Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

᾿Εμείς θά ζήσουμε κι ἄς εἴμαστε φτωχοί -Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ (κριτική βιβλίου)

Στα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου πρωταγωνιστεί η σύγχρονη φτωχολογιά των παραδοσιακά προλεταριακών προαστίων του Πειραιά, όπως η Νίκαια, η Χαραυγή, η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι.
O όρος «φτωχολογιά» μπορεί να παραπλανήσει, γιατί παραπέμπει σε εικόνες εξαθλίωσης άλλων εποχών, από τις οποίες και προέρχεται. Οι ήρωες του Οικονόμου δεν ζουν σε τρώγλες ή χαμόσπιτα ή συστάδες δωματίων γύρω από φτωχικές αυλές αλλά σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, πολλοί από αυτούς έχουν ένα έστω φτηνό αυτοκίνητο, τσιτάρουν στίχους από ροκ συγκροτήματα μάλλον παρά από λαϊκά τραγούδια, βλέπουν τηλεόραση και ξέρουν μέσες άκρες τι συμβαίνει αλλού. Εργάτες, υπάλληλοι, μικροεπαγγελματίες, ό, τι και αν είναι, έχουν παραστάσεις ενός πλατύτερου κόσμου και «απολαμβάνουν» μια ελάχιστη, επισφαλή μικροαστική άνεση. Αλλά η φτώχεια τους γίνεται πραγματική και απόλυτη, από τη στιγμή που τους καταπλακώνει η ξαφνική ανεργία ή το βάρος των χρεών ή και τα δυο μαζί.

Νά λοιπόν ένα πρώτο πράγμα που μας κάνει να προσέξουμε τα διηγήματα του Οικονόμου: εκθέτουν τη δυστυχία των μικροαστικοποιημένων και αποπτωχευμένων λαϊκών τάξεων εντός του χρόνου και του χώρου, μια σύγχρονη, σύνθετη και απόλυτα συγκεκριμένη εκδοχή της φτωχολογιάς, όχι μια αφηρημένη, ιδεοτυπική εικόνα της έξω από οποιαδήποτε ιστορικά συμφραζόμενα.

Ο κόσμος των λαϊκών στρωμάτων έχει εκλείψει από την πεζογραφία μας, καθώς ο κύριος όγκος της παράγεται πια από συγγραφείς νεότερων γενεών με διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο, χωρίς σχετικά βιώματα και με άλλου είδους ευαισθησίες. Είναι, γι΄ αυτό, αξιοπρόσεκτο ότι ένας νέος πεζογράφος (ο Οικονόμου γεννήθηκε το 1970 και το Κάτι θα γίνει,θα δεις είναι μόλις το δεύτερο βιβλίο του) στράφηκε σ΄ αυτό το αγνοημένο θέμα και μάλιστα δείχνει την ικανότητα να το παρουσιάζει εκ των ένδον, με κατανόηση της γλώσσας λεπτομερειών που ένας περαστικός θα προσπερνούσε και συναισθημάτων που μένουν βουβά ή εκφράζονται με αινιγματική ελλειπτικότητα. Είναι και αυτό ένα σημάδι του γενικότερου αναπροσανατολισμού της λογοτεχνίας μας, για τον οποίο μου δόθηκε επανειλημμένα η αφορμή να μιλήσω τον τελευταίο καιρό.

Τo σκηνικό: καταθλιπτικά γνώριμο, γκρίζο, αλλά τόσο υποβλητικά ζωγραφισμένο και με τόση αίσθηση για το παραξένισμα που μπορεί να προκαλέσει το οικείο και καθημερινό όταν η τρικυμισμένη ψυχή εκτρέπει το βλέμμα από τις συνήθειές του, ώστε η μουντάδα του μεταρσιώνεται σε ποιητική εικόνα με αναπάντεχες, συγκινητικές αποχρώσεις. Μικροαστικές πολυκατοικίες, εδώ κι εκεί ταπεινές μονοκατοικίες, παλιά μαγαζιά και αποθήκες, γιαπιά, άδεια οικόπεδα με ξεθωριασμένες διαφημιστικές επιγραφές, δρόμοι με σκονισμένες μουριές και νεραντζιές, στο βάθος το λιμάνι και η θάλασσα, τόσο κοντινή και όμως τόσο μακρινή. Παγωνιές που χαρακώνουν την άνεργη ζωή, μαύρα σύννεφα που κουβαλούν τρόμο, καύσωνες που διαλύουν την ύπαρξη, καλοκαιρινές καταιγίδες και χειμωνιάτικες ζέστες με ανομβρίακαιρός με τις ακραίες διακυμάνσεις που προκαλούν οι κλιματικές αλλαγές της εποχής μας, σαν σαδιστική υπόκρουση στην ανασφάλεια των ανθρώπων για τους οποίους μιλάει ο Οικονόμου.

Τα δράματα των ανθρώπων αυτών δεν έχουν κατάληξη, ούτε ευτυχή ούτε τραγική. Συνεχίζονται πέρα από το τέλος των διηγημάτων. Όταν μπούμε στο κλίμα αυτών των ιστοριών, οι οποίες είναι πιο πολύ στιγμιότυπα, μαθαίνουμε να εκτιμούμε τη συγκεκριμένη επιλογή του συγγραφέα. Εκείνο που μετράει είναι ό, τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή, με όλο το φορτίο του σε συναισθήματα και σημασίες, όχι το τι θα γίνει έπειτα, παρόλο που το «κάτι θα γίνει, θα δεις» του τίτλου μπορεί να υποδηλώνει μια ακαθόριστη αισιοδοξία (και λέω «μπορεί», επειδή υπάρχει και η άλλη, η ειρωνική εκδοχή). Αλλά η αληθινή αισιοδοξία που αποπνέουν αυτά τα διηγήματα πηγάζει από τη βαθύτερη αξιοπρέπεια και περηφάνια των λαϊκών χαρακτήρων τους, από την ακατάβλητη θέλησή τους να προχωρήσουν, από την άρνησή τους να παραιτηθούν από τον εαυτό τους. Οι άνδρες σ΄ αυτό το βιβλίο φορούν πάντα μπότες (που δεσπόζουν και στο εξώφυλλο, πλάι σ΄ ένα ζευγάρι λερωμένες γόβες). Οι μπότες, σκέφτεται ένας από αυτούς, τον κάνουν να νιώθει σαν να φοράει πανοπλία, τα παπούτσια τα σιχαίνεται, είναι ντροπή για έναν άνδρα να δείχνει τις κάλτσες του.

Ο Οικονόμου δεν υποδεικνύει ούτε, πολύ περισσότερο, προπαγανδίζει λύσεις. Δεν φλερτάρει με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ούτε υιοθετεί καταγγελτικούς τόνους. Δεν ενδίδει ούτε στιγμή στο μελό, από την άλλη όμως δεν επιδίδεται σ΄ έναν στεγνό, χειρουργικό νατουραλισμό. Τα διηγήματά του πάλλονται από μια διακριτική, αλλά άμεση και ζωηρή συμπάθεια για τα πάσχοντα πρόσωπά τους, συμπάθεια τόσο μεταδοτική ώστε θα μπορούσαμε να πούμε ότι έμμεσα εξασκούν πολιτική επίδραση. Γνωρίζουν και αξιοποιούν θαυμάσια τη δύναμη της μεταφοράς, γνωρίζουν όμως και τη δύναμη της σιωπής. Ο τρόπος που η γραφή του Οικονό μου χρησιμοποιεί τη σιωπή βρίσκει ένα ωραίο οπτικό αντίστοιχο στη σκηνή από το διήγημα «Πλακάτ με σκουπόξυλο» όπου ο πρωταγωνιστής, πνιγμένος στο πένθος και την οργή για τον χαμό ενός στενού φίλου του σ΄ ένα εργατικό ατύχημα, πηγαίνει και στέκεται έξω από το μοιραίο γιαπί κρατώντας υψωμένο ένα πρόχειρο πλακάτ που δεν γράφει τίποτα πάνω του: το άγραφο πλακάτ είναι μια διαμαρτυρία ηχηρότερη από οποιοδήποτε σύνθημα.

Η γλώσσα αυτών των διηγημάτων βασίζεται στην προφορική ομιλία των λαϊκών στρωμάτων της περιοχής, αλλά δεν είναι μαγνητοφωνικά πιστή απόδοσή της. Είναι φανερή η προσεκτική επεξεργασία της από τον συγγραφέα, όχι τόσο σε επίπεδο λεξιλογίου όσο σε επίπεδο δομής του λόγου, έτσι όμως ώστε να παραμένει πειστική, δεδομένου ότι η αφήγηση γίνεται με εσωτερική εστίαση, δηλαδή από τη σκοπιά των ίδιων των χαρακτήρων. Ο Οικονόμου εμφυτεύει συχνά σ΄ αυτό τον λόγο εντυπωσιακά χυμώδεις αποφθεγματικές προτάσεις, πιστές στο πνεύμα των προσώπων του, αλλά όχι απαραίτητα και στη ρητορική ικανότητά τους. Τέλος, τα διηγήματα του Κάτι θα γίνει, θα δειςαναδεικνύουν την ομορφιά ενός κόσμου που σχεδόν όλοι οι εξωτερικοί παρατηρητές θα χαρακτήριζαν άσχημο. Γιατί η ομορφιά δεν υπάρχει τόσο στα πράγματα όσο στον τρόπο που τα βλέπουμε, στη σχέση που έχουμε με αυτά. Όταν, στο διήγημα που έδωσε τον τίτλο του στη συλλογή, η Νίκη αναρωτιέται τι θα έκανε αν κάποτε αναγκαζόταν να φύγει από τη γειτονιά όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ακολουθεί μια νοερή, σπαρακτικά συγκινητική περιπλάνηση του βλέμματός της ανάμεσα σε ρολά ρημαγμένων ψιλικατζίδικων, κολόνες της ΔΕΗ γεμάτες αφίσες, ενοικιαστήρια και κηδειόσημα, τις μουριές και τις νεραντζιές των δρόμων, παγκάκια σε πλατείες, ορφανές βέσπες πεθαμένων γειτόνων, θολές τζαμαρίες κουρείων, σμπαραλιασμένες καγκελόπορτες. Είναι το χάδι του βλέμματος, το χάδι της μνήμης που κάνει όλα αυτά τα πράγματα όμορφα.

Πηγή: http://www.tanea.gr(Σάββατο, 3 Ιουλίου 2010, Βιβλιοδρόμιο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου