοῦ κοινοβιακοῦ βίου, ὁ ἅγιος Βασίλειος δὲν ἐγκατέλειπε ὡστόσο τὸν πόθο του γιὰ τὴν ἡσυχία.
Ἡ ἀπειλὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἐξ αἰτίας τῆς ἀναρρήσεως στὸν θρόνο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη (365), ποὺ ἦταν φανατικὸς ὑπέρμαχος τοῦ ἀρειανισμοῦ, ἔκανε τὸν Βασίλειο νὰ ἐγκαταλείψει ἐκ νέου τὴν μοναστική του οἰκογένεια, γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ ἐνεργὰ τὴν Ἀλήθεια. Συμφιλιώθηκε μὲ τὸν Εὐσέβιο καὶ ἀνέλαβε τὴν διαπαιδαγώγηση τοῦ λαοῦ τῆς Καισαρείας.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ φοβεροῦ λιμοῦ ποὺ ἔπληξε τὴν πόλη τὸ 367, ἐνήργησε μὲ θαυμαστὴ φιλανθρωπία: μοίρασε τὰ τελευταῖα ὑπάρχοντα ποὺ τοῦ ἀπέμεναν, μὲ τὴν ἀκαταμάχητη εὐγλωττία του ἔκανε ν’ ἀνοίξουν τὰ κελάρια τῶν πλουσίων καὶ τῶν κερδοσκόπων, ἀναλώθηκε χωρὶς φειδὼ στὴν διανομὴ τῶν τροφίμων, θέτοντας τὶς ἰατρικές του γνώσεις στὴν ὑπηρεσία τῶν ἀσθενῶν. Χιλιάδες ἄνθρωποι σώθηκαν ἀπὸ βέβαιο θάνατο καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τους φάνηκε ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο χαιρετίσθηκε ἡ ἐκλογὴ τοῦ Βασιλείου ὡς μητροπολίτη Καισαρείας (370), ἐκλογὴ ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ δυσκολία ἐξ αἰτίας δολοπλοκιῶν ἀπὸ πλευρᾶς τῶν αἱρετικῶν.
Μόλις ἐνθρονίσθηκε, ὁ Βασίλειος ἄρχισε τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἑδραίωση τῆς πίστεως καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως στὸν ἁπλὸ κλῆρο καὶ στοὺς βοηθοὺς ἐπισκόπους. Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας ὅτι ἡ μητρόπολη Καισαρείας ὀρθωνόταν, μόνη μαζὶ μ’ ἐκείνην τῆς Ἀλεξανδρείας, ὡς ὀχυρὸ προπύργιο ἐνάντια στὰ σχέδιά του, ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ ἐπὶ τόπου καὶ ἔστειλε ὡς προπομπό του τὸν ἔπαρχο Μόδεστο γιὰ νὰ καθυποτάξει τὸν ἀτρόμητο ἱεράρχη.
Μία ἡμέρα, ἐπειδὴ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου ἀπειλοῦσαν νὰ καταλάβουν τὴν Ἐκκλησία τῆς Νικαίας, ὁ ἅγιος Βασίλειος, ὡς ἄλλος Ἠλίας (Γ´ Βασ. ΙΗ´ 20-40), πρότεινε ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοὶ νὰ προσευχηθοῦν διαδοχικὰ μπροστὰ στὶς κλειστὲς θύρες τοῦ ναοῦ. Οἱ παρακλήσεις τῶν αἱρετικῶν δὲν ἔφεραν ἀποτέλεσμα, μόλις ὅμως ὁ ἅγιος ὕψωσε τὰ χέρια του γιὰ νὰ ἀναπέμψει τὴν προσευχή του στὸν Κύριο, ὁλόκληρος ὁ ναὸς κλονίσθηκε συθέμελα καὶ οἱ θύρες ἄνοιξαν μόνες τους ἐν μέσῳ ἐπευφημιῶν χαρᾶς τῶν πιστῶν (ἡ μνήμη αὐτοῦ τοῦ θαύματος τιμᾶται στὶς 19 Ἰαν.).
Παρόμοια θεῖα σημεῖα συνέβησαν ἀπ᾽ εὐθείας στὴν οἰκογένεια τοῦ αὐτοκράτορα: ὁ ἑξαετὴς γιός του πέθανε μόλις ὁ Οὐάλης ὑπέγραψε μία αἱρετικὴ ὁμολογία. Καθὼς ἔμπαινε μία ἡμέρα στὴν Ἐκκλησία τῆς Καισαρείας, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ὁ Οὐάλης ἐντυπωσιάσθηκε τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῶν ὕμνων, τὴν εὐταξία τοῦ πληρώματος καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὴν μεγαλοπρέπεια τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὀρθοστατοῦντος μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, ἴδιου μὲ τὸν Ἀρχιερέα τῆς Σωτηρίας μας, ποὺ ἔσπευσε παρὰ τὴν θέλησή του νὰ φέρει τὴν προσφορά του μαζὶ μὲ τοὺς πιστούς. Λίγο ἀργότερα, ὅταν πῆγε νὰ ὑπογράψει τὴν διαταγὴ ἐξορίας τοῦ ἐπισκόπου, ἡ πένα ἔσπασε τρεῖς φορές. Τρομοκρατημένος ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ σημάδια τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτοκράτορας ἔπαψε νὰ παρενοχλεῖ τὸν ἅγιο. Δὲν ἐγκατέλειψε ὡστόσο τὴν πολιτική του: διαίρεσε τὴν Καππαδοκία σὲ δύο ἐκκλησιαστικὲς μητροπόλεις, σκεπτόμενος ὅτι ἔτσι θὰ μείωνε τὴν ἐπιρροὴ τοῦ ἐπισκόπου Καισαρείας. Ὁ Βασίλειος ἀντέδρασε πάραυτα δημιουργώντας νέες ἐπισκοπές, ὅπου ἐνθρόνισε ἀνθρώπους τῆς ἐμπιστοσύνης του ( τὸν ἀδελφό του Γρηγόριο στὴν Νύσσα, τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο στὰ Σάσιμα).
Ὅσον ἀφορᾶ στὸ δογματικὸ ἐπίπεδο, ἔχοντας ἤδη ἀναιρέσει τὶς θέσεις τῶν ἀκραίων ἀρειανοφρόνων ὁ ἅγιος Βασίλειος στράφηκε ἐναντίον τῶν ἠμι-ἀρειανοφρόνων (ὁμοιοουσιανῶν), οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὴν φαινομενικὴ συγγένειά τους μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, προκάλεσαν ἐξ ἴσου ἀναστάτωση μὲ πολύπλοκες προσωπικὲς φιλονικίες.
Ὄντας ὁ ἴδιος κριτήριο τῆς Ἀληθείας, ἀσκοῦσε τὴν ἐξουσία του πολὺ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐπισκοπῆς του. Ὡς ἄλλος ἀετὸς ποὺ ὑψώνεται μεσοούρανα, ἐπιστατοῦσε στὰ πάντα, προστατεύοντας ὅλες τὶς ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονταν σὲ ἀπόγνωση, σκεπάζοντάς τες μὲ τὶς φτεροῦγες του.
Παρὰ τὴν δραστηριότητά του αὐτὴ ὁ ἅγιος Βασίλειος δὲν παραμελοῦσε τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα, οὔτε ἔπαυε νὰ ἀποτελεῖ σπλαγχνικὸ πατέρα γιὰ τὸν κάθε πιστό. Ἡ φροντίδα του γιὰ τοὺς πτωχοὺς ἦταν ἀπεριόριστη: συνεχίζοντας τὸ ἔργο ποὺ εἶχε ἀναλάβει ὅταν ἦταν ἱερέας, οἰκοδόμησε λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Καισάρεια ἕνα τεράστιο φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα, τὴν «πολιτεία τοῦ ἐλέους», ποὺ ὀνομάσθηκε ἀργότερα «Βασιλειάδα», καὶ συγκέντρωνε γύρω ἀπὸ ἕναν ναὸ γηροκομεῖα, νοσοκομεῖα, λεπροκομεῖο, σχολεῖο, κ.λπ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνεχίζει ὣς τὶς ἡμέρες μας νὰ τελεῖ τὴν Λειτουργία ποὺ συνέθεσε καὶ νὰ προσεύχεται μὲ τὶς δικές του εὐχές, ποὺ εἶναι πλήρεις ὑψηλῆς θεολογικῆς ἐμπνεύσεως. Προέτρεπε ἐπίσης ὁ Βασίλειος τοὺς πιστοὺς νὰ συνέρχονται στὶς ἑορτὲς πρὸς τιμὴν τῶν μαρτύρων καθὼς καὶ νὰ τιμοῦν τὰ ἅγια λείψανα.
Οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, φωστήρας τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, πατέρας τοῦ μοναχισμοῦ, προστάτης τῶν πενήτων, προνοητὴς γιὰ ὅλους ὅσοι ἐλπίζουν στὸν Θεό, ὁ ἅγιος Βασίλειος ὑπῆρξε τὸ τέλειο πρότυπο τοῦ ἐπισκόπου, ζῶσα εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, δι᾽ αὐτοῦ γινόταν τὰ πάντα τοῖς πάσι, μιλώντας μὲ τὰ λόγια του καὶ διανέμοντας μὲ τὶς πράξεις του τοὺς θησαυροὺς τῆς φιλάνθρωπης Ἀγάπης τοῦ Κυρίου. Κα μως, ς νθρωπος δν γνώρισε παρ ποτυχίες, συκοφαντίες κα κάθε λογς θλίψη. Παρ τς προσπάθειές του, ο διαιρέσεις πέμεναν σ τέτοιο βαθμ πο κάθε λλος στν θέση του θ εχε πελπισθεῖ, τι θ δε μία μέρα ν ποκαθίσταται ερήνη. Ἕναν μόλις χρόνο πρὶν τὴν κοίμησή του, καθὼς ὁ Οὐάλης πέθανε κατὰ τὴν ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Γότθων (378), τὸν διαδέχθηκε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ὁ εὐσεβὴς Θεοδόσιος, ὁ ὁποῖος ἄρχισε χωρὶς χρονοτριβὴ νὰ καταδιώκει τοὺς ἀρεινόφρονες καὶ νὰ ἀποκαθιστᾶ τοὺς ὀρθοδόξους ἐπισκόπους στὶς ἕδρες τους. Μὲ σῶμα καταπονημένο ἀπὸ ἀρρώστια καὶ στερήσεις, ὁ ἅγιος παρέδωκε τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ τὴν 1η Ἰανουαρίου 379, προτοῦ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ τὸ ἐπιστέγασμα τῶν ἔργων του, κατὰ τὴν Δευτέρα Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη (381). Ἡ κηδεία του, ποὺ ὑπῆρξε πάνδημος, κατέδειξε τὸν θρίαμβό του. Ἔμοιαζε νὰ εἶχαν συναχθεῖ γιὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, καὶ ἔγιναν μάλιστα τότε καὶ πολλὰ θαύματα. Σύμφωνα μὲ τὸ ὄνομα ποὺ ἔφερε, ὁ ἅγιος Βασίλειος κατέχει τώρα «βασιλικὴ» θέση στὴν αὐλὴ τῶν ἁγίων Πατέρων, πλησίον τοῦ θρόνου τοῦ οὐρανίου Βασιλέως.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος τιμᾶται καὶ ὡς προστάτης τῶν παιδιῶν.
(Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἐκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
ΠΗΓΗ στὸ Διαδίκτυο http://mkka.blogspot.com
&   http://christianvivliografia.wordpress.com

Δάκρυα. Λόγοι διδαχῆς / Γέροντος ᾿Εφραίμ Κατουνακιώτου



Μαζί με την ευχούλα -τώρα δεν μπορούμε να πούμε και λεπτομέρειες, αυτό όταν το βρεις μοναχός σου, έχει περισσότερη δύναμη παρά όταν το ακούσεις από τον άλλον- έρχονται τα δάκρυα. Τα οποία δάκρυα λίγο, λίγο, λίγο από εσένα εξαρτάται να τα αυξήσεις.
Πιστεύσατέ με ότι τα δάκρυα δεν είναι τίποτες άλλο, συνήθεια είναι. Αν συνηθίσεις να κλαις, την άλλη μέρα θα κλαις, και την άλλη μέρα θα κλαις, και θα φτάσεις σ' ένα σημείο θα πεις: «Γιατί κλαίω; Κι εγώ δεν ξέρω». Ναι αλλά με τα δάκρυα ξέρεις πόσος καθαρισμός γίνεται μέσα; Πώς πλένεις τη φανέλα σου, το μαντήλι σου με το σαπούνι, έτσι είναι και τα δάκρυα στην προσευχή. Μέσα σου καθαρίζεται, καθαρίζεται, καθαρίζεται κι έρχεται κατόπιν σ' άλλα ανώτερα δάκρυα.
Τα δάκρυα, θα σας πονέσει ο εγκέφαλος μέσα, το μυαλό θα σας πονέσει, διότι είναι τα πρώτα δάκρυα, τα οποία λέγονται "καθαρτικά δάκρυα", καθαρίζουν τα δάκρυα μέσα.
Όταν περάσει ο βαθμός των "καθαρτικών", έρχονται άλλα δάκρυα "χαροποιά". Τα οποία, και το πρόσωπό σας θα γίνει ωραίο, θα ομορφαίνει, και ο άλλος ο συνάνθρωπός σου, ο συνάδερφός σου, ο παράδελφός σου, θα τον βλέπεις σε άλλην ωραιότητα. Πνευματικώς εννοώ.
Κατόπιν είναι άλλα δάκρυα, αλλά αυτά ο καθένας κατά τη βία του που έχει μέσα, κατά τον ζήλο, κατά τη θερμότητα, θα τα συναντήσει.
Να καλλιεργείς τα δάκρυα. Να καλλιεργείς τις εικόνες, τις σκέψεις που φέρνουν δάκρυα. Εγώ καλλιεργούσα την εικόνα του νεκρού σώματος του γερο-Ιωσήφ. Όταν τον φίλησα και τον βάλαμε στο μνήμα. Σκεπτόμουνα, ότι κι εγώ σύντομα έτσι θα γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ο Θεός δεν με δεχθεί, δεν με συγχωρήσει κ.ο.κ.

Τα δάκρυα είναι μεταξύ εμπαθείας και απαθείας· τα δάκρυα καθαρίζουν. Είναι τα αρχαρίτικα δάκρυα, δηλαδή τα δάκρυα μετανοίας· ήτοι σκέπτεσαι: Εάν κολασθώ; Θα είμαι με τον Χριστόν ή με τον διάβολον; Εάν θα είμαι αιώνια εις την κόλασιν; Τότε τι θα κάνω; κ.ο.κ.
Κατόπιν έρχονται τα δάκρυα της χάριτος. Τα δάκρυα αυτά είναι τόσο γλυκά, ώστε όταν μου ήρχοντο, έλεγα: «Θεέ μου εις τον Παράδεισο τίποτε άλλο δεν θέλω, παρά να κλαίω έτσι». Αυτά τα δάκρυα έρχονται ύστερα..
Τα δάκρυα είναι η τροφή της ψυχής. Όπως όταν το σώμα τρέφεται με καλή τροφή ζωογονείται, έτσι και η ψυχή τρέφεται με τα δάκρυα και ζωογονείται.
Όταν προσεύχεσαι, να προσπαθείς να έχεις δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν, και κλαις εις την προσευχή σου. Όταν έχεις δάκρυα εις την προσευχή, οτιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Όταν σταματήσουν τα δάκρυα, πας οπίσω.
Εγώ παρακάλεσα τον άγιο Εφραίμ: «Άγιε του Θεού, εσύ των δακρύων άνθρωπος είσαι...» -όπως λέει το τροπάριο: "Ταις των δακρύων σου ροαίς της ερήμου το άγονον εγεώργησας..."- και μού 'δωσε τόσα πολλά δάκρυα, που δεν μπορούσα, μέρα-νύχτα έκλαιγα. Κι έφτασα στο σημείο να κλαίω όσο θέλω, όποτε θέλω και όπου θέλω.
Αλλά τι; Να, εδώ πάνω τώρα, να πούμε, από πάνω ο Ι., στο δωμάτιο επάνω, δίπλα κάθεται ο Ε. Και καμιά φορά με πιάνουν τα δάκρυα και λέει ο Ι.: «Σ' ακούγαμε τη νύχτα που έκλαιγες». «Ε, καλά, βρε παιδί μου», λέω, «άνθρωπος αμαρτωλός, άμα δεν παρακαλέσω τον Θεό να μ' ελεήσει, αλλά με παίρνουν τα δάκρυα». Και δίπλα ήτανε, δίπλα στο δωμάτιο κάθεται ο Ε. «Σ' ακούγαμε, Γέροντα, που όλη τη νύχτα έκλαιγες», λέει. «Ε, καλά, βρε παιδιά μου, αμαρτωλός είμαι, θα κλαίω».
«Άκουσε», λέω, «δεν γίνεται αυτό. Άμα καταλάβω ότι εσύ μ' ακούς κι ο Ε. μέσα ακούει, κόβεται η παρρησία στην προσευχή. Ναι, γι' αυτό», λέω, «άκουσε θα πάω σε άλλο μέρος, να μη με ακούει κανένας, να κλάψω όσο θέλω»· γιατί μπορεί και να ψάλλω, μπορεί και να... αυτό, πώς θά ρθουν τα δάκρυα;
Άμα φέρεις τέτοιες θεωρίες: Δεύτε τον τελευταίον ασπασμόν δώμεν, αδελφοί, τω θανόντι...», πώς, όσο σκληρή να είναι η ψυχή σου, να θεωρείς τον εαυτό σου ότι είσαι επάνω στο φέρετρο και πάνε να σε θάψουνε, ναι, μπορείς να μην κλάψεις; Μια-δυο, μετά είναι αδύνατο να μην κλάψεις και θα αποκτήσεις συνήθεια να κλαις. Αλλά να παρακαλέσεις και την Παναγία να πούμε.
Και ένας λογισμός μου ήρθε: «Να, βλέπεις που αγωνίζεσαι...» Έφυγαν, έφυγαν αμέσως τα δάκρυα. Επειδή αυτό το χάρισμα που μού δωσε ο άγιος Εφραίμ, το οικειοποιήθηκα, ότι είναι δικός μου κόπος, και έφυγαν τα δάκρυα.

myriobiblos.gr 
 http://anavaseis.blogspot.com