Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός (Κύριαι Διαφοραί) / Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης.



Μετὰ τὴν ἀνάρρησι τοῦ νέου Πάπα, Βενεδίκτου ΙΣΤ´, στὸν θρόνο τῆς Ρώμης ἀναγγέλθηκε ἡ ἐπανέναρξις τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ εἶχε διακοπῆ λόγω τοῦ προβλήματος τῆς Οὐνίας τὸν Ἰούλιο τοῦ 2000. Ἔχουν γίνει διάφορες ἐκτιμήσεις γύρω ἀπὸ τὴν στάσι ποὺ θὰ κρατήσῃ ὁ νέος Ποντίφηκας ἀπέναντι στὰ σοβαρὰ θεολογικὰ προβλήματα ποὺ ὑπάρχουν καὶ δυσχεραίνουν τὴν ἀποκατάστασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος.

Ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐκτιμήσεις, οἱ Ὀρθόδοξοι βλέπουμε τὴν ἀποκατάστασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ὡς ἐπιστροφὴ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν στὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν», ἀπὸ τὴν ὁποία παρεξέκλιναν μὲ τὰ αἱρετικὰ δόγματα τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἐξουσίας, τοῦ ἀλαθήτου, τοῦ Filioque, τῆς κτιστῆς Χάριτος καὶ ἄλλων.

Γιὰ νὰ συνειδητοποιηθῇ τί προσδοκοῦμε ἀπὸ τὸν Διάλογο, ποὺ φαίνεται πῶς θὰ ἀρχίση πάλι, δημοσιεύουμε μὲ κάποιες τροποποιήσεις ὁμιλία ποὺ εἴχαμε κάνει τὸ 1998, μὲ θέμα τὶς βασικὲς διαφορὲς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, σὲ ἐπαρχιακὴ πόλι κατόπιν προσκλήσεως τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, ἐπειδὴ εἶχαν παρουσιασθὴ κρούσματα προσηλυτισμοῦ εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων ἐκ μέρους τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν (*).

(*) Βλέπε περιοδ. ΜΑΡΤΥΡΙΑ, Ἱ. Μητροπόλεως Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου, τεῦχος 192, Ἰανουάριος-Φεβρουάριος 1998, Χανιὰ Κρήτης.


 
*
* *
 

Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς πλουραλιστικῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ προσπάθεια προσεγγίσεως τῶν διαφόρων λαῶν καὶ πολιτισμῶν. Πρὸς τὴν κατεύθυνσι αὐτὴ κινούμενοι ἐκπρόσωποι τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν ἡ θρησκειῶν συνέρχονται κατὰ διαστήματα πρὸς διενέργειαν ἐπισήμων ἢ ἀνεπισήμων διαλόγων. Γιὰ νὰ γίνῃ δυνατὴ ἡ πραγματοποίησις τῶν διαλόγων αὐτῶν, ἐπιδιώκεται κατ᾿ ἀρχὴν ἡ ἐξεύρεσις κάποιων κοινῶν σημείων μεταξὺ τῶν διαλεγομένων μερῶν. Γι᾿ αὐτὸ στὴν παροῦσα ἱστορικὴ συγκυρία ἴσως νὰ θεωρηθῇ παράδοξη ἡ ἀπαρίθμησις τῶν διαφορῶν μεταξὺ τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου πίστεώς μας καὶ τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ.

Ὅμως ἕνας ἐπιπόλαιος οἰκουμενισμός, ποὺ παραγνωρίζει τὶς διαφορές, ἀπομακρύνει ἀντὶ νὰ φέρῃ πλησιέστερα τὴν ἕνωσι. Γι᾿ αὐτὸν τὸν ἐπιπόλαιο οἰκουμενισμὸ γράφει ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε: «Δημιουργεῖται κάθε τόσο, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἐπιθυμία γιὰ ἕνωση, ἕνας εὔκολος ἐνθουσιασμός, ποὺ πιστεύει πῶς μπορεῖ μὲ τὴν συναισθηματική του θερμότητα νὰ ρευστοποίηση τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ τὴν ξαναπλάση χωρὶς δυσκολία. Δημιουργεῖται ἀκόμα καὶ μία διπλωματικὴ συμβιβαστικὴ νοοτροπία, ποὺ νομίζει πῶς μπορεῖ νὰ συμφιλιώση μὲ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις δογματικὲς θέσεις ἢ γενικώτερες καταστάσεις, ποὺ κρατοῦν τὶς ἐκκλησίες χωρισμένες. Οἱ δυὸ αὐτοὶ τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπίζεται -ἢ παραθεωρεῖται- ἡ πραγματικότητα, φανερώνουν μία κάποια ἐλαστικότητα ἢ κάποια σχετικοποίηση τῆς ἀξίας ποὺ ἀποδίδεται σ᾿ ὡρισμένα ἄρθρα πίστεως τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ σχετικοποίηση αὐτὴ ἀντικαθρεφτίζει ἴσως τὴν πολὺ χαμηλὴ σημασία, ποὺ ὡρισμένες χριστιανικὲς ὁμάδες -στὸ σύνολό τους ἢ σ᾿ ὡρισμένους ἀπὸ τοὺς κύκλους τους- δίνουν σ᾿ αὐτὰ τὰ ἄρθρα τῆς πίστεως. Προτείνουν πάνω σ᾿ αὐτά, ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἢ διπλωματικὴ νοοτροπία, συναλλαγὲς καὶ συμβιβασμούς, ἀκριβῶς γιατὶ δὲν ἔχουν τίποτα νὰ χάσουν μὲ αὐτὰ ποὺ προτείνουν. Οἱ συμβιβασμοὶ ὅμως αὐτοὶ παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο γιὰ Ἐκκλησίες, ὅπου τὰ ἀντίστοιχα ἄρθρα ἔχουν σπουδαιότητα πρώτης γραμμῆς. Γιὰ τὶς Ἐκκλησίες αὐτὲς παρόμοιες προτάσεις συναλλαγῆς καὶ συμβιβασμοῦ ἰσοδυναμοῦν μὲ ἀπροκάλυπτες ἐπιθέσεις» [1].

Ὑπάρχει καὶ ἄλλος λόγος ποὺ πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὶς διαφορές. Ἡ διατήρησις σὲ κατάστασι ἐγρηγόρσεως τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῶν Ὀρθοδόξων.

Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ συγχύσεως, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοὺ συγκρητισμοῦ (ἀναμείξεως), προωθήσεως τῆς λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς». Τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπηρεάζεται.

Πρόσφατα Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἔγραφε ὅτι ἠμπορεῖ νὰ ἀνάψη κερὶ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὅπως καὶ μπροστὰ στὸ ἄγαλμα μιᾶς ἀπὸ τὶς θεὲς τοῦ Ἰνδουισμοῦ.

Εἶναι ἐπιτακτικὸ ποιμαντικὸ καθῆκον τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ὁμολογοῦν τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι χωρὶς συμβιβασμούς, ὅταν διαλέγωνται μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν διδάσκουν στὸν Ὀρθόδοξο λαό, καὶ μάλιστα ἐκεῖ ποὺ αὐτὴ συγχέεται λόγω ἀγνοίας τῶν διαφορῶν μὲ τὰ ἄλλα δόγματα καὶ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Πολὺ περισσότερο νὰ τὴν διδάσκουν καὶ νὰ δείχνουν τὶς διαφορὲς σὲ περιοχὲς ὅπου ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ἀσκεῖται προσηλυτισμός. Ἡ συμβουλὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας ἀντηχεῖ καὶ σήμερα: «Προσέχετε οὖν ἐαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» [2].

Ἂς ἐξετάσουμε τὶς σπουδαιότερες διαφορές.


α) Τὸ Κράτος τοῦ Βατικανοῦ

Βατικανὸ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ διοικητικοῦ μηχανισμοῦ-συστήματος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς-Παπικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Παπικοῦ κράτους. Ὁ Πάπας εἶναι ἀρχηγὸς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ συγχρόνως ἀρχηγὸς τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ διαθέτει ὑπουργούς, οἰκονομία, παλαιότερα στρατὸ καὶ σήμερα ἀστυνομία, διπλωματία καὶ ὅ,τι ἄλλο συνιστᾷ ἕνα κράτος.

Γνωρίζουμε ὅλοι πόσοι αἱματηροὶ καὶ μακροχρόνιοι πόλεμοι ἔγιναν στὸ παρελθὸν ἀπὸ τοὺς Πάπες, καὶ μάλιστα κατὰ τὸν «περὶ περιβολῆς ἀγῶνα» ποὺ ἤρχισε ἐπὶ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Ζ´ τὸ 1075 καὶ διήρκεσε 200 ἔτη. Σκοπὸς τῶν πολέμων αὐτῶν ἦτο ἡ ἐξασφάλισις ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπέκτασις τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ. Καὶ σήμερα παρὰ τὴν ἐδαφική του σμίκρυνσι τὸ Βατικανὸ ἀναμιγνύεται ἐνεργῶς καὶ προωθεῖ λύσεις ὑπὲρ τῶν συμφερόντων του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πλήττονται ἄλλοι λαοὶ καὶ μάλιστα Ὀρθόδοξοι, ὅπως πρόσφατα στὸν πόλεμο Κροατῶν καὶ Μουσουλμάνων κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων Σέρβων.

Ὁ Πάπας στὶς διάφορες χῶρες ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ τὸν Νούντσιο, ποὺ εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς καὶ τὸ αὐτί του. Στὴν Ἀθῆνα ὑπάρχει ὁ Λατῖνος Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ Οὐνίτης Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Νούντσιος. Τρεῖς ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα. Αὐτὲς οἱ παποκαισαρικὲς ἀξιώσεις συνοψίζονται χαρακτηριστικὰ σὲ ὅσα εἶπε ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ (1198-1216), ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς μεσαιωνικοὺς Πάπες, στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του: «Ὁ ἔχων τὴν νύμφην εἶναι ὁ νυμφίος. Ἀλλὰ ἡ νύμφη αὕτη (ἡ Ἐκκλησία) δὲν συνεζεύχθη μὲ κενὰς τὰς χεῖρας, ἀλλὰ προσέφερεν εἰς ἐμὲ ἀσύγκριτον πολύτιμον προῖκα, δηλονότι τὴν πληρότητα τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν καὶ τὴν εὐρύτητα τῶν κοσμικῶν, τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν ἀφθονίαν ἀμφοτέρων... Ὡς σύμβολον τῶν κοσμικῶν ἀγαθῶν μοὶ ἔδωσε τὸ Στέμμα, τὴν Μίτραν ὑπὲρ τῆς Ἱερωσύνης, τὸ Στέμμα διὰ τὴν βασιλείαν καὶ μὲ κατέστησεν ἀντιπρόσωπον Ἐκείνου εἰς τὸ ἔνδυμα καὶ τῷ μηρῷ τοῦ ὁποίου ἐγράφη: ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυρίων» [3]. Κατὰ τὴν δυτικὴ παράδοσι, ὁ αὐτοκράτορας ὤφειλε νὰ κρατᾷ τὸ χαλινάρι καὶ τὸν ἀναβολέα τοῦ παπικοῦ ἵππου στὶς ἐπίσημες συναντήσεις, καταδεικνύοντας ἔτσι τὴν ὑποταγή του στὸν Πάπα.

Ἡ συνύπαρξις στὸ ἴδιο πρόσωπο ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς ἀρχῆς εἶναι κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἀπαράδεκτη. Εἶναι γνωστὴ ἡ ρῆσις τοῦ Κυρίου· «Ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» [4]. Τὴν συνύπαρξι αὐτὴ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης χαρακτηρίζει «μῖξιν ἄμικτον καὶ τέρας ἀλλόκοτον» [5]. Εἶναι σημεῖο φοβέρας ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας ἡ σύγχυσις τῶν δυὸ ἐξουσιῶν, τῆς πνευματικῆς καὶ κοσμικῆς· τῶν δυὸ βασιλείων, τοῦ οὐρανίου καὶ τοῦ ἐπιγείου. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στὸν δεύτερο πειρασμὸ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν προσκύνηση, γιὰ νὰ τοῦ δώση τὴν ἐξουσία ὅλων τῶν βασιλείων τοῦ κόσμου. Ὁ Κύριος τότε τοῦ ἀπήντησε: «Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνω λατρεύσεις» [6]. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Μέγα Ἱεροεξεταστὴ τοῦ Ντοστογιέφσκι. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄμικτον μῖξιν ἐπηρεάζεται δυσμενῶς καὶ ἐκκοσμικεύεται ὅλος ὁ θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτὴ ἢ διαφορά μας μὲ τὸ Βατικανὸ εἶναι σημαντικὴ καὶ θὰ πρέπει νὰ συζητηθῇ στὸν διεξαγόμενο διάλογο. Πῶς μπορεῖ ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ ἑνωθῇ μὲ Ἐκκλησία ποὺ εἶναι καὶ Κράτος;

Ἂς σημειωθῇ ἐδῶ ὅτι ἄλλο κρατικὴ ἐξουσία καὶ ἄλλο κατ᾿ οἰκονομίαν ἀνάληψις πρόσκαιρου ἐθναρχικὴς ἀποστολῆς πρὸς παρηγορίαν καὶ στηριγμὸν τῶν εἰς καθεστὼς δουλείας εὑρισκομένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἢ Ἐκκλησία μας πάντοτε σὲ δύσκολες ἱστορικὲς περιόδους δουλείας καὶ καταπιέσεως ἀνέθετε στὸν Πατριάρχη καὶ στοὺς ἐπισκόπους καθήκοντα Ἐθνάρχου. Ὁ Ἐθνάρχης ὅμως ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὸ ρόλο ἀπὸ τὸν πρωθυπουργὸ ἢ τὸν πρόεδρο τῆς δημοκρατίας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπωμισθῆ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. Ὁ Ἐθνάρχης εἶναι προστάτης τοῦ διωκομένου καὶ βασανιζομένου Ὀρθοδόξου λαοῦ. Εἶναι γενικῶς γνωστὸ πόσο σημαντικὴ ἀποστολὴ διεδραμάτισαν οἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες ὡς Ἐθνάρχες, ὄχι μόνο τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ἀλλὰ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων πλήρωσαν τὸν ρόλο τους μὲ τὸ αἷμα τους, διότι ἐβασανίσθησαν καὶ ἐθανατώθησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὅπως λ. χ. ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ε´.

Ἂς ἔλθωμε τώρα καὶ στὶς ἄλλες θεολογικὲς διαφορές.


β) Τὸ Filioque

Πρόκειται γιὰ τὴν γνωστὴ προσθήκη «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» στὸ περὶ Ἁγίου Πνεύματος ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοὺς αὐτή, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Πρῶτος ὁ Μ. Φώτιος καὶ ἀκολούθως πολλοὶ μεγάλοι Πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἄλλοι ἐστηλίτευσαν μὲ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα τὴν αἱρετικὴ αὐτὴ προσθήκη.

Γράφει ὁ Μέγας Φώτιος: «Ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν φησί, 'τὸ Πνεῦμα, ὁ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται'· οἱ δὲ τῆς καινῆς ταύτης δυσσεβείας πατέρες, 'τὸ Πνεῦμα, φησίν, ὁ παρὰ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται'. Τὶς οὐ κλείσει τὰ ὦτα πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῆς βλασφημίας ταύτης; Αὕτη κατὰ τῶν Εὐαγγελίων ἵσταται, πρὸς τὰς ἁγίας παρατάσσεται Συνόδους, τοὺς μακαρίους καὶ ἁγίους παραγράφεται πατέρας, τὸν Μ. Ἀθανάσιον, τὸν ἐν θεολογίᾳ περιβόητον Γρηγόριον, τὴν βασίλειον τῆς Ἐκκλησίας στολήν, τὸν Μ. Βασίλειον, τὸ χρυσοῦν τῆς οἰκουμένης στόμα, τὸ τῆς σοφίας πέλαγος, τὸν ὡς ἀληθῶς Χρυσόστομον. Καὶ τί λέγω τὸν δεῖνα ἢ τὸν δεῖνα; Κατὰ πάντων ὁμοῦ τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μαρτύρων καὶ αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν φωνῶν ἡ βλάσφημος αὕτη καὶ θεομάχος φωνὴ ἐξοπλίζεται» [7].

Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ἢ προσθήκη αὕτη εἶναι ἀντιευαγγελική. Ὁ Κύριος ρητῶς λέγει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Τὸ Filioque θίγει τὸ ἴδιο τὸ Τριαδικὸ μυστήριο, γιατὶ εἰσάγει δυαρχία στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ἐκλογικεύει τὸ ὑπέρλογο Μυστήριο, δηλαδὴ προσπαθεῖ νὰ τὸ προσέγγιση λογικὰ καὶ ὄχι διὰ τῆς πίστεως.

Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα λέγει ἐν προκειμένῳ ὁ Vl. Lossky: «Ἐὰν εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν (τὴν τοῦ Filioque) ἡ πίστις ἀναζητῇ τὴν νόησιν διὰ νὰ μεταθέση τὴν ἀποκάλυψιν ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς φιλοσοφίας, ἐν τῇ δευτέρᾳ περιπτώσει (ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Τριαδολογία) ἡ νόησις ἀναζητεῖ τὰς πραγματικότητας τῆς πίστεως, διὰ νὰ μεταμορφωθῇ παραδιδομένη ἐπὶ μᾶλλον εἰς τὰ μυστήρια της ἀποκαλύψεως. Ἐπειδὴ τὸ δόγμα τῆς Τριάδος ἀντιπροσωπεύει τὴν οὐσίαν πάσης θεολογικῆς σκέψεως, ἀνερχόμενον ἐκ τῆς περιοχῆς, τὴν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες ὠνόμαζον κατ᾿ ἐξοχὴν θεολογίαν, ἀντιλαμβάνεται τὶς ὅτι μία διαφορὰ ἐπὶ τοῦ οὐσιώδους τούτου σημείου, ὅσον ἀσήμαντος καὶ ἐὰν παρουσιασθὴ ἐκ πρώτης ὄψεως, ἔχει μίαν τόσο ἀποφασιστικὴν σημασίαν» [8]. Πρόκειται περὶ «ἑνὸς φιλοσοφικοῦ ἀνθρωπομορφισμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινόν με τὸν θεοφανειακὸν ἀνθρωπομορφισμὸν τῆς Βίβλου». [9] «Διὰ τοῦ δόγματος τοῦ Filioque ὁ Θεὸς τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ἐπιστημόνων εἰσάγεται εἰς τοὺς κόλπους τοῦ ζῶντος Θεοῦ, λαμβάνει τὴν θέσιν τοῦ Deus abskonditus, ὅστις «ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ». Ἡ ἄγνωστος οὐσία τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέχεται χαρακτηρισμοὺς θετικούς. Γίνεται τὸ ἀντικείμενο μιᾶς φυσικῆς θεολογίας: Εἶναι εἰς «γενικὸς Θεός» ὁ ὁποῖος θὰ ἠδύνατο νὰ εἶναι ἐξ ἴσου ὁ Θεὸς τοῦ Descartes ἢ τοῦ Leibnitz καὶ ἀκόμη -τὶς εἶδε- πιθανόν, ἐν τινι μέτρω, ὁ Θεὸς τοῦ Βολταίρου καὶ τῶν ἀποχριστιανισθέντων θεϊστῶν τοῦ 18ου αἰῶνος» [10].

Ἀλλὰ καὶ ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὁμιλῶν στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατὰ τὴν 1ην Ὀκτωβρίου 1997, ἔδειξε τὴν ἰδιαιτέρα σπουδαιότητα τῶν ἐπιπτώσεων τοῦ Filioque στὴν Ἐκκλησιολογία [11].

Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό, γιατὶ κάποιοι Ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι ὑποστηρίζουν ὅτι Ἀνατολὴ καὶ Δύσις ἐξέφραζαν μὲ διαφορετικὸ τρόπο τὴν ἴδια ἀποστολικὴ παράδοσι καὶ αὐτὴ δῆθεν εἶναι ἡ Φωτιανὴ παράδοσις. Μόνο με φοβερὴ παραποίησι τῆς Ἱστορίας ἠμπορεῖ νὰ διατυπώνωνται τέτοιες ἀπόψεις, καὶ μάλιστα νὰ ἀποδίδωνται στὸν Μέγα Φώτιο, τὸν κατ᾿ ἐξοχὴν ὁμολογητὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σθεναρῶς ἤλεγξε τὴν κακοδοξία τοῦ Filioque.


γ) Ἡ κτιστὴ Χάρις

Ὅταν τὸν 14ον αἰῶνα ὁ Δυτικὸς μοναχὸς Βαρλαὰμ ᾖλθε στὸ Βυζάντιο καὶ ἐκήρυττε κτιστὴν (δηλαδὴ κτίσμα) τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ, τότε οἱ Ὀρθόδοξοι διὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡμολόγησαν ἄκτιστον τὴν θείαν Χάριν.

Εἶναι σημαντικὴ καὶ αὐτὴ ἡ διαφορά.

Ἐὰν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτιστή, δὲν ἠμπορεῖ νὰ θεώση τὸν ἄνθρωπο. Σκοπὸς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἐὰν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτιστή, δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἡ θέωσις ἀλλὰ ἡ ἠθικὴ βελτίωσις. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Δυτικοὶ δὲν ὁμιλοῦν περὶ θεώσεως ὡς σκοποῦ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ περὶ ἠθικῆς τελειώσεως· ὅτι ὀφείλουμε νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι, ὄχι ὅμως θεοὶ κατὰ χάριν. Κατὰ συνέπειαν ἡ Ἐκκλησία δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι κοινωνία θεώσεως, ἀλλὰ ἵδρυμα παρέχον στοὺς ἀνθρώπους τὴν δικαίωσι κατὰ ἕνα νομικίστικο καὶ δικανικὸ τρόπο διὰ μέσου τῆς κτιστῆς χάριτος. Σὲ τελικὴ δηλαδὴ ἀνάλυσι, καταλύεται ἡ ἰδία ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς πραγματικότης θεανθρωπίνης κοινωνίας.

Στὴν περίπτωσι αὐτὴ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν Ἐκκλησία καὶ τῆς κοινωνίας μὲ τὴν ἄκτιστο Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατὰ κάποιον τρόπο «βρύσες», ποὺ ἀνοίγει ἢ Ἐκκλησία καὶ ρέει κτιστὴ χάρις, μὲ τὴν ὁποία περιμένουν οἱ ἄνθρωποι νὰ ὠφεληθοῦν καὶ νὰ δικαιωθοῦν νομικά. Ἔτσι καὶ τὰ Μυστήρια ἐκλαμβάνονται δικανικὰ καὶ ὄχι ἐκκλησιολογικά. Ἡ ἄσκησις ἐπίσης ἐκπίπτει σὲ ἠθικὴ γυμναστική. Ὁ ἀγωνιζόμενος Χριστιανὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ λάβη ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Δὲν θεᾶται τὸ ἄκτιστο, θαβώρειο Φῶς. Ἄρα μένει ἀπαράκλητος καὶ ἀνέραστος, κατὰ τὸν Μέγαν Παλαμᾶν, τοῦ θείου Φωτός. Δὲν μετέχει στὴν δόξα, τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ ἡ θεολογία χωρὶς τὴν πεῖρα τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς γίνεται σχολαστικὴ καὶ διανοητική. Ὁ ἄνθρωπος μένει κλεισμένος στὴν σκοτεινὴ φυλακὴ τοῦ παρόντος κόσμου χωρὶς ἄνοιγμα καὶ πρόγευσι τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὶς μεγάλες Συνόδους τοῦ 14ου αἰῶνος ἐπεκύρωσε τὴν διδασκαλία περὶ τῆς διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τῶν ἀκτίστων Ἐνεργειῶν Του καὶ τοῦ ἀκτίστου Φωτός, καὶ κατέστησε αὐτὴν θεολογία της. Ἀνεκήρυξε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἀπλανῆ διδάσκαλο καὶ φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀνεθεμάτισε τοὺς μὴ δεχομένους τὴν διδασκαλία αὐτή. Οἱ παπικοὶ μέχρι σήμερα δὲν ἔχουν ἀποδεχθῆ τὴν διδασκαλία αὐτὴ καὶ ἀρκετοὶ πολεμοῦν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ.

Εἶναι καὶ αὐτὴ σημαντικὴ διαφορά, ποὺ δὲν ἔχει συζητηθῆ στὸν θεολογικὸ διάλογο καὶ ἐπιβάλλεται νὰ συζητηθῆ. Γιατί, ἐὰν ὀψὲ πότε γίνῃ ἕνωσις, ἠμποροῦμε ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε σὲ ἄκτιστο Χάρι καὶ αὐτοὶ σὲ κτιστῆ; Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου πρὸς τοὺς Πνευματομάχους: «Εἰ μὴ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, θεωθήτω πρώτον, καὶ οὕτω θεούτω μὲ τὸν ὁμότιμον» [12].

Ἀκράδαντος πίστις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἡ θεία Χάρις εἶναι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὀρᾶται μυστικῶς καὶ ἀπορρήτως ἀπὸ τοὺς τελείους καὶ ἁγίους ὡς ἄκτιστον Φῶς, ὡς θαβώρειον Φῶς. Αὕτη εἶναι ἢ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν ἐβίωσαν οἱ Ἅγιοι διὰ μέσου τῶν αἰώνων.

Κατὰ τὸν ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου τὸν Εὐγενικό, «Καὶ ἡμεῖς μέν, τῆς ἀκτίστου καὶ Θείας φύσεως ἄκτιστον καὶ τὴν θέλησιν καὶ τὴν ἐνέργειαν εἶναι φαμεν, κατὰ τοὺς Πατέρας· οὗτοι δὲ (οἱ λατινίζοντες) μετὰ τῶν Λατίνων καὶ τοῦ Θωμά, τὴν μὲν θέλησιν ταυτὸν τὴ οὐσία, τὴν δὲ θείαν ἐνέργειαν κτιστὴν εἶναι λέγουσι, κἂν τὲ θεότης ὀνομάζοιτο, κἄν τε θεῖον καὶ ἄϋλον φῶς, κἂν τὲ Πνεῦμα ἅγιον, κἂν τὲ τί τοιοῦτον ἕτερον· καὶ οὕτω κτιστὴν θεότητα καὶ κτιστὸν θεῖον φῶς καὶ κτιστὸν Πνεῦμα ἅγιον τὰ πονηρὰ πρεσβεύουσι κτίσματα» [13].

Παραδείγματα καὶ προσωπικὲς μαρτυρίες συγχρόνων ἁγίων γερόντων, ὅπως οἱ μακαριστοὶ γέροντες Σωφρόνιος καὶ Παίσιος, ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Ὁ μακαριστὸς μάλιστα γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ἁγιορείτης καὶ ἱδρυτὴς τῆς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, ἐξέφρασε τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς στὰ σπουδαῖα βιβλία, τὰ ὁποῖα ἔγραψε καὶ μᾶς ἄφησε ὡς παρακαταθήκη ἀπὸ ἀγάπη [14].


δ) Πρωτεῖον ἐξουσίας, ἀλάθητο

Μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Filioque, περί της «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», εἰσάγεται δυαρχία στὴν Ἁγία Τριάδα, ποὺ συνιστᾷ διθεΐα [15], καὶ ὑποτιμᾶται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα [16]. Ἡ ὑποτίμησις αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δημιούργησε ἕνα σοβαρὸ κενὸ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἔπρεπε κάποιος νὰ ἀναπληρώση. Αὐτὸ θέλησε νὰ τὸ κάνῃ ἕνας ἄνθρωπος, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Πάπας. Ἔτσι τὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀλάθητό της Ἐκκλησίας μεταβιβάζεται σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο «ἀλάθητο» καὶ ἐξουσιαστὴ ὅλης της Ἐκκλησίας.

Γιὰ νὰ μὴ ἀδικήσουμε τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, παραθέτουμε στὴν συνέχεια χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν «Δογματικὴ Διάταξη περὶ Ἐκκλησίας», ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ περιέχουν τὶς ἀποφάσεις τῆς Β´ Βατικανείου Συνόδου, τῆς κατὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς 20ῆς οἰκουμενικῆς [17]:

«Ἀλλὰ ὁ Σύλλογος, ἢ τὸ Σῶμα τῶν Ἐπισκόπων, δὲν ἔχει ἐξουσία, ἂν δὲν βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης, τὸν διάδοχό του Πέτρου καὶ Κεφαλὴ τοῦ Συλλόγου, διότι παραμένει ἀκέραιη ἡ ἐξουσία τοῦ Πρωτείου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς πιστούς. Πραγματικά, ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης μὲ τὸ ἀξίωμά του ὡς ἀντιπροσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ ποιμένα ὅλης της Ἐκκλησίας, ἔχει πλήρη, ὑπέρτατη καὶ παγκόσμια ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ πάντοτε ἐλεύθερα νὰ ἐξασκεῖ... Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης, σὰν διάδοχος τὸν Πέτρου, εἶναι ἡ διαρκὴς καὶ ὁρατὴ Ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιο τῆς ἑνότητας, τόσο τῶν Ἐπισκόπων, ὅσο καὶ τοῦ πλήθους τῶν πιστῶν» [18].

Παραθέτουμε σχετικὰ ἀποσπάσματα καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη «Κατήχηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας»:

«Ἡ μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... εἶναι ἐκείνη, τὴ διαποίμανση τῆς ὁποίας ὁ Σωτῆρας μας, μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ἀνέθεσε στὸν Ἀπόστολο Πέτρο (βλ. Ἰω. 21, 17), κι ἐμπιστεύθηκε σ᾿ αὐτὸν καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους τὴ διάδοση καὶ τὴ διακυβέρνησή της... Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει συσταθεῖ καὶ ὀργανωθεῖ σὰν κοινωνία μέσα στὸν κόσμο, ἐνυπάρχει στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ διοικεῖται ἀπὸ τὸ διάδοχο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου κι ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ βρίσκονται σὲ κοινωνία μαζί του» [19]. «Ὁ σύλλογος τῶν ἐπίσκοπων ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πάνω σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία μὲ ἐπίσημο τρόπο τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο». «Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἂν δὲν ἐπικυρωθεῖ, ἢ τουλάχιστον ἂν δὲν γίνει δεκτή, ἀπὸ τὸν διάδοχο τοῦ Πέτρου» [20]. «Αὐτὸ τὸ ἀλάθητο ἔχει ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης, κεφαλὴ τοῦ συλλόγου τῶν ἐπισκόπων, χάρη στὸ ἀξίωμά του, ὅταν, σὰν πρῶτος ποιμένας καὶ διδάσκαλος ὅλων τῶν πιστῶν, ποὺ στηρίζει στὴν πίστη τοὺς ἀδελφούς του, διακηρύσσει μὲ ὁριστικὴ πράξη μία διδασκαλία σχετική με τὴν πίστη καὶ τὴν ἠθική..» [21]. «[...] Γιὰ τὴν κανονικὴ χειροτονία ἑνὸς ἐπισκόπου ἀπαιτεῖται σήμερα εἰδικὴ ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, λόγω τῆς ἰδιότητάς του νὰ εἶναι ὑπέρτατος ὁρατὸς σύνδεσμος τῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μέσα στὴ μία Ἐκκλησία καὶ ἐγγύηση γιὰ τὴν ἐλευθερία τους» [22].

Εἶναι ἀκόμη ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Πάπας σὲ ἐπίσημα κείμενα δὲν ὑπογράφει ὡς Ἐπίσκοπος Ρώμης, ἀλλὰ ἢ ὡς Ἐπίσκοπός της καθολικῆς Ἐκκλησίας ἢ ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομά του, π.χ. Ἰωάννης-Παῦλος Β´ [23]. Προφανῶς θεωρεῖ τὸν ἐαυτόν του ὡς Ὑπερεπίσκοπον ἡ ὡς Ἐπίσκοπον τῶν Ἐπισκόπων.

Τὸ δόγμα τοῦ «ἀλαθήτου» ἀναγνωρίσθηκε καὶ τονίσθηκε περισσότερο ἀπὸ τὴν Β´ Βατικάνειο Σύνοδο: «Λυτὴ ἡ θρησκευτικὴ ὑποταγὴ (submission) τῆς θελήσεως καὶ τοῦ νοῦ πρέπει νὰ δεικνύεται κατὰ ἕναν εἰδικὸ τρόπο στὴν αὐθεντικὴ διδακτικὴ ἐξουσία τοῦ Ρωμαίου Ποντίφηκος, ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν ὁμιλῇ ex cathedra» [24].

Δηλώνεται μὲ τὰ παραπάνω ὅτι τὸ ἀλάθητο ἐπεκτάθηκε σὲ κάθε ἀπόφασι τοῦ Πάπα. Δηλαδή, ἐνῷ μὲ τὴν Α´ Βατικάνειο Σύνοδο μόνον οἱ ἀπὸ καθέδρας καὶ μὲ τὴν χρῆσι τοῦ ὄρου definimus (ὁρίζομεν) ἀποφάσεις τοῦ Πάπα ἦσαν ἀλάθητοι, ἡ Β´ Βατικάνειος Σύνοδος ἀποφάνθηκε, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθητος ὄχι μόνον ὅταν ἀποφαίνεται ἐπισήμως ὡς Πάπας ἀλλὰ ὁσάκις ἀποφαίνεται. Εἶναι ἀκόμη φανερὸ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω, ὅτι ἢ οἰκουμενικὴ συνοδὸς γίνεται ἕνα συμβουλευτικὸ σωματεῖο τῶν Πάπων. Τὸ ἀλάθητο στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀνήκει στὴν οἰκουμενικὴ συνοδό, ἀλλὰ στὸν Πάπα. Ποιὸς ὅμως ἀνεκήρυξε τὸν Πάπα ἀλάθητο; Ἡ λαθητὴ σύνοδος;

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ συνοδικὴ ἀρχή, ἡ παραδοθεῖσα ἀπὸ τοὺς ἅγιους Ἀποστόλους, ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν παποκεντρικὴ ἀρχή. Ὁ «ἀλάθητος» Πάπας καθίσταται κέντρο καὶ πηγὴ ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὴν διατηρῇ σὲ ἑνότητα. Ἔτσι παραμερίζεται καὶ ὑποβαθμίζεται ἡ θέσις τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἀκόμη μὲ τὴν μεταφορὰ τοῦ ἀλαθήτου ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα περιορίζεται ἢ ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν ἱστορία καὶ καθίσταται ἐγκοσμιοκρατική.

Οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ βαθειὰ λύπη, ἂν μὴ καὶ μὲ ἱερὰ ἀγανάκτησι, διαβάζουμε τὶς ἀνωτέρω ἀποφάσεις. Τὶς θεωροῦμε βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι κατανοοῦμε τὸν αὐστηρὸ ἀλλὰ καὶ φιλάνθρωπο λόγο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς: «Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ Πάπα» [25].

Παρόμοια αὐστηρὴ γλῶσσα μὲ αὐτὴν τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς χρησιμοποίησε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Στὶς παπικὲς ἀξιώσεις γιὰ τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὸ ἀλάθητο οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντέτασσαν πάντοτε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία:

Κατὰ τὸν Μητροφάνη Κριτόπουλο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας: «Οὐδέποτε ἠκούσθη ἄνθρωπον θνητὸν καὶ μυρίαις ἁμαρτίαις ἔνοχον κεφαλὴν λέγεσθαι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος γὰρ ἄνθρωπος ὧν θανάτω ὑπόκειται. Ἐν ὄσῳ δὲ ἄλλος ἐκλεχθῇ εἰς διαδοχὴν ἐκείνου, ἀνάγκη ἐν τοσούτῳ τὴν Ἐκκλησίαν ἀκέφαλον εἶναι. Ἀλλ᾿ ὥσπερ σῶμα δίχα κεφαλῆς οὐδ᾿ ἐν ριπῇ γοῦν στήναι δυνατόν, οὕτω τὴν Ἐκκλησίαν δίχα τῆς προσηκούσης αὐτὴ κεφαλῆς μείναι κἂν βραχεῖ ἀδύνατον. Τοιγαροῦν ἀθανάτου κεφαλῆς χρεία τὴ Ἐκκλησία, ἵνα πάντοτε ζῶσα καὶ ἐνεργῇς ἡ, καθάπερ καὶ ἡ κεφαλή...Ἔστι δὲ τοιαύτη κεφαλὴ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὅς ἐστι ἡ κεφαλὴ πάντων, ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα συναρμολογεῖται...» [26].

Κατὰ δὲ τὸν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων, στὴν γνωστὴ «Ὁμολογία» του ἐπὶ Τουρκοκρατίας (1672): «Τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας (ἀναφέρεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία), ἐπειδὴ θνητὸς ἄνθρωπος καθόλου καὶ ἀϊδιος κεφαλὴ εἶναι οὗ δύναται, αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐστι κεφαλὴ καὶ αὐτὸς τοὺς οἴακας ἔχων ἐν τῇ τῆς Ἐκκλησίας κυβερνήσει, πηδαλιουχεῖ (αὐτήν) διὰ τῶν ἁγίων πατέρων» [27].

Τὸ 1895 ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπὶ Πατριάρχου Ἀνθίμου Ζ´, ἐξέδωσε μία ἐξαιρετικῆς σπουδαιότητος ἐγκύκλιο πρὸς τὸν ἱερὸν κλῆρον καὶ τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ἀπάντησιν ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς τοῦ Πάπα Λέοντος ΙΓ´, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς ἡγεμόνας καὶ τοὺς λαοὺς τῆς οἰκουμένης καὶ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τοὺς προσκαλοῦσε νὰ προσέλθουν στὴν παπικὴ Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀναγνωρίσουν τὸ ἀλάθητο, τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὴν παγκόσμιο ἐξουσία τοῦ Πάπα ἐφ᾿ ὅλης της Ἐκκλησίας. Παραθέτουμε ἀπόσπασμα:

«Ἡ ὀρθόδοξος ἀνατολικὴ καὶ καθολικὴ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἐκτὸς τοῦ ἀφράστως ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, οὐδένα ἄλλον γινώσκει ἀλάθητον ἐπὶ γῆς ὑπάρξαντα· καὶ αὐτὸς ὁ ἀπόστολος Πέτρος, οὗτινος διάδοχος οἴεται εἶναι ὁ πάπας, τρὶς ἠρνήθη τὸν Κύριον, καὶ ἠλέγχθη δὶς ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὡς μὴ ὀρθοποδῶν πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου» [28]. [...] Ἐνῷ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ τὴν εὐαγγελικὴν πίστιν ἀνόθευτον, «ἡ νῦν Ρωμαϊκὴ ἐστιν Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς παρερμηνείας τῆς τὲ Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ὄρων τῶν ἁγίων Συνόδων διὸ καὶ εὐλόγως καὶ δικαίως ἀπεκηρύχθη καὶ ἀποκηρύσσεται, ἐφ᾿ ὅσον ἂν ἐμμείνη ἐν τῇ πλάνῃ αὐτῆς. «Κρείσσων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος», λέγει καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς «εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ» [29].

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ ἀπαντήσω σὲ κάποια πιθανὴ ἔνστασι.

Τελευταῖα ὁ Πάπας καὶ Ρωμαιοκαθολικοὶ θεολόγοι ὁμιλοῦν πότε-πότε εὐφήμως γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας καὶ προβαίνουν σὲ κάποιες φιλορθόδοξες ἐκδηλώσεις. Μήπως κάτι ἄλλαξε, ποὺ δικαιολογεῖ καὶ τὴν ἐκ μέρους ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλαγὴ στάσεως ἔναντι τοῦ Παπισμοῦ;

Ὑπάρχουν πράγματι μεμονωμένα πρόσωπα Ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ μὲ εἰλικρίνεια ἐκφράζουν φιλορθόδοξες θέσεις.

Ἡ ἐπίσημη γραμμὴ καὶ πολιτική του Βατικανοῦ ὡστόσο εἶναι διαφορετική. Τὸ Βατικανὸ χρησιμοποιεῖ διγλωσσία. Ὅταν ἀπευθύνεται σὲ ἐμᾶς χρησιμοποιεῖ ἐκφράσεις ἀγάπης. Ἄλλοτε, καὶ κυρίως ὅταν ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, χρησιμοποιεῖ τὶς παλαιὲς γνωστὲς σκληρὲς θέσεις του. Ἐπίσης δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε, ὅτι κάθε φιλορθόδοξη δήλωσι δὲν ἀναφέρεται ὁπωσδήποτε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἀλλὰ γενικὰ στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ γιὰ πολλοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ταυτίζεται μὲ τὶς οὐνιτικὲς κοινότητες.

Παραπέμπουμε σὲ κείμενο τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ τῆς Καινῆς Διαθήκης τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ἰωάννου Παναγοπούλου, ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἠμπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἀντί-οἰκουμενιστής, ὁ ὁποῖος σχολιάζοντας τὴν ἐγκύκλιο μὲ θέμα τὴν ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν, ποὺ ἀπηύθυνε τὴν 25η Μαΐου 1995 ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Β´ πρὸς τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ἀναφέρει:

«[...] Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (ἡ ἐγκύκλιος) ἰδιαίτερα ἀφιερώνει ἀρκετὲς παραγράφους (50-61). Ἐνῷ ὡς πρὸς τὶς ἄλλες χριστιανικὲς κοινότητες ἀποδέχεται, ὅτι διατηροῦν ὡρισμένα γνήσια στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καὶ ἁγιότητος (10-13), ἀντίθετα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ἀδελφὴ Ἐκκλησία, ὁ ἄλλος «πνεύμονας» τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (54), ἡ ὁποία ὡστόσο βρίσκεται χωρισμένη ἀπὸ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Ἀναγνωρίζονται ἐπίσης εὐθέως ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ τὰ Μυστήρια της καὶ τιμᾶται εἰλικρινὰ ὁ πνευματικὸς καὶ λειτουργικὸς πλοῦτος της. Ὡστόσο, παρὰ τὴν παραχώρηση αὐτή, ὑπονοεῖται σαφῶς, ὅτι καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν κατέχει τὴν πλήρη χριστιανικὴ ἀλήθεια, ὅπως καὶ οἱ προτεσταντικὲς ὁμολογίες, ὅσο χρόνο δὲν εἰσέρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ρωμαϊκὴ Ἕδρα. Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ νὰ ἐμφανίζεται καὶ πάλι ὡς πηγή, ἐσχάτη αὐθεντία καὶ κριτὴς τῆς ἐκκλησιαστικότητος ὅλων τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων. [...] Ἡ Ἐγκύκλιος ἐπανέρχεται μὲ ἀδιαλλαξία καὶ ἀκαμψία στὶς διακηρύξεις τοῦ Διατάγματος περὶ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου. Ἡ βασική της ἀρχὴ εἶναι: «Ἢ κοινωνία ὅλων τῶν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησιῶν μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης: ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὴν ἑνότητα». Τὸ πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης εἶναι θεμελιωμένο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ κατανοεῖται ὡς ἐπαγρύπνηση («ἐπισκοπὴ») πάνω στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, στὴ μετάδοση τῆς πίστεως, στὴ μυστηριακὴ καὶ λειτουργικὴ ἱεροτελεστία, στὴν ἱεραποστολή, στὴν κανονικὴ τάξη καὶ στὴν χριστιανικὴ ζωὴ γενικά. Μόνον ἢ κοινωνία μὲ τοὺς διαδόχους του Πέτρου ἐγγυᾶται τὴν πληρότητα τῆς μῖας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Κάθε συζήτηση γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα προϋποθέτει τὴν ἄνευ ὅρων ἀποδοχὴ τοῦ Παπικοῦ πρωτείου, τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἵδρυσε «ὡς παντοτεινὴ καὶ ὁρατὴ ἀρχὴ καὶ θεμέλιο ἑνότητας». [...] Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πλήρη ἀπογοήτευσή μας ὡς πρὸς τὴν νέα αὐτὴ Ἐγκύκλιο τοῦ Πάπα. Διότι ἡ παραδοσιακὴ αὐτὴ Ρωμαιοκαθολικὴ ἀντίληψη περὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἑνότητας ἀποτέλεσε ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο αἰῶνα τὴν πέτρα τοῦ σκανδάλου καὶ παρὰ τὶς θεολογικὲς συζητήσεις 1500 χρόνων δὲν καταλήξαμε σὲ κανένα θετικὸ ἀποτέλεσμα καὶ οὔτε φυσικὰ πρόκειται νὰ καταλήξουμε ἐφόσον ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἐπιμένει ἀδιάλλακτα στὴν ἀξίωση τοῦ παπικοῦ πρωτείου. [...] Εἶναι συνεπῶς ἀσυγχώρητη ἀφέλεια, ἂν Ἰσχυριζόταν κανείς, ὅτι ἢ νέα παπικὴ Ἐγκύκλιος ἀφήνει ἀνοικτὸ τὸ ζήτημα τοῦ πρωτείου. Ἡ μόνη καινοτομία τῆς στὸ ζήτημα, τοῦτο εἶναι ἡ παραπομπή του στοὺς ἄλλους καὶ ἡ ἀπαίτηση μὲ διπλωματικὸ τρόπο νὰ ἐπιδείξουν ὅλοι «αὐθεντικὸ ἡρωισμό» καὶ «θυσία ἑνότητος»» [30].

Ἡ στάσις αὐτὴ τοῦ Βατικανοῦ καὶ κυρίως ἡ ἀνορθόδοξος δρᾶσις τῆς Οὐνίας ἀνάγκασε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ διακόψῃ τὸν διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Εἶναι ἐπίσης ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Παναγιώτατος ἐδήλωσε πρὸ ὀλίγων μηνῶν σὲ Αὐστριακοὺς δημοσιογράφους, ὅτι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι δὲν ἀπεδέχθησαν τὴν συμφωνίαν τοῦ Balamand πλὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας.

Μεταξὺ τῶν δυὸ Ἐκκλησιῶν ὑπάρχουν καὶ ἄλλες διαφορὲς [31], ὅπως εἶναι ἡ διδασκαλία περὶ τοῦ καθαρτηρίου πυρὸς καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τῆς Παναγίας μας, τὴν ὁποία ὀνομάζουν Μαριολογία. Διακηρύσσοντας ὡς δόγμα τὴν ἄσπιλο σύλληψι τῆς Παναγίας, δὲν κατανοοῦν ὅτι μὲ αὐτὸ τὴν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, γεγονὸς ποὺ ἔχει σωτηριολογικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα: Ἐὰν ἡ Παρθένος ἔφερε ἄλλη φύσι, τότε ὁ Κύριος προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρωπινὴ φύσι ἐξ Αὐτῆς ἐθέωσε ἄλλην φύσι καὶ ὄχι τὴν κοινὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Ὅλες αὐτὲς οἱ διαφορὲς ἔχουν ὡς κοινὸ παρονομαστὴ τὸν ἀνθρωποκεντρισμό. Γέννημα τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ εἶναι τὸ δικανικὸ καὶ νομικίστικο πνεῦμα τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, τὸ ὁποῖο φαίνεται στὸ Κανονικὸ Δίκαιο καὶ σὲ πάρα πολλοὺς θεσμοὺς τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας.

Ἕνα ἁπλὸ παράδειγμα ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὰ ἀνωτέρω εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο γίνεται τὸ μυστήριό της Ἐξομολογήσεως. Ὁ πνευματικὸς καὶ ὁ ἐξομολογούμενος μπαίνουν σὲ δυὸ θαλαμίσκους, χωρὶς νὰ βλέπουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, καὶ ἐκεῖ διεξάγεται ἕνα εἶδος «δίκης», κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἐξομολογούμενος ἀπαριθμεῖ τὶς ἁμαρτίες του καὶ λαμβάνει τὸ ἐπιτίμιο ποὺ ὁρίζουν οἱ κανόνες τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ μυστήριο αὐτὸ κατανοεῖται μὲ ἐντελῶς διαφορετικὸ τρόπο: Ὑπάρχει μία ἄμεση προσωπικὴ σχέσις μεταξὺ πνευματικοῦ καὶ ἐξομολογουμένου, στὴν ὁποία ὁ πνευματικὸς εἶναι ὁ πατέρας καὶ ὁ ἐξομολογούμενος τὸ πνευματικὸ παιδί, ποὺ πηγαίνει νὰ ἀνοίξῃ τὴν καρδιά του, νὰ πῇ τὸν πόνο του, τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ λάβῃ τὴν δέουσα πνευματικὴ θεραπεία.

Ὁ ἀνθρωποκεντρισμὸς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας φαίνεται ἀκόμη καὶ στὶς συνεχεῖς καινοτομίες της. Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀκαινοτόμητος, δὲν προσέθεσε τίποτε σὲ αὐτὰ ποὺ ἐδίδαξε ὁ Κύριος μας καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν εὐαγγελικὴ καὶ ἀποστολική, καὶ αὐτὸ ἐκφράζεται στὴν ζωὴ καὶ στοὺς θεσμούς της, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀπολύτως εὐαγγελικοὶ καὶ ἀποστολικοί.

Ὅλα τὰ ὀρθόδοξα εἶναι θεανθρωποκεντρικά. Ἀντιθέτως ὅλα τὰ δυτικά, εἴτε παπικὰ εἴτε προτεσταντικά, ἔχουν δεχθῆ λίγο ὡς πολὺ τὴν ἐπίδρασι τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ μακαριστὸς Ρῶσος θεολόγος καὶ φιλόσοφος Κομιακὼφ ἔλεγε ὅτι παπισμὸς καὶ προτεσταντισμὸς εἶναι δυὸ ἀντίθετες ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἔγραφε χαρακτηριστικά, συγκρίνοντας τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία μὲ τὸν Προτεσταντισμό: «Μόνη δὲ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δυὸ αὐτῶν συστημάτων εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἐν μὲν τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία τὸ ἄτομον, ἤτοι ὁ Πάπας, συγκεντροὶ περὶ ἑαυτὸν πολλὰ βωβὰ καὶ ἀνελεύθερα πρόσωπα συμμορφούμενα ἑκάστοτε πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰ φρονήματα τοῦ ἐπικαθημένου ἀτόμου. Ἐν δὲ τῷ Προτεσταντισμῷ ἡ Ἐκκλησία συνεκεντρώθη περὶ τὸ ἄτομον. Ὅθεν ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἄτομον καὶ οὐδὲν πλέον. Ἀλλὰ τὶς δύναται νὰ ἐγγυηθῇ ἡμῖν περὶ τῆς ὁμοφροσύνης ὅλων τῶν Παπῶν; Ἀφοῦ δὲ πᾶς Πάπας κρίνει περὶ τοῦ ὀρθοῦ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτῷ καὶ ἑρμηνεύει τὴν Γραφήν, ὡς βούλεται, καὶ ἀποφθεγματίζεται, ὡς θεωρεῖ ὀρθόν, κατὰ τί διαφέρει οὖτος τῶν παντοίων δογματιστῶν τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας; ὁποία διαφορὰ τῶν ἀρχόντων; Ἴσως ἐν μὲν τῶν Προτεσταντῶν ἕκαστον ἄτομον ἀποτελεῖ μίαν Ἐκκλησίαν, ἐν δὲ τὴ Δυτικὴ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἐν ἄτομον, οὐχὶ πάντοτε τὸ αὐτό, ἀλλ᾿ ἀείποτε ἕτερον» [32]. Ἡ οὐσία εἶναι αὐτή, δηλαδὴ ἡ ἀτομοκρατία. Στὸν μὲν Παπισμὸ ἡ ἀτομοκρατία τοῦ Πάπα, στὸν δὲ Προτεσταντισμὸ ἡ ἀτομοκρατία τοῦ κάθε Προτεστάντη, ὅπου ὁ κάθε ἕνας εἶναι κριτήριο τῆς ἀληθείας.

Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν θεανθρωποκεντρικότητα μαρτυροῦν ὅλα ὅσα συνιστοῦν τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία της. Ἢ ἐκκλησιαστικὴ τέχνη, ἢ ἁγιογραφία, ἢ ἀρχιτεκτονική, ἡ μουσικὴ κ.λπ. Ἂν συγκρίνουμε μία Μαντόνα τῆς Ἀναγεννήσεως μὲ μία βυζαντινὴ Παναγία, θὰ διαπιστώσουμε τὴν διαφορά. Ἡ Μαντόνα εἶναι μία ὡραῖα γυναῖκα, ἐνῷ ἢ βυζαντινὴ Παναγία εἶναι ὁ θεωμένος ἄνθρωπος. Ἂν συγκρίνουμε τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου μὲ τὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, θὰ διαπιστώσουμε πόσο ἀνθρωποκεντρισμὸ ἐκφράζει ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐπιβληθῇ μὲ τὸ βάρος τῆς ὕλης. Ἀντίθετα, μπαίνοντας στὴν Ἁγία Σοφία, αἰσθάνεσαι ὅτι βγαίνεις στὸν οὐρανό. Ὁ Ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας δὲν προσπαθεῖ νὰ ἐντυπωσιάσῃ μὲ τὸν πλοῦτο του οὔτε μὲ τὴν ὕλη του. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν βυζαντινὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ποὺ κατανύσσει καὶ ἀνάγει στὸν οὐρανὸ καὶ ποὺ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὴν πολυφωνικὴ εὐρωπαϊκὴ μουσική, ποὺ ἁπλῶς τέρπει συναισθηματικὰ τὸν ἄνθρωπο.

Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ ἕνωσις δὲν εἶναι ὑπόθεσις συμφωνίας μόνο σὲ κάποια δόγματα, ἀλλὰ ἀποδοχῆς τοῦ ὀρθοδόξου, θεανθρωποκεντρικοῦ, χριστοκεντρικοῦ, τριαδοκεντρικοῦ πνεύματος στὰ δόγματα, στὴν εὐσέβεια, στὴν ἐκκλησιολογία, στὸ κανονικὸ δίκαιο, στὴν ποιμαντική, στὴν τέχνη, στὴν ἄσκησι.

Γιὰ νὰ γίνῃ ἀληθινὴ ἕνωσις θὰ πρέπει ἢ ἐμεῖς νὰ παραιτηθοῦμε ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο θεανθρωποκεντρισμό μας ἢ οἱ Παπικοὶ ἀπὸ τὸν δικό τους ἀνθρωποκεντρισμό. Τὸ πρῶτο εἶναι ἀδύνατο νὰ συμβῇ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Κυρίου μας, διότι αὐτὸ θὰ ἦταν προδοσία στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλὰ καὶ τὸ δεύτερο εἶναι δύσκολο νὰ συμβῇ. Ὅμως «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστίν» [33].

Πιστεύουμε ὅτι δὲν συμφέρει καὶ στοὺς μὴ Ὀρθοδόξους νὰ παραιτηθοῦμε ἐμεῖς ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία μας. Ὅσο ὑπάρχει ἡ Ὀρθοδοξία, σῴζεται ἡ ἀκαινοτόμητος εὐαγγελικὴ πίστις, ἡ «ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς Ἁγίοις» [34]. Ὑπάρχει ζωντανὴ ἢ μαρτυρία τῆς πραγματικῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο· ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς θεανθρωπίνης κοινωνίας. Ἔτσι ἀκόμη καὶ οἱ ἑτερόδοξοι ποὺ τὴν ἔχασαν, γνωρίζουν ὅτι κάπου ὑπάρχει. Ἐλπίζουν. Ἴσως κάποτε τὴν ἀναζητήσουν μεμονωμένα ἢ συλλογικά. Θὰ τὴν βροῦν καὶ θὰ ἀναπαυθοῦν. Ἂς κρατήσουμε αὐτὴν τὴν ἁγία πίστι ὄχι μόνο γιὰ μᾶς ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς ἑτεροδόξους καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ θεωρία περὶ δυὸ πνευμόνων, διὰ τῶν ὁποίων ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία, δηλαδὴ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ δεκτὴ ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, διότι ὁ ἕνας πνεύμων (ὁ Παπισμός) δὲν ὀρθοδοξεῖ καὶ τὸ γὲ νῦν ἔχον νοσεῖ ἀνιάτως.

Εὐχαριστοῦμε τὴν Παναγία καὶ Ζωαρχικὴ Τριάδα γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο Της, τὴν ἁγία Ὀρθόδοξο Πίστι μας καὶ γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς προγόνους, διδασκάλους, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς καὶ πνευματικούς μας πατέρας, ποὺ μᾶς ἐδίδαξαν καὶ παρέδωσαν αὐτὴν τὴν ἁγία Πίστι.

Ὁμολογοῦμε, ὅτι δὲν θὰ ἀναπαυόμασταν σὲ μία Ἐκκλησία ποὺ ἐν πολλοὶς ὑποκαθιστᾷ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ μὲ τὸν «ἀλάθητο» ἄνθρωπο «πάπα» ἢ «προτεστάντη».

Πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Χάριτος. Λυπούμεθα, γιατὶ οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ χαροῦν αὐτὸ τὸ πλήρωμα, καὶ μάλιστα κάποτε προσπαθοῦν καὶ νὰ παρασύρουν καὶ προσηλυτίσουν τοὺς Ὀρθοδόξους στὶς κοινότητές τους, ὅπου μόνον μία μερική, ἀποσπασματικὴ καὶ διαστρεβλωμένη ἄποψι τῆς ἀληθείας ἔχουν. Ἐκτιμοῦμε τὴν ὅση ἀγάπη ἔχουν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὅ-σὰ καλὰ ἔργα κάνουν, ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ ἑρμηνεία ποὺ δίδουν στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι σύμφωνή με τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἅγιων Ἀποστόλων, τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν ἁγίων Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Προσευχόμεθα ὁ ἀρχιποίμην Χριστός, ὁ μόνος ἀλάθητος Ἀρχηγὸς καὶ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐκείνους μὲν νὰ ὁδήγηση στὴν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ πατρικό τους σπίτι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κάποτε ἀπεσκίρτησαν, ἐμᾶς δὲ τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ φωτίση, ὥστε νὰ παραμείνουμε ἄχρι θανάτου πιστοὶ στὴν ἁγία καὶ ἀκαινοτόμητο Πίστι μας, ὅλο καὶ περισσότερο στερεούμενοι καὶ ἐμβαθύνοντες σ᾿ αὐτήν, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» [35]. Ἀμήν.



ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ:

[1] Dimitru Staniloae, Γιὰ ἕνα Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό, ἔκδ. ΑΘΩΣ, Πειραιεὺς 1976, σελ. 19-20.

[2] Πράξ. κ´ 28.

[3] Migne, PL 217, 665ΑΒ. Βλ. καὶ Ἀρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, Ἔκδ. Ἀδελφ. «Εὐνίκη», Ἀθῆναι 1988, σελ. 155.

[4] Μάρκ. ιβ´ 17.

[5] Πηδάλιον, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 109.

[6] Ματθ. δ´ 10.

[7] Μ. Φωτίου, Ἐπιστολὴ 1, 13, 16, PG 102, 728D, 729Α.

[8] Βλαδιμ. Λόσκι, Κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1974, σελ. 72.

[9] Ἔνθ ἀνωτ., σελ. 78.

[10] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 80.

[11] Βλ. τεῦχος ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ ΗΜΑΣ (Πατριαρχικαὶ ἐπισκέψεις εἰς τὴν συμβασιλεύουσαν, 1997-1999-2000), ἔκδ. Ἱ. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη 2000.

[12] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τοὺς ἀπ᾿ Αἰγύπτου ἐπιδημήσαντας, ΕΠΕ, Θέσ/νίκη 1985, τόμ. 2, § 12, σελ. 142.

[13] Ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, Ἐγκύκλιος «Τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς», ἐν Ἰῳ. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἐν Ἀθήναις 1960, τόμ. 1, σελ. 428.

[14] Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Γέρων Σιλουανός, Περὶ προσευχῆς, κ.ἄ. [15] Ἁγίου Φωτίου, «Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους», ἐν Ἰω. Καρμίρη, Τὰ δογματικά..., ἔνθ. ἀνωτ., τ. 1, σελ. 323, § 9.

[16] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 324, § 11.

[17] Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ὡς γνωστὸν δὲν παρέμειναν στὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ συνεκάλεσαν ἄλλες δεκατρεῖς. Αὐτὲς αἱ σύνοδοι σήμερα εἶναι γι᾿ αὐτοὺς μεγάλη τροχοπέδη, διότι, ἂν καὶ θὰ ἤθελαν νὰ ὑπερβοῦν τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸ δικανικὸ πνεῦμα, δὲν μποροῦν, ἐπειδὴ εἶναι δεσμευμένοι ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις αὐτῶν τῶν συνόδων. Στὸ συμπέρασμα αὐτὸ καταλήγει ὁ μελετητὴς τῆς «Κατηχήσεως τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας», ποὺ εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσημη κατήχησις μετὰ τὴν Β´ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ καὶ ἀπηχεῖ τὸ πνεῦμα της.

[18] Β´ Σύνοδος Βατικανοῦ, LUMEN GENTIUM (Δογματικὴ διάταξη Περὶ Ἐκκλησίας), Γραφεῖον καλοῦ τύπου, 1964, σελ. 44, 45.

[19] Κατήχηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Βατικανό, ἔκδ. Κάκτος, Ἀθήναι 1996, § 816, σελ. 271.

[20] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., § 884, σελ. 293.

[21] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., § 891, σελ. 295.

[22] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., § 1559, σελ. 488.

[23] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 16.

[24] Τhe Documents of Vatican - New York 1966, σελ. 48. (Μετάφρασις δική μας)

[25] Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ι. Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο Σερβίας, σελ. 212.

[26] Ἰω. Καρμίρη, Δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα, τ. Β´, Ἀθήναι 1953, σελ. 560.

[27] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 752.

[28] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 941.

[29] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 942.

[30] Ἰωάννου Παναγοπούλου, Τὸ Βατικανὸ καὶ ἡ Ἕνωση τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐφημερὶς ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακὴ 30 Ἰουλίου 1995.

[31] Ἐκτενέστερα ἀναφέρεται στὶς διαφορὲς αὐτὲς ὁ Σέβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, Ἐνιαύσιο 2001, ἔκδ. Ἱ. Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, σελ. 199.

[32] Ἁγίου Νεκταρίου, Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θέσ/νίκη 1972, σελ. 73.

[33] Λουκ. ιη´ 27.

[34] Πρβλ. Ἰούδα, 3.

[35] Ἐφεσ. δ´ 13.


Πηγή:http://www.agiazoni.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου