Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑ;

᾿Απάντηση σέ ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης

Πρεσβυτέρου π. Σταύρου Τρικαλιώτη

ἐφημερίου ῾Ιεροῦ Ναοῦ ῾Αγίας Παρασκευῆς ᾿Αττικῆς

῞Οσα θά ἀκολουθήσουν, ἀποτελοῦν μιά ἀπάντηση στούς σεβαστούς ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης, πού ἔκαναν τόν κόπο νά μᾶς ἀπαντήσουν σέ δικό μας κείμενο. Γιά νά κατανοήσει κάποιος τή σύντομη ἀπάντηση πού ἀκολουθεῖ, καλό θά ἦταν νά ἔχει διαβάσει δύο κείμενα πού καταχωρήθηκαν στό διαδίκτυο μέ ἀφορμή μιά πιλοτική (;) ἐφαρμογή-εἰσαγωγή λειτουργικῶν μεταφράσεων (ἁγιογραφικῶν περικοπῶν καί εὐχῶν) στά ὅρια τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης. Τό πρῶτο κείμενο ἐπιγράφεται: « νομία τν λειτουργικν μεταφράσεων καί διαστροφή τς ρθοδόξου Λατρείας» τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. ᾿Ιωάννου Φωτοπούλου (δές διαδίκτυο: http://www.orthros.org/Greek/Keimena/K-MeletiosMetafraseis.htm), τό ὁποῖο κείμενο συνυπογράφουν δεκατρεῖς ἱερεῖς, μεταξύ τῶν ὁποίων κι ἐγώ. Τό δεύτερο κείμενο ἔρχεται ὡς ἀπάντηση στό παραπάνω κείμενο καί τιτλοφορεῖται μέ τόν εὐγενικό (!) τίτλο: «Τό ...πέμπτο Εὐαγγέλιο...῾Ο π. ᾿Ιωάννης Φωτόπουλος καί ἡ παρέα του!» (τό τελευταῖο θαυμαστικό εἶναι δικό τους) καί τό ὑπογράφουν ὀγδόντα ἑπτά ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης (δές διαδίκτυο: http://www.enoriako.info/50_eyaggelio o p Iwannis).

Κατ’ ἀρχήν τό κείμενο-ἀπάντηση τῶν ὀγδόντα ἑπτά κατά τά ἄλλα σεβαστῶν πατέρων ξεκινᾶ μέ ἕναν εἰρωνικό τίτλο! ῾Η εἰρωνική διάθεση διήκει καί ὅλο τό κείμενο. Κατόπιν μᾶς πληροφοροῦν πώς ὅ,τι γίνεται σήμερα στήν Πρέβεζα εἶναι «πρωτοβουλίες καί ἐνέργειες πού δέν προέρχονται ἀπαραιτήτως ἀπό τόν ἀρχιερέα τους (ἐνν. τόν Σεβασμιώτατο κ. Μελέτιο) ἀλλά ἀπό ἱερεῖς, μιᾶς περιοχῆς-ἐπισκοπῆς, ἁπλά καί αὐτονόητα». ῎Αν καί δέν διασαφηνίζεται πλήρως ἡ συμμετοχή ἤ μή τοῦ οἰκείου ποιμενάρχου στά ἐνδο-λειτουργικά δρώμενα, πληροφορούμαστε ὅτι οἱ ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης μποροῦν ἐλευθέρως νά τελοῦν τά ἱερά μυστήρια μέ μεταφράσεις δικῆς τους ἐμπνεύσεως, μιά καί ἔχουν ὑπερβεῖ τόν σκόπελο τῶν «ἱερῶν γλωσσῶν» καί ἄρα εἶναι ἐλεύθερος ὁ κάθε ἱερέας νά ἀποδίδει κατά τό δοκοῦν τά πρός χρῆσιν λειτουργικά κείμενα, «ὥστε νά ξέρουν οἱ ἄνθρωποι τί λένε ὅταν προσεύχονται». Γιατί βλέπετε, μέχρι τώρα μιλούσαμε στούς πιστούς μέ τή νοηματική γλῶσσα τῶν κωφῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶς κοίταζαν μέ ἀνοικτό τό στόμα, ἐνῶ τώρα στήν Πρέβεζα, χάρη στή λειτουργική ἀναγέννηση ἤ καλύτερα ἰσοπέδωση, ὁ λαός κατανοεῖ πλήρως τή θεία λατρεία καί δέν τοῦ ξεφεύγει τό παραμικρό νόημα!

᾿Αλλά, ἀγαπητοί μου, ἡ συμμετοχή στή θεία λατρεία εἶναι μόνο διανοητική κατανόηση ἤ κάτι ἄλλο, τό ὁποῖο ὑπερβαίνει σαφῶς (χωρίς βεβαίως νά καταργεῖ) τίς νοητικές ἀνθρώπινες λειτουργίες; Τί θέλουμε δηλαδή, ἕναν πιστό ἀμόρφωτο καί ἀπαίδευτο, πού θά τοῦ δίνουμε μασημένη τροφή καί ἀμφιβόλου ποιότητος ἤ ἔναν πιστό πού θά τόν παροτρύνουμε νά μελετᾶ καί νά ἐνδιαφέρεται γιά τή λειτουργική μας γλῶσσα; ῞Εναν πιστό πού θά εἶναι σέ θέση νά ἀντιπαραβάλει τό πρωτότυπο κείμενο μέ τήν ὁποιαδήποτε μετάφραση ἤ ἕναν πιστό ἀνάπηρο διανοητικά, ὁ ὁποῖος θά ἔχει ἀδρανοποιήσει τίς διανοητικές του δυνατότητες;

Οἱ σύγχρονοι Γέροντες (π. Πορφύριος. π. ᾿Ιάκωβος, π. Παΐσιος), ἄν καί οἱ περισσότεροι τοῦ Δημοτικοῦ, δέν διανοήθηκαν κἄν τέτοιες καινοτομίες, ἀλλά μᾶς δίδαξαν σεβασμό στήν παράδοση καί στά καθιερωμένα λειτουργικά κείμενα. ῾Ο π. ᾿Ιάκωβος Τσαλίκης, λίγες ἡμέρες πρίν κοιμηθεῖ, νουθετοῦσε πατρικά νεώτερους μοναχούς τῆς Μονῆς: «Νά διαβάζετε ὅλους τούς κανόνες, νά μήν παραλείπετε τίποτε, ὅπως κάνω κι ἐγώ».

῾Ο π. Πορφύριος, προσπαθοῦσε νά ἀναπληρώνει τίς ὅποιες ἐλλείψεις του μέ ἐπίπονη προσπάθεια: «Διάβαζα πολύ, μοῦ εἶπε μιά μέρα ὁ Γέροντας. ῎Ημουν πολύ μελετηρός. Μυστικῶς διάβαζα. Ξέκλεβα χρόνο, ὅσο μποροῦσα. ῎Εμαθα ἀπ’ ἔξω τό εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, τοῦ Λουκᾶ καί τό μισό τοῦ ᾿Ιωάννη. ᾿Επίσης τούς ψαλμούς. Μελετοῦσα τούς πατέρες. Πολύ διάβαζα. ῎Εκανα πνευματική ἐργασία. Καί νά ξέρεις ὅτι ἐγώ γράμματα δέν ἤξερα. Μόλις τῆς Β΄ Δημοτικοῦ ἤμουνα». Φανταστεῖτε, ὁ Γέροντας εἶχε βγάλει μόνο δύο τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ, ἀλλά δέν τό ἔβαζε κάτω. Δέν ὑπέκυπτε στόν πειρασμό τῶν μεταφράσεων. Γιατί περί πειρασμοῦ πρόκειται καί ὅσο τόν ἀφήνουμε καί ἐκκολάπτεται, σύντομα θά δρέψουμε τούς πικρούς καρπούς του. ᾿Αλλά ἄς ἀφήσουμε τόν θεοφώτιστο Γέροντα νά συνεχίσει: «῞Οταν πρωτοπῆγα στό Μοναστήρι, μοῦ δίνουν στόν ἑσπερινό τό Ψαλτήρι νά διαβάσω. ᾿Εγώ ἄρχισα νά συλλαβίζω: “μα-κά-ρι-ος ἀ-νήρ”. –Καλά, μοῦ λένε, φτάνει. Θά πάρεις τό ψαλτήρι, θά τό διαβάσεις καλά νά τό μάθεις. Θά διαβάσεις καί τά συναξάρια τῶν ῾Αγίων. Τίποτε ἄλλο. Διάβαζα, ἀλλά δέν καταλάβαινα. Λεξικά δέν εἶχα. Π.χ. δέν ἤξερα ὅτι οἶκος θά πεῖ σπίτι. ῎Ετσι εὕρισκα τήν ἴδια λέξη καί ἀλλοῦ, ἀλλά ἀπό τά συμφραζόμενα εὕρισκα τό νόημα τῶν λέξεων. ᾿Απεστήθιζα κομμάτια ὁλόκληρα καί ὅλη μέρα, καθώς ἔτρεχα στά βράχια, τά ἀπήγγελλα δυνατά, μέ νόημα. ᾿Αργότερα ἔπιασα τήν Παρακλητική, τό Τριώδιο, τά Μηναῖα. Διάβαζα μέ μανία». Καθώς ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε αὐτά ἀπό τή ζωή του -μᾶς λέει ὁ μοναχός ᾿Αγάπιος- «αἰσθανόμουν ὅτι τά λέει ἔμμεσα γιά νά μέ παρακινήσει νά κάνω τό ἴδιο, πολύ περισσότερο πού ἐγώ μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔμαθα καί πέντε γράμματα, δέν ἤμουν ἀγράμματος» (Γέροντος Πορφυρίου ῾Ιερομονάχου, ᾿Ανθολόγιο Συμβουλῶν, σ. 137, 138, ἔκδ. ῾Η Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι ᾿Αττικῆς, 2002).

᾿Εμεῖς ἄς κρατήσουμε ὅτι ὁ Γέροντας διάβαζε «μέ μανία» τά λειτουργικά κείμενα, στήν παγιωμένη τους γλωσσική μορφή, τήν ᾿Αρχαία ῾Ελληνική γλῶσσα. Οἱ σεβαστοί Πρεβεζᾶνοι ἱερεῖς μᾶς κατηγοροῦν δῆθεν γιά υἱοθέτηση ἀπόψεων περί “ἱερῶν γλωσσῶν”, “γλωσσαμυντορισμό” καί “μονογλωσσομανία”. Κι ἐμεῖς τούς ἀπαντᾶμε: μακάρι νά εἴχαμε τό 1 % τῆς μέχρι μανίας ἀγάπης πού εἶχε ὁ Γέροντας Πορφύριος γιά τά λειτουργικά μας κείμενα. Δέν εἴμαστε προσκολλημένοι στούς τύπους, ὅπως μᾶς χαρακτηρίζουν κι οὔτε ἔχουμε λιγότερο ἐνδιαφέρον γιά τό λαό μας, τουλάχιστον ὄχι λιγότερο ἀπό αὐτούς. Θέλουμε ὅμως ὁ λαός μας νά ἔχει αὐτήν τήν «εὐλογημένη
μανία»
πού εἶχε κι ὁ Γέροντας Πορφύριος, μιά μανία πού σέ κάνει νά ξεπεράσεις τά ὅποια ἐμπόδια καί ψευδοπροβλήματα, ἀκόμα καί νά μάθεις ἀρχαῖα.

῾Ο π. Παΐσιος σέ κάποια ἐρώτηση πού τοῦ ἔκαναν, καυτηρίαζε μερικές μεταφράσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού περιεῖχαν μεταφραστικές ὑπερβολές, πολύ περισσότερο δέν τό συζητοῦσε κἄν νά εἰσαχθοῦν τέτοιες ἀπόπειρες γιά λειτουργική χρήση: «Βλέπω μιά γλῶσσα πού γράφουν μερικοί! Διάβαζα σέ μία μετάφραση τῆς Καινῆς Διαθήκης: «᾿Από τήν Αἴγυπτο κάλεσα τόν γιό μου». Δέν ταιριάζει, βρέ παιδί! Δέν ξεχωρίζει τό ἱερό ἀπό τό ἀνίερο! Γράφουν ἔτσι, δῆθεν γιά νά εἶναι ὅλα ἴδια, νά ὑπάρχη ὁμοιομορφία στήν γλῶσσα. Ποιός, ἀκόμη καί ἀπό τό πιό τελευταῖο χωριό, δέν θά καταλάβαινε, ἄν ἔγραφε «τόν υἱόν μου»; ῎Ακουσα μιά φορά στό ῞Αγιον ῎Ορος σέ μιά ἀνάγνωση: «Τό ψωμί καί τό κρασί πού κάνουν τήν Μεταλαβιά». Δέν ταιριάζει,· πῶς νά τό κάνουμε; Ποιός δέν ξέρει τί θά πῆ “ἄρτος” καί “οἶνος”»;

Τώρα μπορεῖ νά καταλάβει κανείς τήν ἀγανάκτηση τῶν φοιτητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ᾿Αθηνῶν στίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα καί τά λεγόμενα Εὐαγγελι(α)κά πού ἀκολούθησαν (1901) –δέν ἐγκρίνουμε ἀσφαλῶς τίς βιαιότητες στίς ὁποῖες προέβησαν- διαβάζοντας τό παραπάνω χωρίο στήν «περίφημη» μετάφραση τοῦ ᾿Αλέξανδρου Πάλλη: «κι ἔφυγε στήν Αἴγυφτο (!), κι᾿ ἔμεινε ἐκεῖ ὡς τό θάνατο τοῦ ῾Ηρώδη, γιά νά ἀληθέψει (!) ὅ, τι εἶπε ὁ Κύριος μέσο (!) τοῦ Προφήτη, πού λέει ᾿Από τήν Αἴγυφτο ἔκραξα (!) τό γιό μου» ( Τά θαυμαστικά καί τά ἔντονα γράμματα δικά μας. Βλ. «῾Η Νέα Διαθήκη», σέ μετάφραση ᾿Αλεξάνδρου Πάλλη, ῾Εταιρεία ῾Ελληνικοῦ Βιβλίου, σελ. 9, ᾿Αθήνα 1982). Εἶναι ἀξιομνημόνευτος ὁ χαρακτηρισμός πού δίνει στή μετάφραση τοῦ Πάλλη ἡ ἐφημερίδα «᾿Ακρόπολις» τοῦ δημοτικιστῆ Βλάσση Γαβριηλίδη: «χαρακτηρίζεται «ἀπό θεοειδῆ πραότητα καί γλυκύτητα καί ἁρμονικόττητα(!)» («᾿Ακρόπολις»,κύριο ἄρθρο, 9-9-1901).

᾿Ανάλογες ἐκφράσεις μπορεῖ νά συναντήσει κάποιος σέ Λειτουργικό στή Δημοτική πού χρησιμοποιοῦν σέ μεγάλο βαθμό οἱ ἱερεῖς τῆς Πρέβεζας. ᾿Αντιγράφω διά τοῦ λόγου τό ἀληθές:


ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

1.

Κλνον, Κύριε, τό ος σου

Σκύψε, Κύριε, γύρισε τ’ ατί σου.

2.

Μή ποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου π’ μο καί μοιωθήσομαι τος καταβαίνουσιν ες λάκκον.

Μήν ἀποστρέψεις τό πρόσωπό σου από μένα καί καταντήσω πεθαμένος!

3.

Σήμερον Δεσπότης πρός τό βάπτισμα πείγεται

Σήμερα Δεσπότης τρέχει στό Βάπτισμα.

Πάντως ἐγώ, ἄν ἤμουν πιστός στήν Πρέβεζα καί ἄκουγα τέτοια μαργαριτάρια, ὄχι μόνο δέν θά μποροῦσα νά προσευχηθῶ, ἀλλά οὔτε νά συγκεντρωθῶ, γιά νά μήν χρησιμοποιήσω κάποιο ἄλλο ρῆμα, πού φέρνει στό νοῦ τή θυμηδία! Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά ὅσα εἶπε ὁ κ. Φίλιας σέ βιβλιοπαρουσίαση τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Φώτη Σχοινᾶ, «Λειτουργική γλσσα (δοκίμια προβληματισμο), κδόσεις ΤΗΝΟΣ, θήνα 2006», πού ἔγινε στό Δημαρχεῖο ᾿Αμαρουσίου ( Δεκέμβριος 2006), ὅπου φαίνεται ὁ μεγάλος κίνδυνος πού ἐλλοχεύει ἀπό μεταγλωττίσεις, ὅπως αὐτές πού χρησιμοποιοῦν σήμερα οἱ ἱερεῖς στήν Πρέβεζα. Παραθέτουμε ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα ἀπό τήν βιβλιοπαρουσίαση, (ὁμιλεῖ ὁ λειτουργιολόγος κ. Γώργιος Ν. Φίλιας): «Τό πρῶτο θέμα πού ἀναδεικνύω ἀπό τά γραφόμενα καί πού διήκει ὅλο τό βιβλίο εἶναι ὅτι μιά πιθανή μεταγλώττιση τῶν λειτουργικῶν κειμένων, μιά μετάφραση δηλ. θά δυσχεράνει τίς ἔννοιες καί τήν κατανόηση, διότι θά συρρικνώσει τίς ἔννοιες. ῞Οπως γνωρίζετε, ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι οἱ μεταφράσεις διευκολύνουν στήν κατανόηση. ᾿Αλλά, ὅπως μᾶς λέει ὁ κ. Σχοινᾶς, ἡ μεταγλώττιση μικραίνει τό νοηματικό περιεχόμενο τους κι αὐτό εἶναι ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνο καί καθόλου δέν συμβάλλει σέ αὐτό πού λέμε κατανόηση. Ὅταν ἀπό μία ἔννοια πρέπει νά καταλάβουμε ἑκατό σημεῖα καί ἡ μετάφρασή της μᾶς φέρνει νά καταλάβουμε τά πενήντα, τότε ὁπωσδήποτε δέν ἔχουμε διανοητική κατανόηση. ῾Ο κ. Σχοινᾶς ἀναφέρεται σ᾿ αὐτά τά θέματα χωρίς νά ἀπολυτοποιεῖ τή γλῶσσα. Λέει σέ ὁρισμένα σημεῖα ὅτι δέν μιλᾶμε γιά ἱερές γλῶσσες, δέν εἶναι ἡ γλῶσσα ἱερή καθ᾿ ἑαυτήν. Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά πῶ δέν θεοποιοῦμε τή γλῶσσα. (......) ᾿Επίσης συμφωνῶ μαζί του ὅτι ἡ ὅποια μεταγλώττιση καί μάλιστα ἀδόκιμη, ἐπιφέρει μιά ἀποϊεροποίηση τῆς γλώσσας (ἔκφραση τοῦ κ. Σχοινᾶ τήν ὁποία καί προσυπογράφω). ῾Η ἱερότητα μιᾶς γλῶσσας βρίσκεται στό περιεχόμενό της καί μπορεῖ νά ὑπάρξει μιά ἀποϊεροποίηση τῆς λειτουργικῆς γλώσσας».

῾Ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Χαβάτζας, σέ ὁμιλία τήν ὁποία ἀνέπτυξε σέ σύναξη Προέδρων τῶν ᾿Εκκλησιαστικῶν Συμβουλίων τῶν ῾Ιερῶν Ναῶν τῆς ῾Ιερᾶς ᾿Αρχιεπισκοπῆς ᾿Αθηνῶν στόν ῾Ιερό Ναό ῾Αγίου Διονυσίου τοῦ ᾿Αρεοπαγίτου (23-9-2009), ἀνέφερε τά ἑξῆς χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα ἀπηχοῦν καί τίς ἀγωνίες πού διατύπωσαν οἱ ἱερεῖς τῆς Πρέβεζας: «Νομίζω πάντως ὅτι ὑπάρχουν δύο πράγματα στά ὁποῖα δέν μποροῦμε νά κλείνουμε πάντα τά μάτια μας: τό γεγονός ὅτι τό κλῖμα τῆς ἐνορίας κάνει μερικές φορές ἕνα νέο νά αἰσθάνεται ἀπόβλητος καί τό πρόβλημα τῆς γλῶσσας, πού δέν ἐπιτρέπει ἰδίως στούς νέους ἀνθρώπους νά προσεγγίσουν τή λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας. Στό θέμα αὐτό, ἀναρωτιέμαι γιατί ἡ λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας μπορεῖ νά τελεῖται σέ ὅλες τίς γλῶσσες καί διαλέκτους τοῦ κόσμου, ἐκτός ἀπό τή γλῶσσα πού μιλοῦν οἱ σύγχρονοι ῞Ελληνες;» (τά ἔντονα γράμματα εἶναι τοῦ π. Βασιλείου).

Καταρχήν, ὡς πρός τό πρῶτο θέμα πού θίγει ὁ π. Βασίλειος («Τό κλῖμα τῆς ἐνορίας») θά συμφωνήσω ἀπόλυτα. ῎Οχι μόνον οἱ νέοι, ἀλλά καί τά παιδιά πολλές φορές θεωροῦνται κάτι ἀπόβλητο ἀπό τό εὐχαριστιακό σῶμα. Εἴτε πολλές φορές (τά παιδιά) παραπέμπονται ἀπό ὁρισμένους ἱερεῖς νά ἐκκλησιάζονται μόνο τά Σάββατα (λόγῳ προφανῶς τοῦ θορύβου πού προκαλοῦν) καί ἀποκλείονται ἔτσι ἀπό τήν κατ’ ἐξοχήν εὐχαριστιακή σύναξη τῆς Κυριακῆς, εἴτε κι ὅταν ἐκκλησιάζονται, τά θεωροῦμε πολλοί «ἀναγκαῖο κακό» καί τά στηλιτεύομε «εὐκαίρως ἀκαίρως», ἤ στήν χειρότερη περίπτωση τά διοχετεύουμε σέ ὑπόγειους χώρους «ἑκόντα ἄκοντα» μαζί μέ τούς γονεῖς τους, γιά νά μήν ἐνοχλοῦν τό ὑπόλοιπο σῶμα. Πῶς, ὅμως, συγκροτεῖται μέ αὐτές τίς νεωτερικές μεθόδους τό εὐχαριστιακό σῶμα σέ κοινωνία ἀγάπης, ὅταν ἕνα μέρος τῆς λατρεύουσας ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας «ἀποκόπτεται βιαίως» καί βάλλεται σέ ἀποστειρωμένους ἠχητικά χώρους;

᾿Ανάλογη συμπεριφορά ἀντιμετωπίζουν ἀπό μερικούς ἐκκλησιαζομένους καί οἱ νέοι, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά μήν «ἐκβάλλονται εἰς τόν λειτουργικό Καιάδα», ἀλλά νιώθουν ἀφιλόξενα, ὅταν τά μάτια τῶν μεγαλυτέρων στήν ἡλικία τούς περιεργάζονται ὡς κάτι τό ἀξιοπερίεργο, ἑστιάζοντας τίς περισσότερες φορές τήν προσοχή τους στό ντύσιμό τους ἤ στήν κόμη τους. ῎Αν τύχει μάλιστα καί βροῦν κάποιο κάθισμα, μιά καί προσέρχονται στήν θεία Λειτουργία κάπως ἀργά, σίγουρα δέν θά τό ἔχουν γιά πολύ, διότι κάποιος μεγαλύτερος θά τό διεκδικήσει μέ πολλές φορές «ἄκομψο καί ἀπολυταρχικό τρόπο» δικαιωματικά. ῾Επομένως, ἡ στάση τῶν μεγαλυτέρων νομίζω ὅτι εἶναι καταλυτική στήν προσέλευση καί κυρίως στήν παραμονή τῶν νέων στήν ᾿Εκκλησία.

Τώρα ὡς πρός τό «πρόβλημα τῆς γλώσσας, νομίζω ὅτι ὁ π. Βασίλειος ἔχει ἐπηρεασθεῖ ἀπό τίς διάφορες φωνές πού κατά καιρούς ἀκούγονται σέ διάφορα συνέδρια ἀπό ὀρθοδόξους ὁμιλητές καί ἀπό ἀνάλογες ἀπόψεις πού κατά καιρούς κυκλοφοροῦν στόν ἔντυπο λόγο. Οἱ ἀπόψεις αὐτές ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀποτελοῦν «μετακένωση» (δηλ. μεταφορά) ἰδεῶν ἑτεροδόξων κέντρων τῆς Εὐρώπης καί τῆς ᾿Αμερικῆς. Τό ἐπιχείρημα σέ πρώτη ἀνάγνωση φαίνεται εὐλογοφανές: «ἀναρωτιέμαι γιατί ἡ λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας μπορεῖ νά τελεῖται σέ ὅλες τίς γλῶσσες καί διαλέκτους τοῦ κόσμου, ἐκτός ἀπό τή γλῶσσα πού μιλοῦν οἱ σύγχρονοι ῞Ελληνες;» (π. Βασίλειος). Μά, ἀγαπητέ μου π. Βασίλειε, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τή γλῶσσα τῆς λατρείας μας ἤ γιά τή γλῶσσα τῶν βιβλικῶν κειμένων πού χρησιμοποιεῖ, ἡ ὁποία δέν γίνεται «ἀπόλυτα κατανοητή», κατά τήν ἔκφραση μετακενωτή (δηλ. μεταφορέα) ξένων ἰδεῶν, δέν ὁμιλοῦμε γιά μιά γλῶσσα ξένη, ἀλλά γιά τήν ἴδια γλῶσσα, μέ ὁρισμένες διαφορές καί τροποποιήσεις πού ὑπέστη στή μακραίωνη ἐξέλιξή της. ῞Ενας μάλιστα διαπρεπής ξένος φιλόλογος μελετητής –καί τονίζω ἰδιαιτέρως τό ξένος φιλόλογος- μᾶς ἐπισημαίνει «γλωσσικές ἀλήθειες» πού καλό θά ἦταν νά τίς λάβουμε σοβαρά ὑπ᾿ ὄψη μας: «᾿Από τότε [7ο π. Χ. αἰώνα] ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἀποκτᾶ μιά συνεχῆ παράδοση πού φθάνει ὥς τήν ἐποχή μας. ‘Υπῆρχαν βέβαια ἀλλαγές, ἀλλά δέν δημιουργήθηκε κάποιο ρῆγμα στή συνέχεια, ὅπως ἔγινε ἀνάμεσα στά λατινικά καί τίς ρωμανικές γλῶσσες (δηλ. τίς γλῶσσες πού προέρχονται ἀπό τή δημώδη Λατινική, ὅπως λ.χ. ἡ Γαλλική, ἡ ᾿Ιταλική, ἡ ᾿Ισπανική, ἡ Πορτογαλική, ἡ Ρουμανική καί ἄλλες ). Τά ᾿Αρχαῖα ῾Ελληνικά δέν ἀποτελοῦν ξένη γλῶσσα γιά τόν σημερινό ῞Ελληνα, ὅπως συμβαίνει μέ τά ᾿Αγγλοσαξωνικά γιά τόν σύγχρονο ῎Αγγλο [...] ῾Η συνέχεια τοῦ γλωσσολογικοῦ της ἀποθέματος [τῆς ῾Ελληνικῆς] εἶναι ἐντυπωσιακή [....]. Καί παρά τό γεγονός ὅτι ὑπῆρξαν πολλές ἀνακατατάξεις τῶν μορφολογικῶν σχημάτων, ὑπῆρξε καί μεγάλη συνοχή· ἔτσι τά ῾Ελληνικά ἀποτελοῦν, ἀκόμα καί σήμερα, ἀρκετά ἐμφανῶς, ἕναν ἀρχαϊκό ἰνδοευρωπαϊκό τύπο γλώσσας, ὅπως τά Λατινικά ἤ τά Ρωσικά» (Robert Browning: ῾Ελληνική γλῶσσα, Μεσαιωνική καί Νέα). Οἱ ξένοι λαοί δέν εἶχαν τά κείμενα αὐτά ὡς κληρονομιά ἀπό τήν μητέρα τους γλῶσσα, ὅπως ἐμεῖς ἀπό τήν ᾿Αρχαία ῾Ελληνική, ἀλλά μετέφρασαν στή γλῶσσα τους ὅ,τι παρέλαβαν ἀπό ἐμᾶς (Καινή Διαθήκη, Λειτουργικά Βυζαντινά κείμενα καί ῾Υμνολογία).

῎Αν συμβιβαστοῦμε μέ αὐτή τή λογική τῆς κατεδαφίσεως τῶν πάντων, γιατί νά μήν γκρεμίσουμε καί τήν ᾿Ακρόπολη, μιά καί δέν ἀνταποκρίνεται στίς σύγχρονες ἀρχιτεκτονικές προτιμήσεις μας; ῞Ομως τήν ᾿Ακρόπολη τή σεβόμαστε ὡς πολιτιστικό μνημεῖο ἀξεπέραστου κάλλους. Τό ἴδιο σεβασμό δέν πρέπει νά δείξουμε καί στήν γλωσσική μας κληρονομιά, μέρος τῆς ὁποίας ἀποτελοῦν καί τά ἐν χρήσει λειτουργικά μας κείμενα (συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Βίβλου); Τό παιδί τοῦ Δημοτικοῦ ἤ τοῦ Γυμνασίου ἄν δέν μάθει ὁρισμένα πράγματα ἀπό τό σχολεῖο του, δέν θά μπορέσει «νά κατανοήσει ἀπόλυτα» τί σημαίνει ᾿Ακρόπολη, πῶς ἐντάσσεται ἱστορικά στόν συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο καί τί συμβολίζει διαχρονικά γιά ἐμᾶς τούς νεοέλληνες. Τό παιδί καί ὁ ἔφηβος, ἄν δέν λάβουν τήν κατάλληλη γλωσσική παιδεία, πῶς θά μπορέσουν νά κατανοήσουν τά λειτουργικά δρώμενα, τά ὁποῖα ἀπαιτοῦν καί τήν ἀνάλογη γλωσσική προσπέλαση;

Θεωρῶ ὅτι τό ἐπιχείρημα τοῦ «φραγμοῦ τῆς γλώσσας» εἶναι ψευδοεπιχείρημα. Τό πρόβλημα ἔγκειται σέ μιά ραθυμία πού παρατηρεῖται μεγάλη μερίδα τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας, πού τά θέλει ὅλα στό χέρι καί ἀκόπως. ῾Η νοοτροπία τοῦ καναπέ, ὅπου καθόμαστε στήν τηλεόραση ἀναπαυτικά καί βλέπουμε προγράμματα πού μᾶς εὐχαριστοῦν καί μάλιστα ἀκόπως, πατώντας ἕνα κουμπί ἤ κάνοντας «περιήγηση» στή λίστα τῶν προσφερομένων τηλεοπτικῶν διαύλων, ἔχει περάσει δυστυχῶς σέ μέρος τῆς κοινωνίας μας. Κύριο μέλημα τῆς ᾿Εκκλησίας σήμερα γιά τήν ὑπέρβαση «τοῦ προβλήματος τῆς γλώσσας» -γιά ὅσους ἀποτελεῖ πρόβλημα- θά πρέπει νά εἶναι ἡ Λειτουργική Κατήχηση κληρικῶν καί λαϊκῶν μέ τήν παροχή ὄχι μόνο στείρων μεταφράσεων, ἀλλά καί τῆς πατερικῆς ἑρμηνείας καί διδαχῆς.

᾿Εμεῖς οἱ κληρικοί θά πρέπει νά προσέξουμε ἰδιαιτέρως τήν ὀρθοφωνία μας –χωρίς νά γίνουμε βέβαια ἀπό κληρικοί ἠθοποιοί- γιατί ἡ μετάφορά τοῦ λόγου τῆς λατρείας θά πρέπει νά φτάνει στόν πιστό χωρίς παράσιτα καί ἀλλοιώσεις. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τούς ἀγαπητούς ἱεροψάλτες μας, οἱ ὁποῖοι μερικές φορές δίνουν μεγαλύτερη ἔμφαση στήν ἄρτια ἐκτέλεση ἑνός λειτουργικοῦ ὕμνου, χωρίς τήν παράλληλη ἐπιμέλεια στήν ὀρθοφωνία. ᾿Ιδίως ἡ ἀνάγνωση τῶν κανόνων στόν ὄρθρο δέν πρέπει νά γίνεται ἐπί τροχάδην, μόνο καί μόνο γιά νά γίνει, ἀλλά σωστά καί κατανοητά, ἀκολουθώντας τήν παράδοση τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. ῾Ο μακαριστός π. Πορφύριος συνήθιζε, ὅταν τοῦ ἐπιτρεπόταν, νά ἐπισκέπτεται γυναικεῖα Μοναστήρια, ὅπου οἱ μοναχές ἀπέδιδαν πολύ ὄμορφα τά κείμενα τοῦ ὄρθρου καί τοῦ ῾Εσπερινοῦ. Κυρίως νά ἀποκτήσουμε πραγματική ἀγάπη γιά τόν Χριστό, θεῖο ἔρωτα ὅπως τόνιζε ὁ μακαριστός Γέροντας. ῎Ερωτα πού θά μᾶς κάνει νά ξεπεράσουμε τά ὅποια ἐμπόδια καί φραγμούς, εἴτε γλωσσολογικούς εἴτε προέρχονται ἀπό τά πάθη καί τήν ἐγωκεντρική μας στάση εἴτε ἀπό ἄλλους παράγοντες, πού δηλητηριάζουν τή σχέση μας μέ τόν Θεό.

῾Η νηπτική ἐργασία εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση συμμετοχῆς στή λατρεία, τόσο τῶν μεγάλων ὅσο καί τῶν μικροτέρων. ᾿Ιδίως οἱ μεγαλύτεροι καί πρωτίστως οἱ κληρικοί ὀφείλουν νά καταστοῦν προσευχόμενες ἀναμμένες λαμπάδες, οἱ ὁποῖες θά ἐκπέμπουν τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού θά ζεσταίνει τίς ψυχές τῶν πιστῶν. ῎Εχουμε ἀνάγκη ἀληθινῶν προτύπων καί ἁγίων κληρικῶν καί λαϊκῶν καί ὄχι εἰσαγωγή μεταφράσεων στή λατρεία μας. ῾Ο Γέροντας Πορφύριος μᾶς δίνει τό κλειδί γιά τήν
ὑπέρβαση τῶν ὁποιοδήποτε προβλημάτων μας: «῾Η ψυχή πού εἶναι ἐρωτευμένη μέ τόν Χριστό, εἶναι πάντα χαρούμενη καί εὐτυχισμένη, ὅσους κόπους καί θυσίες κι ἄν κοστίσει αὐτό». (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, «Βίος καί Λόγοι», σελ. 232, ἔκδ. ‘Ιερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2006). ῾Ο ἴδιος -ὅπως είδαμε- ἄν καί ἀγράμματος κατά κόσμον, διδακτός ὅμως παρά Θεοῦ), ξεπέρασε τούς ὅποιους γλωσσικούς φραγμούς- διότι «ἠγάπησε πολύ». Μήπως ἡ μεμψιμοιρία μας δείχνει μιά πνευματική χαλάρωση; Μήπως μεριμνᾶμε καί πολυπραγμονοῦμε γύρω ἀπό πολλά , ἐνῶ «Ἑνός ἐστί χρεία»; Μήπως χρειάζεται νά ἀποκτήσουμε θεϊκή τρέλα –ὅπως κι ὁ Γέροντας Πορφύριος-, νά βγοῦμε ἀπό τά στενά ὅρια τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ μας καί τῶν ὅποιων ἐκκοσμικευμένων προκαταλήψεών μας;

᾿Εδῶ ἀξίζει νά ἀναφέρουμε τό πρωτοφανές ἐγχείρημα τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ τοῦ Φιλοθεΐτη στήν ᾿Αμερική, «ὁ ὁποῖος ἵδρυσε δεκαεννέα ἀνδρῷες καί γυναικεῖες μονές, πού βρίσκονται σέ μεγάλη ἄνθιση ἐξ ἀπόψεως κτιριακοῦ ὀργασμοῦ ἀνοικοδόμησης, ἀλλά καί προσέλευσης νέων νά ἐγκαταβιώσουν σ᾿ αὐτές. Τό πιό ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι τά μοναστήρια τοῦ π. ᾿Εφραίμ εἶναι ἡ κυρία πηγή εὐαγγελισμοῦ στήν ᾿Ορθοδοξία χιλιάδων ἀνθρώπων πού δέν ξέρουν καθόλου ἑλληνικά, παρόλον ὅτι ὅλες οἱ ἀκολουθίες τελοῦνται ἀποκλειστικῶς στά ἑλληνικά (ἐνν. τά ἀρχαῖα). ῎Ας σημειωθεῖ ὅτι οἱ πλεῖστοι μοναχοί καί μοναχές εἶναι ᾿Αμερικανοί προσήλυτοι (μή ἑλληνόφωνοι) στήν ᾿Ορθοδοξία ἤ ὁμογενεῖς πού ἀγνοοῦσαν ἤ τό πολύ ψέλλιζαν τή γλῶσσα μας» (πηγή: διαδίκτυο, http://www.zoiforos.gr, ἄρθρο: Οἱ Μονές τοῦ π. ᾿Εφραίμ καί ἡ γλῶσσα τῆς λατρείας, ἀνατύπωση ἀπό τό περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ, Τεῦχος 89, Φθινόπωρο 2009).

Προσωπικῶς ντρέπομαι πού στήν ᾿Αμερική μᾶς ἔχουν βάλει τά γυαλιά καί ἐμεῖς στήν ᾿Ορθόδοξη ῾Ελλάδα θέλουμε νά βγάλουμε τά μάτια μας μέ τά ἴδια μας τά χέρια! ᾿Επιτέλους, ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί. ῾Η λατρεία μας δέν εἶναι γραμμένη στήν ὁμηρική διάλεκτο γιά νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν καταλαβαίνουν. ῾Η μόνη δυσκολία πού μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει ὁ πιστός ὡς κατανόηση στή λατρεία εἶναι τά ἀποστολικά ἀναγνώσματα, τά ὁποῖα ἔχουν πυκνά νοήματα καί κάπως δύσκολη γλῶσσα καί χρήζουν ἀναλυτικῆς ἑρμηνείας καί ὄχι ρηχῆς μετάφρασης. ῾Η λύση ὅμως δέν εἶναι κι ἐδῶ ἡ εἰσαγωγή μεταφράσεων, οἱ ὁποῖες μόνο μέρος τοῦ νοήματος μποροῦν νά ἀποδώσουν. ῾Η κατ’ ἰδίαν μελέτη τῶν πιστῶν ἀπό ὀρθόδοξα ἐγχειρίδια καί πατερικά ἑρμηνευτικά ἔργα ἀποτελεῖ τή μόνη σίγουρη καί ἀσφαλῆ ὁδό.

Προσωπικῶς, βλέποντας αὐτήν τήν ἀνάγκη τῆς κατ᾿ ἰδίαν μελέτης κειμένων τῆς λατρείας μας, συνέγραψα πόνημα μέ τίτλο: «Τά ῞Ενδεκα ῾Εωθινά Εὐαγγέλια», ὅπου βρίσκει κανείς μιά πατερική προσέγγιση τῶν ἀναστασίμων εὐαγγελικῶν διηγήσεων (᾿Αθήνα, 1997, τ. Α΄, ἐκδ. Τῆνος). Στό πόνημα αὐτό δίνονται μεταφρασμένα τά εὐαγγελικά κείμενα τῶν ῾Εωθινῶν Εὐαγγελίων, καθώς καί ἡ λεπτομερής ἑρμηνεία τους ἀπό τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας καί τούς ᾿Εκκλησιαστικούς συγγραφεῖς. Δόξα τῷ Θεῷ ἔχουν ἐκδοθεῖ στή γλῶσσα μας ἀρκετά λειτουργικά βοηθήματα, τά ὁποῖα μποροῦν νά βοηθήσουν τούς πιστούς γιά μιά περαιτέρω ἐμβάθυνση στά λειτουργικά μας κείμενα.

Στήν δύσκολη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας , ὅπου πράγματι ὁ λαός μας λόγῳ τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν ἀντιμετώπιζε δυσκολίες στή μόρφωση, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός δέν πρότεινε νά εἰσαχθοῦν στή λατρεία μας μεταφρασμένα κείμενα -οὔτε καί ἡ ᾿Εκκλησία μας ἔπραξε κάτι τέτοιο- ἀλλά παρότρυνε τούς γονεῖς νά ἱδρύουν σχολεῖα ἑλληνικά, ὅπου τά ἑλληνόπουλα θά μάθαιναν τήν ἀρχαῖα ἑλληνική γλῶσσα: «Καί ἄν δέν ἐμάθατε οἱ πατέρες, νά σπουδάζετε τά παιδιά σας νά μανθάνουν τά ἑλληνικά, διότι καί ἡ ᾿Εκκλησία μας εἶναι εἰς τήν ἑλληνικήν καί ἄν δέν σπουδάζης εἰς τό ἑλληνικόν ἀδελφέ μου, δέν ἠμπορεῖς νά καταλάβης ἐκεῖνα, ὅπου ὁμολογεῖ ἡ ᾿Εκκλησία μας» (Διδαχή Β΄, 208, ᾿Ιω. Μενούνου, Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ Διδαχές, σελ. 209, ᾿Αθήνα, ἐκδ. Τῆνος).

Βλέπουμε ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλος δέν παρέβλεπε τό πρόβλημα, πρότεινε λύσεις. ᾿Εξηγοῦσε μέ ὑπομονή στούς ἀνθρώπους καί μάλιστα στήν ἁπλή Δημοτική τῆς ἐποχῆς. Τό κήρυγμα στούς ναούς μας ἔχει ἐπικρατήσει νά γίνεται στή δημοτική, πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων. Στό κήρυγμα, λοιπόν, ἔχει τήν εὐκαιρία ὁ κήρυκας νά διασαφηνίσει ὁρισμένα «δυσνόητα» σημεῖα τῶν εὐαγγελικῶν καί ἀποστολικῶν κυρίως ἀναγνωσμάτων. Τά ὑπόλοιπα κείμενα τῆς Θείας Λειτουργίας, καθώς καί τῶν ἄλλων ῾Ιερῶν ᾿Ακολουθιῶν, νομίζω, ὅτι ὁ περισσότερος κόσμος πού ἐκκλησιάζεται, τά κατανοεῖ ἐπαρκῶς. Καί στό κάτω κάτω, ἄν μᾶς ξεφύγει κάποια λέξη ἤ κάποιο νόημα, δέν εἶναι ἁμαρτία πρός θάνατον, δέν μποροῦμε νά εἴμαστε ὅλοι μας φιλόλογοι. ᾿Ακόμα καί φιλολόγους νά ρωτήσεις γιά ὁρισμένα «δύσκολα» γλωσσικά τῆς λατρείας μας κι αὐτοί θά τά ἀγνοοῦν. ῞Οποιος θέλει μπορεῖ, ὅπως εἴπαμε, μέ τήν φιλομάθειά του νά καλύψει τίς ὅποιες ἐλλείψεις.

᾿Ενθυμοῦμαι, ὅταν ἤμουν ἔφηβος, εἶχα δεῖ στήν κρατική τότε τηλεόραση ἕνα ἐνημερωτικό πρόγραμμα στό ὁποῖο παρουσιαζόταν κάποιος ῞Ελληνας βοσκός καί ὁ ὁποῖος, ὅπως τοῦ εἶχαν πεῖ οἱ γιατροί, σέ λίγο καιρό θά ἔχανε τό φῶς του λόγῳ κάποιας ἀνίατης ὀφθαλμολογικῆς παθήσεως. ᾿Εκεῖνος, λοιπόν, ὄντας πιστός χριστιανός, προτοῦ χάσει τό φῶς του, κάθισε καί ἔμαθε ὁλόκληρη τήν Καινή Διαθήκη ἀπ’ ἔξω καί μάλιστα ἀπό τό πρωτότυπο. Τήν ἔμαθε μάλιστα τόσο καλά, πού ἄν τόν ρωτοῦσες κάποιο κεφάλαιο καί τόν ἀνάλογο στίχο, θά στό ἔλεγε ἐπακριβῶς. Πραγματικά, αὐτή ἡ ἱστορία χαράχθηκε βαθιά στή μνήμη μου καί μέ δίδαξε ὅτι ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει θέληση, μπορεῖ μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά ὑπερβεῖ κάθε δυσκολία.

῎Αν τά παιδιά μας σήμερα θεωροῦνται ἱκανά νά μάθουν ὑποχρεωτικά κι ἀπό τό Δημοτικό μάλιστα δύο ξένες γλῶσσες, γιατί νά μήν μποροῦν νά μάθουν τά ᾿Αρχαῖα ῾Ελληνικά, πού εἶναι καί ἡ γλωσσική μήτρα τῆς νεοελληνικῆς μας γλώσσας; Μεγάλοι γλωσσολόγοι καί λογοτέχνες τονίζουν τή διαχρονικότητα καί τήν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. ῾Ο ᾿Οδυσσέας ῾Ελύτης τονίζει: «᾿Εγώ δέν ξέρω νά ὑπάρχει παρά μία γλῶσσα, ἡ ἑνιαία γλῶσσα, ἡ ἑλληνική, ὅπως ἐξελίχθηκε ἀπό τήν ᾿Αρχαία, πού ἔφτασε νά εἶναι τό μεγάλο καμάρι μας καί τό μεγάλο μας στήριγμα». ῾Ο ἴδιος ἀναδείχθηκε τεχνίτης τοῦ λόγου ἐμπνεόμενος κι ἔχοντας ὡς πηγές τά ἀρχαῖα καί τά βυζαντινά κείμενα. ῾Ο ᾿Ελύτης, ἐπίσης, παραλαμβάνοντας τό Νόμπελ Λογοτεχνίας ἀπό τή Σουηδική ᾿Ακαδημία, εἶπε τά ἑξῆς ἀποκαλυπτικά: «Μοῦ δόθηκε νά γράφω σέ μία γλῶσσα πού μιλιέται μόνον ἀπό μερικά ἑκατομμύρια ἀνθρώπων. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, μιά γλῶσσα πού μιλιέται ἐπί δυόμισι χιλιάδες χρόνια, χωρίς διακοπή καί μέ ἐλάχιστες διαφορές». Πῶς, λοιπόν, αὐτή τή γλῶσσα θέλουμε νά τή διασπάσουμε καί νά στερήσουμε ἀπό τά ἑλληνόπουλα νά ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ γλωσσικό θησαυρό αἰώνων πού βρίσκεται στή λειτουργική μας γλώσσα;

᾿Ακόμα καί ὁ ἀκραῖος δημοτικιστής Γιάννης Ψυχάρης δέν διστάζει νά ὁμολογήσει: «Πρέπει νά σπουδάσουμε καλύτερα τήν ἀρχαία γιά νά καταλάβουμε τήν ἱστορική ἀξία τῆς δημοτικῆς» («Τό ταξίδι μου»). Τά ἑλληνόπουλα δέν μποροῦν νά διδαχθοῦν τή νεοελληνική γλῶσσα ἐρήμην τῆς ἀρχαίας. Τελευταῖα ἀκούγοντα ἀνησυχητικές φωνές γιά τήν μή διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλῶσσας στό γυμνάσιο, διότι δῆθεν τά παιδιά ὁδηγοῦνται σέ μιά «γλωσσική Βαβέλ». Σέ συνάντηση πού εἶχε πρόσφατα ὁ νῦν πρωθυπουργός μέ τόν κ. ᾿Εμμανουήλ Κριαρᾶ, στό τέλος ὁ τελευταῖος εἶπε στούς δημοσιογράφους: ««Συζητήσαμε τό θέμα πού μέ ἀπασχολεῖ ἐδῶ καί πολλά χρόνια. Τό θέμα τῆς Παιδείας καί τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικών ἀπό τό Γυμνάσιο. Θεωρῶ ἐγκληματικό νά διδάσκονται τά ἀρχαῖα ἑλληνικά ἀπό τό Γυμνάσιο.(!!!) Πρέπει νά μείνουν μόνο στό Λύκειο. Μόνο ἀφοῦ βασικά κατακτήσει ὁ μαθητής τή γλῶσσα του (καί ξέρουμε σέ τί κατάσταση γλωσσικῶς ἔρχεται σήμερα ὁ μαθητής στό Γυμνάσιο), μόνο τότε θά μπορέσει κάτι νά κερδίσει ἀπό τή γνωριμία του μέ τήν ἀρχαῖα γλῶσσα. Διαφορετικά, βαδίζουμε νομίζω σέ γλωσσική Βαβέλ» (᾿Εφημ. «Τό βῆμα, Τρίτη 27 ᾿Οκτωβρίου 2009). Μά κ. Κριαρᾶ, δέν διδαχθήκατε ἀπό τά παραπάνω λόγια τοῦ ὁμογάλακτοῦ σας μακαρίτη Γιάννη Ψυχάρη; Κι ἄν σήμερα μᾶς κάνετε τή χάρη καί μᾶς ἀφήνετε τά ᾿Αρχαῖα μόνο στό Λύκειο, αὔριο θά προτείνετε νά καταργηθοῦν κι ἀπό ἐκεῖ. ῎Ας εὐχηθοῦμε ὁ κ. Πρωθυπουργός νά μήν ἀκούσει τίς εἰσηγήσεις τοῦ κ. καθηγητῆ, γιατί διαφορετικά ἡ ᾿Εκκλησία θά πρέπει νά ἀναλάβει ὁπωσδήποτε σταυροφορία ἐπαναφορᾶς τῶν ᾿Αρχαίων στό Γυμνάσιο.

Κι ἐμεῖς τί κάνουμε; Μέ τίς ἀπόψεις μας περί εἰσαγωγῆς τῆς Δημοτικῆς γιά λειτουργική χρήση στρώνουμε τό χαλί στούς γλωσσικούς μας ἀναμορφωτές, οἱ ὁποῖοι σύν τοῖς ἄλλοις ἐμφοροῦνται κι ἀπό ἕνα ἀντιεκκλησιαστικό μένος, ἐν πολλοῖς ἀδικαιολόγητο καί δογματικό. Σέ ὅλους αὐτούς ἀπαντοῦμε μέ τά ὅσα διδακτικά ἔγραψε ὁ κ. Σαράντος Καργάκος: «Πρέπει νά σοβαρευτοῦμε κάποτε. ῞Ολοι οἱ μεγάλοι πολιτικοί ἡγέτες, γιά νά μορφώσουν τή σκέψη καί νά ὀξύνουν τήν πολιτική τους εὐαισθησία, μελετοῦν ἀρχαίους ῞Ελληνες. ῾Ο Μάρξ κι ὁ ῎Ενγκελς ὀφείλουν πολλά στήν ἀρχαιομάθειά τους. ῞Οποιος ἁπλῶς ξεφυλλίσει τά ἔργα τους, βλέπει παντοῦ σάν λουλούδι νά φυτρώνει ἡ ἑλληνική λέξη ἤ φράση. ῾Ο Λένιν τελείωσε τό γυμνάσιο μέ ἄριστα στά ῾Ελληνικά. Σήμερα σέ μιά βιβλιοθήκη τῆς Στοκχόλμης δείχνουν μέ περηφάνεια τά 12 ἀρχαῖα βιβλία, πού “καταβρόχθισε” μέσα σέ δύο μῆνες καί γέμισε τά περιθώρια μέ σημειώσεις ὁ Βλαδίμηρος ῎Ιλιτς. Πῶς ἀλλιῶς θά γινόταν ἕνας Λένιν; ῾Ο Μάρξ εἶχε καταλάβει πρῶτος τήν ἀξία τοῦ ἀρχαίου πνεύματος κι εἶναι χαρακτηριστικό αὐτό πού μᾶς παραδίδει ἕνας πού τόν γνώρισε καλά, ὁ Μέριγκ: “῾Ο Μάρξ παρέμενε πάντα προσηλωμένος στούς ἀρχαίους ῞Ελληνες καί ἦταν ἕτοιμος νά διώξει μέ τό μαστίγιο ἀπό τόν ναό τοῦ πολιτισμοῦ κάθε ἄθλια ὕπαρξη, πού ἤθελε νά στρέψει τούς ἐργάτες ἐνάντια στήν ἀρχαία κληρονομιά”.

Γι᾿ αὐτό κι ὁ κ. Καργάκος καταλήγει μέ ἱερή θά λέγαμε ὀργή: «Φαντάζεται, λοιπόν, κανείς πόσο χρήσιμος θά ἦταν σήμερα ἕνας Μάρξ (ἄν μάλιστα κρατοῦσε καί μαστίγιο), ὅταν ἡ ἕξωση τῶν ᾿Αρχαίων ῾Ελληνικῶν θεωρεῖται προοδευτική πράξη! Εἶναι καιρός πού φωνάζω τώρα πώς μιά τέτοια πράξη εἶναι πέρα- γιά πέρα ἀντιδραστική καί συνακόλουθα ἀνθελληνική» (ΑΛΑΛΙΑ, ἤτοι τό σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα, σελ. 72, 73, ἐκδ. GUTENBERG). Τά παραπάνω ἄς προβληματίσουν τούς σύγχρονους ἀριστερούς γλωσσικούς μας ἀναμορφωτές καί ὅσους ἐν ἀγνοία τους τούς ἀκολουθοῦν. ῾Ο George Orwell ἔχει γράψει: «῾Οποισδήποτε ἐλέγχει τή γλῶσσα ἑνός ἀνθρώπου, ἐλέγχει καί τίς σκέψεις του. Κι αὐτό ἔγινε δυστυχῶς ἐπί Κομμουνισμοῦ στή Ρωσία: «῾Ο Λένιν καί οἱ Μπολσεβίκοι κομμουνιστές του, οἱ ὁποῖοι τό 1917 ἐξουσίαζαν τή Ρωσία, κατανόησαν πολύ καλά τόν παραπάνω Νόμο. ᾿Αντελήφθησαν ὅτι ἐάν ἤθελαν νά κυβερνήσουν στή Ρωσία σοβαρά καί γιά μεγάλο χρονικό διάστημα, θά ἔπρεπε νά ἐλέγξουν τή σκέψη τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ. Καί γιά νά τό κάνουν αὐτό, ἔπρεπε νά ἀφαιρέσουν ἀπό τή συνείδηση τοῦ λαοῦ τή ρωσική γλῶσσα, ὁ ὁποία ἀπό τή φύση της καί μόνο, εἶναι μιά χριστιανική γλῶσσα, δημιουργημένη, ἐπηρεασμένη καί διαμορφωμένη ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη. Καί ἀμέσως οἱ κομμουνιστές ἄρχισαν νά ἐξαναγκάζουν τόν καθένα νά μιλάει τή δική τους σοβιετική διάλεκτο, ἡ ὁποία γρήγορα ἔγινε γλῶσσα τῆς χώρας. Πολλές λέξεις ἔσβησαν ἀπό τή συνείδηση τοῦ λαοῦ -εἰδικά οἱ λέξεις ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες ἀναφέρονταν στήν ᾿Εκκλησία καί στήν Πίστη. Καί καθώς οἱ λέξεις ἔσβηναν, ἔσβηναν καί οἱ ἔννοιες τίς ὁποῖες ἀντιπροσώπευαν αὐτές οἱ λέξεις. Κι ἔχοντας σβήσει ἀπό τή σκέψη τῶν ἀνθρώπων, ἔσβησαν καί ἀπό τή ζωή τους. Μιά νέα Μαρξιστική –Λενιστική ἰδεολογία εἶχε ἀντικαταστήσει, πρῶτα μέσα στή χώρα καί στή συνέχεια μέσα στή σκέψη τῶν ἀνθρώπων, τόν ᾿Ορθόδοξο Χριστιανικό Πολιτισμό» (ἀπόσπασμα ἀπό ὁμιλία τοῦ καθηγητῆ ᾿Αλέξανδρου Ντβόρκιν στην Ι΄ Συνδιάσκεψη ᾿Εντεταλμένων ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν καί ῾Ιερῶν Μητροπόλεων, πού συνῆλθε στήν ᾿Αλίαρτο τῆς Βοιωτίας ἀπό 16-21 Σεπτεμβρίου 1998 μέ θέμα: «῾Η Μεταβολή τῶν θεμελίων, νέες θρησκευτικές κινήσεις τοῦ 20ου αἰώνα καί ὁ χριστιανικός πολιτισμός» καί ῾Η περίπτωση τῆς Ρωσίας. ᾿Αγγλικός τίτλος: «The shift of Paradigm – New Religious movements of the 20th century and the christian civilization: a Russian example», πηγή διαδίκτυο:http://www.apodimos.com/arthra). Βλέπουμε ἀπό τό παραπάνω ἀπόσπασμα ὅτι τό θέμα τῆς γλώσσας δέν εἶναι κάτι ἀμελητέο. ῾Η γλῶσσα εἶναι φορέας πολιτισμοῦ καί ἀξιῶν, φορέας πνευματικότητας. ᾿Ιδιαίτερα γιά μᾶς τούς ῞Ελληνες ἡ γλῶσσα τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ -μέρος τῆς ὁποίας εἶναι ἡ λειτουργική μας γλῶσσα- εἶναι ζυμωμένη μέ τήν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία τοῦ ῞Ελληνα. ῎Ηδη ἡ βυζαντινή ἱστορία παραχαράσσεται καί διαστρεβλώνεται ἀπό πολλούς. Γιατί ὄχι καί ἡ γλῶσσα τοῦ Βυζαντίου; ῎Αν μάλιστα λάβουμε ὑπόψη μας καί τή γνωστή δήλωση τοῦ Κίσσιγκερ: «῾Ο ἑλληνικός λαός εἶναι δυσκολοκυβέρνητος καί γι' αὐτό πρέπει νά τόν πλήξουμε βαθιά στίς πολιτισμικές του ρίζες. Τότε ἴσως συνετισθεῖ. ᾿Εννοῶ, δηλαδή, νά πλήξουμε τή γλῶσσα, τή θρησκεία, τά πνευματικά καί ἱστορικά του ἀποθέματα, ὥστε νά ἐξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του νά ἀναπτυχεῖ, νά διακριθεῖ, νά ἐπικρατήσει, γιά νά μή μᾶς παρενοχλεῖ στά Βαλκάνια, νά μή μᾶς παρενοχλεῖ στήν ᾿Ανατολική Μεσόγειο, στή Μέση ᾿Ανατολή, σέ ὅλη αὐτή τή νευραλγική περιοχή μεγάλης στρατηγικῆς σημασίας γιά μᾶς, γιά τήν πολιτική τῶν ΗΠΑ». ῎Αν τώρα τά συνδέσουμε ὅλα αὐτά μέ τήν κατάργηση τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων πού ἐπιχειρεῖται καθώς καί μέ τόν συστηματικό πόλεμο γιά περιθωριοποίηση τῆς ῾Ελλαδικῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας μας, καταλαβαίνουμε τό μέγεθος τοῦ προβλήματος πού δημιουργεῖται καί μάλιστα μέ μιά γλωσσική ἅλωση ἐκ τῶν ἔνδον.

῾Ο μακαριστός π. ᾿Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἄνθρωπος λιπαρᾶς παιδείας, ἐξανίστατο, ὅταν παρατηροῦσε ὅτι γίνονταν στήν ἐποχή του ἀντίστοιχες μέ τίς δικές μας «γλωσσικές καινοτομίες καί αὐθαιρεσίες». ῏Ηταν ἡ ἐποχή ὅπου εἶχε καθιερωθεῖ ἡ δημοτική ὡς «ἡ γλῶσσα τοῦ λαοῦ» καί ὁ καθένας ἄρχισε νά πειραματίζεται γλωσσολογικά στό κεφάλι τοῦ κασίδη. «῾Ο λαός μας τροφοδοτεῖται καθημερινῶς διά προϊόντων γλωσσικῆς τερατογονίας», ἐπεσήμανε ὁ μακαριστός Γέροντας. ᾿Αναφερόμενος δέ σέ ἕνα περίεργο κρᾶμα καί ἐξάμβλωμα δημοτικῆς πού πήγαινε νά καθιερωθεῖ, τόνιζε τήν ἀπελπιστική πτωχεία τοῦ λεξιλογίου: «τόσην πτωχείαν λεξιλογίου οὐδ᾿ εἰς ἀναλφαβήτους χωρικούς θά ἠδύνατό τις νά εὕρῃ». Καυτηρίαζε ἐπίσης τούς ἀνατριχιαστικούς φραστικούς βαρβαρισμούς, ὅπως «ἡ δράσταινα τοῦ ἐγκλήματος» (ἀντί:ἡ δράστης τοῦ ἐγκλήματος), ὁλόγραφα, δυσμενά (ἀντί ὁλογράφως, δυσμενῶς). Τί θά ἔλεγες, Πάτερ ᾿Επιφάνιε, ἄν ἄκουγες ὅσα τήν σήμερον ἡμέραν «διαπράττονται» στήν ὄμορφή μας Πρέβεζα, θά σέ ἔπιανε ἡ μελαγχολία τοῦ τραγικοῦ Καρυωτάκη...

῞Ομως ἡ φωνή σου ἔχει ἀποτυπωθεῖ στά κείμενα πού μᾶς ἄφησες. ᾿Αναφερόμενος στούς γονεῖς τούς συμβούλευε ὡς πρός τό θέμα τῆς διδασκαλίας τῆς ᾿Αρχαίας ῾Ελληνικῆς Γλῶσσας: «῎Εχετε βαρείας εὐθύνας ἔναντι τῶν ἀνυπόπτων τέκνων σας. Μή τά ἀφήσετε οὔτε νά σχηματίσουν τήν ἐντύπωσιν ὅτι ῾Ελληνική γλῶσσα εἶναι ὡς τό ἄνω ἀποτρόπαιον καί αὐτόχρημα Σκυθικόν ἰδίωμα,...Σκεφτῆτε, ἀποφασίσατε καί ἐνεργήσατε. “῾Ο καιρός συνεσταλμένος ἐστί”. Τά ᾿Αγγλικά καί τά Γαλλικά τῶν τέκνων σας ἄς καθυστερήσουν ἐπί τινα ἔτη. Τά ἑλληνικά προηγοῦνται». ῾Ο π. ᾿Επιφάνιος παρότρυνε τούς γονεῖς νά μιμηθοῦν «τήν φωτεινή ἔμνευσιν» κάποιου λαϊκοῦ τότε (σήμερα δέ ἱερέως μέ ἕξι τέκνα ἀφιερωμένα στήν ᾿Εκκλησία), ὁ ὁποῖος συνέστησε στό σπίτι του στήν ῾Αγία Παρασκευή ἕνα τρόπον τινά κρυφό σχολεῖο, γιά νά μαθαίνουν τά παιδιά του (τῶν τελευταίων τάξεων τοῦ δημοτικοῦ! ), καθώς ἐπίσης καί ἄλλων χριστιανικῶν οἰκογενειῶν τά ᾿Αρχαῖα ῾Ελληνικά ἀπό φοιτήτρια τῆς ἀρχαίας ῾Ελληνικῆς Φιλολογίας. (Βλ. ᾿Αρχ. ᾿Επιφανίου Θεοδωροπούλου,, ἄρθρα, μελέται, ἐπιστολαί, σελ. 488-490, ἐν ᾿Αθήναις 1986).

Πολλοί ἀδελφοί μας ὑποκύπτουν στίς διάφορες σειρῆνες τῶν διαφόρων πειραματιστῶν καί ἀνανεωτῶν τῆς θείας λατρείας μας καί δέν μποροῦν νά κατανοήσουν γιατί δέν ἐπιτρέπεται ἀπό ὁποιονδήποτε ἡ εἰσαγωγή μεταφράσεων ἤ μεταγλωττίσεων -σέ ἀντικατάσταση δυστυχῶς τοῦ πρωτοτύπου-τῶν λειτουργικῶν μας κειμένων. Τά ἐπιχειρήματα εἶναι πολλά. ᾿Αναφέραμε ἤδη ἀρκετά. ῾Ορισμένους συνοπτικούς λόγους μᾶς δίνει ἐνδεικτικά καί ὁ κ. ᾿Ιωάννης Γιαννόπουλος (Δικηγόρος-συγγραφέας ἐκ Πατρῶν, ὁ ὁποῖος ἔχει διατελέσει καί Πρόεδρος τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Πατρῶν). Μᾶς λέει λοιπόν ὅτι ἄν ἐπικρατήσουν οἱ ἀπόψεις τῶν ἀνανεωτῶν θά ἐπενεργήσουν καταστροφικά, διότι:

α) Θά προκληθῆ σύγχυση στό ἐκκλησίασμα, ὄχι μόνο δέν θά ἐθισθῆ ὁ λαός μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου -ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ ἀνανεωτές- ,ἀντίθετα, φοβοῦμαι ὅτι ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΝΕΟ ΣΧΙΣΜΑ ΣΑΝ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟ (τά κεφαλαῖα δικά μου). ᾿Εκεῖνοι, πού τώρα παραπονοῦνται ὅτι δέν ἔρχονται στήν ᾿Εκκλησία, διότι δέν ἐννοῦν τή γλῶσσα, ΔΕΝ ΘΑ ΕΛΘΟΥΝ οὔτε ἐάν ἡ γλῶσσα μεταβληθῆ.

β) Θά χαθῆ ἡ ἱεροπρέπεια καί ἡ κατάνυξη, πού εἶναι τό βάθρο τῆς ᾿Εκκλησιαστικότητος. ῾Ο κ. Γιαννόπουλος στή συνέχεια ἐπεξηγεῖ: «κατάνυξη δέν πρέπει νά συγχέεται μ᾿ ἕναν ρηχό συναισθηματισμό». Καί ἐρωτᾶ: «ἄν ὁ πιστός δέν κατανυγῆ, σώζεται»;

γ) Θά θραυσθῇ ἡ ἱεροπρέπεια τῆς λειτουργικῆς γλώσσης. Καί τό σπουδαιότερο:

δ) ΘΑ ΕΚΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΘΗ Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ (τά κεφαλαῖα γράμματα εἶναι δικά μου).

Τέλος, ὁ ὡς ἄνω συγγραφέας τονίζει μέ ἔμφαση: -ἄν ἐπικρατήσει «ἡ προτεινόμενη καί δυστυχῶς ἐφαρμοζόμενη μεταγλώττιση- «Θά ἀλλοιωθῆ ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα, θά ἐκκοσμικευθῆ ἡ ᾿Εκκλησία καί θά ἀκοῦμε τραγουδάκια καί γλυκερές, κοσμικές χριστουγεννιάτικες συναυλίες ἀντί γιά πνευματικά τροπάρια. ῎Οχι μόνο ἡ ᾿Εκκλησία δέν θά προσελκύση τούς νέους, ἀλλά θά χάση καί τούς παλαιούς, ὅπως τούς ἔχασε καί στήν Δύση, ὅπου κλείνουν οἱ ναοί καί οἱ πάστορες παραδίδουν τά κλειδιά στόν δήμαρχο» (Βλ. Πολιτική Φιλολογική –τῶν Πατρῶν, Σεπτέμβριος 2000 & διαδίκτυο: http://www.i-m-patron.gr/lyxnos/metaglotisis_02.html). Νομίζω ὅτι θέσεις αὐτές τοῦ κ. Γιαννόπουλου εἶναι ὄντως προφητικές. Τί θά ἔλεγε ὁ ἄνθρωπος, ἄν ἔβλεπε καί ἄκουγε ὅσα γίνονται σήμερα στήν Πρέβεζα;

᾿Αλλά ἡ κατανόηση τῶν λειτουργικῶν κειμένων τῆς ᾿Εκκλησίας μας ἐξαντλεῖται στά πλαίσια τῆς ἀνθρώπινης διανόησης ἤ εἶναι μία διαδικασία πού ἀγκαλιάζει τόν ὅλο ἐν Χριστῷ ἀνακαινούμενο ἄνθρωπο; Ποιά εἶναι ἡ συμβολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ὅλη διαδικασία; ῞Οταν ὁ ἀναστάς Κύριος ἐμφανίσθηκε στούς περίλυπους, ταραγμένους καί ἀπιστοῦντες μαθητές του « διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς» (Λουκ. κδ΄, 45) καί ἄρχισε νά τούς ἐξηγεῖ πῶς ἐφορμόζονται στό πρόσωπό Του τά διάφορα περιστατικά τῶν θείων Γραφῶν. Τό ρῆμα «διανοίγω» ἐδῶ σημαίνει: ἑρμηνεύω, ἀναπτύσσω, ἐξηγῶ. ῾Επομένως, ἡ οὐσιαστική συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στά λειτουργικά δρώμενα δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τό νά τοῦ προσφέρομε νά ἀκούσει μιά ἐγκεφαλική καί ἀμφιβόλου ποιότητος μετάφραση (ἀντικαθιστώντας τό πρωτότυπο κείμενο), ἀλλά μέ τό νά συναντηθεῖ κάθε πιστός μέ τό πρόσωπο τοῦ ᾿Αναστάντος Κυρίου, συνάντηση πού πραγματοποιεῖται «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου».

Πρίν τή συνάντηση τοῦ Κυρίου μέ τούς ἕνδεκα μαθητές, πού προαναφέραμε, εἶχε ἐμφανισθεῖ στούς δύο μαθητές Λουκᾶ καί Κλεόπα, καθώς βάδιζαν πρός ᾿Εμμαούς. Κατά τή μαρτυρία, λοιπόν, τῶν δύο μαθητῶν «ἐπέγνωσαν τόν Κύριο ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου», ἀφοῦ προηγουμένως «διηνοίχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί» (Λουκ. κδ΄, 30-31). Οἱ ὀφθαλμοί αὐτοί δέν εἶναι ἀσφαλῶς τά ἐξωτερικά ὄργανα τῆς ὁράσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά οἱ ἐσωτερικοί ὀφθαλμοί τῆς ψυχῆς. Γι᾿ αὐτό καί ὁ λειτουργός ἱερέας προσεύχεται πρίν ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου γιά ὅλους: «῎Ελλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν. ῎Ενθες ἡμῖν καὶ τὸν τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα, τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας καταπαντήσαντες, πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ πράττοντες» (Θεία Λειτουργία, εὐχή πρίν τήν ἀνάγνωσή τοῦ Εὐαγγελίου). Βλέπουμε δηλαδή, ὅτι ἡ «κατανόησις τῶν εὐαγγελικῶν κηρυγμάτων» ἀπό τόν πιστό εἶναι οὐσιαστικά ἔργο τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί προϋποθέτει ὄχι μόνο μιά στεῖρα ἀκρόαση τῶν εὐαγγελικῶν λόγων, ἀλλά μιά ἀλλαγή τοῦ ἔσω τῆς καρδίας ἀνθρώπου, μέ τήν ἐμφύτευση τοῦ φόβου «τῶν μακαρίων ἐντολῶν» τοῦ Κυρίου», καί ταυτόχρονα μέ τήν κατανίκηση τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.

῾Επομένως, βλέπουμε ὅτι τό εὐλογοφανές σλόγκαν: «ὥστε νά ξέρουν οἱ ἄνθρωποι τί λένε ὅταν προσεύχονται» - πού μέ τόση ἀγωνία ἀναφέρουν οἱ Πρεβεζᾶνοι ἱερεῖς- δέν ἰσχύει. Πρίν λίγα χρόνια, ἐπί μακαριστοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου εἶχαν γίνει ἀνάλογα πιλοτικά πειράματα, τά ὁποῖα ἐφαρμόζουν μέ τόση ἐπιπολαιότητα τώρα στήν Πρέβεζα, καί εἶχαν ἀποτύχει παταγωδῶς, ὕστερα ἀπό τή μεγάλη κατακραυγή συντριπτικῆς μερίδας κληρικῶν καί λαϊκῶν. ᾿Από τήν πιλοτική αὐτή ἐφαρμογή διεφάνη ὅτι πέραν τῶν ἄλλων ἀρνητικῶν ἐπιπτώσεων πού εἶχε ἡ ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ προγράμματος, ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος ἀπό τήν ἀνάγνωση μεταφράσεων μέσα στή λατρεία τῆς σοβαρῆς δογματικῆς ἀλλοιώσεως τῶν ἐννοιῶν. Γιατί ἐπανέρχονται οἱ σεβαστοί κληρικοί τῆς Πρέβεζας; Τό πάθημα δέν ἔγινε μάθημα;

Κάνουμε τόσο ἀγῶνα ὡς ἔθνος νά ἐπανέλθουν στή χώρα μας τά κλεμμένα γλυπτά τοῦ Παρθενώνα, γιατί θεωροῦμε τά ἀγάλματα αὐτά μνημεῖα τοῦ παγκόσμιου καί τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί καλά κάνουμε. ῞Οταν, ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ προτείνεται ἡ κατάργηση τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ μας θησαυροῦ, πού διασώθηκε τόσους καί τόσους αἰῶνες μέσῳ τῆς θείας μας λατρείας καί μάλιστα ἀπό ἱερεῖς, ἐμεῖς θά κάτσουμε μέ σταυρωμένα χέρια; ῎Οχι, θά ἀντιδράσουμε μέ κάθε τρόπο! Μέ νύχια καί μέ δόντια θά ἀντισταθοῦμε στήν ἐπιχειρούμενη βεβήλωση. ῾Η ᾿Αρχαῖα ῾Ελληνική γλῶσσα δέν εἶναι, ὅπως μᾶς λέτε, ἀγαπητοί Πρεβεζᾶνοι ἱερεῖς, ἕνα ἔνδυμα, πού ὅταν παλιώσει ἤ ὅταν δέν μᾶς ἀρέσει τό πετᾶμε. Δέν ἔχουμε τίποτε γιά πέταμα. Δέν διαπραγματευόμαστε τίποτε. Δέν παραχωροῦμε τίποτε. ᾿Ακόμα κι ἄν μαθαίναμε ὅτι οἱ ᾿Εκκλησίες τῆς Πρέβεζας γέμισαν ἀσφυκτικά ἀπό νέους –πρᾶγμα πού δέν συμβαίνει- ἀκόμα καί τότε θά λέγαμε ΟΧΙ στό ξεπούλημα τῆς γλωσσικῆς μας κληρονομιᾶς! Δέν εἶναι γιά πέταμα ἡ λειτουργική μας γλῶσσα!

1 σχόλιο:

  1. Π. Σταύρο,

    Σας συγχαίρω θερμά για τις ορθές τοποθετήσεις σας πλην όμως θα μου επιτρέψετε να καταθέσω την άποψη ότι χρειάζεται καλύτερος συντονισμός για να αντιδράσουμε σωστά στο κίνημα του Νεοβαρλααμισμού.

    Ούτε για ανέκδοτο δεν πρέπει να λέγεται ότι αυτά τα καραγκιοζιλίκια θα φέρουν νέους στην εκκλησία. Ούτε ένα νέο ούτε μία νέα δεν πρόκειται να φέρουν αυτές οι εμετικής αηδίας καινοτομίες στην Εκκλησία.

    Ο κόσμος πρέπει να ξεσηκωθεί και να αποδοκιμάσει τον διασυρμό των ιερών και των οσίων της πίστης μας.

    Αυτό δα έλειπε! Να αφεθεί στα χέρια του παπα-Κωστα Μπέη του καθαιρετέου (ο οποίος ποτέ δεν θα έπρεπε να είχε χειροτονηθεί) να μαγαρίζει την πίστη μας.

    Οι Νεοβαρλααμίτες να μας αφήσουν ήσυχους. Η Εκκλησία έχει αρκετά και σοβαρά προβλήματα. Αυτό δα έλειπε να ασχολούμαστε με μια δράκα νεωτεριστές που δεν σέβονται την παράδοση της Εκκλησίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή