1. Τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787) ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Μία αἵρεση προκάλεσε καὶ τὴν σύνοδο αὐτή, ἡ αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας. Πέρα ἀπὸ τὸ ἀναμφισβήτητο χριστολογικὸ περιεχόμενό της εἶχε ἡ Εἰκονομαχία καὶ σαφῆ ἐκκλησιολογικὸ χαρακτήρα. Ἦταν μία ἀπροκάλυπτη ἐπίθεση τῆς Πολιτείας, ποὺ δὲν ἐνεργοῦσε πιὰ ὡς «διάκονος Θεοῦ εἰς τὸ ἀγαθὸν» (Ρωμ. ιγ´ 3), ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ δύο διακονίες τοῦ Γένους, ἡ «Ἱερωσύνη» καὶ ἡ «Βασιλεία», ἡ ἱερατικὴ καὶ ἡ πολιτειακὴ διακονία, βρίσκονται ἀντιμέτωπες. Ἐγείρεται ἡ ἐπιδίωξη τῆς Πολιτείας νὰ ὑποτάξει τὴν Ἐκκλησία, σὲ μία πρωτοφανῆ ἔκρηξη πολιτειοκρατίας. Ἡ αἵρεση ἦταν τὸ πνευματικὸ ὑπόβαθρο τοῦ προβλήματος……
Αἵρεση, λοιπόν, κυρίως ἡ Εἰκονομαχία, ὅπως τόσες ἄλλες, ποὺ συγκλόνισαν τὴν Ἐκκλησία μας στὴ διαιώνια πορεία της. Πῶς ὅμως συνέβη τοῦτο; Πῶς δηλαδὴ ἀπείλησε ἡ αἵρεση τὴν Ἐκκλησία καὶ πῶς ἐξουδετερώθηκε ὁ κίνδυνος αὐτός; Αὐτὸ θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ἀναπτύξουμε στὴ συνέχεια.
Αἵρεση, λοιπόν, κυρίως ἡ Εἰκονομαχία, ὅπως τόσες ἄλλες, ποὺ συγκλόνισαν τὴν Ἐκκλησία μας στὴ διαιώνια πορεία της. Πῶς ὅμως συνέβη τοῦτο; Πῶς δηλαδὴ ἀπείλησε ἡ αἵρεση τὴν Ἐκκλησία καὶ πῶς ἐξουδετερώθηκε ὁ κίνδυνος αὐτός; Αὐτὸ θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ἀναπτύξουμε στὴ συνέχεια.
2. Ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴν σωτηρία μας μᾶς τὸ ἐφανέρωσε ὁ Θεὸς «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως», καθ’ ὅλη τὴν ἐξέλιξη τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς Π. Διαθήκης, κυρίως ὅμως στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας ἔγινε «ὑπογραμμός, ἵνα τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἐπακολουθήσωμεν» (Α´ Πέτρ. β´ 21). Γιατί μᾶς ἀπεκάλυψε ἐκεῖνο ποὺ αὐτὸς ἦταν (τὴν ὁδό, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ζωὴ) καὶ ἔζησε ἐκεῖνο, ποὺ ἐδίδαξε. Δὲν μᾶς ἐξήγησε δηλαδὴ μόνο τί εἶναι ἀλήθεια, ἀλλὰ μᾶς ἐφανέρωσε τὴν ἴδια τὴν Ἀλήθεια, τὸ Πρόσωπό του δηλαδὴ ποὺ εἶναι ἡ μόνη καὶ γι’ αὐτὸ αἰώνια ἀλήθεια. Ἀπάλλαξε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη προσπάθεια νὰ βρεῖ τὴν ἀλήθεια. Γιατί βλέποντας τὸν Χριστὸ καὶ τὸ ἔργο του, ἔχει ἐνώπιόν του τὴν Ἀλήθεια καὶ δὲν τοῦ μένει παρὰ ν’ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, γιὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτὸς «ἐν τῇ ἀληθείᾳ» (Β´ Ἰωάν. 3). Ὅποιος ζεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν φοβᾶται νὰ πλανηθεῖ, γιατί ἡ Ἐκκλησία ὡς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας» (Α´ Τιμ. γ´ 15).
Ἀλλ’ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μόνο ἡ κηρύττουσα καὶ ἀποκαλύπτουσα, ἀλλὰ καὶ ἡ κηρυττομένη Ἀλήθεια. Στὸ πρόσωπό του συγκεκριμενοποιεῖται τὸ κήρυγμα τῆς Ἀληθείας. Γιὰ αὐτὸ καὶ οἱ Ἀπόστολοί του τὸν Χριστὸ ἐκήρυξαν (πρβλ. Α´ Κόρ. α´ 23 κ.ἀ.). Δὲν ἀνέπτυξαν κήρυγμα φιλοσοφικό, ἀόριστο, νεφελῶδες. Τί ἔλεγε ὁ Παῦλος στοὺς Κορινθίους; «Οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν, εἰ μὴ Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α´Κόρ. β´ 2). Τὸν Χριστὸ παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἱδρύθηκε καὶ αὐτὸν ἐκήρυξε. Γιατί τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ συνέχισαν στὸν κόσμο καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Γιὰ νὰ εἶναι ὅμως τὸ ἔργο τους ἔργο Χριστοῦ, ἔπρεπε καὶ αὐτοὶ νὰ κηρύττουν ὅ,τι καὶ ὁ Χριστὸς ἐκήρυξε, καὶ νὰ ζοῦν ὅπως ὁ Χριστὸς ἔζησε. Ἂν ἔλειπε αὐτὴ ἡ συνέχεια καὶ συνέπεια, δὲν θὰ ἦταν οἱ χριστιανοὶ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ξένο σῶμα.
Ἀλλ’ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μόνο ἡ κηρύττουσα καὶ ἀποκαλύπτουσα, ἀλλὰ καὶ ἡ κηρυττομένη Ἀλήθεια. Στὸ πρόσωπό του συγκεκριμενοποιεῖται τὸ κήρυγμα τῆς Ἀληθείας. Γιὰ αὐτὸ καὶ οἱ Ἀπόστολοί του τὸν Χριστὸ ἐκήρυξαν (πρβλ. Α´ Κόρ. α´ 23 κ.ἀ.). Δὲν ἀνέπτυξαν κήρυγμα φιλοσοφικό, ἀόριστο, νεφελῶδες. Τί ἔλεγε ὁ Παῦλος στοὺς Κορινθίους; «Οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν, εἰ μὴ Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α´Κόρ. β´ 2). Τὸν Χριστὸ παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἱδρύθηκε καὶ αὐτὸν ἐκήρυξε. Γιατί τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ συνέχισαν στὸν κόσμο καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Γιὰ νὰ εἶναι ὅμως τὸ ἔργο τους ἔργο Χριστοῦ, ἔπρεπε καὶ αὐτοὶ νὰ κηρύττουν ὅ,τι καὶ ὁ Χριστὸς ἐκήρυξε, καὶ νὰ ζοῦν ὅπως ὁ Χριστὸς ἔζησε. Ἂν ἔλειπε αὐτὴ ἡ συνέχεια καὶ συνέπεια, δὲν θὰ ἦταν οἱ χριστιανοὶ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ξένο σῶμα.
3. Τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἐπολέμησε ἀπ’ ἀρχῆς ὁ Σατανᾶς. Γιατί εἶδε νὰ καταλύεται, νὰ συντρίβεται ἡ βασιλεία του. Ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ «λύση τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου». Νὰ συντρίψει τὸ κράτος καὶ τὴν δυναστεία του καὶ νὰ χαρίσει τὴν ἐλευθερία τῆς ἰδικῆς τοῦ βασιλείας. Γι’ αὐτὸ ὁ Σατανᾶς, ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄρχοντα καὶ ἐξουσιαστὴ τοῦ κόσμου (πρβλ. Ματθ. δ´ 9), ἐκήρυξε ἀνοικτὸ πόλεμο ἐνάντίον τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Ὡς ὄργανά του -στρατιῶτες του- χρησιμοποίησε τοὺς ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοὺς Ρωμαίους, τὴν πολιτικὴ ἐξουσία τοῦ κόσμου. Στόχος του ἦταν στὴν ἀρχὴ τὸ ἴδιο τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅταν ὅμως εἶδε νὰ ἐξουδετερώνεται ἡ ἐπίθεσή του μὲ τὴν ἀναστάσιμη νίκη τοῦ Κυρίου καὶ νὰ γλυστρᾶ τὸ θύμα μέσα ἀπὸ τὰ χέρια του, ἐστράφηκε ἐναντίον τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν δὲν συνέτριψε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, νὰ συντρίψει τὴν συνέχεια τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Ὄπλα του καὶ πάλι οἱ διωγμοί. Σηκώνει διωγμοὺς ἐκ μέρους τῶν Ἑβραίων καὶ κατόπιν ἐκ μέρους τῶν Ρωμαίων. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς συνέχεια τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται σ’ ἀντίθεση καὶ πρὸς τὴν ἰουδαϊκὴ θρησκοληψία καὶ τὸν ἑβραϊκὸ ἐθνικισμό, καὶ πρὸς τὴν εἰδωλολατρία καὶ τὴν ψευδοφιλοσοφία (π.χ. τὸν γνωστικισμό). Γιατί αὐτὴ ἐκήρυττε τὴν σώζουσα ἀλήθεια, τὴν ἀληθινὴ μονοθεΐα καὶ τὴν ἀληθινὴ σοφία.
Παρ’ ὅλο τὸν πόλεμο ἐναντίον της κατόρθωσε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀποστολικὴ σύνοδο (49 μ.Χ.) νὰ μὴν ὑποδουλωθεῖ στὸν ἰουδαϊκὸ ἐθνικισμό, γιατί ἀποστολή της δὲν εἶναι νὰ ἐξυπηρετήσει σχέδια ἐθνικιστικά, δηλαδὴ ἐθνοφυλετικά. Μὲ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεώς της μπόρεσε πάλι νὰ κρατήσει τὴν ψευδοφιλοσοφία ἔξω ἀπὸ τοὺς κόλπους της. Ἔτσι, παρ’ ὅλους τους διωγμοὺς ἡ Ἐκκλησία ἀντὶ νὰ μειώνεται, αὐξάνει καὶ συνεχίζει τὴν ἑνότητα πίστεως καὶ ζωῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἀναγκάζει μάλιστα ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, τοὺς Ἰουδαίους νὰ σταματήσουν τὸν ἀνοικτὸ πόλεμο ἐναντίον της, τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ τὴν παραδεχθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν τὴν συμμαχία της, τοὺς φιλοσόφους νὰ γίνουν χριστιανοὶ καὶ τὸ κράτος νὰ τὴν ἀναγνωρίσει. Τὰ αἵματα τῶν μαρτύρων της ἔγραψαν τὸν θρίαμβό της.
Παρ’ ὅλο τὸν πόλεμο ἐναντίον της κατόρθωσε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀποστολικὴ σύνοδο (49 μ.Χ.) νὰ μὴν ὑποδουλωθεῖ στὸν ἰουδαϊκὸ ἐθνικισμό, γιατί ἀποστολή της δὲν εἶναι νὰ ἐξυπηρετήσει σχέδια ἐθνικιστικά, δηλαδὴ ἐθνοφυλετικά. Μὲ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεώς της μπόρεσε πάλι νὰ κρατήσει τὴν ψευδοφιλοσοφία ἔξω ἀπὸ τοὺς κόλπους της. Ἔτσι, παρ’ ὅλους τους διωγμοὺς ἡ Ἐκκλησία ἀντὶ νὰ μειώνεται, αὐξάνει καὶ συνεχίζει τὴν ἑνότητα πίστεως καὶ ζωῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἀναγκάζει μάλιστα ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, τοὺς Ἰουδαίους νὰ σταματήσουν τὸν ἀνοικτὸ πόλεμο ἐναντίον της, τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ τὴν παραδεχθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν τὴν συμμαχία της, τοὺς φιλοσόφους νὰ γίνουν χριστιανοὶ καὶ τὸ κράτος νὰ τὴν ἀναγνωρίσει. Τὰ αἵματα τῶν μαρτύρων της ἔγραψαν τὸν θρίαμβό της.
4. Ὁ Σατανᾶς ὅμως ἀνασυντάσσεται. Ὅ,τι δὲν πέτυχε μὲ τοὺς διωγμούς, ἀπὸ ἔξω, θὰ ἐπιδιώξει νὰ τὸ ἐπιτύχει τώρα ἀπὸ μέσα, μὲ τὸ νέο φοβερό του ὅπλο, τὴν αἵρεση. Πρῶτα ἐπίστευε πὼς θὰ νικήσει, ἂν ἐξοντώσει τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς μαθητές του. Τώρα, μετὰ τὴν ἀποτυχία του, ἐπιτίθεται ἐναντίον τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ. Καὶ νὰ πῶς. Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε μία πίστη, μία διδασκαλία καὶ ἕνα νέο τρόπο ζωῆς, ποὺ σώζουν. Ὁ Σατανᾶς προσπαθεῖ νὰ καταστρέψει τὴν ἑνότητα αὐτή, νὰ διαστρεβλώσει τὴν θεία Ἀποκάλυψη. Αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἔχει ἡ αἵρεση. Δὲν εἶναι μία ἄλλη θρησκεία, ποὺ γίνεται εὔκολα ἀντιληπτή. Εἶναι καταστροφὴ τῆς πίστεως, ὕπουλη καὶ παραπλανητική. Γιατί ἐμφανίζεται ὡς ἡ ἀλήθεια καὶ ὡς διόρθωση τῆς πλάνης. Ἡ αἵρεση ἄρα δὲν προσβάλλει τὰ σώματα, ἀλλὰ τὴν ψυχὴ καὶ γι’ αὐτὸ ἀπειλεῖ τὴν καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ἐπικρατοῦσε, θὰ ἐπέφερε ἀλλοίωση τῆς οὐσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιατί μία ποικιλία στὴν πίστη, ὅπως δυστυχῶς τὴν ἐπιδιώκει καὶ σήμερα ὁ ἀθεμελίωτος Οἰκουμενισμός, θὰ σήμαινε καταστροφὴ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία τότε μόνο εἶναι ἐκκλησιαστικὴ Πίστις, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἑνότητα.
Τὸ σπουδαιότερο ὅμως: Μία Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἐπιβάλλεται ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη, εἶναι ξένη πρὸς ἐκείνη, ποὺ ὁ Χριστός μας «ἀπέκτησε μὲ τὸ αἷμα του» (Πράξ. κ´ 28). Δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ «κόσμος», μακρὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν χάρη του.
Ἀπὸ τὸν θανάσιμο αὐτὸ κίνδυνο τῆς αἱρέσεως ἔσωσαν τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν χάρη καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Χριστοῦ μας οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ὡς γνήσια της Ἐκκλησίας τέκνα ἔγιναν πνευματικοὶ πατέρες καὶ καθοδηγηταὶ τῶν τέκνων της. Συνελθόντες σὲ συνόδους, ἐχώρισαν μὲ τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος τὸ νόθο ἀπὸ τὸ γνήσιο, τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη, τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν σωτηρία. Μὲ τοὺς συνοδικοὺς ὅρους καὶ τοὺς ἱεροὺς κανόνες των μᾶς παρέδωσαν τὸ συγκεκριμένο τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι ἔθεσαν τὰ πνευματικὰ ὁροθέσια, ποὺ χωρίζουν καθαρὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ τὴν θεία ἀποκάλυψη ἀπὸ τὴν αἵρεση. Ἐπειδὴ δὲ σὲ κάθε ἐποχὴ δὲν παύει ὁ Θεὸς νὰ ἀναδεικνύει Ἁγίους Πατέρες, γι’ αὐτό, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μένουμε πάντα μὲ τὴν βεβαιότητα, ὅτι ἀκολουθώντας τὸν δρόμο τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, μένουμε μέσα στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ γινόμαστε μέτοχοί της σωτηρίας Του.
Τὸ σπουδαιότερο ὅμως: Μία Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἐπιβάλλεται ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη, εἶναι ξένη πρὸς ἐκείνη, ποὺ ὁ Χριστός μας «ἀπέκτησε μὲ τὸ αἷμα του» (Πράξ. κ´ 28). Δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ «κόσμος», μακρὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν χάρη του.
Ἀπὸ τὸν θανάσιμο αὐτὸ κίνδυνο τῆς αἱρέσεως ἔσωσαν τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν χάρη καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Χριστοῦ μας οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ὡς γνήσια της Ἐκκλησίας τέκνα ἔγιναν πνευματικοὶ πατέρες καὶ καθοδηγηταὶ τῶν τέκνων της. Συνελθόντες σὲ συνόδους, ἐχώρισαν μὲ τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος τὸ νόθο ἀπὸ τὸ γνήσιο, τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη, τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν σωτηρία. Μὲ τοὺς συνοδικοὺς ὅρους καὶ τοὺς ἱεροὺς κανόνες των μᾶς παρέδωσαν τὸ συγκεκριμένο τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι ἔθεσαν τὰ πνευματικὰ ὁροθέσια, ποὺ χωρίζουν καθαρὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ τὴν θεία ἀποκάλυψη ἀπὸ τὴν αἵρεση. Ἐπειδὴ δὲ σὲ κάθε ἐποχὴ δὲν παύει ὁ Θεὸς νὰ ἀναδεικνύει Ἁγίους Πατέρες, γι’ αὐτό, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μένουμε πάντα μὲ τὴν βεβαιότητα, ὅτι ἀκολουθώντας τὸν δρόμο τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, μένουμε μέσα στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ γινόμαστε μέτοχοί της σωτηρίας Του.
Ἀδελφοί μου!
Τρεῖς φορὲς μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς Ἁγίους Πατέρες (τῆς Α´, τῆς Δ´ καὶ τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Τρεῖς φορὲς μέσα σ’ ἕνα χρόνο ζοῦμε «Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων». Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ φυσικά, γιατί τίποτε δὲν εἶναι τυχαῖο καὶ συμπτωματικὸ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸν τριπλὸ ἑορτασμὸ τονίζει ἡ Ἐκκλησία τὴν μεγάλη προσφορὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων στὴν ἑδραίωση τῆς πίστεώς μας πάνω στὸ ἀνυπέρβλητο μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Προβάλλοντας δὲ τὴν πρώτη, τὴν τετάρτη καὶ τὴν ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὴν ἀρχή, τὸ μέσον καὶ τὸ τέλος τῶν μέχρι τώρα (ἀναγνωρισμένων) Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀγκαλιάζει ὅλους τους Ἁγίους ἐκείνους, ποὺ προσέφεραν τὴν ζωὴ καὶ τὴν ὕπαρξή τους, γιὰ νὰ μποροῦμε ἐμεῖς, νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Ἂν τιμᾶμε, λοιπὸν -καὶ δίκαια- ὅσους μᾶς χαρίζουν τὴν ἐθνική μας ἐλευθερία, πόσο εὐγνώμονες πρέπει νὰ εἴμαστε σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔσωσαν ἀπὸ τὴν χειρότερη δουλεία ποὺ ὑπάρχει, τὴν αἵρεση. Δὲν ὑπάρχει ὅμως μεγαλύτερη ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης ἀπὸ τὸ νὰ μιμηθοῦμε τὸν ἀγώνα τους καὶ νὰ γίνουμε καὶ μεῖς μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ, πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκεῖνοι. Αὐτὸ ὅμως προϋποθέτει, ὅτι εἴμαστε πρῶτα πιστὰ τέκνα της.
Τρεῖς φορὲς μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς Ἁγίους Πατέρες (τῆς Α´, τῆς Δ´ καὶ τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Τρεῖς φορὲς μέσα σ’ ἕνα χρόνο ζοῦμε «Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων». Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ φυσικά, γιατί τίποτε δὲν εἶναι τυχαῖο καὶ συμπτωματικὸ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸν τριπλὸ ἑορτασμὸ τονίζει ἡ Ἐκκλησία τὴν μεγάλη προσφορὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων στὴν ἑδραίωση τῆς πίστεώς μας πάνω στὸ ἀνυπέρβλητο μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Προβάλλοντας δὲ τὴν πρώτη, τὴν τετάρτη καὶ τὴν ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὴν ἀρχή, τὸ μέσον καὶ τὸ τέλος τῶν μέχρι τώρα (ἀναγνωρισμένων) Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀγκαλιάζει ὅλους τους Ἁγίους ἐκείνους, ποὺ προσέφεραν τὴν ζωὴ καὶ τὴν ὕπαρξή τους, γιὰ νὰ μποροῦμε ἐμεῖς, νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Ἂν τιμᾶμε, λοιπὸν -καὶ δίκαια- ὅσους μᾶς χαρίζουν τὴν ἐθνική μας ἐλευθερία, πόσο εὐγνώμονες πρέπει νὰ εἴμαστε σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔσωσαν ἀπὸ τὴν χειρότερη δουλεία ποὺ ὑπάρχει, τὴν αἵρεση. Δὲν ὑπάρχει ὅμως μεγαλύτερη ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης ἀπὸ τὸ νὰ μιμηθοῦμε τὸν ἀγώνα τους καὶ νὰ γίνουμε καὶ μεῖς μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ, πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκεῖνοι. Αὐτὸ ὅμως προϋποθέτει, ὅτι εἴμαστε πρῶτα πιστὰ τέκνα της.
ΠΗΓΗ: Πρωτοπρ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ»
(Ἀπάνθισμα κηρυγμάτων ἀπὸ τὴν «ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» τῶν ἐτῶν 1980 καὶ 1983), Ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
(Ἀπάνθισμα κηρυγμάτων ἀπὸ τὴν «ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» τῶν ἐτῶν 1980 καὶ 1983), Ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Διαδίκτυο: Ἱ. Μ. Μελισσοχωρίου, «Θρησκευτικά» (thriskeftika.blogspot)
Ἑλληνικὸς τονισμός «Χριστιανικῆς Βιβλιογραφίας»
Ἑλληνικὸς τονισμός «Χριστιανικῆς Βιβλιογραφίας»