Όταν πέθανε ο πατέρας του ο Πορφύρης ήτανε δώδεκα χρονώ. Είδε που φέρανε από το χωράφι τo ξυλιασμένο κορμί, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα. Μαζεύτηκε το χωριό, είπανε πως τον χτύπησε το μουλάρι στα νεφρά.
Η μάνα του Πορφύρη είχε οχτώ παιδιά. Έκλαψε τον σκοτωμένο μέρες και νύχτες όσο μπορούν να κλάψουν δυό μάτια ανθρώπινα. Ύστερα ήρθε ο παπάς στο σπίτι, να κουβεντιάσουν με τη μάνα για τα παιδιά. Είπανε, να κρατήσει η χήρα τα μισά, τ' άλλα μισά να βρουν αλλού ψωμί.
Ο παπάς έστειλε τα δυό μεγάλα αγόρια στη χώρα, στη δούλεψη του Δεσπότη. Ίσως αργότερα να πήγαιναν και στο σχολειό. Τη μικρή αδερφούλα, τη Λενίτσα, ένα σγουρόμαλλο αγριμάκι, το πήρε η αδερφή του μακαρίτη, στο διπλανό χωριό. Και για τον Πορφύρη, αποφάσισαν να πάει λίγα χρόνια στο Όρος, στον αδερφό της μάνας, τον καλόγερο κι αργότερα αν θέλει να γίνει παπάς.
Έτσι ξεκίνησε ο Πορφύρης για το Όρος. Η μάνα ετοίμασε ένα μπογαλάκι ρούχα και λίγο παξιμάδι για το δρόμο. Φίλησε τον Πορφύρη κι ο Πορφύρης έκλαιγε. Έκλαιγε κι η μάνα, γιατί αυτός ο γιος ήταν ο πιο αγαπημένος. Ύστερα ο παπάς τον πήγε στην Αρναίαδεν ήταν μακριά. Βρήκε μια συντροφιά προσκυνητές και τους παράδωσε τον Πορφύρη.
Ο δρόμος για το Όρος πήγαινε τότε από την ξηρά κι ήταν λιθόστρωτος, από την Ιερισσό στη Λαύρα. Ο Πορφύρης χάζευε τα δάση, τη θάλασσα κι' όταν έφτασαν στο Όρος θαύμαζε τα μεγάλα μοναστήρια και τις εκκλησιές.
Αλλά ο θειος του, ο καλόγερος, δεν ήταν σε μοναστήρι, ήταν από τους αυστηρούς και ζούσε στην έρημο. Όταν κάποτε έφτασε ο Πορφύρης ως εκεί, είδε ένα δίπατο καλύβι, χτισμένο άκρη στο βράχο. Μπροστά γκρεμός, στο πλάι γκρεμός, μόνο στο πίσω μέρος είχε μονοπάτι. Ο γέροντας τον έστησε μπροστά του, τον κοίταξε ίσα στα μάτια, είπε πως μοιάζει του πατέρα του. Είδε και το παιδί τον γέροντα, που έμοιαζε της μάνας έτσι ψηλός, με ρουφηγμένο πρόσωπο και μεγάλη γενειάδα. Ήταν κι ένας διάκος, υποταχτικός, στο καλύβι. Στρώσανε στον Πορφύρη για να κοιμηθεί, μια κουρελού για στρώμα και δυό κουβέρτες για σκέπασμα. Ήρθε η νύχτα και το παιδί φοβότανε, τόση ερημιά στον τόπο και τόσο σκοτάδι. Έπιασε να κλαίει κρυφά, μέχρι που αποκοιμήθηκε.
Έτσι ο Πορφύρης μπήκε στη ζωή των καλόγερων. Του φόρεσαν ένα ρασάκι κι ένα σκούφο. Έμεινε ακούρευτος κι όταν τρίχωσε το πρόσωπό του άρχισε να φτιάχνει γένι. Έμαθε όλες τις δουλειές και τις έκανε πρόθυμα. Άναβε τη φωτιά, ψευτομαγέρευε, έφερνε νερό, μάζευε και το βρόχινο.
Στο καλύβι του γέροντα δεν κοιμόντουσαν τη νύχτα. Όταν σκοτείνιαζε, ο καθένας στο κελλί του έλεγε την ευχή του Ιησού. μετρώντας τους κόμπους στο κομποσκοίνι. Ο γέροντας δίδαξε και το παιδί να λέει την ευχή. Τέσσερις ώρες από τη δύση του ήλιου, διάβαζαν τα γράμματα. Τέλειωναν με την πρώτη αυγή. Ύστερα αναπαύονταν λίγες ώρες. Τη μέρα πελέκαγαν μικρούς ξύλινους σταυρούς και φρόντιζαν δυό μέτρα περιβολάκι με κουκιά και δυό μυγδαλιές. Μαγέρευαν κουκιά, ρεβύθια και στις γιορτές κανένα ψάρι από τη θάλασσα.
Τα χρόνια περνούσαν κι ο Πορφύρης δεν έδειξε ποτέ κόπο ή αντίρρηση. Έλα εδώ Πορφύρη! Ευλογείτε γέροντα. Τρέξε εκεί Πορφύρη ! Ευλογείτε γέροντα. Το πρόσωπό του στέγνωσε και σοβάρεψε, σα να μην ήταν πρόσωπο παιδιού. Οι αναμνήσεις απόμεναν μέσα του μάκρυνες, λίγο τη μάνα του θυμόταν, άλλη γυναίκα δεν ήξερε, αυτήν και την Κυρία Θεοτόκο, και συχνά κοιτάζοντας την εικόνα τις μπέρδευε. Άνθρωπος κοσμικός δεν έφτασε ποτέ στο καλύβι, ούτε ξυλοκόπος, μόνο τους καλόγερους έβλεπε στο πέρα κονάκι, όταν πήγαινε τους σταυρούς κι έπαιρνε τρόφιμα.
Έτσι έγινε είκοσι χρονώ ο Πορφύρης κι ο γέροντας είπε πως είναι καιρός να πάρει τη δωρεά του μεγάλου και αγγελικού σχήματος. Τον κάνανε λοιπόν μοναχό, μεγαλόσχημο. Του άλλαξαν το όνομα, τον είπανε Νήφωνα. Ο Πορφύρης απόμεινε μέσα στις αναμνήσεις μαζί με τη μορφή της μάνας και το κορμί του πατέρα τυλιγμένο στην κουβέρτα. Άλλο τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή του, μόνο που φόρεσε τα σημάδια του μεγαλόσχημου I(ησούς, Χ(ριστός) ΝΙ(κά), στη μέση ένας σταυρός πάνω στο κρανίο του Αδάμ. Τ(ούτο) Σ(ημείον) Φ(οβερόν) Δ(αίμοσι).
Στην άκρη του βράχου οι μέρες κι οι νύχτες κυλούσαν καθώς το βρόχινο νερό. Ο γέροντας κατάπεσε, σέρνονταν το βήμα του κι η φωνή αδυνάτισε. Τότε ήταν που έφτασε στο καλύβι ο πρώτος άνθρωπος από τον κόσμο, ένας αρχιμανδρίτης, πρωτοσύγκελλος, με σιδερωμένο ράσο κι άσπρα μανικέτια. Τον κέρασαν σύκα και ρακί. Έμεινε μαζί τους και στην αγρυπνία. Το πρωί ξεμονάχιασε το Νήφωνα, ρωτούσε τα χρόνια του και τα γράμματα που ξέρει. Να τον πάρω στην πόλη; είπε στο γέροντα. Θα πάει στη Σχολή να βγει κληρικός. Ο,τι πει μονάχος του, απάντησε ο γέροντας. Κι ο Νήφωνας είπε όχι, χωρίς κι ο ίδιος να ξέρη γιατί, μόνο που είπε "όχι".
Δεν πέρασαν μέρες πολλές και κάποια νύχτα ο γέροντας άφησε στη μέση την αγρύπνια του. Ξάπλωσε στα στρωσίδια κι όταν ο ήλιος ψήλωσε το πρόσωπό του ήταν λευκό, σαν τη γενειάδα του. Δε σάλεψε. Ήρθε ο παπάς από τη σκήτη, τον δίπλωσαν στο ράσο, τον έρραψαν μέσα στο ράσο, και τον απόθεσαν στη ρίζα της μυγδαλιάς, δίπλα στο περιβολάκι. Ο Νήφωνας μάζεψε αγριολούλουδα και στόλισε το σταυρό. Έφτιαξε κι ένα καντύλι για τον τάφο με το περισσευούμενο ποτήρι του γέροντα.
Ο καινούργιος γέροντας ήτανε δύστροπος, είχε ρευματισμούς και θύμωνε, τάβαζε με το Νήφωνα. Ο Νήφωνας δεν ήταν πια παιδί, μα δε γύρισε ποτέ λέξη στο γέροντα. Πέρασαν οι δυο τους δέκα χρόνια ζωής. Στο τέλος των δέκα χρόνων ήρθε ο δεύτερος επισκέπτης στο καλύβι. Ήταν ο αδερφός του Νήφωνα, είχε γίνει στην πόλη παπάς. Ο Νήφωνας του φίλησε το χέρι κι εκείνος τον φίλησε στο μέτωπο. Ήταν παντρεμένος, είχε και τρία παιδιά. Του είπε για τη μάνα, που είχε πεθάνει πριν πέντε χρόνια. Του είπε και για την αδερφούλα, τη μικρή μικρή, τη Βάγγω, που είχε πεθάνει με το Δάγκειο. Η Λενίτσα ήταν παντρεμένη στο χωριό, ο άλλος αδελφός βγήκε γιατρός και ζούσε στην πόλη, έμεναν κι άλλοι δυο, oι πιο μικροί, που τέλειωναν τώρα το γυμνάσιο. Ο Νήφωνας χάραξε στη μέση ένα χαρτί. Έγραψε στη μια τους ζώντες, στην άλλη τους τεθνεώτες. Έβαλε πρώτο τον γέροντα, ύστερα τον πατέρα, τη μάνα και τη μικρή Ευαγγελία. Μα και οι ζώντες ήταν στη μνήμη του τόσο μακρινοί, συχνά δε μπορούσε να τους ξεχωρίσει μεσ' στη σκέψη του.
Ύστερα κι απ' αυτά ο Νήφωνας πήρε ευχή από το γέροντα να φύγει για τα Καρούλια. Είχε πεθάνει ένας ρώσος ασκητής κι ο Νήφωνας πήρε το κελλάκι του. Ήταν χτισμένο καταμεσής στον κατακόρυφο βράχο, στο κοίλωμα μιας σπηλιάς. Εκεί έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του ο Νήφωνας. Κατέβαινε το βράχο κρατημένος από την αλυσίδα, πατώντας σ' ασήμαντες προεξοχές της πέτρας, πάνω απ' τη θάλασσα. Το κελλί είχε μια πορτούλα στο πλάγι, μπροστά ένα παραθύρι, το άνοιγες κι έχασκε από κάτω το χάος του γκρεμού. Το χειμώνα η θάλασσα βόγκαγε σαν πληγωμένο θεριό.
Από δω και πέρα τα χρόνια δε μετριούνται. Ο Νήφωνας ήταν λευκός, κατάλευκος κι ολοένα περσότερο κυρτωμένος. Οι νύχτες κυλούσαν άγρυπνες κι οι μέρες κουραστικές. Τώρα σκάλιζε λιγώτερους σταυρούς, έτρωγε λιγώτερο παξιμάδι και τα κουκιά δεν τάβραζε στη φωτιά, μόνο που τα μούσκευε για να ξεφλουδίζουν. Μάζευε τη βροχή με το λούκι σ' ένα πιθάρι και το νερό ευώδιαζε σαν αγιασμός. Το πρόσωπο του γέροντα ήταν ήρεμο κι ένοιωθε χαρούμενος, όσο ποτέ άλλοτε δεν είχε νοιώσει στη ζωή. Την Κυριακή σκαρφάλωνε στο βράχο, ν' ανέβει στα Κατουνάκια να λειτουργηθεί, να κοινωνήσει. Τις άλλες μέρες διάβαζε μόνος του τα γράμματα, όπως πάντα. Έλεγε και την ευχή, ασταμάτητα. Τα καράβια περνούσαν αλάργα, μα δεν ήξερε να φανταστεί τον κόσμο και τους ανθρώπους, μόνο που έκανε το σημείο του σταυρού στα καράβια που περνούσαν, νάχουν ταξίδι καλό.
Είχε ακόμα κι εκείνο το χαρτί με τους ζώντες και τους τεθνεώτες καρφωμένο κάτω από τις εικόνες του. Μόνο που τώρα δε μπορούσε να ξέρη πια πόσοι από τους αγαπημένους ζουν και πόσοι έφυγαν. Γι' αυτόν ήτανε όλοι ζωντανοί και τους μνημόνευε στους ζώντες. Ακόμα και τον πατέρα του που τον είδε τυλιγμένο στην κουβέρτα, ακόμα και το γέροντα, που τον έθαψε με τα χέρια του.
Ο Νήφωνας έφυγε τη Λαμπρή.
Είχε ανεβεί στα Κατουνάκια να λειτουργηθεί. Έστησε τη λαμπάδα του αναμμένη στο στασίδι, προχώρησε στο άγιο Βήμα και κοινώνησε. Ύστερα γύρισε στο στασίδι, σταύρωσε τα χέρια κι έγειρε το κεφάλι. Μερικοί είπαν πως τον είδαν να χαμογελάει. Η λαμπάδα έκαιγε δίπλα του. Οι μοναχοί τον σήκωσαν, τον έρραψαν στο ράσο του και τον κατέβασαν στα Καρούλια. Λίγα μέτρα από το κελλί του, σ' ένα μικρό κοίλωμα του βράχου, έσκαψαν και τον απόθεσαν ν' αναπαυτεί. Τον έβαλαν έτσι, σα να κοιτάζει το πέλαγο. Στο βράχο είχαν φυτρώσει αγριολούλουδα. Βρήκαν μεσ' στο κελλί του και το σταυρό έτοιμο. Τον είχε φτιάξει ο ίδιος «Νήφων μοναχός» έγραφε. Είχε χαράξει μόνος του τ' όνομά του στα δίπτυχα των ζώντων.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΣΥΝΟΡΟ (Καλοκαίρι 1964, τεύχος 30)
Στην ονομασία των Σκοπίων αναφέρθηκε για ακόμη μια φορά ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος, από τον Ιερό Ναό των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Ο Μητροπολίτης Άνθιμος, μεταξύ άλλων τόνισε ότι «Παρακολουθήσαμε τις ημέρες αυτές το περιβόητο Σκοπιανό ζήτημα, το οποίο κατατρώγει τις σκέψεις μας, και μας δημιουργεί ένα αίσθημα ανησυχίας».
«Διετυπώθη λοιπόν η άποψη ότι το καλύτερο όνομα που θα μπορούσε να δοθεί στη χώρα αυτή, θα ήτο Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη! Αυτό κυκλοφόρησε σε όλα τα δημοσιογραφικά, πολιτικά, διπλωματικά γραφεία και στους Διεθνείς οργανισμούς. Αυτό το όνομα είναι μια κωμωδία, δεν μπορεί το όνομα ενός κράτους να έχει τρεις λέξεις», πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
Επίσης, ο κ. Άνθιμος αναφέρθηκε και σε προχθεσινές δηλώσεις του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών κ. Δρούτσα, ο οποίος αναφέρθηκε στο θέμα των Σκοπίων.
Συγκεκριμένα τόνισε: «Ακούσαμε από τον κ. Δρούτσα, ότι δεν υπάρχει κανένα θέμα συζητήσεως πάνω στη πρόταση αυτή. Διότι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός στα Σκόπια, έκανε μια ομιλία που απέρριψε και αυτή την ονομασία. Στο κάτω – κάτω είναι φανερό αυτό που λέμε τόσα χρόνια, σε καμιά περίπτωση δεν ανήκει το όνομα αυτό σ΄ αυτή τη χώρα, δηλαδή η λέξη Μακεδονία. Μπορεί να της ανήκει ο Βαρδάρης η οτιδήποτε άλλο, όμως η Μακεδονία είναι μια και είναι Ελληνική».
«Όλα αυτά είναι στα σχέδια τα οποία καταλαβαίνουμε όλοι οι Έλληνες, είναι ότι υπάρχουν εχθροί οι οποίοι μας υποβλέπουν. Εμείς δεν αμφισβητούμε κανενός την εδαφική ακεραιότητα, δεν έχουμε διάθεση να πολεμήσουμε εναντίον κανενός, θέλουμε μέσα στα όρια της πατρίδος μας να ζήσουμε όπως είμεθα. Γιατί μας αμφισβητείτε;» συνέχισε ο κ. Άνθιμος.
Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης αναφέρθηκε και στον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας κ. Νταβούντογλου, τονίζοντας ότι «αυτός ο Υπουργός της Τουρκίας Νταβούντογλου, έχει γράψει ένα βιβλίο που αν το διαβάσετε θα ανατριχιάσετε! Εγώ πάντως θα σας πω τρία πράγματα για να δείτε τι λέει: Πρώτον - Είναι αδιανόητο να βρίσκεται στην κυριαρχία της Ελλάδος το Αιγαίο και να μην το έχει η Τουρκία, για μας αυτό είναι τελειωμένο! Δεύτερον – Είναι αδιανόητο για τους Τούρκους, να υπάρχουν στην Κύπρο Έλληνες. Οι Έλληνες Κύπριοι πρέπει να φύγουν όλοι από την Κύπρο. Τρίτον – Η Θράκη είναι γεωγραφικός χώρος που ανήκει στη Τουρκία. Και έρχεται και συμπληρώνει άλλος δικός τους αρμόδιος, γράφοντας ότι η Τουρκία τώρα είναι η ώρα να μπορέσει να αναλάβει μέσα στο χώρο της Βαλκανικής την ηγεμονία που είχε κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Αυτές είναι βλέψεις τους».
«Και μας αγαπητοί μου ποιος μας υποστηρίζει; Η Αμερική διαβάζω ήλπιζε ότι το 1988 με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Ρωσία, η Ρωσία θα κατέρρεε, αλλά η Ρωσία δεν υπήρχε περίπτωση να καταρρεύσει. Και μια ηγεσία που έχει σήμερα, έφτασε πάρα πολύ ψηλά! Και αν χάθηκε ο αγωγός της Βουλγαρίας, της Ρωσίας και της Ελλάδος με αιτία τάχα ότι δεν ήθελε η Βουλγαρία! Καταλαβαίνετε όμως ποιος δεν ήθελε, για να μην υπάρξει Ρωσικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα και το Αιγαίο! Αυτά πρέπει να μας κάνουν να προσευχόμεθα σαν τον εκατόνταρχο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής…», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Άνθιμος.
Τέλος, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τόνισε: «Πως θα υπερασπίστουμε την πατρίδα μας, όταν ο καθένας κλείνεται μέσα στο καβούκι του για να υπερασπίστει τον εαυτό του. Να κοιτάξει να μαζέψει χρήματα, να κοιτάξει να σωθεί από την κατάρρευση… Να ξέρετε, ότι δεν σώζεται κανείς από την κατάρρευση!»
Αποδέχονται αυτό το επίπεδο δικαιοσύνης στην Εκκλησία;
Γιατί μοναστήρια και πνευματικοί πατέρες μένουν απαθείς στην συντελούμενη αδικία;
Στην εφημ. της Καλαμάτας «Φωνή» (21/6/2010) και υπό τον τίτλο «Διωγμός μοναχής» δημοσιεύεται το υπ' αριθ. 294/10,7-6-2010 Έγγραφο του μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου προς μοναχή 75 ετών της Ι. Μ. Αγ. Κων/νου και Ελένης Καλαμάτας, δίνοντας συνέχεια στον άδικο και αντικανονικό διωγμό που από πέρυσι άρχισε εναντίον της Ι. Μονής, σύμφωνα με τις δημοσιεύσεις των εφημερίδων. Το περιεχόμενο του Εγγράφου είναι το εξής:
"Οσιωτάτη μοναχή, κατόπιν της απειθούς και ανυπακόου συμπεριφοράς σας, του ανεπίτρεπτου περιεχομένου των κατά συρροήν εγγράφων σας, ως και του τελευταίου υπ' αριθ. 126/10, της 4ης Ιουνίου 2010 και του αναιδούς τρόπου εκφράσεως προς το πρόσωπον ημών, εντελλόμεθα υμίν όπως μεταβήτε_επί_εξάμηνον (6μηνον) από της λήψεως του_παρόντος, δια παραμονήν και άσκησιν, εις την Ιεράν Μονήν Χρυσοκελλαριάς.
Εις περίπτωσιν μη υπακοήςθα υποστήτε τα υπό των Ιερών κανόνων οριζόμενα.
Ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος».
Σχόλια στα παραπάνω:
1. Όπως σημειώνεται στην εφημερίδα: «τα έγγραφα των οποίων ποιείται μνείαν ο μητροπολίτης κ.κ. Χρυσόστομος», του τα έστελναν «κατόπιν συναποφάσεως απασών των μοναζουσών, των οποίων αύτη ετύγχανε εκπρόσωπος». Ο Μητροπολίτης, λοιπόν, τιμωρεί αντιπροσωπευτικά!
2. Κανένα παράδειγμα από τα ανεπίτρεπτα τάχα παραπτώματα της μοναχής δεν περιέχεται στο Έγγραφο, παρά μόνο χαρακτηρισμοί κατ’ αυτής κατά την προσωπική «κρίση» του Μητροπολίτη, ο οποίος τους βρίσκει «αναιδείς» χωρίς και να τους παρουσιάζει. Και αυθαίρετα προβαίνει σε εκδίκηση-τιμωρία, στέλνοντας την 75 χρονών μοναχή στην εξορία! Υπακοή κατά τον Μητροπολίτη φαίνεται ότι είναι η συμμόρφωση της μοναχής προς τις άδικες διαταγές του, η ισοπέδωση της προσωπικότητός της, η αφαίρεση της θεόσδοτης ελευθερίας της.
3. Ερωτώνται οι νομικοί κύκλοι της Εκκλησίας, οι ηγούμενοι των μοναστηριών να μας ενημερώσουν:
α) Μια μοναχή κρίνεται από τον Μητροπολίτη ή από το ηγουμενοσυμβούλιο της Ι. Μονής;
β) Η ποινή επιβάλλεται χωρίς να κληθεί σε εξέταση η μοναχή, χωρίς δίκη, απολογία, απόφαση εκκλησιαστικού δικαστηρίου, κ.λπ.;
γ) Η χριστιανική αγάπη επιτρέπει την μη συμπαράσταση στη γυναικεία αυτή Ι. Μονή, που πάνω από ένα χρόνο ταλαιπωρείται, ευρισκόμενη στο στόχαστρο του Μητροπολίτη; Ποια ενέργεια συμπαράστασης έδειξαν μέχρι σήμερα τα υπόλοιπα μοναστήρια, που βλέπουν πως η αδικία και η αυθαιρεσία από μερικούς εκκλησιαστικούς ταγούς αποβαίνει πλέον ανεξέλεγκτη;