«Καὶ ἐξάρας τοὺς πόδας αὐτοῦ ἐτελεύτησεν» ὁ ὑπεραιωνόβιος Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἑορδαίας κυρὸς Αὐγουστῖνος (Καντιώτης). Ἔπειτα ἀπὸ 104 ἔτη ζωῆς σίγησε ὁριστικῶς πλέον ἡ προφητικὴ φωνή του στὴ γῆ, τὸ βροντῶδες ἀφυπνιστικὸ κήρυγμά του. Ἀλλὰ τὸ πλουσιότατο κοινωνικὸ καὶ συγγραφικό του ἔργο – ἔγραψε περισσότερα ἀπὸ 80 βιβλία – καὶ τὸ φωτεινὸ παράδειγμά του θὰ συνεχίζουν νὰ ἐμπνέουν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Αὐγουστῖνος ὑπῆρξε προσωπικότητα κατ’ ἐξοχὴν δυναμική, πολύπλευρη, πολυμαθὴς καὶ ὀξυδερκὴς μὲ ὁσιακὴ βιοτή. Γι’ αὐτὸ σελάγισε ὡς ἀστέρας φωτεινότατος στὸ στερέωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καθόλο σχεδὸν τὸν περασμένο αἰώνα......
Λαμπρὸς καὶ ἀκατηγόρητος, εὐθὺς καὶ ὁλόφωτος, ἄκαμπτος, πύρινος καὶ πνευματοφόρος, ἀτρόμητος καὶ ἀνυποχώρητος, οἰκοδομοῦσε τὸν λαό. Συγκινοῦσε, συνήγειρε, ἠλέκτριζε τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μακαριστὸς ἱεράρχης μόνον τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του εἶχε πρὸ ὀφθαλμῶν. Εἴτε ἔγραφε εἴτε κήρυττε εἴτε νουθετοῦσε κατ’ ἰδίαν, μὲ εὐθύτητα καὶ καταπληκτικὴ εἰλικρίνεια «τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐδίδασκεν ἐν ἀληθείᾳ», χωρὶς περιστροφές, ἀδιαφορώντας ἂν θὰ ἀποκτή σει ἐχθροὺς ἢ δι ῶκτες. Ὁ λόγος του δὲν «ἔκνηθε τὴν ἀκοήν». Πολεμοῦσε τὴν αἵρεση, ἤλεγχε τὴν ἁμαρτία, ἐπαινοῦσε τὴν ἀρετή, ἐνθουσίαζε τὸν ἁγνὸ ἀγωνιστὴ τῆς πίστεως.
Τὸν φλογερὸ κήρυκα τῆς ἀληθείας δὲν «ἔμελε περὶ οὐδενός», διότι δὲν «ἔβλεπεν εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων». Δὲν ἐπηρεαζόταν ἀπὸ ἰδέες καὶ φιλοσοφίες ἀνθρώπων τοῦ κόσμου, οὔτε χαριζόταν σὲ πρόσωπα. Μιμούμενος τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο δὲν φοβήθηκε νὰ ἐλέγξει κατὰ πρόσωπο τὸν τότε βασιλέα Παῦλο καὶ τὸν τότε πρωθυπουργὸ Κων. Καραμανλῆ, γιὰ τὴ φανερὴ καὶ σκανδαλώδη ὑποστήριξή τους πρὸς τὴ μασονία. Οὔτε τὴ βασίλισσα Φρειδερίκη δίστασε νὰ ἐλέγξει γιὰ τὴ στάση της καὶ τὴν πρόσκλισή της πρὸς τὸν βουδισμό. Καὶ αὐτὰ σὲ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία τὰ ἀνωτέρω πρόσωπα ἀπελάμβαναν τὴν ἐκτίμηση τοῦ λαοῦ.
Ἐπίσης δὲν ἐδειλίασε νὰ ἐλέγξει καὶ τὴν ἡγεσία τῆς στρατιωτικῆς δικτατορίας. Κατὰ τὰ δύσκολα χρόνια τῆς τριπλῆς Κατοχῆς τῆς Ἑλλάδος – Γερμανικῆς, Ἰταλικῆς, Βουλγαρικῆς – ἐστράφη ἀπ’ ἄμ βωνος ἐπανειλημμένως κατὰ τῶν κατακτητῶν μὲ παρρησία καὶ σθένος, διακινδυνεύοντας τὴ ζωή του. Παράλληλα στήριζε τὸν δεινοπαθοῦντα ἑλληνικὸ λαὸ μὲ τὰ ἐθνικά του κηρύγματα καὶ τοῦ συμπαρίστατο ἔμπρακτα μὲ συσσίτια. Μόνο στὴν Κοζάνη λειτουργοῦσαν συσσίτια ὑπὸ τὴν ἐποπτεία του μὲ 8.000 σιτιζομένους καθημερινῶς.
Ὁμολογητὴς καὶ ὑπερασπιστὴς τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων, τόλμησε νὰ διακόψει, μὲ ἄλλους δύο Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὸ μνημόσυνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, γιὰ τὰ ἀνοίγματα καὶ τὶς ὑποχωρήσεις του πρὸς τοὺς Παπικοὺς καὶ τὸν Οἰκουμενισμό. Οἱ τρεῖς λέξεις τοῦ πτηνοῦ τῆς ἐρήμου, τοῦ προφήτου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου πρὸς τὸν σκληρὸ βασιλέα Ἡρώδη «οὐκ ἔξεστί σοι» (δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται), ἦταν οἱ πιὸ συνηθισμένες στὸ λεξιλόγιο τοῦ πύρινου αὐτοῦ ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος ἔλαμψε μὲ τὸν χριστομίμητο βίο του. Ἄλλωστε γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ κήρυγμά του γινόταν ἄμεσα ἀποδεκτὸ καὶ μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία, ἔχει κάθε λόγο νὰ καυχᾶται γιὰ τὸν σεπτὸ ἱεράρχη καὶ πρόμαχο τῆς πίστεως, τὸν πύρινο κήρυκα τοῦ λόγου, τὸν ἀκούραστο κοινωνικὸ ἐργάτη, τοῦ ὁποίου τὰ πνευματικὰ τέκνα διακονοῦν τὴν Ἐκκλησία ὡς λαϊκοὶ ἱεροκήρυκες, ὡς μοναχοί, ὡς ἱερεῖς, ὡς ἡγούμενοι Ἱερῶν Μονῶν καὶ Ἀδελφοτήτων καὶ ὡς ἐπίσκοποι. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἑλλὰδα ἔχει κάθε λόγο νὰ εὐγνωμονεῖ καὶ νὰ καυχᾶται γιὰ τὸν ἀοίδιμο ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο Καντιώτη. Διό τι σὲ χρόνια δίσεκτα εἶχε σταθεῖ δίπλα ὄχι μόνο στὸν δοκιμαζόμενο λαό, ἀλλὰ καὶ στοὺς μαχόμενους στρατιῶτες καὶ ὑπερασπιστὲς τῆς πατρίδος μὲ αὐτοθυσία, ἀπέραντη στοργή καὶ ἔμπρακτη συμπαράσταση.
Δοξάζουμε τὸν Θεό, διότι ἐχάρισε στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Ὀρθοδοξία τέτοιον πύρινο προφήτη - ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δόξασε τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τώρα ἀντιδοξάζεται ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς δόξης. Συγχρόνως δεόμεθα ὁλόψυχα στὸν
θεῖο Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀναδείξει καὶ ἄλλους ἀνταξίους ἐπισκόπους, ὁμολογητὲς καὶ κήρυκες τῆς ἀληθείας, προασπιστὲς τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ τῶν ἑλληνικῶν ἰδανικῶν, μάλιστα στοὺς σημερινοὺς δυσχειμέρους καιρούς μας.
Λαμπρὸς καὶ ἀκατηγόρητος, εὐθὺς καὶ ὁλόφωτος, ἄκαμπτος, πύρινος καὶ πνευματοφόρος, ἀτρόμητος καὶ ἀνυποχώρητος, οἰκοδομοῦσε τὸν λαό. Συγκινοῦσε, συνήγειρε, ἠλέκτριζε τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μακαριστὸς ἱεράρχης μόνον τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του εἶχε πρὸ ὀφθαλμῶν. Εἴτε ἔγραφε εἴτε κήρυττε εἴτε νουθετοῦσε κατ’ ἰδίαν, μὲ εὐθύτητα καὶ καταπληκτικὴ εἰλικρίνεια «τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐδίδασκεν ἐν ἀληθείᾳ», χωρὶς περιστροφές, ἀδιαφορώντας ἂν θὰ ἀποκτή σει ἐχθροὺς ἢ δι ῶκτες. Ὁ λόγος του δὲν «ἔκνηθε τὴν ἀκοήν». Πολεμοῦσε τὴν αἵρεση, ἤλεγχε τὴν ἁμαρτία, ἐπαινοῦσε τὴν ἀρετή, ἐνθουσίαζε τὸν ἁγνὸ ἀγωνιστὴ τῆς πίστεως.
Τὸν φλογερὸ κήρυκα τῆς ἀληθείας δὲν «ἔμελε περὶ οὐδενός», διότι δὲν «ἔβλεπεν εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων». Δὲν ἐπηρεαζόταν ἀπὸ ἰδέες καὶ φιλοσοφίες ἀνθρώπων τοῦ κόσμου, οὔτε χαριζόταν σὲ πρόσωπα. Μιμούμενος τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο δὲν φοβήθηκε νὰ ἐλέγξει κατὰ πρόσωπο τὸν τότε βασιλέα Παῦλο καὶ τὸν τότε πρωθυπουργὸ Κων. Καραμανλῆ, γιὰ τὴ φανερὴ καὶ σκανδαλώδη ὑποστήριξή τους πρὸς τὴ μασονία. Οὔτε τὴ βασίλισσα Φρειδερίκη δίστασε νὰ ἐλέγξει γιὰ τὴ στάση της καὶ τὴν πρόσκλισή της πρὸς τὸν βουδισμό. Καὶ αὐτὰ σὲ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία τὰ ἀνωτέρω πρόσωπα ἀπελάμβαναν τὴν ἐκτίμηση τοῦ λαοῦ.
Ἐπίσης δὲν ἐδειλίασε νὰ ἐλέγξει καὶ τὴν ἡγεσία τῆς στρατιωτικῆς δικτατορίας. Κατὰ τὰ δύσκολα χρόνια τῆς τριπλῆς Κατοχῆς τῆς Ἑλλάδος – Γερμανικῆς, Ἰταλικῆς, Βουλγαρικῆς – ἐστράφη ἀπ’ ἄμ βωνος ἐπανειλημμένως κατὰ τῶν κατακτητῶν μὲ παρρησία καὶ σθένος, διακινδυνεύοντας τὴ ζωή του. Παράλληλα στήριζε τὸν δεινοπαθοῦντα ἑλληνικὸ λαὸ μὲ τὰ ἐθνικά του κηρύγματα καὶ τοῦ συμπαρίστατο ἔμπρακτα μὲ συσσίτια. Μόνο στὴν Κοζάνη λειτουργοῦσαν συσσίτια ὑπὸ τὴν ἐποπτεία του μὲ 8.000 σιτιζομένους καθημερινῶς.
Ὁμολογητὴς καὶ ὑπερασπιστὴς τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων, τόλμησε νὰ διακόψει, μὲ ἄλλους δύο Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὸ μνημόσυνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, γιὰ τὰ ἀνοίγματα καὶ τὶς ὑποχωρήσεις του πρὸς τοὺς Παπικοὺς καὶ τὸν Οἰκουμενισμό. Οἱ τρεῖς λέξεις τοῦ πτηνοῦ τῆς ἐρήμου, τοῦ προφήτου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου πρὸς τὸν σκληρὸ βασιλέα Ἡρώδη «οὐκ ἔξεστί σοι» (δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται), ἦταν οἱ πιὸ συνηθισμένες στὸ λεξιλόγιο τοῦ πύρινου αὐτοῦ ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος ἔλαμψε μὲ τὸν χριστομίμητο βίο του. Ἄλλωστε γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ κήρυγμά του γινόταν ἄμεσα ἀποδεκτὸ καὶ μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία, ἔχει κάθε λόγο νὰ καυχᾶται γιὰ τὸν σεπτὸ ἱεράρχη καὶ πρόμαχο τῆς πίστεως, τὸν πύρινο κήρυκα τοῦ λόγου, τὸν ἀκούραστο κοινωνικὸ ἐργάτη, τοῦ ὁποίου τὰ πνευματικὰ τέκνα διακονοῦν τὴν Ἐκκλησία ὡς λαϊκοὶ ἱεροκήρυκες, ὡς μοναχοί, ὡς ἱερεῖς, ὡς ἡγούμενοι Ἱερῶν Μονῶν καὶ Ἀδελφοτήτων καὶ ὡς ἐπίσκοποι. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἑλλὰδα ἔχει κάθε λόγο νὰ εὐγνωμονεῖ καὶ νὰ καυχᾶται γιὰ τὸν ἀοίδιμο ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο Καντιώτη. Διό τι σὲ χρόνια δίσεκτα εἶχε σταθεῖ δίπλα ὄχι μόνο στὸν δοκιμαζόμενο λαό, ἀλλὰ καὶ στοὺς μαχόμενους στρατιῶτες καὶ ὑπερασπιστὲς τῆς πατρίδος μὲ αὐτοθυσία, ἀπέραντη στοργή καὶ ἔμπρακτη συμπαράσταση.
Δοξάζουμε τὸν Θεό, διότι ἐχάρισε στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Ὀρθοδοξία τέτοιον πύρινο προφήτη - ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δόξασε τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τώρα ἀντιδοξάζεται ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς δόξης. Συγχρόνως δεόμεθα ὁλόψυχα στὸν
θεῖο Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀναδείξει καὶ ἄλλους ἀνταξίους ἐπισκόπους, ὁμολογητὲς καὶ κήρυκες τῆς ἀληθείας, προασπιστὲς τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ τῶν ἑλληνικῶν ἰδανικῶν, μάλιστα στοὺς σημερινοὺς δυσχειμέρους καιρούς μας.
http://thriskeftika.blogspot.com/(αναδημοσίευση)