Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

ΘΗΛΕΙΑ ΣΤΟΝ ΛΑΙΜΟ

 
 

«Ἐπιδρομαὶ τῶν ἀλαστόρων (ἀσεβῶν, κακούργων) θλίβουσιν Ἑλλάδα τὴν ταπεινήν, καὶ πολλαὶ κακώσεις εὕροσαν τοὺς δούλους σου, ἡμᾶς, Θεοχαρίτωτε, ἀλλὰ τῇ θεαυγεῖ σου εἰκόνι (εἰκόνα ποὺ λάμπει μὲ θεία αὐγὴ) πόθῳ προστρέχοντες λύσιν τῶν δεινῶν ἐξαιτούμεθα». Μόνο ποὺ τώρα οἱ «ἀλάστορες», οἱ κακοῦργοι, δὲν εἶναι φανεροί, μήτε κι οἱ ἐπιδρομές τους μὲ ὅπλα καὶ κανόνια. Τώρα ξέρουν νὰ κρύβονται, γιὰ νὰ μὴν πάψουν νὰ δείχνουν πολιτισμένοι, καὶ τὰ μηχανεύματά τους εἶναι τέτοια ποὺ νὰ μὴ σύρουν ἐπάνω τους τὴν παγκόσμια κατακραυγή. Γι’ αὐτὸ καὶ πιὸ πανοῦργα στέκονται τώρα τὰ σχέδιά τους, πιὸ σατανικὲς οἱ δολιεύσεις τους.
Καθὼς τότε τοὺς πολιορκημένους στὸ Μεσολόγγι κοιτοῦσαν μὲ τὴν πείνα νὰ τοὺς κάνουν νὰ λυγίσουν, παρόμοια καὶ τώρα οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς ἔβαλαν βουλὴ νὰ πολιορκήσουν τὴν ὄμορφη αὐτὴ πατρίδα, τὴν ἀγαπημένη. Εἶπαν: «Θὰ σᾶς ἀναγκάσουμε νὰ μᾶς προσκυνήσετε μέσα ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ ἐξαθλίωση ὅπου θὰ σᾶς ὁδηγήσουμε. Γιατὶ ἐσεῖς οἱ Ἕλληνες εἶστε τραχιὰ γενιά, ἀπροσκύνητη, καὶ πρέπει νὰ βρεθεῖ ἕνας τρόπος νὰ καμφθεῖτε, νὰ λυγίσετε». Καὶ μᾶς ἐπέβαλαν λοιπὸν τὰ «μέτρα τους», μᾶς ἔδεσαν μὲ τὰ σκοινιά τους καὶ πέρασαν γύρω ἀπ’ τὸ λαιμό μας τὴ θηλειά. Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ τὸ μικρὸ τοῦτο ἁλωνάκι νὰ ἁλωθεῖ. Πρέπει τὸ κάστρο τῆς Ὀρθοδοξίας νὰ πατηθεῖ. Ἀλλιῶς δὲν μποροῦν νὰ ἁπλωθοῦν τὰ σατανικά τους πλοκάμια ἐπάνω σ’ ὅλη τὴ γῆ.
Καὶ λοιπόν, Ὑπεραγία Θεοτόκε, στενάζουμε. «Στεναγμοὶ τῆς σῆς ποίμνης, θρῆνοί τε καὶ δάκρυα νῦν ἐπληθύνθησαν· αἱ γάρ ἀνομίαι κεφαλὴν τὴν αὐτῆς ὑπερήραντο. Ἄξια γοῦν ὄντως ὧνπερ εἰργάσατο ἀφρόνως τὰ ἐπίχειρα ἤδη κομίζεται». Ὁμολογοῦμε, Παρθένε, ὅτι ἁμαρτήσαμε. Ἁμαρτήσαμε πολύ. Δώσαμε μὲ τὴν πολιτεία μας τὴ λαβὴ νὰ μᾶς κατασπαράξουν. Στηρίξαμε τὴν εὐτυχία μας στὸ μαμωνά. Αὐθαδιάσαμε ριγμένοι μέσα στὰ πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἀλαζονευ τήκαμε. Φουσκώσαμε ἀπὸ ἔπαρση. Καὶ τώρα λαμβάνουμε «τὰ ἐπίχειρα» αὐτῆς μας τῆς διαγωγῆς. Οἱ συνέπειες τῆς ἀποστασίας μας ἀπὸ τὸν Θεὸ πέφτουν τώρα στὶς κεφαλές μας καὶ μᾶς κάνουν νὰ θλιβόμαστε καὶ νὰ δακρύζουμε.
Μετανοοῦμε, Παναγία μας, μετανοοῦμε καὶ προστρέχουμε καὶ πάλι – ποῦ ἀλλοῦ; – στὴν πηγὴ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς συμπαθείας σου. Καὶ Σὲ παρακαλοῦμε, τὶς τίμιες παλάμες σου καὶ τὸ ἱλαρό σου βλέμμα ὕψωσέ τα ἱκετευτικὰ πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό σου ὑπὲρ τοῦ ἐν περιστάσει εὑρισκομένου λαοῦ σου. Σύ, ἀειπάρθενε Κόρη, «τὸ πένθος τῆς Ἑλλάδος καὶ κατηφὲς εἰς χαρὰν μεταποίησον, Ἄχραντε, καὶ χαρμονήν, ὅτι Σὲ προστάτιν ἐν πειρασμοῖς, λιμένα τε πανεύδιον κέκτηται ἐν σάλῳ τῶν συμφορῶν». Σὲ Σένα στηρίζουμε τὶς ἐλπίδες τῆς σωτηρίας καὶ ἐξόδου μας ἀπὸ τὴ δεινὴ αὐτὴ περίσταση ποὺ διερχόμαστε.
περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», τ. 2006/1-15.08.10
Διαδίκτυο: Χριστιανική Βιβλιογραφία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου