"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

† Aὐγουστῖνος Kαντιώτης, Ο πύρινος προφήτης - ἐπίσκοπος


πηγή: «Ο ΣΩΤΗΡ» Τεῦχος 2007 1-9-2010
 
«Καὶ ἐξάρας τοὺς πόδας αὐτοῦ ἐτελεύτησεν» ὁ ὑπεραιωνόβιος Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἑορδαίας κυρὸς Αὐγουστῖνος (Καντιώτης). Ἔπειτα ἀπὸ 104 ἔτη ζωῆς σίγησε ὁριστικῶς πλέον ἡ προφητικὴ φωνή του στὴ γῆ, τὸ βροντῶδες ἀφυπνιστικὸ κήρυγμά του. Ἀλλὰ τὸ πλουσιότατο κοινωνικὸ καὶ συγγραφικό του ἔργο – ἔγραψε περισσότερα ἀπὸ 80 βιβλία – καὶ τὸ φωτεινὸ παράδειγμά του θὰ συνεχίζουν νὰ ἐμπνέουν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Αὐγουστῖνος ὑπῆρξε προσωπικότητα κατ’ ἐξοχὴν δυναμική, πολύπλευρη, πολυμαθὴς καὶ ὀξυδερκὴς μὲ ὁσιακὴ βιοτή. Γι’ αὐτὸ σελάγισε ὡς ἀστέρας φωτεινότατος στὸ στερέωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καθόλο σχεδὸν τὸν περασμένο αἰώνα......
Λαμπρὸς καὶ ἀκατηγόρητος, εὐθὺς καὶ ὁλόφωτος, ἄκαμπτος, πύρινος καὶ πνευματοφόρος, ἀτρόμητος καὶ ἀνυποχώρητος, οἰκοδομοῦσε τὸν λαό. Συγκινοῦσε, συνήγειρε, ἠλέκτριζε τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μακαριστὸς ἱεράρχης μόνον τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του εἶχε πρὸ ὀφθαλμῶν. Εἴτε ἔγραφε εἴτε κήρυττε εἴτε νουθετοῦσε κατ’ ἰδίαν, μὲ εὐθύτητα καὶ καταπληκτικὴ εἰλικρίνεια «τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐδίδασκεν ἐν ἀληθείᾳ», χωρὶς περιστροφές, ἀδιαφορώντας ἂν θὰ ἀποκτή σει ἐχθροὺς ἢ δι ῶκτες. Ὁ λόγος του δὲν «ἔκνηθε τὴν ἀκοήν». Πολεμοῦσε τὴν αἵρεση, ἤλεγχε τὴν ἁμαρτία, ἐπαινοῦσε τὴν ἀρετή, ἐνθουσίαζε τὸν ἁγνὸ ἀγωνιστὴ τῆς πίστεως.
Τὸν φλογερὸ κήρυκα τῆς ἀληθείας δὲν «ἔμελε περὶ οὐδενός», διότι δὲν «ἔβλεπεν εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων». Δὲν ἐπηρεαζόταν ἀπὸ ἰδέες καὶ φιλοσοφίες ἀνθρώπων τοῦ κόσμου, οὔτε χαριζόταν σὲ πρόσωπα. Μιμούμενος τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο δὲν φοβήθηκε νὰ ἐλέγξει κατὰ πρόσωπο τὸν τότε βασιλέα Παῦλο καὶ τὸν τότε πρωθυπουργὸ Κων. Καραμανλῆ, γιὰ τὴ φανερὴ καὶ σκανδαλώδη ὑποστήριξή τους πρὸς τὴ μασονία. Οὔτε τὴ βασίλισσα Φρειδερίκη δίστασε νὰ ἐλέγξει γιὰ τὴ στάση της καὶ τὴν πρόσκλισή της πρὸς τὸν βουδισμό. Καὶ αὐτὰ σὲ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία τὰ ἀνωτέρω πρόσωπα ἀπελάμβαναν τὴν ἐκτίμηση τοῦ λαοῦ.
Ἐπίσης δὲν ἐδειλίασε νὰ ἐλέγξει καὶ τὴν ἡγεσία τῆς στρατιωτικῆς δικτατορίας. Κατὰ τὰ δύσκολα χρόνια τῆς τριπλῆς Κατοχῆς τῆς Ἑλλάδος – Γερμανικῆς, Ἰταλικῆς, Βουλγαρικῆς – ἐστράφη ἀπ’ ἄμ βωνος ἐπανειλημμένως κατὰ τῶν κατακτητῶν μὲ παρρησία καὶ σθένος, διακινδυνεύοντας τὴ ζωή του. Παράλληλα στήριζε τὸν δεινοπαθοῦντα ἑλληνικὸ λαὸ μὲ τὰ ἐθνικά του κηρύγματα καὶ τοῦ συμπαρίστατο ἔμπρακτα μὲ συσσίτια. Μόνο στὴν Κοζάνη λειτουργοῦσαν συσσίτια ὑπὸ τὴν ἐποπτεία του μὲ 8.000 σιτιζομένους καθημερινῶς.
Ὁμολογητὴς καὶ ὑπερασπιστὴς τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων, τόλμησε νὰ διακόψει, μὲ ἄλλους δύο Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὸ μνημόσυνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, γιὰ τὰ ἀνοίγματα καὶ τὶς ὑποχωρήσεις του πρὸς τοὺς Παπικοὺς καὶ τὸν Οἰκουμενισμό. Οἱ τρεῖς λέξεις τοῦ πτηνοῦ τῆς ἐρήμου, τοῦ προφήτου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου πρὸς τὸν σκληρὸ βασιλέα Ἡρώδη «οὐκ ἔξεστί σοι» (δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται), ἦταν οἱ πιὸ συνηθισμένες στὸ λεξιλόγιο τοῦ πύρινου αὐτοῦ ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος ἔλαμψε μὲ τὸν χριστομίμητο βίο του. Ἄλλωστε γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ κήρυγμά του γινόταν ἄμεσα ἀποδεκτὸ καὶ μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία, ἔχει κάθε λόγο νὰ καυχᾶται γιὰ τὸν σεπτὸ ἱεράρχη καὶ πρόμαχο τῆς πίστεως, τὸν πύρινο κήρυκα τοῦ λόγου, τὸν ἀκούραστο κοινωνικὸ ἐργάτη, τοῦ ὁποίου τὰ πνευματικὰ τέκνα διακονοῦν τὴν Ἐκκλησία ὡς λαϊκοὶ ἱεροκήρυκες, ὡς μοναχοί, ὡς ἱερεῖς, ὡς ἡγούμενοι Ἱερῶν Μονῶν καὶ Ἀδελφοτήτων καὶ ὡς ἐπίσκοποι. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἑλλὰδα ἔχει κάθε λόγο νὰ εὐγνωμονεῖ καὶ νὰ καυχᾶται γιὰ τὸν ἀοίδιμο ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο Καντιώτη. Διό τι σὲ χρόνια δίσεκτα εἶχε σταθεῖ δίπλα ὄχι μόνο στὸν δοκιμαζόμενο λαό, ἀλλὰ καὶ στοὺς μαχόμενους στρατιῶτες καὶ ὑπερασπιστὲς τῆς πατρίδος μὲ αὐτοθυσία, ἀπέραντη στοργή καὶ ἔμπρακτη συμπαράσταση.
Δοξάζουμε τὸν Θεό, διότι ἐχάρισε στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Ὀρθοδοξία τέτοιον πύρινο προφήτη - ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δόξασε τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τώρα ἀντιδοξάζεται ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς δόξης. Συγχρόνως δεόμεθα ὁλόψυχα στὸν
θεῖο Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀναδείξει καὶ ἄλλους ἀνταξίους ἐπισκόπους, ὁμολογητὲς καὶ κήρυκες τῆς ἀληθείας, προασπιστὲς τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ τῶν ἑλληνικῶν ἰδανικῶν, μάλιστα στοὺς σημερινοὺς δυσχειμέρους καιρούς μας.
 
 http://thriskeftika.blogspot.com/(αναδημοσίευση)

῾H Γέννηση τῆς Θεοτόκου


Τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
Ή ευλάβεια πού δείχνει ή Εκκλησία στην Πανα­γία ριζώνει στην υπακοή της στον Θεό, στην εκούσια επιλογή της να δεχθεί μια πρόσκληση αδύνατη στα ανθρώπινα μέτρα. Ή Ορθόδοξη Εκκλησία ανέκαθεν τόνιζε τη σύνδεση της Παναγίας με τον άνθρωπο και χαίρεται γι' αυτήν και τη θεωρεί ως τον καλύτερο, καθαρότερο και πιο υπέροχο καρπό της ανθρώπινης Ιστορίας και της αναζητήσεως τού Θεού από τον άν­θρωπο, της αναζητήσεως τού έσχατου νοήματος, τού έσχατου περιεχομένου της ζωής τού άνθρωπου. 'Αν στη Δυτική Χριστιανοσύνη ή ευλάβεια προς την Πα­ναγία περιστράφηκε γύρω από την άειπαρθενία της, ή καρδιά της ευλάβειας, της σκέψεως και της αγά­πης της Ορθόδοξης Ανατολής προς την Παναγία, υ­πήρξε πάντοτε ή Μητρότητα της, ή σχέση σαρκός και αίματος πού είχε με τον Ιησού Χριστό. Ή Ανα­τολή χαίρεται πού ό ρόλος τού ανθρώπου είναι βα­σικός στο θειο σχέδιο. Ό Υιός τού Θεού έρχεται στη γη, ό Θεός εμφανίζεται για να λυτρώσει τον κόσμο, γίνεται άνθρωπος για να ενσωματώσει τον άνθρωπο στη θεϊκή του κλήση, και σ' αυτό συμμετέχει ολόκλη­ρη ή ανθρωπότητα. 'Αν αντιληφθούμε πώς ή κοινή φύση τού Χριστού με τη δική μας είναι ή μεγαλύτε­ρη χαρά και το μεγαλύτερο βάθος τού Χριστιανι­σμού, ότι ό Χριστός είναι γνήσιος άνθρωπος κι όχι κάποιο φάντασμα ή κάποιο ασώματο φαινόμενο, ότι είναι κάποιος από μας και παραμένει αιωνίως ενω­μένος μαζί μας μέσω της ανθρώπινης φύσεως Του, τότε ή ευλάβεια προς την Παναγία γίνεται κατανοη­τή , επειδή αυτή τού προσέφερε την ανθρώπινη φύση, τη σάρκα και το αίμα Του. Αυτή δίνει τη δυνατότητα στον Χριστό να ονομάζεται πάντοτε "Υιός τού Άν­θρωπου".
Υιός τού Θεού, Υιός τού Άνθρωπου... ό Θεός πού κατήλθε κι έγινε άνθρωπος, ώστε να μπορέσει ό άνθρωπος να εξαγιαστεί, να μπορέσει να γίνει κοι­νωνός "θείας φύσεως" (Β' Πέτρου 1, 4), ή, σύμφωνα με την έκφραση των διδασκάλων της Εκκλησίας, να "θεωθεί". Ακριβώς εδώ, σ' αυτή την εξαιρετική απο­κάλυψη της αυθεντικής φύσεως και κλήσεως τού άνθρωπου, βρίσκεται ή πηγή αυτής της ευγνωμοσύ­νης και τρυφεράδας πού περιβάλλει τη Θεοτόκο, ως σύνδεσμο μας με τον Χριστό, και μέσω Αυτού με τον Θεό. Πουθενά δε άλλου δεν αντικατοπτρίζεται αυτό καλύτερα απ' ό,τι στη γέννηση της Θεοτόκου. Σε κανένα όμως σημείο της άγιας Γραφής δεν ανα­φέρεται τίποτε γι' αυτό το γεγονός. Γιατί όμως θα έπρεπε να αναφέρεται; Υπάρχει κάτι το αξιόλογο, κάτι το ιδιαίτερα μοναδικό στη συνηθισμένη γέννηση ενός παιδιού, σε μια γέννα όπως όλες οι άλλες; 'Αν όμως ή Εκκλησία άρχισε να μνημονεύει το γεγο­νός με μια ιδιαίτερη εορτή, αυτό δεν έγινε επειδή ή γέννα καθαυτή ήταν κάτι το μοναδικό ή θαυματουρ­γικό ή ασυνήθιστο γεγονός. Το αντίθετο, μάλιστα.
Το ότι είναι τόσο συνηθισμένο γεγονός αποκαλύ­πτει μια φρεσκάδα και μια λάμψη όσον άφορα το καθετί πού αποκαλούμε "ρουτίνα" και συνηθισμένο, και δίνει νέο βάθος στις "ασήμαντες" λεπτομέρειες της ζωής του άνθρωπου. Τι παρατηρούμε στην εικό­να της εορτής, όταν την αντικρίζουμε με τα πνευμα­τικά μας μάτια; Πάνω σ' ένα κρεβάτι είναι ξαπλω­μένη μια γυναίκα, ή 'Άννα, σύμφωνα με την εκκλη­σιαστική παράδοση, πού μόλις έχει γεννήσει μια κόρη. Δίπλα της είναι ό πατέρας του παιδιού, ό Ιω­ακείμ, σύμφωνα πάλι με την ίδια παράδοση. Λίγες γυναίκες στέκονται εκεί κοντά, πού πλένουν το νεο­γέννητο για πρώτη φορά. Το πιο συνηθισμένο, δη­λαδή, και απαρατήρητο γεγονός. 'Ή δεν είναι έτσι; Μήπως ή Εκκλησία θέλει, μέσα απ' αυτή την εικόνα, να μας πει πώς ή κάθε γέννα, ή είσοδος κάθε νέου άνθρωπου στον κόσμο και στη ζωή, δεν είναι παρά ένα μέγιστο θαύμα, ένα θαύμα πού διαρρηγνύει κά­θε ρουτίνα, επειδή σημαδεύει την αρχή κάποιου γε­γονότος δίχως τέλος, την αρχή μιας μοναδικής και ανεπανάληπτης ζωής, την αρχή ενός νέου προσώπου; Με κάθε γέννα ό κόσμος δημιουργείται, κατά μία έννοια, εξ αρχής, και προσφέρεται ως δώρο σ' αυτόν το νέο άνθρωπο για να είναι ή ζωή του, ό δρόμος του, ή δημιουργία του.
Κατ' αρχάς, αυτή ή γιορτή δεν είναι παρά ένας γενικός εορτασμός της γεννήσεως του άνθρωπου, και, όπως λέει το Ευαγγέλιο, δεν θυμόμαστε πλέον την αγωνία "διά την χαράν ότι έγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον" (Ίωάν. 16,21). Δεύτερον, τώρα γνω­ρίζουμε αυτόν τού όποιου την ιδιαίτερη γέννηση και τον ερχομό εορτάζουμε: την Παναγία. Γνωρίζουμε τη μοναδικότητα, την ομορφιά, τη χάρη ακριβώς αυ­τού τού παιδιού, τον προορισμό του, τη σημασία του για μας και για ολόκληρο τον κόσμο. Και τρίτον, γιορτάζουμε όλους όσοι προετοίμασαν τον δρόμο της Παναγίας, πού συνέβαλαν στο να κληρονομήσει τη χάρη και την ομορφιά. Σήμερα πολλοί άνθρωποι μιλούν για κληρονομικότητα, άλλα μόνο με μια αρ­νητική, ύποδουλωτική και αιτιοκρατική έννοια. Ή Εκκλησία πιστεύει σε μια θετική και πνευματική κληρονομικότητα. Πόση πίστη, πόση καλωσύνη, πό­σες γενιές ανθρώπων πού αγωνίστηκαν να ζήσουν την αγιότητα, δεν χρειάστηκαν πριν το δένδρο της ιστορίας μπορέσει να βγάλει ένα τέτοιο υπέροχο και ευωδιαστό λουλούδι -την Παρθένο Παναγία! Γι' αυ­τό ή εορτή της Γεννήσεως της είναι ένας εορτασμός της ανθρώπινης ιστορίας, εορτασμός της πίστεως στον άνθρωπο, ένας εορτασμός τού άνθρωπου. Δυ­στυχώς όμως, ή κληρονομιά τού κακού είναι πολύ πιο ορατή και γνωστή σήμερα. Υπάρχει τόσο κακό γύρω μας, ώστε αυτή ή πίστη στον άνθρωπο, στην ελευθερία του, στη δυνατότητα του να παραδίδει στις μελλοντικές γενιές μια φωτεινή κληρονομιά καλοσύνης έχει σχεδόν εξατμιστεί κι έχει αντικατασταθεί από τον κυνισμό και την υποψία... Αυτός ό εχθρικός κυνισμός και ή αποθαρρυντική υποψία είναι ακρι­βώς ό,τι μας κάνει ν' απομακρυνόμαστε από την Εκ­κλησία, τη στιγμή πού αυτή γιορτάζει, με τέτοια χα­ρά και πίστη, τη γέννηση ενός κοριτσιού, στο όποιο συγκεντρώνεται όλη ή καλοσύνη, ή πνευματική ομορ­φιά, ή αρμονία και ή τελειότητα, πού είναι στοιχεία της γνήσιας ανθρώπινης φύσεως. Μέσα απ' αυτό το νεογέννητο κορίτσι, ό Χριστός -το δώρο του Θεού, ή συνάντηση μαζί Του - έρχεται ν' αγκαλιάσει τον κόσμο. Εορτάζοντας έτσι τη γέννηση της Παναγίας, βρισκόμαστε ήδη στον δρόμο προς τη Βηθλεέμ, κι­νούμενοι προς το χαρμόσυνο μυστήριο της Παναγίας ως Θεοτόκου.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Παναγία», ἐκδ. Ἀκρίτας

«Πειραϊκή Εκκλησία» • Σεπτέμβριος 2009, τ. 207

῾Ο γέροντας Παΐσιος γιά τήν Ψυχολογία καί Ψυχιατρική πού δέν παραδέχεται τήν ψυχή





Γ7. Προς Βασίλειον

Τίμιος Σταυρός 23/7/1977

Αγαπητέ μου αδελφέ κύριε Βασίλειε,

«Χαίρε εν Κυρίω»

Διάβασα το βιβλίο σας [και], αν και εγώ δεν είμαι αρμόδιος, θα σας πω το λογισμό μου επάνω σ’ αυτά που μου γράφετε, μια που το ζητάτε.

Κατ’ αρχάς ο τίτλος του βιβλίου «Ψυχολογία» [1] δεν μου άρεσε.

Μέσα έχει πολλά καλά – και πολύ θα βοηθήσουν τους νέους- αλλά και πολλά από αυτά, εάν δεν τα γνώριζαν οι νέοι ( τα λέγατε μόνο στους εκπαιδευτικούς ), θα βοηθούσαν καλύτερα.

Επίσης, εάν περισσότερο τα παρουσιάζετε τα πράγματα πνευματικά –παρά επιστημονικά- θα βοηθιόντουσαν πιο θετικά (με το να συλλάβουν το βαθύτερο νόημα της ζωής) να έλθη η Θεία Χάρις με τη θεία παρηγοριά, για να νοιώθουν χαρούμενα τα παιδιά και να μην καταφεύγουν σε χαμηλές και μάταιες χαρές, που δεν ξεδιψάνε την ψυχή, αλλά την καίνε περισσότερο.

Ο άνθρωπος, που δεν πιστεύει στο Θεό και στη μέλλουσα αιώνια ζωή, καταδικάζει αιώνια τη ψυχή του, και μένει απαρηγόρητος και σ’ αυτή τη ζωή. Νομίζω ότι όλη η προσπάθεια πρέπει να γίνη σ’ αυτή την κατεύθυνση∙ διότι βλέπουμε σχεδόν όλη την Ευρώπη που διέθεσε όλη την επιστήμη (την ανθρώπινη γνώση), για να διορθώση [δήθεν] την εικόνα του Θεού∙ αλλά για να μην είναι [ενν. επειδή δεν είναι] οι ίδιοι (σχεδόν όλοι) στραμμένοι προς τον Θεόν, και [για] να [μη] ζητάνε και την θεία Του επέμβαση, ταλαιπωρούνται συνέχεια, και ταλαιπωρούν συνέχεια μικρούς και μεγάλους∙ και από την φύση [Εννοεί, το φυσικό περιβάλλον], την οποία σιγά-σιγά παραμορφώνουν, άρχισαν να παραμορφώνουν και τους ανθρώπους, και να τους «περιποιούνται» στα ψυχιατρεία με ηλεκτροσόκ. Ο Θεός να μας ελεήση.

Συγχώρεσέ με, τα γράφω με πόνο, γιατί βλέπω την καημένη την νεολαία εγκαταλειμμένη από πνευματικούς, γιατί οι περισσότεροι [πνευματικοί] ασχολούνται με την πρόνοια (ενώ υπάρχει η κοινωνική πρόνοια και κάνει πιο καλύτερα τη δουλειά της στον τομέα αυτό), και το έργο του πνευματικού (δυστυχώς), το κάνουν ψυχίατροι [2], που οι περισσότεροι δεν παραδέχονται ψυχή, ή την παραδέχονται με τον δικό τους τρόπο, και να μην αναγνωρίζουν (ενν: δεν αναγνωρίζουν) την αξία της ψυχής, που μια ψυχή αξίζει περισσότερο από όλον τον κόσμο, καθώς μα λέει ο Χριστός.

Εάν δεν υπήρχαν και τα ψυχολογικά βιβλία και τα ψυχολογικά βιβλία, θα έχουμε λιγότερες  αυτοκτονίες, γιατί πολλοί που τα διαβάζουν, καταδικάζουν τον εαυτό τους, ενώ η χάρις του Θεού διώχνει και τα κληρονομικά και σκορπάει και χαρά.

Εάν το επανεκδώσετε, δώστε «τα πρωτεία στα Αναστάσιμα».

Με πολλή αγάπη Χριστού
Ο αδελφός σας
Μον. Παϊσιος





__________________________

[1] Ο Γέροντας, ενώ συνιστούσε στους ασθενείς να συμβουλεύωνται χριστιανούς ιατρούς -«διότι τους φωτίζει ο Θεός» κατά το λόγιό του- είχε εκφράσει επανειλημμένως την απαρέσκειά του προς τα «ψυχολογικά» βιβλία, αλλά και προς αυτή την ίδια την «ψυχολο­γία» και την «ψυχιατρική» η οποία ασκείται από επιστήμονες και ιατρούς, οι οποίοι δεν πιστεύουν στην ύπαρξη της ανθρώπινης ψυχής, όπως δέχεται αυτήν η θεολογία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Όντας ο ίδιος βαθύς γνώστης, Χάριτι Θεού, του μυ­στηρίου της ενοικούσης στον άνθρωπο λογικής και νοεράς ψυχής, των φυσιολογικών αλλά και των παθολογικών εκδηλώσεών της, στενοχωριόταν και υπέφερε πολύ, όταν έβλεπε τις βαριές αστοχίες και τα λάθη στην αντιμετώπιση των ασθενών αυτών, τα οποία είχαν σοβαρότατες συνέπειες για τον ασθενή και το περιβάλλον του.
Δεδομένου δε ότι οι πλείστοι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι της ψυχια­τρικής θεωρούν ότι τα «ψυχικά φαινόμενα» έχουν μόνον βιολο­γικό υπόβαθρο –θεώρηση, η οποία συνιστά άρνηση της ύπαρξης άυλης, νοερής και λογικής ψυχής στον άνθρωπο- ήταν πολύ επι­φυλακτικός ή αρνητικός για πολλές «θεραπείες» που εφάρμοζαν οι προαναφερθέντες ψυχίατροι.
Ο Γέροντας θεωρούσε ότι τα αίτια των περισσοτέρων ψυχικών ασθενειών είναι πνευματικά και ότι τα «ψυχοφάρμακα» δεν θε­ραπεύουν, αλλά έχουν μόνον κατασταλτικό χαρακτήρα, και ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται με φειδώ σε περιπτώσεις πα­σχόντων «ψυχασθενών», έως ότου καταστή εφικτή η επικοινωνία με αυτούς.

[2] Ο Γέροντας θλίβεται και πονά, διότι διαπιστώνει ότι πολλοί πνευ­ματικοί (εξομολόγοι) έχουν εγκαταλείψει το κύριο έργο τους -που είναι η διαποίμανση των νέων- και ασχολούνται με έργα δευ­τερεύοντα. Ταυτόχρονα δηλώνει την σαφή αντίθεσή του προς την ανάθεση του έργου των πνευματικών σε ψυχιάτρους -και φυσι­κά και προς την περίπου ταυτόσημη μεταποίηση των πνευμα­τικών σε ψυχιάτρους, που επιχειρείται στις ημέρες μας. Το απο­τέλεσμα είναι ν' αυξάνουν οι τρόφιμοι των ψυχιατρείων και οι αυτοκτονίες, ενώ αυτά θα περιορίζονταν δραστικά, εάν η Εκκλη­σία μας διέθετε πολλούς θεοφώτιστους πνευματικούς!


(Από το βιβλίο: «ΚΕΙΜΕΝΑ-ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Γέροντος ΠΑΪΣΙΟΥ του ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ 1924-1994», ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΑΓΙΟΤΟΚΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, Θεσσαλονίκη 2009, ΝΙΚΟΛΑΟΣ Α. ΖΟΥΡΝΑΤΖΟΓΛΟΥ ΕΠΙΣΜΗΝΑΓΟΣ Ε.Α.)

Πηγή:http://www.alopsis.gr