Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Εὐφροσύνου τοῦ Μαγείρου (11 Σεπτεμβρίου) / τοῦ ᾿Αρχ.Νικοδήμου Παυλόπουλου, Καθηγουμένου .῾Ι. Μ. ῾Αγίου ᾿Ιγνατίου - Λειμῶνος Λέσβου ( ἀπό τό βιβλίο του «῾Εορτοδρόμιον»)



***
Μάγειρος Άγιος
Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, μαζί με την οσία Θεοδώρα, τη εν Αλεξάνδρεια, η οποία εξαπάτησε τον άνδρα της και υστέρα σ' όλη της τη ζωή έδειξε έργα άξια μετανοίας και με τη φυγή και την άσκησι βρήκε έλεος παρά Κυρίου και αγίασε, εορτάζομε και τη μνήμη ενός οσίου, Μαγείρου στο διακόνημα.
Ήταν άνθρωπος απλός, από αγροίκους γονείς γεννημένος αγράμματος και «ιδιώτης τον λόγον». Είχεν όμως θείον έρωτα μέσα στη ψυχή του και απλότητα καρδίας.
Δεν ήθελε να απολαμβάνη τις ψεύτικες χαρές του κόσμου τούτο», όπως τόσοι άλλοι αφελείς και ανόητοι πού μη έχοντας υψηλότερου σκοπούς και στόχους στη ζωήν τους ζουν βίο κτηνώδη και ικανοποιούν όλες τους τις ορμές χωρίς κανέναν έλεγχο και χαλινάρι.
Επροτίμησεν ο Ευφρόσυνος να ζη κοντά σε Μοναχούς, ανθρώπους αφιερωμένους στο Θεό για να μορφώνεται κι' εκείνος πνευματικά μαζί τους και να απολαμβάνη τις πνευματικές χαρές τους. Δεν αισθάνεται βέβαια και ο ίδιος τον εαυτό του ισότιμο με τους Μοναχούς πού με επίγνωσι εξεπλήρωναν τα Μοναχικά τους καθήκοντα, αλλά πολύ κατώτερο από όλους, και τον έφθανεν ότι τον καταδεχόταν να τον έχουν βοηθό στο μαγειρείο, υπηρέτη και διάκονο τους.
Στη δουλειά του ήταν πάντοτε πρόθυμος και πραγματικά έλιωνε στο καθήκον, «τω μαγειρείω προστετηκώς» όπως λέγει το Ιερό Συναξάριο. Και όμως οι Μοναχοί τον είχαν σε κατώτερη μοίρα, τον επείραζαν, τον εκορόϊδευαν και ο Ευφρόσυνος καθόλου δεν πειραζόταν «παρορώμενος πολλά και μυκτηριζόμενος».
Ένας Ιερομόναχος από τη συνοδεία εκείνη πού είχε περισσότερη καθαρότητα  και ευαρεστούσε ενώπιον του Κυρίου παρακαλούσε τον Κύριο να του αποκάλυψη τα αγαθά τα όποια απολαμβάνουν μέσα στον παράδεισο οι αγαπώντες το Θεό και ευαρεστούντες ενώπιον του. Μια νύχτα λοιπόν  έβλεπε στον ύπνο του ότι βρισκόταν στον παράδεισο και οι άγιοι Άγγελοι και Αρχάγγελοι, και πλήθος δικαίων και οσίων και Μαρτύρων και Ιεραρχών και Αποστόλων βρισκόταν γύρω από το θρόνο του Θεού και ελάτρευαν τον Παλαιό των ήμερων, μεταξύ τους δε είδε και τον περιφρονημένο Μάγειρο τον απλό  και ταπεινό Ευφρόσυνο να απολαμβάνη όλα εκείνα τα ουράνια και απερίγραπτα αγαθά του παραδείσου.  Τον επλησίασε και τον ερώτησε, ποιος είναι αυτός ο παράδεισος ο κήπος ο καρποφόρος και ολάνθιστος; και πως βρέθηκες εσύ εδώ;   και ο  Ευφρόσυνος του απάντησεν «ούτος εστί το καταφύγιον των του Θεού εκλεκτών, κάγώ, δια την πολλήν τούτου αγαθότητα; ενθάδε συνεχωρήθην αυλίζεσθαι».
Ο παράδεισος του είπεν είναι το καταφύγιον των εκλεκτών του Θεού ο τόπος της αναπαύσεως των αγωνιστών της πίστεως και εγώ όχι γιατί εκοπίασα ή γιατί τάχα αξίζω άλλα από την πολλήν ευσπλαχνία και αγαθότητα του Θεού βρίσκομαι εδώ και απολαμβάνω τις χαρές του παραδείσου.
Και ο Ιερομόναχος τον ξαναρώτησε και τι κάνεις εδώ, ποιο το έργο σου; Το έργο μου είπε ο Ευφρόσυνος είναι να ευφραίνωμαι βλέποντας όλα αυτά τα αγαθά και να επιστατώ όλα όσα βλέπεις. Και πάλιν εσυνέχισεν ο Ιερομόναχος, ημπορείς να μου δώσης έστω ένα από τα αγαθά του παραδείσου; Και βέβαια αν πραγματικά θέλης δύνασαι να λαβής, αλλά σαν δώρο της αγαθότητος του Θεού. Και ο Ιερομόναχος έδειξε με το χέρι του κάποια ωραία μήλα πού τον εντυπωσίαζαν και τον παρακαλούσε να του δώση. Ο Ευφρόσυνος έκοψε και έβαλε μέσα στο κουκούλι του λέγοντας του «ώσπερ εζήτησας, λαβών κατατρύφησον» όπως επιθυμείς να σου προσφέρονται πάρε και φάγε. Και αμέσως εκτύπησε το τάλαντο για να σηκωθούν οι Μοναχοί στην εωθινή ακολουθία, και έχασεν ο Ιερομόναχος το θεσπέσιον όνειρον.
Πόση όμως κατάπληξι ένοιωσεν όταν πηγαίνοντας να βάλη το κουκούλι του είδε μέσα τα ωραία και ευωδιαστά μήλα πού στον ύπνο του του τα επρόσφερεν ο Ευφρόσυνος, και έμεινε για πολλή ώρα ακίνητος και αμίλητος.
Επήγε μετά στη σύναξι των Μοναχών και παρακολούθησε τον όρθρο, και μόλις είδε τον Ευφρόσυνο το Μάγειρο τον ερώτησε επιτακτικά. «Πες μου που ήσουν την νύχτα; σε εξορκίζω». Ο Ευφρόσυνος απάντησε με απλότητα, συγχώρεσε με πάτερ αλλά βρισκόμουνα εδώ όπου τώρα με συνάντησες. Και ο Ιερομόναχος εσυνέχισε. Γιατί δε μου λες την αλήθεια; Την αλήθεια σου λέγω. Ήμουνα τη νύχτα εκεί πού με είδες στον ύπνο σου, στον παράδεισο, όπου μου εζήτησες και έλαβες τα εύοσμα μήλα!, αλλά ο Θεός εχρησιμοποίησε την ιδική μου ατέλεια για να γευθής εσύ τα αγαθά του παραδείσου. Άλλα συγχώρεσε με Πάτερ δεν ήταν δικό μου το δώρο, αλλά του Θεού, «ότι σκώληξ εγώ και ουκ άνθρωπος».
Ω θαύμα αποκολυπτικώτατο, ώ πανόραμα θειότατο! πώς να μη θαυμάση κανείς και να μη δοξάση το Θεό «τον εκ κοπρίας ανυψούντα πένητα»; πού γνωρίζει τα κρύφια των καρδιών και απονέμει τα βραβεία και τη χάρι του στους ταπεινούς και φοβούμενους το όνομά του;
Ο Ιερομόναχος τότε διηγήθηκε την οπτασία στους αδελφούς και όλους τους συνεκλόνησε. Και όχι μόνον αντελήφθησαν την αγιότητα του καταφρονεμένου απ' αυτούς Μαγείρου αλλά και απήλαυσαν τη γλυκύτητα και τη χάρι των μήλων του παραδείσου από τα όποια πολλοί εθεραπεύθησαν πού έπασχαν από χρόνια νοσήματα.
Άλλα ο ταπεινός και αφανής Ευφρόσυνος δεν ήθελε να αλλάξη την πρότερη ευτέλεια με τις τωρινές δόξες και τιμές, δεν ήθελε να «απέχη τον μισθόν αυτού» και γι' αυτό κρυφά έφυγε από το μοναστήρι εκείνο για να μην τον τιμήσουν και τον δοξάσουν οι αδελφοί και έζησε σε άγνωστους τόπους χωρίς ποτέ να φανερωθή.
Άλλα πάντως η αγιότητα του αποκαλύφθηκε κατά τον θαυμάσιο εκείνο τρόπο και επισημοποιήθηκε με τα ταπεινόφρονα αισθήματά του.


Πηγή:http://www.zoiforos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου