Σαράντα μέρες πολεμᾶ ὁ Μωχαμὲτ νὰ πάρη
τὴν Πόλη τὴν μεγάλη.
Σαράντα μέρες ἔκαμεν ὁ 'γούμενος τὸ ψάρι
στὰ χείλη του νὰ βάλη.
Ἀπ' τὲς σαράντα κι ὕστερα, πεθύμησε νὰ φάγη
τηγανισμένο ψάρι.
– Ἂν μᾶς φυλάγ' ἡ Παναγιὰ καθὼς μᾶς ἐφυλάγει,
τὴν Πόλη ποιὸς θὰ πάρη;
Ρίχτει τὰ δίχτυα στὸν γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
– Θεὸς νὰ τὰ βλογήση!
Τὸ λάδι βάλλει στὴν φωτιὰ μὲς στ' ἀργυρὸ τηγάνι,
γιὰ νὰ τὰ τηγανίση.
Τὰ τηγανίζ' ἀπὸ τὴν μιὰ, καὶ πὰ' νὰ τὰ γυρίση
κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος.
Ὁ παραγιὸς του βιαστικὰ πετᾶ νὰ τοῦ μιλήση,
καὶ τὰ ’χασεν ὁ γέρος!
– Μὴν τηγανίζης, γέροντα, καὶ μόσχισε τὸ ψάρι
στὴν Πόλη τὴν μεγάλη!
Τὴν Πόλη τὴν ἐξακουστὴ οἱ Τοῦρκοι ἔχουν πάρει,
μᾶς κόβουν τὸ κεφάλι!
– Στὴν Πόλη Τούρκου δὲν πατοῦν κι Ἀγαρηνοῦ ποδάρια!
Μὲ φαίνεται σὰν ψεύμα!
Μ' ἂν εἶν' ἀλήθεια τὸ κακό, νὰ σηκωθοῦν τὰ ψάρια
νὰ πέσουν μὲς στὸ ρεῦμα!
Ἀκὸμ' ὁ λόγος βάσταγε, τὰ ψάρι' ἀπ' τὸ τηγάνι,
τὴν μιὰ μεριὰ ψημένα,
πηδήξανε κι ἐπέσανε στῆς λίμνης τὴν λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.
Ἀκὸμ' ὥς τώρα πλέουνε, κόκκιν' ἀπὸ τὸ μέρος,
ὅπου τὰ εἶχε ψήσει.
Πηγή:http://www.agiazoni.gr