Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ (1) Μοναχοῦ Μωϋσέως ἁγιορείτου






1

Σκέψεις πλάι στό τζάκι

῎Εκαιγε τό  τζάκι. Γύρω οἱ μοναχοί ἀνέμεναν τήν κρούση γιά τήν ἀγρυπνία. Οἱ τελευταῖοι ἔπαιρναν τόν καφέ τους. Κι ἔμπαιναν στήν κουβέντα γιά τόν καιρό, τόν ἄρρωστο Γέροντα, τή θάλασσα καί τό χαλασμένο τηλέφωνο. Τότε φούντωσε ξανά ὁ πόθος μου νά γράψω ἕνα «ἄλλο» βιβλίο γιά τό ῞Αγιον Ὄρος, μιά «ἄλλη» ἱστορία, ἕναν «ἄλλο» ὁδηγό. ῎Οχι πολύ μεγάλο, ὄχι μικρό, δίχως πολλές λεπτομέρειες καί γενικότητες...
   Παρότι ἔχω γράψει χιλιάδες σελίδες αἰσθανόμουν ἀνώριμος. ῎Εβλεπα νά μήν ἔχουν ἀσπρίσει πολύ τά γένεια μου. Δέν μποροῦσα ὅμως νά γνωρίζω καθόλου ἄν θά ὑπάρξω ἀσπρογένης μέ ἀναμνήσεις. ῎Εχω κι ἐκείνη τήν ἡπατική ἀνεπάρκεια, πού μοῦ θυμίζει τόν θάνατο πιό πολύ ἀπό τό ράσο μου. Δέν θά ἔκανα ἄλλωστε βαθυστόχαστες σκέψεις, θεολογικές ἀναλύσεις, λογοτεχνικές περιγραφές, κάτι πού νά ἑλκύει καί νά προκαλεῖ τόν ἔπαινο. Θά προσπαθοῦσα νά εἶμαι ἀγαθός καί εἰλικρινής. Δέν θά ᾿γραφα γιά σκιές, γιά γνωστά, γιά λάθη, γιά ὑψηλά. Θά ἔγραφα γιά τό φῶς τό ὁρατό, τό τωρινό καί θά ἔκανα λάθη, παρά τήν προσοχή μου νά μήν προβῶ σέ ἐκτιμήσεις, ἀφοῦ σάρκα φορῶ καί στή γῆ οἰκῶ: Τήν ἁγιορείτικη γῆ, θά ᾿θελα νά περιγράψω πού τήν ἀγαπῶ ἀληθινά καθώς καί ὅσους μόνιμα τήν πατοῦν κι εἶναι σκεπασμένοι μέ τό ἅγιο χῶμα της. Ζῶ πλάι σ᾿ αὐτούς γιά τούς ὁποίους μιλῶ καί συμπάσχω στίς ἀγωνίες τους καί τά πείσματά τους.
   ῎Ισως κάμποσα ἀπ᾿ ὅσα θά ᾿θελα νά γράψω νά μποροῦσαν ν᾿ ἀφαιρεθοῦν, νά θέλανε ἕνα καλύτερο «χτένισμα» καθώς λένε. ῞Ομως ὅταν τά γεροντάκια μοῦ διηγοῦνται ἱστορίες δέν τά διακόπτω ποτέ, γιατί χάνουν τή σειρά τῶν λόγων τους, λόγων βέβαια πού δέν ἔχουν σειρά, μά αὐτή εἶναι ἡ ὀμορφιά τους. ῎Οχι, δέν θά προσπαθήσω νά τούς μιμηθῶ. Θ᾿ ἀποτύχω σίγουρα. Τό ξέρω καλά, τουλάχιστον αὐτό. ῞Ομως θέλω νά γράψω αὐτό τό βιβλίο δίχως ἐπιτήδευση.
   Φοβᾶμαι πώς ἐπειδή πολύ τό θέλω ὁ καλός Θεός δέν θά μέ ἀφήσει νά τό ὁλοκληρώσω. Τοῦ Θεοῦ οἱ χάρες εἶναι ὅλες μυστικές. Τώρα τό νά θέλω ἐγώ νά δημοσιεύσω αὐτό πού λέγεται μόνο ἐμπιστευτικά ἤ τό πολύ σέ δυό –τρεῖς  καλούς φίλους πλάι στό τζάκι, τί νά πῶ; Θά γευθῶ τόν καρπό τοῦ πείσματός μου...

᾿Αντιγραφή:᾿Οδυσσεύς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου