Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Φράσεις ἀπό τὴν ἐκκλησιαστικὴ μας Γραμματεία ποὺ πέρασαν στόν λαό μας


Φράσεις από την εκκλησιαστική μας Γραμματεία



Απ’ αυτόν τον τόπο τον απέραντο σε έκταση χρόνου, από τους παραπόταμους και τα ποτάμια του, κατεβαίνει και χύνεται στην κοίτη του νεοελληνικού λόγου ένας ανεκτίμητος γλωσσικός θησαυρός, που δεν είναι φρόνιμο να τον αγνοήσουμε. Στους ήχους του ριζώνει η σκέψη του λαού μας, επενδύεται και δυναμώνει ο στοχασμός του, χαράζει και χαράζεται η ψυχική και η κοινωνική του ζωή, χρωματίζεται η φαντασία του, εδράζεται η ενεργητικότητά του, τροχίζεται η βούλησή του, ελευθερώνεται ο κόσμος του.
Σ' όλες τις περιοχές, απαντούμε φράσεις στερεότυπες παρμένες απ' την εκκλησιαστική Γραμματεία, που λέγονται «επ' ευκαιρία ή παροιμιωδώς». Οι παροιμιακές φράσεις που πηγάζουν μέσα από τον ευαγγελικό λόγο ή τα κείμενα των ιερών ακολουθιών της Εκκλησίας μας είναι αφθονότερες στη γλώσσα του λαού μας, σε αντίθεση με τις αρχαίες που συνηθίζονταν από τους μορφωμένους. Κι’ αυτό γιατί ο εκκλησιαστικός λόγος υπήρξε για αιώνες ολόκληρους το μοναδικό λόγιο άκουσμά του και η μόνη πνευματική εκδήλωση που συναντούσε και στην οποία συμμετείχε με ιδιαίτερη προσοχή και προσήλωση. Έτσι, η εκκλησιαστική φρασεολογία άρχισε να εισχωρεί στη γλώσσα του λαού. Στην περιοχή μας, ειδικότερα, έχουμε πληθώρα τέτοιων φράσεων και τούτο γιατί εδώ πάνω ευδοκίμησαν ακόμα θρησκευτικές Σχολές, κήρυξαν ονομαστοί θεολόγοι και για πολλά χρόνια ακούγονταν με κατάνυξη ο δυαδικός Λόγος του Θεού και της Ελευθερίας.
Ο Ακαδημαϊκός Φ. Κουκουλές υπογράμμισε το γεγονός τούτο για την περιοχή της Ευρυτανίας, παίρνοντας αφορμή από κάποια ευρύτερη λαογραφική δουλειά, του Μιχάλη Σταφυλά, η οποία βραβεύτηκε (βλ. περιοδικό "Αθηνά" τόμος ΝΘ΄ και ανάτυπο σελ. 341 έτους 1955).
Οι στερεότυπες φράσεις της εκκλησιαστικής Γραμματείας, ακούγονται στην περιοχή μας (κι αλλού ασφαλώς). Ο λαός δεν καταλάβαινε πάντα τα λόγια της εκκλησίας που άκουγε, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να τα εντάξει στις καθημερινές του συζητήσεις. Τα εξηγούσε όπως ήξερε και όπως ήθελε. Μ’ αυτά έκαμε παροιμίες, στόλισε τ’ αστεία του, έδωσε σοβαροφάνεια στις αλληγορίες του. Κι όλες αυτές οι χρήσεις, ακόμα και οι παρανοήσεις, πλούτισαν τη γλώσσα μας με καινούριες σημασίες.


Αγαπάτε αλλήλους: Λέγεται σαν φράση ομόνοιας και συμβιβασμού. (Από την εντολή του Χριστού προς τους μαθητές του. Ιω. ιγ΄, 34).
Άγνωστοι οι βουλαί του Κυρίου: Λέμε όταν αγνοούμε την έκβαση σημαντικών γεγονότων.
Αγρόν αγόρασι: Έδειξε μεγάλη αδιαφορία, παραμέλησε κάτι που έπρεπε να κάνει, (και αλλού βρέχει). (Ο πρώτος είπεν αυτώ: Αγρόν ηγόρασα. Λουκάς ευαγγέλιο, Λουκ. ιδ΄, 18).
Αγωνίζιτι για τουν επιούσιο: Για τα απολύτως αναγκαία. (Ματθ., στ΄, 11 & από το «Πάτερ ημών»).
Αιωνία του η μνήμη: Για κάτι χαμένο οριστικά (από τη νεκρώσιμη ακολουθία).
Άκουσον, άκουσον τι μούπι: Έκφραση απορίας ή αγανάκτησης, (Π.Δ. 2 Βασιλ., κ΄, 16).
Ακρογωνιαίος λίθους στ’ δ’λιά: Αυτός παίζει ή έχει σημαντικό ρόλο ή θέση, (1 Πέτρ., β΄6).
Αυτός, μάτια μ’, είνι αλληλούια: Λέγεται για μεθυσμένους και θέλει να πει ότι «είναι τύφλα στο μεθύσι», (αλληλούια= εβραϊκή λέξη, που σημαίνει «υμνείτε τον Κύριο»).
Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα: Λέγεται, όταν ταλαιπωρούνται τα παιδιά από αμέλειες ή σφάλματα των γονιών τους, (Π.Δ. Έξοδ., κ΄, 5).
Ανακατιμένους ου ιρχόμενους: Για να τονίσουμε μια μεγάλη ακαταστασία, (παρωδία απ' το ευαγγέλιο του Ματθαίου: Ευλογη­μένος ο ερχόμενος. Ματθ., κα΄, 9).
Άν’ξι του λάκκου τ’:
Όποιος από δικό του φταίξιμο έπαθε μεγάλη ζημιά. (Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν και εμπεσείται εις τον βόθρον ον ειργάσατο: Δαβίδ).
Άξιος ου μισθός τ’: Λέμε για να αναγνωρίσουμε την αξία της πράξης κάποιου, πολλές φορές και ειρωνικά, (Λουκ., ι΄, 7).
Απόμ' κι ιπί ξύλου κριμάμινους: Λέμε όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε πως κάποιος καταστράφηκε εντελώς, φτώχυνε, έμεινε στο δρόμο (Από το σήμερον κρεμάται επί ξύλου).
Απάν’ πούπα δόξα σοι ο Θιός, κυργιαλέησουν: Μόλις νόμισα πως κέρδισα κάτι, πως πήρα το καλλίτερο, πήρα πάλι την κάτω βόλτα. (Κύριε ελέησον, εκκλ. ύμνος).
Απεταξάμην του σατανά: Λέγεται, όταν θέλουμε να διώξουμε κάποιο κακό ή για κάτι που μας προκαλεί. (Από την ακολουθία του βαπτίσματος – κατήχηση).
Αποδήμ’σι εις Κύριον: Λέγεται για κάποιον που πέθανε.
Από Θεού άρχεσθαι: Προτροπή που επισημαίνει ότι κάθε τι αρχίζει με την επίκληση του Θεού ή ότι προηγείται στην ιεραρχία η εκκλησία. (Από κηρύγματα της εκκλησίας).
Απολωλός πρόβατου: Λέγεται για ανθρώπους που έχουν χαθεί ή έχουν παραστρατήσει, (Λουκ., ιε΄,6).
Απ’ τον κιρό τ’ Νώε: Παραπέμπει με διάθεση υπερβολής σε γεγονότα πολύ παλιά. (Π.Δ. Γεν., στ΄,9).
Ας όψιτι ου αίτιους: Ας όψεται αυτός που έγινε αφορμή να γίνει κάτι κακό, αλλά και ας έχει το κρίμα. (Όψονται εις ον εξεκέντησαν: Ιωάννης ευαγγελιστής & Ματθ., κζ’, 24).
Αυτ’ νου κόβ’ η γλώσσα τ’ σαν ψαλλίδ’: Αυτός λέει πολλά, αντιμετωπίζει με το λόγο του δυσκολίες (ηκόνησαν ως ρομφαίαν τας γλώσσας αυτών. Ψαλμοί Δαβίδ).

Αυτός λύν’ κι δεν: Όποιος έχει πολλά μέσα, γερό δόντι, είναι άνθρωπος της εξουσίας. (Όσα εάν δέσηται επί γης, έσεται δεδεμένα εν τω ουρανώ και όσα εάν λύσητε επί της γης έσεται λελυμένα εν τω ουρανώ. Ματθ.).
Αυτός πήγι κακού ν τ’ κάκ’: Πήγε κακήν κακώς, καταστράφηκε, εξαφανίστηκε (κακούς κακώς απολέσει αυτούς: Παραβολή αμπελώνας).
Αυτός χτίζ’ στουν άμμου: Δεν κάνει τίποτα, ματαιοπονεί, δεν έχει βάσεις στη δουλειά του. (Ως ωκοδομήσει την οικίαν αυτού επί την άμμον. Ματθ. ευαγγέλιο).
Βίους κι πουλιτεία: Χρησιμοποιείται για την λεπτομερή εξιστόρηση της ζωής αγίων. Σαν λαϊκή όμως έκφραση συνήθως λέγεται για τονιστεί η πολυτάραχη ζωή κάποιου.
Βρώμα κι δυσωδία: Παρεξηγημένη έκφραση από τη νεκρώσιμη ακολουθία. Εννοεί «βρωμερή υπόθεση» ή και ότι «ζούσε παραμελημένη μέσα στη βρώμα και τη δυσωδία». (Επίσης, «γυμνά οστέα ο άνθρωπος, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία. Ακολουθία Δαμασκηνού).
Γίν’ κι ανάστα ου Θιος ή ανάστα ου Κύριους: Έγινε ταραχή μεγάλη, φασαρία, θόρυβος. (Ανάστα ο θεός κρίνων την γην: Ψαλμοί).
Γίν’ κι θίατρου στουν κόσμου: Ρεζιλεύτηκε, έγινε θέατρο, εξευτελίστηκε (θέατρον εγεννήθημεν τω κοσμώ: Προς Κορινθίους επιστολή Παύλου).
Γίν’ κι θρήνους κι ουδυρμός: Έγινε φασαρία, σκοτωμός, χαλασιά. (Θρηνώ και οδύρομαι: νεκρώσιμος ακολουθία).
Γύρ’σι ου άσουτους υιός: Λέγεται για κάποιον που σπατάλησε το βιός του ή ζούσε αλόγιστα. (Παραβολή ασώτου, Λουκ., ιε΄, 11-32).
Δαβίδ και Γολιάθ: Λέμε για να δείξουμε τη μεγάλη διαφορά, τον άνισο αγώνα. (Π.Δ. 1 Βασιλ., ιζ΄, 42).
Δάσκαλι που δίδασκις κι νόμου δεν εκράτης: Λέμε για κάποιον που δίνει συμβουλές στους άλλους και για τον εαυτό του τις ξεχνά. (Ο σου διδάσκων έτερα σεαυτόν ου διδάσκεις: Ευαγγελικό).
Δεν απόμ’ κι πέτρα απάν’ τν’ αλλ’: Έγινε μεγάλη καταστροφή, δεν έμεινε τίποτα όρθιο. (Και ουκ αφίσουσιν εν σοι λίθον. Λουκ. Ιθ΄, 44 και «Ουκ αφεθήσεται λίθος επί λίθου ο ου κατολισθήσεται», ομοίως Λουκ. κα΄, 6).
Δεν είν’ άξιους ούτε τα κουρδόνια μ’ να μ’ λύσ’: Δεν είναι ικανός για τίποτα. Δεν μπορεί να συγκριθεί με μένα. (Ουκ ειμί εγώ άξιος ίνα λύσω αυτού τον ιμάντα του υποδήματος: Ευαγγελιστής Ιωάννης).
Δεν ξέρι η αριστερά σ’ τι ποιεί η δεξιά σ’: Για κάτι που γίνεται κρυφά, διακριτικά. (Ματθ., στ΄, 3. Φράση από την επί του όρους ομιλία, όπου γίνεται λόγος για την ελεημοσύνη).
Δόξα σοι ου Θεός: Ανακουφιστική αναφώνηση. Π.χ.: Ύστερα από τόσα χρόνια ξανάσανα, είπα δόξα σοι ο Θεός. (Δόξα σοι ο Θεός... εκκλησιαστικός ύμνος).
Έφ’γαν άρον άρον: Για κάτι βιαστικό, (Ιω., ιθ΄, 15).
Έδουκι απ’ του υστέρημα τ’: Το λέμε γι’ αυτόν που πρόσφερε πέραν των δυνατοτήτων του. (Λουκ., κα΄, 4. Φράση του Ιησού για την προσφορά της χήρας από το υστέρημά της).
Έδουκι τόπου στ’ν ουργή: Αυτός που υποχώρησε σε κάτι που έδειξε σύνεση. (Δι τε τόπον τη οργή: Προς Ρωμαίους επιστολή 12-19).
Είδα κύριου πρόσουπου: Είδα πρόσωπο Κυρίου, Θεού. Πήρε καλή έκβαση η υπόθεση μου, ανάπνευσα, πήρα το καλλίτερο, (διότι θέλεις προπορευθή προ προσώπου Κυρίου: Λουκ. κεφ. 1, εδαφ. 76).
Είνι μη μου άπτου. Λέγεται ειρωνικά για ανθρώπους που προσέχους πολύ την εμφάνισή τους. Σημαίνει μη με αγγίζεις. (Ιωαν., κ΄, 17. Φράση που είπε ο Κύριος στη Μαρία μετά την Ανάσταση).
Είπα κι λάλ’σα: Είπα ό,τι ήταν να πω, το διακήρυξα με παρρησία: (Ήλθον και ελάλησα αυτοίς αμαρτίαν ουκ έχω. Ιωάν. ευαγγέλιο).
Ειρήνη υμίν: Λέγεται για σταματήσει η διαμάχη κάποιων. (Ιωαν., κ΄, 19-20,21,26 & Λουκ. κδ΄, 36).
Είσι άπιστος Θωμάς: Χαρακτηρισμός του δύσπιστο, (Ιω., κ΄, 25).
Έλιωσε σαν του κηρί: Για κάτι που χάνεται και σβήνει. (Ακούγεται στον όρθρο την Κυριακή του Πάσχα).
Έμεινε εκτός νυμφώνος: Λέγεται για κάποιον που έχασε την ευκαιρία ή έμεινε έξω από κάτι. (Ματθ., κε΄, 1-13. Παραβολή των δέκα παρθένων).
Εν τόπω χλοερώ: Λέγεται για κάποιον που έχει πεθάνει. (Από τη νεκρώσιμη ακολουθία).
Επί ξύλου κρεμαμενος: Λέγεται μεταφορικά για κάποιον που είναι απροστάτευτος, σε πολύ δυσχερή θέση: «έμεινε τελείως αβοήθητος, επί ξύλου κρεμαμενος». (Γαλάτ., γ΄, 13. Φράση που εννοεί τη σταυρική θυσία του Ιησού).
Έσκ’ ’σι τα ρούχα τ’: Αρνήθηκε κάτι επίμονα, ορκιζόταν ότι δεν έχει καμιά σχέση με κάτι (Διέρρηξε τα ιμάτια αυτού. Ματθ. Κεφ. εδαφ., 65).
Έστριξαν οι κουβέντις μ’: Βγήκαν αληθινά όσα είπα. (Ίνα η γραφή πληρωθή, Ευαγγελ.).
Ήρθι μετά βαΐων: Ήρθε μεγαλοπρεπώς, επίσημα: (μετά βαΐων και κλάδων ύμνοις κραυγάζοντες. Από τη λειτουργία της Κυριακής των Βαΐων).
Ιδώ είνι γη τ’ς απαγγελίας: Λέμε για να δείξουμε πως ένας τόπος είναι πλούσιος και παραγωγικός. (Π.Δ. Γέν., γ΄, 19. Εννοείται η γη Χαναάν, που επαγγέλθηκε από το Θεό στο Μωϋσή ως τόπος εγκατάστασης των Ισραηλιτών μετά την επιστροφή τους από την Αίγυπτο).
Ιούδας ου Ισκαριώτης: Αναφέρεται στον προδότη. (Ματθ., ι’, 4).
Κάνει τ’ λευκή περιστερά: Το λέμε ειρωνικά για κάποιον που προσποιείται τον αγνό και άδολο. (Το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε στη βάπτιση του Ιησού με τη μορφή λευκής περιστεράς).
Κατ’ ιφθίαν στου πριτόριου: Τον έπιασαν και τον πήγαν κατ' ευθείαν στη φυλακή ή στο δικαστήριο. (Και ήγαγον... εις το πραιτώριον. Ιωάν. ευαγγέλιο).
Κεκλεισμένων των θυρών: Για συνάντήσεις ή συνεδριάσεις στις οποίες επιτρέπεται ή είσοδος μόνο στους άμεσα εμπλεκόμενους. (Ιωάν., κ΄, 19. Συνάντηση Ιησού με τους μαθητές του, μετά την Ανάσταση).
Κι τα καλά διχούμενα κι τα κακά διχούμινα: Λέμε, εννοώντας ότι πρέπει να δεχόμαστε αγόγγυστα όχι μόνο τα καλά μιας πράξης. (Π.Δ. Ιώβ, β΄, 10).
Κλαίει κι οδύρεται: Τη λέμε μεταφορικά για να δηλώσουμε ότι κάποιος βρίσκεται σε δύσκολη ή και απελπιστική κατάσταση. (Από στιχηρό του εσπερινού της Απόκρεω).
Κοντός ψαλμός αλληλούια: Λέγεται, για κάτι που τελειώνει σύντομα. (Η εβραϊκή λέξη «αλληλούια», σημαίνει «υμνείτε τον Κύριο» και χρησιμοποιείται ως επωδός εκκλησιαστικών ύμνων).
Κορβανάς: Ο δημόσιος κορβανάς. (Μαρκ., ζ΄, 11 & Ματθ., κζ΄, 6. Αραμαϊκή λέξη, που σημαίνει ταμείο. Αναφέρεται στον Ιούδα όταν μεταμεληθείς επέστρεψε τα αργύρια της προδοσίας).
Κουστωδία: Λέγεται ειρωνικά για τη συνοδεία κάποιου. (Ματθ., κζ΄, 65. Αναφέρεται στη φρουρά που έδωσε στους Ιουδαίους ο Πιλάτος για να σφραγίσουν τον τάφο του Ιησού).
Κρανίου τόπος: Τόπος καταστροφών, εκτελέσεων, χωρίς ζωή. (Ματθ., κζ΄, 33 & Ιωάν., ιθ΄, 17. Απόδοση στα ελληνικά της αραμαϊκής λέξης Γολγοθά = τόπος εκτελέσεως).
Κύριε ελέησον: Το λέμε ως δήλωση απορίας ή έκπληξης. (Επαναλαμβάνεται στη Θεία Λειτουργία).
Λιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί: Όταν αναφερόμαστε σε μεγάλες θεομηνίες και καταστροφές. (Ματθ., κδ΄, 7. Ο Ιησούς μιλώντας για το τέλος του κόσμου, λέει ότι θα προηγηθούν μεγάλες καταστροφές.
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι: Ειρωνευόμαστε τους αφελείς ή αδιάφορους. (Ματθ., ε΄, 3).
Μέγας εί Κύριε: Λέμε εκφράζοντας θαυμασμό ή απορία για κάτι. (Ευχή του Μεγάλου Αγιασμού).
Μέλ’ κι γάλα: Καλά, ομόφωνα, ήρεμα. «Αυτοί τάχ’ νι μέλ’ κι γάλα»: (Χαίρε πηγή εξ ης ρέει μέλι και γάλα. Ακάθιστος ύμνος. Και: ασπάζουσι χείλη σου νύμφη, μέλι και γάλα υπό την γλώσσαν σου, Άσμα Ασμάτων δ'
II).
Μετά φανών και λαμπάδων: Για κάποιον που έρχεται με λαμπρή συνοδεία για ένα ευχάριστο γεγονός. (Ιωάν., ιη΄, 3. Φράση από τη σύλληψη του Ιησού στη Γεσθημανή).
Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας: Κατάσταση ομιχλώδης ή κάτι στα πρόθυρα της καταστροφής. (Από την επιστολή του απ. Παύλου, 1 Κορινθ., ιε΄, 42).
Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε: Λέμε σε κείνους που βιάζονται να κατηγορήσουν ή να κρίνουν άλλους. (Λουκ., στ΄, 37. Συμβουλή του Ιησού στην επί του όρους ομιλίας του).
Μη μι πιλατεύεις: Μη μ’ ενοχλείς χωρίς λόγο, μη με βασανίζεις, μη με ταλαιπωρείς. (Λουκ., κγ΄, 1-25. Προήλθε από την ταλαιπωρία που υπέστη ο Ιησούς από τον Πιλάτο).
Μην του καρτιράς να πέσ’ απ’ τουν ουρανό: Μην περιμένεις κάτι δίχως να κοπιάσεις. Μην είσαι τεμπέλης, μην καρτεράς απ' τους άλλους το καλό. (Ούτος είναι ο άρτος ο καταβάς εκ του ουρανού. Κατά Ιωάννην κεφ. 6 εδάφ. 58).
Μι πέρασι απού γινεές δικατέσιρις: Μου ασχημομίλησε, μου είπε πολλά, με πείραξε. (Γενεαλογικό δέντρο Ιησού: «Γενεαί δεκατέσσερες». Ματθ. α΄, 17).
Μνήστητι Κύριϊ:
Σημαίνει: Σώσε με, μη με ξεχνάς. Όμως συνηθίζεται ως έκφραση έκπληξης, απορίας ή θαυμασμού για κάτι που συνέβη. (Λουκ., κγ’, 42. «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου», είπε ο ένας των ληστών που σταυρώθηκαν μαζί με το Χριστό).
Να απουχτήσεις τ’ αγαθά τ’ Αβραάμ (ευχή): Να πλουτίσεις, να κερδίσεις τη ζωή σου.
Ο νοών νοείτω: Όποιος μυαλό κατάλαβε. (Φράση που συναντάμε στην Καινή Διαθήκη).
Οι έσχατοι έσονται πρώτοι κι πρώτοι έσχατοι: Ανατράπηκε η κατάσταση και οι τελευταίοι γίνονται πρώτοι. (Ματθ., ιθ΄, 30 & Λουκ., ιγ΄, 30).
Οι παροικούντες εν Ιερουσαλήμ: Λέμε για να δείξουμε την αδικαιολόγητη ή προσποιητή άγνοια κάποιου για πασίγνωστα πράγματα. (Λουκ., κδ΄, 18. Εμφάνιση Ιησού μετά την Ανάσταση σε μαθητές του και απορία του Κλέοπα).
Όποιους πρόλαβι τουν Κύριουν ειϊδι: Όποιος πρόλαβε είδε το καλό, επέτυχε. (Προλαβούσαι τον όρθρον οι περί Μαριάμ).
Όσου η ανατουλή απ’ τ’ δύσ’: Είμαστε μακριά πολύ. (Όσον απέχουσιν ανατολαί από δυσμών, Ψαλμοί).
Ό,τι έσπ’ρις θα θερίϊσ’ς: Θα απολαύσεις ανάλογα με τις πράξεις σου. (Από φράση του απ. Παύλου, Γαλάτ., στ΄, 7).
Ουαί κι αλλοίμουνου: Λέγεται συνήθως απειλητικά σε κάποιους που έχουν κακούς σκοπούς.
Ουδείς προφήτ’ς στου’ν τόπου τ’: Για κάποιον που δεν αναγνωρίζεται ή υποτιμάται η αξία του στον τόπο του. (Λουκ., δ΄, 24. Λόγια του Ιησού στη Ναζαρέτ, όπου οι κάτοικοι απόρησαν για τη σοφία του).
Ου θάνατός σ’ η ζουή μ’:
Λέγεται με παρερμηνευμένη σημασία, εννοώντας ότι η καταστροφή κάποιου είναι σωτηρία για άλλον. (Φράση του Ιωάννη Δαμασκηνού, από στιχηρό εσπερινού της Κυριακής, η οποία εννοεί την αιώνια ζωή που χάρισε με τη σταύρωσή του ο Ιησούς στους ανθρώπους).
Ου ήλιους βγαίν’ για ούλουν τουν κόσμου: Όλοι έχουν το μερίδιο τους στα καλά και στα κακά της ημέρας. Καθένας με την τύχη του, όλοι είμαστε το ίδιο, δε διαφέρουν οι άνθρωποι: (Τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς.Ματθ. ευαγγέλιο).
Ούτι φουνή ούτι ακρόαση: Δεν υπάρχει σημείο επικοινωνίας, δεν πήραμε απάντηση, δεν βρήκαμε κανένα σημείο ζωής. (Π.Δ. 3, Βασιλ., ιη΄, 26).
Πανταχού παρών: Φράση που λέμε για κάποιον που συναντάμε παντού, για δείξουμε ειρωνικά την υπερβολή. (Από την Προσευχή του Παρακλήτου: «Βασιλεύ ουράνιε, … ο πανταχού παρών…»).
Παρέδοκι του πνεύμα: Κάτι που τελείωσε, πέθανε. (Ιωάν., ιθ΄, 30. Η στιγμή που ο Κύριος πέθανε ως άνθρωπος πάνω στο σταυρό).
Περί άλλα τυρβάζει: Λέγεται για κάποιον που ασχολείται με άλλα από εκείνα που θάπρεπε. (Λουκ., ι΄,41).
Περίοδος ισχνών αγελάδων: Οικονομική στενότητα, οικονομική στενότητα. (Π.Δ. Γέν., μα΄, 3. Φράση από το όνειρο που είδε ο Φαραώ και του ερμήνευσε ο Ιωσήφ).
Πρόσιξι, δρα «εκ του πονηρού»: Έχει ύποπτα κίνητρα. (Ματθ., ε΄, 37).
Προφάσεις εν αμαρτίαις: Ψεύτικες και αστήριχτες δικαιολογίες που δεν πείθουν. (Ψαλμ., 104,4).
Πύργος της Βαβέλ: Λέμε για να δηλώσουμε ασυμφωνία, πολυγλωσσία ή αδυναμία συνεννόησης. (Π.Δ. Γέν., ια΄, 6-9).
Σαν τουν άμμου τα’ θάλασσας: Πληθώρα, π.χ. Ν’ απουχτήσ’ ς τόσα πολλά σαν τουν άμμου τσ’ θάλασσας. (Ως η άμμος της θαλάσσης. Προς Ρωμαίου επιστ. Παύλου).
Στ’ ν’ άκρ τ’ γης: Πολύ μακριά. (Απ' άκρον γης έως άκρου ουρανού.Μάρκ. ευαγγέλιο).
Τα ελέη του Θεού: Λέγεται ως ευχή για την πρόοδο και την απόκτηση αγαθών. (Ευχή που διαβάζει ο ιερέας στην ακολουθία της αρτοκλασίας).
Τα καλά κι συμφέρουντα: Τη διατυπώνει ο ιερέας στη Θ. Λειτουργία, ευχόμενος ότι είναι καλό και συμφέρον για τη σωτηρία των ψυχών μας. Χρησιμοποιείται όμως διαφορετικά στη λαϊκή έκφραση για να σημειώσει ότι ενεργούμε σύμφωνα με το προσωπικό (υλικό) συμφέρον.
Τα ’καμι γης Μαδιάμ: Λέγεται για καταστροφές ή ζημιές. Τ’ ανακάτωσε όλα, τα χάλασε, τ' αναποδογύρισε, τα σκόρπισε. (Εν τη Μαδιάμ. Πράξεις Κεφ. Ι εδαφ. 29).
Τι μέλλει γενέσθαι: Δεν μπορούμε να προδικάσουμε την έκβαση μιας υπόθεσης ή τι επιφυλάσσει το μέλλον. (Φράση από την Αποκάλυψη, α΄, 19).
Τ’ ναζ’ τα ρούχα τ’,τ’ ναζ’ του γιακά’ τ’): Υπογραμμίζει πως κάποιος δεν είναι εν τάξει, δεν είναι καλός άνθρωπος: (Εξετιναξάμενος τα ιμάτια: Παύλος, πράξεις κεφαλ. 1 εδ. 6).
Τ’ν έφαϊ στο δόξα πατρί: Χτυπήθηκε κατακέφαλα. (Ακούγεται σε πολλές ακολουθίες της εκκλησίας).
Τουν πήραν άρουν άρουν: Τον πήραν γρήγορα, τον άρπαξαν παρά τη θέληση του. (Άρον, άρον σταύρωσον αυτόν: Κατά Ιωάννην, ευαγγέλιο).
Τουν έστειλ'ναν απ' τουν Άννα στουν Καϊάφα: Τον κορόιδευαν, τον έστελναν από δω κι από κει: (Και ήγαγον προς Άνναν πρώτον από του Καϊάφα (Ιωάν.).
Το ’ψαλα τουν αναβαλόμινου: Του τάπα απ' την καλή, του είπα πολλά. (Χιτώνα μοι παράσχου φωτεινόν ο αναβαλλόμενος. Ακολουθία βαπτίσματος).
Του ιδίου φυράματος: Για κάποιον που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά. (Απ. Παύλος, Ρωμ., θ΄, 21).
Του λέει μι τα χείλια κι όχι μι τν’ καρδιά: Δεν πιστεύει κάτι που λέει. (Ο λαός ούτος τοις χείλεσι με τιμά, η δε καρδία αυτού πόρρω απέχει απ' εμού).
Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής: Λέμε όταν ενώ είμαστε πρόθυμοι για κάτι, δεν έχουμε τη σωματική δύναμη ή αντοχή που απαιτείται. (Μαρκ., ιδ΄, 38 & Ματθ., κστ΄, 41. Το είπε ο Ιησούς όταν βρήκε τους μαθητές του να κοιμούνται, λίγο πριν τον συλλάβουν στον κήπο της Γεσθημανή.
Του ’ψαλι τουν εξάψαλμο:
Του έκανε πολλές επιπλήξεις και παρατηρήσεις. (Από τους έξι ψαλμούς της αρχής του όρθρου, που φαντάζουν κουραστικοί).
Χάβρα Ιουδαίων: Λέμε μεταφορικά, όταν θέλουμε να εννοήσουμε ένα χώρο συγκέντρωσης όπου μιλούν όλοι μαζί, γίνεται φασαρία και δεν ακούγεται κανένας τι λέει. (Χάβρα = εβραϊκή συναγωγή).
Χάθ’κι απού προσώπ’ γης: Λέγεται για κάποιον που έχει εξαφανιστεί. (Π.Δ. Γέν. δ΄, 14).
Χαίρε, βάθος αμέτρητον: Λέγεται μεταφορικά, για να εκφραστεί το μεγάλο βάθος ή κάτι που φαντάζει υπερβολικό, ακατανόητο και δυσερεύνητο. Ακόμα λέγεται υπαινικτικά για λοβιτούρες ή άλλες παλιοδουλειές. (Φράση επηρεασμένη από τον Ακάθιστο Ύμνο: «χαίρε, βάθος δυσθεώρατον»).
Χαράς ευαγγέλια: Λέγεται ως έκφραση μεγάλης χαράς. (Εναρκτήρια φράση του δοξαστικού των αποστίχων στον εσπερινό του Ευαγγελισμού).
Ψυχή τε και σώματι: Καταβάλλονται όλες οι ψυχικές και σωματικές δυνάμεις, σε κάτι που επιχειρείται. (Από ευχή του Μ. Βασιλείου που διαβάζεται κατά τη Θ. Μετάληψη).
Ως εκ θαύματος: Εκφράζει θαυμασμό. (Από το γ΄ απόστιχο εσπερινού Κυριακής).
Ως κόρην οφθαλμού: Λέγεται για κάτι εξαιρετικά πολύτιμο, που πρέπει να προσεχτεί. (Ψαλμ., 16, 8).
Ως πρόβατον επί σφαγήν: Για κάποιον που κατηγορήθηκε άδικα, σύρθηκε σε ταλαιπωρίες ή ζημιές. (Πραξ. Αποστ., η΄,32 & Π.Δ. Ησαΐας, 83,7).

Εκτός απ' τις παραπάνω κι άλλες πολλές εκκλησιαστικές φράσεις, που ακούγονται στην Ευρυτανία, υπάρχουν κι άλλες που δεν θα κάνουμε αναγωγή τους σε ιερά βιβλία, όπως: Αυτός πάει με το Ευαγγέλιο. Πάει με το Κυργιελέσιον. Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει. Το θηρίο της γραφής. Το θηρίο της Αποκαλύψεως. Γυρνάει από κόμπακα σε κόμπακα (κατακόμβη). Θέ μ’ φύλαμε. Σαν της λαμπρής τ’ αυγά. Τ’ παπά τ’ άχερα (για τον αστρογαλαξία). Σταυρό και βούλα. Πάψε να με ψέλνεις. Ούτ’ ου Θεός το θέλει ούτ’ ο διάουλους. Άρατα πήρατα, (άρατε πύλας). Μη στου χρωστάει ου Θεός. Βασανίζομαι σαν τον αφέντη του Χριστό. Μη με σταυρώνεις. Άλλοι παπάδες άλλα καμπλάφια. Διάολος σουφλερός. Διάολος ρεμετίσιους. Θα με ξεδοκ’ μας’ ου Θεός. Αλλουνού παπά Βαγγέλιο. Αλλουνού παπά, καμπλάφια. Σιγά τον πολυέλαιου. Το πολύ το κυργιελέησον το βαριέται κι ου Θιός. Ούτε το σταυρό σ’ να κάμ’ς ούτε το διάλο να ιδείς.

Αυτές κι άλλες φράσεις χρησιμοποιούσαν παλιότερα οι χωρικοί μας (σήμερα λιγότερο), παρμένες απ' την εκκλησιαστική Γραμματεία. Και δεν τις χρησιμοποιούσαν οι κάπως μορφωμένοι (αυτοί συνήθως τις αποφεύγουν). Μα ο λαός που τις μετέφερε «πάπου προυσπάπ'», που τις ένιωθε και που δεν τις διάβασε, μα τις άκουσε να λέγονται «παροιμοιωδώς».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 1) Μιχάλης Σταφυλάς. Άρθρο στο περιοδικό "Στερεοελλαδική Εστία", 1960.
2) Ναχόπουλος Νίκος. "Γλώσσα είναι και κυλάει…", ΛΥΔΙΑ, Θεσσαλονίκη 2004

Πηγή: http://www.evrytan.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου