του Νίκου Παπαχρήστου
Mε θερμούς λόγους για τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο τον οποίο, επισημαίνει με νόημα, θα συνεχίσει να τον αγαπά και να τον θυμάται όπως τον γνώρισε «τα τελευταία δεκατέσσαρα έτη πρό της αναρρήσεως Του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο», αποχαιρέτησε την Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών ο απερχόμενος Γεν. Διευθυντής της, Αντώνης Ζαμπέλης. Με επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο και τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που σε έκτακτη συνεδρίασή της, σήμερα, όρισε το νέο πρόεδρο της ΕΚΥΟ καθώς και το διάδοχο του στη θέση του Γεν.Διευθυντή, ο Αντώνης Ζαμπέλης κάνει ιδιαίτερη μνεία στον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Θεόκλητο για τον οποίο δηλώνει ότι είναι «ΆΝΔΡΑΣ υπερήφανος, αγέρωχος, με σπάνια ευθυκρισία και ευθύτητα λόγων και έργων».
Στην πολυσέλιδη επιστολή του – μαζί με το συνοδευτικό υπόμνημα ξεπερνάει τις 100 σελίδες- κάνει έναν απολογισμό του έργου που πραγματοποιήθηκε κατά την τελευταία τριετία. Ταυτόχρονα δεν παραλείπει να αναφερθεί στους «κακεντρεχείς» που επέκριναν το έργο αυτό μέσω «αθέμιτων μέσων» ενώ επικρίνει ευθέως και μερικούς Ιεράρχες «οι οποίοι μάλιστα είναι λαλίστατοι επί παντός του επιστητού».
Ο κ.Ζαμπέλης δεν διστάζει να ασκήσει κριτική και σε όλους όσοι, «κυρίως στους κόλπους της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, επιθυμούν μία Εκκλησία, βουβή, άβουλη και έρμαιο της κρατικής εξουσίας».
Πιο συγκεκριμένα - σύμφωνα με τα αποσπάσματα της επιστολής που έχει στη διάθεσή του το Amen.gr- ο κ.Ζαμπέλης σημειώνει:
Για τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Θεόκλητο:
«Κατ’ αρχάς και πάνω απ’ όλους , θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Σεβασμιώτατον Πρόεδρον της ΕΚΥΟ κ.κ. Θεόκλητον ο οποίος αν και άγνωστος εις εμέ κατά την έναρξιν της θητείας μου, με περιέβαλε με πατρική αγάπη και με σκέπασε ως φύλακας άγγελος από τις κακοτοπιές και τους πειρασμούς του Διαβόλου και των ανθρώπων.
Στάθηκε πατέρας, σύμβουλος, προστάτης, αδελφός αλλά πάνω απ’ όλα ανιδιοτελής και ακάματος εργάτης της Εκκλησίας του Χριστού που ως ιερωμένος Της την υπηρετεί με τον ίδιο ζήλο πάνω από πενήντα έτη εκ των οποίων τριακονταπέντε ως Αρχιερεύς . Ιεράρχες του βεληνεκούς του κ.κ. Θεοκλήτου σπάνια συναντά κάποιος όχι μόνο στην Ελλαδική Εκκλησία αλλά και σ’ ολόκληρη την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Η βαθειά του γνώση τόσον της θεολογίας όσο και της οικονομολογίας συνυφασμένη με την άδολη αγάπη του γιά τον Χριστό και τον Άνθρωπο τον καθιστούν ένα πραγματικό κόσμημα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. ΆΝΔΡΑΣ υπερήφανος, αγέρωχος, με σπάνια ευθυκρισία και ευθύτητα λόγων και έργων.
Ότι και να πεί κάποιος γιά τον Άγιο Ιωαννίνων θα είναι λίγο. Θα ευγνωμωνώ εσαεί τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο που επέλεξε να συνεργασθώ μ’ έναν Ιεράρχη που μου έμαθε τόσα πολλά για την Εκκλησία και τους Ανθρώπους» .
Για τον Μητροπολίτη Σπάρτης Ευστάθιο, πρώην Πρόεδρο της ΔΕ της ΕΚΥΟ και τους Ιεράρχες που επικρίνουν το έργο της Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών:
«Στο σημείο αυτό θα ήταν σοβαρή παράλειψις μου να μην αναφερθώ στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μονεμβασίας κ Σπάρτης κ.κ. Ευστάθιο ο οποίος στάθηκε σημαντικός αρωγός στην προσπάθεια της Ε.Κ.Υ.Ο να ανταπεξέλθει στο τιτάνιο έργο της . Ιεράρχες σαν τον Άγιο Σπάρτης πραγματικά τιμούν το Αρχιερατικό Τους αξίωμα και αποδεικνύουν ότι ξέρουν να ξεπερνούν τις όποιες προσωπικές πικρίες τους όταν πρόκειται για το καλό της Εκκλησίας.
Εν αντιθέσει , μερικοί Ιεράρχες όμως, οι οποίοι μάλιστα είναι λαλίστατοι επί παντός του επιστητού, πιστεύουν ό,τι πέραν του ό,τι είναι άριστοι θεολόγοι, είναι και άριστοι νομοκανονικολόγοι και εντρυφείς οικονομολόγοι και γνωρίζουν τα νομικά και οικονομικά δρώμενα κάλλιον των νομικών και των οικονομολόγων ελέω της Θεού Δεσποτείας που τους έχει ανατεθεί με την συνοδική ψήφο των πρεσβυτέρων Αδελφών τους. Περιττό να αναφέρουμε ό,τι αυτό δεν ισχύει εις την πράξιν και εις το σημερινό πολύπλοκο γίγνεσθαι της παγκοσμιότητος , που είτε το επιθυμούμε είτε όχι είμεθα μέρος της».
Για εκείνους που χρησιμοποίησαν «αθέμιτα μέσα» για να επικρίνουν την ΕΚΥΟ:
«Βεβαίως πάντα υπάρχουν και οι κακεντρεχείς που δεν χάνουν ευκαιρία να κατακρίνουν το έργο της Υπηρεσίας με αθέμιτα μέσα και διά του Τύπου, προτάσσοντας το γνωστό στους διαδρόμους «αυτοί του τετάρτου» λές και μιλάνε για «μιάσματα» και όχι για σάρκα εκ της σαρκός τους. Ευτυχώς είναι λίγοι, δεν ξεπερνούν τα δάκτυλα του ενός χεριού, αλλά η εκκλησιαστική ιστορία θα τους εγγράψει εκεί που τους αρμόζει. Η ιστορία αργεί αλλά είναι αμείλικτη στην τελική της κρίση».
Από τον συνοπτικό απολογισμό του έργου της ΕΚΥΟ κατά την τελευταία τριετία:
«Την τελευταίαν τριετίαν λοιπόν, πραγματοποιήθηκε ένα σημαντικό και πολυποίκιλο έργο εις την Ε.Κ.Υ.Ο . Το έργο αυτό κυρίως επικεντρώθηκε στην δημιουργία κατάλληλων υποδομών ούτως ώστε η Υπηρεσία να γίνει αντάξια του έργου που έχει να επιτελέσει. Δυστυχώς την τελευταίαν τριακονταπενταετία η αξιοποίησις της εκκλησιαστικής περιουσίας πραγματοποιήθηκε με πάρα πολύ βραδείς ρυθμούς. Από το μεγαλόπνοο σχέδιον του Ιερωνύμου Α’ για την αξιοποίησιν της εκκλησιαστικής περιουσίας το οποίον διεκόπη το 1974 έως και σήμερον πολύ λίγα πράγματα έγιναν διά την αξιοποίησιν αυτής της πράγματι σεβαστής περιουσίας.
Αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός κατά μεγάλο ποσοστό είναι απολύτως δικαιολογημένο. Για να μπορέσει ν’ αξιοποιηθεί μία μεγάλη ακίνητος περιουσία θα πρέπει να υπάρχει κατ’ αρχάς ένας γνώστης των θεμάτων αξιοποιήσεως ακινήτου περιουσίας ως επικεφαλής της Υπηρεσίας. Αυτό για διαφόρους λόγους, κυρίως όμως διότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν επιθυμούσε να ανταμοίψει ένα τέτοιο στέλεχος, δεν έγινε εφικτό την τελευταία τριακονταπενταετία».
Συγκεκριμένα η ΕΚΥΟ, μεταξύ άλλων, προώθησε:
« - την διενέργεια κατόπιν ανοικτού διαγωνισμού μεταξύ των εξειδικευμένων τραπεζικών οργανισμών , εκτιμήσεων της αγοραίας και της μισθωτικής αξίας όλων των υπό της διαχειρίσεως παρά της Ε.Κ.Υ.Ο ακινήτων . Μ’ αυτήν την στρατηγικήν κίνησιν η Υπηρεσία μέσω των αναδόχων Πειραιώς Ακινήτων και Εμπορικής Ακινήτων επέτυχε τρία βασικά και θεμελιώδη επιτεύγματα :
• να κατασθή γνώστης διά πρώτην φοράν της αγοραίας και της μισθωτικής αξίας της υπό διαχείρισιν περιουσίας της .
• να γνωρίση δια πρώτην φοράν μέσω ενός δομημένου τρόπου τα χαρακτηριστικά της υπό διαχείρισιν περιουσίας της.
• να αναπροσαρμώση τις μισθωτικές αξίες εις τα επίπεδα των τρεχόντων μισθωμάτων της αγοράς.
Και όλα αυτά τα επέτυχε με το μικρότερο δυνατόν κόστος (περίπου 200.000 Ε) , αντί του υπερόγκου ποσού που θα απαιτείτο εάν η εκτίμησις αυτή ανετίθετο εις το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών (ΣΟΕ) και θα ανερχόταν εις τα 20.000.000 Ε».
« -την αξιολόγηση των ακινήτων της Βουλιαγμένης σε πρώτη φάση, κατά χρήση και βαθμό αξιοποιήσεως , και την πώληση των πρώτων δύο ακινήτων σε υψηλότατες τιμές (40% πάνω από την αγοραία αξία) ούτως ώστε να δημιουργηθή υψηλή τιμή εκκινήσεως-ορόσημο (benchmark) . Αυτό δημιούργησε ένα ανυπέρβλητο φραγμό στις ορέξεις των γνωστών – αγνώστων επίδοξων καταπατητών και αγοραστών της Βουλιαγμένης που για πολλές δεκαετίες λυμαίνονταν τη συγκεκριμένη περιοχή και ειδικώτερα τα εκκλησιαστικά ακίνητα. Με δεδομένο ό,τι η εναπομένουσα εκκλησιαστική ακίνητος περιουσία στη Βουλιαγμένη, δύναται να αξιοποιηθή στο μέγιστο τμήμα της μόνο δια οικιστική χρήση, είναι αυτονόητη η κατά μεγάλο μέρος ρευστοποίησή της σε υψηλότατες τιμές και η επανεπένδυση του κεφαλαίου αυτού σε κινητές αξίες (κυρίως μετοχές της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ) και εμπορικά ακίνητα αποδόσεως».
« -την αξιοποίησιν των κινητών αξιών που διακατέχει η ΕΚΥΟ και στο μέγιστο μέρος τους είναι μετοχές της Εθνικής Τραπέζης (14.175.000 μετοχές σήμερον από 5.947.500 που παραλάβαμε πρίν τρία έτη) . Η αξιοποίησις του σημαντικού ποσοστού που κατέχει η ΕΚΥΟ στην ΕΘΝΙΚΗ , ίσως αποτελέσει την λύση διά την αυτονομία της Εκκλησίας της Ελλάδος από την κρατική εξάρτηση. Αυτό όμως απαιτεί στρατηγική, τακτική αλλά κυρίως αποφασισμένη ιεραρχία που θα έχει το θάρρος να αξιοποιήσει την περιουσία της Εκκλησίας και δεν θα κάνει βήματα ολοταχώς προς τα οπίσω έναντι παροχής μικροχορηγιών. Η αξιοποίησις του ποσοστού της ΕΘΝΙΚΗΣ είναι κολοσσιαίας σημασίας διά την Εκκλησίαν και δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια μη ειδικών».
« -την διατήρησιν του φορολογικού καθεστώτος και την επίτευξιν ισότιμων ρυθμίσεων με τα λοιπά νομικά πρόσωπα ιδωτικού δικαίου . Δυστυχώς, η μεταχείρισις της Ελλαδικής Εκκλησίας (την οποίαν συστηματικώς αγνοούν ότι αποτελεί Θείο Καθίδρυμα και όχι ένα απλό Ν.Π.Δ.Δ) την τελευταία διετία έχει επανέλθει σε καθεστώς ομηρίας και απαξιώσεως μετά την δίκαια αντιμετώπιση Της την προηγούμενη επταετία (2002 – 2009). Μερικοί, δυστυχώς μέσα στην Εκκλησία και κυρίως στους κόλπους της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, επιθυμούν μία Εκκλησία, βουβή, άβουλη και έρμαιο της κρατικής εξουσίας».
Το «υστερόγραφο» για τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο:
«Τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών κ Πάσης Ελλάδος κ.κ Ιερώνυμον τον αγαπώ, τον τιμώ και θα τον θυμάμαι πάντοτε όπως τον γνώρισα τα τελευταία δεκατέσσαρα έτη πρό της αναρριχήσεως Του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο και αυτό δεν αλλάζει με οτιδήποτε ήθελε συμβεί» .
Στην πολυσέλιδη επιστολή του – μαζί με το συνοδευτικό υπόμνημα ξεπερνάει τις 100 σελίδες- κάνει έναν απολογισμό του έργου που πραγματοποιήθηκε κατά την τελευταία τριετία. Ταυτόχρονα δεν παραλείπει να αναφερθεί στους «κακεντρεχείς» που επέκριναν το έργο αυτό μέσω «αθέμιτων μέσων» ενώ επικρίνει ευθέως και μερικούς Ιεράρχες «οι οποίοι μάλιστα είναι λαλίστατοι επί παντός του επιστητού».
Ο κ.Ζαμπέλης δεν διστάζει να ασκήσει κριτική και σε όλους όσοι, «κυρίως στους κόλπους της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, επιθυμούν μία Εκκλησία, βουβή, άβουλη και έρμαιο της κρατικής εξουσίας».
Πιο συγκεκριμένα - σύμφωνα με τα αποσπάσματα της επιστολής που έχει στη διάθεσή του το Amen.gr- ο κ.Ζαμπέλης σημειώνει:
Για τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Θεόκλητο:
«Κατ’ αρχάς και πάνω απ’ όλους , θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Σεβασμιώτατον Πρόεδρον της ΕΚΥΟ κ.κ. Θεόκλητον ο οποίος αν και άγνωστος εις εμέ κατά την έναρξιν της θητείας μου, με περιέβαλε με πατρική αγάπη και με σκέπασε ως φύλακας άγγελος από τις κακοτοπιές και τους πειρασμούς του Διαβόλου και των ανθρώπων.
Στάθηκε πατέρας, σύμβουλος, προστάτης, αδελφός αλλά πάνω απ’ όλα ανιδιοτελής και ακάματος εργάτης της Εκκλησίας του Χριστού που ως ιερωμένος Της την υπηρετεί με τον ίδιο ζήλο πάνω από πενήντα έτη εκ των οποίων τριακονταπέντε ως Αρχιερεύς . Ιεράρχες του βεληνεκούς του κ.κ. Θεοκλήτου σπάνια συναντά κάποιος όχι μόνο στην Ελλαδική Εκκλησία αλλά και σ’ ολόκληρη την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Η βαθειά του γνώση τόσον της θεολογίας όσο και της οικονομολογίας συνυφασμένη με την άδολη αγάπη του γιά τον Χριστό και τον Άνθρωπο τον καθιστούν ένα πραγματικό κόσμημα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. ΆΝΔΡΑΣ υπερήφανος, αγέρωχος, με σπάνια ευθυκρισία και ευθύτητα λόγων και έργων.
Ότι και να πεί κάποιος γιά τον Άγιο Ιωαννίνων θα είναι λίγο. Θα ευγνωμωνώ εσαεί τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο που επέλεξε να συνεργασθώ μ’ έναν Ιεράρχη που μου έμαθε τόσα πολλά για την Εκκλησία και τους Ανθρώπους» .
Για τον Μητροπολίτη Σπάρτης Ευστάθιο, πρώην Πρόεδρο της ΔΕ της ΕΚΥΟ και τους Ιεράρχες που επικρίνουν το έργο της Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών:
«Στο σημείο αυτό θα ήταν σοβαρή παράλειψις μου να μην αναφερθώ στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μονεμβασίας κ Σπάρτης κ.κ. Ευστάθιο ο οποίος στάθηκε σημαντικός αρωγός στην προσπάθεια της Ε.Κ.Υ.Ο να ανταπεξέλθει στο τιτάνιο έργο της . Ιεράρχες σαν τον Άγιο Σπάρτης πραγματικά τιμούν το Αρχιερατικό Τους αξίωμα και αποδεικνύουν ότι ξέρουν να ξεπερνούν τις όποιες προσωπικές πικρίες τους όταν πρόκειται για το καλό της Εκκλησίας.
Εν αντιθέσει , μερικοί Ιεράρχες όμως, οι οποίοι μάλιστα είναι λαλίστατοι επί παντός του επιστητού, πιστεύουν ό,τι πέραν του ό,τι είναι άριστοι θεολόγοι, είναι και άριστοι νομοκανονικολόγοι και εντρυφείς οικονομολόγοι και γνωρίζουν τα νομικά και οικονομικά δρώμενα κάλλιον των νομικών και των οικονομολόγων ελέω της Θεού Δεσποτείας που τους έχει ανατεθεί με την συνοδική ψήφο των πρεσβυτέρων Αδελφών τους. Περιττό να αναφέρουμε ό,τι αυτό δεν ισχύει εις την πράξιν και εις το σημερινό πολύπλοκο γίγνεσθαι της παγκοσμιότητος , που είτε το επιθυμούμε είτε όχι είμεθα μέρος της».
Για εκείνους που χρησιμοποίησαν «αθέμιτα μέσα» για να επικρίνουν την ΕΚΥΟ:
«Βεβαίως πάντα υπάρχουν και οι κακεντρεχείς που δεν χάνουν ευκαιρία να κατακρίνουν το έργο της Υπηρεσίας με αθέμιτα μέσα και διά του Τύπου, προτάσσοντας το γνωστό στους διαδρόμους «αυτοί του τετάρτου» λές και μιλάνε για «μιάσματα» και όχι για σάρκα εκ της σαρκός τους. Ευτυχώς είναι λίγοι, δεν ξεπερνούν τα δάκτυλα του ενός χεριού, αλλά η εκκλησιαστική ιστορία θα τους εγγράψει εκεί που τους αρμόζει. Η ιστορία αργεί αλλά είναι αμείλικτη στην τελική της κρίση».
Από τον συνοπτικό απολογισμό του έργου της ΕΚΥΟ κατά την τελευταία τριετία:
«Την τελευταίαν τριετίαν λοιπόν, πραγματοποιήθηκε ένα σημαντικό και πολυποίκιλο έργο εις την Ε.Κ.Υ.Ο . Το έργο αυτό κυρίως επικεντρώθηκε στην δημιουργία κατάλληλων υποδομών ούτως ώστε η Υπηρεσία να γίνει αντάξια του έργου που έχει να επιτελέσει. Δυστυχώς την τελευταίαν τριακονταπενταετία η αξιοποίησις της εκκλησιαστικής περιουσίας πραγματοποιήθηκε με πάρα πολύ βραδείς ρυθμούς. Από το μεγαλόπνοο σχέδιον του Ιερωνύμου Α’ για την αξιοποίησιν της εκκλησιαστικής περιουσίας το οποίον διεκόπη το 1974 έως και σήμερον πολύ λίγα πράγματα έγιναν διά την αξιοποίησιν αυτής της πράγματι σεβαστής περιουσίας.
Αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός κατά μεγάλο ποσοστό είναι απολύτως δικαιολογημένο. Για να μπορέσει ν’ αξιοποιηθεί μία μεγάλη ακίνητος περιουσία θα πρέπει να υπάρχει κατ’ αρχάς ένας γνώστης των θεμάτων αξιοποιήσεως ακινήτου περιουσίας ως επικεφαλής της Υπηρεσίας. Αυτό για διαφόρους λόγους, κυρίως όμως διότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν επιθυμούσε να ανταμοίψει ένα τέτοιο στέλεχος, δεν έγινε εφικτό την τελευταία τριακονταπενταετία».
Συγκεκριμένα η ΕΚΥΟ, μεταξύ άλλων, προώθησε:
« - την διενέργεια κατόπιν ανοικτού διαγωνισμού μεταξύ των εξειδικευμένων τραπεζικών οργανισμών , εκτιμήσεων της αγοραίας και της μισθωτικής αξίας όλων των υπό της διαχειρίσεως παρά της Ε.Κ.Υ.Ο ακινήτων . Μ’ αυτήν την στρατηγικήν κίνησιν η Υπηρεσία μέσω των αναδόχων Πειραιώς Ακινήτων και Εμπορικής Ακινήτων επέτυχε τρία βασικά και θεμελιώδη επιτεύγματα :
• να κατασθή γνώστης διά πρώτην φοράν της αγοραίας και της μισθωτικής αξίας της υπό διαχείρισιν περιουσίας της .
• να γνωρίση δια πρώτην φοράν μέσω ενός δομημένου τρόπου τα χαρακτηριστικά της υπό διαχείρισιν περιουσίας της.
• να αναπροσαρμώση τις μισθωτικές αξίες εις τα επίπεδα των τρεχόντων μισθωμάτων της αγοράς.
Και όλα αυτά τα επέτυχε με το μικρότερο δυνατόν κόστος (περίπου 200.000 Ε) , αντί του υπερόγκου ποσού που θα απαιτείτο εάν η εκτίμησις αυτή ανετίθετο εις το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών (ΣΟΕ) και θα ανερχόταν εις τα 20.000.000 Ε».
« -την αξιολόγηση των ακινήτων της Βουλιαγμένης σε πρώτη φάση, κατά χρήση και βαθμό αξιοποιήσεως , και την πώληση των πρώτων δύο ακινήτων σε υψηλότατες τιμές (40% πάνω από την αγοραία αξία) ούτως ώστε να δημιουργηθή υψηλή τιμή εκκινήσεως-ορόσημο (benchmark) . Αυτό δημιούργησε ένα ανυπέρβλητο φραγμό στις ορέξεις των γνωστών – αγνώστων επίδοξων καταπατητών και αγοραστών της Βουλιαγμένης που για πολλές δεκαετίες λυμαίνονταν τη συγκεκριμένη περιοχή και ειδικώτερα τα εκκλησιαστικά ακίνητα. Με δεδομένο ό,τι η εναπομένουσα εκκλησιαστική ακίνητος περιουσία στη Βουλιαγμένη, δύναται να αξιοποιηθή στο μέγιστο τμήμα της μόνο δια οικιστική χρήση, είναι αυτονόητη η κατά μεγάλο μέρος ρευστοποίησή της σε υψηλότατες τιμές και η επανεπένδυση του κεφαλαίου αυτού σε κινητές αξίες (κυρίως μετοχές της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ) και εμπορικά ακίνητα αποδόσεως».
« -την αξιοποίησιν των κινητών αξιών που διακατέχει η ΕΚΥΟ και στο μέγιστο μέρος τους είναι μετοχές της Εθνικής Τραπέζης (14.175.000 μετοχές σήμερον από 5.947.500 που παραλάβαμε πρίν τρία έτη) . Η αξιοποίησις του σημαντικού ποσοστού που κατέχει η ΕΚΥΟ στην ΕΘΝΙΚΗ , ίσως αποτελέσει την λύση διά την αυτονομία της Εκκλησίας της Ελλάδος από την κρατική εξάρτηση. Αυτό όμως απαιτεί στρατηγική, τακτική αλλά κυρίως αποφασισμένη ιεραρχία που θα έχει το θάρρος να αξιοποιήσει την περιουσία της Εκκλησίας και δεν θα κάνει βήματα ολοταχώς προς τα οπίσω έναντι παροχής μικροχορηγιών. Η αξιοποίησις του ποσοστού της ΕΘΝΙΚΗΣ είναι κολοσσιαίας σημασίας διά την Εκκλησίαν και δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια μη ειδικών».
« -την διατήρησιν του φορολογικού καθεστώτος και την επίτευξιν ισότιμων ρυθμίσεων με τα λοιπά νομικά πρόσωπα ιδωτικού δικαίου . Δυστυχώς, η μεταχείρισις της Ελλαδικής Εκκλησίας (την οποίαν συστηματικώς αγνοούν ότι αποτελεί Θείο Καθίδρυμα και όχι ένα απλό Ν.Π.Δ.Δ) την τελευταία διετία έχει επανέλθει σε καθεστώς ομηρίας και απαξιώσεως μετά την δίκαια αντιμετώπιση Της την προηγούμενη επταετία (2002 – 2009). Μερικοί, δυστυχώς μέσα στην Εκκλησία και κυρίως στους κόλπους της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, επιθυμούν μία Εκκλησία, βουβή, άβουλη και έρμαιο της κρατικής εξουσίας».
Το «υστερόγραφο» για τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο:
«Τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών κ Πάσης Ελλάδος κ.κ Ιερώνυμον τον αγαπώ, τον τιμώ και θα τον θυμάμαι πάντοτε όπως τον γνώρισα τα τελευταία δεκατέσσαρα έτη πρό της αναρριχήσεως Του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο και αυτό δεν αλλάζει με οτιδήποτε ήθελε συμβεί» .
Πηγή:amen.gr