"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Πολύτιμες συμβουλές γιά μιά ἁρμονική οἰκογένεια-Γέροντος Παϊσίου


ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ.

Η καλή αρχή της οικογενειακής ζωής.
... Αν ό νέος σκέφτεται κάποια κοπέλα σοβαρά για σύζυγο, νομίζω, καλύτερα είναι πρώτα να το κάνη γνωστό με κάποιο συγγενικό του πρόσωπο στους γονείς της και κατόπιν να το συζητήσει και ό ίδιος μαζί τους και με την κοπέλα. Στην συνέχεια, αν δώσουν λόγο και κάνουν αρραβώνες - καλό είναι ό αρραβώνας να μη διαρκή πολύ -, να προσπαθήσει, στο διάστημα που θα μεσολάβηση μέχρι τον γάμο, να βλέπει την κοπέλα σαν αδελφή του και να την σέβεται. Αν αγωνισθούν και οι δύο φιλότιμα να διατηρήσουν την παρθενία τους, τότε στο Μυστήριο του γάμου, όταν τους στεφάνωση ό Ιερέας, θα λάβουν πλούσια την Χάρη του Θεού. Γιατί, όπως λέει ό Άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, τα στέφανα είναι σύμβολα της νίκης κατά της ηδονής.. (ο. 37-38).


Στην διαφορά των χαρακτήρων κρύβεται ή αρμονία του θεού.
... Μου λένε μερικοί άνδρες: «Δεν συμφωνώ με την γυναίκα μου -είμαστε αντίθετοι χαρακτήρες. Άλλος χαρακτήρας εκείνη, άλλος εγώ! Πώς κάνει τέτοια παράξενα πράγματα ό Θεός; Δεν θα μπορούσε να οικονομήσει μερικές καταστάσεις έτσι, ώστε να ταιριάζουν τα ανδρόγυνα, για να μπορούν να ζουν πνευματικά;». «Δεν καταλαβαίνετε, τους λέω, ότι μέσα στην διαφορά των χαρακτήρων κρύβεται ή αρμονία του Θεού; Οι διαφορετικοί χαρακτήρες δημιουργούν αρμονία. Αλίμονο, αν ήσασταν ίδιοι χαρακτήρες! Σκεφθείτε τι θα γινόταν, αν λ.χ. και οι
δύο θυμώνατε εύκολα" θα γκρεμίζατε το σπίτι. Η, αν και οι δύο ήσασταν ήπιοι χαρακτήρες, θα κοιμόσασταν όρθιοι!...»...
Σε ένα ανδρόγυνο ξέρετε τι είπα; «Επειδή ταιριάζετε, γι' αυτό δεν ταιριάζετε!». Είναι και οι δύο ευαίσθητοι. Αν συμβεί κάτι στο σπίτι, και οι δύο τα χάνουν και αρχίζουν: «Ωχ, τι πάθαμε!» ό ένας, «ωχ, τι πάθαμε!» ό άλλος. Ο ένας δηλαδή βοηθάει τον άλλον να απελπισθεί πιο πολύ. Δεν μπορεί να τον τόνωση λίγο «για στάσου, να του πει, δεν είναι και τόσο σοβαρό αυτό που μας συμβαίνει». Το έχω δει αυτό σε πολλά ανδρόγυνα.
Και στην αγωγή των παιδιών, όταν οι σύζυγοι είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, μπορούν περισσότερο να βοηθήσουν. Ο ένας κρατάει λίγο φρένο, ό άλλος λέει: «Άφησε τα παιδιά λίγο ελεύθερα». Αν τα στριμώξουν και οι δύο, θα χάσουν τα παιδιά τους. Και αν τα αφήσουν και οι δύο ελεύθερα, πάλι θα τα χάσουν. Ενώ έτσι βρίσκουν και τα παιδιά μία ισορροπία.
Θέλω να πω ότι όλα χρειάζονται. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεπερνούν τα όρια, αλλά ό καθένας να βοηθάει τον άλλον με τον τρόπο του. Αν φας λ.χ. κάτι πολύ γλυκό, θέλεις να φας και κάτι που είναι λίγο αλμυρό... (σ. 39-40).


Ο σεβασμός μεταξύ των συζύγων.
Ο Θεός τα ρύθμισε όλα με σοφία. Με άλλα χαρίσματα προίκισε τον άνδρα, με άλλα την γυναίκα. Έδωσε στον άνδρα ανδρισμό, για να τα βγάζει πέρα στις δύσκολες υποθέσεις και για να υποτάσσεται σ' αυτόν ή γυναίκα. Γιατί, αν έδινε και στην γυναίκα τον ίδιο ανδρισμό, δεν θα μπορούσε να σταθεί οικογένεια.
«Ο ανήρ, λέει ή Γραφή, εστί κεφαλή της γυναικός» (Έφεσ. 5, 23). Δηλαδή ό Θεός κανόνισε, ώστε ό άνδρας να αφεντεύει στην γυναίκα. Να αφεντεύει ή γυναίκα στον άνδρα είναι ύβρις στον Θεό. Ο Θεός έπλασε πρώτα τον Αδάμ και ό Αδάμ είπε για την γυναίκα: «Τούτο νυν όστούν εκ των όστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου» (Γενέσ. 2, 23). Η γυναίκα, λέει το Ευαγγέλιο, πρέπει να φοβάται τον άνδρα, δηλαδή να τον σέβεται, και ό άνδρας να αγαπάει την γυναίκα (Έφεσ. 5, 33). Μέσα στην αγάπη είναι ό σεβασμός. Μέσα στον σεβασμό είναι ή αγάπη. Αυτό το όποιο αγαπώ, το σέβομαι κιόλας. Και αυτό το όποιο σέβομαι, το αγαπώ. Δηλαδή δεν είναι άλλο το ένα και άλλο το άλλο" ένα πράγμα είναι και τα δύο... (σ. 4142).


Η αγάπη μεταξύ των συζύγων.
- Έγραψες Γερόντισσα, ευχές στον Δημήτρη που παντρεύεται; Έγραψα, Γέροντα.
- Φέρε την κάρτα να συμπληρώσω κι εγώ: «Ο Χριστός και ή Παναγία μαζί σας. Σου δίνω ευλογία, Δημήτρη, να μαλώνεις με όλον τον κόσμο, εκτός από την Μαρία! Το ίδιο και στην Μαρία!».
Για να δω, θα καταλάβουν τι εννοώ; Με ρώτησε κάποιος: «Γέροντα, τι ενώνει περισσότερο τον άνδρα με την γυναίκα;». «Ή ευγνωμοσύνη», του λέω. Ό ένας αγαπάει τον άλλον γι' αυτό που του χαρίζει. Ή γυναίκα δίνει στον άνδρα την εμπιστοσύνη, την αφοσίωση, την υπακοή. Ό άνδρας δίνει στην γυναίκα την σιγουριά ότι μπορεί να την προστατέψει. Ή γυναίκα είναι ή αρχόντισσα του σπιτιού, αλλά και ή μεγάλη υπηρέτρια" ό άνδρας είναι ό κυβερνήτης του σπιτιού, αλλά και ό χαμάλης.
Μεταξύ τους τα ανδρόγυνα πρέπει να έχουν την εξαγνισμένη αγάπη, για να έχουν αλληλοπαρηγοριά και να μπορούν να κάνουν και τα πνευματικά τους καθήκοντα. Για να ζήσουν αρμονικά, χρειάζεται να βάλουν εξαρχής ως θεμέλιο της ζωής τους την αγάπη, την ακριβή αγάπη, που βρίσκεται μέσα στην πνευματική αρχοντιά, στην θυσία, και όχι την ψεύτικη, την κοσμική, την σαρκική. Αν υπάρχει αγάπη, θυσία, πάντα έρχεται ό ένας στην θέση του άλλου, τον καταλαβαίνει, τον πονάει. Και όταν παίρνει κανείς τον πλησίον του στην πονεμένη του καρδιά, παίρνει τότε μέσα του τον Χριστό, ό οποίος τον γεμίζει και πάλι με την ανέκφραστη αγαλλίαση Του.
Όταν υπάρχει αγάπη, και μακριά να βρεθεί ό ένας από τον άλλον, αν οι περιστάσεις το απαιτήσουν, κοντά θα βρίσκεται, γιατί την αγάπη του Χριστού δεν την χωρίζουν αποστάσεις. Όταν όμως, Θεός φυλάξει, τα ανδρόγυνα δεν έχουν αγάπη μεταξύ τους, μπορεί να βρίσκονται κοντά, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκονται μακριά. Γι' αυτό πρέπει να προσπαθήσουν να διατηρήσουν σε όλη την ζωή τους την αγάπη, να θυσιάζεται ό ένας για τον άλλον.
Η σαρκική αγάπη ενώνει εξωτερικά τους κοσμικούς ανθρώπους τόσο μόνον, όσο υπάρχουν κοσμικά προσόντα, και τους χωρίζει, όταν αυτά χαθούν, οπότε και αυτοί οδηγούνται στην απώλεια Ενώ, όταν υπάρχει ή πνευματική, ή ακριβή αγάπη, αν τυχόν ό ένας από τους συζύγους χάση τα κοσμικά του προσόντα, αυτό όχι μόνο δεν τους χωρίζει, αλλά τους ενώνει περισσότερο. Όταν υπάρχει μόνον ή σαρκική αγάπη, τότε, αν λ.χ. ή γυναίκα μάθη ότι ό σύντροφος της κοίταξε κάποια άλλη, του πετάει βιτριόλι και τον τυφλώνει. Ενώ, όταν υπάρχει ή αγνή αγάπη, τον πονάει πιο πολύ και κοιτάζει με τρόπο πώς να τον φέρει πάλι στον σωστό δρόμο. Έτσι έρχεται ή Χάρη του Θεού... (σ. 43-44).


Με την υπομονή σώζεται ή οικογένεια.
... Όταν δύο βόδια είναι στον ζυγό και το ένα είναι λίγο αδύνατο ή τεμπέλικο, τότε το άλλο βάζει περισσότερη δύναμη και τραβάει σβαρνίζει κατά κάποιον τρόπο και το άλλο... Σκέψου μια μητέρα να έχει τέσσερα παιδιά και το ένα να είναι καθυστερημένο, το άλλο να έχει ψυχοπάθεια, το άλλο μεσογειακή αναιμία, το άλλο να γυρνάει τα μεσάνυχτα. Και με τον σύζυγο, ανάλογα με το τι άνθρωπος είναι, να έχει ή καημένη άλλα βάσανα...
Και καλά, μερικές γυναίκες έχουν αμαρτίες και εξοφλούν έτσι, αλλά είναι και άλλες που δεν έχουν αμαρτίες. Αυτές έχουν καθαρό μισθό από την ταλαιπωρία που περνούν. Γνωρίζω μια μάνα που ήταν ένα αγγελούδι, πολύ καλή ψυχή, το πιο καλό, το πιο ήσυχο παιδί από την οικογένεια. Και σε τι στραβόξυλο έπεσε! Πώς ξεγελάστηκαν οι δικοί της! Παντρεύτηκε έναν μέθυσο, που από μικρός ήταν αλητάκι. Ο πατέρας του μεθούσε και πήρε και αυτός την ίδια συνήθεια. Να ξενοδουλεύει ή καημένη, να σκοτώνεται στην δουλειά, και εκείνος να την δέρνει και να την απειλή με το μαχαίρι. Πόσες φορές της λέει: «Θα σε σφάξω»! Και να φοβάται μην την σφάξει! Μαρτύριο περνάει! Έχει και τέσσερα παιδιά. Οι δικοί της έφθασαν σε σημείο να της λένε να τον χωρίσει, αλλά εκείνη τους απαντάει: «Λέω να κάνω ακόμη υπομονή», και κάνει υπομονή. Το καταλαβαίνετε; Ούτε Γεροντικά διάβασε ούτε Συναξάρια, και όμως κάνει υπομονή. «Καλά, της είπα μια φορά, τα παιδιά δεν επεμβαίνουν;». «Ακόμη είναι δεκαπέντε-δεκαέξι χρονών, μου είπε. Ας πάνε στρατιώτες, και μετά θα τον περιλάβουν!». Δηλαδή, μέχρι να πάνε στρατιώτες τα παιδιά, να τρώει ξύλο!., (σ. 47-48).


Η υπομονή χαριτώνει τον άνθρωπο.
... Όταν ό άλλος είναι μπουρινιασμένος, ό,τι και να του πεις, δεν γίνεται τίποτε. Καλύτερα εκείνη την στιγμή να σιωπήσεις και να λες την Ευχή. Με την Ευχή θα καλμάρει ό άλλος, θα ηρέμηση και θα μπόρεσης μετά να συνεννοηθείς μαζί του. Βλέπεις, και οι ψαράδες δεν πάνε να ψαρέψουν, αν δεν έχει μπουνάτσα κάνουν υπομονή, ώσπου να καλοσυνέψει ό καιρός.
Που οφείλεται, Γέροντα, ή ανυπομονησία των ανθρώπων;
Στην πολλή... εσωτερική τους ειρήνη! Ο Θεός την σωτηρία των ανθρώπων την κρέμασε στην υπομονή. «Ο δε ύπομεινας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. 10, 22), λέει το Ευαγγέλιο. Γι' αυτό δίνει δυσκολίες, διάφορες δοκιμασίες, για να ασκηθούν στην υπομονή οι άνθρωποι.
Η υπομονή ξεκινά από την αγάπη. Για να υπομείνεις τον άλλον, πρέπει να τον πόνεσης. Και βλέπω πώς με την υπομονή σώζεται ή οικογένεια. Είδα θηρία να γίνονται αρνιά. Με την εμπιστοσύνη στον Θεό τα πράγματα εξελίσσονται ομαλά και πνευματικά. Μια φορά, όταν ήμουν στην Μονή Στομίου, είχα δει στην Κόνιτσα μια γυναίκα που έλαμπε το πρόσωπο της. Ήταν μητέρα πέντε παιδιών. Μετά θυμήθηκα ποια ήταν. Ο άνδρας της ήταν μαραγκός και έπαιρνε πολλές φορές δουλειές μαζί με τον μάστορά μου1. Μια κουβέντα να του έλεγαν οι νοικοκυραίοι, λ.χ. «μάστρο-Γιάννη, μήπως αυτό να το κάνουμε έτσι;», γινόταν θηρίο. «Έμενα θα μου κάνης τον δάσκαλο;», τους έλεγε. Έσπαζε τα εργαλεία του, τα πετούσε και έφευγε. Αφού παρατούσε την δουλειά του και τα έσπαζε όλα σε ξένα σπίτια, καταλαβαίνεις στο σπίτι του τι έκανε! Αυτή λοιπόν ήταν του μαστρο-Γιάννη ή γυναίκα. Με αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορούσες μία μέρα να καθίσεις, και αυτή χρόνια ζούσε μαζί του. Κάθε μέρα περνούσε μαρτύριο, και όμως όλα τα αντιμετώπιζε με πολλή καλοσύνη και έκανε υπομονή. Επειδή ήξερα την κατάσταση στο σπίτι, όταν την συναντούσα, την ρωτούσα: «τι κάνει ό κυρ-Γιάννης; Δουλεύει;». «Ε, πότε δουλεύει, πότε κάθεται λιγάκι!». «Πώς τα περνάτε;». «Πολύ καλά, πάτερ!», μου έλεγε. Και το έλεγε με την καρδιά της. Δεν υπολόγιζε που έσπαζε τα εργαλεία του και αξίας εργαλεία ούτε που αναγκαζόταν ή καημένη να ξενοδουλεύει, για να τα βγάλουν πέρα. Βλέπετε με πόση υπομονή, με πόση καλοσύνη και με πόση αρχοντιά τα αντιμετώπιζε όλα! Ούτε τον κατηγορούσε καθόλου! Γι αυτό ό θεός την χαρίτωσε και έλαμπε το πρόσωπο της. Μεγάλωσε και τα πέντε παιδιά της και έγιναν πολύ καλά παιδιά. Μπόρεσε και κράτησε και τα παιδιά της... (σ. 49-50).

Η πιστή σύζυγος.
Γέροντα, μια γυναίκα την εγκατέλειψε ό άνδρας της, πήρε και το παιδί, και έχει σχέσεις με δύο άλλες γυναίκες. Με ρώτησε τι να κάνη.
Να της πεις, όσο μπορεί, να κάνη υπομονή, προσευχή και να φέρεται με καλοσύνη. Να περιμένει, να μη διάλυση τον γάμο ή ίδια. Κάποιος περιφρονούσε την γυναίκα του, την κακομεταχειριζόταν, και αυτή τα αντιμετώπιζε όλα με υπομονή και καλοσύνη, μέχρι που πέθανε σχετικά νέα Όταν έκαμαν την εκταφή της, βγήκε από τον τάφο μία ευωδία! Απόρησαν όσοι βρίσκονταν εκεί. Βλέπετε, αυτή αντιμετώπιζε τα πάντα με υπομονή σ' αυτήν την ζωή, γι αυτό δικαιώθηκε στην άλλη ζωή... (σ. 51-52).


Τα παιδιά των διαλυμένων οικογενειών.
Σήμερα ό γάμος, όπως κατάντησε, έχει χάσει το νόημα του. Διαλύονται οικογένειες στα καλά καθούμενα. Ήρθε τις προάλλες στο Καλύβι κάποιος τελείως ζαλισμένος. Είχε δύο παιδιά από μία φιλενάδα. Παντρεύτηκε μια άλλη, έκανε ένα παιδί και την χώρισε. Μετά ξαναπαντρεύτηκε κάποια άλλη, ή οποία ήταν χωρισμένη και είχε δύο παιδιά από τον πρώτο γάμο της και ένα παιδί από έναν φίλο. Έκανε και μ' αυτήν άλλα δύο. «Για βαστά, του λέω, από πόσες μανάδες είναι αυτά τα παιδιά και από πόσους πατεράδες;».
Έτσι καταστρέφονται τα ταλαίπωρα τα παιδιά. Όσα είναι ευαίσθητα και δεν μπορούν να ξεπεράσουν την στενοχώρια, απελπίζονται και μερικά αυτοκτονούν. Αλλά πίνουν, για να ξεχνούν, άλλα μπλέκονται με τα ναρκωτικά. Που τα βρίσκουν τα χρήματα; Ή πιο μικρή δόση ηρωίνης στοιχίζει τέσσερις χιλιάδες δραχμές. Ή μεγάλη έξι ή επτά χιλιάδες (το 1990). Και αυτά τα παιδιά είναι από τα ζωηρά της προηγούμενης γενιάς. Τα άλλα από το αυτόματο διαζύγιο, που είναι ακόμη μικρά, τι θα γίνουν; Φέτος το καλοκαίρι πόσα παιδιά πέρασαν από το Καλύβι που έπαιρναν ναρκωτικά! Τα περισσότερα, τα κακόμοιρα, ήσαν από διαλυμένες οικογένειες. Να βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση στην ηλικία των είκοσι επτά ετών και να ζητούν βοήθεια! Και να δεις, τα παιδιά από τις διαλυμένες οικογένειες φαίνονται από μακριά... (σ. 54-55).


Το «φταίξιμο» και το «δίκαιο» των συζύγων.
Μια φορά ήρθε στο Καλύβι κάποιος και μου είπε ότι είχε προβλήματα με την γυναίκα του. Πήγαιναν για χωρισμό. Δεν ήθελε να δη ο ένας τον άλλον. Ήσαν και οι δύο δάσκαλοι, είχαν και δύο παιδάκια. Δεν έτρωγαν ποτέ στο σπίτι. Σε άλλο εστιατόριο έτρωγε ό ένας μετά το Σχολείο, σε άλλο ό άλλος, και αγόραζαν και κάτι σάντουιτς, για να φάνε τα παιδιά. Τα καημένα, όταν οι γονείς γύριζαν στο σπίτι, πήγαιναν και έψαχναν στις τσέπες και στις τσάντες τους, για να δουν τι τους έφεραν απ' έξω να φάνε. Περνούσαν μεγάλο δράμα! Αυτός έκανε και τον ψάλτη. Σε άλλη εκκλησία πήγαινε ή γυναίκα του, σε άλλη έψαλλε αυτός. Τόσο πολύ! «τι να κάνω, πάτερ, μου λέει, σηκώνω μεγάλο σταυρό, πολύ μεγάλο. Κάθε μέρα έχουμε φασαρίες στο σπίτι». «Πήγες στον Πνευματικό;», τον ρωτάω. «Ναι, πήγα, μου λέει, και μου είπε: Υπομονή να κάνης σηκώνεις μεγάλο σταυρό». «Για να δω, του λέω, ποιος σηκώνει μεγάλο σταυρό. Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν παντρευτήκατε, μαλώνατε έτσι;». «Όχι, μου λέει. Οκτώ χρόνια ήμασταν πολύ αγαπημένοι. Λάτρευα την γυναίκα μου περισσότερο από τον Θεό! Μετά εκείνη άλλαξε. Έγινε γκρινιάρα, ιδιότροπη...». Ακούς; Την λάτρευε περισσότερο από τον Θεό! «Έλα εδώ, του λέω. Λάτρευες την γυναίκα σου περισσότερο από τον Θεό! Ή γυναίκα σου φταίει τώρα ή εσύ, που φθάσατε σ' αυτήν την κατάσταση; Εξ αιτίας σου πήρε την Χάρη Του ό Θεός από την γυναίκα σου. Και τι σκέφτεσαι να κάμεις τώρα;», τον ρωτάω. «Μάλλον να χωρίσουμε», μου λέει. «Μήπως έμπλεξες και με καμιά άλλη;». «Ναι, έχω ύπ' όψιν μου κάποια», μου λέει. «Βρε, δεν καταλαβαίνεις ότι εσύ είσαι ό φταίχτης; Να ζήτησης πρώτα συγχώρεση από τον Θεό, γιατί λάτρευες την γυναίκα σου περισσότερο από Εκείνον. Μετά να πάς να ζήτησης συγχώρεση από την γυναίκα σου. Να με συγχώρεσης, να της πεις, εγώ έγινα αιτία να δημιουργηθεί αύτη ή κατάσταση στο σπίτι και να ταλαιπωρούνται και τα παιδιά. Έπειτα να πάς να εξομολογηθείς και να λατρεύεις τον Θεό σαν Θεό και να αγαπάς την γυναίκα σου σαν γυναίκα σου, και θα δεις, τα πράγματα θα πάνε καλά». Τον τράνταξα. Άρχισε να κλαίει. Μου υποσχέθηκε πώς θα με ακούσει. Ήρθε μετά από λίγο καιρό χαρούμενος. «Σ' ευχαριστώ, πάτερ, μας έσωσες, μου λέει. Είμαστε μια χαρά, κι εμείς και τα παιδιά μας». Βλέπεις; Να είναι αυτός ό φταίχτης και να νομίζει κιόλας ότι σηκώνει πολύ μεγάλο σταυρό!...
Υπάρχουν και περιπτώσεις που μπορεί να έχει και ό ένας και ό άλλος δίκαιο. Κάποτε έλεγα σε μια συντροφιά πόσο αγνός ήταν ό Μακρυγιάννης. Είχε και σωματική και ψυχική αγνότητα. Όποτε πετάγεται κάποιος και μου λέει: «Όχι να θέλουν να παρουσιάσουν τον Μακρυγιάννη και για άγιο!». «Γιατί όχι;», τον ρωτάω. «Γιατί έδερνε την γυναίκα του», μου απαντάει. «Κοίταξε να σου πω τι συνέβαινε. Ο Μακρυγιάννης, όταν τύχαινε να έχει κανένα τάλιρο και ερχόταν καμιά χήρα που είχε παιδιά, της το έδινε. Η γυναίκα του, ή καημένη, γκρίνιαζε. Μα κι εσύ παιδιά έχεις, του έλεγε, γιατί το έδωσες;. Κι εκείνος της έδινε κανένα μπάτσο και της έλεγε" εσύ έχεις τον άνδρα σου, που θα σε οικονομήσει. Αυτή ή καημένη δεν έχει άνδρα, ποιος θα την οικονομήσει;». Δηλαδή και οι δύο είχαν δίκαιο.

Ύστερα, αν ό ένας από τους δύο συζύγους ζει πνευματικά, τότε και δίκαιο να έχει, δεν έχει κατά κάποιον τρόπο δίκαιο. Γιατί, σαν πνευματικός άνθρωπος που είναι, πρέπει να αντιμετώπιση μία αδικία πνευματικά. Να τα αντιμετωπίζει δηλαδή όλα με την θεία δικαιοσύνη, να βλέπει τι αναπαύει τον άλλον. Γιατί, αν μια ψυχή είναι αδύνατη και σφάλλει, έχει κατά κάποιον τρόπο ελαφρυντικά. Ο άλλος όμως, που είναι σε καλύτερη πνευματική κατάσταση και δεν δείχνει κατανόηση, σφάλλει πολύ περισσότερο. Όταν και οι πνευματικοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα πράγματα κοσμικά, με την κοσμική, την ανθρώπινη δικαιοσύνη, τι γίνεται μετά; Πρέπει να πηγαίνουν συνέχεια στα κοσμικά δικαστήρια. Γι' αυτό και βασανίζονται οι άνθρωποι (σ. 55-58).


«῾Η οἰκογένεια «βλάπτει»; Τηλεοπτικό κανάλι πολεμάει τόν θεσμό τῆς οἰκογένειας!


᾿Οδυσσεύς τοῦ klision:Δεῖτε τό παρακάτω ἄρθρο, πραγματικά θά προβληματισθεῖτε. Πού τό πᾶνε μερικοί, θά τά ἰσοπεδώσουμε ΟΛΑ;


Δύο θεσμοί πολεμήθηκαν λυσσαλέα τα τελευταία χρόνια: Η Εκκλησία και η Οικογένεια. Από κοντά ήρθε και η σειρά της Πατρίδας με τη Σημαία. Πάτησαν οι άνομοι και οι ασεβείς με τα βέβηλα πόδια της νομοθεσίας τους και της νοοτροπίας τους, του λόγου της Τηλεόρασης και της πραγματικότητας της προσωπικής τους ζωής στον ιερό χώρο των δύο αυτών σεπτών μεγεθών. Δε σεβάστηκαν τίποτε από το απώτατο παρελθόν μέχρι σήμερα. Και καλά για την Εκκλησία, θα πεί κάποιος ότι δεν πιστεύουν. Αλλά για την οικογένεια, που είναι μέσα στο αίμα μας και στο γονιδίωμα; Δεν άφησαν τίποτε όρθιο λοιπόν.

Αρχισαν από την πρώτη οικογένεια του Παραδείσου «ανατολικά της Εδέμ», τις αρχαίες οικογένειες των πρώτων ανθρώπων, με τις όποιες μικρές παραλλαγές, αλλά με τα σπίτια τους και το ιερό περιβάλλον τους, τους νόμους, το οικογενειακό δίκαιο και τα έθιμά τους. Δεν «ανέκρουσαν πρύμναν» μπροστά στη ζωή στην Αρχαία Ελλάδα και στις σοφές γνώμες των μεγάλων κλασσικών, που μιλάνε για την οικογένεια. Δεν διάβασαν, δεν είδαν τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης. Διέγραψαν με μια μονοκονδυλιά ιστορία και ζωή χιλιάδων ετών, ακόμη και το δικό τους παρελθόν, των γονιών τους και των παππούδων τους! Στόχος τους: να λείψει, να μην υφίσταται η οικογένεια, όπως την ξέραμε. Δηλαδή η παραδοσιακή, η ελληνοπρεπής, η ορθόδοξη χριστιανική οικογένεια της Ελλάδος, που ευωδιάζει από Χριστό και Ελλάδα. Αυτή η οικογένεια είναι πλέον ανεπιθύμητη, γιατί κρατεί τις παραδόσεις και αυτές είναι εμπόδιο στο σατανικό ρεύμα της Νέας Εποχής και στη Νέα Τάξη πραγμάτων.

Παλιά, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα έπαιρναν με εσωτερικό παιδομάζωμα τα παιδιά από τα σπίτια και τα πήγαιναν σε κρατικούς σταθμούς, για να μη τα μπολιάζουν οι μητέρες και οι γιαγιάδες με τα «δηλητήρια» του παρελθόντος, το μικρόβιο της αστικής τάξης και με τη θρησκοληψία. Σήμερα διαλύουν ύπουλα και νομοθετικά την οικογένεια με μια θύελλα κι ένα μίσος ριζοσπαστισμού. Επέβαλαν το αυτόματο διαζύγιο, την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων και της μοιχείας, εφεύραν το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, ευλόγησαν τον γάμο των ομοφυλοφίλων και την υιοθεσία παιδιού απ΄αυτούς και πάνω στην πράξη επικράτησε ο πολιτικός γάμος, δηλαδή η «πορνογαμία». Ας αφήσουμε στην άκρη τις επάρατες προγαμιαίες σχέσεις, τα παρατεταμένα αρραβωνιάσματα, τους χρόνιους δεσμούς, τις απαράδεκτες συμβιώσεις, τις αρρωστημένες σχέσεις, τους κατά συνθήκη γάμους. Όλα αυτά, αν τα σκεφτεί κάποιος σε βάθος, πλήττουν καίρια την Οικογένεια, διότι όπως προείπαμε η οικογένεια ανέκαθεν είναι ο θεματοφύλακας των ιδανικών της φυλής, ο κυματοθραύστης της αναρχικής ιδεολογίας, ο σύνδεσμός μας με το παρελθόν και τον ουρανό, η φωλιά για όλα τα μέλη της και ιδίως για τα παιδιά, «τείχος και οχύρωμα» όλων όσοι μένουν σ΄αυτή.

Διαλύουμε λοιπόν την οικογένεια και βγάζουμε τα μέλη της όλα στο δρόμο ή μάλλον στο πεζοδρόμιο. Δεν υπάρχει πλέον η οικογένεια ως συνεκτικός δεσμός των προσώπων, αλλά χαλαρή κατάσταση με μηδενική σύνδεση και αλλοπρόσαλλες σχέσεις διερχομένων ατόμων. Το γνωστό «ξενοδοχείο ύπνου και φαγητού». Και «ο νοών νοείτω».

Στην πολεμική κατά της οικογένειας διαχρονικά, τις τελευταίες δεκαετίες, αιχμή του δόρατος είναι η τηλεόραση. Τη μεγάλη ζημιά μέσα στο ιερό τέμενος της οικίας, μέσα στο σπίτι, Πέμπτη φάλαγγα, σαράκι κυριολεκτικά που κατάτρωγε τα σωθικά της «μικρής εκκλησίας», ήταν και είναι η Τηλεόραση. Αυτή έκανε όλη τη δουλειά, έσπειρε τα ζιζάνια του κακού και έβαζε το δυναμίτη. Απλά μετά ερχόταν ο κοινός νομοθέτης, με χαλασμένη και τη δικιά του φωλιά τις περισσότερες φορές, και έδινε τη χαριστική βολή.

Παρεμπιπτόντως, ο Πλάτωνας έλεγε, ότι αυτοί που ασχολούνται με τα κοινά και νομοθετούν για την παιδεία και τους νέους πρέπει να έχουν οι ίδιοι δική τους καλή οικογένεια. Το ίδιο λέγει και ο Παύλος για τους κληρικούς της Εκκλησίας, ότι πρέπει «να προϊστανται καλώς του ιδίου των οίκου, έχοντες τέκνα εν υπακοή».

Λοιπόν στην κακιά δασκάλα, τη τηλεόραση, οι νεοέλληνες «τα είδαν όλα». Μοιχείες, πορνείες, διαφθορά, διαστροφή, ελεύθερες σχέσεις, αγοραίο έρωτα, διαζύγια, ομοφυλοφιλία, όλα μα όλα! Tρίωρες εκπομπές κάθε μεσημέρι με θέματα «κουτσομπολίστικα» και «γαργαλιστικά», που έβγαζαν στην επιφάνεια πάθη και καϋμούς αμαρτωλούς, εξαιρετικά ρυπογόνους όμως για την πνευματική ατμόσφαιρα του ελληνικού σπιτιού. Ηρθε μετά και η δορυφορική τηλεόραση και βούλιαξε το σπίτι στο βούρκο. Η τηλεόραση λοιπόν βάπτισε το διαζύγιο, απελευθέρωση, τη μοιχεία, ανακάλυψη ζωής, τους δεσμούς και τις σχέσεις, ανεξαρτησία γνώμης και τρόπου υπάρξεως, τη μονογονεϊκή οικογένεια, άλλη επιλογή, την ομοφυλοφιλία, ιδιαιτερότητα και σεξουαλικό προσανατολισμό, την συζυγική απάτη, προσωπική δραστηριότητα και εξυπνάδα, την πληρωμένη αμαρτία, δυνατότητα, το προχωρημένο «φλέρτ», χαλάρωση και σπάσιμο της μονοτονίας, τις μαθητικές και ανεξέλεγκτες παρεκτροπές, ξύπνημα του ενστίκτου!!! Καλά είπε ο Κύριος τότε! –ισχύει και σήμερα – «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη»! Τα ανέτρεψε όλα η γενιά μας. Κανένας φραγμός, κανένα όριο, καμμιά ντροπή, καμμιά συναίσθηση ή τύψη. Ισοπέδωση των πάντων. Η οικογένεια στον αέρα!

Αποτέλεσμα; Λέγει ο ιερός Χρυσόστομος: «άνδρες οι νομοθετούντες και κατά γυναικών η νομοθεσία», και κατά παιδίων και κατά πάντων. Η απουσία και έλλειψη της παραδοσιακής ελληνορθόδοξης οικογένειας τώρα με τη σειρά της αποδίδει στην κοινωνία ως πικρό καρπό τραυματισμένες προσωπικότητες που δεν μπορούν να διαχειρισθούν κρίσεις και να ρυθμίσουν τον εαυτό τους. Αρρώστησε η οικογένεια; Αρρωσταίνει η Κοινωνία και η πατρίδα. Διστάζει πλέον ο νέος μας προερχόμενος από μια οικογένεια προβληματική να εμπιστευτεί κάποιον, να φτειάσει σπίτι, να δεσμευθεί μόνιμα και νόμιμα, να δημιουργήσει απογόνους και ο κόσμος χάνεται και σβήνει. Ο ανέστιος σημερινός νέος ευκολότερα τώρα γίνεται θύμα, χωρίς αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση, διαλέγει άλλα στέκια, εκτός της Εστίας (=οικογένεια, σπίτι με τζάκι, αρχαία θεά της οικογένειας), καλύπτεται συναισθηματικά από άλλες αγάπες και παρέες, μπαίνει σε ψυχοομάδες και σέκτες, γιατί ακριβώς του πήραν οι έμποροι των ψυχών ό,τι πιο ευλογημένο είχε: την Οικογένεια, η οποία του έδινε και το Θεό και την Πατρίδα!

Η τηλεόραση λοιπόν φταίει για πολλά. Ενδεικτικές ολέθριες τηλεοπτικές σειρές, που μερικές κρατάνε χρόνια, με ίντριγκες και αλληλοεπικαλυπτόμενες σχέσεις και αλληλοαρραβωνιάσματα και παντρέματα, διαζύγια, διαστάσεις και επανασυστάσεις γάμων… είναι η Λάμψη, η Πολυκατοικία και έρχεται τώρα και η νέα σειρά «Η οικογένεια «βλάπτει». Όποιο και νάναι το περιεχόμενό της, και μόνο ο τίτλος της φτάνει να ξυπνήσει συνειρμούς στο μυαλό των ανθρώπων που έχουν κάποια τραύματα από την οικογενειακή συμβίωση. Αντί να στηρίξουμε το οικοδόμημα της ελληνικής οικογένειας, το γκρεμίζουμε. Ελάχιστα είναι από την άλλη μεριά τα κίνητρα που έχουν δοθεί για τη δημιουργία και διατήρηση οικογένειας όλα αυτά τα χρόνια. Οι νέοι άνθρωποι ξεκινάνε με τις πιο αρνητικές προϋποθέσεις. Χωρίς χρήματα και μισθούς, σπίτι και υποδομές… Όταν κάποτε αποφασίζουν να φτιάξουν το σπίτι τους είναι πλέον πολύ αργά…

Βλάπτει λοιπόν η Οικογένεια; Ναι βλάπτει τα σχέδια των απίστων, των οπαδών της αναρχίας του ενστίκτου, των εμπόρων ψυχών και ναρκωτικών, των σιωνιστών και σατανιστών, των οπαδών του όποιου ολοκληρωτισμού. Αυτούς πραγματικά τους βλάπτει. Τους χαλά τα σχέδια της ολοκληρωτικής υποδούλωσης του κόσμου. Μόνο τότε βλάπτει η οικογένεια. Τις περισσότερες φορές ωφελεί και με τη βοήθεια της Εκκλησίας και της παραδόσεώς μας οδηγεί ψυχές στην ευτυχία και στη σωτηρία!

ΠΗΓΗ

Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής (1898-1959)



Ἐκ τῆς ἐκδόσεως: Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, ἔργον Ἱ. Μ. Καρακάλλου Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη


Σύντομος βιογραφία

Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1898 εἰς τὸ χωρίον Λεῦκες τῆς Πάρου. Ἡ Πάρος εἶναι ἕνα μικρὸ καὶ ἤρεμο νησὶ τῶν Κυκλάδων. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πτωχοὶ καὶ ἀναγκάζονταν νὰ ἐργάζωνται πολὺ διὰ νὰ συντηρήσουν τὴν οἰκογένειά τους. Ὁ πατέρας του ὠνομάζετο Γεώργιος καὶ ἀπέθανε πολὺ ἐνωρίς. Ἡ μητέρα του Μαρία ἀνέλαβε τὴν προστασία ὅλης τῆς οἰκογενείας. Ἡ μητέρα του ἦταν εὐλογημένη ψυχὴ καὶ εἶχε ἁπλότητα καὶ ἀκεραιότητα χαρακτῆρος καὶ ἐπήγαμε πολὺ συχνὰ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ λειτουργηθῆ, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ περιποιηθῆ τὸν Ἱερὸν ναόν.

Ὅταν ὁ μικρὸς Φραγκίσκος -αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸν ὄνομα τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ- ἔφυγε διὰ νὰ γίνη μοναχὸς ἡ μητέρα του εἶπε εἰς τοὺς συγγενεῖς της: «Τὸ ἐγνώριζα πὼς θὰ γίνη μοναχὸς ἀπὸ τὴν γέννησίν του. Ὅταν ἐγέννησα τὸν Φραγκίσκον μου καὶ ἤμουνα ἀκόμη εἰς τὸ κρεββάτι μὲ τὸ μωρὸ δίπλα φασκιωμένο, εἶδα νὰ ἀνοίγη ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἕνας φτερωτὸς καὶ πολὺ ὡραῖος νέος, ποὺ μόλις μποροῦσα νὰ τὸν ἀντικρύσω ἀπὸ τὴν πολλὴν λάμψιν του, κατέβηκε καὶ ἐστάθηκε πλάι στὸ μωρό μου καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ξεσκεπάζη μὲ σκοπὸν νὰ τὸ πάρη.

Ὅταν ἐγὼ διαμαρτυρήθηκα λέγοντας, «Τί κάνεις καλέ; Θὰ μοῦ πάρης τὸ μωρό μου;» Ἐκεῖνος ἐπέμενε ὅτι διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ἦρθε καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόφασις. Καὶ διὰ νὰ μὲ βεβαίωση, μάλιστα μοῦ ἔδειξε σὲ ἕνα σημειωματάριο γραμμένη μιὰ ἐντολή, ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πάρη τὸ μικρό. Ὅταν ἀντιστάθηκα, ὁ Ἄγγελος μοῦ ἔδωσε ἕνα πολύτιμον κόσμημα σὲ σχῆμα σταυροῦ καὶ μοῦ πῆρε τὸ μωρό». Ἀπὸ τότε πίστευα, ἔλεγε ἡ μητέρα του Μαρία, ὅτι κάποτε ὁ Φραγκίσκος θὰ ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστόν.

Ὁ Γέροντας ὡς τὴν ἐφηβικήν του ἡλικίαν παρέμεινε εἰς τὸ χωριό του καὶ βοηθοῦσε τὴν μητέραν του εἰς τὶς διάφορες ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ. Μετὰ ἔφυγε διὰ τὸν Πειραιά, ὅπου ἐργαζότανε ὡς μικροέμπορος. Εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν εἰκοσιτριῶν ἐτῶν κέντρον τῆς ἐργασίας του ἦτο ἡ Ἀθήνα. Ἦταν πολὺ δραστήριος, ἀλλὰ ἀπέφευγε τὴν πονηρία καὶ τὴν ἀδικίαν.

Τότε ἄρχισε νὰ μελετᾶ πατερικὰ βιβλία. Μεγάλον ἐνθουσιασμὸν προκαλοῦσαν εἰς αὐτὸν οἱ βίοι τῶν μεγάλων ἀσκητῶν. Τὴν ἀπόφασίν του διὰ τὸν μοναχισμὸν τὴν ἐπῆρε ὑστέρα ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο ὅραμα:

«Ἕνα βράδυ εἶδα εἰς τὸν ὕπνο μου ὅτι περνοῦσα ἔξω ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀμέσως μὲ ἐπῆραν δυὸ ἀξιωματικοὶ τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς καὶ μὲ ἀνέβασαν εἰς τὸ παλάτι. Δὲν ἐκατάλαβα τὸν λόγον καὶ διὰ τοῦτο διαμαρτυρήθηκα. Τότε μοῦ ἀποκρίθηκαν μὲ καλωσύνη νὰ μὴ φοβοῦμαι, ἀλλὰ νὰ ἀνέβω, διατὶ εἶναι θέλημα τοῦ Βασιλέως. Ἀνεβήκαμε σὲ ἕνα πολὺ ὑπέροχον ἀνάκτορον, ἀνώτερον ἀπὸ κάθε ἐπίγειον, μοῦ ἐφόρεσαν μιὰ ὁλόλευκη καὶ πολύτιμη στολὴ καὶ μοῦ εἶπαν· «ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετῆς ἐδῶ». Καὶ μετὰ μὲ ἐπῆγαν νὰ προσκυνήσω τὸν Βασιλέα.

Ξύπνησα ἀμέσως καὶ αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα χαράχθηκαν τόσο πολὺ μέσα μου, ὥστε δὲν μποροῦσα νὰ κάνω ἢ νὰ σκεφθῶ τίποτε ἄλλο. Σταμάτησα τὶς ἐργασίες μου καὶ ἔμεινα σκεπτικός. Ἄκουγα ζωντανὰ μέσα μου νὰ ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς ἐκείνη ἡ ἐντολὴ «ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετῆς ἐδῶ». Ὅλη μου ἡ κατάστασις ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἄλλαξε»(1).

Ἔτσι ἐπῆρε τὴν ἀπόφασιν καὶ ἔφυγε διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πρῶτος σταθμὸς ἦταν τὰ Κατουνάκια. Ἐκεῖ ζοῦσε τότε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ὁ ἱδρυτὴς τῆς ἀδελφότητος τῶν Δανιηλαίων. Ἀπὸ τὸν Γέροντα Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἦταν εὐλαβὴς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ἔλαβε μεγάλην βοήθειαν. Δὲν ἔμεινε ὅμως μαζύ του, διότι ἀγαποῦσε τὴν αὐστηρότερη ἡσυχαστικὴν ζωήν.

Σὲ μιὰ πανηγύρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνα, ἐγνώρισε τὸν Γέροντα Ἀρσένιο. Ἔκτοτε ὁ π. Ἀρσένιος ἔγινε ὁ μόνιμος συνασκητὴς του καὶ δὲν ἐχώρισαν ποτὲ πλέον.

Ὑποτάχθηκαν εἰς τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ εἶχε τὴν καλύβην τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τὰ Κατουνάκια. Ἔπειτα μαζὺ μὲ τὸν Γέροντά τους Ἐφραὶμ ἔφυγαν διὰ τὴν Σκήτην τοῦ Ἁγίου Βασιλείου διὰ περισσοτέραν ἄσκησιν.

Μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ ἄρχισαν τοὺς μεγάλους ἀσκητικοὺς ἀγώνας. Ἡ ἄσκησίς τους ἦταν ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή. Κυριώτερον ὅμως ἔργον ἀποτελοῦσεν δι᾿ αὐτοὺς ἡ νῆψις καὶ ὁ ἐγκλεισμὸς τοῦ νοὸς εἰς τὴν καρδίαν.

Τὸ ἔτος 1938 μαζὺ μὲ τὸν π. Ἀρσένιον μετεκόμισαν εἰς τὶς ἀπόκρημνες σπηλιὲς τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης. Εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ σπήλαια αὐτὰ ὑπῆρχε καὶ Ἐκκλησία τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Διεμόρφωσαν ἐκεῖ τὸν χῶρον, ἔκτισαν καὶ μερικὰ κελλία καὶ παρέμειναν εἰς τὸ σπήλαιον αὐτὸ ἕως καὶ τὸ ἔτος 1947.

Εἰς αὐτὸ τὸ ταπεινὸν σπήλαιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀσκήθηκαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ ἔγιναν ἔπειτα ἡγούμενοι εἰς ἄλλα μοναστήρια. Εἰς τὸν μακαριστὸν Γέροντα Ἰωσὴφ ὀφείλεται ἡ πνευματικὴ ἀναγέννησις καὶ ἐπάνδρωσις ἕξι Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ πολλῶν ἄλλων γυναικείων ἀδελφοτήτων εἰς τὸν Ἑλλαδικὸν χῶρον.

Ἀπὸ τὸ ταπεινὸν αὐτὸ σπήλαιον ἐξεκίνησε καὶ ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ καὶ ἵδρυσε εἰς τὸν Καναδὰ καὶ τὴν Ἀμερικὴν ἱεροὺς Παρθενῶνες, πνευματικὰ φυτώρια ἀπ᾿ ὅπου μεταφυτεύεται καὶ ἐξακτζώνεται τὸ Ὀρθόδοξον Πνεῦμα, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν ἀπόδημον Ἑλληνισμόν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

Ἡ ἀρετὴ ἔχει κόπον διὰ νὰ τὴν ἀπόκτηση κανείς. Ἀλλὰ ὅταν τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν εὐωδίαν της δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήση. Τὸ Ὀρθόδοξον ἀσκητικὸν Πνεῦμα μπορεῖ νὰ ἀναμόρφωση τὸν κόσμον καὶ νὰ ἀνάπλαση τὸν ἄνθρωπον ποὺ σήμερα ἔχασε τὸν δρόμον του, τὸν προορισμόν του καὶ ὑποφέρει πολύ.

Τὸ ἔτος 1951 μεταφέρθηκαν εἰς τὴν Νέαν Σκήτην, εἰς τὴν καλύβην τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου παρέμεινε ἕως τὴν κοίμησίν του ποὺ συνέβη τὴν 15ην Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1959, ἑορτὴν τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Τὰ περὶ τῆς κοιμήσεώς του τὰ περιγράφει πολὺ γλαφυρὰ ὁ Γέροντάς μου Ἐφραὶμ εἰς τὸ βιβλίον «Προθύμως Ἀνάβαινε», τὸ ὁποῖον εἶναι ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου:

«Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγίαν μας εἶναι ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Μόνον ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν. Τὴν παρακαλοῦσε ἀπὸ καιρόν, νὰ τὸν πάρη, νὰ ξεκουρασθῆ. Καὶ τὸν εἰσήκουσεν ἡ Παντάνασσα. Τὸν ἐπληροφόρησε ἕνα μήνα πρὶν διὰ τὴν ἀναχώρησίν του. Μὲ ἐκάλεσε τότε ὁ Γέροντας καὶ μοῦ ὑπέδειξε τί νὰ ἑτοιμάσωμε. Ἐπεριμέναμε.

Τὴν παραμονὴν τῆς κοιμήσεώς του -14 Αὐγούστου 1959- ἐπέρασε νὰ τὸν ἴδη ὁ κ. Σχοινᾶς ἀπὸ τὸν Βόλον· ἦσαν γνώριμοι πολύ.

-Τί κάμετε, τοῦ λέγει, πῶς ἔχει ἡ ὑγεία σας;

-Αὔριον, Σωτήρη, ἀναχωρῶ διὰ τὴν αἰώνιαν πατρίδα. Ὅταν ἀκούσης τὶς καμπάνες, νὰ ἐνθυμηθῆς τὸν λόγον μου.

Τὸ βράδυ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας ὁ Γέροντας συνέψαλλε ὅσον ἠδύνατο μὲ τοὺς πατέρας. Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν τὴν ὥραν ποὺ ἐκοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶπε· «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου».

Ξημέρωσε 15η Αὐγούστου. Ὁ Γέροντας κάθεται στὴν μαρτυρική του πολυθρόνα στὴν αὐλὴ τοῦ ἡσυχαστηρίου μας. Περιμένει τὴν ὥραν καὶ τὴν στιγμήν. Εἶναι σίγουρος διὰ τὴν πληροφορίαν ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἡ Παναγία μας, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ὥραν νὰ περνᾶ καὶ τὸν ἥλιον νὰ ἀνεβαίνη τοῦ ἔρχεται κάτι ὡσὰν στενοχώρια, ὡσὰν ἀγωνία διὰ τὴν βραδύτητα.

Εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσκεψις τοῦ πονηροῦ. Μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέγει: «Παιδί μου, γιατί ἀργεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ πάρη; Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει καὶ ἐγὼ ἀκόμη εἶμαι ἐδῶ!». Βλέποντας ἐγὼ τὸν Γέροντά μου νὰ λυπῆται καὶ σχεδὸν νὰ ἀδημονῆ τοῦ λέγω μὲ θάρρος: «Γέροντα μὴ στενοχωρῆστε, τώρα ἐμεῖς θὰ κάνωμε εὐχή» καὶ θὰ φύγετε».

Ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυά του. Οἱ πατέρες, ὁ καθένας τὸ κομποσχοίνι του καὶ ἔντονον τὴν εὐχήν. Δὲν ἐπέρασε ἕνα τέταρτο καὶ μοῦ λέγει: «Κάλεσε τοὺς πατέρες νὰ βάλουν μετάνοιαν, διότι φεύγω». Ἐβάλαμε τὴν τελευταίαν μετάνοιαν. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἐσήκωσε τὰ μάτια του ὑψηλὰ καὶ ἔβλεπε ἐπιμόνως ἐπὶ δυὸ λεπτὰ περίπου. Κατόπιν γυρίζει καὶ πλήρης νηφαλιότητος καὶ ἀνέκφραστου ψυχικοῦ θάμβους μᾶς λέγει:

«Ὅλα ἐτελείωσαν, φεύγω, ἀναχωρῶ, εὐλογεῖτε!» Καὶ μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις ἔγειρε τὸ κεφάλι του δεξιά, ἀνοιγόκλεισε δυὸ τρεῖς φορὲς ἤρεμα τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια, καὶ αὐτὸ ἦταν. Παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χείρας Ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἐπόθησε καὶ ἐδούλευσεν ἐκ νεότητος.

Θάνατος ὄντως ὁσιακός. Εἰς ἡμᾶς ἐσκόρπισε ἀναστάσιμον αἴσθησιν. Ἐμπροστά μας εἴχαμε νεκρὸν καὶ ἤρμοζε πένθος, ὅμως μέσα μας ἐζούσαμε ἀνάστασιν. Καὶ τοῦτο τὸ αἴσθημα δὲν ἔλειψε πλέον· μὲ αὐτὸ συνοδεύεται ἔκτοτε ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἀειμνήστου ἁγίου Γέροντος».

Ἡ διδασκαλία του περιέχεται εἰς ἑξηνταπέντε ἐπιστολάς, τὰς ὁποίας ἔχει ἐκδόσει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου. Εἰς αὐτὰς φαίνεται καθαρά, ὅτι εἶναι συνεχιστὴς καὶ ἐκφραστὴς ὅλης τῆς νηπτικῆς παραδόσεως.

Ὁ ἐμπειρικὸς τρόπος τῆς ζωῆς του ἔδειξε ἐφηρμοσμένην ὅλην τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Τὰ κύματα τῆς θείας χάριτος πλημμύριζαν τὴν ψυχήν του καὶ ὁ νοῦς του ἠρπάζετο εἰς θεωρίαν. Ἦτο κάτοχος τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ ἄριστος διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Ὅλος ὁ βίος του εἶναι ἕνα πνευματικὸν συναξάρι ποὺ θυμίζει τοὺς παλαιοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Τοὺς ἀγώνας του μὲ τὰ δαιμόνια οὔτε νὰ τοὺς ἀκούση κανεὶς δὲν τολμᾶ σήμερα. Ἦταν ἀνδρεῖος πολεμιστὴς ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ ἐβίαζε τὸν ἑαυτόν του εἰς ἀφάνταστον βαθμόν. Ἀπέκτησε πολλὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα ψυχῆς καὶ σώματος καὶ εἶχε ὡς παράδειγμα πάντα τὴν Παναγία μας. Ἔγραφε σὲ μία ἐπιστολή: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τὴν σωφροσύνην καὶ τὴν καθαρότητα. Ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἁγνὴ Παρθένος, δι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλους τοιούτους θέλει καὶ ἀγαπᾶ».

Ὁ ἀείμνηστος Γέρων Ἰωσὴφ ἐπέρασε ὅλα τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς τελειώσεως. Ἐγνώρισε ὅλα τὰ θεῖα χαρίσματα αὐτῶν τῶν καταστάσεων.

Ἔγινε ἔμπειρος πνευματικὸς ὁδηγός, διακριτικὸς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς· δι᾿ αὐτὸ ἔγραφε: «ἀναγκάζομαι νὰ ἀνοίγω τοὺς αὔλακας εἰς τὸν κόσμον· καθότι ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ δεχθοῦν τὸν λόγον ψυχαὶ καθαραὶ καὶ εἰς ἐμὲ νὰ γίνη ὠφέλεια ὁ μισθὸς τῆς ἀγάπης. Λοιπὸν ἀκούσατέ μου τοὺς λόγους, χαρίσατέ μου τὰς ἀκοάς...». Ἡ ζωή του καὶ ἡ διδασκαλία του εἶναι μιὰ ὀρθόδοξη ἐμπειρικὴ θεολογία.

Ἀπὸ πνευματικὴν ὑπακοὴν εἰς τὸν ἅγιον αὐτὸν Γέροντα, τὸν παπποῦν μας, ὀφείλομεν νὰ ἐκτελοῦμεν τὶς συμβουλές του, διὰ νὰ συνεχίζεται καὶ σήμερα ἡ νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοσις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ εὐαρεστῆται καὶ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τῆς ὁποίας τὸ περιβόλι ὡς ἀνάξιοι κατοικοῦμεν.

Νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχὴν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ.

Τὸ παρὸν φυλλάδιον εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ εὐρυτέραν ἐργασίαν περὶ τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ. Διανέμεται δωρεάν, τὴν δὲ δαπάνην ἀνέλαβε ἡ φιλόθεος προαίρεσις τοῦ ἀδελφοῦ Γεωργίου εἰς τὸν ὁποῖον ἀναλογεῖ καὶ ὁ μισθὸς ἀπὸ τὴν ὠφέλειαν ποὺ θὰ πρόκυψη ἐκ τῆς ἀναγνώσεως.


Εἰσαγωγή

Ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι τόσον δυνατή, ὥστε ἐφ᾿ ὅσον ζῆς εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας, πρέπει νὰ τὴν ἀκολουθήσης. Ἀπορρέει μέσα ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἕνα αἴσθημα σεβασμοῦ καὶ ὑπακοῆς πρὸς τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου αὐτοῦ. Ἐὰν δὲν ἐγκλιματισθῆς εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν καὶ δὲν θέλησης νὰ ἀγωνισθῆς καὶ νὰ κράτησης αὐτὴν τὴν παράδοσιν, αἰσθάνεσαι ὅτι δὲν ἔχεις θέσιν εἰς αὐτὸν τὸν χῶρον.

Παραμένοντας κανεὶς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴν ἰδικήν του προαίρεση ἀγαπᾶ καὶ ὑπακούει εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν καὶ ἐντάσσεται ταπεινὰ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν μεγάλην καὶ εὐλογημένην Ἁγιορειτικὴν ἀδελφότητα.

Οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες εἶναι ἐγκατεσπαρμένοι εἰς τὰ εἴκοσι κοινόβια, εἰς τὶς Σκῆτες, τὰ κελλία καὶ τὰ ἐρημητήρια· διατηροῦν μὲν τὴν ἴδια Ἅγιορείτικην παράδοσιν, ἀλλὰ μὲ τὸ ὀλίγον διαφορετικὸν λειτουργικὸν πρόγραμμα ἀπὸ τόπου εἰς τόπον συντελοῦν, ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ μὴ καταπαύη ποτὲ εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας. Ἡ νοερὰ προσευχὴ βέβαια δὲν περικλείεται σὲ τυπικὸν καὶ πρόγραμμα, ἀλλὰ συντελεῖται μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα πάντοτε. Ἐδῶ ἁπλῶς ἐννοοῦμε τὶς τακτικὲς ἀκολουθίες ποὺ γίνονται εἰς τὸν ἱερὸν Ναόν.

Ἡ ἀξία τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη διὰ τὴν ζωήν μας. Εἶναι ἕνας ἀγνοημένος καὶ κρυμμένος θησαυρός, ποὺ ὅποιος τὸν ἀνακάλυψη καὶ τὸν κρύψη μέσα εἰς τὴν ψυχήν του αἰσθάνεται ὅτι εἰσέρχεται εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν. Ἡ νοερὰ προσευχὴ ἀρωματίζει ὅλα τὰ ἔργα μας, ἐνισχύει τὴν ψυχὴν εἰς τὴν ἄσκησιν, περικόπτει τὰ διάφορα πάθη, φωτίζει τὸν νοῦν καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει φωτισμένον νοῦ ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μιὰ εὐλογία μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησία.

Συνασκούμενοι καὶ συνεργαζόμενοι ὅλοι μαζὺ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες δίδουν μιὰ μαρτυρία Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον. Ἀπὸ τὸν λόγον αὐτὸν ὅλον τὸ Ἅγιον Ὄρος κατακλύζεται ἀπὸ τοὺς προσκυνητάς, οἱ ὁποῖοι μὲ ζῆλον καὶ πόθον ψάχνουν νὰ βροῦν τὴν προσευχήν, τὴν ἄσκησιν, τὴν ἀρετήν, τὴν λύσιν τῶν προβλημάτων τους.

Τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος ἦτο ἀνέκαθεν καὶ θὰ εἶναι πάντοτε, μὲ τὴν πρεσβείαν τῆς Ὀροφυλάκισσας Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἕνας ὁλοφώτεινος Ναὸς ποὺ θὰ φρυκτωρῆ καὶ θὰ ἐξακτινώνη τὸ φῶς του πρὸς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

Αὐτὴ ὅμως ἡ περίβλεπτος θέσις τοῦ Ἁγίου Ὄρους μᾶς ἐπιβάλλει νὰ καθιστοῦμε αὐτό, μὲ τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν προστασίαν τῆς Παναγίας μας, τόπον μετανοίας καὶ προσευχῆς. Τὸ χρέος ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἁγιορεῖτες Πατέρες εἶναι νὰ διατηρήσωμεν αὐτὴν τὴν πνευματικὴν κληρονομίαν καὶ τὴν χάριν τῆς νοερᾶς προσευχῆς ὡς τὴν μεγίστην ὑπακοὴν καὶ ἐκπλήρωσιν τῶν μοναχικῶν μας ὑποσχέσεων.

Ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ἦταν ἕνας πολὺ μεγάλος βιαστὴς εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ ἐμπειρότατος ἀσκητής. Ἐκοπίασεν ὅσον ὀλίγοι γιὰ νὰ ἀπόκτηση τὴν νοερὰν προσευχὴν καὶ νὰ κατανίκηση τὰ πάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Εἰς τὶς ἐπιστολές του παρουσιάζεται ἡ ἀσκητική του διαγωγή, ἐκφράζεται ὅλη ἡ μοναχική του ἐμπειρία καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ζωή του δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου τῶν πρώτων αἰώνων. Οἱ συμπλοκές του μὲ τοὺς δαίμονας ἐνθυμίζουν τοὺς ἀγώνας τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καὶ τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου.

Ἐπάλαισε μὲ τὰ δαιμόνια εἰς τὴν πρώτην γραμμή. Ποίος μπορεῖ νὰ παραμείνη ἀσυγκίνητος, ὅταν ἀκούη αὐτὸ τὸ ἀσκητικὸν πολεμικὸν διάγγελμα: «Ἔκτοτε ἤρχισαν οἱ ἄγριοι πόλεμοι, ὅπου δὲν μὲ ἄφηναν ἡμέραν καὶ νύκτα. Ἄγριοι πόλεμοι! Μήτε ὥραν νὰ ἡσυχάσω. Ἐπίσης καὶ ἐγὼ εἶχον μανίαν εἰς αὐτούς. Ἐξ ὥρας καθήμενος εἰς τὴν προσευχὴν δὲν ἐσυγχώρουν νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν καρδίαν. Ἀπὸ τὸ σῶμα μου ὁ ἱδρῶτας ἔτρεχεν ὡσὰν βρύσι. Ξύλον ἀλύπητα. Πόνος καὶ δάκρυα. Νηστεία ἄκρα καὶ ὁλονύκτιος ἀγρυπνία» (2).

Θέλετε νὰ παρακολουθήσετε καὶ τὴν πολεμικὴν συμπλοκὴν μετὰ τῶν δαιμόνων; Ἂς ἀκούσωμεν τὴν καταπληκτικὴν αὐτὴν σύγκρουσιν ὅπως τὴν διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Λοιπὸν μίαν νύκτα, καθὼς ηὐχόμην, ἦλθον πάλιν εἰς θεωρίαν καὶ ἠρπάγη ὁ νοῦς μου εἰς ἕνα κάμπον· καὶ ἦσαν κατὰ τάξιν -κατὰ σειρὰν- μοναχοὶ συνταγμένοι πρὸς μάχην. Καὶ ἕνας στρατηγὸς ἦλθε πλησίον μου καὶ μοῦ λέγει: Θέλεις, μοῦ λέγει, νὰ εἰσέλθης νὰ πολεμήσης εἰς τὴν πρώτην γραμμήν; Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ὅτι σφόδρα ἐπιθυμῶ νὰ μονομαχήσω μὲ τοὺς ἀντίκρυ αἰθίοπας, ὅπου ἦσαν κατέναντι ὠρυόμενοι καὶ πῦρ πνέοντες ὡσὰν ἄγριοι σκύλοι, ὁποὺ μόνον ἡ θεωρία τους σοῦ ἐπροξένει τὸν φόβον. Ἀλλ᾿ εἰς ἐμένα δὲν ἦταν φόβος· διότι εἶχον τόσην μανίαν, ὅπου μὲ τὰ δόντια μου νὰ τοὺς σχίσω.

Εἶναι δὲ ἀληθὲς ὅτι καὶ ὡς κοσμικὸς ἦμουν τοιαύτης ἀνδρείας ψυχῆς. Τότε λοιπὸν μὲ χωρίζει ὁ στρατηγὸς ἀπὸ τὰς γραμμάς, ὅπου ἦταν ἡ πληθὺς τῶν πατέρων. Καὶ ἀφοῦ διήλθομεν τρεῖς ἢ τέσσαρας γραμμὰς συνταγματικῶς μὲ ἔφερεν εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, ὅπου ἦσαν ἕνας ἢ δυὸ ἀκόμη κατὰ πρόσωπον τῶν ἀγρίων δαιμόνων. Αὐτοὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ὁρμήσουν καὶ ἐγὼ ἔπνεον πῦρ καὶ μανίαν κατεναντίον τους. Καὶ μὲ ἄφησε ἐκεῖ ἀφοῦ εἶπε: Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ πολεμήση ἀνδρείως μὲ αὐτούς, ἐγὼ δὲν τὸν ἐμποδίζω, ἀλλὰ βοηθῶ». (3)

Αὐτὸς εἶναι ὁ Γέρων Ἰωσὴφ· ὁ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Χριστοῦ πολεμεῖ εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν καὶ ἀποδιώκει τὰς φάλαγγας τῶν δαιμόνων. Αὐτός, ὅπως βεβαιώνη ὁ ἴδιος, εἰσῆλθεν εἰς ὅλα τὰ καταφύγια τοῦ διαβόλου καὶ κατετροπωσε αὐτόν: «Κἀγὼ δὲ ἐπ᾿ ἀληθείας σᾶς λέγω ὅτι εἰσῆλθον εἰς ὅλα τὰ καταφύγια τοῦ ἐχθροῦ καὶ σκληρῶς μονομαχήσας ἐξῆλθον διὰ τῆς χάριτος».

Ἐκοπίασεν ὅσον ὀλίγοι ψάχνοντας νὰ βρῆ τὴν ἀρετήν. Συνέλεξε ὡς μέλισσα τὸ πνευματικὸν μέλι, ὅλην τὴν ἀσκητικὴν διδασκαλίαν καὶ παράδοσιν ποὺ εὑρῆκε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν παρέδωσε εἰς τὰ παιδιά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερον βασικὸν ἔργον τοῦ Πάππου μας Ἰωσήφ. Πρῶτον ἔσκαψε βαθειὰ μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, ἔδιωξε τὰ πάθη, ἔκλεισε καὶ ἐπανέφερε τὸν νοῦν μέσα εἰς τὴν ψυχήν του, ἐλειτουργοῦσε ἀδιάλειπτα ἡ εὐχὴ μέσα του, ἐμορφώθη ἐν αὐτῷ ὁ Χριστός. Ἀνακαίνισε τὸν ἑαυτόν του καὶ αὐτὸν τὸν ἀνακαινισμένον ἄνθρωπον παρέδωσεν ὡς ὑπόδειγμα εἰς τὰ παιδιά του καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὰ ἐγγόνια του.

Ὁ παππούς μας Ἰωσὴφ εὑρῆκε πολλοὺς πατέρας μὲ μεγάλες πνευματικὲς καταστάσεις. Δὲν ἄφησαν ὅμως πνευματικοὺς κληρονόμους τῆς ἀρετῆς των. Ἡ ἀρετὴ πολλῶν ἀσκητῶν ἔγινε γνωστὴ διὰ μέσου τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ ποὺ ἔψαχνε νὰ τοὺς βρῆ καὶ νὰ τοὺς μιμηθῆ.

Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἡ συμβολὴ τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ εἶναι πολλὴ μεγάλη εἰς τὴν πορείαν τοῦ Ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ. Παρέδωσε τὴν ἀσκητική του πείρα εἰς τὰ παιδιά του. Διὰ νὰ συνεχισθῆ ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις δὲν ἐπαρκοῦν τὰ βιβλία. Χρειάζεται καὶ ἡ προφορικὴ διδασκαλία, τὸ προσωπικὸν παράδειγμα καὶ ἡ ἐπίβλεψις τοῦ ἀγωνιζομένου μοναχοῦ ἀπὸ τὸν Γέροντά του, διὰ νὰ ἐπιλύωνται τὰ ἀναφυόμενα προβλήματα καὶ νὰ ἀποδιώκωνται οἱ πανουργίες τοῦ διαβόλου.

Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὴ ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις ἔφθασε ἕως καὶ τὴν ἰδικήν μας γενεά, ἔχομεν μεγίστην ὑποχρέωσιν νὰ τὴν συνεχίζωμεν καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν βοήθειαν τῆς Παναγίας μας, ἡ ὁποία εὐκαιρία ἀποζητᾶ διὰ νὰ ἁπλώση τὸ χέρι της νὰ μᾶς βοηθήση, νὰ εὐλόγηση τὸν κόπο καὶ τὴν προσευχήν μας.

Καὶ οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ καὶ παπποῦ μας καὶ οἱ Πατρικὲς νουθεσίες τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ εἰς ἕνα κυρίως σκοπὸ ἀποβλέπουν καὶ εἰς μίαν πνευματικὴν ἀνάβασιν μᾶς παρωθοῦν:

Νὰ ἀποκτήσωμεν τὴν νοερὰν προσευχὴν καὶ διὰ τῆς καλλιέργειας αὐτῆς νὰ ἀνέβουμε πνευματικά, συνεχίζοντας αὐτὴν τὴν πνευματικὴ πατρικὴ κληρονομιὰ καὶ ὅλην τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐὰν αὐτὸ τὸ ἐπιμεληθοῦμε καὶ τὸ ἐπιτύχωμεν, τότε θὰ ἐπιτύχωμεν καὶ τὸν προορισμόν μας ὡς μοναχοί.

Τὴν διδασκαλίαν τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τὴν παρέλαβον καὶ τὴν συνέχισαν τρεῖς ἀπὸ τοὺς ὑποτακτικούς του. Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινός, ὁ Γέροντας Ἐφραίμ, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου καὶ ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Χαράλαμπος, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου. Εἰς ἕξι Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους σήμερα εἶναι ἡγούμενοι ἀπὸ τοὺς ἄμεσα πνευματικοὺς ἀπογόνους τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ. Ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ πολλὰ Μοναστήρια ἐκτὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποὺ ἐξαρτῶνται καὶ κατευθύνονται ἀπὸ τοὺς ἰδικούς του ἀπογόνους.

Ὑπολογίζουν ὅτι τὰ πνευματικὰ ἐγγόνια τοῦ μακαρίου Γέροντος Ἰωσὴφ εἶναι περίπου χίλια (1000). Ἔχουν δὲ ὡς κύριον σκοπὸν καὶ ἱερὰν παρακαταθήκην ἀπὸ τὸν ἀξιοσέβαστον παπποῦ τους τὴν καλλιέργειαν τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Καὶ αὐτὸ ποὺ ἐπιτελεῖται σήμερα εἰς τὰ νέα φυτώρια, τὰ νέα Μοναστήρια τῆς Ἀμερικῆς καὶ τοῦ Καναδᾶ, εἶναι ἕνα θαυμαστὸ καὶ πρωτόγνωρο ἔργο. Μεγάλη οἰκονομία τῆς Θείας Προνοίας. Εἰς τὸ ἔργο αὐτὸ ἱδρυτὴς καὶ καθοδηγητὴς εἶναι ὁ Γέροντάς μου Ἐφραίμ, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου. Ἐγκατέστησε εἰς διάφορα μέρη τοὺς πρώτους πυρῆνες ἀπὸ τὰ γυναικεῖα καὶ τὰ ἀνδρῶα μοναστήρια τῆς Ἑλλάδος. Ἀπὸ τὶς παλιὲς μοναστικὲς κυψέλες ἐπέταξαν μικρὰ σμήνη, νέες βασίλισσες καὶ ἐδημιούργησαν νέα μοναστικὰ κοινόβια, ὅπου καλλιεργεῖται τὸ μέλι τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ἔχει ἐγκατασταθῆ μόνιμα εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου εἰς τὴν Ἀριζόνα. Ἀπὸ ἐκεῖ πλέον κατευθύνει τὰ δέκα ὀκτὼ Μοναστήρια ποὺ ἔχει ἱδρύσει ἕως τώρα εἰς τὴν Ἀμερικὴν καὶ τὸν Καναδά, ἀλλὰ καὶ γενικὰ ὅλον τὸ πνευματικόν του ἔργον. Εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου εἰς τὴν Ἀριζόνα συρρέουν κάθε ἡμέρα ἑκατοντάδες προσκυνηταὶ καὶ ἔγινε ἡ ἔρημος μιὰ πνευματικὴ ὄασις, ἡ ὁποία ἀναγεννᾶ τὸν κόσμον.

Τὸ ἔργον τῶν δέκα ὀκτὼ αὐτῶν πνευματικῶν νησίδων εἶναι πάρα πολὺ μεγάλο. Μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια δὲν ἠμποροῦμε νὰ τὸ ὑπολογίσωμεν. Τὰ μοναστήρια αὐτὰ μετέφεραν ὅλην τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀνανεώνεται καὶ ζωογονεῖται ὁ ἀπόδημος Ἑλληνισμός. Βιώνει τὴν Ὀρθοδοξία μέσα εἰς τὴν Βαβυλωνίαν τῶν αἱρέσεων καὶ ὑποδεικνύεται τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα καὶ ἀναπτερώνεται τὸ θρησκευτικὸν συναίσθημα καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν.

Δημιουργεῖται μιὰ Νέα Ἑλλάδα μέσα εἰς τὴν ἀπέραντο αὐτὴ ἤπειρο ἀπὸ ἕναν Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ ἕνα Σπήλαιο τοῦ Ἄθωνος, μαθητὴς γενόμενος τοῦ παπποῦ μας Ἰωσὴφ τοῦ Σπηλαιώτου.

Πῶς νὰ μὴν δοξολογήσωμεν τὸν Ἅγιον Θεὸν καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ποὺ μᾶς κατέστησαν κληρονόμους μιᾶς τέτοιας πνευματικῆς κληρονομιᾶς καὶ πῶς νὰ μὴν εὐχάριστησωμεν καὶ τὸν Σεβαστόν μας Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ μᾶς ἀνέλυσε καὶ μᾶς ἐδίδαξε πλουσιοπάροχα τὴν συνοπτικὴν διδασκαλίαν τοῦ παπποῦ μας Ἰωσήφ;

Ἄλλα ἂς ἐπανέλθωμεν πάλιν εἰς τὸν Γέροντα Ἰωσήφ, διὰ νὰ ἀκούσωμεν ζωντανὸν τὸν λόγον του. «Τὰ σπήλαια ὁλοκλήρου τὸν Ἄθωνος μὲ ὑπεδέχοντο ἐπισκέπτην· βῆμα πρὸς βῆμα, ὡσὰν τὰς ἐλάφους, ὁποὺ ζητοῦν νοτίδα ὑδάτων διὰ νὰ δροσίσουν τὴν δίψαν τους, οὕτως ἐζήτουν νὰ εὕρω πνευματικὸν νὰ μὲ διδάξη οὐράνιον θεωρίαν καὶ πραξιν» (4).

Ἀπὸ τὸν πολὺ πόθον ὅπου εἶχε διὰ τὴν ἐρημικὴν ζωὴν τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν, ἡ Παναγία μας δὲν τὸν ἄφησεν ἀπαρηγόρητον, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὅταν ἀκόμη ἦταν δόκιμος μοναχός:

«Καὶ μίαν ἡμέραν μὲ ἔτυχαν πολλοὶ πειρασμοί. Καὶ ὅλην αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐφώναζα μὲ μεγαλύτερον πόνον. Καὶ πλέον τὸ βράδυ, δύοντος τοῦ ἡλίου, κατέπαυσα· νηστικός, παϊλτισμένος ἀπὸ τὰ δάκρυα. Ἐκοίταζα τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν Μεταμόρφωσιν εἰς τὴν Κορυφὴν καὶ παρεκάλουν τὸν Κύριον μαραμένος καὶ πληγωμένος. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖθεν μοῦ ἐφάνη ὅτι ἦλθεν μία βιαία πνοή. Καὶ ἐγέμισεν ἡ ψυχή μου ἄρρητον εὐωδίαν. Καὶ εὐθὺς ἤρχισεν ἡ καρδία μου ὡσὰν ὡρολόγιον νὰ λέγη τὴν εὐχὴν νοερῶς. Ἠγέρθην λοιπὸν πλήρης χάριτος καὶ ἀπείρου χαρᾶς καὶ ἐμβῆκα εἰς τὸ σπήλαιον. Καὶ κύψας τὴν σιαγόνα μου εἰς τὸ στῆθος ἤρχισα νοερῶς νὰ λέγω τὴν εὐχήν. Ἔκτοτε δὲν ἔπαυσεν νοερῶς μέσα μου νὰ λέγεται ἡ εὐχή» (5).

Ἀλλὰ ἂς ἀκούσωμεν καὶ τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ πῶς προτρέπει καὶ παρακινεῖ τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ λέγουν τὴν εὐχὴν: «Παιδιά μου, παρακαλῶ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, μὴ σταματᾶτε τὴν εὐχὴν τοῦ Χριστοῦ μας, οὐδὲ ἐπ᾿ ἐλάχιστον. Τὰ χείλη σας συνεχῶς νὰ μουρμουρίζουν τὴν εὐχὴν τοῦ Ἰησοῦ, τὸν καταλύτην τοῦ διαβόλου καὶ πάσης μηχανορραφίας αὐτοῦ. Φωνάζετε ἀδιακόπως εἰς βοήθειάν σας τὸν Χριστόν μας, καὶ αὐτὸς πάραυτα σπεύδει ὁλοκαρδίως νὰ μᾶς βοηθήση.

Ὅπως τὸ πυρακτωμένο σίδηρο γίνεται ἀπλησίαστο, ἔτσι γίνεται καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἔχοντος τὴν εὐχὴν τοῦ Χριστοῦ. Οἱ δαίμονες δὲν τὴν πλησιάζουν. Πῶς νὰ τὴν ἐγγίσουν; Ἐὰν τὴν ἐγγίσσουν θὰ καοῦν ἀπὸ τὸ θεῖκον πῦρ ποὺ περικλείει μέσα τὸ θεῖον ὄνομα.

Βιάζεσθε εἰς τὴν εὐχήν τοῦ Ἰησοῦ μας. Αὐτὴ θὰ γίνη τὰ πάντα. Τροφὴ καὶ πόμα καὶ ἔνδυμα καὶ φῶς καὶ παρηγοριὰ καὶ ζωὴ πνευματική. Τὰ πάντα γίνεται εἰς τὸν κατέχοντα αὐτήν. Χωρὶς αὐτὴν τὸ κενόν της ψυχῆς δὲν ἱκανοποιεῖται» (6).

Διὰ νὰ βοηθήσουμε αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἀσκοῦνται εἰς τὴν νοερὰν Προσευχήν, παραθέτουμε ὁρισμένα κείμενα τῶν θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν διὰ τὴν ἀναγκαιότητα καὶ τὴν σημασίαν τῆς προσευχῆς αὐτῆς.

Σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ φυλλαδίου εἶναι νὰ εὑρεθοῦν ἄνθρωποι ποὺ ἀπὸ φιλότιμο καὶ ἀγάπη Χριστοῦ θὰ πιάσουν τὸ κομποσχοίνι καὶ θὰ λέγουν τὴν εὐχὴν. Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ἀφίνομεν εἰς τὴν Πρόνοιαν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.

Πρέπει οἱ ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ νὰ προσεύχωνται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ

Κάθε ἀγωνιζόμενος Χριστιανὸς μέσα εἰς τὸν κόσμον ποὺ ἐξομολογεῖται εἰς τὸν πνευματικόν του πατέρα καὶ κοινωνεῖ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν νοερὰν προσευχήν, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με».

Ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ θεία κοινωνία δημιουργοῦν τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις διὰ νὰ ἐνεργήση ἡ χάρις τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἡ κάθαρσις τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐπιτελεῖται διὰ τῆς Ἱερᾶς ἔξομολογησεως, θὰ καταστήση τὴν ψυχὴν δεκτικὴν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀνάλογα πρὸς τὴν κάθαρσιν τῆς ψυχῆς ἔρχεται καὶ ὁ φωτισμὸς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ἡ ψυχὴ εἰρηνεύει, χαίρεται, ἀγωνίζεται μὲ περισσότερη βία, μὲ μεγαλύτερη διάκρισι.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ψυχή σας εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν, ρίψετε αὐτὸν τὸν εὐλογημένον σπόρον εἰς τὸν καλλιεργημένον τόπον τῆς ψυχῆς σας. Ἀνοίξετε τὴν ψυχήν σας καὶ δεχθεῖτε την. Θὰ βλάστηση, θὰ ἀνθοφορήση καὶ θὰ καρποφορήση θαλεροὺς καρπούς, ποὺ δὲν σήπονται, ἀλλὰ εὐωδιάζουν καὶ ἀποθηκεύονται εἰς τὴν ἀποθήκην τοῦ Οὐρανίου Πατρός.

Ὅταν προφορικὰ λέγετε τὰ εὐλογημένα αὐτὰ λόγια τῆς εὐχῆς τὸ στόμα σας θὰ γλυκαίνεται, ἡ ψυχή σας θὰ χαίρεται καὶ θὰ εἶναι ὡς δένδρον πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων καὶ δὲν θὰ λείψουν ποτὲ ἀπὸ αὐτὴν οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «ὁ καρπὸς τὸν Ἁγίου Πνεύματος ἔστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. ε´, 22).

Πρέπει, λοιπὸν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ νὰ λέγουν τὴν εὐχὴν αὐτήν, ἢ αὐτὴ ἡ εὐχὴ εἶναι μόνον διὰ τοὺς μοναχούς;

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ καθηγητὴς τῆς νοερᾶς προσευχῆς, εἶχε ἕναν ὑποτακτικόν, Ἰὼβ τὸ ὄνομα, γηραλέον εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ ἁπλοῦν εἰς τοὺς τρόπους. Ἄκουσε μία ἡμέρα τὸν Ἅγιον Γρηγόριον ποὺ ἐδίδασκε καὶ ἔλεγε εἰς τοὺς προσκυνητάς, ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ προσεύχωνται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πάσης ἡλικίας καὶ πνευματικῆς καταστάσεως. Διότι, ἐὰν ἦταν ἀδύνατον νὰ γίνη αὐτό, δὲν θὰ προέτρεπε ὁ Θεός, διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, νὰ εὔχωνται οἱ Χριστιανοὶ ἀδιαλείπτως.

Αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν ἔκαμε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἰς τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἐπήγαιναν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Εἶχε φύγει τότε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εὑρίσκετο εἰς τὴν Θεσσαλονίκην. Ὁ Ἰὼβ ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν σκανδαλίσθηκε καὶ εἶπε πρὸς τὸν Γέροντά του: «Ἐμεῖς εἴμεθα μοναχοὶ καὶ ἔχομε χρόνον νὰ λέγωμεν αὐτὴν τὴν εὐχὴν. Οἱ λαϊκοὶ ὅμως ποὺ ἔχουν τόσες μέριμνες καὶ ἀσχολίες μὲ τὴν οἰκογένειαν καὶ τὶς ἐργασίες τους, πῶς μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχουν αὐτό; Νομίζω πὼς ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι μόνον διὰ τοὺς μοναχούς». Ὄχι, τοῦ λέγει, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Ἐὰν ἦταν ἀκατόρθωτον, ὁ Θεὸς δὲν θὰ προέτρεπε διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τό· «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α´ Θεσ. ε´, 17). Ἡ ρίζα καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Τὸν καιρὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δὲν ὑπῆρχον μοναχοί. Ἑπομένως, διὰ τοὺς εἰς τὸν κόσμον ἀγωνιζόμενους Χριστιανούς, ἀπευθύνει τὴν προτροπὴν αὐτὴν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, περὶ τῆς προσευχῆς.

Ὁ Ἰὼβ ὅμως δὲν ἐπείθετο καὶ συνέχιζε νὰ ἐπιμένη εἰς τὴν γνώμην του. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τὴν συζήτησιν καὶ ἐπῆγε νὰ ἡσυχάση εἰς τὸ κελλίον του. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ μοναχὸς Ἰὼβ.

Ὅταν ὅμως ὁ Ἰὼβ ἔφθασε εἰς τὸ κελλίον του, ἐμφανίσθηκε ἐνώπιόν του Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει: «Διατί ἀντιλέγεις καὶ δὲν πείθεσαι εἰς ὅσα λέγει ὁ Γρηγόριος; Εἶναι σωστὸ αὐτὸ ποὺ διδάσκει, διὰ τοῦτο νὰ ὑπάκουης εἰς αὐτὸν καὶ νὰ μὴν ἀντιλέγης».

Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν αὐτὴν τοῦ Ἀγγέλου ὁ Ἰὼβ συγκλονίσθηκε καὶ ἔτρεξε ἀμέσως πρὸς τὸν Ἅγιον Γρηγόριον καὶ τοῦ εἶπε τί ἀκριβῶς συνέβη. Ἔβαλε τότε μετάνοια, ἐζήτησε συγχώρησι καὶ εἶπε πὼς ἄλλη φορὰ δὲν θὰ ἀντιλέγη.

Ὁ Γέροντάς μας Ἐφραὶμ, μᾶς ἐδίδασκε νὰ λέμε εἰς τὴν ἀρχὴν τὴν εὐχὴν προφορικά. Πρέπει νὰ λέμε συνέχεια μὲ τὸ στόμα: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Ἡ φωνὴ ἡ ὁποία βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα συγκεντρώνει τὸν νοῦν, ὁ ὁποῖος μετεωρίζεται καὶ ἀρχίζει τότε ὁ νοῦς νὰ προσέχη τὰ λόγια τῆς εὐχῆς.

Ὅταν ἔχετε χρόνο εἰς τὸ σπίτι σας καὶ τὴν ἀπαιτουμένη ἡσυχία ἀρχίσετε νὰ λέγετε μὲ κατάνυξι τὰ λόγια τῆς εὐχῆς. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Καθὼς περνάει ὁ χρόνος ἡ προφορικὴ αὐτὴ εὐχή, ἑλκύει τὸν νοῦν πρὸς τὰ ἔσω καὶ συγχρόνως δημιουργεῖται εἰς τὴν ψυχὴν ἕνα ἄλλο κλίμα. Αἰσθάνεται ἡ ψυχὴ χαρά, εἰρήνη, γλυκύτητα εἰς τὸ στόμα. Δὲν θέλει καθόλου νὰ διακόπτη τὴν εὐχὴν. Καὶ ὅταν ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγκάζεται νὰ διακόψη τὴν εὐχὴν, τὸ αἰσθάνεται αὐτὸ ἡ ψυχὴ μέσα της ὡσὰν μιὰ ἔλλειψι.

Ὅταν ἀρχίση νὰ συγκεντρώνεται ὁ νοῦς, τότε μποροῦμε νὰ λέγωμεν τὴν εὐχὴν νοερά, δηλαδὴ μὲ τὸν νοῦν. Ἐὰν συνεχίσωμεν αὐτὸ τὸ ἱερὸν ἔργον μὲ συνέπεια καὶ τάξι καὶ λέγωμεν τὴν εὐχὴν ἄλλοτε μὲ τὸ στόμα ἐκφώνως καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν νοῦν, νὰ εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι θὰ αἰσθανθοῦμε μιὰ ἄλλη πνευματικὴν κατάστασιν μέσα μας.

Ὅταν ἡ οἰκοκυρὰ ἐργάζεται μέσα εἰς τὸ σπίτι της καὶ μαγειρεύει ἢ πλένει ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο κάνει, ἂς λέγη ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχὴν ἐκφώνως. Θὰ φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοὶ καὶ τὸ σπίτι της θὰ γίνη ἕνας αἰσθητὸς παράδεισος. Ὅλα τότε θὰ εἶναι ὄμορφα καὶ γαλήνια εἰς τὸ σπίτι της καὶ τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, ὡσὰν ἕνα ἱερὸ ἄσμα, θὰ διαποτίζουν τὴν ψυχήν της καὶ ὅταν θὰ ἔλθουν τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ σχολεῖον καὶ ὁ ἄνδρας της ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, θὰ τοὺς ὑποδεχθῆ μὲ τὴν θερμότητα τῆς εὐχόμενης καρδίας της καὶ θὰ τοὺς ἀφαίρεση τὸν κόπον καὶ τὸ ἄγχος. Μόνον ἡ εὐχή, τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ διώξη ἀπὸ τὸ σπίτι τὴν τηλεόραση ἢ νὰ τὴν ρυθμίση.

Ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Σπηλακύτης μᾶς συμβουλεύει μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια διὰ τὴν χρῆσιν τῆς εὐχῆς: «Ἡ εὐχὴ ἔτσι πρέπει νὰ λέγεται μὲ τὸν ἐνδιάθετον λόγον. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν δὲν τὴν ἔχει συνηθίσει ὁ νοῦς τὴν ξεχνᾶ. Γι᾿ αὐτὸ τὴν λέγεις, πότε μὲ τὸ στόμα καὶ πότε μὲ τὸν νοῦν. Καὶ αὐτὸ γίνεται μέχρις ὅτου τὴν χόρταση ὁ νοῦς καὶ γίνη ἐνέργεια.

Ἐνέργεια λέγεται ἐκεῖνο ὅπου, ὅταν λέγης τὴν εὐχὴν, αἰσθάνεσαι μέσα σου -χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι- καὶ θέλεις διαρκῶς νὰ τὴν λέγης. Λοιπόν, ὅταν παραλάβη τὴν εὐχὴν ὁ νοῦς καὶ γίνη αὐτὴ ὅπου σοῦ γράφω ἡ χαρά, τότε θὰ λέγεται μέσα σου ἀδιαλείπτως, χωρὶς τὴν ἰδικήν σου βίαν. Αὐτὸ λέγεται αἴσθησις - ἐνέργεια, ἐπειδὴ ἡ χάρις ἐνεργεῖ χωρὶς τὴν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου. Τρώγει, περιπατεῖ, κοιμᾶται, ἔξυπνα καὶ μέσα φωνάζει τὴν εὐχὴν. Καὶ ἔχει εἴρηνην καὶ χαράν» (7).

Εἰς τρεῖς τάξεις διαιρεῖται ἡ πνευματικὴ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ καθαρτική, ἡ δευτέρα ἡ φωτιστικὴ καὶ ἡ τρίτη ἡ τελειωτική. Ἡ καθαρτικὴ κατάστασις βοηθεῖ πολὺ τὸν ἄνθρωπον νὰ καθαρίση τὴν καρδίαν του. Αὐτὴ ἡ καθαρτικὴ χάρις αὐξάνει πολὺ τὴν νοερὰν προσευχήν. Χαρίζει μετάνοια, ζῆλον πνευματικὸν καὶ ἀγωνίζεται μὲ πολλὴν ὄρεξιν ὁ ἄνθρωπος.

Ἐπειδὴ δὲν προσέξαμε εἰς τὴν ζωήν μας καὶ ὁ νοῦς δὲν ἀγρυπνοῦσε, διὰ νὰ μὴ περάσουν μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας ἐμπαθεῖς λογισμοί, ὁ χῶρος αὐτὸς τῆς καρδίας ἔχει γίνει ἀκάθαρτος ἀπὸ τοὺς λογισμούς.

Αὐτοὶ οἱ πονηροὶ καὶ ἐμπαθεῖς λογισμοὶ ἀποτελοῦν, κατὰ τοὺς Πατέρας, τὸ σκότος τῆς ψυχῆς. Τὸ πνευματικὸν αὐτὸ σκότος μπορεῖ νὰ τὸ διάλυση μόνον ἡ νοερὰ Προσευχή, τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ γλυκύτατον καὶ πανίσχυρον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας κάνει βαθειὲς τομὲς μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας καὶ ἐξέρχεται ὁ Ἰὸς τῆς ἁμαρτίας. Τὰ θανάσιμα πάθη καὶ τὰ πνευματικὰ ἕλκη δημιουργοῦν μιὰ δυσωδία εἰς τὸν χῶρον τῆς ψυχῆς. Βάθος μέγα ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πάντα ξεκινοῦν ἀπὸ αὐτὸ τὸ σαρκικὸν ὄργανον, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν καρδίαν, διότι ἐκεῖ εὑρίσκονται ὅλοι οἱ λογισμοὶ τῆς ψυχῆς.

Ἡ διδασκαλία τοῦ παπποῦ μας Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ, ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἡ πείρα τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ εἰς τὴν νοερὰν προσευχήν, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσεν, ἀποτελεῖ συνέχεια ὅλης τῆς νηπτικῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.

Λέγει ὁ Γέροντας Ἐφραίμ: «Ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ κέντρον τῶν ὑπὲρ φύσιν, τῶν κατὰ φύσιν καὶ τῶν παρὰ φύσιν κινήσεων. Τὰ πάντα ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν καρδίαν. Ἐὰν ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου καθαρισθῆ, τότε βλέπομεν τὸν Θεόν. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀθεώρητος· ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα. Δύναται ὅμως νὰ βασιλεύση εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν γίνη αὐτὴ καθαρὸν δοχεῖον.

Διὰ νὰ γίνη δεκτικὸν δοχεῖον ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νὰ γίνη καθαρή. Δηλαδή, νὰ γίνη καθαρὴ ἀπὸ ἀκάθαρτους λογισμούς. Διὰ νὰ καθαρισθῆ ὅμως ἡ καρδιά, πρέπει νὰ μπῆ εἰς αὐτὴν κάποιο φάρμακον. Τὸ φάρμακον αὐτὸ εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή.

Ὅπου πηγαίνει ὁ βασιλεύς, διώκονται οἱ ἐχθροί· καὶ ὅταν μπῆ εἰς τὴν καρδιὰ ὁ Χριστός, τὸ ὄνομά Του τὸ Ἅγιον, φυγαδεύονται τῶν δαιμόνων οἱ φάλαγγες. Ὅταν ἐνθρονισθῆ μέσα καλὰ-καλὰ ὁ Χριστός, τότε ὑπάκούουν τὰ πάντα.

Ἔτσι καὶ τὸ κράτος τῆς καρδιᾶς μας. Ἔχει μέσα ἐχθρούς, ἔχει ἐπαναστάσεις, ἔχει λογισμούς, ἔχει πάθη καὶ ἀδυναμίες, ἔχει τρικυμίες καὶ ταραχές. Ὅλα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου.

Διὰ νὰ μπόρεση αὐτὸ τὸ κράτος τῆς καρδιᾶς νὰ καθησύχαση καὶ νὰ ὑποταχθῆ, πρέπει νὰ ἔρθη ὁ Χριστός, ὁ Βασιλεύς, μὲ τὶς στρατιές του νὰ κυρίευση τὸ κράτος, νὰ διώξη τὸν ἐχθρόν, τὸν διάβολον, νὰ καθυποτάξη κάθε ἀνησυχία ἀπὸ πάθη καὶ ἀδυναμίες, νὰ βασιλεύση σὰν αὐτοκράτωρ, σὰν παντοδύναμος. Τότε αὐτό, κατὰ τοὺς πατέρας, λέγεται καρδιακὴ ἠσυχία. Νὰ βασιλεύη ἡ προσευχὴ χωρὶς νὰ διακόπτεται. Ἡ προσευχὴ νὰ ἔχη δημιουργήσει τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἥσυχον καρδίαν» (8).

Ὁ μεγάλος ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ ἐπαναφέρη τὸν νοῦν, ποὺ μετεωρίζεται μὲ τὶς αἰσθήσεις ἔξω εἰς τὰ κτίσματα, μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας εἰς τὸ ταμεῖον τῶν λογισμῶν. Ὁ μεγαλύτερος διδάσκαλος εἰς τὸν ἄνθρωπον, διὰ τὸ Ἱερὸν αὐτὸ ἔργον, εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία προσελκύεται διὰ τῆς εὐχῆς, μᾶς διδάσκει ὅλα ὅσα χρειαζόμεθα.

Ὁ καλύτερος βοηθός, κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Διότι τὴν εὐχὴν αὐτὴν θὰ χρησιμοποιῆ ἡ ψυχή, ἐφ᾿ ὅσον βέβαια τὴν γνωρίζει. Ἡ ψυχὴ θὰ εἶναι ὁπλισμένη μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς, μὲ τὸ ἀκαταμάχητον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον τρέμουν οἱ δαίμονες καὶ δὲν μποροῦν νὰ πλησιάσουν τὴν ψυχήν.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με

Προσπάθησε πάντα ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ἐπενδύη ὅλα τὰ ἔργα σου, κάθε πνοὴ καὶ κάθε νόημα. Ὢ τότε πόσο θὰ εὐφραίνεται ἡ καρδία σου! Πόσο θὰ χαίρεσαι, διότι θὰ ἀνεβαίνη ὁ νοῦς εἰς τὰ οὐράνια. Διὰ τοῦτο μὴν ἀμελῆς νὰ λέγης: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Ὅταν ψάλης θὰ κατανοῆς τὰ ψαλλόμενα· θὰ ἔχης ὄρεξιν καὶ φωνὴν ἱκανὴν καὶ ταπείνωση διὰ νὰ ἀποδίδης καθὼς ἁρμόζει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο μὴν ἀδικῆς ἄλλο τὴν ψυχήν σου, ἀλλὰ καὶ ψάλλων λέγε ἐνδόμυχα τὴν εὐχήν· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Ὅταν ἐργάζεσαι ἂς μὴν ἀπορροφᾶται ὅλη σου ἡ δύναμις εἰς τὴν ἐργασίαν, ἀλλὰ νὰ λέγης -ψιθυριστὰ καὶ τὴν εὐχὴν. Τότε καὶ τὰ ἔργα σου θὰ εἶναι ὀρθά, χωρὶς λάθη, καθαρὰ ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ἡ ἀπόδοσις τῆς ἐργασίας σου θὰ εἶναι μεγαλυτέρα. Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ εὐλογοῦνται τὰ ἔργα σου· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σκεπάζει τὴν ψυχὴν ποὺ εὔχεται. Εἰσέρχεται μέχρι τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ἐλέγχει ὅλον τὸν ἐσωτερικὸν κόσμον τῆς ψυχῆς καὶ τὸν κατευθύνει πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιον. Τότε μόνον ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν δύναμι, νὰ εἴπη μαζὺ μὲ τὸν Προφήτην. «Εὐλόγει ἡ ψυχὴ μου τὸν Κύριον καὶ πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ Ἅγιον αὐτοῦ» (Ψαλ. 102, 1). Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν διὰ νὰ ἔχης τὴν σκέπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅταν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καλύπτει τὴν ψυχήν σου, αἰσθάνεσαι μιὰ πληρότητα καὶ μιὰ ταπείνωσιν. Δὲν ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τὴν ἀδικία, τὴν εἰρωνεία ἢ τὸν ἔπαινον. Ζῆς σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα πνευματικὴ ποὺ δὲν εἰσέρχεται εὔκολα ὁ ἰὸς τῆς ἁμαρτίας. Ὁ πνευματικὸς ἀνακρίνει τὰ πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σοῦ δίδει ἄλλα μάτια καὶ ἄλλην κρίσιν. Λέγε συνεχῶς τὴν εὐχὴν, διὰ νὰ ζῆς ἄνετα μέσα σὲ κάθε περιβάλλον· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Ὡς ἄνθος ἀμάραντον καὶ δένδρον εὐσκιόφυλλον πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἡ ψυχή σου ὅταν λέγης· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Λέγε τὴν εὐχὴν καὶ ἄφησε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ εἰσέλθη εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου. Γίνε τότε ἄγρυπνος θυρωρὸς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς σου καὶ θεατὴς τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ λέγε μετ᾿ εὐφροσύνης· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἡ εὐλογία ὅλου τοῦ κόσμου. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀνυμνεῖ καὶ δοξολογεῖ ἀπὸ τὰ βάθη αὐτῆς τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀμήν.


ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1. Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἥσυχαστης, σελ. 39.

2. Γέροντος Ἰωσήφ, Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, σελ. 209.

3. Γέροντος Ἰωσὴφ, Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 209.

4. Γέροντος Ἰωσὴφ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 207.

5. Γέροντος Ἰωσήφ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 208.

6. Γέροντος Ἐφραὶμ, Πατρικαὶ Νουθεσίαι, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, σελ. 106.

7. Γέροντος Ἰωσὴφ, Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, Ἅγιον Ὄρος, σελ. 30.

8. Γέροντος Ἐφραὶμ, Πατρικαὶ Νουθεσίαι, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, σελ. 130.



http://www.blogger.com/post-create.g




Στρατηγός Μακρυγιάννης:῞Ενας Πρόλογος διαχρονικός καί διδακτικός




᾿Οδυσσεύς τοῦ klison: ῾Ο λόγος τοῦ στατηγοῦ Μακρυγιάννη κρύβει ὅλο τό μεγαλεῖο τοῦ ῞Ελληνα μέσα στήν ἁπλότητά του. Νοιάζεται γιά τήν Πατρίδα μά καί γιά τήν θρησκεία του, πού ὁρισμένοι θέλησαν νά τήν φραγκέψουν. ῾Ο λόγος του διαχρονικός καί διδακτικός σάν νά γράφτηκε σήμερα...



«Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήματα αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν μας και ’διοτέλειά μας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από ’μάς τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας...»



Απομνημονεύματα
[ Πρόλογος ]

AΔEΛΦOI ANAΓNΩΣTEΣ!

Eπειδή έλαβα αυτείνη την αδυναμία να σας βαρύνω με την αμάθειά μου (αν έβγουν εις φως αυτά οπού σημειώνω εδώ και ξηγώμαι πότε με κόλλησε αυτείνη η ιδέα, –από τα 1829, Φλεβαρίου 26, εις το Άργος– και ακολουθώ αγώνες και άλλα περιστατικά της πατρίδος) σας λέγω, αν δεν τα διαβάσετε όλα, δεν έχει το δικαίωμα κανένας από τους αναγνώστες να φέρη γνώμη ούτε υπέρ, ούτε κατά. Ότι είμαι αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήσω ταχτική σειρά ’σ τα γραφόμενα, και...1 τότε φωτίζεται και ο αναγνώστης.
Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήματα αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν μας και ’διοτέλειά μας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από ’μάς τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας και εγώ απ’ ούλα αυτά, ότι ζημιώσαμε την πατρίδα μας πολύ και χάθηκαν και χάνονται τόσοι αθώοι άνθρωποι, σημειώνω τα λάθη ολωνών και φτάνω ων σήμερον, οπού δεν θυσιάζομε ποτές αρετή και πατριωτισμόν και είμαστε σε τούτην την άθλια κατάστασιν και κιντυνεύομεν να χαθούμεν.
Γράφοντας αυτά τα αίτια και τις περίστασες, οπού φέραμεν τον όλεθρον της πατρίδας μας όλοι μας, τότε ως έχοντας και εγώ μερίδιον εις αυτείνη την πατρίδα και κοινωνία, γράφω με πολλή αγανάχτησιν αναντίον των αιτίων, όχι να ’χω καμμιά ιδιαίτερη κακία αναντίον τους, αλλά ο ζήλος πατρίδος μου δίνει αυτείνη την αγανάχτησιν και δεν μπόρεσα να γράψω γλυκώτερα. Αυτό το χειρόγραφον, από την περίστασιν οπού μου έγιναν πολλές καταδρομές, το είχα κρυμμένο. Τώρα οπού το έβγαλα, το διάβασα όλο και έγραψα ως τα 1850 Απρίλη μήνα, και διαβάζοντάς το είδα ότι δεν ξηγώμαι γλυκώτερα δια κάθε άτομον.
Πρώτο λοιπόν αυτό, και ύστερα σε πολλά μέρη ’παναλαβαίνω πίσω τα ίδια (ότι είμαι αγράμματος και δεν θυμώμαι και δεν βαστώ σειρά ταχτική) και τρίτο, εκείνα οπού σημειώνω εις την πρωτοϋπουργίαν του Κωλέτη, οπού έκαμεν τόσα μεγάλα λάθη αναντίον της πατρίδος του και της θρησκείας του και των συναγωνιστών του, όλων των τίμιων ανθρώπων και να χύση τόσα άδικα αίματα των ομογενών του και να πάθη η δυστυχισμένη του πατρίδα και να παθαίνη και τώρα εις τον πεθαμό του από τους ίδιους τους μαθητάς του και συντρόφους του, οπού μας κυβερνούν, και οι προκομμένες του οι Βουλές και άλλοι τοιούτοι, οπού δεν άφησαν λεπτό εις το ταμείο, και όλο το κράτος το ’φεραν σε μίαν μεγάλη δυστυχία και ανωμαλία, και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μας έχουν μπλόκον, οπού ’ναι περίτου από τρεις μήνες, και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριον και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπού ’χουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα.
Όλα αυτά τα δεινά και άλλα πλήθος είναι έργα του Κωλέτη και της συντροφιάς του, οπού άφησε εντολή να κυβερνιώμαστε με αυτό το σύστημα και με τους τοιούτους συντρόφους του. Και από αυτό παθαίνομεν και τι θα πάθωμεν ακόμα ο Θεός το γνωρίζει. Και αυτά ήταν δια τους ξένους σκοπούς του και τις ’διοτέλειές του και για να κατακερματίσουνε και την Τρίτη Σεπτεβρίου – οπού διαλαβαίνει περί θρησκείας και άλλης σωτηρίας της πατρίδος αυτό το Σύνταμα – και τόχομεν εις το χαρτί και αντίς να μας ωφελήση μας αφανίζει ολοένα. Όλοι οι άλλοι, οπού γράφω εξ αρχής, είναι άγιοι ομπρός ’σ αυτόν και την συντροφιά του τη σημερνή, μ’ όλον οπού τα λάθη τα πρώτα εγέννησαν και τούτα.
Δια όλα αυτά γράφω εδώ. Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου, ή άλλος τα αντιγράψη, για να τα βγάλη εις φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω μ’ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε ενού και τ’ όνομά του με καλόν τρόπον, όχι με βρισές, δια να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν δια την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή, να ζήσουν ως ανθρώποι ’σ αυτήν την πατρίδα και μ’ αυτήν την θρησκείαν. Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν. Και προσοχή να μην τους απατάγη η ’διοτέλεια. Και αν σκοντάψουν, τότε εις τον κρεμνόν θα πηγαίνουν, καθώς το πάθαμεν εμείς. Όλο εις τον κρεμνόν κυλάμεν κάθε ’μέρα. Όταν λοιπόν βγη αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς το όλο οι τίμιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωμα να κάμη ο καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά.


ΣHMEIΩΣH

1. Λέξεις δυσανάγνωστες, λόγω φθοράς του χειρογράφου.


(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα, τόμος A΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)

Στ᾿ ῞Αγιο ῎Ορος-Φώτης Κόντογλου




Αφιερώνεται στον ΙΣΙΔΩΡ0 ΚΑΨΟΚΑΛΥΒΙΤΗ, πνευματικό αδερφό μου.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΦΙΛΟΘΕΟΥ

καιρός είναι χειμωνιάτικος. Συννεφιά, και φυσά χιονιά από πέρα, απ’ τα σβησμένα βουνά της Μακεδονίας. Από δω πάνου, το πέλαγο φαίνεται έρημο. Πού και πού είναι βουρκωμένο από τους άγριους και μελανούς ίσκιους που ρίχνουν τα σύννεφα. Μπορεί να ξεχωρίσει κανένας τους αφρούς που ασπρίζουνε απάνου στα βράχια, και πιο πολύ στις μύτες της μακρινής ακρογιαλιάς.

Ανοιχτά, το πέλαγο είναι θολό και τρικυμισμένο. Παντού φαίνουνται μικρά ασπράδια, που έρχουνται κατά τη στεριά σαν να κάνουνε γιουρούσι. Μα σε μια μεριά βλέπεις άξαφνα και πετιέται ένα ζωηρό άσπρο σημάδι· για μια στιγμή σβήνει, και πάλι φαίνεται, ώσπου το ξεχωρίζεις πια καλά πως είναι ένα φοβερό κύμα...

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΚΑΡΑΚΑΛΟΥ

Κάθουμαι στο παραθύρι του κελιού μου. Καιρό είχα να ειρηνέψω. Το μάτι μου κατηφορίζει κατά τη θάλασσα, που δεν είναι μακρύτερα από μια τουφεκιά. Ανάμεσα σε δυο βαθύσκιωτες και καταπράσινες ράχες βλέπω τα κύματα που σκάνε, με κάτασπρους αφρούς και με βαρύ βουητά, στην άκρη της χαράδρας.

Πιο δεξά, ένα φουντωτό βουναλάκι μου κρύβει ως τη μέση τον πύργο του αρσανά. Φαίνεται το πάνου μέρος του, και τα μπιντένια του με κάνουνε να στοχάζουμαι πως βρίσκουμαι σε χρόνια παλιά... Βάλε με τη φαντασία σου να ξεμυτίζει πίσω από αγριόδεντρα ένας πύργος μ’ ένα μικρό καστράκι πλάγι του, μαυρισμένα, ροκανισμένα απ’ τα χρόνια. Από δω κιόλας που κάθουμαι, βλέπω την ταράτσα του, ανάμεσα απ’ τα μπιντένια. Ο πύργος ορθώνεται έτσι μπρος στο πέλαγο· κι ένα μεγάλο κύμα έρχεται καταπάνω του, τυλίγεται και ξεδιπλώνεται σα δράκοντας μπρος στο έρημο κάστρο. Όλο αυτό μαζί φαντάζει από μακριά σαν και κείνα τα σκουτάρια των παλιών αφεντάδων, που παράσταιναν ένα πύργο με τα μπιντένια του ψαλιδισμένα sur un fond d’ azur.

Ώρες ώρες μου φαίνεται πως θα δω να ξεμπροβέλνουνε οι Σαρακηνοί μέσ’ απ’ τη ρεματιά, και να χυμίζουνε κατά το μοναστήρι... Φιλοσοφώ...:

Τα τρεχαντήρια τους κόβανε βόλτες μπρος σε τούτα τ άγρια κατάγιαλα. Μέσα στη θεοσκότεινη νύχτα, ο φουρτουνιασμένος αγέρας τούς έσπρωχνε, τούς ανεμοσούριζε... Φουντάριζαν, μα οι άγκουρές τους κρεπάρανε... - σε μια στιγμή, κάτου απ’ τον πύργο, ακουγόντανε, μέσα στη φριχτή βουή της θάλασσας, ουρλιάσματα, άγριες φωνές από στάματα που, ενώ παλεύανε με το νερό, δάγκωναν τα μαχαίρια.

Απ’ ανάμεσα, μέσα στην ανεμοζάλη, ξεχώριζε ο βουβός γκούπος που ’καναν τα καράβια τρακάροντας συναμεταξύ τους - κι άξαφνα μέσ’ από την άβυσσο σηκωνόντανε τα ουρλιατά πιο βροντερά, από καράβι που ’χε βουλιάξει η μπάντα του, είτε πετάχτηκε όξω, απάνου στα χαλίκια. ..

Απ’ ανοιχτά φτάνανε ακόμα στ’ αυτί σβησμένα χουγιαχτά απ’ ένα δυο τρεχαντήρια που ’χανε αργοπορέσει, είτε πασκίζανε να σταθούνε αλακάπα, μην κοτώντας να ζυγώσουνε στη θανατερή αγριοβραχιά. Απ’ το πέλαγο ερχότανε ο βρόντος που κάνανε τ’ άρμενα όπως τα μαϊνάριζαν, χτυπώντας μανιασμένα πάνω στ’ άλμπουρα...

Κι ύστερα κροταλούσαν καδένες..., φωνές... - μια κουβέρτα γιομάτη δαιμόνια περνούσε σύρριζα κάτου από το κάστρο (σε δυο οργιές απ’ τα θεμέλιά του) κι έπεφτε με την πλώρη απάνου στα μαζωμένα καράβια. Κείνα, στριμωμένα, αναστενάζανε ανεβοκατεβαίνοντας με μπερδεμένα άλμπουρα και με κομματιασμένα ξάρτια, σκορπώντας κατά το μέρος του πελάγου μια γραμμή αφρούς, που ξεχύνουνταν απ’ τις αραδιασμένες πλώρες τους κι ασπρίζανε μέσα στη νύχτα, ενώ οι σκουριασμένες καδένες τριζοκοπούσανε μέσα στα όκια...

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ

Περνώ ευτυχισμένες μέρες. Γαλήνη. Ειρήνη.

Καταμόναχος. Τα παραθύρια μέρα νύχτα ανοιχτά. Δροσιά και φως. Τ’ αρχονταρίκι είναι δικό μου ολάκερο. Ένας απλόχωρος και χαμηλοτάβανος βυζαντινός οντάς, με δυο παμπάλαιες τεσσεράγκωνες κολόνες και μ’ ένα ταβάνι πλουμισμένο με παλιές ζουγραφιές που παρασταίνουνε πουλιά, άνθια και φρούτα. Παλιά, παμπάλαια. Αυτό το ανώγειο είναι απαράλλαχτο σαν και κείνα τ’ αγερικά κι ανοιχτά οικήματα, που βλέπουμε συχνά στις βυζαντινές ζουγραφιές, προπάντων στον Ευαγγελισμό.

Εδώ μέσα ειρηνεύω. Πότε ζουγραφίζω, πότε γράφω, πότε συλλογιέμαι. Είμαι στην ησυχία μου. Δόξα σοι ο θεός! Βλέπω τη θάλασσα και τον λόγκο. Κάτου απ’ τα παραθύρια οι πατέρες σηκώνουνε το χορτάρι με τα δίκρανα στα χέρια και φορώντας κάτι πλατιά μαύρα καπέλα με την καλογερική σκούφια από πάνου...

Τη νύχτα τ’ αηδόνια τραγουδάνε με πάθος. Κι ως εδώ λοιπόν έχει έρτει ο έρωτας!...

Τη μέρα, ησυχία γύρω τριγύρω. Η θάλασσα είναι σα γυαλί. Ανοιχτά, φαίνεται κανένα πανί, δυο και τρεις μέρες στη σειρά, καρφωμένο στο ίδιο μέρος. Βραδιάζεται και ξημερώνεται εκεί πέρα - κι ένα πρωί ξυπνάς, βγαίνεις στο παραθύρι και δεν το βλέπεις πια...

ΡΟΥΜΑΝΙΚΗ ΣΚΗΤΗ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Αγριάδα κι ερημιά. Μαύρα σιδερόβραχα πάνω σε γυμνά ριζοβούνια. Εδώ είναι πια η άκρη του Άθωνα. Πίσω από τούτα τα χελωνωτά μικροβούνια, που καμπουριάζουνε κατά τη θάλασσα, είναι ο Κάβος της Σμέρνας κι ο Κάβο Φονιάς. Μ’ άλλα λόγια, δυο μπόγηδες...

Παίρνω ένα μονοπάτι που τραβά κατά κει. Ο ήλιος καίγει. Όπως περπατώ απάνω στις μελανές σιδερόπετρες, σκιάζουμαι με τον εαυτό μου. Κάτι χρυσομπαμπούλοι, χοντροί σαν καρύδια, βουίζουνε και παν και κάθουνται απάνου στα σπερδούκλια...

Σε λίγο έφταξα στα χείλια ενός γκρεμνού. Μα, όπως έσκυψα πάνου από κείνο το χάος, με χτύπησε ζάλη και τραβήχτηκα πίσω...

Τιτάνια βράχια κατρακυλάνε κατακέφαλα, ως κάτου στη θάλασσα, που θα βρίσκεται ως εκατόν πενήντα μπόγια πιο κάτου από δω που στέκουμαι.

Είμαι σαν πιωμένος. Ο αγέρας και το φως μπαίνουνε και τα δυο, λες, μέσα στα πνεμόνια μου. Ζαλίζουμαι κοιτώντας κείνα τα θεόρατα βράχια, όπως είναι περεχυμένα με σκουριές, που ’ναι αλλού κοκκινωπές κι αλλού πάλι γαλαζοφέρνουνε σαν ατσάλι. Πού και πού, απάνου απ’ την άβυσσο, ξεμυτίζει κανένα κλωνί αγριόδεντρου και σα να σαλεύει από κάποιο αλαφρύ αγεράκι που βουίζει χαμηλά, πάνου απ’ τη θάλασσα, και φέρνει ως εδώ μιαν ιδέα άρμης.

Από δω πάνου λες και πετάς. Σου ’ρχεται η μανία να κουτρουβαλήσεις ως κάτου, χαμηλά, χαμηλά, εκεί κάτου που βλέπεις τη θάλασσα στη ρίζα του βράχου, φρέσκια και δροσερή, δίχως πάτο, μαβιά σα ζαφείρι...

Ένα γεράκι κόβει βόλτες απάνου απ’ το κεφάλι μου· κατεβαίνει από ψηλά, απ’ τα θεούρανα, κατηφορίζει απ’ τις θεόρατες κορφές του Άθωνα, που συγκρυάζεσαι να τις κοιτάζεις. Βλέπω την άσπρη κοιλιά του. Κι άξαφνα, κει που ’ναι πάνου απ’ το κεφάλι μου, χυμίζει κατά τη θάλασσα και, σε μια στιγμή, βλέπω τη ράχη του όπως γκρεμνίζεται φτερουγίζοντας κάτου, κι ακόμα παρακάτου...

Κατά το λεβάντη μου φράζει τη ματιά ένας άλλος θεόχτιστος κάβος. Είναι κατάμαυρος σαν αράπης. Το φρύδι του κατεβαίνει κοφτά πάνου στα νερά, κι επειδής ο ήλιος είναι ακόμα από πέρα μεριά, τούτη που ’ναι προς το μέρος μου είναι βουτημένη μέσα σε σκιά θανάτου. Τα βαθιά νερά είναι σαν πίσσα κάτου απ’ τα βράχια, ενώ κατάκαβα μερμηδάνε, όπως γλύφουνε το μουστάκι του βουνού, ξεσπιθίζοντας έτσι δυνατά, που το μάτι μου θαμπώνει…

Στα ζερβά μου στέκεται ένας άλλος αγριόκαβος, κατακόκκινος σα να ’ναι περεχυμένος μ’ αίματα. Αυτός είναι ο Κάβο Φονιάς, κι ο πρώτος είναι ο Κάβος της Σμέρνας.

Καλή παρέα!...

Πέρα, το πέλαγο είναι δροσερό, και μεριές μεριές μερμηδάνε οι σπίθες του ήλιου. Κατά τον ορίζοντα, σα να βγάζουν τα νερά ένα ζεστόν αχνό.

Ένα λόβερ βολτατζάρει δίχως να σαλεύει σκεδόν απ’ τη θέση του, ανοιχτά απ’ τον Κάβο της Σμέρνας. Λες κι είναι καμιά μύγα για κανένας καντηλοσβήστης που πετά δίπλα σ’ ένα βουνό...

… … … … …

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

Ο ήλιος πάει να βουτήξει. Αυτήν τη στιγμή στέκεται ακόμα πάνου απ’ τον κάβο της Παλλήνης, μια δυο οργιές ψηλά, σαν κανένα γεράκι που ζυγιέται, λογαριάζοντας να χυμήξει κατά τη γης…

Έχω στα χέρια μου ένα παλιό βιβλίο και διαβάζω την ιστορία του μοναστηριού. Ο νους μου πάγει σε χρόνια παλιά. «Εμνήσθην ημερών αρχαίων...»

Ο σουλτάνος Σελήμ Α’ στο Χάττι Σερίφ που έδωσε στο Ξηροπόταμο, στο 9ο άρθρο, λέγει:

«...η βασιλεία μου προστάζει ότι από τώρα και στο εξής να μη τολμήσει τινάς Μουσουλμάνος να κληρονομήσει τους Μοναχούς του Άγιου Όρους, μήτε πατήρ ή μήτηρ του τεθνεώτος αγιορείτου Μοναχού ή και άλλος του συγγενής, πάρεξ το Μοναστήρι οπού τον είχε να κληρονομεί και όλην του την περιουσίαν. Επειδή ατός του ιδίω στόματι έτζι έταξεν έμπροσθεν εις τον Θεόν, και διά τούτο πρέπει να φυλάγει τινάς εκείνα οπού εβγαίνουν από το στόμα του.»

Το φιρμάνι γράφτηκε απ’ το Μισίρι, μιλά για την κατάχτησή του και λέγει πως ο σουλτάν Σελήμ, τον καιρό που ήτανε στην Αίγυπτο:

«...είδε σαράντα παλικάρια[1] μεγαλόσωμα, με άρματα ολόχρυσα, ωσάν αγγέλους εις αέρα τρέχοντας, και έλεγον ότι, εμείς είμεθα, ω Βασιλεύ, βοηθοί των Οθωμανών και συνεργοί της νίκης κατά των εχθρών σου, και θα μας ανταμείψεις εις το καλόν οπού σας εκάμαμεν· κατά την αύριον θέλουν έλθει κάποιοι ερημίται Ραυχμπάνηδες[2] να ζητήσουν θέλημα από την βασιλείαν σου εις το να ανακαινίσουν το σπίτι μας, οπού ευρίσκονται μέσα τα λείψανά μας. Και λοιπόν, ας αγαπάς να μας έχεις φίλους και εις άλλους καιρούς, πρέπει όχι μοναχά να τους δώσεις θέλημα να χτίσουν το σπίτι μας, αλλά και να τους φιλοδωρήσεις με βασιλικάς φιλοδωρίας.»

Έκραξε τότες ο σουλτάνος τον σεϊχουλισλάμη και τον βεζίρη Μουσταφά πασά, για να τους συβουλευτεί, όπου είπανε πως κι αυτοί είδανε το όραμα. Τότες παρουσιάστηκαν κι οι ερημίτες μ’ έγγραφα, που διαλάβαιναν πως επυρπολήθηκε το μοναστήρι του Ξηροποτάμου.

Τότες ο μουφτής εξέδωσε τον παρακάτου φετβά:

«Ο τόπος οπού αναγινώσκεται το Ιερόν Ευαγγέλιον, όταν συμβεί να καεί ή να χαλάσει, πάλιν να ανακαινίζεται.» Κι ο σουλτάνος έβγαλε την παρακάτου απόφαση:

«Τοιγαρούν και η βασιλεία μου, βουλομένη να πληρώσει την ευχαριστίαν εις τους βοηθούς και ευεργέτας αυτής, οπού δικαίως ταύτην την χάριν εζήτησαν, δια την πολλήν βοήθειαν οπού είδε πολλάκις το γένος ημών από τους ρηθέντας Τεσσαράκοντα Μάρτυρας, προστάζει και διορίζεται εις όλον της το υπήκοον ταύτα...»

Ακλουθούν δέκα άρθρα. Το 10ο λέγει: «Το παρόν Χάττι Σερίφ να φυλάγεται εν τη Μονή, μόνον δε το Σουρέτ[3] να εξάγεται υπό των πατέρων διά τινα χρείαν αυτών εις τα δικαστήρια.»


[1] Το μοναστήρι του Ξηροποτάμου έχει εκκλησία σε τιμή των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.

[2] Πνευματικοί.

[3] Αντίγραφο.

ΠΗΓΗ: http://www.sarantakos.com