Στο Μουσείο οι Γερμανοί κρατάν Εγγλέζους αιχμαλώτους κι ο κόσμος τρέχει να τους δει. Τους φέρνει τσιγάρα, σοκολάτες, γαλέτες. Απ’ τα ψηλά παραθύρια της φυλακής τους οι αιχμάλωτοι κατεβάζουν με σπάγκο ένα καλάθι και τα παίρνουν. Αλλά κάποτε οι Γερμανοί μυρίζονται το κόλπο και λυσσάνε. Χυμούν επάνω στον κόσμο με τα όπλα τουςκαι τον σκορπίζουν. Όποιος ξαναζυγώσει τους αιχμαλώτους κινδυνεύει να τουφεκιστεί.
Μαζεύονται οι πιτσιρίκοι. Καταστρώνονται τα σχέδια της δράσης. Θέμα: Πώς θα αποσπάσουν την προσοχή του Γερμανού σκοπού και να ειδοποιήσουν τους Εγγλέζουςνα κατεβάσουν το καλάθι.
- Χρειάζεται μηχανή.
- Ναι, ρε. Τι μηχανή όμως;
Κι άξαφνα σκάει ένας μια φάπα τ’ αλλουνού. Θυμώνει, τάχα, ο άλλος και του ρίχνεται. Αρχίζουν και κτυπιούνται. Γροθιές, κλοτσιές, κυλιούνται εκεί δυο βήματα απ’ το Γερμανό. Χαζεύει ο σκοπός. Αλλά η συμπλοκή γίνεται... σύρραξη. Μπαίνουνε στον κι οι άλλοι. Και τώρα όλοι μαζί κυλιούνται χάμω, χτυπιούνται, βρίζουν, μπλέκουν ανάμεσα στα πόδια του σκοπού, που αρχίζει να θυμώνει. Φωνάζει, βρίζει κι αυτός, προσπαθεί να τους χωρίσει αλλά εκείνοι τη δουλειά τους.
Στο μεταξύ; Η άλλη ομάδα κάνει ήσυχα τη δουλειά της. Κατεβάζουν το καλάθι οι Εγγλέζοι, το γεμίζουν, το ξανακατεβάζουν. Σε πέντε λεπτά όλα τα εφόδια έχουν περάσει επάνω.
- Εντάξει;
- Εντάξει.
- Τα πήρε η Αγγλία;
- Τα πήρε.
Αυτό γίνεται κάθε μέρα. Κι ο Γερμανός απορεί τι έχουν αυτοί οι διαβόλοι κι αρπάζονται μες στα πόδια του. Αλλά οι πιτσιρίκοι, αφού τελειώσουν τη δουλειά τους, φεύγουν με γέλια.
- Α, ρε Αγγλία, πού κατάντησες, να σε τρέφει η Ελλάδα.
(Δημήτρης Ψαθάς, από το βιβλίο Αντίσταση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου