Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

«Θέλω νὰ μιλήσω ἁπλὰ κι ἀληθινά»-Πρεσβυτέρου π. Σταύρου Τρικαλιώτη


[Σχόλιο ᾿Οδυσσέως:Σέ μιά ἐποχή ὅπου κυριαρχεῖ ἡ διπλωματία καί τό ψεῦδος, ἡ διγλωσσία καί ἡ προβολή τῆς μισῆς ἀλήθειας, οἱ σκοπιμότητες καί ἡ ἰδιοτέλεια, τό ἄρθρο τοῦ π. Σταύρου πού ἀκολουθεῖ βάζει τά πράγματα μέ τή σειρά, ἔτσι γιά νά καταλαβαινόμαστε σέ μιά ἁπλῆ κι ἀληθινή γλῶσσα. ᾿Ιδίως στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ἡ ἁπλῆ κι ἀληθινή γλῶσσα πρέπει νά εἶναι κανόνας ἀπαράβατος. Εἴθε... ]

« γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»


Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ παραλογισμοῦ, ὅπου οἱ λέξεις ἔχουν χάσει τὸ πραγματικό τους νόημα. Δὲν ὑπάρχει κοινὰ ἀποδεκτὸς κώδικας ἐπικοινωνίας. Ὁ καθένας λέει ὅ,τι θέλει, ὅπως τὸ θέλει. Παύσαμε νὰ ὁμιλοῦμε καθαρὰ καὶ ξάστερα, ὅπως λέει κι ὁ λαός μας. Ἄλλοτε ὁμιλοῦμε μὲ ὑπονοούμενα, ἄλλοτε διπλωματικά, ἄλλοτε συμφεροντολογικά, ἄλλοτε ἀποκρύπτουμε γεγονότα καὶ καταστάσεις.

Ἡ διγλωσσία -ἡ ὑποκριτικὴ δηλαδὴ ἔκφραση διαφορετικῶν ἀπόψεων ἀναλόγως πρὸς τὴν περίσταση- ἔγινε ἕνα ροῦχο ποῦ φοριέται πολὺ συχνὰ στὶς μέρες μας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θά μᾶς πεῖ ὅτι ὁ δίγλωσσος, ὅταν βρεθεῖ σὲ κάποια πολυπληθὴ συγκέντρωση ἄλλα γεγονότα τὰ ἀναφέρει καὶ γιὰ ἄλλα σιωπᾶ, ἀνάλογα πρὸς τὸ συμφέρον του. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μας προτρέπει: «Ψίθυρον (=αὐτὸν ποὺ κατακρίνει κρυφὰ καὶ σὲ στενὸ κύκλο) καὶ δίγλωσσον (= διπρόσωπον) καταρᾶσθε, πολλοὺς γὰρ εἰρηνεύοντας ἀπώλεσαν» Σόφ. Σειράχ κη, 13). Μιὰ ἄλλη παρεμφερὴς πληγή στὴν ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία εἶναι καὶ τὰ διφορούμενα λόγια καὶ διατυπώσεις, οἱ διαφορετικὲς δηλαδὴ ἐκδοχὲς στὸν τρόπο κατανοήσεως μιᾶς λέξης. Ὅταν μάλιστα ἀφοροῦν θέματα δογματικὰ ἢ θέματα πίστεως, τότε ὁ κίνδυνος εἶναι ἐμφανής.

Εἶναι πολὺ σημαντικὰ ὅσα μᾶς λέει σχετικὰ ὁ πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης: «Ἡ εἰλικρίνεια στὴ χρήση καὶ ἑρμηνεία τῶν λέξεων εἶναι θέμα σεβασμοῦ τῶν ἀρχῶν τῆς ἐπικοινωνίας καὶ μαζί της ἠθικῆς τῆς γλώσσας. Γιατὶ κάθε ἠθελημένη ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου τῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιεῖς ὁ ἴδιος ἢ κάθε παραποίηση τῆς σημασίας τῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἄλλος, ὁδηγοῦν σὲ στρέβλωση τῆς ἐπικοινωνίας καὶ νόθευση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων» (Τὸ Βῆμα, 14/ 4/ 2002).

Μερικὲς φορὲς κυριαρχεῖ στὶς σκέψεις μας ἕνας φτηνὸς λαϊκισμὸς εὐρείας καταναλώσεως. Ἄλλοτε παγιδευόμαστε στὴν στείρα κομματικὴ γραμμὴ καὶ γιατὶ ὄχι ἐκκλησιαστικὴ γραμμή - καλύτερα παραταξιακή, ποὺ ἔχει σχέση μὲ πρόσωπα καὶ ἰδιοτελὴ συμφέροντα, ἡ ὁποία δυστυχῶς διχάζει καὶ δηλητηριάζει τὸ ποίμνιο-, ποὺ συνθλίβει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ποὺ τοῦ δίνει ἕτοιμα ἑρμηνευτικὰ ἐργαλεῖα. Ἄλλοτε χρησιμοποιοῦμε ἕνα λόγο ἀμφίσημο. Ἄλλοτε συνθηματικό. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τόσο νὰ πείσουμε τὸν ἄλλο μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα, ὅσο νὰ περάσουμε τὴ γραμμή μας, χρησιμοποιώντας δογματικὰ «κλισὲ» καὶ φθηνὴ προπαγάνδα.

Ἔτσι ὅμως χάνουμε τὴν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης, τὴν χαρὰ τῆς πρωτοτυπίας. Γινόμαστε ἄνθρωποι καλούπια, «στρατιωτάκια ἀκούνητα, ἀμίλητα κι ἀγέλαστα» , γιὰ νὰ θυμηθοῦμε ἕνα παιχνίδι ποὺ παίζαμε μικροί. Ἂν κάποιος τολμήσει νὰ ἀρθρώσει ἕνα λόγο ἀληθινό, ἐλεύθερο, ἀπεγκλωβισμένο ἀπὸ νοσηρὲς νοοτροπίες καὶ σκοπιμότητες, ἅμα βγεῖ ἀπὸ τὸ «μανδρί», τὸν τρώει ὁ λύκος τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἀπομόνωσης, τῆς περιθωροποίησης.

Κι ὅμως, ὅλοι μας θέλουμε οἱ ἄλλοι νά μᾶς ὁμιλοῦν τὴ γλώσσα τῆς ἀλήθειας· ὄχι νὰ ὑφιστάμεθα τὴν παραπλάνηση τῆς μισῆς ἀλήθειας, τῆς κομμένης καὶ ραμμένης κατὰ τὰ μέτρα καὶ σταθμὰ κάποιων ποὺ ἐπιδιώκουν τὸν ἔλεγχο τῆς κοινῆς γνώμης. Θέλουμε, μὲ ἄλλα λόγια, οἱ λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε νὰ ἔχουν ἕνα ἀντίκρυσμα, νὰ μὴν εἶναι λόγια τοῦ ἀέρα, κουβέντες ποὺ λέγονται σήμερα γιὰ λαϊκὴ κατανάλωση.

Ὁ Κύριός μας μᾶς συνέστησε νὰ μὴν ὁρκιζόμαστε καθόλου, ἀντιθέτως οἱ ἄλλοι ὀφείλουν νά μᾶς πιστεύουν μόνο μὲ τὴν ἁπλὴ διαβεβαίωση ἢ ἄρνησή μας: « Ὁ λόγος σας ἄς εἶναι ναὶ ναὶ, ὄχι ὄχι. Τὸ ἐπιπλέον ἀπὸ αὐτὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν πονηρό» (Ματθ. ε, 37). Ὁ ἴδιος δέχτηκε τὸν ὕπουλο πόλεμο τῶν ὑποκριτῶν Φαρισαίων οἱ ὁποῖοι τυφλωμένοι ἀπὸ τὸν φθόνο προσπαθοῦσαν νὰ τὸν παγιδεύσουν «ἐν λόγῳ». Ὁ λόγος τους δηλαδὴ ὑπηρετοῦσε τοὺς σκοτεινοὺς σκοπούς τους. Ἐκεῖνος ὅμως ξεσκέπαζε τὴν ψευτιά τους καὶ τὰ δικολαβικὰ τους κατασκευάσματα. Συνήθως οἱ ψεύτικοι λόγοι τῶν ἀνθρώπων δείχνουν μιὰ ἐσωτερικὴ φτώχεια, ἕναν εὐτελισμὸ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ὄχι σπάνια ὑποδηλώνουν καὶ μιὰ μετάθεση εὐθυνῶν, μιὰ ἐγωϊστικὴ καὶ ὠφελιμιστικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ ζωή. Τὸ ψέμα ἀρχίζει νὰ μπαίνει στὴ ζωὴ τῶν πρώτων ἀνθρώπων. Τὴν δηλητηριάζει ἤδη μὲ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας. Εἰσηγητὴς καὶ πατέρας τοῦ ψεύδους εἶναι ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀνέκαθεν ὡς ἔργο του τὴ διαβολή, τὴ συκοφαντία.

Ἀντίθετα, ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας τῶν φώτων, τῆς ἀλήθειας. Ὁ Κύριός μας μᾶς ἔχει πεῖ: « γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. η, 32). Ἡ ἀλήθεια παύει πλέον νὰ εἶναι ἀφηρημένη ἔννοια καὶ ἐνσαρκώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ, 6). Ἑπομένως, ἂν θέλουμε νὰ γίνουμε ἀληθινοὶ ἄνθρωποι, ἄνθρωποι ἀτόφιοι καὶ φωτεινοί, πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ καὶ νὰ τοῦ ἐπιτρέψουμε νὰ φωτίσει εὐεργετικὰ τὸ ἐσωτερικό μας σκοτάδι.

Οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τὸ σκοτάδι, τὸ ψέμα καὶ τὴν ὑποκρισία, ὅταν τὰ ἔργα τους εἶναι πονηρὰ καὶ σκοτεινά. Τότε μηχανεύονται ἐναντίον τοῦ διπλανοῦ τους συκοφαντίες καὶ κατηγορίες. Δὲν ἀντέχουν τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ μὴν γίνουν φανερὰ τὰ ἔργα τους.

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως τῆς ἀλήθειας πλησιάζει τὸν Χριστὸ (Ἐφεσ. γ, 20-21), «καθαρίζεται ἐσωτερικὰ καὶ γίνεται δεκτικὸς τοῦ πνευματικοῦ φωτός, τὸ ὁποῖο καταφωτίζει τὸ νοῦ του, ὥστε νὰ κατανοεῖ πράγματα ποὺ ὑπερβαίνουν τὶς αἰσθήσεις του» (Ἅγιος Μάξιμος Ὀμολογητής). Μόνο τὸ ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰωάν. ιστ, 13).

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καλεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἕνα εἰλικρινὴ διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό του. Σὲ μιὰ ὀδυνηρὴ μὰ καὶ συνάμα σωτήρια συνάντηση μὲ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ κρύβουμε μέσα μας, τὸν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς. Μᾶς καλεῖ νὰ βγάλουμε ἀπὸ πάνω μας σὰν ἕνα βρώμικο ροῦχο τὴν ψευτιὰ καὶ τὴν ὑποκρισία καὶ νὰ πλησιάσουμε τὸν διπλανό μας μὲ ἀγάπη, σεβασμὸ καὶ ἀνιδιοτέλεια.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ θελήσει νὰ ἀποκαταστήσει γνήσιες ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ συνάμα νὰ εἶναι ἀναπαυμένος μὲ τὴ συνείδησή του θὰ τὸ ἐπιτύχει μόνο διὰ τοῦ Μυστυρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Κατ᾿ αὐτὴν ὁ Ἅγιον Πνεῦμα «ἀναμορφώνει τὴν ψυχὴ ἡ ὁποία ἐφθάρη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κάνει ἄφθαρτη καὶ μεταβάλλει σὲ μιὰ καινούργια ζωὴ ὅ,τι πάλιωσε ἀπὸ ραθυμία καὶ ἐφθασε στὸν ἀφανισμό» (Ἁγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).

Ὁ Μακρυγιάννης ἔλεγε μὲ πόνο: « Ἀλήθεια, ἀλήθεια, πικριὰ ὅπου εἶσαι». Καὶ πράγματι, ἡ ἀλήθεια ὅταν λέγεται εἶναι πικρή. Μοιάζει σὰν τὸ νυστέρι τοῦ χειρουργοῦ ποὺ μπαίνει βαθιὰ μὲς στὸ κόκκαλο γιὰ νὰ καθαρίσει τὴν πληγή. Ἡ ἀλήθεια ὅμως πρέπει νὰ λέγεται ὁποιοδήποτε κόστος κι ἂν ἔχει. Ἡ ἀπόκρυψη τῆς ἀλήθειας, ὅσο περίτεχνα κι ἂν γίνεται, στρέφεται τελικὰ ἐναντίον τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ. Οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν: «Ἀληθείας ἔχου», δηλαδὴ νὰ εἶσαι προσηλωμένος στὴν ἀλήθεια καὶ ὁ Πυθαγόρας τόνιζε: «Τὸ νὰ κρύβεις τὴν ἀλήθεια εἶναι σάν νὰ θάβεις χρυσάφι».

῾Η ἀλήθεια εἶναι τόσο πολύτιμη πού δέν μποροῦμε νά τή θυσιάζουμε καί νά τή θάβουμε χάριν τῶν ὁποιοδήποτε σκοπιμοτήτων, ἔστω καί χάριν τῆς ὁμονοίας. «Μὴ προτίμα τὴν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας» τονίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε. 17, 492). Οὔτε καί γι᾿ αὐτήν ἀκόμα τήν ἀγάπη - τήν μητέρα καί τό θεμέλιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν- δέν πρέπει νά ἀποκρύβουμε τήν ἀλήθεια. ῎Αλλωστε χαρακτηριστικό τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον κατά τόν Μέγα Βασίλειο εἶναι «νά μήν ἐπιζητοῦμε τό δικό μας συμφέρον, ἀλλά ὅσα εἶναι συμφέροντα γιά τήν ψυχή καί τό σῶμα αὐτοῦ πού ἀγαποῦμε» (P.G. 31, 771BC).

᾿Ολέθριο ρόλο στήν ἀπόκρυψη τῆς ἀλήθεια παίζουν καί οἱ παντός εἴδους κόλακες, πού ἀφθονοῦν στίς μέρες μας καί μέ τέχνη ἀποκρύπτουν τήν ἀλήθεια "πρός ἴδιον ὄφελος". Γι᾿ αὐτό καί ὁ ᾿Ισοκράτης κάνει τήν διαχρονική ὑπενθύμιση: «Μίσει τοὺς κολακεύοντας ὥσπερ τοὺς ἐξαπατῶντας· ἀμφότεροι γὰρ πιστευθέντες τοὺς πιστεύσαντας ἀδικοῦσιν» (Πρὸς Δημόνικον, 30, 1-3). Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει πρόοδος στὴν ἐπιστήμη, ὅταν ἀποκρύπτεται ἡ ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια. Δὲν μποροῦν νὰ οἰκοδομηθοῦν σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις, ὅταν δὲν θεμελιώνονται στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη.

Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ἔχει χάσει τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸν συνάνθρωπό του. Παντοῦ κυριαρχεῖ ἡ καχυποψία. Τὸ ψεῦδος θριαμβεύει. Στὶς διαφημίσεις, στὴν ἐνημέρωση (καλύτερα γράψε: ἔμμισθη συσκότιση), στὴν πολιτική, στὶς κάθε εἴδους συναλλαγές. Κανένας δὲν εἶναι σίγουρος γιὰ κανένα. Ἡ ζωή μας κατάντησε δύσκολη ἢ καλύτερα τὴν καταντήσαμε δύσκολη, ἀνυπόφορη, ἀβέβαιη. Ὁ διπλανός μας ἔγινε ἡ κόλασή μας, ἀντὶ νὰ ἀποτελεῖ πηγὴ χαρᾶς καὶ παρηγοριᾶς.

Φτάσαμε στὸ ἄκρον ἄωτον τῆς ὑποκρισίας, ὥστε τὰ λεγόμενα ἰσχυρὰ χριστιανικὰ κράτη νὰ βαπτίζουν ξεδιάντροπα τὸν πιὸ φρικτὸ πόλεμο καὶ τὰ πιὸ ἀνηλεὴ βασανιστήρια ἀντίσταση κατὰ τῆς διεθνοῦς τρομοκρατίας κι ἄς κρύβονται ἀπὸ πίσω τὰ συμφέροντα τῶν σωτήρων τοῦ πλανήτη.

Πότε ἐπιτέλους θὰ μάθουμε νὰ μιλοῦμε τὴ γλώσσα τῆς ἀλήθειας, τὴ γλώσσα τῶν παιδιῶν ποῦ περιμένουν ἀπό μᾶς ἕναν καλύτερο κόσμο; Ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἔγραφε: «Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νά μοῦ δοθεῖ ἐτούτη ἡ χάρη». Ἐγὼ θὰ πρόσθετα «ἁπλὰ κι ἀληθινὰ καί ἐν Χριστῷ». Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μόνη ᾿Αλήθεια, ἡ Αὐτοαλήθεια.

Θὰ κλείσω μὲ τὰ λόγια τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα ᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος διετράνωνε: "῾Η ζωή ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀλήθεια ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἥλιος ἄνευ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ σύμπαντα χωρὶς Αὐτόν, -ὅλα εἶναι τρομερά ἀνοησία, ἀνυπόφορον μαρτύριον, σισύφειον βάσανον, κόλασις! Δέν θέλω οὔτε τὴν ζωήν, οὔτε τὸν θάνατον ἄνευ Σοῦ, Γλυκύτατε Κύριε! Δέν θέλω οὔτε τὴν ἀλήθειαν, οὔτε τὴν δικαιοσύνην, οὔτε τὸν παράδεισον, οὔτε τὴν αἰωνιότητα. ῎Οχι, ῎Οχι! ᾿Εσένα μόνον θέλω, ᾿Εσὺ μόνον νὰ εἶσαι εἰς ὅλα, ἐν πᾶσι, καὶ ὑπεράνω ὅλων!... ῾Η ἀλήθεια, ἐὰν δέν εἶναι ὁ Χριστός, δὲν μοῦ χρειάζεται, εἶναι μόνον μία κόλασις" (῎Ανθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, ἐκδ. ᾿Αστήρ, σελ. 183-184, ᾿Αθῆναι 1981).

Εκτύπωση κειμένου Αποθήκευση κειμένου σε '.pdf'

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου