"Ο γραφειοκράτης πλάθεται σιγά σιγά, τυποποιεῖται, ἀποτελειώνει, ὡριμάζει ἴσαμε πού νά σαπίσει κι ὅταν – σαπίσει ἤ λίγο πρωτύτερα, παίρνει σύνταξη. Κ᾿ ἐπειδή ὁλόκληρος δέν εἶναι τίποτε ἄλλλο παρά ἕνα ἀρχεῖο, ἕνα ντουλάπι μέ ἄχρηστα χαρτιά, ἕνα ἀνοιγμένο συρτάρι, ἐξαερώνεται, ἐκμηδενίζεται, ἀκυρώνεται, -καί πεθαίνει."
῾Η μέγγενη τῆς γραφειοκρατίας
Μπορεῖ ν᾿ ἀναρωτηθεῖ ὁ ἀναγνώστης ποιά θέση κατέχει ἡ γραφειοκρατία σέ μιά σειρά συνοπτικά κεφάλαια, πού προσπαθοῦν νά συλλάβουν τό νόημα τῶν καιρῶν. ῎Αλλωστε, ἔχει μέ τόση δριμύτητα στηλιτευθεῖ ἡ γραφειοκρατία κ᾿ ἔχει τόσες φορές ἀναγγελθεῖ ὁ «ὁριστικός ἀφανισμός της μέ αὐστηρά κυβερνητικά μέτρα-καί ὄχι μόνο ἐδῶ σ᾿ ἐμᾶς, σέ ὅλες περίπου τίς χῶρες- ὥστε, μέ κάποιο δίκιο, νά θεωρεῖ ὁ καθένας πώς δέν ὑπάρχει πιά ζήτημα. Κι ὡστόσο, τό ζήτημα ὑπάρχει καί ἀντιπροσωπεύει μιά ζέουσα πάντα ἐπικαιρότητα, ἀκόμη κι ὅπου οἱ μηχανογραφικές ὑπηρεσίες εἶναι ἀρτιότατα ὀργανωμένες καί οἱ ἄφθονοι ἠλεκτρονικοί ἐγκέφαλοι ἐξυπηρετοῦν κατά θαυμάσιο τρόπο ἀνάγκες πολύπλοκες. Εἶναι ἀλήθεια ν᾿ ἀπορεῖ κανείς, ὅσο κι ἄν εἶναι κατατοπισμένος, μέ τήν ταχύτητα, τήν ἀκρίβεια καί τή φαινομενική ἐπινοητικότητα τῶν ἠλεκτρονικῶν ἐγκεφάλων. Μόνο πού δυσκολεύεται, ἄν ἔχει ἴχνος εὐαισθησίας, νά συλλογισθεῖ πώς αὐτά τά ἀκαλαίσθητα κασόνια, τά ἑτεροδίαιτα, μποροῦν ποτέ νά ἀντικαταστήσουν τόν ἄνθρωπο, ἕνα κεφάλι ἀνθρώπινο, συχνά καλοσχεδιασμένο ἀπό τή φύση καί τή ζωή, ζωντανό, εὐκίνητο, γεμάτο ἀνησυχία, στοχασμό καί θέρμη, ἱκανό γιά τό πιό γοητευτικό ἀπρόοπτο· ν᾿ ἀντικαταστήσουν τό λόγο, αὐτό τό ἀνεξάντλητο θαῦμα, ἀκόμα κι ὅταν τόν κακομεταχειρίζονται οἱ ρυπαροί καί ἀδαεῖς· νά πλάσουν τήν ποίηση, πού κάθε λέξη της τρέμει, τρεμοφεγγίζει, τρεμοσαλεύει στήν κατάψηλη κορυφή τῆς ψυχῆς.
῾Η γραφειοκρατία δέν εἶναι, καθώς συχνά συνηθίζουμε γι᾿ ἄλλες ἐκδηλώσεις νά λέμε, τόσο ἀρχαία ὅσο καί ὁ ἄνθρωπος. ῞Οταν ἡ γραφή εἴταν ἄγνωστη, ἀλλά καί ὅταν ἡ γραφή εἴταν δύσκολη, ἡ γραφειοκρατία, μοιραῖα, δέν εἶχε τρόπο νά ὑπάρξει. Καί ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐξουσίας ἔβρισκε ἄλλα μέσα γιά νά βασανίζει τόν συνάνθρωπό του· γιατί ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά τόν βασανίζει, γιά νά νιώθει καί ὁ ἴδιος πώς κατέχει τήν ἐξουσία. Στούς καιρούς μας οἱ τρόποι τοῦ βασανισμοῦ εἶναι ἄπειροι κ᾿ ἐπιστημονικά ὀργανωμένοι, ὥστε νά γίνονται πιό ἀποτελεσματικοί. ᾿Αλλ᾿ ἔχει προστεθεῖ καί ἡ γραφειοκρατία. ῞Οπου μοῦ ἔλαχε νά ταξιδέψω, κ᾿ ἔχω ταψιδέψει κάμποσο, δέν ἄκουσα παρά τούτη μόνο τή φράση: «πρέπει νά λυτρωθοῦμε ἀπό τήν γραφειοκρατία». Μόνο στήν ᾿Αγγλία ἤ τήν ᾿Ελβετία δέν τήν ἄκουσα, γιατί ἐκεῖ νομίζω πώς ἀληθινά δέν ὑπάρχει γραφειοκρατία.῎Εμαθα πώς δέν ὑπάρχει καί στήν Αὐστραλία. Δέν μπορῶ νά τό ἐπιβεβαιώσω. Τό αὐτονόητο εἶναι ὅτι ὅπου ὁ κρατικός παρεμβατισμός εἶναι πληρέστερος καί ἡ γραφειοκρατία, κατά φυσική συνέπεια, γίνεται εὐρύτερη καί εἰσχωρεῖ σέ μεγαλύτερο βάθος. Καί δέν εἶναι καθόλου ἁπλή ὑπόθεση. ῾Υπάρχουν, καί σέ ὅλους τούς τόπους τῆς γῆς, μερικοί ἀπό γεννησιμιοῦ τους ἀνόητοι, ὄχι ἀπό προοδευτική μαλάκυνση τοῦ ἐγκεφάλου, πού σχεδόν αἰσθάνονται εὐχαρίστηση νά τρέχουν ἀπό ὑπηρεσία σέ ὑπηρεσία καί νά μαζεύουν πιστοποιητικά, καμαρώνοντας πώς ἔχουν νά κάμουν μέ «ὑποθέσεις», μέ «ἐξουσίες», μέ «τρεχάματα». Οἱ διαστροφές, καθώς ξέρουμε, εἶναι πολλές καί πολύμορφες. ᾿Αποκτοῦν ὀντότητα αὐτοί οἱ ἠλίθιοι μόνο καί μόνο γιατί ἔρχονται σ᾿ ἐπαφή μέ μιά δημόσια ὑπηρεσία. Καθώς ὁ ἥρωας τοῦ Χάμσουν πού φόρεσε τήν καινούργια του γούνα κατακαλόκαιρα καί πῆγε στήν ἐκκλησιά, γιά νά τόν θαυμάσουν οἱ συντοπίτες του. Δέν εἶχε μήτε τήν ὑπομονή ν᾿ ἀφήσει νάρθει ὁ χειμώνας. Οἱ ἄλλοι ὅλοι, οἱ ἄνθρωποι τῆς καθημερινῆς ζωῆς, οἱ ἄνθρωποι πού διεκδικοῦν κάποια δικαιώματα ἤ πού ἐκπληρώνουν κάποιες ὑποχρεώσεις (γιατί καί τίς ὑποχρεώσεις σου, ἄν ἔχεις τήν προαίρεση πρόθυμα νά ἐκπληρώσεις, θά ταλαιπωρηθεῖς), νιώθουν τήν κάθε στιγμή τήν ὕπαρξή τους ὁλόκληρη ἐξουθενωμένη ἀπό τήν γραφειοκρατία. Γιατί, ἄς ποῦμε, ὅταν κάθε λίγο καί λιγάκι σέ ἀναγκάζουν ν᾿ ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχεις, ὅτι δέν ἔχεις πεθάνει, καί δέν τούς ἀρκεῖ μήτε ἡ φυσική παρουσία σου μήτε ἡ ταυτότητά σου, ἡ ζημιά πού σοῦ γίνεται δέν εἶναι ἀσήμαντη· σοῦ δημιουργεῖ ἕνα ψυχικό περιστατικό πού ἔρχεται νά προστεθεῖ σέ ὅλα τ᾿ ἄλλα καί νά σέ κατακερματίσει. Θυμοῦμαι μιά δική μου περίπτωση: ἐπρόκειτο, φυσικά, γιά μιά ὁλωσδιόλου τυπική ὑπόθεση· κάτι ἤμουν ὑποχρεωμένος (σημειώνω τό ὑποχρεωμένος) νά ζητήσω καί κάτι ἡ ὑπηρεσία εἴταν ὑποχρεωμένη (τό σημειώνω καί πάλι) νά μοῦ χορηγήσει. ᾿Αλλ’ ἔπρεπε νά τό ζητήσω αὐτοπρόσωπα, ἐφοδιασμένος μέ δυό τρία πιστοποιητικά. ῎Εγιναν ὅλα, ὅπως ἀπαιτοῦσε ὁ νόμος. Μόνο πού ὁ νόμος δέν εἶναι γράμμα νεκρό· εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας ὑπάλληλος. Τήν πρώτη μέρα ἔτυχε ν᾿ ἀπουσιάζει, δικαίωμά του. Τήν δεύτερη μέρα ἔτυχε πάλι ν᾿ ἀπουσιάζει, περίπου δικαίωμά του. Τήν Τρίτη μέρα δέν πῆγα, δικαίωμά μου. Τήν τέταρτη, τέλος, ἔγινε ἡ ἱστορική συνάντηση. ᾿Ακούγοντας τ᾿ ὄνομά μου, μ᾿ ἔβαλε νά καθήσω χαμογελώντας. Φαίνεται πώς τόν ἐνδιέφεραν τά γράμματα (ὅλοι αὐτοί πού τούς ἐνδιαφέρουν τά γράμματα εἶναι κρυπτοποιητές, καί τό πρᾶγμα δέν ἀπομένει χωρίς συνέπειες)· περίμενα μισή ὥρα, μέ ἄκουσε καί μοῦ ζήτησε ἄλλα τρία πιστοποιητικά.
-῎Ας μήν ἀσχοληθοῦμε πιά μέ τήν ὑπόθεση, τοῦ ἀποκρίθηκα.
-Μά εἶναι διακαίωμά σας νά τήν πάρετε τήν ἄδεια, μοῦ εἶπε, πάντα χαμογελώντας.
῎Ας μένει. ῎Αν πρόκειται νά ἐξοντωθῶ κυνηγώντας πιστοποιητικά (καί ξέρετε, φυσικά, τί σημαίνει ἔκδοση πιστοποιητικοῦ), προτιμῶ νά διατηρήσω τήν ψυχική καί πνευματική ἠρεμία μου.
Τόν ἀποχαιρέτησα κ᾿ ἔφυγα.
᾿Αλλά μποροῦν ὅλοι νά φύγουν; Θυμήθηκα αὐτό τό περιστατικό, γιά νά τονίσω πώς ἡ μέγγενη τῆς γραφειοκρατίας εἶναι ἕνα ὄργανο βασανισμοῦ ὄχι ἀπό τά ἀσημαντότερα. ῎Αν μποροῦσε νά γίνει μιά στατιστική καί νά μᾶς πεῖ πόσες ὧρες χαμένες ἀντιστοιχοῦν στίς γραφειοκρατικές διατυπώσεις καί πόση ἀνάλωση ψυχικοῦ καί πνευματικοῦ ἀποταμιεύματος, θά βλέπαμε ὁλοκάθαρα τόν ἐκμηδενισμό τοῦ ἀνθρώπου πού προκαλεῖ ἀνελέητα καί μεθοδικά, θυμίζοντάς του τήν κάθε στιγμή πώς εἶναι ἐξαρτημένο πλάσμα. Αὐτή ἡ ἐξάρτηση εἶναι μιά ἀπέραντη τραγωδία. Κατόρθωσε νά τή συλλάβει ἡ τραγική φαντασία τοῦ Φράνς Κάφκα, ἀποκαθιστώντας την στίς πραγματικές διαστάσεις της. Καί εἶναι πού εἶναι ἐξαρτημένο πλάσμα ὁ ἄνθρωπος. ῾Η γραφειοκρατία τό κάνει τοῦτο αἰσθητότερο, ὀδυνηρότερο, ταπεινοτικότερο.῾Η γραφειοκρατία προσβάλλει τήν προσωπική σου ἀξιοπρέπεια. ῎Αν δέν ἔχεις ἕνα χαρτί ὑπογραμμένο, ἀπό ἕνα ράθυμο ὑπάλληλο, ἐπιβεβαιωμένο ἀπό ἄλλους τρεῖς ὑπαλλήλους, σφραγισμένο ἀπό τούς ἴδιους ἤ ἀπό ἕνα πέμπτο ὑπάλληλο (κάθε ὑπάλληλος πρέπει, ἐπιτέλους, νά δικαιολογεῖ σέ τοῦτο τό μάταιο κόσμο τήν ὑπόστασή του), δέν εἶσαι τίποτε. Στό τέλος, πιστεύεις, πώς δέν εἶσαι παρά αὐτό τό χαρτί. Παρακολουθεῖς τόν πρῶτο ὑπάλληλο νά τό συμπληρώνει μέ τήν ὑπηρεσιακή του ἐμβρίθεια καί μέ τίς ἐμβριθέστερες ἀκόμη ἀνορθογραφίες του καί νιώθεις πώς ἐκείνη τήν ὥρα δημιουργεῖσαι, γίνεσαι ὑπαρκτό πρόσωπο, ἔχεις κάποιο δικαίωμα στή ζωή.
Γιά τοῦτο πρέπει νά εἴμαστε βέβαιοι πώς ἡ γραφειοκρατία ἔχει μεταφυσικές προεκτάσεις. Δέν εἶναι μιά τυπική διαδικασία πού καταπονεῖ τό σῶμα. Εἶναι ἕνας ἀσταμάτητος ἐξευτελισμός τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν περιορίζεται σέ μιά σχέση καθαρά ὑπηρεσιακή. ῞Οταν συμβαίνει μάλιστα, καί συμβαίνει τοῦτο πολύ συχνά, τά ἐρωτήματα πού σοῦ προτείνουν νά συμπληρώσεις εἶναι ὁλωσδιόλου ἄσχετα πρός τήν ὑπόθεσή σου, ὁλωσδιόλου ἀσήμαντα καί βλακώδη. Κι ὅταν ἀναγκάζεσαι ν᾿ ἀνταποκριθεῖς σέ βλακώδη ἐρωτήματα, γίνεσαι κι ἐσύ κατά ἕνα ποσοστό, ὅσο κι ἄν ἀντιστέκεσαι ἀπό μέσα σου, ἠλίθιος. ῾Ωστόσο, δέν πρέπει νά ξεγελιούμαστε. ῾Η γραφειοκρατία, κατά γενική θεώρηση, εἶναι ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης. ῾Ο ὑπάλληλος, δηλαδή τό κράτος, δηλαδή ὁ νόμος, ἀπό τή στιγμή πού θά πέσεις στό ὀπτικό τους πεδίο, θά σέ κοιτάξουν μέ δυσπιστία: εἶσαι ἔνοχος ἴσαμε πού ν᾿ ἀποδειχθεῖ πώς εἶσαι ἀθῶος. ᾿Ενῶ τό ἀντίθετο, φυσικά, εἶναι τό σωστό:νά εἶσαι ἀθῶος ἴσαμε πού ν᾿ ἀποδειχθεῖ πώς εἶσαι ἔνοχος. Καί νά μή χρειάζεται ν᾿ ἀποδείξεις πώς δέν ἔχεις κάμει καμιά παράβαση· αὐτό πρέπει νά σοῦ τό ἀποδείξει καί μέ ἀκαταμάχητα τεκμήρια ἡ ἐξουσία. Δέν εἶναι, βέβαια, ὁ λόγος ἐδῶ γιά ἐγληματικές πράξεις· ἀλλά γιά τήν καθημερινή ἐπαφή τοῦ πολίτη μέ τό κράτος. Καί δέν εἶναι καμιά νά μεταμορφώνεσαι σέ ἀριθμό πρωτοκόλλου, γιά νά ὑπάρξεις. ᾿Αλλά πίσω ἀπό τόν ἀριθμό πρωτοκόλλου ἐνεδρεύει ὁ γραφειοκράτης. ῾Η γραφειοκρατία, ἀκόμη καί ἡ βασανιστικότερη, ἐξανθρωπίζεται, ὅταν λείπει ὁ γνήσιος γραφειοκράτης.
Καί τί εἶναι ὁ γραφειοκράτης; Ἕνα ἀνθρώπινο σαπρόφυτο πού εὐδοκιμεῖ σέ ὅλες τίς ζῶνες τῆς γῆς, τίς εὔκρατες (ἐκεῖ μέ περισσότερη κλιματολογική ἄνεση), τίς διακεκαυμένες καί τίς κατεψυγμένες. ῞Οπου κι ἄν λάχει νά βρεθεῖτε, θά τόν συναπαντήσετε πίσω ἀπό μιά τρύπα ταμείου, ἀπό ἕνα τραπέζι γραφείου, δίπλα σ᾿ ἕνα ντουλάπι, μ᾿ ἕνα ἀνοικτό συρτάρι ἀπάνου στήν κοιλιά του- ἡ γραφειοκρατία ἔχει τή δική της κινητική, τήν ἐθυμοτυπία της, μιά «συμπεριφορά», πού κερδίζεται μέ κόπο καί μόχθο μέσα σέ χρόνια καί χρόνια. ῾Ο γραφειοκράτης πλάθεται σιγά σιγά, τυποποιεῖται, ἀποτελειώνει, ὡριμάζει ἴσαμε πού νά σαπίσει κι ὅταν – σαπίσει ἤ λίγο πρωτύτερα, παίρνει σύνταξη. Κ᾿ ἐπειδή ὁλόκληρος δέν εἶναι τίποτε ἄλλλο παρά ἕνα ἀρχεῖο, ἕνα ντουλάπι μέ ἄχρηστα χαρτιά, ἕνα ἀνοιγμένο συρτάρι, ἐξαερώνεται, ἐκμηδενίζεται, ἀκυρώνεται, -καί πεθαίνει. Πῶς, ἄλλωστε, νά ὑπάρξει, ἀφοῦ δέν ἔχει πιά νά βασανίζει παρά μόνο τούς σπιτικούς του καί τούς γειτόνους; ᾿Αλλά δέν πρέπει νά νομίσει κανείς πώς εἶναι εὔκολο πράμα νά γίνει σωστός γραφειοκράτης. Χρειάζονται προσόντα ἔμφυτα καί ἐπίκτητα-καί ὄχι λίγα. Πρῶτα πρῶτα πρέπει νά εἶναι ἄδειος ἀπό μέσα του· νά ἔχει πολλά ὀνειροπολήσει καί νά μήν τοῦ ἔχει ἀπομείνει τίποτε. Οἱ πεθαμένες φιλοδοξίες, οἱ ἄκαρπες προσπάθειες, ἡ συνείδηση, θολή ἤ καθαρή, τῆς ἀδυναμίας νά ζήσει τή ζωή, ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα τόν μεταμορφώνουν σιγά σιγά σ᾿ ἕνα πλάσμα οὐσιαστικά ἀνύπαρκτο, πού ξαναζωντανεύει κατά διαλείμματα:τή στιγμή, ἔξαφνα, πού συντάσσει μιά ἐγκύκλιο, τή στιγμή πού ζητεῖ ἕνα βουνό πιστοποιητικά καί τήν ὑπέρτατη στιγμή, ἐκεῖ πιά βρίσκεται ἡ ἀποθέωσή του, πού περιπλέκει τόσο τά πράματα, ὥστε νά μπερδεύεται κ᾿ ἐκεῖνος ἀνάμεσά τους. ῞Οπως οἱ πρόσκοποι ἔχουν γιά σῆμα τους τή φράση «ἔσο ἕτοιμος», ἔχει κι ὁ γραφειοκράτης τό ἔμβλημά του: «τό περάστε αὔριο» ἤ «περάστε σέ καμιά ἑβδομάδα»· καί στίς τυπικότερες περιπτώσεις: «πέρασε αὔριο» ἤ πέρασε σέ μιά βδομάδα». ῾Ο ἑνικός σημειώνει τήν ἀφετηρία τοῦ προοδευτικοῦ ἐξευτελισμοῦ τοῦ θύματος. Καθώς ἡ ἀράχνη, στήνει καί ἡ γραφειοκρατία μέ φιλόπονη μεθοδικότητα τόν ἱστό της· ἅμα σέ πιάσει, θά προσπαθήσει νά μή σέ ἀφήσει ἴσαμε πού νά σ᾿ ἀφαιμάξει ὁριστικά.
᾿Από ὅλα τοῦτα συμπεραίνεται εὔκολα πώς ὁ γραφειοκράτης εἶναι ἕνας ἀποτυχημένος. Τόν βασανίζουν, εἴτε τό νιώθει εἴτε ὄχι, ἕνα πλήθος ἀπωθήσεις. Οἱ ἐγκύκλιοι, οἱ στατιστικές, τά βιβλία τοῦ πρωτοκόλλου, οἱ φάκελοι μέ τ᾿ ἀναρίθμητα πιστοποιητικά ἕνας διορατικός θά μποροῦσε νά πεῖ πώς ἀποτελοῦν ἱστοριες ζωῆς, ὁλόκληρα μυθιστόρήματα μέ συγκλονιστικό ὑπέδαφος:ἀθλιότητες τῆς παιδικῆς καί τῆς νεανικῆς ἡλικίας, ἀρρώστιες χρόνιες καί ἀνίατες, ἐρωτικές ἀποτυχίες, ἀπουσία οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς, ἐπιστημονική ἀνεπάρκεια, ἀγοραφοβία, ἔμφυτη ἤ ἐπίκτητη ἀπαισιοδοξία ἀποτελοῦν κατάλληλα ὑλικά, γιά νά δημιουργηθεῖ ὁ γραφειοκράτης, ἕνας ἄνθρωπος πού πάει νά γίνει ρομπότ καί πού θέλει νά μεταμορφώσει σέ ρομπότ καί τούς ἄλλους. ῾Η ἐμβρίθειά του δέν εἶναι παρά ἕνα προπέτασμα, πού ἀποσκεπάζει τήν κενότητά του. Στίς χειρότερες περιπτώσεις παρατηροῦμε καί τήν ἐμφάνιση ὅλων τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ σαδισμοῦ. ᾿Εκεῖ πιά ὁ γραφειοκράτης ἀποκαλύπτεται σέ ὅλο τό μέγεθος τῆς μνησικακίας, τῆς χαιρεκακίας, τῆς κακοπιστίας καί τῆς παντοδαπῆς μοχθηρίας του. ῾Ηδονίζεται πίνοντας μελάνι καί καταβροχθίζοντας ἀριθμούς πρωτοκόλλου, ἀφοῦ πρῶτα, φυσικά, μεταμορφώσει τούς πάντες σέ ἀριθμούς πρωτοκόλλου.
῎Ας μοῦ ἐπιτραπεῖ ν᾿ ἀναφερθῶ καί στίς στατιστικές ὑπηρεσίες, δέ μιλῶ γιά τή δική μας μόνο, ὅλου τοῦ κόσμου· ἀκόμη καί γιά τίς μεγαλοπρεπέστατες ἐκεῖνες πού κατοικοεδρεύουν στή Νέα ῾Υόρκη, στόν ᾿Οργανισμό ῾Ενωμένων ᾿Εθνῶν, καί στό παράρτημά του, στήν Γενεύη, στά λαμπρά οἰκοδομήματα τῆς παλιᾶς Κοινωνίας τῶν ᾿Εθνῶν. Καί ἡ Κ.Τ.Ε. καί ὁ Ο.Η.Ε. ἀποτελοῦν, ἀπό τήν ἄποψη τούτη, ἀληθινά μνημεῖα γραφειοκρατικῆς δραστηριότητας πού στοιχίζει πανάκριβα στούς λαούς. Οἱ στατιστικές πού ἔχουν ἴσαμε τώρα καταρτισθεῖ μποροῦν, φύλλο τό φύλλο, νά σκεπάσουν πολλές φορές τόν ᾿Ισημερινό τῆς Γῆς. Δέν ἔχω τή διάθεση νἀ ἰσχυρισθῶ πώς εἶναι ἄχρηστες. ῾Ολωσδιόλου ἀντίθετα, ἐπιθυμῶ νά δηλώσω πώς αἰσθάνομαι πολλή ἐκτίμηση πρός τή χρησιμότητα τῆς στατιστικῆς, πού δέν εἶναι μόνο μιά πολύπλευρη γραφειοκρατία, ἀλλά καί μιά σοφή ἐπιστήμη, μολονότι, καθώς εἶπε ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος πού δέ θυμοῦμαι πιά τ᾿ ὄνομά του, ἡ στατιστική ἀποκαλύπτει τά πάντα ἔξω ἀπό τά οὐσιώδη.
῾Η λεπτολογία πολλῶν στατιστικῶν ἐρωτηματολογίων μπορεῖ νά φέρει ἕνα σωστό ἄνθρωπο σέ ἀπόγνωση· καί ἡ ἐμφανέστατη ἠλιθιότητά τους σέ δεινή ἀμηχανία. Εἶναι νά θαυμάζει κανείς καμιά φορά τί σοφίζονται οἱ στατιστικοί νά ρωτήσουν. Καί σέ τί ζητήματα φαίνονται ν᾿ ἀποδίδουν τεράστια σημασία –καί μέ τρόπο μάλιστα πού σέ κάνει νά ντρέπεσαι γιά τή σοβαρότητά τους. Δέ νομίζω, ὡστόσο, πώς ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνω σέ τούτη τή γής εἶναι ἡ ἀσταμάτητη ἀπόκριση σέ ἀσταμάτητα στατιστικά ἐρωτήματα. Καί τό χειρότερο εἶναι πού τ᾿ ἀποτελέσματα τῶν στατιστικῶν ἐρευνῶν ἀποδείχνονται συχνά ἄσχετα πρός τήν πραγματικότητα. Εἴτε γιατί ὅσοι ρωτιοῦνται ἀποφεύγουν νά γράψουν τήν ἀλήθεια ἀπό βαριεστημάρα ἤ ἀπό ὑπολογισμό, εἴτε γιατί δέν ὑπάρχουν οἱ τρόποι νά διακριβωθεῖ ὁ σωστός ἀριθμός τῶν θυμάτων, ἄς ποῦμε τοῦ τυφώνα, τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ καί τῆς χολέρας στό Πακιστάν. ᾿Αλλ᾿ ἄς μή λησμονοῦμε πώς καί ἡ στατιστική στό τέλος γίνεται μέθοδος προσωπικῆς ἀναψυχῆς, ὅπως καί κάθε ἄλλη μορφή γραφειοκρατίας. ῾Ο στατιστικός ζεῖ πιά γιά τή στατιστική καί ὄχι γιά τίς ὠφέλειες πού προκύπτουν ἀπό τήν ὀρθή καί διεξαγωγή καί χρησιμοποίησή της. Καί ὁ γραφειοκράτης, εἴτε στατιστικός εἴτε ὁποιοσδήποτε ἄλλος εἶναι, παρασύρεται τόσο ἀπό τή γοητεία τοῦ ἔργου του, ὥστε κατασκευάζει μιά ἐγκύκλιο καθώς θά δημιουργοῦσε ἕνα καλλιτέχνημα. Μόνο πού ἡ ἐγκύκλιος ἐπιβάλλει ὑποχρεώσεις, ταλαιπωρεῖ ἤ καί ἐξοντώνει ἀνθρώπους, ἐνῶ τό καλλιτέχνημα προσφέρει ἀνυστερόβουλα καί ἀνεπικύρωτα στήν κοινή εὐχαρίστηση.
Καί μή νομίσει κανείς πώς καί ὁ ἴδιος ὁ γραφειοκράτης δέν εἶναι συχνά ἕνας αὐτοτιμωρούμενος. ᾿Εργάζεται περισσότερο ἀπό ὅσο εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἐργασθεῖ χωρίς πρόσθετη ἀμοιβή, ξοδεύει τίς νύχτες του ἀκοίμητος καί γεμάτος φροντίδα καί στοχασμό γιά νά τά διατυπώσει ὅλα σωστά, γιά νά μή παραλείψει τίποτε καί γιά νά κάμει κάποια ἐντύπωση. ῎Ανθρωποι κατά τ᾿ ἄλλα ἀπαράγωγοι, μέ μιά σειρά ἐγκυκλίους ἀναρριχήθηκαν σέ ὑψηλότατες θέσεις κι ἀπόκτησαν ἀκτινοβολία πού θάμπωσε τά μάτια τῶν ἁπλοϊκῶν. ᾿Αλλ᾿ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά καταθέσουν τά σύμβολα τῆς ἐξουσίας καί νά παραχωρήσουν τό ἀξίωμά τους σ᾿ ἄλλους σαδιστές, ἄν εἶχαν τήν ἔμπνευση νά ρίξουν μιά ματιά στό ἐσωτερικό τους κόσμο, δέν βρῆκαν παρά ἀριθμούς πρωτοκόλλου. ῾Η ζωντανή ζωή εἶχε γίνει ἐγκύκλιος. Τά πάντα εἶχαν μεταβληθεῖ σέ «παραγγέλλομεν ὅπως...». Μιά μάταιη περιπέτεια χωρίς φαντασία. Καί ἡ ἐπαγγελματική του παραμόρφωση σιγά σιγά παίρνει τέτοιες διαστάσεις, ὥστε ἡ ὅλη του ὕπαρξη ν᾿ ἀποτελεῖ «ἡδίστην συζυγίαν» βλακείας, ματαιολογίας καί συχνά ἀθέλητης κακοποΐας.
Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΚΛΗΡΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
῾Η τραγωδία τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα
ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ,
Σελ. 57-65, ΑΘΗΝΑ 1972
᾿Αντιγραφή:᾿Οδυσσεύς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου