Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

«ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ ΡΟΥΜΑΝΩΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΩΝ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ»




Οἱ ἱερεῖς μας στραγγαλίζονταν μαζί μὲ τοὺς λόγιους, τοὺς ἐργάτες καὶ τοὺς ἀγρότες (...)


Ὑποσχέθηκαν στοὺς ἀνθρώπους τὸν παράδεισο ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ τὸ Κόμμα τοὺς ἀπαγόρευσε ταυτόχρονα τὸν παράδεισο τοῦ οὐρανοῦ. Τοὺς προσφέρθηκε ἡ ἀπόλαυση τῶν αἰσθήσεων, ἀλλὰ ἔχασαν τὴ χαρὰ τῆς ψυχῆς. Τοὺς ὑποσχέθηκαν ὅτι ὅλα θὰ εἶναι καλὰ καὶ ὄμορφα, ἀλλὰ μέσα τους δὲν ὑπῆρχε οὔτε τὸ καλό, οὔτε ἡ ὀμορφιὰ καί, ὅταν ἐξαφανίστηκε καὶ ἡ λαχτάρα τῶν οὐρανῶν, ἔνιωσαν ὅτι εἶναι φυλακισμένοι στὴ γῆ. Καὶ ὅταν δελεάστηκαν μὲ τὰ σαρκικὰ πάθη, ἔγιναν θηρία καὶ κτήνη, χωρὶς ψυχὲς ἤ συνείδηση, ἀμαυρώνοντας τὰ πάντα γύρω τους. Διότι τελικὰ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἁγιάζονται μέσα τους, βρωμίζουν τὸν κόσμο μὲ ὅ,τι πιὸ κακὸ καὶ ἀκάθαρτο ἔχουν στὴν ψυχή τους. 


«O ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ, ΘΗΡΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΑ ΠΑΡΩΝ»

Σημ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»: Τὰ ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα, ποὺ ἀκολουθοῦν, ἐπιφυλάσσουν στὸν προσεκτικὸ καὶ ἰσορροπημένο ἀναγνώστη ἐκπλήξεις ἀπροσδοκήτων «συμπτώσεων» μὲ τὸν καιρό μας. Ἡ ἀνάγνωσή τους ἀνοίγει στὸν ἀναγνώστη εὐκαιρίες ἐσωτερικῆς ἀναδιαρθρώσεως. Τὰ τετριμμένα καὶ στερεότυπα καταρρίπτονται, τὰ οὐτιδανὰ «ἀδιανόητα» γίνονται εὐνόητα καὶ πραγματικά, τὰ ἀπίστευτα γίνονται πιστευτά, τὰ ξένα γίνονται πιὸ οἰκεῖα, καὶ τὰ παρόντα φωτίζονται ἀπὸ τὰ παρελθόντα, τὰ μακρινὰ ἔρχονται κοντὰ καὶ γίνονται ἀνάγλυφα, ἀποκωδικοποιοῦνται στὰ μάτια τοῦ ζωντανοῦ καὶ προσεκτικοῦ ἀναγνώστη.
Πρόκειται γιὰ αὐθεντικὲς χριστιανικὲς μαρτυρίες ποὺ συγκλονίζουν συθέμελα τὴν ὕπαρξη.

ΤΙΡΓΟΥ-ΟΚΝΑ – 1951
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἰωάννου Ἰανολίδε «ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ ΡΟΥΜΑΝΩΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΩΝ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ
»
ἐκδ. «ΟΡΘΟΔ. ΚΥΨΕΛΗ», Θεσ/νίκη 2009, σελ. 260-263

Ὅλος ὁ σοσιαλιστικὸς κόσμος εἶναι μιὰ μεγάλη φυλακή, μὲ κέντρο τὶς ὑψηλῆς ἔντασης φυλακές του. Ἡ διαδικασία ποὺ διεξάγεται ἔντονα στὶς φυλακές, κατόπιν σκορπίζεται σχεδὸν διαλυμένη στὸ λαὸ, ἀλλὰ μὲ συμπεράσματα ἐξ ἴσου ὀλέθρια. Στὶς φυλακὲς βασανίζονται οἱ ἰσχυρὲς προσωπικότητες, ποὺ ἀντέχουν στὴν προσπάθεια ἀλέσματός τους, ἐνῶ οἱ ὄχλοι ἐντυπωσιάζονται εὔκολα ἀπὸ τὴν πανίσχυρη προπαγάνδα καὶ ἀπὸ τὶς καθημερινὲς ἀπειλὲς ἀναφορικὰ μὲ τὴν οἰκογένεια, τὴν ὑπηρεσία, τὴν κατοικία, τὸ μισθὸ καὶ τὴν ἐλευθερία, οἱ ὁποῖες ὅλες μονοπωλοῦνται ἀπὸ τὸ κόμμα. Δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἡ δυνατότητα νὰ πειθαρχεῖς στὸ κόμμα, νὰ ἐργάζεσαι γι’ αὐτό, νὰ ἐκμαυλίζεσαι ὅπως τὸ ζητάει αὐτό, διότι ἐξαρτιέσαι γενικὰ ἀπ’ αὐτό.
Δὲν ἔχουμε πιὰ ἰδιοκτησία, ὄχι γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἐκμεταλλεύονται οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς ἀπομυζοῦν τὰ πάντα. Ἔχει καταργηθεῖ πιὰ σ’ ἐμᾶς κάθε ἐξουσία, ὄχι γιὰ νὰ μὴν τυραννοῦμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς τυραννοῦν οἱ ἄλλοι. Ἑπομένως, ὁ λαὸς εἶναι ἡ διακριτικὴ ἰδιοκτησία τῆς κομμουνιστικῆς ἐξουσίας. Ἄρα οἱ λαοὶ μποροῦν μόνο νὰ ὑπακούουν, νὰ ἐργάζονται, νὰ ψεύδονται, νὰ πολεμοῦν καὶ νὰ διαφθείρονται βαθμιαία, σύμφωνα μὲ τὸ σοσιαλιστικὸ μαρξιστικὸ-λενινιστικὸ κατεστημένο.
Οἱ φυλακὲς εἶναι τὸ κραταιὸ ἐπιχείρημα-φόβητρο τῶν κομμουνιστῶν. Ἔχω μάθει ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι τελικὰ ὁ πιὸ μεγάλος φόβος. Ἡ σκλαβιὰ ποὺ φέρνει τὸν ἐκμαυλισμὸ τῆς ψυχῆς, εἶναι τὸ βασικὸ κλειδὶ τῆς ἀπελπισίας, ὅταν τὸ κακὸ γίνεται ἀνεπίστροφο καὶ δυναμικότατο. Μὲ μιὰ τέτοια ζωντανή, πραγματικὴ καὶ πιεστικὴ ἐμπειρία συνεχίζαμε νὰ ὑπάρχουμε στὶς φυλακὲς μετὰ τὸ 1950.
Ἦταν χειμώνας τοῦ 1951. Πάλι τὰ Χριστούγεννα. Ἤμασταν στὸ θεραπευτήριο-δεσμωτήριο στὸ Τίργου Ὄκνα, ἕνα νέο θεραπευτήριο, προοριζόμενο νὰ ὑποκρύπτει τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τῶν φυλακῶν. Οἱ ἐδῶ φυματικοὶ βαστοῦσαν μέσα τους τὶς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ Πιτέστι, τὴν Γκέρλα, τὸ Κανάλι, ἀπὸ τὰ ὀρυχεῖα καὶ τὰ φονικὰ στρατόπεδα.
Εἴχαμε ἀρκετὸ φαγητό, ἀλλὰ δὲν τὸν ἀνέχονταν πιὰ οἱ φωλιασμένες στὰ «σπήλαια» πληγές μας. Μᾶς ἄφηναν στὴν αὐλὴ τοῦ θεραπευτηρίου, ἀλλὰ περιβαλλόμασταν ἀπὸ δύο σειρὲς πολὺ ὑψηλῶν τοίχων. Δὲν ξυλοκοπιόμασταν πιά, ἀλλὰ ἀπειλούμασταν συνεχῶς μὲ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ Πιτέστι ἤ στὸ Κανάλι. Ὑπῆρχε μιὰ ἰσχυρὴ σχέση μεταξύ μας, ἀλλὰ εἴχαμε ἀνάμεσά μας καὶ πολλοὺς προδότες, προερχόμενους εἴτε ἀπὸ τὸ Πιτέστι, εἴτε ἀπὸ ἄλλα φοβερὰ μέρη τῆς τρομοκρατίας.
Ἤμασταν σ’ ἕνα θεραπευτήριο, ἀλλὰ εἴχαμε φάρμακα μόνο στὸν κατάλογο. Ὑπῆρχε καὶ μιὰ γιατρίνα ποὺ μᾶς νοσήλευε, ἀλλὰ ἤμασταν ἑκατοντάδες ἀσθενεῖς καὶ καθημερινὰ πέθαιναν ἀνὰ δύο-τρεῖς. Μ’ ἕνα φέρετρο, μὲ τὸ ἴδιο πάντα βρόμικο φέρετρο, μεταφέρονταν ὅλοι οἱ νεκροὶ στὸ κοινὸ νεκροταφεῖο, χωρὶς σταυρὸ ἤ ἱερέα. Δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ προσευχηθεῖς οὔτε στὸ θάνατο κάποιου ἀνθρώπου. Δὲν ὑπῆρχε δικαίωμα οὔτε γιὰ ἕνα κερί, δικαίωμα τόσο πολύτιμο στὴ χριστιανική μας παράδοση. Δὲν εἴχαμε ἀπὸ τὸν κόσμο. Μαθαίναμε ἀνὰ ἕξι μῆνες ἤ ἀκόμη ἀνὰ ἔτος ἕνα σπουδαῖο πολιτικὸ γεγονός.
Κι ὅμως ἀκόμη ἐλπίζαμε. Μερικοὶ εἶχαν μιὰ παιδαριώδη πολιτικὴ εὐπιστία, ὥστε περίμεναν ὅτι μιὰ μέρα θὰ ἔρθουν οἱ Ἀμερικάνοι. Δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν ὅτι ἡ Δύση μᾶς ἔχει ἐγκαταλείψει στὸν κομμουνισμό. Ἀκόμη δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν ὅτι τὰ συμφωνητικὰ μὲ τοὺς σοβιετικοὺς θὰ ἰσχύουν καὶ μετὰ τὸ θάνατό μας. Οἱ ἱερεῖς μας στραγγαλίζονταν μαζί μὲ τοὺς λόγιους, τοὺς ἐργάτες καὶ τοὺς ἀγρότες. Ἦταν δεκαπλάσιοι ἐργάτες στὶς φυλακὲς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν στὸ Κομμουνιστικό Κόμμα. Καὶ αὐτὸ γινόταν σ’ ἕνα καθεστὼς δῆθεν ἐργατικό.
Λόγῳ τῶν κρατουμένων, ποὺ ἀνῆκαν στὴν ὑψηλὴ κοινωνία, ἡ ἀτμόσφαιρα στὸ δεσμωτήριο τοῦ Τίργου Ὄκνα ἦταν πολὺ ὑψηλῆς ποιότητας. Πρῶτα καλλιεργεῖτο μιὰ εἰλικρινὴς θρησκευτικότητα, μὲ μία ἐντυπωσιακὴ καὶ πηγαία ἐπικοινωνία μεταξύ τους, ποὺ γινόταν κοντὰ καὶ γύρω ἀπὸ τὸν Βαλέριο Γκαφένκου, ἕναν ἔξυπνο καὶ καλοκάγαθο ἄνθρωπο, στὸν ὁποῖο κατοικοῦσε ὁ Χριστός. Ἐκεῖ ζοῦσε κανεὶς τὸν Χριστιανισμὸ στὴν πρωτογενῆ του μορφή. Βιωνόταν ἡ νοερὰ προσευχή, ὅπως στὶς ἐποχὲς τῆς παραδοσιακῆς παλαιᾶς πνευματικότητας. Οἱ ψυχὲς καθαρίζονταν μέσῳ τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως καὶ μέσῳ εἰλικρινῶν καὶ φιλικῶν ἐξομολογήσεων μεταξύ μας. Ἡ ἀγάπη μεταξύ μας ἦταν τόσο δυνατή, ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ τὴν χαλάσει ἡ πιὸ ὀδυνηρὴ τρομάρα, στὴν ὁποία ζούσαμε. Ὅσο μᾶς ἔσφιγγε ὁ κλοιὸς τοῦ μίσους, τόσο μᾶς ἕνωσε ἡ ἀγάπη μεταξύ μας. Δὲν χρειάζονταν οὔτε λόγια, διότι καταλαβαίναμε ἀμέσως τὸ πνεῦμα τοῦ καθενός, καλὸ ἤ κακό.
Ὑπῆρχε μεταξύ μας ἕνας μεγάλος συναγωνισμὸς αὐτοθυσίας. Κανένας δὲν ἀνῆκε μόσο στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ στὴν κοινωνία. Τὰ πάντα ἦταν κοινὰ καὶ ὁ καθένας ἔδινε μὲ χαρὰ καὶ τὸ πουκάμισο, καὶ τὸ ψωμί, καὶ τὸ φάρμακο, ἀκόμη καὶ τὴ ζωή του. Ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, ὁ ἕνας γιὰ ὅλους καὶ ὅλοι γιὰ ἕναν. Ἤμασταν μιὰ ψυχή, μιὰ θέληση, ἕνας νοῦς, μιὰ ἐλπίδα. Ὁ καθένας ἦταν ἕνας θησαυρὸς γιὰ ὅλους. Ἔτσι, καλλιεργούμασταν πνευματικὰ καὶ ἑνωνόμασταν ὅλο καὶ περισσότερο μὲ τὸν Χριστὸ, τὸν ὁποῖο νιώθαμε ζωντανό, παρόντα καὶ ἐνεργό. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀντίχριστος ἦταν αἰφνίδιος, θηριώδης καὶ βασανιστικὰ παρών.
Ὅταν ἕνας ἀπὸ μᾶς ἦταν σὲ ψυχικὸ κίνδυνο, καὶ φοβισμένος μήπως πέσει, ὅλοι τὸν βοηθοῦσαν. Ἐκεῖ ἔμαθα πόσο ἀναγκαία ἦταν ὄχι μόνο ἡ προσευχὴ τοῦ ἑνὸς γιὰ τὸν ἄλλο, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη, ἡ ὁμολογία, ὁ λόγος, ἡ ὤθηση, τὸ παράδειγμα, τὸ θάρρος καὶ ὁ κίνδυνος νὰ σηκώνεις τὸ βάρος τοῦ ἄλλου. Ὅλοι περνούσαμε δύσκολες σωματικὲς καὶ ψυχικὲς δοκιμασίες καὶ ἄν δὲν ὑπῆρχε ἡ στενὴ πνευματική μας σχέση, ἡ ἀκαταπόνητη προστασία καὶ ἡ ἀπόλυτη αὐτοθυσία, ὅλοι θὰ πέφταμε, σ’ ἐκεῖνες τὶς ἀβάστακτες συνθῆκες.
Οἱ δυνάμεις τῆς ἀντοχῆς μας συγκεντρώνονταν γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Βαλερίου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐνίσχυε πνευματικά. Πηγαίναμε σ’ αὐτὸν νὰ πάρουμε ἐνίσχυση, ὅποτε ἀδυνατοῦσαν οἱ ψυχές μας. Τὸν νιώθαμε σὰν μιὰ πηγὴ χάριτος, ποὺ μᾶς ἕνωνε μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς προφύλαγε ἀπὸ τὴν κόλαση στὴν ὁποία ζούσαμε. Γύρω του κάθονταν, χωρὶς ἐκ τῶν προτέρων νὰ ἔχει καθορισθεῖ ἡ θέση τους, ὅλοι γιὰ νὰ ἀκούσουν κάτι τὸ πνευματικὸ ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἐκεῖ, τότε, ἄλλοι γιὰ πρώτη φορὰ γνώριζαν κάτι γιὰ τὴν πίστη, ἄλλοι προσπαθοῦσαν, καὶ ἄλλοι, πιὸ ἀπόμακροι ἦταν οἱ ἀναμορφωτὲς καὶ οἱ προδότες, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸν πύρινο κύκλο στὸν ὁποῖο καίγονταν οἱ ψυχές μας.
Προσπάθησαν πολλὲς φορὲς καὶ οἱ ἀναμορφωτὲς νὰ δημιουργήσουν ἕνα κέντρο συγκέντρωσης τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους, ἀλλὰ δὲν τὸ κατάφεραν. Ἀπέναντι στοὺς κομμουνιστὲς καὶ τοὺς δεσμοφύλακες ἀμυνόμασταν πιὸ εὔκολα, διότι μᾶς διαχώριζαν οἱ στολὲς καὶ τὸ νομικὸ καταστατικό. Πολὺ πιὸ δύκολα ὅμως μπορούσαμε νὰ προφυλαχθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἀναμορφωτές, ἀπὸ τοὺς ὁποίους, παρ᾽ ὅλο ποὺ ζούσαμε τόσο κοντά, μέσα στοὺς ἴδιους τοίχους καὶ ροκανισμένοι ἀπὸ τοὺς ἴδιους βακίλους τῆς φυματίωσης, ἤμασταν ὅμως ρητά, κατηγορηματικὰ καὶ δραματικὰ χωρισμένοι. Ὡστόσο, ἤμασταν εὐτυχεῖς ποὺ δὲν εἴχαμε κρυφοὺς προδότες κατασκόπους. Γνωριζόμασταν πολὺ καλὰ μεταξύ μας καὶ ζούσαμε σὲ δύο ξεχωριστοὺς κόσμους. Ἤμασταν δύο ὁμάδες ἀνθρώπων, ποὺ εἴχαμε διαφοροποιηθεῖ μέσῳ τῆς θωριᾶς, τῆς ματιᾶς, τῶν χειρονομιῶν, τῶν κινήσεων καὶ τῆς συμπεριφορᾶς.
Ὁ τύπος ἑνὸς χριστιανοῦ ἦταν ἤρεμος, ἤπιος, ἀπασχολημένος μὲ λογισμούς, ποὺ ἐκδηλώνονταν σὲ καλὲς πράξεις, στὴ διάθεση αὐτοθυσίας, στὴ μεγάλη ὑπομονή, σὲ μιὰ περιεκτικὴ καὶ βαθειὰ ἀντίληψη τῶν πραγμάτων, ὥστε ἡ ματιὰ ἦταν φωτεινή, τὰ πρόσωπα γελαστά, οἱ κινήσεις σοβαρὲς καὶ προσεκτικές. Ἦταν ἄνθρωποι ποὺ χαροποιοῦσαν καὶ τὸν ἀέρα καὶ κατέβαζαν τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ.
Διαφορετικὸς ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν ὁ τύπος τοῦ σατανᾶ. Ἦταν ἀνήσυχος, βιαστικός, ἀμφίβολος, φοβισμένος, τεταμένος, ἄδειος ἐσωτερικά, πάντα κυνηγημένος ἀπὸ τὴ δική του συνείδηση, μὲ ὑαλώδη ματιά, μὲ περιφρονητικὸ χαμόγελο, μὲ πονηριὰ στὸ πρόσωπο καὶ μίσος στὸ λόγο. Ἦταν ἀνειλικρινεῖς ἄνθρωποι, πάντα σὲ καρτέρι, ἐγωιστικοὶ, μὲ τὴν ὕβρη στὸ στόμα καὶ ἕτοιμοι νὰ ἐκτελέσουν διαταγὲς γιὰ φρικιαστικὰ ἐγκλήματα.
Ὑπῆρξαν καὶ μερικοὶ ἀναμορφωτὲς ποὺ κατάφεραν νὰ διορθωθοῦν καὶ δέχθηκαν μὲ θερμότητα τὸ χριστιανικὸ ἦθος. Ὑπῆρξαν καὶ ἄλλοι ποὺ προσποιήθηκαν τὴν μετάνοια γιὰ νὰ μᾶς κατασκοπεύσουν, ἀλλὰ αὐτοὶ διακρίνονταν πολὺ εὔκολα, διότι οἱ ψυχές μας ἦταν τόσο πολὺ εὐαισθητοποιημένες, ὥστε διέκριναν εὔκολα τὰ πνεύματα.
Παρ᾽ ὅλο ποὺ οἱ ἀναμορφωτὲς μᾶς τρομοκρατοῦσαν, τοὺς συμπαθούσαμε καὶ προσευχόμασαταν γι’ αὐτούς, διότι στοὺς περισσοτέρους βλέπαμε παλαιοὺς φίλους, καλοὺς ἀνθρώπους, μεταμορφωμένους σὲ παλιανθρώπους διὰ τῆς τρομάρας τῆς μαρξιστικῆς-λενινιστικῆς «ἀναμόρφωσης».
Αὐτὴ ἡ «ἀναμόρφωση» ἦταν ἕνας μηχανισμὸς δῆθεν λογικός, ὁ ὁποῖος διέλυε ἐσωτερικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μετὰ προσπαθοῦσε μὲ ἐκτρωματικὲς μεθόδους, νὰ τὸν κάνει σοσιαλιστή, ἐνῶ στὴν ἀλήθεια τὸν μετέτρεπε σὲ ἄγριο θηρίο. Καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ γλυτώσει χωρὶς ταλαιπωρίες ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν βασανιστηρίων τῆς ὑλιστικῆς-διαλεκτικῆς «ἀναμόρφωσης».
Τὰ ἀποτελέσματα τῆς «ἀναμόρφωσης» καὶ τῆς μαρξιστικῆς ἀγωγῆς εἶναι ἀποκλειστικῶς ἐγκληματικά, θηριώδη, παρηκμασμένα, ἀπάνθρωπα, τὰ ὁποῖα καθαιροῦν τὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἅρπαξαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὰ ὑπάρχοντά τους, ἀλλὰ αὐτοὶ ἔγιναν πιὸ ἐγωιστές, πιὸ κλέφτες, γιατὶ ποτὲ δὲν τὰ παραχώρησαν μὲ τὴ βούλησή τους. Τοὺς ἐπιβλήθηκε αὐτὴ ἡ κατάσταση ἀπὸ τὸ Κόμμα, τὴ δῆθεν δικαιοσύνη, καὶ τὴν κοινωνικὴ ἰσότητα, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι μισοῦνται περισσότερο μεταξύ τους, ἀλληλοβασανίζονται καὶ γίνονται σαδιστές, διότι δὲν πηγάζουν ἀπὸ μέσα τους οὔτε ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, οὔτε ἡ καλοσύνη, οὔτε ἡ ἰσότητα. Ἦταν ἀδιάφοροι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον.
Ὑποσχέθηκαν στοὺς ἀνθρώπους τὸν παράδεισο ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ τὸ Κόμμα τοὺς ἀπαγόρευσε ταυτόχρονα τὸν παράδεισο τοῦ οὐρανοῦ. Τοὺς προσφέρθηκε ἡ ἀπόλαυση τῶν αἰσθήσεων, ἀλλὰ ἔχασαν τὴ χαρὰ τῆς ψυχῆς. Τοὺς ὑποσχέθηκαν ὅτι ὅλα θὰ εἶναι καλὰ καὶ ὄμορφα, ἀλλὰ μέσα τους δὲν ὑπῆρχε οὔτε τὸ καλό, οὔτε ἡ ὀμορφιὰ καί, ὅταν ἐξαφανίστηκε καὶ ἡ λαχτάρα τῶν οὐρανῶν, ἔνιωσαν ὅτι εἶναι φυλακισμένοι στὴ γῆ. Καὶ ὅταν δελεάστηκαν μὲ τὰ σαρκικὰ πάθη, ἔγιναν θηρία καὶ κτήνη, χωρὶς ψυχὲς ἤ συνείδηση, ἀμαυρώνοντας τὰ πάντα γύρω τους. Διότι τελικὰ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἁγιάζονται μέσα τους, βρωμίζουν τὸν κόσμο μὲ ὅ,τι πιὸ κακὸ καὶ ἀκάθαρτο ἔχουν στὴν ψυχή τους. Ἑπομένως, ὅλο τὸ … καλὸ ποὺ ἐκβιαστικὰ γίνεται δεκτὸ ἀπὸ τὶς συνειδήσεις τους, μόνο κακὸ καὶ ἀνατρεπτικὸ μπορεῖ νὰ εἶναι.
Στὸ Τίργου Ὄκνα ἦταν ἄνθρωποι ποὺ ποθοῦσαν νὰ εἶναι τοῦ Χριστοῦ, σὰν τοὺς ἁγίους. Ἄλλοι ἄνθρωποι τρομοκρατημένοι ἀπὸ τὸ καθεστώς, τελικὰ ἔγιναν μαρξιστὲς καὶ ἦταν σὰν τοὺς δαίμονες.

Ἤξερα καλὰ ὅτι δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τὸν ψυχικὸ συναισθηματισμό του, διότι ἐγὼ γεννήθηκα χριστιανὸς καὶ ἔχω ζήσει χριστιανικά, ἐνῶ αὐτὸς ἦταν Ἑβραῖος, ἔγινε κομμουνιστὴς καὶ τώρα σιωνιστής. Μιὰ τέτοια ψυχὴ περνάει μεσα ἀπὸ ὀδυνηροὺς τραυματισμοὺς κάθε φορὰ ποὺ κάνει μιὰ καινούργια ἀνακάλυψη στὰ πνευματικά. Καὶ ἡ τωρινὴ χριστιανικὴ ὁμολογία του ἦταν μιὰ κατηγορηματικὴ καὶ ἀνεπίστρεπτη ἀναστροφὴ ὁλοκλήρου τοῦ παρελθόντος.
Σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἀφουγκράστηκες, μοῦ εἶπε μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα. Μπορεῖ σύντομα νὰ εἴμαστε ἀδέλφια ἐν Χριστῷ!
-Νὰ σὲ βοηθήσει ὁ Θεός! τοῦ εἶπα συγκινημένος, καὶ σηκώθηκα νὰ πάω στὸν Ἰωάννη.
Ὁ Ἰωάννης ἀνέπνεε γρήγορα καὶ εἶχε πυρετό. Τὸ προσωπό του ἦταν χλωμὸ καὶ ἐξουθενωμένο. Ἡ φύση ὅμως διατηροῦσε ἀκόμη μιὰ ζωτικὴ ἰσορροπία μέσα του. Ἤξερα ὅτι ὁ θάνατος ἦταν κοντά. Τὸ ἤξερε καὶ ὁ ἴδιος.
-Σήμερα ἐξομολογήθηκα καὶ ἑτοιμάσθηκα γιὰ ἀναχώρηση, μοῦ εἶπε. Λυπᾶμαι, ὅμως, ποὺ πεθαίνω καὶ δὲ βλέπω τὴ λύτρωση τῆς Χώρας…
Σταμάτησε γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἀνέπνεε δύσκολα. Σὲ λίγο συμπλήρωσε:
-Μόνο ἡ πίστη στὸν Θεὸ μοῦ παρέμεινε. Μᾶλλον τουλάχιστο τώρα, σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ στενότητα, ὁ κόσμος θὰ καταλάβει τί εἶναι ἡ πίστη στὸν Θεό!… Τώρα γιὰ μένα εἶναι ἀργὰ… Σβήνω… Συχνὰ ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι γίνεται σκοτάδι, μετὰ ξεσπάει ἕνα ἐκθαμβωτικὸ φῶς. Ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ θανάτου τὰ μυστήρια τῆς ζωῆς φαίνονται πιό κοντά. Κρίμα ποὺ δὲν τὰ εἶδα ἔτσι σ’ ὅλη τὴ ζωή μου! Ὁ ἀδελφός μου, ὁ πολεμιστής, ἦταν ἕνας ἀσύγκριτα μεγαλύτερος ἄνθρωπος ἀπὸ μένα, ἕνας ὁραματιστής!
-Ἡσύχασε! τοῦ εἶπα. Εἶσαι καταβεβλημένος.
-Ἔτσι ἦταν γραμμένο, νὰ πεθάνω στὰ χέρια σου, συνέχισε. Σὲ ἀγάπησα καὶ σὲ θαύμασα πολύ. Ὁ Θεὸς νὰ σὲ βοηθήσει!
-Ἀδελφέ, τοῦ ἀπάντησα, σοῦ ὀφείλω ἀμέτρητα. Ἤσουν πιὸ ἀνδρεῖος ἀπὸ μένα. Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σὲ ἀνταμείψει γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειξες στὴ ζωή σου, ἀγάπη γιὰ μένα, γιὰ τοὺς ἄλλους. Δὲ θὰ σὲ ξεχάσω ποτέ!
Ὕστερα ἀπὸ μιὰ μεγάλη σιωπή, μοῦ εἶπε:
-Σὲ παρακαλῶ, πὲς στὸν Ἰάκωβο νὰ μὲ συγχωρέσει. Εἶχα συχνὲς παρεξηγήσεις μαζί του. Μὲ νευρίαζαν οἱ κομμουνιστικὲς καὶ ἑβραϊκές του ἐκδηλώσεις.
Τὸ εἶπα στὸν Ἰάκωβο. Ἐκεῖνος σηκώθηκε και ἦρθε δίπλα στὸν Ἰωάννη.
-Εἶμαι ἀναστατωμένος, τοῦ λέει, ποὺ θέλεις νὰ ζητήσεις συγγνώμη ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ζήσει σὲ λάθος δρόμο. Ἀπὸ ὑπερηφάνεια πῆρα λάθος δρόμο; Μᾶλλον εἶναι ἀνικανότητά μου νὰ γνωρίσω τυὴν ἀλήθεια. Αὐτὸ τὸ ψέμα, ποὺ ἀκολούθησα, μὲ ξεσήκωσε σ’ ὅλη τὴ ζωή μου ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ σήμερα ἀνακαλύπτω τὴν πραγματικότητά του. Μόνο ὁ σατανὰς μπορεῖ νὰ ἐμφυσᾶ τόσα ψέματα καὶ μίσος ἐναντίον τῆς ἀληθείας. Δὲν μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τὸ ὀδυνηρὸ δράμα ποὺ ζῶ αὐτὲς τὶς στιγμές. Ἐγὼ ἀντιστάθηκα στὴν ἀλήθεια κι ἐσὺ μοῦ εἶπες τὴν ἀλήθεια καὶ ποτὲ δὲν ἤσουνα κακὸς μαζί μου. Ἐγὼ σὲ μίσησα, ἀλλὰ ἐσύ μὲ ἀγαποῦσες· ἐγὼ ἤμουνα στὴν πλάνη, ἐσὺ στὴν ἀλήθεια. Ἐγώ, ἄρα, πρέπει νὰ συγχωρεθῶ ἀπὸ σένα, ὅπως ὁ Παῦλος συγχωρέθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό. Νομίζω ὅτι κι ἐγὼ θὰ εἶμαι χριστιανός. Ποθῶ νὰ γίνω χριστιανός, ἀλλὰ ἀκόμη δὲν κυβερνῶ τὴ δική μου ψυχή. Σᾶς παρακαλῶ νὰ εἶστε ἀνεξίκακοι μαζί μου!
Ὁ Ἰωάννης ἔκλαιγε. Τοῦ ἔδωσε τὸ χέρι του καὶ τὸν παρηγόρησε.
-Ὁ Θεὸς νὰ σὲ βοηθήσει! Ἡ ὁμολογία σου μοῦ ἀνοίγει πορεῖες φωτὸς καὶ ἐλπίδας γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ τὸν ἐγκαταλείπω σὲ τέτοιες ἄθλιες συνθῆκες. Θαυμάσια εἶναι τὰ θελήματα τοῦ Κυρίου!
Ὁ Ἰάκωβος ἔφυγε. Ὁ Ἰωάννης μοῦ ζήτησε νὰ πάω στὸν πατέρα Γεράσιμο γιὰ νὰ ἔχει τὴν ἄνεση νὰ τοῦ δώσει τὴν τελευταία εὐλογία.
Ὅλα ἠρέμησαν κι ἐγὼ πλησίασα τὸν Βαλέριο. Καθόταν μὲ τὴν πλάτη στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτὸ στὸ στῆθος του, ἀλλὰ εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι μὲ κοιτάει. Τὰ γαλανά του μάτια ἀνοίχθηκαν πελώρια, φωτεινά, καὶ μ’ ἀγκάλιασε μὲ τὴ ζεστασιά τους. Χαμογέλασε εὐτυχὴς καὶ εἶπε:
-Τί καλὰ εἶναι νὰ σὲ νιώθω δίπλα μου! Σὲ λίγο θὰ τελειώσω μιὰ ὡραία ψαλμωδία γιὰ τὸ Τίργου Ὄκνα.
-Κάτσε ἤρεμος, τοῦ εἶπα, καὶ κάθισα σὲ μιὰ καρέκλα γιὰ νὰ ἀποκοιμηθῶ.
Αὐτός, ὅμως, μοῦ εἶπε: Ἐσὺ θὰ εἶσαι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ ἀκούσει τὰ κάλαντά μου. Νὰ σοῦ πῶ τοὺς στίχους… (Ἀναφέρουμε ἐδῶ μόνο δύο ἰδέες ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς στίχους: ὅτι ὁ Κύριος ἔκανε τὶς καρδιὲς τῶν κρατουμένων φάτνη γιὰ τὴν Γέννησή Του καὶ ὅτι σήμερα τὰ Χριστούγεννα μετακόμισαν ἀπὸ τὸ οὐράνιο παλάτι τοῦ Κυρίου στὴ φυλακή, ἐκεῖ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶναι φυλακισμένος, μαζί μὲ τοὺς πιστοὺς δούλους Του). Μὲ κοίταξε λίγο καὶ μετὰ πρόσθεσε:
-Αὐτὰ τὰ κάλαντα τὰ ἀφιερώνω στὸν πατέρα Γεράσιμο. Αὐτὸς εἶναι τὸ παιδί, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶνε οἱ τελευταῖοι στίχοι.
Ὁ Βαλέριος ἦταν εἰρηνικός, ἤρεμος καὶ χαρούμενος. Τὸν εὐχαρίστησα γιὰ τὰ κάλαντα. Μοῦ χαμογέλασε καὶ ἀποτραβήχτηκε στὸν ἑαυτό του.
Ἦταν τόση ἡ ἡσυχία, ὥστε ἄκουγα τὸ ἀγκομαχητὸ τῶν ἀσθενῶν, καὶ τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς μου. Σ’ ἐκείνη τὴ δόλια ἀνάμειξη φυλακῆς καὶ φυματίωσης ὑπῆρχε μιὰ ἀναμφίβολη ψυχικὴ δόνηση, ὥστε ὅλα φαίνονταν ἀπόκοσμα, θαυμάσια. Ὁ χρόνος περνοῦσε γαλήνια. Ὁ νοῦς δελεαζόταν ἀπὸ ὁρίζοντες φώτων.
Ἤμασταν ἔγκλειστοι, ἀλλὰ μὲ τὶς ψυχὲς ἐκτὸς φυλακῆς· ἤμασταν ἄρρωστοι σωματικά, ἀλλὰ γεροί πνευματικά· ἤμασταν ἑτοιμοθάνατοι, ἀλλὰ ὁ θάνατος καταπινόταν ἀπὸ τὴ ζωή. Ἡ προσευχὴ γινόταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ νιώθαμε γύρω μας τοὺς καλανδιστὲς (ψάλτες τῶν καλάνδων). Ἐκεῖνο τὸ βράδυ εἶχα περίεργες ἐντάσεις κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ. Ἤμουν νηφάλιος καὶ ζοῦσα στὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ ἡ ὕλη γιὰ μένα ἦταν πνεῦμα καὶ τὸ πνεῦμα ἦταν ὕλη. Καμμιὰ ἀντίθεση δὲν μὲ διετάρασσε.
Κάθε τόσο πλησίαζα τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν πατέρα Γεράσιμο, ποὺ ἔσβηναν ἤρεμα, ὅλο καὶ πιὸ ζωντανοί, ἐφ’ ὅσον πλησίαζαν τὸ θάνατο. Ὁ Ἰάκωβος δὲν κοιμόταν. Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτά, ἀλλὰ δὲν μοῦ εἶπε τίποτε.
Ἀργὰ τὴ νύχτα, πρὶν τὰ ξημερώματα, κατάλαβα ὅτι πρέπει νὰ ἔχω κοντὰ μου τὸ κερὶ καὶ τὸ σπίρτο, ἀπαγορευμένα μὲ αὐστηρότητα, ἀλλὰ τὰ κρατοῦσα κρυμμένα σ’ ἕνα στρῶμα καὶ τὰ χρησιμοποιοῦσα τὰ βράδια, μόνο γιὰ δύο τρία λεπτά, ὅταν κάποιος ἀπὸ μᾶς ἔφευγε ἀπὸ τὴ ζωή.
Πρῶτος πέθανε ὁ Ἰωάννης, σὰν ἕνα παιδί. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος μὲ μεγάλη ψυχή. Ἡ τελευταία του ματιὰ ἦταν πονεμένη καὶ γεμάτη ἀγάπη. Μᾶλλον ἦταν μέσα της ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λάμψη τῆς ἐλπίδας.
Μόλις τελείωσα μὲ τὸν Ἰωάννη, πῆγα στὸν πατέρα Γεράσιμο. Ἄνοιξε ξανὰ τὰ βαθειά του μάτια, βαθουλωμένα στὶς κόγχες.
-Νὰ σᾶς δῶ ἀκόμη μιὰ φορά, παιδιά μου, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί μου, πατέρες μου! μόλις μπόρεσε καὶ εἶπε.
Μετὰ ἔβηξε καί, τελικά, πρόσθεσε:
-Φεύγω! Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογήσει!
Ἀνάσανε βαθειά, τεντώθηκε λίγο καὶ ξεψύχησε. Τοῦ ἔκλεισα τὰ μάτια.
Ἔχω κλείσει τὰ μάτια ἑκατοντάδων ἀνθρώπων, καὶ ἤξερα καλύτερα πῶς πέθανε ὁ καθένας παρὰ πῶς ζοῦσε. Νομίζω ὅτι ἡ στιγμὴ τοῦ τέλους τῆς ἐπίγειας ζωῆς εἶναι πιὸ χαρακτηριστικὴ γιὰ τὴν περιγραφὴ τῶν ἀνθρώπων παρὰ ἡ ἴδια ἡ ζωή.
Παρ᾽ ὅλο ποὺ ἐκείνη ἡ νύχτα ἦταν πολὺ δύσκολη καὶ δὲν εἶχα ξεκουραστεῖ καθόλου, δὲν ἔνιωθα καμιὰ κούραση, δὲν ἔνιωθα νὰ πενθῶ. Ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς περικλείεται μέσα στὴν πραγματικότητα τῆς ἀθανασίας. Τὸ σῶμα μου φαινόταν ἀέρινο. Ὁ χρόνος ἦταν διαπλατυσμένος. Δὲν καταλάβαινα πῶς περνοῦσε. Τοὺς ἔνιωθα ἐξίσου παρόντες τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς πεθαμένους. Μιὰ ἀπροσμέτρητη εἰρήνη εἶχε στρωθεῖ μέσα μου. Σ’ ἐκείνη τὴν ψυχικὴ κατάσταση ἔκανα τὴν προετοιμασία γιὰ τὴν ταφὴ τῶν δύο.
Κάθε τόσο κοιτοῦσα τὸν Βαλέριο. Ἦταν πρόσχαρος, εὐτυχὴς μέσα του, μὲ τὰ μάτια κλειστά, μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο στὸ στῆθος. Οὔτε αὐτὸς δὲν μπὸρεσε νὰ ξεκουραστεῖ ἐκείνη τὴ νύχτα. Μετά, ποὺ τελείωσα τὴν προετοιμασία, μὲ κάλεσε μὲ τὰ μάτια του καὶ μοῦ εἶπε:
-Τὰ κάλαντα εἶναι τελειωμένα. Μᾶλλον αὐτοὶ οἱ στίχοι θ’ ἀποτελοῦν καὶ τὴ διαθήκη μου…
Ἡ ἡσυχία σκέπασε ξανὰ τὸ δωμάτιο γιὰ ἕνα διάστημα. Ἡ προσευχή, σὰν μιὰ οὐράνια σκάλα, κατέβαζε ἀγγέλους ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στὴ γῆ. Οἰ οὐρανοὶ ἦταν ἐδῶ, οἱ οὐρανοὶ ἦταν παντοῦ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου