Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

ΕΝΟΡΙΑ -τοῦ Πρωτοπρεσβ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


 
(Σ.Σ. Τό κείμενον αὐτό ἐδημοσιεύθη εἰς τά «Δίπτυχα» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ ἔτους 2010. Ἐπειδή ὅμως κατά τήν ἐκτύπωσιν ἔμειναν πολλά σφάλματα, ἀναδημοσιεύεται ἐδῶ εἰς τήν κανονικήν μορφήν του).
 
    Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατά τήν συνεδρία της τήν 5ην Φεβρουαρίου 2009, ἒλαβε τήν ἀπόφαση, τό εἰσαγωγικό σημείωμα τῶν «Διπτύχων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ σωτηρίου ἒτους 2010 νά ἀφιερωθῆ» εἰς τήν Ἐνορία, «ἐπί τῇ συμπληρώσει ἑκατόν (100) ἐτῶν ἀπό τῆς ψηφίσεως τοῦ πρώτου Νόμου περί Ἐνοριῶν». Ἀνέθεσε δέ τήν σύνταξή του εἰς τόν ὑπογραφόμενον, ὁ ὁποῖος πλήρης υἱικῆς εὐγνωμοσύνης ἀπεδέχθη τήν προσγενομένην εἰς αὐτόν τιμήν, ἀνταποκρινόμενος, τό κατά δύναμη, στήν σεπτή ἐντολή τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας.
 
1. Οὐσία καί γένεσις τῆς Ἐνορίας.
    Ὁ ὃρος ἐνορία, παραγόμενος ἐκ τοῦ ἐπιθέτου ἐνόριος, σημαίνει ἱστορικά τόν ἐντός ὁρίων χῶρο, μία καθωρισμένη περιοχή ἢ τοπική περιφέρεια (territorium)1. Σήμερα ὡς ἐνορία χαρακτηρίζεται κυρίως ἡ ἐκκλησιαστική περιφέρεια ἑνός ναοῦ (ἐνοριακοῦ), ἀπό τόν ὁποῖο ἀντλεῖ καί αὐτή τό ὂνομά της, ὃπως καί τό σύνολο τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, πού κατοικοῦν στήν ἲδια περιφέρεια καί συνέρχονται διά τίς ἐκκλησιαστικές συνάξεις. Ὁ σημερινός τύπος τῶν Ἐνοριῶν εἶναι πολύ νεώτερος καί διαμορφώθηκε μεταξύ ιε΄ καί ιζ΄ αἰῶνος.
    Στήν ἐκκλησιαστική πραγματικότητα ἡ βασική μονάδα ὀργανώσεως, ὁ πυρήνας τῆς ποιμαντικῆς καί διοικητικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὡς «σώματος Χριστοῦ» καί ἐν Χριστῷ κοινωνίας, εἶναι ἡ Ἐνορία. Ὡς εὐχαριστιακή σύναξις τῶν πιστῶν ἐμφανίζεται ἡ Ἐνορία, σέ ἂμεση ἀναφορά καί συνάρτηση μέ τήν Ἐπισκοπή, εἰς τήν ὁποία ὀργανικά ἀνήκει, ὡς «ἡ καθολική ἐκκλησία» στόν συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο. Ὁ πιστός ζῆ τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας στήν ζωή καί πράξη τῆς Ἐνορίας του, μέσα στήν ὁποία, ἀγωνιζόμενος καί ἁγιαζόμενος, ἑνώνεται μέ τόν Χριστόν, τόν Κύριον τῆς Ἐκκλησίας, καί τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, πραγματοποιώντας συνεχῶς τήν ἐν Χριστῷ ὓπαρξη καί ἐκκλησιαστικότητά του. Ὁ λόγος, συνεπῶς, διά τήν ἐνορία καί τήν ζωή της εἶναι κατ’ οὐσίαν λόγος διά τήν ἲδια τήν Ἐκκλησία καί τήν παρουσία της εἰς τόν κόσμον.
    Οἱ ἀρχές τῆς Ἐνορίας2 «ἐμφανίζονται λίαν σκοτειναί»3. Ἀρχικά ἡ ἐνορία ταυτιζόταν ὁριακά μέ τήν ἐπισκοπή, τήν κυρίως ἐν τόπῳ Ἐκκλησία. Ὁ ἐπίσκοπος, ἢδη ἀπό τόν α΄ αἰώνα, ἦταν ἡ ὁρατή κεφαλή τοῦ σώματος τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας, «στήν ὁποία βιώνεται ἡ πληρότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας ὡς τοῦ ἱστορικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ»4. Κατά μίαν ἐκτίμηση οἱ πρῶτες ἐνδείξεις διά τήν ἐμφάνιση τῆς ἐνορίας τοποθετοῦνται εἰς τά μέσα τοῦ γ΄ αἰῶνος5. Ἂλλοι ὃμως τήν ἀνάγουν εἰς τά μέσα τοῦ β΄αἰῶνος, «μέ τήν γένεση τοῦ θεσμοῦ τῶν χωρεπισκόπων ἢ ἐπισκόπων τῶν ἀγρῶν («χῶραι»)6. Γεγονός, πάντως, εἶναι ὃτι ἡ ἐμφάνιση τῆς ἐνορίας ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα πρακτικῶν ἀναγκῶν, ὃπως ἡ ραγδαία αὒξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν χριστιανῶν τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας. Ἒτσι προέκυψαν οἱ «πρεσβυτεροκεντρικές εὐχαριστιακές συνάξεις»7 στά ὃρια τῆς ἐπισκοπῆς. Μέ τόν λεγόμενον «ἐπιμερισμόν τοῦ συνθρόνου» διασπᾶται ἡ ἀρχικά «ἑνιαία ἐπισκοποκεντρική Εὐχαρτιστία», εἰς πολλάς πρεσβυτεροκεντρικάς τοιαύτας»8, γεγονός πού δέν ἀλλοίωσε ὃμως «τήν σχέση ἐπισκόπου καί τοπικῆς ἐκκλησίας»9. Ἡ ὑπό τόν πρεσβύτερο, συνεπῶς, ἐνορία δέν ἀποτελοῦσε «αὐτοτελῆ εὐχαριστιακήν κοινότητα, ἀλλ’ ἁπλῆ «προέκτασιν τῆς ἐπισκοποκεντρικῆς εὐχαριστίας»10. Ἡ συνείδηση αὐτή ἒμεινε στήν Ὀρθοδοξία διαχρονικά ἀμετάτρεπτη καί ἰσχύει καί σήμερα σ’ ὃλη τήν ἒκτασή της. Ἡ παρουσία τοῦ ἐπισκόπου στήν εὐχαριστιακή σύναξη τῆς ἐνορίας πραγματώνεται καί δηλώνεται μέ τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του καί κυρίως μέ τό ἀντιμήνσιον (εἱλητόν) στήν Ἁγία Τράπεζα, πού φέρει τήν ὑπογραφή του11. Μολονότι τό ἐρώτημα γιά τήν σχέση τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πρεσβυτέρου πρός ἐκείνην τοῦ Ἐπισκόπου, «ἀποτελεῖ ἓν ἐκ τῶν θεμελιωδεστέρων προβλημάτων, εἰς τό ὁποῖον ἡ ἀπάντησις δέν ἒχει πλήρως δοθῆ εἰσέτι» ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία12, ἢδη ἀπό τόν β΄ αἰώνα εἶναι γνωστή ἡ θέση τῶν πρεσβυτέρων στήν ζωή τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας καί ἡ σχέση τους μέ τόν ἐπίσκοπο ὡς ὁρατῆς κεφαλῆς της13.
    Οἱ περί ἐνορίας ἀποστολικές καί πατερικές αὐτές καταβολές ἐπέζησαν παρ’ ὃλες τίς μετεξελίξεις καί στήν μακρά πορεία τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης (Ρωμανίας). Ἀναγεννητικές προσπάθειες, ὃπως τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου (+μετά τό 1035), ἐπαναπροσανατόλιζαν χριστοκεντρικά τήν πορεία της, προβάλλοντας τόν ἐπίσκοπο (καί πρεσβύτερο) ἡσυχαστή («πνευματικόν», Α΄ Κορ. 2,5) στήν ζωή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καί θέτοντας τήν ἁγιοπνευματική ζωή καί ἐμπειρία, ὡς πορεία θεώσεως, στό ἐπίκεντρο τῆς στοχοθεσίας τῆς ἐνοριακῆς ποιμαντικῆς πράξεως.
 
2. Ἡ Ἐνορία στήν ἱστορία τοῦ Γένους
    Ἡ σημασία τῆς ἐνορίας διά τήν ζωή τῶν πιστῶν καί ἡ συμβολή της στήν ἱστορική συνέχεια, συνοχή καί ἑνότητα τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας φαίνεται κυρίως εἰς τήν μακρόσυρτη καί ποικιλώνυμη δουλεία τοῦ Γένους. Σύνολη ἡ ζωή τοῦ δούλου Γένους καί τό ὀρθόδοξο ἦθος ὡς καθολική στάση ζωῆς διεσώθη στά ὃρια τῆς ἐνοριακῆς δραστηριότητος, καί μάλιστα ὂχι μόνον πνευματικά (λατρεία), ἀλλά καί κοινωνικά, στό εὐρύτερο πλαίσιο τῆς Ἐθναρχούσης Ἐκκλησίας. Ἀκόμη καί αὐτός ὁ «πολιτικός» βίος, συστατικό ἀστασίαστο καί ἀναπόσπαστο τῆς ἱστορικῆς ταυτότητος τοῦ Γένους, διεσώθη στήν ζωή τῆς τοπικῆς κοινότητος, πού ταυτιζόταν ὁριακά μέ τήν ἐνορία.
    Στήν δουλεία ἡ ἐνορία περιέκλειε σύνολη τήν ζωή τῆς Κοινότητος. Καί οἱ ἐπαγγελματικές συσσωματώσεις, («συντεχνίες», ἐσνάφια, ρουφέτια, συντροφίες, κομπανίες κ.ἂ.) μέ τούς Ἁγίους-προστάτες τους, τόν Ναό εἶχαν ὡς ἀφετηρία καί κέντρο τῆς δραστηριότητός τους. Οἱ ἐκπρόσωποί τους μετεῖχαν στήν διοίκηση τῶν ἐνοριῶν καί τήν διαχείριση τῶν ναῶν (ἐπίτροποι λ.χ.) καί στό φιλανθρωπικό ἒργο. Στήν ἐνορία ἑορταζόταν ἡ μνήμη τοῦ προστάτου Ἁγίου τῶν συντεχνιῶν καί ἐτελοῦντο τά μυστήρια, οἱ πανηγύρεις καί τά μνημόσυνα. Ἡ ἐνορία διακρατοῦσε τήν πνευματική ζωή, κατεύθυνε τόν πνευματικό ἀγώνα, ὁδηγοῦσε στήν μετάνοια καί τήν συναδέλφωση, ἰδιαίτερα τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή (κατανυκτικός ἑσπερινός τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου) καί τό Πάσχα, μέ τήν ἀλληλοσυγχώρηση. Ὃλα τά κοινωνικά γεγονότα εἶχαν ὡς κέντρο καί ἀφετηρία τήν Θεία Εὐχαριστία καί τόν Ναό. Δραστηριότητες τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς (σπορά, ὂργωμα, θερισμός, συγκομιδή τῶν καρπῶν) καί κοινωνικά φαινόμενα, ὃπως ἡ «ξέλαση» (συμπαράσταση στίς γεωργικές καί κτηνοτροφικές ἐργασίες ἐκείνων πού ἦσαν ἐμπερίστατοι), ἡ παιδεία, μέ δάσκαλο, κατά κανόνα, τόν Παπά-ἐφημέριο, ἢ ἀτομικά γεγονότα, πού γίνονται καί κοινωνικά (γέννηση, βάπτιση, γάμος, κηδεία), μαζί μέ τίς ἂλλες λαοσυνάξεις (ἐμποροπανηγύρεις, πανηγύρεις στήν μνήμη τῶν Ἁγί­ων καί μάλιστα τοῦ τοπικοῦ Προστάτου-Ἁγίου) διακρατοῦσαν τήν ἑνότητα τῆς τοπικῆς κοινότητος. Καί στό κέντρο ὃλων αὐτῶν τῶν γεγονότων ὁ Ἐφημέριος-Παπᾶς, ὡς πνευματικός πατέρας, φίλος, ἀδελφός, σύμβουλος, συμπαραστάτης. Ὁ Κληρικός-ἐφημέριος πού παρά τήν ἒλλειψη συχνά ὑψηλοτέρας σχολικῆς παιδείας, ἦταν κατά κανόνα φορέας τοῦ πατερικοῦ πνεύματος καί τῶν ἡσυχαστικῶν πρακτικῶν (εὐχή, νηστεία, ἀγρυπνία, θυσιαστική προσφορά στό ποίμνιο-τά πνευματικά του τέκνα) καί πρωτοστατοῦσε σέ θέματα φιλανθρωπίας καί παντοειδοῦς ἀγάπης14. Εἶναι δέ γεγονός, ὃτι οὐδέποτε ὑπῆρξε χάσμα καί ἀποστασιοποίηση μεταξύ τοῦ ταπεινοῦ «Παπᾶ» καί τοῦ Λαοῦ15, ὃπως στήν δυτική φεουδαρχία. Ὁ ἑλληνορθόδοξος ἐφημέριος σήκωνε καί αὐτός τόν σταυρό τῆς δουλείας, συμμετέχοντας στά παθήματα τοῦ ποιμνίου του.
    Βέβαια, αὐτά ὡς πρός τήν ἐνορία ἲσχυαν στίς ὀθωμανοκρατούμενες περιοχές. Στόν χῶρο τῆς ἑνετοκρατίας-λατινοκρατίας (ὡς λ.χ. στά Ἑπτάνησα) «τό ἰσχύον ἐνοριακό σύστημα ... δέν κάλυπτε τό σύνολον τοῦ πληθυσμοῦ16. Παράλληλα μέ τήν ἐνορία λειτουργοῦσε συνήθως καί ἡ «ἀδελφότητα», χωρίς τά δύο αὐτά μεγέθη νά ταυτίζονται17. Στίς περιοχές ὃμως, πού βρίσκονταν στά ὃρια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, τό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, διεξαγόμενο ὑπό τήν ἂμεση μέριμνα τῆς Ἐθναρχίας, διατηροῦσε, κατά κανόνα, ὁμοιομορφία, διαρθρωμένο σέ μητροπόλεις καί ἐπισκοπές, μέ μικρότερη μονάδα διαποιμάνσεως καί διοικήσεως τήν Ἐνορία18, ἡ ὁποία δέν ἦταν μόνον ἀγροτική, ἀλλά καί ἀστική. Στά ἀστικά σύνολα, ἂν ἦταν ἐκτεταμένα, ἦτο δυνατόν νά ὑπάρχουν περισσότεροι τοῦ ἑνός ἐφημέριοι. Στήν ὓπαιθρο ὃμως συνήθως ὁλόκληρο τό χωριό εἶχε ἓνα μόνο ναό, ἀποτελώντας καί μία ἐνορία, μέ τόν κληρικό-ἐφημέριό της. Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ἲσχυε στήν πράξη ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «γινώσκω τά ἐμά καί γινώσκομαι ὑπό τῶν ἐμῶν» (Ἰω. 10,14). Τήν εὐρύτερη λειτουργικότητα τοῦ ναοῦ κατά τίς δυσχείμερες αὐτές ἐποχές, μαρτυρεῖ τό καί σήμερα συχνά σωζόμενο ὑπόστεγο μέ τά πέτρινα ἓδρανα στό προαύλιό του, ἢ καί στόν νάρθηκα, ὃπου οἱ χωρικοί συνέρχονταν διά νά «βουλευθοῦν» διά τά τοπικά ζητήματα καί νά λάβουν τίς ἀναγκαῖες ἀποφάσεις19. Ὁ ναός καθίστατο, ἒτσι, στήν πράξη τό κέντρο τῆς ὃλης ζωῆς, συνεχίζοντας καί ἐκπληρώνοντας τήν ἀποστολική (πρβλ. Πράξ. 2,42 ἑ. ΄4,32 ἑ.) καί πατερική ἀποστολή τοῦ χώρου τῆς συνάξεως.
    Μέσα ἀπό τήν διαμόρφωση τοῦ ἐθνικοῦ βίου στήν διάρκεια τῆς δουλείας προέκυψε κατά τούς τελευταίους αἰῶνες της καί ἡ σήμερα σωζόμενη εἰκόνα τῆς ἐνορίας ὡς αὐτοδιοικουμένης μονάδος ὑπό τόν ἐφημέριο καί τούς ἐπιτρόπους, ὑπό τήν πνευματική καί ποιμαντικο-διοικητική ἐποπτεία τοῦ Ἐπισκόπου-Μητροπολίτου. Ἡ λατρεία, ἀλλά καί ἡ κοινωνική μέριμνα καί προσφορά ἦταν ἡ κύρια φροντίδα τῆς ἐνορίας, ὃταν μάλιστα τό κήρυγμα ἦταν σπανιότερο. Ἡ λατρεία, ἡ μόνη λαοσύναξη πού δέν διεκόπη ποτέ, ἦταν ὁ ἀποφασιστικός παράγων πού συγκρατοῦσε τό ποίμνιο στήν ὀρθόδοξη πίστη, διαφοροποιώντας το, καί μέσω τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἀπό τά δύο κατέναντι, τό ὀθωμανικό καί τό λατινικό (φραγκικό), καί συντηρώντας τό ἑλληνορθόδοξο φρόνημα, μέ τήν συνεχή ὑπόμνηση τῆς ἱστορίας μας.
    Ὂχι σπάνια ὁ κλῆρος ἀνελάμβανε καί τήν ὑπεράσπιση τοῦ λαοῦ ἐνώπιον τῶν ὀθωμανικῶν ἀρχῶν20. Ἡ ἐθνική προσφορά ὃμως τοῦ κλήρου κορυφωνόταν στήν σχολική φροντίδα, μέ βάση τά λειτουργικά βιβλία (Ὀκτώηχος, Ψαλτήριον κ.λπ.) καί, συνεπῶς τήν διάσωση καί τῆς γλώσσης, στό λεγόμενο «κρυφό σχολειό», πού ὑπῆρξε ἱστορική πραγματικότητα, μέ τήν ἀνάδειξη τοῦ νάρθηκα ἢ τοῦ μοναστικοῦ κελλιοῦ σέ αἲθουσα διδασκαλίας, στό φῶς τοῦ λυχναριοῦ καί τῆς κανδήλας, ὡς ἀνεπίσημη, καί ὂχι πάντα εὒκολη, μέριμνα τοῦ κλήρου γιά τήν παιδεία τοῦ ποιμνίου21.
    Μόνιμο δομικό πρότυπο, πνευματικά καί κοινωνικά, ἀλλά καί κολυμβήθρα καθολικῆς ἀναβαπτίσεως καί ἀναγεννήσεως διά τήν ἐνορία ἦταν τά μοναστήρια τῆς περιοχῆς. Ὃπως σημειώνει ὁ καλός γνώστης τῆς «βυζαντινῆς» καί «μεταβυζαντινῆς» ἱστορίας τοῦ Γένους μας ἀείμνηστος Στῆβεν Ράνσιμαν: «Τό θρησκευτικό ἐπίπεδο μιᾶς περιοχῆς ἐξαρτιόταν κυρίως ἀπό τά μοναστήρια της, τά ὁποῖα παρεῖχαν τούς πνευματικούς συμβούλους καί ἐξομολόγους, ἀπό τούς ὁποίους κρεμόταν ὁ λαός τῆς ὑπαίθρου καί οἱ ἱερεῖς μαζί του»22.
    Ἡ πολεμική, ὂχι τόσο τῶν Ὀθωμανῶν, ἀλλά καί τῶν Δυτικῶν, ἐναντίον τῶν Μοναστηρίων καί τοῦ Ἀνατολικοῦ Μοναχισμοῦ ἦταν στήν οὐσία πολεμική κατά τῶν προπυργίων τῆς πατερικῆς παραδόσεως καί τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ρωμηοσύνης23. Δεδομένου δέ ὃτι οἱ Μονές διασώζουν τήν δομή τῆς Ἐκκλησίας καί τά συστατικά τοῦ βίου της, ὡς ἢδη ἐτονίσθη ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο24, ἡ χαλάρωση τῆς σχέσεως τῶν «κοσμικῶν» ἐνοριῶν μέ τά παραδοσιακά μοναστήρια τόν ιθ΄ αἰ. καί ἡ εἰσαγωγή στά ἀστικά κέντρα ἑνός «κοσμικοῦ μοναχισμοῦ» δυτικοῦ τύπου, ὡς καί ἡ ἀνάπτυξη ἑνός κοινωνικοῦ ἀκτιβισμοῦ κατά τά δυτικά πρότυπα, συνέβαλε εἰς τήν προώθηση τοῦ σχεδίου τῶν εὐρωπαϊστῶν μας διά τήν δημιουργία μιᾶς «Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας»25 ἐρήμην τοῦ παραδοσιακοῦ μοναχισμοῦ καί τῶν πνευματικῶν προϋποθέσεών του.
 
3. Νομικὴ θωράκιση τῆς Ἐνορίας στὴν Ἑλλαδικὴ Ἐπικράτεια.
    Μετά τήν ἳδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους (1830) ἡ τυπική ὀργάνωση τῆς Ἐνορίας ἀπασχόλησε ἐπανειλημμένως τήν Πολιτεία. Τό 1833 λ.χ. ἐπί βασιλέως Ὂθωνος, ἡ εὐθύνη τῶν Ἐνοριῶν ἀνετέθη εἰς τούς Δήμους, ἐξακολούθησαν δέ νά ἰσχύουν προγενέστερες διατάξεις. Σημαντικός ὃμως ὑπῆρξε ὁ Νόμος 3596/1910 «περί ἐνοριακῶν ναῶν καί τῆς περιουσίας αὐτῶν»26. Ὁ Νόμος αὐτός ἐκάλυψε ὑπαρκτά κενά καί ἐθεράπευσε τραυματικές καταστάσεις, ἦταν δέ ἒργο τοῦ πολιτικοῦ καί θεολόγου Ἀθανασίου Εὐταξίου27. Σημαντική ἦταν ἡ διά πρώτη φορά ἀπόδοση κανονικῶν δικαιωμάτων εἰς τούς λαϊκούς διά τήν ἐκλογήν τῶν πρεσβυτέρων-ἐφημερίων καί ἡ ἀναφορά στά προσόντα καί τήν μισθοδοσίαν τους ἀπό τό ταμεῖο τῶν ναῶν. Περαιτέρω, μολονότι ὁ Νόμος «ἒθετε καθόλου τάς βάσεις ὁριστικῆς τακτοποιήσεως τοῦ ἐφημεριακοῦ ζητήματος»28, «δέν ἐγένετο ὃμως ἡ πρέπουσα ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας ἐφαρμογή»29. Ἐπεξεργασία τοῦ νόμου αὐτοῦ ἒγινε τό 1923 (συμμετοχή τοῦ καθηγ. Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτου)30, ἀκολούθησαν δέ μεταγενέστερες τροποποιήσεις μέ βασική ἐκείνη τοῦ Α.Ν. 2200 τῆς 1.2.1940 «Περί ἱερῶν ναῶν καί ἐφημερίων»31.
    Τό ἐνδιαφέρον τῆς Ἱεραρχίας διά τά πράγματα τῶν Ἐνοριῶν καί βελτίωση τῆς καταστάσεως τοῦ ἱεροῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου δέν ἒλειψε ποτέ32. Σημαντική τομή πραγματοποιεῖ ὁ καί σήμερον ἰσχύων Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας (Ν. 590/1977)33, στά ἂρθρα 36.1-38.2 «Περί τῆς ἐνοριακῆς ὀργανώσεως». Ἡ ἐνορία «μετά τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ» εἶναι «βασική μονάς ὀργανώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου» καί «νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, ΝΠΔΔ» (36/1). Περαιτέρω ὁρίζονται τά περί ἐφημερίων καί τῆς μισθοδοσίας τους (ἂρθρα 37-38)34. Τό 1979 ὃμως ἐξεδόθη ὁ Κανονισμός ὑπ’ ἀριθμ. 8 , πού διέπει ἒκτοτε τό ἐνοριακό καθεστώς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τόν τίτλο: «Περί ἱερῶν Ναῶν καί Ἐνοριῶν (ἂρθρα 1-20) καί τήν ἀκόλουθη σπονδύλωση: ἂρ. 1-2: Ναοί, ἂρ. 3-6: Ἐνορίαι, ἂρ. 7-12: Περί ἐκκλησιαστικῶν Συμβουλίων, ἂρ. 13: Ἰδιόκτητοι καί προσκυνηματικοί ἱεροί Ναοί, ἂρ. 14: Ἱεροί Ναοί Κοιμητηρίων, ἂρ.15: Περί ἀνεγέρσεως Ναῶν καί ἐκτελέσεως ἐκκλησιαστικῶν ἒργων, ἂρ.16: Περί ἐκμισθώσεων καί ἐκποιήσεων, ἂρ. 17: Περί ἐρανικῶν ἐπιτροπῶν καί ἂρ. 18-20: Εἰδικαί καί ἀκροτελεύτιοι Διατάξεις35.
 
4. Ἡ Ἐνορία σήμερα: Δεδομένα καὶ προοπτικὲς
    Ὁ λόγος γιά τήν Ἐνορία σήμερα36 καί ἡ μέριμνα γιά τήν πορεία της κρίνεται ἀναγκαιότατη, ἐφόσον ἡ ἀκμή ἢ ἡ παρακμή ( κατ’ ἂνθρωπον) τῆς Ἐκκλησίας συνδέεται ἂμεσα μέ τήν κατάσταση τῆς Ἐνορίας, στά πρόσωπα καί τήν δράση της. Ζωντανή Ἐνορία σημαίνει ζωντανό ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό καί ἀνάλογη παρουσία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στήν συγκεκριμένη ἱστορική πραγματικότητα. Ἡ δόμηση τῆς ζωῆς τῆς ἐνορίας σήμερα δέν μπορεῖ νά διαφοροποιεῖται, κατά τήν οὐσία της, ἀπό ὃ,τι ἐθεμελιώθη ὑπό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί συνεχίσθηκε στήν πορεία τῶν αἰώνων ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες μας, τούς μόνους αὐθεντικούς ἐκφραστές τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς ὃλους τούς αἰῶνες. Οἱ Ἃγιοί μας εἶναι τά ἀμετακίνητα πρότυπα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ὡς «ὁλοτελοῦς» (Α΄ Θεσσ. 5,23) «ἀποτάξεως» τοῦ «ἐν τῷ πονηρῷ κειμένου κόσμου» (Α΄ Ίω. 5,19), δηλαδή τῆς ἁμαρτίας του καί «συντάξεως» μέ τόν Χριστόν, σύμφωνα μέ τόν γνωστότατο λειτουργικό λόγο: «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Αὐτό σημαίνει «παράθεσιν» ὃλου τοῦ βίου, πνευματικοῦ καί σωματικοῦ, εἰς τήν χάριν τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐνορία–Ἐκκλησία δέν τεμαχίζει τόν ἂνθρωπο καί γι’ αὐτό ἡ διακονική προσφορά της στόν ἂνθρωπο καί τήν κοινωνία εἶναι πνευματική, ἀλλά καί σωματική-ὑλική, ὡς ἀναφορά στίς δύο ὂψεις τῆς ἲδιας πραγματικότητος. Μέ αὐτήν τήν προϋπόθεση διαμορφώνεται καί ἀναπτύσσεται καί τό φιλανθρωπικό ἒργο τῆς Ἐνορίας.
    Ἡ διαμόρφωση τῆς ἐνοριακῆς-ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἢδη κατά τήν ἀποστολική ἐποχή ἒλαβε τόν χαρακτήρα μιᾶς πλήρους Θεοκρατίας, ὡς Χριστοκρατίας, μέ τήν ἀνάθεση δηλαδή ὃλου τοῦ βίου στόν Χριστόν, τόν Θεόν, Σωτῆρα καί μόνον Κύριον καί Δεσπότην τῆς Ἐκκλησίας. Στόν Χριστόν τόν ἐκκλησιαστήν μας, πού συνάγει καί «ἐκκλησιάζει» τούς πιστούς σ’ Αὐτόν, στό Πανάγιο Σῶμά Του, ἀναφέρεται καί προσφέρεται ἀδιαλείπτως ἡ ὃλη ὓπαρξή τους, διά νά ἑνώνονται μαζί Του στήν Θεία Εὐχαριστία, καί νά ἁγιάζονται, συναγιάζοντας καί τήν κοινωνία τους.
    Τήν Χριστοκεντρική αὐτή πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας εἰκονίζει καί ἐκφράζει, ἀλλά καί συνεχῶς πραγματώνει, μιά πράξη λειτουργική, πού λαμβάνει χώρα στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας. Πρόκειται γιά τήν συστολή τῶν Τιμίων Δώρων στό Ἃγιο Ποτήριο μετά τήν μετάληψη. Μέσα στό Ἃγιο Ποτήριο, τό «ἀτομικό σῶμα» τοῦ Χριστοῦ γίνεται τώρα ἓνα μέ τό «κοινωνικό»Του σῶμα. Ἡ ἐν Χριστῷ κοινωνία τῶν πιστῶν εἶναι ἢδη ὃλη συναγμένη μέσα στό Ἃγιο Ποτήριο. Ὂχι μόνο μιά κατακόρυφη κοινωνία κάθε πιστοῦ (ἀτομικά) μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ, ἀλλά καί ἡ ὁριζόντια ἐν Χριστῷ ἓνωση ὃλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος μεταξύ τους. Ἡ Ἐκκλησία–Χριστός, κεφαλή καί σῶμα, γίνεται ἒτσι, ὁρατή πραγματικότητα. Ἒτσι κατανοεῖται ὁ ὁρισμός τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γιά τήν Ἐκκλησία: «Εἰκών ... ἐστι τοῦ Θεοῦ ... ἡ ἁγία Ἐκκλησία, ὡς τήν αὐτήν τῷ Θεῷ περί τούς πιστούς ἐνεργοῦσα ἓνωσιν»37.
    Ὁ λόγος ὃμως περί θεοκρατίας στήν ἐνοριακή ζωή κατ’ οὐδένα τρόπο σημαίνει κληρικοκρατία καί φεουδαρχική ἀνθρωποκρατία, ἀλλά άναγνώριση καί ὑπαρκτική διακήρυξη, ὃτι «Εἷς ἃγιος, Εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός» στήν ζωή τῆς Ἐνορίας-Ἐκκλησίας. Κληρικοί καί Λαϊκοί συναντώμεθα στό ἓνα σῶμα, ὡς κυβερνῶσα καί κυβερνωμένη τάξη, ἀλλά ὂχι κατά τά κοσμικά πρότυπα. Καί οἱ Λαϊκοί ἒχουν τήν θεόσδοτη δυνατότητα νά ἀναπτύξουν τά χαρίσματά τους στήν διακονία τοῦ ὃλου σώματος. Ἂλλωστε τό «κυβερνᾶν» καί «κυβερνᾶσθαι» στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι δικαίωμα, ἀλλά κυρίως καθῆκον38. Στήν ἐκκλησιαστική-ἐνοριακή ζωή δέν ὑπάρχουν ἀξιώματα καί ἐξουσίες, μέ τήν κοσμική ἒννοια τοῦ ὃρου, ἀλλά λειτουργήματα καί διακονίες. Κάθε διακονία ἀπορρέει ἀπό τόν Χριστόν καί εἶναι διακονία τοῦ σώματός Του, μέ πρῶτον διάκονον Αὐτόν τόν Ἲδιον39. Ἒτσι καί στήν Θεία Λειτουργία δέν ὑπάρχουν «τελοῦντες» καί παθητικά «παρακολουθοῦντες», ἀλλά «συνεπιτελοῦντες», ἀφοῦ ἡ Λειτουργία εἶναι «λείτου ἒργον», τοῦ Λαοῦ, ὃλου δηλαδή τοῦ σώματος. Πόσον μάλιστα, πού ὁ λειτουργός, λόγῳ τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης του «τήν ἑαυτοῦ δανείζει γλῶ­τταν καί τήν ἑαυτοῦ παρέχει χεῖρα», κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον40, διά νά τελέσει ὃμως τά πάντα ὁ «ἀοράτως σύν ἡμῖν ὢν» Ἰησοῦς Χριστός. Ἐξ ἂλλου, κατά τόν ἲδιο Πατέρα, «πρόβατα καί ποιμένες» «πρός τήν ἀνθρωπίνην εἰσίν διαίρεσιν΄ πρός δέ τόν Χριστόν πά­ντες πρόβατα. Καί γάρ οἱ ποιμαίνοντες καί οἱ ποιμαινόμενοι ὑφ’ ἑνός, τοῦ ἂνω Ποιμένος, ποιμαίνονται»41.
    Ὁ ἐφημέριος στήν Ἐνορία ἐνεργεῖ σέ κάθε περίπτωση ὡς Πνευματικός Πατέρας καί «θεραπευτής» τῶν ψυχῶν τῶν πνευματικῶν του τέκνων, μέ στόχο τήν κάθαρση τῆς καρδίας, τόν ἁγιοπνευματικό φωτισμό της καί τήν θέωση. Πορεία θεώσεως εἶναι στήν οὐσία της ἡ ζωή τῆς Ἐνορίας, τελικά, μέ τήν ἒνταξη, ὃπως ἐλέχθη, συνόλου τῆς ζωῆς στόν ἐκκλησιαστικό, δηλαδή τόν ἐν Χριστῷ τρόπον ὑπάρξεως. Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν συγχρόνων προβλημάτων τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς συνδέεται ἂμεσα μέ τήν ἀναβίωση τῆς ἐσχατολογικῆς καί θεολογικῆς μας συνειδήσεως διά τήν ἀναζήτηση τῶν ριζῶν τῶν προβλημάτων καί τήν ἐπανεκτίμηση καί ἐπανερμηνεία τους, πρός ἀναζήτηση καί τῶν ὀρθῶν, στό πνεῦμα δηλ. τῆς πατερικῆς μας παραδόσεως, λύσεων. Προέχει ὃμως ἡ ἐκ νέου ἀνακάλυψη τῆς Ἐνορίας ὡς τόπου φανερώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς δυνατότητος βιώσεώς του. Πρακτικά καί νομικά μέτρα βοηθοῦν ὣς ἓνα σημεῖο, ὃταν ὃμως δέν ἀναιροῦν τό ἐκκλησιολογικό, λειτουργικό καί ἐσχατολογικό περιεχόμενό της, μεταβάλλοντάς την σέ ἓνα κοσμικό ἢ νομικό θεσμό, ἀναιρετικό τῆς ἀληθινῆς ταυτότητός της. Συχνά «οἱ Ἐνορίες μας εἶναι ἁπλῶς ἐπιβεβαίωση τοῦ ἀπρόσωπου ἢ ἀντιπροσωπικοῦ χαρακτήρα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς στίς σύγχρονες κοινωνίες» († π. Μ. Καρδαμάκης). Ὁ ἐφημέριος καλεῖται νά ξαναγίνει, ὃπου δέν εἶναι, πνευματικός πατέρας, ἀνταποκρινόμενος στίς οὐσιαστικές ἀνάγκες τῶν πνευματικῶν του τέκνων, μέ τήν ἐν Χριστῷ καί Ἁγίῳ Πνεύματι ἱεράρχησή τους.
    Τό δράμα πολλῶν Ἐνοριῶν σήμερα, ἰδιαίτερα στόν χῶρο τῆς διασπορᾶς, εἶναι ἡ μεταβολή τους ἀπό «ἐν Χριστῷ σύναξιν» σέ «κοινωνική, «ἐθνική», «πολιτιστική» ἢ ὁποιαδήποτε ἂλλη. Ὁ σκοπός ὃμως πού καλεῖται νά πραγματώσει μέ τήν ὓπαρξη καί λειτουργία της ἡ Ἐνορία, δέν μπορεῖ νά κλείνεται στά στεγανά ὁποιωνδήποτε ἐνδοκοσμικῶν συμβατικοτήτων. Ἀρχίζει μέν τήν διακονία της πρός τόν κόσμο καί τίς ἀνάγκες του, ἀλλά δέν χάνει ποτέ τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος. Αὐτό ἐξασφαλίζεται μέ τό νά μένει καί σήμερα ἡ Ἐνορία «ἐργαστήριον ἁγιότητος», ὃπως ἢθελε τήν Ἐκκλησία ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὃτι δέ αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἐν τόπῳ Ἐκκλησίας, φαίνεται ἀπό τά λειτουργικά μας βιβλία καί τό περιεχόμενό τους, πού εἶναι κοινό σέ κάθε τοπική φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας.
    Ἡ ἐπίγνωση τοῦ λόγου ὑπάρξεως τῆς Ἐνορίας θά ὁδηγήσει στήν ἐπανεύρεση τοῦ ἑαυτοῦ της. Ὁ Ναός, τότε, δέν θά εἶναι τόπος περιπτωσιακῆς συναντήσεως, ἀλλά τό κέντρο τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν. Δέν θά εἶναι ἁπλά χῶρος «τελετῶν», ἀλλά θά λειτουργεῖ, ὃπως τό «καθολικόν» στό μοναστήρι. Σ’ αὐτό ἡ λειτουργία τοῦ Ναοῦ (πνευματικότητα) συνεχίζεται στήν λειτουργία τῆς κοινῆς τραπέζης καί τά διακονήματα (ἀδελφικότητα) καί τοῦ κελλιοῦ (προσωπικός ἀγώνας). Τό ἲδιο καί στήν Ἐνορία: ἡ λειτουργία τοῦ ναοῦ ἐπεκτείνεται στίς οἰκίες τῶν ἐνοριτῶν, πού γίνονται «κατ’ οἶκον» ἐκκλησίες. Μέ τήν πρόοδο τῆς πνευματικότητος εἶναι δυνατόν αὐτό ἀρχικά σέ μιά μερίδα τοῦ ποιμνίου, ὑπάρχουν δέ δείγματα πού ἐνισχύουν τήν ἀναστάσιμη ἐλπίδα.
    Ἓνα ἀποφασιστικό βῆμα θά ἦταν ἡ ἐξεύρεση λύσεως διά τόν ἀπεγκλωβισμό τοῦ Κλήρου ἀπό τήν ὑπαλληλοποίηση, ἢ ἀρχικά τοὐλάχιστον τόν περιορισμό της. Διότι μόνο τότε ἡ ἱερωσύνη θά ἐπανεύρει τόν χαρισματικό-πνευματικό της χαρακτήρα καί ἡ Ἐνορία θά ξαναποκτήσει τόν πρός τά μέσα καί πρός τά ἒξω δυναμισμό της.
    Εἶναι, ἐξ ἂλλου, ἀνάγκη νά ὑπερβαθοῦν πραγματικά ἐμπόδια στήν ἀνάπτυξη τοῦ ἐνοριακοῦ ἒργου, ὃπως λ.χ. συμβαίνει μέ τίς «ἐνορίες μαμούθ» τῶν ἀστικῶν κέντρων42 . Ὁ στόχος ὀφείλει νά εἶναι τό πῶς ὁ ναός θά γίνει τό ἀπόλυτο κέντρο ζωῆς τῆς Ἐνορίας. Ὃλα τά ἂλλα «κέντρα», πού παράγουν οἱ ἐκσυγχρονιστικές τάσεις, ἒχουν δευτερεύουσα σημασία. Τό κύριο μέλημα ὀφείλει νά εἶναι πῶς ἡ λειτουργική σύναξη καί εὐχαριστιακή κοινωνία θά ξαναγίνει ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐνορίας. «Ἡ Λειτουργία εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐμπειρία της, τό μυστήριό της, ἡ ἐλπίδα της, ἡ στιγμή τῆς ἀλήθειάς της καί μόνο μέσα στήν Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας κατανοεῖται ἡ θέση της σ’ αὐτόν τόν κόσμο καί ἡ σχέση της μέ αὐτόν τόν κόσμο καί ἡ ὓπαρξή της «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας» ( π. Ἀλ. Σμέμαν).
Σημειώσεις:
1. Προδρόμου Ι. Ἀκανθοπούλου, Ἡ ἱστορία τῶν Ἐνοριῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κατά τήν Τουρκοκρατία, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 2.
2. Πρώτη ἱστορική ἀναφορά μέ τήν σημερινή ἒννοια σέ ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης (δ΄ αἰ.) πρός Φλαβιανόν: «Καί τινος μηνύσαντος κατά τήν ὀρεινήν αὐτοῦ ἐνορίαν διάγειν...» (PG 46,1001 Α). Μέ τήν ἒννοια μικρῆς περιοχῆς, ὃπου κατοικοῦσαν Χριστιανοί, ἀπαντᾶ καί στόν ἃγιο Ἐπιφάνιο Σαλαμῖνος Κύπρου: «... ὃς κατώκει ἐν τῇ τῆς Ἐλευθερουπόλεως Ἱερουσαλήμ ἐνορίᾳ, ἐπέκεινα τῆς Χεβρών...» (PG 41, 677C).
3. Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου (Δ. Ζηζιούλα), Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, Ἐν Ἀθήναις 19902, σ.151.
4. Βλασίου Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1992, σ. 185.
5. Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου, Ἡ ἑνότης ..., ὃπ.π., σ.175.
6. Βλασίου Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ὃπ.π., σ.189.
7. Στό ἲδιο, σ.189. Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου, ὃπ. π., σ.187.
8. Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου, ὃπ.π., σ.187, 151.
9. Βλασίου Ι. Φειδᾶ, ὃπ.π., σ.187.
10. Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου, ὃπ. π., σ.179.
11. Στό ἲδιο, σ. 183 ἑ.
12. Στό ἲδιο, σ. 157 (καί σημ. 32)
13. Στό ἲδιο, σ.169 ἑ.ἑ.
14. Βλ. ἐκτενῆ ἀνάλυση στίς εἰδικές μελέτες τῶν Προδρόμου Ἰ. Ἀκανθοπούλου, ὃπ. π., καί Ἰωάννου Ε. Ἀναστασίου, Αἱ Ἐνορίαι τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας κατά τήν διάρκειαν τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος, Ἐπιστ. Ἐπετ. Θεολογικῆς Σχολῆς Παν/μίου Θεσσαλονίκης, τ. 29, σ.9-20. Πρβλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία. Οἱ Ἓλληνες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, Ἀθήνα 2005, σ. 105 ἑ.ἑ. (=ἡ ζωή στήν Ἐκκλησία).
15. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία, ὃπ.π., σ.106
16. Σπ. Χρ. Καρύδη, Ὀρθόδοξες Ἀδελφότητες καί συναδελφικοί Ναοί στήν Κέρκυρα (15ος-19ος αἰ.), ἈΘήνα 2004, σ. 671.
17. Στό ἲδιο, σ. 675.
18. Ἰωάννου Ἀναστασίου, Αἱ Ἐνορίαι..., ὃπ.π., σ.10.
19. Στό ἲδιο, σ. 19.
20. Στό ἲδιο, σ. 19 ἑ.
21. Βλ. Κρυφό Σχολειό, μύθος ἢ πραγματικότητα; Ἒρευνα τοῦ περιοδ. ΑΡΔΗΝ (τεῦχ. 64, Ἀπρ.-Μάϊος 2007, σ. 25 ἑ.ἑ.(μέ βιβλιογραφία)
22. Στῆβεν Ράνσιμαν, Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ ( μετάφραση Κ. Παπαρρόδου), Ἀθήνα 1979, σ. 662.
23. Βλ. π. Γ.Δ.Μεταλληνοῦ, Ἡ προσφορά τοῦ Μοναχισμοῦ στό Ἒθνος, στόν τόμο τοῦ Ἰδίου, Συναντήσεις..., Ἀθήνα 2005, σ. 11-26.
24. «Οὓτως οἱ ἐν τοῖς μοναστηρίοις ζῶσι νῦν, ὣσπερ ποτέ οἱ πιστοί». Ὁμιλία στίς Πράξεις ΙΑ΄, 3 (PG 60,98).
25. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων καί ἡ διένεξη περί «Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας», στό: Στά μονοπάτια τῆς Ρωμηοσύνης..., Ἀθήνα 2008, σ. 245-266.
26. Ἀμίλκα Σ. Ἀλιβιζάτου, Οἱ Ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἐκκλησιαστικοί Νόμοι, Ἐν Ἀθήναις 1949, σ. 641 ἑ.ἑ.
27. (1849-1931) Τά βιογραφικά του βλ. στό Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό (τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν), τ. 3 (1990) σ. 392. Προηγήθηκε (1909) ὁ περί γενικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ταμείου νόμος (ΓΥΙΔ΄), διά τοῦ ὁποίου «ἐπεδιώκετο ἡ οἰκονομική περισυλλογή καί χειραφέτησις τῆς Ἐκκλησίας, ὣστε νά καταστῇ αὓτη ἱκανή νά λύσῃ τό ζήτημα τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου», Γερασίμου Ι. Κονιδάρη, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, τ. Β΄, Ἐν Ἀθήναις 19702, σ. 265.
28. Γερασίμου Ι. Κονιδάρη, στό ἲδιο, σ. 265.
29. Ἀμίλκα Σ. Ἀλιβιζάτου, ΟἹ ἱεροί Κανόνες ..., ὃπ. π., σ. 642.
30. Τὀ «σπουδαῖο» Ν.Δ. 17/12/1923. Στό ἲδιο. Πρβλ. Γ.Ι. Κονιδάρη, ὃπ. π., σ. 271.
31. Ἀμίλκα Σ. Ἀλιβιζάτου, ΟἹ Ἱεροί Κανόνες..., ὃπ. π., σ. 643 ἑ.ἑ.
32. Χαρακτηριστικοί εἶναι ἐν προκειμένῳ μία σπουδαία συζήτηση στήν Ἱερά Σύνοδο διά τόν ἐφημεριακό κλῆρο στίς 10.11.1958, μέ κύριον εἰσηγητή τόν μακαριστό Μητροπολίτη Κίτρους κυρόν Βαρνάβαν (Βλ. Θεοκλήτου Στράγκα, τ. Ε΄, Ἀθῆναι 1974, σ. 3018 ἑ.ἑ. ἐδῶ: 3074-3088), πού ὁπωσδήποτε προετοίμασε τίς περαιτέρω ἐξελίξεις.
33. Ν. 590/1977 (ΦΕΚ 146 Α΄/31.5.77).
34. Βλ. Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα Δ. Τζωρτζάτου, Οἱ βασικοί θεσμοί Διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Μετά ἱστορικῆς ἀνασκοπήσεως, Ἐν Ἀθήναις 1977, σ. 84-86.
35. Βλ. Βλασίου Ι. Φειδᾶ, Ἱεροί Κανόνες καί Καταστατική Νομοθεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1997, σ. 583-605.
36. Χρήσιμο εἶναι τό συλλογικό ἒργο Ἐνορία. Πρός μία νέα ἀνακάλυψή της, ἐκδ. «Ἀκρίτας», Ἀθήνα χ.χρ.
37. PG 91,668 B.
38. Ἀμίλκα Σ. Ἀλιβιζάτου, Τό Κανονικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1941, σ. 10.
39. Πρβλ. Ματθ. 20,18 Μάρκ. 10,45.
40. PG 62,204.
41. PG 52, 784. Βλ. ἐκτενῶς στό: Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Ἡ θέσις καί ἡ διακονία τῶν Λαϊκῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Ἐν Ἀθήναις 1976 καί Τοῦ Ἰδίου, Δογματικῆς Τμῆμα Ε΄, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι 1973, σ. 430-518, ὃπου καί περαιτέρω βιβλιογραφία.
42. Βλ. Εὐθυμίου Στύλιου (τιτουλάριου Μητροπολίτου Ἀχελώου), Τό σύγχρονον ἀστικόν περιβάλλον ὡς ποιμαντικόν πρόβλημα, Ἀθῆναι 1980.
 
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» ΑΡ. ΦΥΛ. 1817-1820
Διαδίκτυο:http://www.pmeletios.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου