Εκεί στη Βόρεια Εύβοια, ανάμεσα στα χωριά Φαράκλα καί Στροφυλλιά, ήταν ό νερόμυλος του μπάρμπα Χρήστου, του παππού μου, πού απείχε άπ' τη Φαράκλα τουλάχιστο μια ώρα δρόμο.
Σ' αυτόν, λοιπόν, το μύλο ερχόταν τακτικά ό «Γιάκωβος» από τα πρώτα κιόλας χρόνια, πού ή οικογένεια του εγκαταστάθηκε στη Φαράκλα. Στήν αρχή με τη μητέρα του, την κυρά Θοδώρα, καί αργότερα σα μεγάλωσε μόνος του εϊτε με το ζώο είτε με τα πόδια φορτωμένος ό ίδιος το λιγοστό σιτάρι ή καλαμπόκι, για να το αλέσει.
"Αφηνε το «άλεσμα» καί περίμενε. Το καλοκαίρι στην αυλή, κάτω άπ' τη μουριά καί το χειμώνα μέσα στο σπίτι, δίπλα στο τζάκι.
Εκεί, δίπλα στο τζάκι ήταν το παράθυρο του δωματίου στην εσοχή του οποίου ό παππούς μου είχε στήσει τη μικρή βιβλιοθήκη του. Καμιά δεκαριά όλα κι όλα εκκλησιαστικά βιβλία χοντρά, μαύρα, πανόδετα με χρυσά γράμματα, ξεθωριασμένα από την πολυκαιρία.
Μερικά μάλιστα ήταν κολλημένα με άλευρόκολλα, μιας καί το αλεύρι περίσσευε στο μύλο.
Το Συνέκδημο, ή Οκτάηχος, ή Ιερά Σύνοψη καί το άλλο το μεγάλο «Ό Ιωάννης Δαμασκηνός».
Τα βιβλία αυτά αποτέλεσαν τα πρώτα αναγνώσματα του π. Ιακώβου, μόλις έμαθε τα πρώτα του γράμματα. «Ή βιβλιοθήκη» του παππού λειτούργησε σαν δανειστική βιβλιοθήκη. Έφερνε το ένα βιβλίο κι έπαιρνε το άλλο.
Μιλούσε με τον παππού καί αργότερα με τον πατέρα μου, τον κυρ-Βασίλη, για τις γιορτές, τις νηστείες καί για τους «πλάγιους ήχους».
Μια μέρα, ήταν στα μέσα Αυγούστου, ό Γιάκωβος ήρθε στο μύλο στενοχωρημένος.
- "Αχ! κυρ-Βασίλη μου, απόψε μας έκλεψαν τα καλαμπόκια άπ' το αλώνι, πού τα φυλάγαμε με τον αδελφό μου το Γιώργο. Μας πήρε ό ύπνος καί μας τα πήραν κι ό Γιώργος θύμωσε πολύ. Αυτός όμως πού τα πήρε, σίγουρα θα έχει μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς, αλλά ό Γιώργος δεν το καταλαβαίνει αυτό.
Δεν τον στενοχώρησε το ότι τους πήραν τα καλαμπόκια, αλλά ό θυμός του αδελφού του.
Τόση ανεξικακία, τόση πραότητα, ηρεμία καί γαλήνη!
Ή λεπτή φωνή του ήταν τόσο γλυκιά καί μελωδική, πού σταματούσαμε το παιχνίδι με τ' αδέλφια μου, για να τον άκοϋμε να μιλάει. Καί τί ωραία πού πρόφερε το λάμδα καί το νί!
Αλλά καί τη μητέρα μου, την κυρία Ελένη, εκτιμούσε πολύ καί της εμπιστευόταν τους προβληματισμούς του, τις δυσκολίες του καί τον διακαή πόθο του για το υψηλό λειτούργημα του ιερέα, καθώς μάλιστα γνώριζε ότι καί ή ίδια καταγόταν από οικογένεια ιερέων πάππου προς πάππου.
Εκεί, λοιπόν, δίπλα στο τζάκι, μια χειμωνιάτικη μέρα κι ενώ περίμενε να γίνει «το άλεσμα» άκουσα τον π. Ιάκωβο να λέει με τη χαρακτηριστική μικρασιατική προφορά του:
- Κυρία Ελένη μου, από μικρό παιδί έβαζα το μαύρο μαντίλι της μητέρας μου στο κεφάλι μου, έπαιρνα καί το λιβανιστήρι καί νόμιζα ότι ήμουν ιερέας.
Τα λόγια αυτά καρφώθηκαν στο μυαλό μου καί είναι από τις πιο ανεξίτηλες μνήμες πού κουβαλάω μέσα μου.
Όταν τελικά πήγε στο Μοναστήρι του Όσιου Δαβίδ, αλλά λόγω του πολέμου πού του έστησαν, αναγκάστηκε να φύγει καί να επιστρέψει στη Φαράκλα,ή κυρία Ελένη τον ενθάρρυνε καί τον προέτρεψε έτσι απλοϊκά:
- «Γιάκωβε, μην το βάλεις κάτω,μην κάνεις πίσω, μην τα παρατήσεις τώρα πού έφτασες ως εκεί».
Μια τόση δα μικρή καί ασήμαντη προτροπή από μια ασήμαντη καί απλοϊκή γυναίκα σε μια τόσο μεγάλη θέληση, τόσο μεγάλη απόφαση, τόσο μεγάλη πίστη, αγάπη καί αφοσίωση στον Κύριο.
Καί ξαναγύρισε στο Μοναστήρι αποφασισμένος να μείνει καί ν' αγωνιστεί μ' όλες τους τις δυνάμεις.
Αργότερα, σε μια επίσκεψη μου στο Μοναστήρι, του είπα:
- »Πάτερ μου, να προσεύχεστε καί για μας».
- «Παναγιωτούλα μου, εμείς έχουμε περισσότερη ανάγκη από τις δικές σας προσευχές», μου είπε.
Το 1991, πήγα στο Μοναστήρι την παραμονή του Σωτήρος, 5 Αυγούστου, στον Εσπερινό.
Μπήκα στο Ναό, προσκύνησα καί πήγα να πάρω ευχή από τον π. Ιάκωβο. Του είπα ποια είμαι καί άρχισε να με ρωτάει τί κάνω καί τί κάνουν τα αδέλφια μου.
- «Μην τον κουράζετε», μου είπε κάποιος, πού στεκόταν δίπλα του,«γιατί είναι πολύ άρρωστος».
Σέ λίγο βγήκαμε έξω, στον περίβολο, για τη Λιτανεία καί όταν τελείωσε ό π. Ιάκωβος κρατώντας τα Ιερά Λείψανα του Όσιου Δαβίδ στάθηκε στη μέση, ακριβώς απέναντι από την είσοδο του Ναού για τη Δέηση καί την Αρτοκλασία.
Επί μία καί πλέον ώρα, ό Γέροντας, πού ήταν πολύ άρρωστος, στεκόταν εκεί ακίνητος, με το βλέμμα καρφωμένο απέναντι, σα να μην ήταν εκεί, σα να βρισκόταν ψηλά σε άλλο κόσμο.
Ή όψη του ήταν φωτεινή καί απόκοσμη.
Τώρα πια δεν ήταν το μικρό παιδάκι με το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι.
Τώρα ήταν δίπλα στον Όσιο Δαβίδ καί τον "Αγιο Ιωάννη το Ρώσο, πού τόσο αγαπούσε.
Ήταν ή τελευταία φορά πού αντίκριζα τη γαλήνια μορφή του.
Στίς 21 Νοεμβρίου, του ϊδιου έτους,ήσυχα, σαν πουλάκι, παρέδωσε το πνεύμα του.
της Παναγιώτας Κοσμά-εκπαιδευτικού
''ΠΕΙΡΑΙΚΉ ΕΚΚΛΗΣΊΑ''Οκτ.2007
Πηγή:http://proskynitis.blogspot.com