Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ

Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού

(Απόσπασμα από κεφάλαιο Γ΄)

17
 Λίγο προτού αφήσω το Ιρκούτσκ πήγα να δω τον πνευματικό μου πατέρα, με τον οποίο πολλάκις είχα συζητήσει, για να του πω αυτή τη φορά:
 - «Πηγαίνω στην Ιερουσαλήμ, και ήλθα να σε ευχαριστήσω για την χριστιανική σου αγάπη προς εμένα, ένα φτωχό προσκυνητή».
 - «Ο Θεός να ευλογήσει το ταξίδι σου», απήντησε. «Πώς, όμως, συνέβη, ώστε ποτέ να μη μου πεις τίποτε για τον εαυτό σου, ποιος είσαι και από που έρχεσαι; Έχω ακούσει ένα σωρό για τα ταξίδια σου, αλλά θάθελα να γνωρίζω κάτι και για το μέρος που γεννήθηκες καθώς και για την ζωή σου προτού γίνεις προσκυνητής».
- «Γιατί όχι; Με μεγάλη ευχαρίστηση», απήντησα, «θα σου πω το κάθε τι, άλλως τε δεν είναι ζήτημα που θα μας απασχολήσει πολλή ώρα.
Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό της περιοχής της διοικήσεως του Ορέλ. Μετά τον θάνατο των γονέων μας μείναμε μόνοι εγώ και ο αδελφός μου, αυτός δέκα χρόνων κι εγώ δύο. Μας ανέθρεψε ο παππούς μας, που ήταν ένας καλός και πλούσιος γέρος, ιδιοκτήτης ενός πανδοχείου στα μισά ενός δρόμου. Χάρις στην καλή καρδιά του παππού μου, πολλοί ταξιδιώτες τον προτιμούσαν και σταματούσαν εκεί. Ο αδελφός μου, που ήταν πολύ παλιόπαιδο, περνούσε τον περισσότερο καιρό γυρίζοντας εδώ και εκεί στο χωριό, αλλά εμένα μου άρεσε καλύτερα να μένω κοντά στον παππού μου.
Τις Κυριακές και τις γιορτές πηγαίναμε μαζί στην εκκλησία. Εις το σπίτι ο παππούς συνήθιζε να διαβάζει την Αγία Γραφή, αυτή την ίδια που έχω εγώ τώρα. Όταν ο αδελφός μου μεγάλωσε, άρχισε να πίνει. Μια φορά όταν ήμουν επτά χρόνων και είμαστε οι δυο ξαπλωμένοι κοντά στη θερμάστρα, μ’ έσπρωξε τόσο πολύ, ώστε κατρακύλησα και πέφτοντας κτύπησα το αριστερό μου μπράτσο στις σκάλες, τόσον, ώστε πια δεν κατέστη δυνατόν να το χρησιμοποιήσω, επειδή από τότε στην πραγματικότητα το χέρι μου παρέλυσε. 
Ο παππούς μου βλέποντας ότι ύστερα από αυτό, ποτέ δεν θα μπορούσα να εργασθώ στην γη, με έμαθε να διαβάζω. Μη έχοντας άλλο βιβλίο για αναγνωστικό χρησιμοποιούσε την Αγία Γραφή. Με

δίδαξε το αλφάβητο, με έμαθε να φτιάχνω λέξεις και να διακρίνω τα διάφορα γράμματα, όταν τα έβλεπα. Χωρίς να καταλάβω επαναλαμβάνοντας συνεχώς ό,τι διάβαζε αυτός, έμαθα σιγά – σιγά και ύστερα από κάμποσο χρονικό διάστημα, μπορούσα να διαβάζω ελεύθερα. 
Αργότερα, όταν το φως του παππού μου άρχισε να ελαττώνεται, με έβαζε συχνά να του διαβάζω δυνατά από την Αγία Γραφή και με διόρθωνε όταν έκανα λάθη. Την εποχή αυτή, συνήθιζε και ένας κύριος γραμματισμένος, να έρχεται συχνά στο πανδοχείο μας. Έγραφε πολύ ωραία γράμματα και μου άρεσε να τον βλέπω όταν καλλιγραφούσε. Αντέγραφα το γράψιμό του και αυτός άρχισε να με διδάσκει. Μου έδωσε χαρτί και μελάνη, μου έφτιαξε πέννες από φτερά κι έτσι έμαθα να γράφω πολύ καλά. 
RussianSchemamonkΟ παππούς μου ήταν πολύ ευχαριστημένος και μια μέρα μου είπε τα εξής: «Ο Θεός σού έδωσε το χάρισμα της μαθήσεως που θα σε κάνει άνθρωπο. Να δοξάζης, λοιπόν, το όνομά Του και να προσεύχεσαι συχνά». Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε σ’ όλες τις ακολουθίες της εκκλησίας, συχνά δε κάναμε προσευχές και στο σπίτι. Εμένα μούπεφτε πάντοτε στη σειρά μου να διαβάζω τον πεντηκοστό ψαλμό, την ώρα που ο παππούς μου και η γιαγιά μου έκαναν μετάνοιες και γονάτιζαν. Όταν ήμουν δέκα επτά ετών η γιαγιά μου πέθανε. Ο παππούς έπειτα από αυτό, μου είπε:“Το σπίτι μας δεν έχει πια οικοδέσποινα και αυτό είναι άσχημο πράγμα. Ο αδελφός σου είναι ελεεινός. Φροντίζω, λοιπόν, να σου βρω μια γυναίκα να παντρευτείς”. Εγώ ήμουν αντίθετος στην σκέψη του αυτή, λέγοντάς του ότι ήμουν ένας ανάπηρος, αλλά ο παππούς μου δεν υποχωρούσε. Βρήκε μια καλή κοπέλα είκοσι χρόνων, και παντρευτήκαμε. Έπειτα από ένα χρόνο ο παππούς μου αρρώστησε βαριά. Γνωρίζοντας ότι ο θάνατός του ήταν κοντά, με κάλεσε και με αποχαιρέτησε, λέγοντας: “Σου αφήνω το σπίτι μου με όλα όσα έχει. Να είσαι τίμιος, ευσυνείδητος, να μην απατήσεις ποτέ άνθρωπο και πάνω απ’ όλα να προσεύχεσαι τακτικά, για το κάθε τι, για όλα που ο Θεός μας δίνει. 
Μόνον σ’ αυτόν να εμπιστεύεσαι τα πάντα συ και η γυναίκα σου· να πηγαίνετε τακτικά στην εκκλησία, να διαβάζετε την Αγία Γραφή και να θυμάστε την γιαγιά σας κι εμένα στις προσευχές σας. Να και τα χρήματά μου. Είναι χίλια ρούβλια χρυσά και σου τα χαρίζω. Φρόντισε να μην ξοδέψεις άσκοπα ούτε ένα από αυτά, φρόντισε να μη σου κυριεύσουν την ψυχή και δώσε μερικά στους φτωχούς και στην Εκκλησία». Μετά λίγες ημέρες απέθανε και τον κηδεύσαμε σεμνά.
Αλλ’ ο αδελφός μου, με φθόνησε φοβερά επειδή όλη η περιουσία έγινε δική μου. Ο θυμός του εναντίον μου μεγάλωνε συνεχώς και ο Σατανάς τον παρότρυνε τόσο στο μίσος του εναντίον μου, ώστε σχεδίαζε να με σκοτώσει. Τελικά δεν με σκότωσε αλλά έκανε το εξής: Μια νύχτα ενώ κοιμόμαστε, μη έχοντας πελάτες στο πανδοχείο, διέρρηξε το δωμάτιο μέσα στο οποίο είχαμε τα λεφτά, τα επήρε από το μπαούλο κι έπειτα έβαλε φωτιά.
Η φωτιά ξαπλώθηκε σ ‘ όλο το σπίτι χωρίς να το καταλάβουμε, μόλις δε κατορθώσαμε εγώ κι η γυναίκα μου να γλυτώσουμε, πηδώντας μέσα στις φλόγες από ένα παράθυρο, φορώντας μόνο τα ρούχα του ύπνου. Η Αγία Γραφή ήταν κάτω από το μαξιλάρι μας, μα με όλη την παραζάλη κατόρθωσα να την πάρω μαζί μου. Καθώς βλέπαμε το σπίτι μας να καίγεται,είπαμε ο ένας στον άλλο. «Δόξα τω Θεώ που σώσαμε τη ζωή μας και την Αγία Γραφή, για να την έχουμε παρηγοριά, στις συμφορές που μας βρήκαν». Έτσι ό,τι είχαμε και δεν είχαμε το χάσαμε και ο αδελφός μου εξαφανίστηκε χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος. Αργότερα μάθαμε ότι μεθυσμένος κάποτε κόμπαζε, λέγοντας με τι τρόπο πήρε τα χρήματα και έκαψε το σπίτι.
monk«Συγκινούμαι τόσο πολύ από την ανάγνωση της Αγ. Γραφής»! Εκτελούσαμε όσα ο παππούς μας, μας είχε παραγγείλει, νηστεύαμε συχνά, κάθε πρωί λέγαμε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και την νύκτα κάναμε εκατό μετάνοιες ο καθένας, για να αποφύγουμε το πέσιμό μας σε πειρασμό. Έτσι ζήσαμε ήρεμα δυο ολόκληρα χρόνια. Αλλά αυτό που είναι εκπληκτικό, είναι το γεγονός, ότι αν και δεν καταλαβαίναμε, επειδή δεν είχαμε ακούσει τίποτε για την εσωτερική προσευχή της καρδιάς, παρά προσευχόμασταν με το στόμα μόνον και με τις μετάνοιες χωρίς βαθύτερη σκέψη, σαν κούκλες που κάνουν παιγνίδια, παρ’ όλα αυτά, η επιθυμία για γνήσια προσευχή υπήρχε μέσα μας και οι μακρές προσευχές που τις λέγαμε χωρίς να τις καταλαβαίνουμε, δεν μας κούραζαν, αλλά πραγματικά μας άρεσαν. Η καθαρή αλήθεια είναι, όπως ένας διδάσκαλος μου είπε κάποτε, ότι η μυστική Προσευχή πάντοτε κρύβεται μέσα στην ανθρώπινη καρδιά. Ο άνθρωπος τις περισσότερες φορές δεν το γνωρίζει αυτό, αλλ’ αυτή εργάζεται κατά τρόπο μυστηριώδη μέσα στην ψυχή και προτρέπει σε εκδήλωση, ανάλογα με του κάθε ανθρώπου την γνώση και την δύναμη.    Μείναμε γυμνοί και κατεστραμμένοι, σχεδόν ζητιάνοι.

Δανειστήκαμε μερικά χρήματα, φτιάξαμε μια μικρή καλύβα και αρχίσαμε να ζούμε όπως οι ακτήμονες χωρικοί. Η γυναίκα μου ήταν προκομμένη κι άρχισε να πλέκει, να υφαίνει και να ράβει. Είχε πολλή δουλειά κι έτσι συντηρούσε υποφερτά τον εαυτό της κι εμένα.
Εγώ με την πάθηση του χεριού μου δεν ημπορούσα ούτε σκέτα ξυλοπάπουτσα να φτιάχνω. Έτσι καθόμουνα δίπλα της όταν δούλευε και της διάβαζα κομμάτια από την Αγία Γραφή. Άκουγε πάντα με προσοχή και ευλάβεια και μερικές φορές έκλαιγε. Όταν ερωτούσα γιατί έκλεγε, λέγοντάς της, ότι ο Θεός μας χάρισε το πολυτιμότερο αγαθό, τη ζωή, αυτή μου απαντούσε:
Ύστερα από δύο χρόνια που ζήσαμε έτσι, η σύζυγός μου αρρώστησε με υψηλό πυρετό. Την κοινωνήσαμε και την ενάτη ημέρα της αρρώστιας απέθανε. Τώρα ήμουν ολομόναχος στον κόσμο. Δεν ημπορούσα να κάμω καμιά εργασία κι έπρεπε συγχρόνως να ζήσω· μα και η ζητιανιά μου φαινόταν ασυνείδητο πράγμα. Εκτός αυτού είχα τόση λύπη για το θάνατο της γυναίκας μου, ώστε δεν ήξερα τι να κάμω.
Όταν πήγαινα μέσα στην καλύβα κι έβλεπα τα ρούχα της, πνιγόμουνα στα δάκρυα τόσο, που δυο – τρεις φορές, έπεσα κάτω αναίσθητος. Κατάλαβα, λοιπόν, ότι δεν ημπορούσα πια να ζήσω στο μέρος αυτό. Πούλησα την καλύβα μου για είκοσι ρούβλια και έδωσα τα λίγα ρούχα της γυναίκας μου στους φτωχούς. Επειδή ήμουν ανάπηρος, οι αρχές του τόπου μου δώσανε ένα διαβατήριο, το οποίον με ελευθέρωνε από κάθε δημόσια υποχρέωση και έτσι παίρνοντας μαζί μου την Αγία Γραφή άρχισα τα ταξίδια χωρίς να ενδιαφέρομαι πού πηγαίνω. Έπειτα από λίγο καιρό άρχισα να σκέπτομαι που θα μπορούσα να πάγω και είπα με τον εαυτόν μου:
Πρώτα απ’ όλα θα πάγω στο Κίεβο, θα προσκυνήσω εκεί τα μέρη αυτών που ευαρεστήσανε το Θεό και θα τους παρακαλέσω να με βοηθήσουν στα βάσανά μου.
Κάνοντας τις σκέψεις αυτές, άρχισα να αισθάνομαι καλύτερα και γέμισε η ψυχή μου από ανακούφιση, αρχίζοντας το ταξίδι μου για το Κίεβο. Από τότε, δέκα τρία ολόκληρα χρόνια έχω περάσει ταξιδεύοντας από τόπο σε τόπο, κι έχω προσκυνήσει σε πάμπολλες εκκλησίες και σε μοναστήρια, αλλά τον τελευταίο καιρό έχω περπατήσει περισσότερο μέσα σε λιβάδια και στέπες. Δεν ξέρω αν ο Θεός θα ευδοκήσει να πάω στην Ιερουσαλήμ. Εάν αυτό είναι η θέλησή Του, τα αμαρτωλά μου κόκαλα θα αναπαυθούν εκεί.
«Και πόσων χρονών είσαι τώρα»;
«Τριάντα τριών».
«Ώστε, αγαπητέ μου αδελφέ, έχεις φθάσει την ηλικία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού»!
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ Π. ΚΑΡΑΝΙΚΟΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Έκδοση 18η
Πηγή:http://anavaseis.blogspot.com

Πρόσφατα άρθρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου