Υπήρξε μεγάλη φυσιογνωμία του 3ου μ.Χ. αιώνος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στον εγκωμιαστικό του λόγο προς τον Άγιο, τον ονομάζει Μέγα. Λόγω της εσωτερικής του καθαρότητος, της βαθειάς του ταπείνωσης, καθώς και της μεγάλης του αγάπης προς τον Θεόν και τους ανθρώπους, έλαβε το χάρισμα της θαυματουργίας “εκ νεαράς εισέτι ηλικίας”. Το μεγαλύτερο όμως θαύμα είναι αυτό που συνέβη στον ίδιο, δηλαδή η μεταστροφή του από την ειδωλολατρεία στον Χριστιανισμό.
Γεννήθηκε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον. Οι πλούσιοι γονείς του, μετά τις πρώτες γνώσεις που έλαβε στην πατρίδα του, τον έστειλαν να σπουδάση νομικά στην Βηρυτό. Καθ’ οδόν, και κατά αγαθή συγκυρία, γνώρισε στην Καισάρεια τον μεγάλο διδάσκαλο Ωριγένη και κυριολεκτικά μαγεύτηκε από τον λόγο και την ρητορική του ικανότητα. Η συνέχεια της ζωής του είναι όπως την θέλησε η αγαθή πρόνοια του Θεού. Έγινε Χριστιανός και αντί για νομικά σπούδασε Θεολογία στην Αλεξάνδρεια. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, την Νεοκαισάρεια του Πόντου, η Εκκλησία βρήκε στο πρόσωπό του τον κατάλληλο ποιμένα για την Επισκοπή Νεοκαισαρείας. Η Νεοκαισάρεια όμως τότε ήταν ειδωλολατρική πόλη και αριθμούσε 17 μόνον Χριστιανούς. Αυτό ήταν όλο κι’ όλο το ποίμνιό του, όταν χειροτονήθηκε. Όμως, όταν κλήθηκε από τον Θεό να εγκαταλείψη τα γήϊνα, η πόλις εκατοικείτο εξ ολοκλήρου σχεδόν από Χριστιανούς, αφού είχαν απομείνει μόνον 17 ειδωλολάτρες! Και ο βιογράφος του σημειώνει ότι έφυγε από την ζωή αυτή στενοχωρημένος, επειδή δεν πρόλαβε να βαπτίση και αυτούς.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει ότι μεγάλωσε ακούοντας διηγήσεις και περιγραφές περιστατικών της ζωής του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, καθώς και τους θεοπνεύστους λόγους του, από την γιαγιά του Μακρίνα. Η Μακρίνα ήταν μαθήτρια και πνευματικό παιδί του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας και ανέθρεψε τα εγγόνια της “εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου”, κατά τον λόγο του Απ. Παύλου, γαλουχώντας και τρέφοντάς τα με τον λόγο και το φωτεινό παράδειγμα του Αγίου. Θέλοντας να τα διδάξη, τους ανέφερε το πώς εκείνος αντιμετώπιζε τους ποικιλώνυμους πειρασμούς, τις δυσκολίες, τις συκοφαντίες, τους διωγμούς και τον πόλεμο εκ μέρους των ειδωλολατρών. Το πώς με την υπομονή, την προσευχή και τον φλογερό του ζήλο μετέστρεψε όλους σχεδόν τους κατοίκους της πόλης από το σκοτάδι της ειδωλολατρείας στην φωτεινή πίστη του Χριστού. Τα περιστατικά του έκαναν τόση εντύπωση που τα θυμόταν ως το τέλος της ζωής του και αισθανόταν μεγάλη ευγνωμοσύνη για την γιαγιά του που τους μεγάλωσε με αυτόν τον τρόπο. Αντί για παραμύθια με μάγισσες, δράκους και ανύπαρκτα πρόσωπα, που αρρωσταίνουν την φαντασία και δημιουργούν τρόμο στα παιδιά, τους μετέδωσε ζωντανό λόγο, αληθινές ιστορίες και γεγονότα πραγματικά, που έχουν άμεση σχέση με την αλήθεια και την ζωή και προσφέρουν στα παιδιά σωστά πρότυπα.
Ο Τριαδικός Θεός της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν είναι απλώς μια ανωτέρα δύναμη, μια απρόσωπη ύπαρξη και μια αφηρημένη ιδέα, αλλά είναι “ο Θεός των Πατέρων ημών”. Είναι Πρόσωπο και ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να έχη μαζί του προσωπική κοινωνία, όταν φυσικά εναρμονίζη την ζωή του με τον τρόπο ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν κατοικεί στους ουρανούς, αλλά είναι και στον ουρανό και στην γή, αφού είναι “ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών”. Είναι “ο έχων θρόνον ουρανόν και υποπόδιον την γήν”, που όμως χωρείται μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη, κατά τον λόγο Του “ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω” και κατά τον λόγο του Χριστού “η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί”. Όπως το Δεύτερον Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Χριστός, “ο αχώρητος παντί”, “εχωρήθη εν μήτρα γυναικός”, της Αγίας Θεοτόκου, κατά τον ίδιο τρόπο, μπορεί να χωρηθή και στην ανθρώπινη καρδιά, όταν αυτή έχη καθαρθεί από τα πάθη. Και αυτό δεν είναι ουτοπία, διότι το βλέπουμε να αποδεικνύεται και να επαληθεύεται στην ζωή των Αγίων. Οι Άγιοι βίωσαν έντονα στην ύπαρξή τους την αληθινή μετάνοια, η οποία οδηγεί στην ταπείνωση και την έλευση της θείας Χάριτος αισθητά σε όλη τους την ύπαρξη. Γι’ αυτό και ο λόγος τους, που είναι “δοσμένος άνωθεν”, είναι αναγεννητικός, θεραπευτικός και ζωοποιός.
Οι γονείς, που επιθυμούν να δώσουν στα παιδιά τους σωστή ανατροφή, θα πρέπη να τα μεγαλώνουν προσφέροντάς τους την αλήθεια και όχι παραμύθια. Μια αγράμματη γιαγιά, πλην όμως αγιασμένη ύπαρξη, έλεγε στα πεντάχρονα έως επτάχρονα εγγονάκια της: “Τώρα μεγαλώσατε. Δεν θα μου λέτε γιαγιά πές μας παραμύθια, αλλά θα λέτε, γιαγιά πές μας περί Χριστού και πίστεως”. Ο λόγος αυτός θυμίζει εκείνον, τον γεμάτο ευνωμοσύνη λόγο, του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την γιαγιά του Μακρίνα. “Την μακαρίαν εκείνην λέγω Μακρίναν, παρ’ ής εμάθομεν τα του μακαρίου Γρηγορίου ρήματα”. Τα ρήματα, δηλαδή τα θεόπνευστα εκείνα λόγια, που έχουν την δυνατότητα να προσφέρουν αληθινή παρηγοριά και να μεταγγίζουν “ζωήν και περισσόν ζωής”.
Πηγή:http://www.parembasis.gr