"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Πυροσβέστης Marfin: Εκείνη τη στιγμή (τῆς διάσωσης) είσαι άνθρωπος και έχεις να κάνεις με ανθρώπους και όχι με άψυχα πράγματα...

Ο πυροσβέστης που βρήκε τα θύματα της τραγωδίας στη Σταδίου μιλάει για τη «χειρότερη εμπειρία» στα πολλά χρόνια της υπηρεσίας του


«Δυστυχώς, ήταν καταδικασμένοι...»


ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΒΥΘΟΥΛΚΑΣ | Τό Βῆμα, Κυριακή 9 Μαΐου 2010

«Είναι τραγικό να χάνονται έτσι ανθρώπινες ζωές. Ηταν η χειρότερη εμπειρία που έχω αντιμετωπίσει τόσα χρόνια στο Σώμα. Τέτοιες στιγμές δεν τις είχαμε ξαναζήσει και μακάρι να μην τις ξαναζήσουμε ποτέ». Ο 48χρονος αντιπύραρχος Μιχάλης Ανδρεόπουλος, ένας από τους πυροσβέστες που βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή στο φλεγόμενο υποκατάστημα της Μarfin Βank στην οδό Σταδίου, το μεσημέρι της Τετάρτης, ανακαλεί με οδύνη τα όσα έζησε στο εσωτερικό του μοιραίου κτιρίου. Ηταν άλλωστε αυτός ο οποίος εντόπισε τον πρώτο νεκρό...

«Την ώρα εκείνη, με τους συναδέλφους που αποτελούσαμε το πλήρωμα υπηρεσιακού οχήματος, βρισκόμασταν στην πλατεία Κλαυθμώνος. Την ίδια στιγμή, σε διάσπαρτα σημεία της Αθήνας, ήταν σε εξέλιξη επεισόδια.Υπήρχε ένταση μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομικών παντού», θυμάται ο κ. Ανδριόπουλος. «Στις 14.03 ήρθε το σήμα από το κέντρο επιχειρήσεων να σπεύσουμε στο σημείο όπου είχε εκδηλωθεί η φωτιά. Καταφέραμε και φτάσαμε σε τρία λεπτά». Οι κουκουλοφόροι είχαν πλέον αποσυρθεί, το πλήθος περίμενε. Ο κ. Ανδρεόπουλος, ο οποίος υπηρετεί στη θέση του προϊσταμένου του γραφείου κίνησης της Πυροσβεστικής για την Αττική, λέει πως «μόλις έκανε την εμφάνισή του το όχημα στο οποίο επέβαινε όσοι διαδηλωτές βρίσκονταν στον δρόμο έκαναν στην άκρη για να διευκολύνουν την πρόσβασή του».

Η φωτιά, όπως είδε, είχε πια επεκταθεί σε όλο τον χώρο της τράπεζας, καθώς υπήρχαν αρκετά εύφλεκτα υλικά και η καύση των μοκετών είχε προκαλέσει πυκνό καπνό. «Οταν φτάσαμε επικρατούσε πανικός. Εξω υπήρχε αρκετός κόσμος, ενδεχομένως και αρκετοί από τους υπαλλήλους που είχαν βγει πριν φτάσουμε. Παράλληλα καίγονταν ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα ηλεκτρονικά τους “παράγουν” αυτό που λέμε “βαρύ” καπνό που δηλητηριάζει. Διαπιστώσαμε αμέσως ότι η φωτιά είχε ξεκινήσει από την τζαμαρία της πρόσοψης, που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά της κυρίας εισόδου της τράπεζας». Με αποτέλεσμα γρήγορα να αποκλείσει τη διέξοδο...

Οι καπνοί είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν προς τη σκεπή του κτιρίου. Πάνω απ΄ το ισόγειο υπήρχε ημιώροφος και δύο ακόμη όροφοι. « Η οροφή στο εσωτερικό της τράπεζας ήταν σαν τρούλος και στους περιμετρικούς χώρους υπήρχαν γραφεία με εργαζομένους», περιγράφει ο κ. Ανδρεόπουλος. Αρχισαν να αναζητούν εγκλωβισμένους. «Φόρεσα την αντιασφυξιογόνο μάσκα και αμέσως ξεκίνησα να ανεβαίνω τους ορόφους αναζητώντας πιθανόν εγκλωβισμένα άτομα. Αλλοι συνάδελφοι είχαν μείνει στο ισόγειο κάνοντας κατάσβεση της πυρκαϊάς. Η ατμόσφαιρα σε όλους τους χώρους του κτιρίου ήταν αποπνικτική. Δεν έβλεπα σχεδόν τίποτα μπροστά μου»...

Ως τη στιγμή που βρήκαν τη σορό του Επαμεινώνδα Τσάκαλη. «Ξαφνικά εντοπίσαμε νεκρό τον άνδρα. Ηταν ανάσκελα πεσμένος στα σκαλιά. Μετά μπήκα μόνος μου στον χώρο των γραφείων του 2ου ορόφου και βρήκα λίγο αργότερα στην πόρτα που οδηγεί στο μπαλκόνι νεκρή τη συνάδελφό του. Δεν είχε προλάβει... Είχαν μαυρισμένα πρόσωπα, αλλά κανένα έγκαυμα. Ενας άλλος συνάδελφος εντόπισε την άλλη άτυχη γυναίκα λίγο πιο πάνω».

Είχαν τρόπο να ξεφύγουν οι άτυχοι υπάλληλοι από τις φλόγες; Ο κ. Ανδρεόπουλος λέει ότι δεν είχαν καμία δυνατότητα. «Κάτω δεν μπορούσαν να κατέβουν γιατί φοβόντουσαν ότι θα καίγονταν. Οι φλόγες ξεπηδούσαν από την πρόσοψη της τράπεζας. Εμοιαζε σαν να κάλυπταν όλο το κτίριο από εκείνη τη μεριά. Κινήθηκαν αναγκαστικά προς τα μικρά μπαλκόνια (στα οποία χωρούν ελάχιστα άτομα), άλλοι στο περβάζι στο εξωτερικό μέρος του κτιρίου, άλλοι προς τη σκεπή».

«Και άλλες φορές στο παρελθόν έχω απεγκλωβίσει άτομα από φωτιά, ακόμη και νεκρούς», λέει ο κ. Ανδρεόπουλος, αλλά αυτή τη φορά «η τραγικότητα είναι ότι επρόκειτο για εργαζομένους που είχαν πάει το πρωί στις δουλειές τους και άφησαν την τελευταία τους πνοή στον χώρο εργασίας τους από ασφυξία. Δεν βρέθηκαν απανθρακωμένοι. Τους σκότωσε ο καπνός».

Κάθε φορά που καλείται να επέμβει σε πυρκαϊά, το πρώτο μέλημα είναι πάντα ο εντοπισμός και η διάσωση εγκλωβισμένων. «Δεν δίνουμε απλά μάχη με τον χρόνο, αλλά με τα δευτερόλεπτα. Ανά πάσα στιγμή μπορεί από τις φλόγες και τους καπνούς να κινδυνεύσουν ζωές. Τον ίδιο κίνδυνο, παρά τις μάσκες, διατρέχουμε κι εμείς. Η αγωνία φυσικά μεγαλώνει μέχρι να εντοπίσουμε τους εγκλωβισμένους και να τους βγάλουμε έξω από το φλεγόμενο χώρο» , τονίζει ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής. Αλλά όταν το κατορθώσουν το συναίσθημα δεν συγκρίνεται με τίποτα. Η πίεση άλλωστε είναι μεγάλη, κι όχι μόνο απ΄ όσα νιώθουν οι ίδιοι. «Καθ΄ όλη τη διάρκεια της επιχείρησης οι συγγενείς των ανθρώπων που έχουν παγιδευτεί μας ρωτούν διαρκώς εάν τους βρήκαμε. Αλλά και όταν βρεθούν, αν είναι τραυματισμένοι, αν είναι σοβαρά ή ελαφρά, κάθε είδους λεπτομέρεια».

Οταν υπάρχουν νεκροί οι προτεραιότητες αλλάζουν, εκ των πραγμάτων. «Πολλές φορές αφήνουμε κάτω τις μάνικες και αρχίζουμε να δίνουμε κουράγιο στους ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους. Συμπαραστεκόμαστε στο δράμα τους. Εκείνη τη στιγμή είσαι άνθρωπος και έχεις να κάνεις με ανθρώπους και όχι με άψυχα πράγματα»...

Αγγελική Παπαθανασοπούλου


Η Αγγελική Παπαθανασοπούλου,32 ετών,από το Αίγιο,εργαζόταν ως credit officer στα δάνεια και στις χρηματοδοτήσεις. Είχε σπουδάσει Μαθηματικά και είχε μεταπτυχιακά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο City University του Λονδίνου.Ηταν 4 μηνών έγκυος.

Παρασκευή Ζούλια
Η 34χρονη Παρασκευή Ζούλια ζούσε στο Μαρούσι με τους γονείς της.Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έκανε μεταπτυχιακό στο University του Greenwich στην Αγγλία. Στη Μarfin εργαζόταν στο τμήμα Συναλλαγών Επιχειρήσεων ως senior credit officer.

Επαμεινώνδας Τσακάλης
Ο 36χρονος Επαμεινώνδας Τσακάλης έμενε στην Ηλιούπολη με τη μητέρα του. Εργαζόταν ως credit manager στο τμήμα Συναλλαγών Επιχειρήσεων.Σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακά στο University του Sterling στη Σκωτία.



Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=32&artId=330469&dt=09/05/2010#ixzz0nROVO9Pt

᾿Αρχιμανδρίτης Χρίστος Κυριαζόπουλος:Ἄς ἀ­γα­πή­σου­με σάν τά μά­τια μας τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας γλωσ­σι­κή πα­ρά­δο­ση.

 


ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
του Αρχιμανδρίτη Χρίστου Κυριαζόπουλου-Ph. D. Βυζαντινῆς Ἱστορίας
M. Sc. Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας
πρ. Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων
Ἀνατολικῆς Θεσσαλονίκης
 
Πρίν κἄν ἀρ­χί­σου­με νά συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με τί ση­μαί­νει γιά τόν κα­θέ­να μας καί γιά τήν πα­τρί­δα μας ἡ οἰ­κο­νο­μι­κή κρί­ση στήν ὁ­ποί­α ἀρ­χί­ζου­με νά δι­ο­λι­σθαί­νου­με καί ποι­ές οἱ πι­θα­νές μελ­λον­τι­κές πα­ρε­νέρ­γει­ές της στίς ποι­κί­λες πτυ­χές τοῦ ἐ­θνι­κοῦ ἀλ­λά καί τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ μας βί­ου, βρε­θή­κα­με αἴφ­νης ἐ­νώ­πιον ἑ­νός ἄλ­λου μεί­ζο­νος προ­βλή­μα­τος. Κά­ποι­ες φω­νές, μέ­σα ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ζη­τοῦν ἐ­πι­μό­νως καί ἐ­πει­γόν­τως τή με­τά­φρα­ση τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν κει­μέ­νων. Πι­στεύ­ουν μᾶλ­λον πώς, ἄν αὐ­τό συμ­βεῖ, θά γε­μί­σουν οἱ να­οί ἀ­πό κό­σμο, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πό νέ­ους ἀν­θρώ­πους. Σέ ὧ­ρες πού ἡ ἐ­θνι­κή σύμ­πνοι­α εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α ὅ­σο πο­τέ, ἀ­νοί­γουν ἕ­να ἐ­σω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο ἐν­τά­σε­ων καί συγ­κρού­σε­ων. Μή­πως ἄ­ρα­γε προ­τί­θεν­ται νά θέ­σουν ὁ­σο­νού­πω ἐ­πί τά­πη­τος καί ἄλ­λα θέ­μα­τα ἐ­νώ­πιον τῶν ὁ­ποί­ων τά ζη­τή­μα­τα τά σχε­τι­κά μέ τή γλώσ­σα θά ὠ­χριοῦν; Γιά τό θέ­μα τῶν με­τα­φρά­σε­ων θά ἐκ­θέ­σου­με τα­πει­νά ἐ­λά­χι­στες σκέ­ψεις.......
Εἶ­ναι εὔ­λο­γο τέ­τοι­ες προ­τά­σεις, ὅ­ταν μά­λι­στα ἐν­τέ­χνως συ­νο­δεύ­ον­ται ἀ­πό φλύ­α­ρα καί ὑ­περ­φί­α­λα φρα­στι­κά κα­ρυ­κεύ­μα­τα καί ὕ­βρεις σέ βά­ρος ἐ­κεί­νων πού τολ­μοῦν να δι­α­φω­νή­σουν μα­ζί τους, - ἀ­πό ποῦ ἄ­ρα­γε οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί ἀν­τλοῦν ὅ­λη αὐ­τή τήν ὑ­πε­ρο­ψί­α; - νά βρί­σκουν ἀ­πή­χη­ση σέ πολ­λούς κα­λο­προ­αί­ρε­τους πι­στούς. Ποι­ός δέν θά ἤ­θε­λε νά κα­τα­νο­εῖ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­κού­ει στήν ἐκ­κλη­σί­α! Ὅ­μως εἶ­ναι τοῖς πᾶ­σι γνω­στό ὅ­τι ἡ με­τά­φρα­ση δέν ὁ­δη­γεῖ αὐ­το­μά­τως στήν κα­τα­νό­η­ση κα­νε­νός κει­μέ­νου, πολ­λῷ μᾶλ­λον κει­μέ­νων λει­τουρ­γι­κῶν, μέ βα­θύ­τη­τα θε­ο­λο­γι­κή καί λε­πτές δογ­μα­τι­κές δι­α­τυ­πώ­σεις. Οἱ πα­λαι­ό­τε­ροι θά θυ­μοῦν­ται τις πο­λύ­ω­ρες ἀ­να­λύ­σεις τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων στο σχο­λεῖ­ο καί οἱ νε­ώ­τε­ροι γνω­ρί­ζουν ὅ­τι στό μά­θη­μα τῆς λο­γο­τε­χνί­ας γυ­μνα­σί­ου καί λυ­κεί­ου οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἐ­ρω­τή­σεις τῶν ἐ­ξε­τά­σε­ων, προ­φο­ρι­κῶν καί γρα­πτῶν, ἐ­λέγ­χουν τήν κα­τα­νό­η­ση τῶν κει­μέ­νων. Κει­μέ­νων, φυ­σι­κά, γραμ­μέ­νων στή δη­μο­τι­κή γλώσ­σα. Οἱ φι­λό­λο­γοι μπο­ροῦν νά μᾶς βε­βαι­ώ­σουν πό­σο δυ­σκο­λεύ­ον­ται σή­με­ρα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι μα­θη­τές τῆς Γ΄ Λυ­κεί­ου στήν κα­τα­νό­η­ση ἑ­νός κά­πως δύ­σκο­λου δο­κι­μί­ου, κι ἄς εἶ­ναι γραμ­μέ­νο σέ ἁ­πλού­στα­τη δη­μο­τι­κή. Ἡ ἑρ­μη­νεί­α και ἡ κα­τα­νό­η­ση τῶν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κῶν καί λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων εἶ­ναι, κα­τά μεί­ζο­να λό­γο, πάν­το­τε ἀ­ναγ­καί­α. Σ’ αὐ­τήν στο­χεύ­ουν τά ἑρ­μη­νευ­τι­κά βι­βλί­α πού, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ὑ­πάρ­χουν ἐν ἀ­φθο­νί­ᾳ καί ὁ­λο­έ­να κυ­κλο­φο­ροῦν και­νούρ­για. Ἀρ­κεῖ νά τά με­λε­τοῦ­με. Σ’ αὐ­τήν ἀ­πο­βλέ­πει καί τό κή­ρυγ­μα καί ὁ ἐν γέ­νει ποι­κι­λό­τρο­πος δι­δα­κτι­κός λό­γος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Τά Εὐ­αγ­γέ­λια εἶ­ναι γραμ­μέ­να σέ πο­λύ ἁ­πλά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά. Ὅ­ταν στη θεί­α λει­τουρ­γί­α δι­α­βά­ζον­ται χω­ρίς κα­νέ­να λά­θος καί εὐ­κρι­νῶς, πι­στεύ­ου­με πώς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως κα­τα­νο­η­τά ἀ­πό ὅ­λους. Ἡ ἑλ­λη­νι­στι­κή κοι­νή, τῆς ὁ­ποί­ας, ὡς γνω­στόν, ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἁ­πλού­στε­ρη μορ­φή, ἀ­γα­πή­θη­κε καί μι­λή­θη­κε μέ­σα σέ λι­γό­τε­ρα ἀ­πό σα­ράν­τα χρό­νια ἀ­πό τόν θά­να­το τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου - ἔρ­γο βέ­βαι­α τῆς Θεί­ας Προ­νοί­ας - ἀ­πό μύ­ριους ἀλ­λό­γλωσ­σους λα­ούς τῆς Ἀ­να­το­λῆς καί τῆς Με­σο­γεί­ου ὡς κα­θη­με­ρι­νή τους γλώσ­σα. Ὡ­ρι­σμέ­νοι φρο­νοῦν πώς οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες οὔ­τε τήν ἀ­γα­ποῦ­με οὔ­τε εἶ­ναι γλώσ­σα μας. Κά­νουν τρα­γι­κό λά­θος!
Στήν ἴ­δια ἁ­πλή, σχε­τι­κά, γλώσ­σα εἶ­ναι δι­α­τυ­πω­μέ­να τά εἰ­ρη­νι­κά, οἱ συ­να­πτές, ἡ ἐ­κτε­νής, τά πλη­ρω­τι­κά. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη τά κα­θι­στᾶ πιό προ­σι­τά. Οἱ εὐ­χές, πλου­σι­ώ­τα­τες σέ νο­ή­μα­τα, θά ἄ­ξι­ζε νά ἀ­να­λύ­ον­ται ἀ­πό τούς ἁρ­μο­δί­ους. Ἡ ὑ­πο­βο­λή καί ἡ ποι­η­τι­κή χροι­ά εἶ­ναι σ’­αὐ­τές ἰ­δι­αί­τε­ρα ἔν­το­νη, γε­γο­νός πού δυ­σκο­λεύ­ει τή με­τά­φρα­σή τους.
Τά ἀ­πο­στο­λι­κά ἀ­να­γνώ­σμα­τα εἶ­ναι ἐ­πί­σης εὐ­κο­λο­νό­η­τα κεί­με­να τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἀ­παγ­γέλ­λον­ται βέ­βαι­α ἐμ­με­λῶς, ἴ­σως κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τά Εὐ­αγ­γέ­λια, ἀλ­λά δέν παύ­ουν νά εἶ­ναι ἀ­να­γνώ­σμα­τα. Αὐ­τό δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦν οἱ ἱ­ε­ρο­ψάλ­τες μας. Καί βέ­βαι­α πρίν τά δι­α­βά­σουν νά εἶ­ναι ἄ­ρι­στα προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι.
Θε­ω­ροῦ­με ἐν­τε­λῶς πε­ριτ­τή τήν ἀ­να­φο­ρά σέ μιά πι­θα­νή με­τά­φρα­ση τῶν ὑ­μνο­γρα­φι­κῶν κει­μέ­νων. Αὐ­τά εἶ­ναι ποι­ή­μα­τα, μέ­σα στά ὁ­ποῖ­α συμ­πλέ­κον­ται μέ­λος, δύ­σκο­λη με­τρι­κή καί ὑ­ψη­λή δογ­μα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἀ­κρί­βεια θά κιν­δυ­νεύ­σει μέ τή με­τά­φρα­ση νά δι­α­κυ­βευ­θεῖ. Ἐ­δῶ δέν νο­μί­ζου­με πώς μπο­ρεῖ κἄν νά τε­θεῖ θέ­μα συ­ζη­τή­σε­ως.
Δέν ἀ­πο­τε­λεῖ, ἐ­ξάλ­λου, ἀ­ξι­ό­πι­στο ἐ­πι­χεί­ρη­μα τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ ἴ­διοι οἱ Ἕλ­λη­νες με­τέ­φρα­σαν κά­πο­τε στή σλα­βι­κή τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά κεί­με­να καί τά με­τα­φρά­ζουν καί σή­με­ρα στίς γλῶσ­σες τῶν λα­ῶν με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων δρα­στη­ρι­ο­ποι­οῦν­ται ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κά. Γιά τούς λα­ούς αὐ­τούς ἡ ἑλ­λη­νι­κή ἦ­ταν καί εἶ­ναι μιά ξέ­νη γλώσ­σα. Γιά μᾶς προ­φα­νῶς καί δέν εἶ­ναι!
Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της καί ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες τῶν ὑ­στε­ρο­βυ­ζαν­τι­νῶν χρό­νων κα­θώς καί τῶν ὕ­στε­ρων χρό­νων τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας δέν με­τέ­φρα­σαν τά ἱ­ε­ρά κεί­με­να γιά λα­τρευ­τι­κή χρή­ση - ἄν καί θά τούς ἦ­ταν εὔ­κο­λο - κι ἄς ἦ­ταν καί τό­τε δυσ­νό­η­τα γιά τούς πολ­λούς. Μό­νον τά ἑρ­μή­νευ­σαν. Καί οἱ ἑρ­μη­νεῖ­ες τους εἶ­ναι πο­λύ­τι­μες καί αὐ­θεν­τι­κές.
Τά λει­τουρ­γι­κά, ἀλ­λά καί ἄλ­λα κεί­με­να πού ἀ­να­γι­νώ­σκον­ται συ­χνά στήν Ἐκ­κλη­σί­α, οἱ τα­κτι­κά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νοι ἄν­θρω­ποι, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μη εἶ­ναι ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τοι, δέν ἀ­δυ­να­τοῦν νά τά κα­τα­νο­ή­σουν. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψή τους καί ὁ συν­δυα­σμός τους μέ ἄλ­λα πα­ρεμ­φε­ρῆ ἀ­κού­σμα­τα τούς βο­η­θοῦν νά συλ­λά­βουν τό γε­νι­κό νό­η­μα. (Ἔ­τσι δέν συμ­βαί­νει κι ὅ­ταν κά­ποι­ος γλωσ­σο­μα­θής δι­α­βά­ζει ἕ­να ξε­νό­γλωσ­σο κεί­με­νο δυ­σκο­λώ­τε­ρο ἀ­πό τίς δυ­να­τό­τη­τές του;) Οἱ μο­να­χοί μά­λι­στα καί οἱ φω­τι­σμέ­νοι ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι πο­λύ συ­χνά σέ θέ­ση νά ἐμ­βα­θύ­νουν καί σέ δύ­σκο­λα νο­ή­μα­τά τους, κι ἄς μήν εἶ­ναι ἐγ­γράμ­μα­τοι, κά­τι πού εἶ­ναι δύ­σκο­λο σέ μή ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νους μορ­φω­μέ­νους. Ὅ­ποι­ος ἀμ­φι­βάλ­λει πε­ρί αὐ­τοῦ, μπο­ρεῖ νά κά­νει μια μι­κρή σχε­τι­κή ἔ­ρευ­να.
Οἱ ἱ­ε­ρεῖς μπο­ροῦν νά βε­βαι­ώ­σουν ὅ­τι κα­τά τίς ἱ­ε­ρο­πρα­ξί­ες εὐ­σε­βεῖς ἄν­θρω­ποι ὀ­λί­γων γραμ­μά­των δι­α­βά­ζουν τούς ἀ­πο­στό­λους καί κα­τα­νο­οῦν τά ἄλ­λα ἀ­να­γνώ­σμα­τα πο­λύ κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τούς πο­λύ μορ­φω­μέ­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ται καί γι­’­αὐ­τό τούς λεί­πει ἡ ἐ­ξοι­κεί­ω­ση καί ἡ σχε­τι­κή ἐν τῇ πρά­ξει παι­δεί­α. Ὅ­λοι ἐ­πί­σης γνω­ρί­ζου­με πώς τά νή­πια καί τά βρέ­φη πού οἱ εὐ­λα­βεῖς γο­νεῖς τους τά παίρ­νουν μα­ζί τους κά­θε Κυ­ρια­κή στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πο­λαμ­βά­νουν φρό­νι­μα καί μέ συ­ναί­σθη­ση τή θεί­α λει­τουρ­γί­α.
Ἡ θεί­α λει­τουρ­γί­α δέν εἶ­ναι ἁ­πλά καί μό­νο μιά τε­λε­τή στήν ὁ­ποί­α πα­ρι­στά­με­θα καί προ­σπα­θοῦ­με λο­γι­κῶς νά κα­τα­νο­ή­σου­με. Εἶ­ναι πε­ρι­ο­χή μυ­στη­ρί­ου τό ὁ­ποῖ­ο χά­ρι­τι Θε­οῦ βι­ώ­νου­με. Ἔ­χου­με συ­νη­θί­σει οἱ Ἕλ­λη­νες τή γλώσ­σα της καί μᾶς ἀ­ρέ­σει καί μᾶς ἀ­νε­βά­ζει πνευ­μα­τι­κά. Τή θε­ω­ροῦ­με κά­πως καί τήν αἰ­σθα­νό­μα­στε ὡς ἀ­να­πό­σπα­στο μέ­ρος τῆς λα­τρεί­ας τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ. Καί στό κά­τω κά­τω ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μέ τή λα­τρεί­α της εἶ­ναι ὁ μό­νος θε­σμός πού συ­νε­χί­ζει ἀ­κό­μη νά μᾶς δι­δά­σκει τίς δι­α­χρο­νι­κές μορ­φές τῆς γλώσ­σας μας μέ τρό­πο φυ­σι­κό καί ἀ­βί­α­στο και εὔ­λη­πτο. Θά μπο­ρού­σα­με νά ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γή­σου­με ἐ­π’ αὐ­τοῦ, ἀλ­λά δέν εἶ­ναι τοῦ πα­ρόν­τος. Ἄς μή τή σχε­τι­κο­ποι­οῦν οἱ δι­α­φω­νοῦν­τες οὔ­τε ὑ­περ­βο­λι­κά νά ὑ­πο­τι­μοῦν τήν ἀ­ξί­α της οὔ­τε νά τήν εὐ­τε­λί­ζουν. Θά εἶ­ναι πάν­το­τε πρω­ταρ­χι­κό στοι­χεῖ­ο ὄ­χι μό­νο τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ μας ἀλ­λά καί τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ὅ­λων τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν λα­ῶν. Μνη­μεῖ­ο, ἐν τέ­λει, ὅ­λης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος! Ἄς μᾶς ἀ­φή­σουν, ἐ­πί τέ­λους, νά τή χαι­ρό­μα­στε.
Ἔ­χου­με, γιά νά τό ποῦ­με ἀ­πε­ρί­φρα­στα, τήν αἴ­σθη­ση πώς αὐ­τοί πού μέ πά­θος καί ἔ­παρ­ση ὑ­πο­στη­ρί­ζουν τόν μο­νό­δρο­μο τῆς με­τά­φρα­σης τῶν ἱ­ε­ρῶν κει­μέ­νων ἀ­κο­λου­θοῦν τή λο­γι­κή ἐ­κεί­νων πού κα­τήρ­γη­σαν ἐν μιᾷ νυ­κτί τό πο­λυ­το­νι­κό, ἀ­σκών­τας τό­τε ἕ­να δη­μό­σιο καί βί­αι­ο ἐ­ξα­ναγ­κα­σμό, πού κα­τήρ­γη­σε μιά ἱ­στο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση αἰ­ώ­νων, κα­θώς καί ἐ­κεί­νων πού κά­πο­τε κα­μά­ρω­σαν πώς «ἔ­θα­ψαν» τήν κα­θα­ρεύ­ου­σα - ὡς δυ­να­τό­τη­τα δι­δα­σκα­λί­ας - «θά­βον­τας» μα­ζί της κι ἕ­να θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο λο­γο­τε­χνί­ας καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γνώ­σης. Εἶ­ναι κρί­μα πού στή δι­δα­κτι­κή πρά­ξη ὁ­δεύ­ουν πρός κα­τάρ­γη­ση ὁ Κάλ­βος, ὁ Βι­ζυ­η­νός, ὁ γλυ­κύ­τα­τος Ἀ­λέ­ξαν­δρος Πα­πα­δι­α­μάν­της. Θά ἦ­ταν κρί­μα μας με­γα­λύ­τε­ρο ἄν ὑ­περ­φί­α­λοι ἐ­ξο­βε­λί­ζα­με ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί τήν ἐ­θνι­κή μας ζω­ή τούς ἁ­γί­ους Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο, Βα­σί­λει­ο τόν Μέ­γα, Ἰ­ω­άν­νη τόν Δα­μα­σκη­νό, Ρω­μα­νό τόν Με­λω­δό, Κο­σμᾶ τόν Με­λω­δό, Ἀν­δρέ­α τόν Κρή­της, Κασ­σια­νή τήν ὁ­σί­α καί τό­σους ἄλ­λους κο­ρυ­φαί­ους δη­μι­ουρ­γούς μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πο­τε­λοῦν πνευ­μα­τι­κά ἀ­να­στή­μα­τα τοῦ παγ­κό­σμιου πο­λι­τι­σμοῦ. Θά ἦ­ταν σάν νά ἀ­πεμ­πο­λού­σα­με οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες τόν ἑ­αυ­τό μας.
Θε­ω­ροῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό βέ­βαι­ο πώς ἄν γί­νει τό λά­θος καί τε­θεῖ ἐ­πι­σή­μως ἕ­να τέ­τοι­ο θέ­μα πρός δι­ά­λο­γο, θά μπεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α σ’ ἕ­να φαῦ­λο κύ­κλο ἀ­τέρ­μο­νων συ­ζη­τή­σε­ων, προ­τά­σε­ων, πει­ρα­μα­τι­σμῶν, δι­α­φω­νι­ῶν καί ἀν­τεγ­κλή­σε­ων καί θά προ­κύ­ψουν πολ­λά, ἴ­σως και τε­λεί­ως ἀ­πρό­βλε­πτα προ­βλή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δέν θά θέ­λα­με οὔ­τε νά φαν­τα­σθοῦ­με. Θά πρέ­πει νά ἀ­να­λο­γι­σθεῖ ὁ κα­θέ­νας πο­λύ σο­βα­ρά τίς προ­σω­πι­κές του εὐ­θύ­νες γιά τήν ἀ­πώ­λεια τῆς εἰ­ρή­νης τῶν ψυ­χῶν καί τόν σκαν­δα­λι­σμό και τή δι­αί­ρε­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πι­στεύ­ου­με ὅ­τι ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα εὐ­θέ­ως τί­θε­ται ὑ­πό ἀμ­φι­σβή­τη­ση ἀ­πό ὡ­ρι­σμέ­νους ὑ­πέρ­μα­χους τῆς ἀλ­λα­γῆς, δέν θά ὑ­πο­κύ­ψει στίς πι­έ­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες τῆς ἀ­σκοῦν­ται.
Ἄς συ­νε­χί­σου­με νά ἐρ­γα­ζό­μα­στε ὅ­λοι μα­ζί, μη­δε­νός ἐ­ξαι­ρου­μέ­νου, γιά τήν κα­λύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς λα­τρεί­ας ἀ­πό ὅ­λους τους πι­στούς. Τό ἐγ­χεί­ρη­μα δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο, ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λεῖ χρέ­ος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Κύ­ριος θά βο­η­θή­σει πλού­σια. Ὅ­ταν πο­νᾶ­νε τά μά­τια μας, δέν τά βγά­ζου­με. Πα­σχί­ζου­με νά τά θε­ρα­πεύ­σου­με. Ἄς ἀ­γα­πή­σου­με σάν τά μά­τια μας τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας γλωσ­σι­κή πα­ρά­δο­ση. Ὁ ἀ­σκός τοῦ Αἰ­ό­λου ἀ­νοί­γει εὔ­κο­λα. Τό πρό­βλη­μα εἶ­ναι πώς δύ­σκο­λα κλεί­νει.