Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Στ᾿ ῞Αγιο ῎Ορος-Φώτης Κόντογλου




Αφιερώνεται στον ΙΣΙΔΩΡ0 ΚΑΨΟΚΑΛΥΒΙΤΗ, πνευματικό αδερφό μου.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΦΙΛΟΘΕΟΥ

καιρός είναι χειμωνιάτικος. Συννεφιά, και φυσά χιονιά από πέρα, απ’ τα σβησμένα βουνά της Μακεδονίας. Από δω πάνου, το πέλαγο φαίνεται έρημο. Πού και πού είναι βουρκωμένο από τους άγριους και μελανούς ίσκιους που ρίχνουν τα σύννεφα. Μπορεί να ξεχωρίσει κανένας τους αφρούς που ασπρίζουνε απάνου στα βράχια, και πιο πολύ στις μύτες της μακρινής ακρογιαλιάς.

Ανοιχτά, το πέλαγο είναι θολό και τρικυμισμένο. Παντού φαίνουνται μικρά ασπράδια, που έρχουνται κατά τη στεριά σαν να κάνουνε γιουρούσι. Μα σε μια μεριά βλέπεις άξαφνα και πετιέται ένα ζωηρό άσπρο σημάδι· για μια στιγμή σβήνει, και πάλι φαίνεται, ώσπου το ξεχωρίζεις πια καλά πως είναι ένα φοβερό κύμα...

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΚΑΡΑΚΑΛΟΥ

Κάθουμαι στο παραθύρι του κελιού μου. Καιρό είχα να ειρηνέψω. Το μάτι μου κατηφορίζει κατά τη θάλασσα, που δεν είναι μακρύτερα από μια τουφεκιά. Ανάμεσα σε δυο βαθύσκιωτες και καταπράσινες ράχες βλέπω τα κύματα που σκάνε, με κάτασπρους αφρούς και με βαρύ βουητά, στην άκρη της χαράδρας.

Πιο δεξά, ένα φουντωτό βουναλάκι μου κρύβει ως τη μέση τον πύργο του αρσανά. Φαίνεται το πάνου μέρος του, και τα μπιντένια του με κάνουνε να στοχάζουμαι πως βρίσκουμαι σε χρόνια παλιά... Βάλε με τη φαντασία σου να ξεμυτίζει πίσω από αγριόδεντρα ένας πύργος μ’ ένα μικρό καστράκι πλάγι του, μαυρισμένα, ροκανισμένα απ’ τα χρόνια. Από δω κιόλας που κάθουμαι, βλέπω την ταράτσα του, ανάμεσα απ’ τα μπιντένια. Ο πύργος ορθώνεται έτσι μπρος στο πέλαγο· κι ένα μεγάλο κύμα έρχεται καταπάνω του, τυλίγεται και ξεδιπλώνεται σα δράκοντας μπρος στο έρημο κάστρο. Όλο αυτό μαζί φαντάζει από μακριά σαν και κείνα τα σκουτάρια των παλιών αφεντάδων, που παράσταιναν ένα πύργο με τα μπιντένια του ψαλιδισμένα sur un fond d’ azur.

Ώρες ώρες μου φαίνεται πως θα δω να ξεμπροβέλνουνε οι Σαρακηνοί μέσ’ απ’ τη ρεματιά, και να χυμίζουνε κατά το μοναστήρι... Φιλοσοφώ...:

Τα τρεχαντήρια τους κόβανε βόλτες μπρος σε τούτα τ άγρια κατάγιαλα. Μέσα στη θεοσκότεινη νύχτα, ο φουρτουνιασμένος αγέρας τούς έσπρωχνε, τούς ανεμοσούριζε... Φουντάριζαν, μα οι άγκουρές τους κρεπάρανε... - σε μια στιγμή, κάτου απ’ τον πύργο, ακουγόντανε, μέσα στη φριχτή βουή της θάλασσας, ουρλιάσματα, άγριες φωνές από στάματα που, ενώ παλεύανε με το νερό, δάγκωναν τα μαχαίρια.

Απ’ ανάμεσα, μέσα στην ανεμοζάλη, ξεχώριζε ο βουβός γκούπος που ’καναν τα καράβια τρακάροντας συναμεταξύ τους - κι άξαφνα μέσ’ από την άβυσσο σηκωνόντανε τα ουρλιατά πιο βροντερά, από καράβι που ’χε βουλιάξει η μπάντα του, είτε πετάχτηκε όξω, απάνου στα χαλίκια. ..

Απ’ ανοιχτά φτάνανε ακόμα στ’ αυτί σβησμένα χουγιαχτά απ’ ένα δυο τρεχαντήρια που ’χανε αργοπορέσει, είτε πασκίζανε να σταθούνε αλακάπα, μην κοτώντας να ζυγώσουνε στη θανατερή αγριοβραχιά. Απ’ το πέλαγο ερχότανε ο βρόντος που κάνανε τ’ άρμενα όπως τα μαϊνάριζαν, χτυπώντας μανιασμένα πάνω στ’ άλμπουρα...

Κι ύστερα κροταλούσαν καδένες..., φωνές... - μια κουβέρτα γιομάτη δαιμόνια περνούσε σύρριζα κάτου από το κάστρο (σε δυο οργιές απ’ τα θεμέλιά του) κι έπεφτε με την πλώρη απάνου στα μαζωμένα καράβια. Κείνα, στριμωμένα, αναστενάζανε ανεβοκατεβαίνοντας με μπερδεμένα άλμπουρα και με κομματιασμένα ξάρτια, σκορπώντας κατά το μέρος του πελάγου μια γραμμή αφρούς, που ξεχύνουνταν απ’ τις αραδιασμένες πλώρες τους κι ασπρίζανε μέσα στη νύχτα, ενώ οι σκουριασμένες καδένες τριζοκοπούσανε μέσα στα όκια...

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ

Περνώ ευτυχισμένες μέρες. Γαλήνη. Ειρήνη.

Καταμόναχος. Τα παραθύρια μέρα νύχτα ανοιχτά. Δροσιά και φως. Τ’ αρχονταρίκι είναι δικό μου ολάκερο. Ένας απλόχωρος και χαμηλοτάβανος βυζαντινός οντάς, με δυο παμπάλαιες τεσσεράγκωνες κολόνες και μ’ ένα ταβάνι πλουμισμένο με παλιές ζουγραφιές που παρασταίνουνε πουλιά, άνθια και φρούτα. Παλιά, παμπάλαια. Αυτό το ανώγειο είναι απαράλλαχτο σαν και κείνα τ’ αγερικά κι ανοιχτά οικήματα, που βλέπουμε συχνά στις βυζαντινές ζουγραφιές, προπάντων στον Ευαγγελισμό.

Εδώ μέσα ειρηνεύω. Πότε ζουγραφίζω, πότε γράφω, πότε συλλογιέμαι. Είμαι στην ησυχία μου. Δόξα σοι ο θεός! Βλέπω τη θάλασσα και τον λόγκο. Κάτου απ’ τα παραθύρια οι πατέρες σηκώνουνε το χορτάρι με τα δίκρανα στα χέρια και φορώντας κάτι πλατιά μαύρα καπέλα με την καλογερική σκούφια από πάνου...

Τη νύχτα τ’ αηδόνια τραγουδάνε με πάθος. Κι ως εδώ λοιπόν έχει έρτει ο έρωτας!...

Τη μέρα, ησυχία γύρω τριγύρω. Η θάλασσα είναι σα γυαλί. Ανοιχτά, φαίνεται κανένα πανί, δυο και τρεις μέρες στη σειρά, καρφωμένο στο ίδιο μέρος. Βραδιάζεται και ξημερώνεται εκεί πέρα - κι ένα πρωί ξυπνάς, βγαίνεις στο παραθύρι και δεν το βλέπεις πια...

ΡΟΥΜΑΝΙΚΗ ΣΚΗΤΗ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Αγριάδα κι ερημιά. Μαύρα σιδερόβραχα πάνω σε γυμνά ριζοβούνια. Εδώ είναι πια η άκρη του Άθωνα. Πίσω από τούτα τα χελωνωτά μικροβούνια, που καμπουριάζουνε κατά τη θάλασσα, είναι ο Κάβος της Σμέρνας κι ο Κάβο Φονιάς. Μ’ άλλα λόγια, δυο μπόγηδες...

Παίρνω ένα μονοπάτι που τραβά κατά κει. Ο ήλιος καίγει. Όπως περπατώ απάνω στις μελανές σιδερόπετρες, σκιάζουμαι με τον εαυτό μου. Κάτι χρυσομπαμπούλοι, χοντροί σαν καρύδια, βουίζουνε και παν και κάθουνται απάνου στα σπερδούκλια...

Σε λίγο έφταξα στα χείλια ενός γκρεμνού. Μα, όπως έσκυψα πάνου από κείνο το χάος, με χτύπησε ζάλη και τραβήχτηκα πίσω...

Τιτάνια βράχια κατρακυλάνε κατακέφαλα, ως κάτου στη θάλασσα, που θα βρίσκεται ως εκατόν πενήντα μπόγια πιο κάτου από δω που στέκουμαι.

Είμαι σαν πιωμένος. Ο αγέρας και το φως μπαίνουνε και τα δυο, λες, μέσα στα πνεμόνια μου. Ζαλίζουμαι κοιτώντας κείνα τα θεόρατα βράχια, όπως είναι περεχυμένα με σκουριές, που ’ναι αλλού κοκκινωπές κι αλλού πάλι γαλαζοφέρνουνε σαν ατσάλι. Πού και πού, απάνου απ’ την άβυσσο, ξεμυτίζει κανένα κλωνί αγριόδεντρου και σα να σαλεύει από κάποιο αλαφρύ αγεράκι που βουίζει χαμηλά, πάνου απ’ τη θάλασσα, και φέρνει ως εδώ μιαν ιδέα άρμης.

Από δω πάνου λες και πετάς. Σου ’ρχεται η μανία να κουτρουβαλήσεις ως κάτου, χαμηλά, χαμηλά, εκεί κάτου που βλέπεις τη θάλασσα στη ρίζα του βράχου, φρέσκια και δροσερή, δίχως πάτο, μαβιά σα ζαφείρι...

Ένα γεράκι κόβει βόλτες απάνου απ’ το κεφάλι μου· κατεβαίνει από ψηλά, απ’ τα θεούρανα, κατηφορίζει απ’ τις θεόρατες κορφές του Άθωνα, που συγκρυάζεσαι να τις κοιτάζεις. Βλέπω την άσπρη κοιλιά του. Κι άξαφνα, κει που ’ναι πάνου απ’ το κεφάλι μου, χυμίζει κατά τη θάλασσα και, σε μια στιγμή, βλέπω τη ράχη του όπως γκρεμνίζεται φτερουγίζοντας κάτου, κι ακόμα παρακάτου...

Κατά το λεβάντη μου φράζει τη ματιά ένας άλλος θεόχτιστος κάβος. Είναι κατάμαυρος σαν αράπης. Το φρύδι του κατεβαίνει κοφτά πάνου στα νερά, κι επειδής ο ήλιος είναι ακόμα από πέρα μεριά, τούτη που ’ναι προς το μέρος μου είναι βουτημένη μέσα σε σκιά θανάτου. Τα βαθιά νερά είναι σαν πίσσα κάτου απ’ τα βράχια, ενώ κατάκαβα μερμηδάνε, όπως γλύφουνε το μουστάκι του βουνού, ξεσπιθίζοντας έτσι δυνατά, που το μάτι μου θαμπώνει…

Στα ζερβά μου στέκεται ένας άλλος αγριόκαβος, κατακόκκινος σα να ’ναι περεχυμένος μ’ αίματα. Αυτός είναι ο Κάβο Φονιάς, κι ο πρώτος είναι ο Κάβος της Σμέρνας.

Καλή παρέα!...

Πέρα, το πέλαγο είναι δροσερό, και μεριές μεριές μερμηδάνε οι σπίθες του ήλιου. Κατά τον ορίζοντα, σα να βγάζουν τα νερά ένα ζεστόν αχνό.

Ένα λόβερ βολτατζάρει δίχως να σαλεύει σκεδόν απ’ τη θέση του, ανοιχτά απ’ τον Κάβο της Σμέρνας. Λες κι είναι καμιά μύγα για κανένας καντηλοσβήστης που πετά δίπλα σ’ ένα βουνό...

… … … … …

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

Ο ήλιος πάει να βουτήξει. Αυτήν τη στιγμή στέκεται ακόμα πάνου απ’ τον κάβο της Παλλήνης, μια δυο οργιές ψηλά, σαν κανένα γεράκι που ζυγιέται, λογαριάζοντας να χυμήξει κατά τη γης…

Έχω στα χέρια μου ένα παλιό βιβλίο και διαβάζω την ιστορία του μοναστηριού. Ο νους μου πάγει σε χρόνια παλιά. «Εμνήσθην ημερών αρχαίων...»

Ο σουλτάνος Σελήμ Α’ στο Χάττι Σερίφ που έδωσε στο Ξηροπόταμο, στο 9ο άρθρο, λέγει:

«...η βασιλεία μου προστάζει ότι από τώρα και στο εξής να μη τολμήσει τινάς Μουσουλμάνος να κληρονομήσει τους Μοναχούς του Άγιου Όρους, μήτε πατήρ ή μήτηρ του τεθνεώτος αγιορείτου Μοναχού ή και άλλος του συγγενής, πάρεξ το Μοναστήρι οπού τον είχε να κληρονομεί και όλην του την περιουσίαν. Επειδή ατός του ιδίω στόματι έτζι έταξεν έμπροσθεν εις τον Θεόν, και διά τούτο πρέπει να φυλάγει τινάς εκείνα οπού εβγαίνουν από το στόμα του.»

Το φιρμάνι γράφτηκε απ’ το Μισίρι, μιλά για την κατάχτησή του και λέγει πως ο σουλτάν Σελήμ, τον καιρό που ήτανε στην Αίγυπτο:

«...είδε σαράντα παλικάρια[1] μεγαλόσωμα, με άρματα ολόχρυσα, ωσάν αγγέλους εις αέρα τρέχοντας, και έλεγον ότι, εμείς είμεθα, ω Βασιλεύ, βοηθοί των Οθωμανών και συνεργοί της νίκης κατά των εχθρών σου, και θα μας ανταμείψεις εις το καλόν οπού σας εκάμαμεν· κατά την αύριον θέλουν έλθει κάποιοι ερημίται Ραυχμπάνηδες[2] να ζητήσουν θέλημα από την βασιλείαν σου εις το να ανακαινίσουν το σπίτι μας, οπού ευρίσκονται μέσα τα λείψανά μας. Και λοιπόν, ας αγαπάς να μας έχεις φίλους και εις άλλους καιρούς, πρέπει όχι μοναχά να τους δώσεις θέλημα να χτίσουν το σπίτι μας, αλλά και να τους φιλοδωρήσεις με βασιλικάς φιλοδωρίας.»

Έκραξε τότες ο σουλτάνος τον σεϊχουλισλάμη και τον βεζίρη Μουσταφά πασά, για να τους συβουλευτεί, όπου είπανε πως κι αυτοί είδανε το όραμα. Τότες παρουσιάστηκαν κι οι ερημίτες μ’ έγγραφα, που διαλάβαιναν πως επυρπολήθηκε το μοναστήρι του Ξηροποτάμου.

Τότες ο μουφτής εξέδωσε τον παρακάτου φετβά:

«Ο τόπος οπού αναγινώσκεται το Ιερόν Ευαγγέλιον, όταν συμβεί να καεί ή να χαλάσει, πάλιν να ανακαινίζεται.» Κι ο σουλτάνος έβγαλε την παρακάτου απόφαση:

«Τοιγαρούν και η βασιλεία μου, βουλομένη να πληρώσει την ευχαριστίαν εις τους βοηθούς και ευεργέτας αυτής, οπού δικαίως ταύτην την χάριν εζήτησαν, δια την πολλήν βοήθειαν οπού είδε πολλάκις το γένος ημών από τους ρηθέντας Τεσσαράκοντα Μάρτυρας, προστάζει και διορίζεται εις όλον της το υπήκοον ταύτα...»

Ακλουθούν δέκα άρθρα. Το 10ο λέγει: «Το παρόν Χάττι Σερίφ να φυλάγεται εν τη Μονή, μόνον δε το Σουρέτ[3] να εξάγεται υπό των πατέρων διά τινα χρείαν αυτών εις τα δικαστήρια.»


[1] Το μοναστήρι του Ξηροποτάμου έχει εκκλησία σε τιμή των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.

[2] Πνευματικοί.

[3] Αντίγραφο.

ΠΗΓΗ: http://www.sarantakos.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου