Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Περί τῆς ἀήθους συκοφαντικῆς ἐπιθέσεως πού κυκλοφορεῖ σέ μπλόγκ ἐναντίον τοῦ πατρός Σαράντου Σαράντη


Συντάκτης:᾿Οδυσσεύς τοῦ Klision (εἰκόνα: ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσιν)

᾿Επειδή πληροφορήθηκα μέσω τοῦ διαδικτύου ὅτι κυκλοφορεῖ μιά ἀήθης ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ πατρός Σαράντου Σαράντη (Βλέπε ᾿Ορθόδοξο Παρατηρητήριο), θά ἤθελα νά καταθέσω τήν προσωπική μου μαρτυρία. Καταρχήν ὅταν κάποιο πρόσωπο δέν μποροῦμε νά τό θίξουμε στίς θέσεις πού διατυπώνει-οἱ ὁποῖες προφανῶς δέν συμπίπτουν μέ τίς δικές μας- τότε καταφεύγουμε σέ κατηγορίες-συνθήματα, τά ὁποῖα εἶναι χτυπήματα κάτω ἀπό τή μέση, συνήθως ἀπό ἀνθρώπους ἀνίκανους νά ὀρθώσουν λόγο ἀληθείας. ᾿Ασφαλῶς, ὁ σεβαστός π. Σαράντης δέν ἔχει ἀνάγκη ὑποστηρικτῶν καί κάτι τέτοια φληναφήματα τά ἀντιπαρέρχεται μέ χριστιανική ἀνοχή καί ἀνεξικακία. Εἶμαι σίγουρος, πώς προσεύχεται ταπεινά στόν Κύριο γιά τούς συκοφάντες του καί γιά τίς εἰς βάρος του ἄδικες κρίσεις, ὅπως ἔχει διδαχθεῖ ἀπό τόν μακαριστό Γέροντά του π. Γεώργιο Πικριδᾶ. ᾿Ακόμα καί οἱ πέτρες τοῦ ᾿Αμαρουσίου μποροῦν νά βεβαιώσουν γιά τό ἦθος καί τήν ἐν Χριστῷ βιωτή τοῦ π. Σαράντου. Αὐτά τά λίγα, γιά νά μήν προσκρούσουμε στήν ταπεινοφροσύνη τοῦ ἀνδρός, ἀλλά ἡ ἀλήθεια πρέπει νά λέγεται!

῎Οχι ἄλλα πειράματα μέ τή γλῶσσα-Κωνσταντῖνος Χολεβας (πολιτικός ἐπιστήμων-ἱστορικός)



Δέν θά γίνουμε πατροκτόνοι κ. Κριαρᾶ

Κατά τήν πρόσφατη πίσκεψή του στή Θεσσαλονίκη Πρωθυπουργός κ. Γεώργιος Παπανδρέου πισκέφθηκε τόν 104 τν μότιμο Καθηγητή τς Μεσαιωνικς Φιλολογίας κ. μμανουήλ Κριαρ. κε παλαίμαχος φιλόλογος δήλωσε τι πρέπει νά καταργηθε διδασκαλία τν ρχαίων λληνικν στά λληνικά Γυμνάσια καί Λύκεια. Σεβόμεθα τήν λικία καί τό ργο το περαιωνόβιου καθηγητο, λλά φείλουμε νά κφράσουμε σοβαρές νστάσεις γιά τήν πρότασή του. λλωστε δέν λησμονομε παλιότερες στοχες προτάσεις του, ταν το παρεχε τακτικό βμα κρατική τηλεόραση καί κενος μς δίδασκε τι τό θηλυκό το «γραμματέως» εναι «γραμμάτισσα» καί χι γραμματεύς! Φυσικά πρότασή του ατή περρίφθη πό τήν κοινωνία, ποία πορρίπτει κάθε κρότητα καί περβολή.

λπίζω Πρωθυπουργός νά μήν παρασυρθε πό τόν κ. Κριαρ καί νά μήν χουμε πάλι προβλήματα, ναθεωρήσεις καί προβληματισμούς πού θά βλάψουν τήν παιδεία καί τά παιδιά μας. Τό 1976 είμνηστος Γεώργιος Ράλλης κατήργησε ς πουργός θνικς Παιδείας καί Θρησκευμάτων τά ρχαα λληνικά στό Γυμνάσιο. Τά πανέφερε Γεώργιος Μπαμπινιώτης τό 1991 ς Πρόεδρος το Παιδαγωγικο νστιτούτου. Ράλλης ργότερα παραδέχθηκε τό λάθος του. μως μία γενιά λληνοπαίδων πί 15 χρόνια πεκόπη πό τήν συνέχεια καί τή διαχρονία τς νιαίας λληνικς γλώσσας. Θυμομαι τι λίγο μετά τή μεταρρύθμιση το 1976 εχε λθει στή χώρα μας λόγιος Πρόεδρος τς Σενεγάλης Λεοπόλντ Σεγκόρ, ποος γνώριζε ριστα τά ρχαα λληνικά. Μόλις μαθε τι δέν διδάσκονται πό τό πρωτότυπο στίς τρες τάξεις τν λληνικν Γυμνασίων ξέφρασε τήν δυσάρεστη κπληξή του για τήν σέβεια τν Νεοελλήνων πρός τή γλωσσική μας κληρονομιά.πανειλημμένως πιτροπή Πολιτισμο καί Παιδείας το Ερωκοινοβουλίου μέ ψήφισματά της χει ζητήσει πό λες τίς χρες – μέλη τς Ερ. νώσεως νά μπλουτίσουν τά σχολικά προγράμμτα μέ τά ρχαα λληνικά καί τά Λατινικά κείμενα. διαιτέρως δέ γιά μς τούς λληνες τά ρχαα λληνικά δέν εναι μία νεκρή γλσσα, λλά παλαιότερη μορφή τς μις καί νιαίας λληνικς. Εναι τιμή γιά μς τι μιλομε μέ μικρές γραμματικές διαφοροποιήσεις τή γλσσα το μήρου, το Πλάτωνος, τν Εαγγελίων καί τν Πατέρων τς κκλησίας. Σήμερα λοι ο ρθόδοξοι Θεολόγοι τν Βαλκανικν χωρν μαθαίνουν τά ρχαα λληνικά γιά νά διαβάσουν τήν Καινή Διαθήκη καί τούς Πατέρες πό τό πρωτότυπο. Καί μες θά ποφασίσουμε νά ατοκτονήσουμε ς θνος; Θά καταργήσουμε κάθε δεσμό μέ τή γλωσσική μας παράδοση γιά νά φανομε δθεν «προοδευτικοί»;

κατάργηση τν τόνων καί τν πνευμάτων (τό 1982) δήγησε σέ πνευματική κνηρία καί σέ μεγαλύτερη νορθογραφία τούς μαθητές. πιθανή - μή γένοιτο- κατάργηση τν ρχαίων λληνικν θά πονευρώσει τελείως τό δη προβληματικό γλωσσικό ασθητήριο τν νέων μας. Τή σημερινή γλωσσική σύγχυση θά κολουθήσει γλωσσικός φελληνισμός. Θά ντρεπόμαστε νά μαθαίνουμε ρχαα λληνικά, λλά θά εμαστε περήφανοι ν τά παιδιά μας μιλον ξένες γλσσες πό τά βρεφικά τους χρόνια. Ατή δέν εναι πρόοδος, εναι ξενομανία καί πιθηκισμός. Ναί, νά μαθαίνουμε ξένες γλσσες, λλά πρωτίστως νά μαθαίνουμε τήν παρχή τς δικς μας γλώσσας. Τήν παιδαγωγική ξία τν ρχαίων λληνικν πέδειξαν τά μακροχρόνια πειράματα το νοικτο Ψυχοθεραπευτικο Κέντρου θηνν. πως γράφει Ψυχίατρος ωάννης Τσέγκος στό βιβλίο του « κδίκηση τν Τόνων» (ναλλακτικές κδόσεις, θήνα 2005) μαθητές Δημοτικο πού διδάχθηκαν ρχαα λληνικά βελτίωσαν τίς πτικοαντιληπτικές τους κανότητες καί μείωσαν τά ποσοστά δυσμαθιν καί δυσλεξιν.

Τά ρχαα λληνικά, τά ποα πετέλεσαν καί ποτελον πηγή γλωσσικο πλούτου γιά λους τούς πολιτισμένους λαούς. ρχαία λληνική εναι πηγή πού τροφοδοτε μέχρι σήμερα λες τίς ερωπαϊκές γλσσες (βλέπε γιά παράδειγμα τή λέξη: Τηλεματική). πό τή γλσσα το μήρου χρησιμοποιομε σήμερα τό 70% τν λέξεων. Γιατί, λοιπόν, μς καλε κ. Κριαρς νά γίνουμε πατροκτόνοι; χι, λοιπόν, κ. Κριαρ. Σς σεβόμαστε, λλά θά ντισταθομε σθεναρς μέ κάθε νόμιμο μέσο σέ ποιον πιχειρήσει νά πιβάλει τίς ντιπαιδαγωγικές πόψεις σας. ς μή στερήσουμε πό τούς νέους μας ατόν τόν τεράστιο γλωσσικό πλοτο!

[Κωνσταντίνος Χολέβας, Αντίβαρο]

Βυζάντιο καὶ παράδοση. Τὰ θέλουμε, ἢ δὲν τὰ θέλουμε; Φώτης Κόντογλου




[Σχόλιο ᾿Οδυσσέως:Τό κείμενο τοῦ ἀειμνήστου Φώτη Κόντογλου πού ἀκολουθεῖ, ἄν καί ἔχει γραφτεῖ ἀρκετές δεκαετίες πρίν, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἐπίκαιρο. ῾Ο κυρ-Φώτης θέτει τόν δάκτυλον ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων...]

εἰκόνα-ἔργο Φωτη Κόντογλου

Μυστικὰ Ἄνθη, Ἀθήνα 1992, δ´ ἔκδοση, Ἀστήρ, σελ. 126‐130
________________________________________
Θἄθελα νὰ ρωτήσω: Τὸ θέλουμε ἢ δὲν τὸ θέλουμε τὸ Βυζάντιο; Τὸ ἀγαποῦμε, τὸ θαυμάζουμε, ἢ τὸ περιφρονοῦμε; Ἂν δὲν τὸ θέλουμε, γιατὶ κάνουμε γι᾿ αὐτὸ συνέδρια καὶ ἐκθέσεις, καὶ γιορτὲς γιὰ τὰ χίλια χρόνια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ εἶναι ἡ κιβωτὸς τῆς βυζαντινῆς παράδοσης; Κι ἂν πάλι τὸ θέλουμε σὰν δικό μας, καὶ καυχιόμαστε γι᾿ αὐτό, γιατὶ τότε παρουσιάζουνε αὐτὸ τὸ ἀπερίγραπτο χάλι οἱ ἐκκλησιές μας, ποὺ ὄχι μοναχὰ δὲν ἔχουνε τίποτα βυζαντινό, ἀλλὰ ἡ ἐλεεινὴ ἐμφάνισή τους κάνει νὰ ἀγανακτήσει κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔχει λίγη καλαισθησία; Ὅλα ἐκεῖ μέσα μυρίζουνε ἀρχοντοχωριατιά, χοντροκοπιά, βιτρίνα, προχειρολογία, μοδιστράδικο. Ἂν βγάλει κανένας στὴ μπάντα λίγες ἐκκλησιὲς τῆς Ἀθήνας, ποὺ ἔχουνε ζωγραφισθεῖ σὲ βυζαντινὸ ὕφος, καὶ κάποιες ἄλλες ποὺ ἡ ψαλμῳδία εἶναι βυζαντινή, δηλαδὴ ἑλληνική, οἱ ἄλλες εἶναι ὅπως εἶπα παραπάνω, δηλαδὴ μαρτυροῦν ἕναν λαὸ χωρὶς θρησκευτικὴ ἱστορία καὶ χωρὶς καμμιὰ πνευματικὴ καλλιέργεια, μαρτυρᾶνε μία φυλὴ ξεπεσμένη, δίχως χαρακτῆρα, ξεπλυμένη ἀπὸ κάθετι δικό της, καὶ πασαλειμμένη μὲ λογιῶν-λογιῶν πασαλείμματα, ποὺ μ᾿ αὐτὰ νομίζει πὼς ξεφορτώθηκε ἀπὸ τὰ παλαιά, ἀπὸ τὰ βλάχικα, καὶ πὼς ἔγινε συγχρονισμένη, μοντέρνα, εὐρωπαϊκή.
Τὸ κακὸ ἔχει τὴ ρίζα του στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, δὲν δίνει καμμιὰ σημασία στὸ πὼς πρέπει νὰ ψέλνουνε στοὺς ναούς μας, στὸ πῶς πρέπει νὰ χτίζουνται καὶ νὰ ζωγραφίζουνται οἱ οἶκοι τοῦ θεοῦ. Ἀφήνω τὸ πῶς πρέπει νὰ γίνουνται τὰ ἄμφια καὶ τὰ σκεύη τῆς ἐκκλησιᾶς. Καμμιὰ φροντίδα! «Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδη». Δὲν πᾶνε νὰ γίνουνται ὅπως θέλει ὁ καθένας. Τὴν πρωτοβουλία τὴν ἔχει ἀφήσει στοὺς κληρικούς, ποὺ εἶναι προϊστάμενοι στοὺς ναούς, καθὼς καὶ στοὺς ἐπιτρόπους. Αὐτοὶ ἀποφασἰζουνε ποιὸν ψάλτη θὰ πάρουνε, ποιὸν ἁγιογράφο θὰ προτιμήσει τὸ γοῦστο τους, ποιὸς ἀρχιτέκτονας θὰ χτίσει τὴν ἐκκλησιά, ποιὸς μαρμαρᾶς ἢ ξυλογλύτης θὰ κάνει τὸ τέμπλο, τὰ παγκάρια, τὰ προσκυνητάρια, τὸ δεσποτικό, τὸν ἐπιτάφιο. Κι ἂν βγάλεις πάλι κατὰ μέρος λιγοστοὺς ἀπ᾿ αὐτούς, πού, δόξα νἄχει ὁ Κύριος, ὑπάρχουνε κι αὐτοὶ στὸν τόπο μας, οἱ ἄλλοι ἔχουνε συχνὰ τέτοιον ἐγωισμό, ποὺ τὰ ξέρουνε ὅλα: μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, καὶ μ᾿ αὐτὰ τὰ ἐφόδια καταφέρνουνε νὰ κάνουνε τέτοια βαναυσουργήματα, ποὺ νὰ πιάνει ἀπελπισία τὸν ἄνθρωπο, καὶ βαθειὰ μελαγχολία γιὰ τὴ φυλή μας, βάζοντας μὲ τὸν νοῦ του σὲ τί ξεπεσμὸ βρίσκεται. Ἔχω ἀκούσει τέτοιες παραδοξολογίες γιὰ τὰ ζητήματα τῆς τέχνης ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κρίνουν κι ἀποφασίζουν πὼς θὰ ζωγραφισθεῖ ἡ ἐκκλησία ποὺ τοὺς ἔχει παραδοθεῖ, ἡ ποιὸν ψάλτη θὰ διορίσουνε, ποὺ θ᾿ ἀπορήσετε ἂν ἔγραφα κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἀνεύθυνες «γνῶμες», καὶ θὰ μὲ λέγατε μεγαλομάρτυρα, ποὺ ἀληθινὰ μαρτύρησα γιὰ τὸ ἔρμο αὐτὸ Βυζάντιο. Ἡ δραστηριότητά τους βρίσκεται στὸ ἀποκορύφωμα, κάθε χρόνο, πρὸ πάντων τοῦτες τὶς μέρες, ἀπὸ τοὺς Χαιρετισμοὺς ὡς τὸ Πάσχα. Ἐκεῖνοι οἱ Χαιρετισμοὶ ἔχουνε γίνει βαρκαρόλες καὶ τραβιάτες, γιατὶ καιροφυλαχτοῦνε κάποιοι λιμοκοντόροι κανταδόροι γιὰ νὰ ἐπιδείξουνε τὶς ἀγριοφωνάρες τους, καὶ βγάζουνε κάτι τέτοιες στριξιὲς καὶ μουγκρίσματα, ποὺ κι ἡ Παναγία τρομάζει ἀπὸ τὴ «σεμνὴ καὶ ἑλληνοπρεπῆ» ἐκείνη μουσική. Τώρα, τί σχέση ἔχει αὐτὴ ἡ μουσικὴ μὲ τὰ ἀρχαία ἑλληνικὰ λόγια τῶν ὕμνων, ὅπως εἶναι π.χ. τὸ «Νηδύϊ τὸν Λόγον ὑπεδέξω» κλπ., τοῦτο εἶναι πρᾶγμα ποὺ γι᾿ αὐτὸ δὲν σκοτίζεται κανένας. Ἢ ἐκεῖνο τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ», ποὺ θαρρεῖς πὼς τὸ λένε Ναπολιτᾶνοι, ποὺ τραγουδᾶνε μέσα σὲ καμμιὰ ἀνεμότρατα!
Τί ἔμορφη Ἑλλάδα! Τί βυζαντινὴ Ἑλλάδα ποὺ κάναμε, νὰ μὴν ἀβασκαθοῦμε! Αὐτὰ κι ἀλλὰ δεινά, μαζὶ μὲ τὴ φρικτὴ ἀκαλαισθησία ποὺ ἔχουνε οἱ εἰκόνες (οἱ περισσότερες φράγκικες Γενοβέφες τῆς πεντάρας), τὰ προσκυνητάρια, τὰ τέμπλα, ὅλα μαζὶ σὰν νὰ λένε πὼς οἱ ἐκκλησιὲς εἶναι ἕνα ἄφραγο ἀμπέλι γιὰ τὸ κέφι τοῦ κάθε ἐπίτροπου ἢ ἱερωμένου.
Φταίει ὅμως κατὰ πρῶτο ἡ Ἐκκλησία. Γιατί τ᾿ ἀφήνει ὅλα στὴ διάθεσή τους; Τί ξέρουνε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τέχνη; Καλοὶ καὶ χρήσιμοι εἶναι στὸ νὰ συνάζουν χρήματα καὶ νὰ περιφρουροῦν τὰ συμφέροντα τοῦ ναοῦ τους. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα εἶναι δουλειὰ ἀλλουνῶν, ποὺ ἔχουνε τὴ γνώση, τὴν πεῖρα καὶ τὴ διάθεση γιὰ νὰ ὑπηρετήσουνε ἀληθινὰ καὶ σωστὰ τὴν ἐκκλησία, ὥστε τὰ χρήματα νὰ μὴν ξοδεύουνται γιὰ νὰ τὴν ἀσχημίσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ χρησιμεύουνε γιὰ τὴν πραγματικὴ εὐπρέπειά της. Ἀνατριχιάζει κανένας βλέποντας νὰ πληρώνουνται κάποιοι κακοτέχνες, ζωγράφοι καὶ ψαλτάδες, γιὰ νὰ παραμορφώσουνε τὴν ὄψη καὶ τὴ λατρεία στὶς ἐκκλησιές μας, ἐνῷ παραγκωνίζονται κάποιοι ἄλλοι ἄξιοι καὶ σπουδαῖοι, ποὺ θὰ τὶς ὀμόρφαιναν, μόνο καὶ μόνο, γιατὶ ἔτσι τὸ θέλουνε οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Μητροπόλεως ἢ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς.
Εἶναι νὰ τραβᾶς τὰ μαλλιά σου μπροστὰ σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ συνεννοηθεῖς μ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, σὰν νὰ βρίσκεσαι ἀνάμεσα σὲ Κάφρους, κι ὄχι σὲ Ἕλληνες. Ἕνας ἐπίτροπος, ποὺ ἤτανε ἔμπορος ἑτοίμων ἐνδυμάτων στὴν ὁδὸν Ἀθηνᾶς, κι ἤτανε ντερβέναγας στὴν ἐνορία του, μοῦ ἔκανε θεωρία περὶ ἐξελίξεως καὶ περὶ «ὡραίας τέχνης», ποὺ φαίνεται πὼς τὴν εἶχε σπουδάσει στὸ Κογκό, ἐκεῖ ποὺ εἶχε κάνει περιουσία. Θεέ μου, τί ἔχω τραβήξει! Τοῦ λιναριοῦ τὰ πάθη.
Ἀλλά, τί θέλετε νὰ κάνουνε οἱ ἀμόρφωτοι, ἀφοῦ οἱ μορφωμένοι κι οἱ «διανοούμενοι» βρίσκουνται στὴν ἴδια κατάσταση, ἤ, ἂν νογᾶνε καὶ λίγο, ἄλλα λένε κι ἄλλα κάνουνε, γιατὶ δὲν πιστεύουνε σὲ τίποτα, μήτε στὸν Θεό, μήτε στὴν Ὀρθοδοξία, μήτε στὸ Βυζάντιο; Μήπως ἀπὸ τοὺς δεσποτάδες δὲν ὑπάρχουνε κάποιοι ποὺ δὲν χωνεύουνε τὰ βυζαντινά, καὶ εἴτε εἶναι ἀδιάφοροι, ἡ ἢ προτίμηση τοὺς εἶναι στὸν «γλυκὺν» Ἰησοῦ μὲ τὰ γλαρωμένα μάτια τοῦ τύπου Κάρλο Ντόλτσι (ντόλτσε στὰ ἰταλικὰ θὰ πεῖ «γλυκός»), καὶ στοὺς καλοθρεμμένους... ἀσκητές; Ἐγὼ κι οἱ ἄλλοι ἀναγνωρισμένοι ἁγιογράφοι μας εἴμαστε γι᾿ αὐτοὺς ἄτεχνοι τερατογράφοι, ἀμαθεῖς φανατικοί, κι ἔξορκιζουνε τοὺς χριστιανοὺς νὰ μὴν μᾶς παραγγέλνουνε μήτε μία εἰκόνα. Ὅ,τι καλὸ ἔγινε στὴν ἁγιογραφία, καὶ στὴν ψαλτική, ἔγινε, τὸ περισσότερο, ἀπὸ τὴν πίστη κι ἀπὸ τὴν ἐπιμονὴ ποὺ δείξανε κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ ἀγνοηθήκανε κι ἀγνοοῦνται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας.
Ὅσο γιὰ τοὺς «διανοουμένους» καὶ τοὺς ἐπίσημούς της Πολιτείας, κάνουνε τὸν ἐνθουσιασμένο «διὰ τὴν ἔνδοξον κληρονομίαν τὸ0 Βυζαντίου», καὶ βγάζουνε λόγους, ὀργανώνουνε γιορτὲς καὶ φέστες, καὶ γίνουνται «βυζαντινοὶ» ὅσο βαστᾶνε αὐτὲς οἱ θεατρινίστικες ἐπιδείξεις κάποιοι ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουνε σχέση μὲ τὸ Βυζάντιο ὅση σχέση ἔχει ἡ Πολικὴ Ἄρκτος μὲ τὴν ἀρκούδα, ποὺ τὴ χορεύει ὁ γύφτος. Οἱ περισσότεροι δὲν πιστεύουνε σὲ ὅσα λένε, καὶ μάλιστα συνεργοῦνε δσὸ μποροῦνε γιὰ νὰ σβήσει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας τὸ μυστικὸ καντηλάκι τῆς παράδοσης.
Τελευταῖα ὅλον τὸν ἐπίσημο κόσμο ἔπιασε οἶστρος γιὰ τὸ Βυζάντιο. Μὰ γιὰ ποιὸ Βυζάντιο μιλοῦνε καὶ σεληνιάζουνται; Μήπως ὑπάρχει κανένα ἄλλο Βυζάντιο, παρεκτὸς ἀπὸ κεῖνο ποὺ ἀγαποῦνε κάποιοι ἀπὸ μᾶς, καὶ ποὺ γι᾿ αὐτὸ κακοπαθοῦνε καὶ κάνουνε θυσίες καὶ γίνουνται κακοί, ὑπερασπίζοντας τὸ μὲ πάθος καταπάνω στοὺς ἐχθρούς του, καὶ ποὺ γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦνε νὰ τοὺς λένε παλιοημερολογίτες, ἀναχρονιστὲς καὶ καθυστερημένους; Ρωτῶ, γιατὶ ἀπορῶ πῶς ἀνακατωθήκανε ἕνα σωρὸ ἄνθρωποι στοὺς ἑορτασμοὺς καὶ στὶς «ἐκδηλώσεις», καὶ γιατὶ κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ ἔχουνε ἀκουστὰ αὐτὸ τὸ ἔρμο τὸ Βυζάντιο, πρωτοστατοῦν σ᾿ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις, Ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι, ποὺ ὄχι μοναχὰ τὸ ἀγαποῦνε, ἀλλὰ ἀναπνέουν τὴν ἁγιασμένη εὐωδία του καὶ ζοῦνε βουτηγμένοι καθημερινὰ μέσα στὸ μυστήριό του, ἀπομείνανε στὴ μπάντα ξεχασμένοι, ὅπως εἶναι π.χ. ὁ Σῖμος ὁ Καράς, ποὺ μιλᾷ καὶ στὸν ὕπνο του γι᾿ αὐτὸ καὶ γιὰ τὴν παράδοση, ὁ Καράς, αὐτὸ τὸ ὁλοκαύτωμα, ποὺ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση κι ὁ φλογερὸς ζῆλος του γι᾿ αὐτὴ ἔχει συγκινήσει ὅλον τὸν κόσμο, μοναχὰ οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας δὲν τὸν θυμηθήκανε ποτέ. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα τῶν ἰδεολόγων στὸν τόπο μας: «Ἄς τον αὐτὸν νὰ κουρεύεται, εἶναι ἰδεολόγος», λένε ὅσοι ἔχουνε γιὰ χαζοὺς τοὺς τέτοιους ἀνθρώπους.
Πῶς νὰ δεῖ πνευματικὴ προκοπὴ τούτη ἡ φυλή; Μὲ τὰ μεγαλόστομα θούρια καὶ μὲ τὶς ἀνόητες προγονικὲς καυχησιές; Ὁ ραδιοφωνικὸς σταθμὸς τῶν ἐνόπλων δυνάμεων μεταδίδει τὴν πρωϊνὴ προσευχή, τὸ «Πάτερ ἡμῶν», δηλ. ἕνα κείμενο σὲ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, ναί, τὸ μεταδίδει μὲ φράγκικο ἁρμόνιο, καὶ τὴ λειτουργία ἀπὸ μία ἐκκλησιά, ποὺ ψέλνουνε μὲ φράγκικο ὑφὸς καὶ μὲ κανταδόρικους αὐτοσχεδιασμούς. Τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ», αὐτὸς ὁ βυζαντινὸς ἐθνικὸς ὕμνος μας, τραγουδιέται μὲ ἰταλιάνικη μουσική, τὸ τροπάρι τῆς Κασσιανῆς, γραμμένο σὲ θαυμάσια ἑλληνικὴ γλῶσσα, («ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας...»), ἀκούσθηκε φέτος ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο μασκαρεμένο, σὲ μελοδραματικὸν καρνάβαλο, ποὺ νὰ τραβᾶ κανεὶς τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς του, γιὰ τὶς γιορτὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ κήρυξε στὸν Ἄρειο Πάγο, ἔκανε κάποιος Ἕλληνας μουσικὸς ἕ «ρέκβιεμ», ποὺ ἂν ἤτανε στὴ γῆ ὁ ὑμνούμενος, θὰ βούλωνε τ᾿ αὐτιά του μὲ μπαμπάκι γιὰ νὰ μὴ τ᾿ ἀκούσει, στὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ γίνεται στὸ Πανεπιστήμιο, στὸ ἀνώτατο αὐτὸ πνευματικὸ ἵδρυμα, πρὶν ἀπὸ τὴν ὁμιλία, ψέλνεται,ἢ καλύτερα, τραγουδιέται μὲ ἰταλιάνικη μουσική, νερόβραστη κι ἀνάλατη, σὰν νὰ βρίσκεται κανένας σὲ ἐξετάσεις παρθεναγωγείου, τὸ τροπάρι «Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος».
Ἄπο τὰ λίγα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, ὁ καθένας μπορεῖ νὰ καταλάβη πόσο ἀγαποῦμε τὸ Βυζάντιο καὶ τὴν παράδοσή μας. Ναί. Μοναχά, ποὺ ἀντὶ γιὰ τὸ Βυζάντιο, παίρνουμε τὴν Ἰταλία, κι ἀντὶ γιὰ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά, παίρνουμε τὴ Σκάλα τοῦ Μιλάνου.
Κι ὕστερα ἀπ᾿ αὐτά, θέλουμε δὰ νὰ κάνουμε καὶ γιορτὲς καὶ πανηγύρια γιὰ τὰ χίλια χρόνια τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ γιὰ τὸ δοξασμένο Βυζάντιο, «τοῦ ὁποίου ἡ ἄσβεστος φλὸξ ἀείποτε καίει ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φωτίζουσα τὴν φυλὴν εἰς τὸν δρόμον τῶν θυσιῶν καὶ θριάμβων», ὅπως λένε οἱ κουρντισμένοι ρήτορες.
Ἀλλοίμονο! Ἀντὶ γιορτὲς καὶ πανηγύρεις γιὰ τὸ Βυζάντιο. δὲ θἄτανε πιὸ σωστὸ νὰ κάνουμε τὴν κηδεία του;