Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΜΑΓΕΙΑΝ



Διασκευή: ωάννη Β. Κωστάκη
 
    Στ συναξάρι το γίου Βασιλείου το Μεγάλου, χει καταγραφε, μ κάθε νατριχιαστικ λεπτομέρεια, να συγκλονιστικ περιστατικ Μαύρης Μαγείας. πρόσφατη θλιβερ πικαιρότητα πιβάλλει ν τ προσεγγίσουμε κα ν ξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα κα διδάγματα.
    Στ χρόνια το Μεγάλου Βασιλείου (329–379) στν Καισάρεια ζοσε κάποιος ρχοντας, πο νομάζονταν Προτέριος. ταν πλούσιος κα θεοσεβής. Ατς εχε μι μονάκριβη κόρη, ραιοτάτη στν ξωτερική της μφάνιση. πανοργος χθρς τς γνότητος κα καθαρότητος, διάβολος, ναψε τν κακ πιθυμία σ ναν δολο το ρχοντος, ν τν καταστήσει σύζυγό του. Μ μπορώντας ν κανοποιήσει τν πιθυμία του μ λλο τρόπο, κατέφυγε σ ναν περιώνυμο μάγο, εδωλολάτρη κα πηρέτη το διαβόλου. Γεμάτος πάθος κα πιθυμία διατύπωσε τ ατημά του· «Ἐὰν καταφέρεις ν μεταστρέψεις τν καρδι τς θυγατέρας το κυρίου μου, στε ν μ γαπήσει κα ν μ πάρει ς σύζυγό της, τότε θ γίνω δολος σου κα θ σο δώσω ,τι θέλεις».
    Ὁ διαβολοκίνητος μάγος, δν φησε τν εκαιρία ν το ξεφύγει, κα χαρούμενος το πάντησε: «Ἐὰν ρνηθες γγράφως τ Χριστό, θ κανοποιήσω τν πιθυμία σου». λεεινς κενος δολος μ πολ λαχτάρα πάντησε: «ρνομαι τ Χριστ κα μ λόγια (προφορικ) κα γραπτς, ρκε μόνο ν γίνει τ θέλημά μου».
    Ἀφο μάγος πρε τ διαβεβαίωση, πο θελε γι ν ξεκινήσει τ συνεργασία του μ τν διάβολο, το δωσε να γράμμα κα το δωσε ντολ ν πάει ν τ τοποθετήσει τ μεσάνυχτα στ μνημεο νς εδωλολάτρη. κε φο πικαλεσθε τν δαίμονα ν ψώσει τ γράμμα στν έρα. «Τότε, το επε, θ ρθουν ο δαίμονες κα θ σ ρπάξουν κα θ σ δηγήσουν στν ρχοντά τους. κε θ γίνει ατό, πο πιθυμες».
    Τ περιεχόμενο το γράμματος ατο εχε περίπου ς ξς: «Σο στέλνω ατν τν νέο, πο πληγώθηκε π ρωτα. Σ παρακαλ ν κανοποιήσεις τ θέλημά του, γι ν εμαι τσι περήφανος μεταξ τν νθρώπων κα ν ρχονται σ μένα».
    Ατ τ γράμμα, τ παρέδωσε μάγος στν νέο. κενος κτελώντας τν ντολή του, πγε κα στάθηκε πάνω στ μνημεο νς εδωλολάτρη. Κάλεσε τος δαίμονες κα πέταξε ψηλ τν πιστολή. μέσως φάνηκαν μπροστά του ο δαίμονες κα το επαν: «ν θέλης ν γίνη πιθυμία σου, κολούθησέ μας». κενος κολούθησε κα τν δήγησαν κε πο κάθονταν μιαρς διάβολος, πάνω σ ψηλ κάθισμα, περιτριγυριζόμενος π τ δαιμόνια. φο διάβασε τ γράμμα, πο το στειλε μάγος, ρώτησε τν νέο· «πιστεύεις σ μένα;». Κι κενος το πάντησε· «Να πιστεύω». Ξαν διάβολος τν ρωτ: «ρνεσαι τν Χριστό;». «Να τν ρνομαι», πάντησε νέος. Κι πανοργος διάβολος συνέχισε μονολογώντας· «χάριστοι εστε σες ο χριστιανοί. ταν σς παρουσιάζεται νάγκη ρχεστε πρς μένα, ταν δ γίνει ατό, πο θέλετε, μ ρνεστε κα πτε πάλι στν Χριστό. Κι ατς, πειδ εναι φιλάνθρωπος, σς δέχεται» κα πευθυνόμενος στ νέο προσθέτει: «λλ ν ρνηθς γραπτς τν πίστη σου κα τ βάπτισμα. Γράψε τι δέχεσαι ν κολαστες, αώνια μαζί μου στν μέρα τς κρίσεως, κα τότε θ σ κανοποιήσω». Τότε δυστυχς κενος νέος, καθς ταν τυφλωμένος π τν ρωτά του, δωσε γραπτ τν ρνηση τς πίστεώς του, πως το ζήτησε δαίμονας. Μετ π τν πράξη του ατή, μ τν ποία δήλωσε ποταγ στν διάβολο, γύρισε στ σπίτι το φέντη του.
    Ὁ διάβολος, μέσως, στειλε τος πηρέτες του ν παρασύρουν τν κόρη το ρχοντα Προτέριου, στν πιθυμία το σεβος νέου. στερα π λίγες μέρες, θώα κα νύποπτη κόρη το ρχοντα μέχρι τότε, ρχισε ν ζητ πίμονα π τν πατέρα της: « δστε μου ς σύζυγο τν τάδε δολο, διαφορετικ θ θανατωθ».
    Ο δύστυχοι γονες τς δαιμονόπληκτης πλέον κοπέλας, βλέποντας π τ μι μερι τν πιμονή της, π τν λλη τς πόπειρες ατοκτονίας της (μ παγχονισμ) κα φο κουσαν κα τς συμβουλς τν φίλων τους ποφάσισαν μ θρήνους κα δυρμος ν τς δώσουν τν δεια κανοποιήσεως τς πιθυμίας της.
    Πράγματι, καμαν τος γάμους.
    Ἀπ τ στιγμ μως, πο γινε γάμος, νέος δν ξαναπάτησε τ πόδι του στν κκλησία, οτε κοινωνοσε τν χράντων μυστηρίων, λλ δν κανε πλέον κα τ σημεο το Σταυρο. Τ συμπτώματα ατά, πο τ παρετήρησαν πρτοι ο γείτονες, τ πεσήμαναν στ σύζυγό του, λέγοντάς της τι· « σύζυγός σου δν εναι χριστιανός».
    Ἔπειτα π λίγο καιρ γυναίκα ατ ξέφρασε τος φόβους της πρς τν νδρα της, φο τν βλεπε τι ν κα εχαν περάσει τόσες Κυριακς κα λλες ορτς κενος δν κκλησιάζονταν, δν κοινωνοσε, δν κανε τν Σταυρό του. Κα προσέθεσε: «γ νόμιζα τι εσαι χριστιανς κα γι ατ σ παντρεύτηκα. ν λοιπν δν δεχθες ν πμε στν κκλησία, θ σ χωρίσω».
    Ὅταν νδρας της εδε τι δν μπορε πλέον ν ποκρύψει ατό, πο εχε κάνει γι ν τν κερδίσει τς επε· «γ γι τν γάπη σου ρνήθηκα, γγράφως, τν Χριστό. Γι ατ δν μπορ πλέον ν μπ στν κκλησία κα ν κοινωνήσω».
    Ἡ μολογία ατ τν συγκλόνισε κα ξέσπασε σ σταμάτητους θρήνους, γι τ συμφορά, πο τν βρκε. σπευσε τότε στν γιο Βασίλειο κα μ δάκρυα διηγήθηκε τ πρόβλημά της. Ὁ Ἅγιος κάλεσε τν νέο, ποος μετανοημένος πιά, γιατ κτς τν λλων χανε κι ατ γι τ ποο ρνήθηκε τν Χριστό, ξωμολογήθηκε λόκληρη τν λήθεια. νέος διαβεβαίωσε τν γιο γι τν μετάνοιά του, λλ τόνισε τι δν μπορε ν πανορθώσει, φο ρνήθηκε γγράφως τν πίστη του.
    Ὁ Ἅγιος Βασίλειος το δωσε θάρρος, τονίζοντας τι ν μετάνοιά του εναι ελικρινής, τότε κα ατ τ χαρτί, πο πέγραψε κα κρατοσε διάβολος, κα ατ μπορε ν χρηστευθε. Συντετριμένος νέος επε στν γιο: «Στ λαιμό σου κρέμεται ψυχή μου, γιε Δέσποτα, κα θ κάνω ,τι μ διατάξεις». Τότε γιος, κλεισε τν νέο σ να κελλ κα το επε: «Μενε δ κα προσευχήσου. Θ νηστέψεις τρες μέρες κα κατόπιν θ ρθω ν σ δ».
    Ἐν νέος ρχισε τν γώνα γι τν ποδέσμευσή του π τν ξουσία το διαβόλου, γιος προσευχόταν νηστεύοντας γι τ σωτηρία του. Μετ π τρες μέρες γιος Βασίλειος πισκέφθηκε τν γωνιζόμενο νέο κα τν ρώτησε πς περνοσε. Κάθιδρως νέος το πήντησε: «Σ μεγάλη νάγκη, ερίσκομαι γιε το Θεο. Δν μπορ ν ποφέρω τς φωνς κα τος δαρμος τν δαιμόνων. Κρατον τν γραπτ μολογία μου, μ πολεμον κα λένε· σο κι ν κοπιάζεις, δν θ μπορέσης ν λευθερωθς, γιατ μες κρατμε τ διόχειρο γράμμα σου».
   Ὁ Ἅγιος νισχύοντάς τον στν γώνα του το επε· «Μ φοβσαι, παιδί μου, μόνον πίστεψε κα θ σωθες». Κι φο το δωσε ψωμ κα νερ τν κλεισε πάλι μέσα στ κελλί του. στερα π λίγες μέρες τν πισκέφθηκε γιος γι δεύτερη φορά, γι ν διαπιστώσει τν πρόοδο το γώνα, λλ κα τν κατάσταση στν ποίαν βρίσκονταν τώρα. Στ σχετικ ρώτημα το γίου, νέος πι ρεμος πάντησε· «Μ τς εχές σου γιε εμαι καλά. Γιατ τώρα δν βλέπω πι μ τ μάτια μου τος δαίμονες. κούω μόνο π μακρυ τς φωνς κα τς πειλές τους».
    Γι δεύτερη φορ γιος το φησε τροφή, προσευχήθηκε γι ατόν, κλεισε τν πόρτα το κελλιο κα φυγε. Πέρασαν κόμα 40 μέρες γνος, νηστείας κα προσευχν. Ξαν γιος ρχεται ν πισκεφθε τν γωνιζόμενο νέο. Ζητ κα πάλι ν πληροφορηθε γι τν κατάστασή του. Κι κενος χαρούμενος τώρα τν πληροφορε· «Μ τς εχές σου, γιε Δέσποτα, εμαι πολύ καλά. Τώρα δν βλέπω οτε τν σκι τν κακν δαιμόνων, οτε κούω τς παίσιες φωνές τους. Μάλιστα δ ατ τ νύχτα εδα ραμα, τι πάλεψες γι μένα μ τ διάβολο κα τν νίκησες». Ατ τ περίμενε γιος. Χαρούμενος πι γι τ ποτέλεσμα δωσε ντολ ν συγκεντρωθε κλρος κα λας σ εχαριστήριο λονύκτια κολουθία στν . Να το Κυρίου.
    Τν τρίτη ρα τς νύχτας μπκε γι ν ρχίσει τ Θεία Λειτουργία. Τν ρα δ πο λειτουργοσε, ρθαν κε ο δαίμονες γι ν ρπάξουν τν νέο, πο ταν μέσα στν . Ναό. νέος τρομοκρατήθηκε. τρεξε κα πιάστηκε π τν γιο φωνάζοντας: «λέησέ με, δολε το Θεο, λέησέ με. Ν ρθαν ο δαίμονες κα θέλουν ν μ ρπάξουν». γιος τότε ργισμένος πευθύνεται πρς τος δαίμονες λέγοντάς τους: «ναίσχυντοι κα βρωμεροί, δν σς φτάνει δική σας πώλεια, λλ ρθατε κα μέσα στν ερ Ναό, γι ν ρπάξετε κι ατόν;». νας π τος δαίμονες παντώντας στν γιο επε: «Μ δικες Βασίλειε. γ δν πγα πρς ατόν, λλ ατς μ τ θέλησή του, ρθε σ μένα κα ρνήθηκε τν πίστη του. Ν κρατ τν γραπτ μολογία του».
    Ὕστερα π ατν τν διάλογο μ τν δαίμονα, γιος κατάλαβε τι ο δαίμονες δν πρόκειται ν γκαταλείψουν τν γώνα, ν δν τος πάρει τ γραπτ κείμενο, μ τν πογραφή το νέου, πο κρατοσαν κα μ τ ποο τν κβίαζαν. πευθύνεται τότε πρς τ λαό, πο εχε κατακλύσει τν ερ Να κα τν καλε «μετ δακρύων» ν ναφωνήσουν τό, «Κύριε λέησον». Κα τ κείμενο το ερο συναξαριστ τελειώνει ς ξς· «σταμένου δ το λαο, ς γιος πρόσταξε κα ναφωνοντος π ρας πολλς «Κύριε λέησον», δο τ γγραφον το νέου κείνου, π το έρος φερόμενον, λθε κα τέθη π τν χειρν το γίου. Δεχθες δ τοτο γιος κα εχαριστήσας τν Θεόν, επε πρς τν νέον· «ναγνωρίζεις τ διόγραφον γράμμα σου;». νέος πήντησε· «Ναί, γιε το Θεο, τοτο εναι».
    Ττε γιος σχισεν ατ ες λεπτ τεμάχια κα συνεπλήρωσε τν Θείαν Λειτουργίαν. Μετ δ τατα, φο νουθέτησεν ατν κα λειψε δι θείου Μύρου, τν παρέδωσεν ες τν δίαν ατο γυνακα κα πέστρεψεν ες τν οκον ατο δοξάζων κα ελογν τν Πανοικτίρμονα Θεόν».
    Τελικ παρατήρηση·
    Ὁ διάβολος, προαιώνιος χθρς το νθρώπου, κα τ ργανά του, μ θανάσιμο μίσος κα πύθμενη κακότητα ργάζονται γι τν πώλεια το κόσμου κα το νθρώπου. Εναι ποτελεσματικ φέλιμο ν γνωρίζουμε τι: «οκ στιν ν λλ οδεν σωτηρία, μ ν τ νόματι ησο Χριστο».
    Γι τ λόγο ατ συναμαρτωλ δελφέ: «νόματι ησο, μάστιζε τος πολεμίους». που Χριστός, κε διάβολος φανίζεται κα ο μεθοδεες του διαλύονται.

Πηγή:http://www.pmeletios.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου