Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

῞Ωστε ὅλοι μαζί τά φάγαμε; (Σκηνές ἀπό τή ζωή ἑνός σοσιαλιστή)


Κύμη Εὐβοίας, χιονισμένοι δρόμοι

Το άρθρο μου αυτό δημοσιεύτηκε χτες, 3.10.2010, στην Αυγή, στη μηνιαία στήλη “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία. Η εικόνα προστέθηκε από τους ανθρώπους της εφημερίδας. Διαψεύδονται οι φήμες ότι απεικονίζει τον κ. Πάγκαλο. Ο Γκρος ήταν Γερμανός, αλλά το όνομά του το άλλαξε ο ίδιος (από Γκέοργκ σε Τζορτζ), όχι ο δαίμονας του τυπογραφείου. Για κάποιες από τις εκφράσεις του κορεσμού, που υπάρχουν μέσα στο άρθρο, θα ακολουθήσει σύντομα, αν είμαστε καλά, ειδικό σημείωμα. Κι αν ξέρετε κι άλλα ρήματα που να δηλώνουν ότι κάποιος τρώει κατ΄ υπερβολή ή και απλώς τρώει, προσθέστε τα στα σχόλια.

Τζορτζ Γκρός, Σκηνές από τη ζωή ενός σοσιαλιστή
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, «όλοι μαζί τα φάγαμε τα λεφτά». Η δήλωση προκάλεσε, φυσικά, κατακραυγή, και για να τα συμμαζέψει ο κ. Πάγκαλος έδωσε νέα συνέντευξη στην οποία περίπου προανήγγειλε απολύσεις «άχρηστων» δημόσιων υπαλλήλων. Κάποιοι αποκάλεσαν κυνικές τις παγκαλικές δηλώσεις, χαρακτηρισμό που τον θεωρώ ενμέρει άστοχο, διότι ναι μεν ο κυνικός χαρακτηρίζεται από απόλυτη έλλειψη ευαισθησίας, κάτι που ταιριάζει γάντι στον συγκεκριμένο πολιτικό, όμως συχνά θεωρείται ότι λέει, έστω ωμά, αλήθειες –και μόνο αλήθεια δεν είναι η δήλωση ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε», εκτός βέβαια αν ο κ. Πάγκαλος εννοεί ως υποκείμενο του φαγοποτιού τα στελέχη των δυο μεγάλων κομμάτων.
Όμως σ’ αυτήν εδώ τη στήλη, το έχω ξαναπεί, λεξιλογούμε. Για τον κ. Πάγκαλο έχουν ήδη γραφτεί πολλά και εύστοχα, εδώ θα δούμε μερικά λεξιλογικά του φαγητού, αν και όχι όλα διότι θα θέλαμε ολόκληρες σελίδες.  Θα ξεκινήσουμε από το ρήμα, «τρώω», μια λέξη που είναι μαζί μας από την αρχαιότητα, αν και οι αρχαίοι μας πρόγονοι όταν έτρωγαν συνήθως δεν έτρωγαν. Θέλω να πω, το κατ’ εξοχήν ρήμα που χρησιμοποιούσαν δεν ήταν το τρώγω, αλλά το εσθίω, που από τον επικό του τύπο, έδω, έχουν επιβιώσει μερικές λέξεις που τις λέμε και σήμερα, όπως το έδεσμα, κανονικά το φαγητό, αλλά στη γλώσσα της γκλαμουράτης δημοσιογραφίας χρησιμοποιείται φυσικά μόνο για υποτίθεται εκλεκτά και ασφαλώς πανάκριβα φαγητά. Από εκεί και η ξεχασμένη εδωδή, δηλαδή η τροφή, και ο εδώδιμος, δηλαδή ο φαγώσιμος, που επίσης έχει επιβιώσει ως τα σήμερα –αν και κάποτε μερικοί τον μπερδεύουν, όπως ο αξιότιμος κ. Καρατζαφέρης, που είχε δηλώσει πριν από μερικά χρόνια πως οι άγνωστοι που έριξαν ρουκέτα στην αμερικάνικη πρεσβεία «δεν είναι εδώδιμοι» εννοώντας ότι είναι ξένοι, δεν είναι από εδώ! Αλλά πλατειάζω.

Λοιπόν, το ρήμα τρώγω σήμαινε «μασουλάω, τραγανίζω, ροκανίζω» και τραγήματα ή τρωγάλια ήταν οι διάφοροι ξηροί καρποί που πολύ τους αγαπούσαν οι αρχαίοι σαν επιδόρπιο ή σαν συνοδεία του κρασιού. Τα τραγήματα τα έπαιρναν μαζί τους στο θέατρο, και όταν το έργο ήταν βαρετό, λέει κάπου ο Αριστοτέλης, οι θεατές άρχιζαν να τα μασουλάνε (και, φαντάζομαι, θα τα εκσφενδόνιζαν κιόλας εναντίον των ατζαμήδων ηθοποιών). Ο αόριστος του τρώγω ήταν έφαγον και αυτό το θέμα αποδείχτηκε πανίσχυρο, διότι αποτέλεσε τον αόριστο του εσθίω, με αποτέλεσμα τελικά να υποκαταστήσει  ολόκληρο το ρήμα. Το απαρέμφατο είναι φαγείν και από εκεί στα μεσαιωνικά χρόνια έχουμε και το φαγί (όπως και από το φιλείν βγήκε το φιλί, και άλλο ένα που δεν το γράφω) και μετά το φαΐ. Από εκεί και το ρηματικό επίθετο, φαγητόν.
Κάτι ανάλογο με τα νέα ελληνικά έγινε και στα γαλλικά και τα ιταλικά, όπου το manger/mangiare προέρχεται από το λατινικό manducare, που σήμαινε αρχικώς «μασουλάω, καταβροχθίζω» και το χρησιμοποιούσαν ή για τα ζώα ή στη σάτιρα, αλλά τελικά επικράτησε και εκτόπισε το κλασικό edere (που όμως επιβιώνει στις ιβηρικές γλώσσες μέσω του συνθέτου comedere > comer).
Όποιος δεν έχει φάει είναι νηστικός –κι αυτή η λέξη από το αρχαίο θέμα –εδ προέρχεται και από το στερητικό νε-, αν και βέβαια έχει χάσει την ετυμολογική της διαφάνεια. Αντίθετα, όποιος έχει φάει δεν είναι πια νηστικός, είναι χορτασμένος. Εδώ η ομοιότητα με το χόρτο δεν είναι συμπτωματική, αλλά έχει ετυμολογική βάση. Στον Όμηρο, χόρτος είναι ο περιφραγμένος τόπος όπου βόσκουν ζώα, και μετά η τροφή των ζώων –κι επειδή τα άλογα και τα βόδια βοσκούσαν χορτάρι, χόρτος ονομάστηκε στην αττική εποχή το χορτάρι, ενώ αρκετά αργότερα, στα μεσαιωνικά χρόνια, άλλαξε το γένος και ο χόρτος έγινε χόρτον και με το υποκοριστικό χορτάριον φτάσαμε στο χορτάρι. Από τον χόρτο έχουμε και το ρήμα χορτάζω, που αρχικά σήμαινε «ταΐζω τα ζώα με χόρτο» και μετά «τρέφω ανθρώπους» και «τρέφομαι», σημασία που εμφανίζεται π.χ. στο ευαγγέλιο (άφες πρώτον χορτασθήναι τα τέκνα, λέει ο Ιησούς στη Συροφοίνισσα) και παράλληλα αναπτύχθηκε η έννοια του κορεσμού, η οποία επικράτησε.
Βέβαια, κάποιοι ξεπερνούν και τη χόρταση, κυριολεκτικά ή μεταφορικά: καταβροχθίζουν, χλαπακιάζουν, γουρουνιάζουν, σαβουρώνουν, γκουμουλώνουν, ντερλικώνουν, τρώνε τον αγλέουρα, τον αβλέμονα, τον άμπακο, τον περίδρομο, το καταπέτασμα, την κάνουν ταράτσα. Τόσο το ρήμα τρώω, όσο και οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις της λαίμαργης υπερβολής μπορούν να πάρουν –ή έχουν πάρει– και τη μεταφορική σημασία της απόκτησης μεγάλου υλικού οφέλους, συνήθως άδικα ή παράνομα. Κι όταν κάποιος καταβροχθίζει κάποιο εκλεκτό φαγητό που άδικα το απέκτησε, συνηθίζουμε να λέμε «στο λαιμό να του κάτσει». Και εδώ που τα λέμε θα μπορούσε να του κάτσει στο λαιμό του αξιότιμου κυρίου αντιπροέδρου. Αλλά για την παροιμιακή φράση «σκορπίσανε σαν του λαγού τα παιδιά» θα μιλήσουμε ίσως σε άλλο σημείωμα.
ΥΓ Την ψίλωση στο “κατ’ υπερβολή” την έβαλα επειδή λέμε “αυτοκινητάμαξα”.

Πηγή:http://sarantakos.wordpress.com/2010/10/04/fagame/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου