Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Γέροντος Παϊσίου τοῦ ῾Αγιορείτου: «Νά πιστέψουμε φιλότιμα στόν Θεό»

ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ή πίστη και ή εμπιστοσύνη στον Θεό

«Νά πιστέψουμε φιλότιμα στον Θεό»

- Γέροντα, στενοχωριέμαι για τους λογισμούς απιστίας πού έχω.
- Τό ότι στενοχωριέσαι και δεν τους δέχεσαι, σημαίνει ότι αυτοί οι λογισμοί είναι από τόν πονηρό. Μερικές φορές ό Χριστός επιτρέπει νά έχουμε λογισμούς αμφιβολίας ή απιστίας, για νά δη την διάθεση καί τό φιλότιμο μας.
Ό δικός μας όμως Θεός δέν είναι μύθος όπως ό Δίας, ό Απόλλων κ.λπ. Ή θρησκεία μας είναι αληθινή, ζωντανή. Έχουμε νέφος Αγίων, όπως αναφέρει καί ό Απόστολος Παύλος[1], οι όποιοι γνώρισαν τόν Χριστό, Τόν έζησαν άπό κοντά καί θυσιάσθηκαν γι' Αυτόν.
Καί στην εποχή μας υπάρχουν άνθρωποι αφιερωμένοι στον Θεό πού ζουν ουράνιες καταστάσεις καί έχουν επαφή με Αγγέλους, με Αγίους, ακόμη καί με τόν Χριστό καί την Παναγία.
Καί θά σου πω κάτι άπό τόν εαυτό μου, γιά νά σε βοηθήσω.
Βλέπεις, γίνομαι καί εγώ... αιμοδότης· φανερώνω ορισμένα γεγονότα, γιά νά βοηθήσω. Όπου βλέπω θησαυρισμένη γνώση καί παραγκωνισμένη πίστη, την πίστη θέλω νά ενισχύσω, γι' αυτό και λέω μερικά γεγονότα πίστεως.
Όταν ήμουν μικρός, στην Κόνιτσα, διάβαζα πολλούς βίους
-Αγίων καί έδινα καί στά άλλα παιδιά νά διαβάσουν ή τά μάζευα καί διαβάζαμε μαζί. Θαύμαζα τήν μεγάλη άσκηση καί τις νηστείες πού έκαναν οι Άγιοι καί προσπαθούσα νά κάνω καί εγώ ό,τι έκαναν εκείνοι. Άπό τήν νηστεία ό λαιμός μου είχε γίνει σάν το κοτσάνι άπό το κεράσι.
Τά παιδιά με πείραζαν. «Θά πέση το κεφάλι σου!», μού έλεγαν. Τι τραβούσα! Τέλος πάντων. Άπό τήν
άλλη, ό μεγάλος μου αδελφός, επειδή αρρώσταινα άπό τις νηστείες καί φοβόταν μήπως δέν τελειώσω τό σχολείο, μού έπαιρνε τά Συναξαράκια των Αγίων πού διάβαζα.
Μετά τά έκρυβα στο δάσος, στο εξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, καί πήγαινα εκεί κρυφά καί διάβαζα. Μιά μέρα κάποιος γείτονας, ονόματι Κώστας, είπε στον αδελφό μου: «Θά τόν κάνω εγώ νά άλλάξη μυαλό, νά πετάξη αυτά τά βιβλία πού διαβάζει καί νά άφήση καί τις νηστείες καί τις προσευχές».
Μέ βρήκε λοιπόν - ήμουν περίπου δεκαπέντε χρονών τότε - καί άρχισε νά μού λέη τήν θεωρία τού Δαρβίνου.
Έλεγε-έλεγε, ώσπου μέ ζάλισε. Έτσι όπως ήμουν ζαλισμένος, πήγα κάτ' ευθείαν στο δάσος, στο εξωκλήσι τής Αγίας Βαρβάρας. Μπήκα μέσα καί άρχισα νά παρακαλώ τόν Χριστό.
«Χριστέ μου, άν ύπάρχης, νά μού παρουσιασθής», έλεγα καί έκανα συνέχεια γιά πολλή ώρα μετάνοιες. Ήταν καλοκαίρι. Ό ιδρώτας έτρεχε, είχα γίνει μούσκεμα· είχα αποκάμει τελείως.
Άλλα ούτε είδα ούτε άκουσα τίποτε. Ούτε ό Θεός νά μέ οικονομήση λίγο, έστω μέ ένα μικρό σημείο, κάποιον κρότο, κάποια σκιά· παιδί ήμουν στό κάτω-κάτω.
Καί άν τό έβλεπε κανείς ανθρωπίνως ή μέ τήν λογική, θά έλεγε: «Κρίμα, Θεέ μου, τό ταλαίπωρο! Άπό έντεκα χρονών ανέβαινε στά βράχια, έκανε τέτοια άσκηση, καί τώρα περνάει μιά κρίση. Τό ζάλισε ό άλλος μέ κάτι ανόητες θεωρίες.
Μέσα στό σπίτι έχει δυσκολίες άπό τόν αδελφό του. Έφυγε στο δάσος, για να Σου ζήτηση βοήθεια...». Όμως τίποτε-τίποτε-τίποτε! Άποκαμωμένος από τις πολλές μετάνοιες κάθησα λίγο κάτω. Τότε σκέφθηκα: «Καλά, όταν ρώτησα τον Κώστα τί γνώμη έχει εκείνος γιά τον Χριστό, τί μου είπε; "Ήταν ό πιο καλός, ό πιο δίκαιος άνθρωπος, μου είχε πει, καί, επειδή κήρυττε δικαιοσύνη, θίχτηκαν τά συμφέροντα τών Φαρισαίων καί Τον σταύρωσαν από φθόνο"».
Τότε είπα: «Άφοΰ ό Χριστός ήταν τόσο καλός άνθρωπος, τόσο δίκαιος, καί δέν είχε παρουσιασθή ποτέ άλλος όμοιος Του, καί οί άλλοι άπό φθόνο καί κακία
Τόν θανάτωσαν, αξίζει γι' Αυτόν τον άνθρωπο νά κάνω περισσότερα άπό όσα έκανα, ακόμη καί νά πεθάνω». Μόλις τό αντιμετώπισα έτσι, παρουσιάσθηκε ό Χριστός μέσα σέ πολύ φως - έλαμψε τό εκκλησάκι -καί μοϋ είπε: « Έγώ είμι ή Άνάστασις καί ή ζωή, ό πιστεύων εις έμέ, καν άποθάνη, ζήσεται»[2].
Τά λόγια αυτά διάβαζα καί στό ανοιχτό Ευαγγέλιο, τό όποιο κρατούσε στο ένα χέρι. Μού έκανε τέτοια αλλοίωση εσωτερική, πού έλεγα συνέχεια: «Έλα τώρα έδώ, Κώστα, νά τά πούμε, άν ύπάρχη ή δέν υπάρχη Θεός».
Βλέπεις, ό Χριστός, γιά νά παρουσιασθή, περίμενε τήν δική μου φιλότιμη αντιμετώπιση. Καί άν άπό ένα παιδί ζητά τήν φιλότιμη αντιμετώπιση, πόσο μάλλον άπό έναν μεγάλο;
- Μερικοί, Γέροντα, αμφισβητούν όλη τήν θεία Οικονομία.
- Μά πώς μπορεί νά θεωρηθή παραμύθι όλη αυτή ή ιστορία μέ τόν Χριστό; Τόσα πού διαβάζουμε στους Προφήτες πού έζησαν επτακόσια χρόνια προ Χριστού καί μιλούν μέ τόσες λεπτομέρειες γιά τόν Χριστό, αυτό δέν τους προβληματίζει; Ή Παλαιά Διαθήκη αναφέρει ακριβώς ακόμη καί γιά πόσα χρήματα θά προδώσουν τόν Χριστό[3].
Ύστερα λέει ότι τά χρήματα αυτά δεν θά τά βάλουν οι Εβραίοι στό ταμείο του Ναού, γιατί θά είναι αντίτιμο αίματος, αλλά θά αγοράσουν ένα χωράφι, γιά νά θάβουν τους ξένους[4]. Εκπληρώθηκε ή προφητεία του Προφήτη Ζαχαρία κ.ά.
Τόσο ξεκάθαρα πράγματα! Μέχρι τέτοιο σημείο λεπτομέρειες! Ακόμη και γιά τά ιμάτια Του αναφέρει τί θά γίνουν[5]! Και όλα αυτά λέχθηκαν τόσα χρόνια πριν από την Γέννηση του Χρίστου. Πώς λοιπόν εγώ νά φέρω λογισμό απιστίας;
Βλέπουμε υστέρα τον Απόστολο Παύλο! Διώκτης ήταν. Πήγαινε στην Δαμασκό γιά άλλον σκοπό. Του παρουσιάζεται ό Χριστός καί του λέει: «Σαούλ, Σαούλ, τί με διώκεις;». «Ποιος είσαι, κύριε;», ρωτάει εκείνος. «Έγώ είμαι ό Χριστός, πού εσύ καταδιώκεις».
Καί μετά πληροφορεί τον Άνανία ό Χριστός καί τον βαπτίζει[6]! Καί στην συνέχεια πόσο ταλαιπωρήθηκε, πόσο αγωνίσθηκε ό Απόστολος Παύλος, γιά νά κηρύξη σέ όλα τά έθνη! Ύστερα πόσοι Μάρτυρες! Έντεκα εκατομμύρια Μάρτυρες! Αυτοί όλοι χαμένο το είχαν;
Πώς νά τά ξεχάση κανείς όλα αυτά; Αν διάβαση λίγο το Ευαγγέλιο, μπορεί νά μην πιστέψη; Καί αν υπήρχαν μερικές λεπτομέρειες ακόμη, αυτό πολύ θά βοηθούσε νά πιστέψουν όλοι οι άνθρωποι. Αλλά ό Θεός σκόπιμα δέν το επέτρεψε, γιά νά κοσκινισθούν οι άνθρωποι, γιά νά δη πόσοι Τον αγαπούν, πόσοι θυσιάζονται γι' Αυτόν, χωρίς νά περιμένουν θαύματα κ.λπ.
Έναν φιλότιμο άνθρωπο, νομίζω, δέν τον αγγίζουν, δέν τόν επηρεάζουν όσα βλάσφημα καί αν ακούση.
Πρέπει νά πιστέψη κανείς στον Θεό φιλότιμα, όχι νά θέλη θαύμα, γιά νά πιστέψη. Όταν βλέπω μεγάλους νά μοϋ ζητοϋν νά δουν κανένα θαύμα, γιά νά πιστέψουν, ξέρεις πώς γίνομαι;
Να ήταν μικροί, θα είχαν κάποια δικαιολογία λόγω της ηλικίας· αλλά αυτοί νά μήν έχουν κάνει τίποτε για τον Χριστό καί νά λένε «νά δοϋμε κάτι, γιά νά πιστέψουμε», αυτό είναι πολύ φθηνό πράγμα. Μήπως, καί θαύμα νά δουν, θά βοηθηθούν; Θά πουν ότι είναι μαγεία κ.λπ.

1. Βλ. Εβρ. 12, 1.
2. Ίω. 11,25-26.
3. Βλ. Ζαχ. 11,1-13.
4. Πρβ. Ίερ. 18,2 καί 39, 9· Ματθ. 27, 7-9.
5. Βλ. Ψαλμ. 21, 19.
6. Βλ. Πράξ. 9, 1-18.

Απόσπασμα από τις σελίδες  261 -265 του βιβλίου:

            ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
                              ΛΟΓΟΙ  Β΄      
                ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
                  ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
       «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
                ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου