Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Παπα-Νικόλας Σᾶγος / ᾿Αρχιμ. Νεκταρίου ᾿Αντωνοπούλου Καθηγουμένου ῾Ι. Μονῆς Σαγματᾶ




Τήν Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2001, άφησε τον παρόντα κόσμο και μετέστη προς την «μέλλουσαν πόλιν» ο Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Σάγος, σε ηλικία 95 χρονών. Πολλοί θα ξαφνιαστούν στο άκουσμα του ονόματός του, γιατί θα τούς είναι τελείως άγνωστος. Όμως, αν και άγνωστος στον δημόσιο βίο, για όσους τον γνώρισαν ο παπα-Νικόλας έτσι τον ξέραμε ήταν απ’ τούς ανθρώπους με βαθειά πίστη και πνευματικότητα. Τά τελευταία ιδίως χρόνια καθημερινά κατέφθαναν στο κελλάκι του και στον Ναό, όπου λειτουργούσε, δεκάδες πιστοί, για να εξομολογηθούν, να ζητήσουν την ευχή του και τις συμβουλές του.
Ο παπα-Νικόλας γεννήθηκε στούς Καλημεριάνους της Κύμης, στις 25 Νοεμβρίου του 1906, ανήμερα της αγίας Αικατερίνας, την οποία πολύ ευλαβείτο. Γονείς του ήσαν οι ευλαβείς Ιωάννης και Αρετή. Από μικρό παιδί αγάπησε την Εκκλησία και υπηρετούσε στον Ναό του χωριού του. Ο πατέρας του συνήθιζε να λέη: «Άς δώ τον Νικόλα μου παπά και έπειτα άς πεθάνω».
Νέο παιδί ακόμη συνδέθηκε με κάποιον άγνωστο στούς πολλούς χαρισματούχο Ιερομόναχο, ο οποίος τον μύησε στην πνευματική ζωή. Αργότερα συνδέθηκε και με τούς άλλους γνωστούς Γέροντες, π. Σίμωνα, π. Πορφύριο, π. Παΐσιο, με τούς οποίους είχε, όπως έλεγε, «πνευματική τηλεπικοινωνία».
Νυμφεύθηκε την Φιλιώ Γιαννιού με την οποία απέκτησε επτά παιδιά και τα οποία μεγάλωσε με πολλές θυσίες και στερήσεις.
Τό 1933 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Καρυστίας και Σκύρου Παντελεήμονα Φωστίνη. Υπηρέτησε για δύο χρόνια στα Ν. Στίρα και έπειτα για εξήντα πέντε (65) χρόνια στούς Καλημεριάνους, ως Εφημέριος του Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Διακόνησε με πολλή αγάπη την «Μεγαλόχαρη», ως τα βαθειά του γεράματα, και ως πνευματικός της γύρω περιοχής και όχι μόνο.
Τό 1973 κοιμήθηκε η πρεσβυτέρα του Φιλιώ, την οποία πολύ αγαπούσε και μιλούσε γι’ αυτήν με τα καλύτερα λόγια. «Δέν ξέρεις πόσο καλή ήταν και πόσο μού συμπαραστάθηκε στο έργο μου. Άγια να ’ναι τα χώματα που την σκεπάζουν», συνήθιζε να λέη. Από τότε ζούσε σά μοναχός. Ο νύν Μητροπολίτης Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, εκτιμώντας την προσφορά του και το ιερατικό του ήθος, τον προχείρισε σε Αρχιμανδρίτη.
Πολλοί του απέδιδαν διάφορα χαρίσματα. Άλλοι ομολογούσαν ότι με την δύναμη των προσευχών του βοηθήθηκαν σε δύσκολες καταστάσεις της ζωής τους. Γεγονός είναι πως όσοι τον γνώρισαν αισθάνθηκαν βαθειά την αγάπη του και το ενδιαφέρον του. Τό τηλέφωνό του κτυπούσε μέρα νύκτα και ο ίδιος ακούραστος συμβούλευε και παρηγορούσε. Κάποια μέρα τον παρατηρήσαμε ότι θα πρέπη να ξεκουράζεται, να βάλη κάποιο ωράριο, κάποια όρια στούς ανθρώπους, που τον απασχολούσαν ευκαίρως ακαίρως και μάλιστα σε ακατάλληλες ώρες και για ασήμαντα θέματα. Μάς άκουγε αρκετή ώρα. Φάνηκε ότι τον πείσαμε. Μάταια όμως. Χαμογέλασε και μάς είπε αφοπλιστικά: «Δέν ξέρετε εσείς. Ο κόσμος έχει πολύ πόνο, πολλά προβλήματα…». Καί πράγματι τα προβλήματα των άλλων γίνονταν και δικά του προβλήματα και θέμα προσευχής. Πολλές φορές μάς μιλούσε για τον πόνο και τις δοκιμασίες των ανθρώπων κλαίγοντας.
Κέντρο της ζωής του ήταν ο Ναός της Μεγαλόχαρης. Η μεγαλύτερη χαρά του ήταν να βρίσκεται στον Ναό. Μέχρι τα βαθειά του γεράματα, χειμώνα καλοκαίρι, σηκωνόταν μέσ’ την νύχτα, έπαιρνε το μπαστουνάκι του και ανέβαινε στην Εκκλησία. Άναβε μόνος του τα καντήλια και άρχιζε τις προσευχές και ακολουθίες. Στό τέλος έβγαζε το μπλοκάκι του με τα ονόματα των πνευματικών του παιδιών και προσευχόταν γι’ αυτά. Τό απόγευμα τελούσε τον εσπερινό και δεχόταν για εξομολόγηση. Όλες οι ακολουθίες τελούντο από τον ίδιο ανελιπώς. Όσες φορές βρισκόταν μακρυά, δεν μπορούσε να ησυχάση, γιατί τα καντήλια ήταν σβηστά και οι μορφές των αγίων σκοτεινές. Έλεγε τότε:
«Στενοχωριέμαι που τα καντήλια της Εκκλησίας θα είναι σβηστά. Ξέρεις, κάθε μέρα που τα ανάβω φωτίζεται το πρόσωπο της Μεγαλόχαρης, χαίρεται… Δέν φαντάζεσαι πόσο μού αρέσει να είμαι στην Εκκλησία. Μού αρέσει πάρα πολύ, πώς το λένε! Καί όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο θέλω να βρίσκομαι εκεί μέσα!».
Τό 1997, παρά την ηλικία του, ταξίδεψε με πολλά πνευματικά του παιδιά ως την Ιταλία, για να προσκυνήση τον Προστάτη του Άγιο Νικόλαο στο Μπάρι και τούς Αποστόλους Πέτρο και Παύλο στή Ρώμη. Στό ταξίδι αυτό έζησε συγκινητικές εμπειρίες από την παρουσία των Αγίων, τις οποίες διηγείτο με δάκρυα.
Τούς τελευταίους μήνες ασθένησε σοβαρά, υπέφερε από φρικτούς πόνους, τούς οποίους υπέμεινε με καρτερία, δοξάζοντας τον Θεό και επαναλαμβάνοντας το Χρυσοστομικό: «Δόξα τώ Θεώ πάντων ένεκεν. Ου γάρ παύσομαι αεί τούτο επιλέγων επί πάσιν…»
Στίς 25 Νοεμβρίου, γιορτή της Αγίας Αικατερίνης, όταν έκλεισε τα 95 χρόνια του, κάλεσε σε τραπέζι όλα τα παιδιά του και τις οικογένειές τους. Σηκώθηκε από το κρεβάτι τούς ευλόγησε, ευχήθηκε σε όλους και τούς αποχαιρέτησε λέγοντας ότι: «του χρόνου δεν θα είμαστε πάλι μαζί».
Τήν παραμονή της κοίμησής του ζήτησε να μεταλάβη των Αχράντων Μυστηρίων. Τήν Κυριακή πρωΐ ρώτησε τα παιδιά του τί καιρό κάνει στο χωριό και χάρηκε, όταν του είπαν πως είναι καλός. Παρέδωσε ήσυχα το πνεύμα του το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Είχε ζητήσει και τον έντυσαν με την στολή της χειροτονίας του, την οποία φυλούσε με ευλάβεια. Η σορός του μεταφέρθηκε στούς Καλημεριάνους και την παραμονή των Χριστουγέννων εψάλη η Εξόδιος Ακολουθία, προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, συμπαραστατουμένου από πολλούς Ιερείς και πλήθος κόσμου.
Στόν τάφο του έδωσε εντολή να του γράψουν:
«Εδώ τελείωσε ένας βίος
και άρχισε μιά ζωή.
Ο πιστεύων εις εμέ κάν αποθάνη ζήσεται»
Άς έχουμε την ευχή του!

Πηγή:http://dosambr.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου