"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Συσσωρευμένος θυμός τοῦ λαοῦ λόγῳ κρίσεως...



Μεγάλη συμμετοχή πολιτών στο κάλεσμα Πανελλαδικής διαμαρτυρίας για τις υψηλές τιμές των Super Market.
Πρωτοφανείς σκηνές εκτυλίχτηκαν σήμερα σε κεντρικό Super Market της Κατερίνης, όταν 50 περίπου πολίτες, φτάνοντας με τα ψώνια τους στο ταμείο, σύσσωμοι, ζήτησαν έκπτωση 15%. Η διεύθυνση του καταστήματος αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα των πολιτών, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν σκηνές έντασης. Οι πολίτες έφυγαν αφήνοντας πίσω τους ένα βουνό από καλάθια γεμάτα τρόφιμα και ψώνισαν από συνοικιακό κατάστημα που τους έκανε σε πρώτη φάση ομαδική έκπτωση 5%.
Image
Έκπληκτο το προσωπικό του καταστήματος τροφίμων, γνωστής αλυσίδας, είδε ξαφνικά μια μεγάλη ομάδα πολιτών να στέκεται μπροστά τα ταμεία και να αρνείται να πληρώσει την αναγραφόμενη τιμή των προϊόντων και να ζητά έκπτωση 15% επί του συνολικού ποσού.
Αποφασισμένοι πολίτες, συνταξιούχοι, εκπαιδευτικοί, φοιτητές, ελεύθεροι επαγγελματίες, μαθητές, ζήτησαν από τον διευθυντή να επικοινωνήσει με τα κεντρικά γραφεία της επιχείρησης, να αναφέρει το περιστατικό και να ζητήσει την ικανοποίηση του αιτήματός τους.
«Το οικογενειακό μας εισόδημα μειώθηκε κατά 20% μόνο τις τελευταίες 4-5 εβδομάδες και κάθε μέρα που περνά, η αγοραστική μας δύναμη συρρικνώνεται, ενώ τα κέρδη των εταιρειών σας αυξάνονται. Εν μέσω οικονομικής κρίσης, με τον πληθωρισμό να καλπάζει, εταιρείες σαν τη δική σας σημειώνουν κέρδη με διψήφιους αριθμούς. Πάρτε τώρα τηλέφωνο στην Αθήνα και πείτε τους τι ζητάμε!» είπαν οι εξαγριωμένοι πολίτες και «στήθηκαν» στα ταμεία περιμένοντας την απάντηση από τα κεντρικά της επιχείρησης.
Στο ενδιάμεσο διάστημα οι φωνές των πολιτών άρχισαν να δυναμώνουν, απαιτώντας την άμεση μείωση των τιμών, ενώ και οι υπόλοιποι πελάτες του καταστήματος συνάχτηκαν με τα μέλη της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης Ν. Πιερίας και υπομονετικά περίμεναν την απάντηση από την Αθήνα, η οποία βέβαια δεν έφτασε ποτέ. Εκτυλίχτηκαν πρωτοφανείς σκηνές! Οι πολίτες εξέφρασαν με έντονο τρόπο την οργή τους για την αισχροκέρδεια που σημειώνεται εις βάρος τους και δεν έλειψαν στιγμές έντασης. Εξαγριωμένες μητέρες με τα παιδιά τους, συνταξιούχοι με τρεμάμενη φωνή, ακόμη και μαθητές γυμνασίου στάθηκαν αποφασιστικά ο ένας δίπλα στον άλλο και ζήτησαν το αυτονόητο: Την προστασία του πολίτη από τις πολυεθνικές και τους μεγαλοκαρχαρίες που λυμαίνονται ανενόχλητοι την ελληνική αγορά.
Image
«Αντιδράστε, Αντισταθείτε! Οργανωθείτε!
Γιατί, σ’ εμάς, τους απλούς πολίτες, κανείς δεν πρόκειται να χαρίσει κάτι. «Αντιδρούμε, γιατί δεν περιμένουμε από κανέναν!»
Ας λάβουν οι αρμόδιοι το μήνυμα ότι δεν είμαστε φοβισμένοι και θα αντιδρούμε όλο και πιο έντονα. Η επιλεκτική επιβολή φόρων σε χαμηλόμισθους και συνταξιούχους, η δραστική μείωση του εισοδήματός μας και τα κέρδη των μεγαλοκαρχαριών στα ύψη, αποτελούν θρασύτατη πρόκληση και συσσωρεύουν ΘΥΜΟ. Μεγάλο θυμό!
Όλοι μαζί απευθύνουμε στον υπουργό Οικονομικών της χώρας μας το παρακάτω απλό ερώτημα: Γιατί επιτρέπετε το ίδιο προϊόν να πωλείται στην Ελλάδα 40% ‐ 80% ακριβότερα απ' ότι στη Γερμανία; Γιατί δεν προστατεύετε τους πολίτες σας κύριε Υπουργέ;» έγραφε το φέυγ βολάν που διένειμαν τα μέλη της κίνησης πολιτών από την Κατερίνη στο προσωπικό και στους πελάτες του καταστήματος.
Μετά από μισή ώρα περίπου οι πολίτες εγκατέλειψαν τα ψώνια τους πριν τα ταμεία και αποχώρησαν από το Super Market αφήνοντας πίσω τους ένα βουνό από γεμάτα καλαθάκια.
Image
Βέβαια, οι πολίτες ζήτησαν συγγνώμη από όλους τους υπαλλήλους του καταστήματος για το πρόβλημα της επανατοποθέτησης των προϊόντων στα ράφια τους, αλλά και από όλους τους υπόλοιπους πελάτες που έτυχε να ψωνίζουν εκείνη τη στιγμή για την καθυστέρηση στο ταμείο.
Image
Οι υπόλοιποι πελάτες όχι μόνο δεν διαμαρτυρήθηκαν για την 30λεπτη καθυστέρηση, αλλά ακόμη και εκείνοι που ήδη είχαν κάνει τα ψώνια τους, ξαναμπήκαν στο κατάστημα για να υποστηρίξουν τη διαμαρτυρία των μελών της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης Ν. Πιερίας και «τα έψαλαν» στον προϊστάμενο του καταστήματος.
Image
Η ομάδα συναντήθηκε αμέσως μετά έξω από το κατάστημα και έδωσε την υπόσχεση για νέα, μεγαλύτερη δράση στις επόμενες μέρες.
«Περιμένουμε να πέσουν οι τιμές και όσο αυτό δεν γίνεται η ομάδα μας θα μεγαλώνει και οι δράσεις μας θα πληθαίνουν. Όποιος πιστεύει, ότι θα συνεχίζουμε μόνο να διαμαρτυρόμαστε, απατάται οικτρά» έλεγαν οι πολίτες με νόημα, φεύγοντας για τα σαββατιάτικα ψώνια τους σε συνοικιακό Super Market της Κατερίνης το οποίο τους υποσχέθηκε 5% έκπτωση.
Αν η δράση αυτή είχε την ικανότητα να εξαπλώνεται όπως οι λοιμώδεις ασθένειες, οι πολίτες αυτής της χώρας θα μπορούσαν σύντομα να δουν φως στο τούνελ και βέβαια άλλες λογικές τιμές προϊόντων. Οψόμεθα, περιμένοντας την επόμενη δράση των ενεργών πολιτών της Κατερίνης αλλά και πολιτών από άλλες πόλεις.
www.otoposmou.gr
 http://totefteri.blogspot.com

Πρός συμφωνία γιά τήν ὀνομασία τῶν Σκοπίων (;)



Πηγή: ΑΝΤ1


Μέσα στο καλοκαίρι αναμένεται να έχει επιτευχθεί λύση στο θέμα της ονομασίας της πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, έπειτα από έναν μαραθώνιο διαβουλεύσεων Ελλάδας-Σκοπίων, με πρωταγωνιστές τον ειδικό μεσολαβητή του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Φαίνεται ότι για πρώτη φορά οι Σκοπιανοί προσέρχονται με διάθεση για εξεύρεση λύσης και γι' αυτό οι συζητήσεις που γίνονται σε πολλά επίπεδα, δείχνουν να υπάρχει φως στο τούνελ.

Οι διαπραγματεύσεις γίνονται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, και το όνομα που φαίνεται να επικρατεί είναι «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη». Το όνομα αυτό δείχνει να ικανοποιεί την ελληνική πλευρά, που ζητά να υπάρχει γεωγραφικός προσδιορισμός στην ονομασία.

Έτσι, φαίνεται να ικανοποιείται η ελληνική «κόκκινη γραμμή», ενώ για τους Σκοπιανούς ο όρος δεν είναι άγνωστος, αφού έχει χρησιμοποιηθεί για να διαχωρίζονται από την Μακεδονία του Αιγαίου, και εκτιμάται ότι είναι ένας όρος για τον οποίο δεν θα έχουν μεγάλες αντιδράσεις.

Εκτιμάται δε ότι οι διεθνείς δυνάμεις είναι έτοιμες να χρησιμοποιήσουν τον όρο αυτό, και αν υπογραφεί συμφωνία για αυτό το όνομα, τότε το «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη» θα είναι η ονομασία που θα χρησιμοποιείται από τη διεθνή κοινότητα και θα αναγράφεται στα διαβατήρια των Σκοπιανών.

Σ.Σ. Εντύπωση μου προκαλεί ότι η συγκεκριμμένη είδηση "παίζει" μόνο στον ΑΝΤ1 και σε κανένα άλλο μέσο, είτε Ελληνικό είτε Σκοπιανό.


Πηγή:: http://taxalia.blogspot.com

Θλίψη και κατάθλιψη- Γράφει ὁ μοναχός Μωϋσῆς, ῾Αγιορείτης




Ο γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης συχνά έλεγε πως η σήμερα τόσο διαδομένη κατάθλιψη συχνά και κύρια οφείλεται στον μεγάλο εγωισμό. Από μικροί μεγαλώνουμε με μια λαθεμένη αγωγή. Των περισσότερων η ανατροφή από μικρά παιδιά είναι μία επιμελής καλλιέργεια ενός λίαν εγωιστικού πνεύματος. Γεννιέται από νωρίς η σφοδρή επιθυμία για διάκριση, έπαινο, εντυπωσιασμό και πρωτοκαθεδρία. Γεννιέται ένα υπερβολικό ενδιαφέρον για την ενδυμασία, την κόμμωση και την επίδοση σε ανάξια λόγου πράγματα. Ο πολύς εγωισμός οδηγεί στον πρωταγωνιστισμό, την απόρριψη των άλλων, τη χρησιμοποίηση υπερβολών, ψευδών και ύβρεων. Ορισμένοι φθάνουν μάλιστα να υπηρετούν το άσχημο και το κακό μόνο και μόνο για να συζητιούνται και να προβάλλονται.
Με μια τέτοια πλεύση και προοπτική τι συμβαίνει; Πολύ συχνά, επειδή τα πράγματα δεν μας έρχονται όπως ακριβώς θέλουμε, αμέσως στεναχωριόμαστε, ταραζόμαστε, αγχωνόμαστε, απογοητευόμαστε και κλεινόμαστε στον εαυτό μας, Παρουσιάζεται μια βαθιά θλίψη μέσα μας ότι δεν μας προσέχουν πολύ, δεν μας αγαπάνε όσο θέλουμε, δεν αναγνωρίζουν την αξία μας και δεν εκτιμούν τα προσόντα και τις δυνατότητές μας. Μία λοιπόν μη αναγνώριση, μια παρατήρηση, μια επίπληξη μας θυμώνει, μας ντροπιάζει, μας αναστατώνει, μας θλίβει. Τούτο συμβαίνει γιατί έχει θιγεί ο εγωισμός, έχει ανατραπεί η ωραία ιδέα που υπήρχε για τον εαυτό μας, την οποία επιθυμούμε να έχουν οπωσδήποτε και οι άλλοι.
Είναι μεγάλη λύπη άξιοι νέοι άνθρωποι να φθάνουν και σ' αυτήν την αποτρόπαιη αυτοχειρία, γιατί δεν αντέχουν μία αποτυχία, μία απογοήτευση, μία υποτίμηση, μία προσβολή, μία ξαφνική πτώχευση. Ένας ταπεινός, ένας αληθινός Χριστιανός, όλα αυτά τα πικρά γεγονότα τα αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα, πιο αισιόδοξα, πιο καρτερικά και πιο ελπιδοφόρα. Μάλιστα, μερικές φορές μπορούν να γίνουν δυνατές αφορμές πνευματικής ωρίμανσης και ψυχικής καλλιέργειας.
Μια παρατεινόμενη στενοχώρια φέρνει θλίψη και αυτή πάλι τη φοβερή κατάθλιψη, που σήμερα μαστίζει πολλούς. Η κατάθλιψη μπορεί να αδρανοποιήσει τον άνθρωπο κουραστικά. Η κατάθλιψη έχει συνήθη αιτία τον άφθονο εγωισμό. Ο ταπεινός έχει ισχυρά αντισώματα, δεν είναι εύκολο να κυριευθεί από την κατάθλιψη. Τελικά, πιστεύουμε πως ο υπερβολικός εγωισμός είναι μια σκέτη ανοησία και η γνήσια ταπείνωση μια επιλογή ενός υψηλού πνευματικού κέρδους. Ο εγωιστής είναι πάντοτε αχόρταγος, ανικανοποίητος, ανασφαλής και αγχώδης. Αντίθετα, ο ταπεινός είναι ήσυχος, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, άφοβος και ήρεμος. Ο εγωιστής πάσχει να ξέρει πώς τον βλέπουν, πώς τον εκτιμούν και πόσο τον θαυμάζουν. Έτσι είναι συνεχώς ανήσυχος. Αυτό σημαίνει ότι του λείπει η αυτοεκτίμηση και εναγώνια την αποζητά από τους άλλους. Οι άλλοι όμως έχουν τα δικά τους προβλήματα και δεν ασχολούνται τόσο μ' αυτόν. Αυτοβασανιζόμενος και ταλαιπωρούμενος από νοσηρές επιθυμίες, φαντασίες και ιδέες πονά πολύ. Μην αντέχοντας, καταφεύγει σε διάφορα χάπια, ακόμη και σε αλκοόλ και ναρκωτικά, για να αποφύγει τον εσωτερικό πόλεμο.
Είναι γεγονός πως καταναλώνονται τεράστιες ποσότητες και μεγάλα ποσά για αντικαταθλιπτικά φάρμακα, αλλά και σε προγράμματα αποτοξινώσεως. Το πρόβλημα όμως δεν θεραπεύεται στη ρίζα του, γιατί παραμένει ισχυρός ο εγωισμός, που δημιουργεί όλα αυτά τα προβλήματα. Το αταπείνωτο φρόνημα των καιρών μας, οι συγκρούσεις, η μη αγωνιστικότητα, η νωχέλεια, οι συχνές απογοητεύσεις οδηγούν στην κατάθλιψη. Ευγενείς, ευαίσθητοι, αδύναμοι και αδρανείς νέοι μπορεί να κυριευθούν από την κατάθλιψη. Θεωρήσαμε την ταπείνωση ολέθριο ελάττωμα.
Αγωνιστήκαμε για άλλα πολλά που δεν ήταν ουσιαστικά και πρωτεύοντα. Μπερδέψαμε την ταπείνωση με την κακομοιριά και την απλοϊκότητα. Μόνο όμως ο αληθινά ταπεινός μπορεί να είναι πραγματικά χαρούμενος, αστεναχώρητος, νηφάλιος, γαλήνιος και υπερβολικά ειρηνικός. Οι ημέρες μας έχουν ιδιαίτερη ανάγκη πνευματικής ενισχύσεως.
«Μακεδονία» 13/06/2010

"Μήν ἐνοχλεῖτε. Δέν δέχομαι ἐπισκέψεις»



Ρώτησα τον ασκητή να μου πει αν τον κουράζουν οι συχνές επισκέψεις ανθρώπων από τον κόσμο κι εκείνος απάντησε:

«Ο καλόγερος πρέπει συνέχεια να μοχθεί. Δε με κουράζουν οι άνθρωποι. Με συγκλονίζει το ότι πολλοί χριστιανοί δεν είναι σε θέση να καταλάβουν μια πολύ απλή αλήθεια: Όλοι εμείς εδώ στο Άγιο Όρος δεν είμαστε Άγιοι και δεν κάνουμε θαύματα, αλλά αμαρτωλοί πού φύγαμε απ' τον κόσμο από επιθυμία να ζήσουμε μια λιγότερο «χαμοζωή και δουλοζωή». Πολλοί έρχονται εδώ και άλλοι μου γράφουν περιμένοντας να τους δώσω εγώ λύση στα προβλήματα πού οι ίδιοι αντιμετωπίζουν. Ο ένας θέλει να του πω αν το κορίτσι πού γνώρισε κάνει γι' αυτόν και αν πρέπει να το παντρευτεί. Ο άλλος ρωτάει πάσο παιδιά έχει καθήκον να κάνει ο χριστιανός. Άλλοι ζητούν να τους πω αν είναι αμαρτία θανάσιμη να πάρουν αντίδωρο όταν έχουν πιει ένα ποτήρι γάλα και άλλοι ρωτάνε αν υπάρχουν στο Άγιο Όρος βότανα πού θεραπεύουν αποτελεσματικά τη στειρότητα. Πολλά προβλήματα έχει ο κόσμος ... Φοβερές οι προλήψεις και οι προκαταλήψεις στις όποιες πιστεύει ... Δύσκολο πράγμα να πείσεις τον άλλον πώς στο Άγιο Όρος δεν υπάρχουν μάγοι και θαυματοποιοί, αλλά αμαρτωλοί πού ψάχνουν να βρουν το Θεό με μετάνοια, νηστεία και προσευχή ...».
Ανεβαίνοντας από τα Καρούλια στα Κατουνάκια, είδα στην άκρη του δρόμου μια πινακίδα πού έγραφε: «Μην ενοχλείτε. Δεν δέχομαι επισκέψεις». Μου φάνηκε στ' αλήθεια παράξενο και το θεώρησα καυτερή ειρωνεία γιατί παρόμοιες επιγραφές δεν είναι καθόλου συνηθισμένες στο Άγιο Όρος όπου η φιλοξενία παρέχεται στον καθένα με τρόπο αβραμιαίο και όπου οι πάντες ακόμα και οι αιρετικοί και οι αλλόθρησκοι είναι ευπρόσδεκτοι στο τραπέζι των μοναχών, θέλησα να μάθω ποιος είναι ο συντάκτης αυτών των απωθητικών λέξεων και τι ήταν εκείνο πού τον έκανε έτσι δημόσια, ανοιχτά καί με τρόπο ελάχιστα παρηγορητικό να δηλώσει πώς η επαφή με τους κοσμικούς του δημιουργεί πανικό κι αλλεργία. Γιατί τάχα να πίστευε πώς συνιστούσε κακούργημα και πράξη ανόσια το να περάσει το δικό του κατώφλι κάποιος πού ζει μέσα στον κόσμο και του οποίου ή στολή της ψυχής είναι συγκαλυμμένη από αδυναμίες και πάθη;
                                 107.JPG
Περίμενα ώρα πολλή για να δω τον γέροντα ασκητή τον Κατουνακιώτη. Οι υποτακτικοί του «ορκίζονταν» πώς ο γέροντας είναι πολύ άρρωστος και δεν δέχεται επισκέψεις. Τελικά, μπόρεσα να μιλήσω μαζί του σε μια στιγμή πού βγήκε από το σπίτι για να πάει στην τουαλέτα πού βρισκόταν λίγα μέτρα κάτω απ' το δρόμο. Ψηλός, κάτασπρος, γεροδεμένος, ασκητικός και καλωσυνάτος, ακέραιος από την επιδρομή του χρόνου, άφθαρτος και αλώβητος από την επέλαση του κομφορμίστικου συμβιβασμού καί του ιδεαλισμού, το βλεπες καθαρά πώς πάνω του είχε κάτι το εξωγήινο και το υπέροχα ζηλευτό πού τον διαφοροποιούσε από την υπόλοιπη άκτιβιστική οικουμένη και τον περιφρουρούσα από την ανθρώπινη ματαιότητα.

Ερώτηση: Μερικοί λένε πώς είσαστε Άγιος και ότι στο Όρος εύκολα συναντάει κανείς τέτοιους Άγιους. Είναι αλήθεια;
Απάντηση: Αλίμονο από τους Αγίους πού η φήμη τους έφτασε στην Αθήνα. Υπάρχουν πραγματικοί Άγιοι πού βρίσκονται μέσα στις πόλεις, τις πολυκατοικίες και τα χωριά. Έτυχε να γνωρίσω πολλούς τέτοιους Άγιους πού ζούνε στον κόσμο.

Ερώτηση: Ενώ στο Άγιο Όρος η φιλοξενία είναι κανόνας, σεις έχετε βάλει έξω από το σπίτι σας πινακίδα με την οποία προειδοποιείτε τους ξένους ότι οι επισκέψεις σας ενοχλούν. Είναι αυτό χριστιανικό;
Απάντηση: Εγώ δεν είμαι καλός χριστιανός. Πιστεύω όμως πώς η αλήθεια πρέπει να λέγεται ανοιχτά. Δεν με κουράζουν οι άνθρωποι των οποίων κι εγώ με τον τρόπο μου ζω τα προβλήματα πού αντιμετωπίζουν. Με στενοχωρεί όμως αφάνταστα, όταν βλέπω ανθρώπους να θεοποιούν συνανθρώπους τους και χριστιανούς να απαιτούν από σένα να γίνεις κοσμοδιορθωτής. Δεν βρίσκομαι σε σχέση εχθρότητας με τους ανθρώπους πού περνούν από δω αλλά κάτι πού ο ίδιος χρειάζομαι και πού ίσως κι αυτοί για το ίδιο να ψάχνουν, είναι η σιωπή και ή ησυχία.

Ερώτηση: Ναι. αλλά αν αυτό πού κάνετε σεις το κάνουν όλα τα μοναστήρια, οι σκήτες και τα κελιά, τότε οι προσκυνητές θα βρεθούν ξαφνικά μέσα στο δρόμο. Είναι αυτό σωστό;
Απάντηση: Δέστε τα πετεινά τ' ουρανού. Δε σπέρνουν και δε θερίζουν κι όμως ο θεός δεν τ' αφήνει ποτέ να χαθούν. Είναι ποτέ δυνατό να γίνει διαφορετικά με τον άνθρωπο;

Στην ερώτηση, αν το κήρυγμα της Εκκλησίας στον τόπο μας, σήμερα, διατηρεί το βαθμό παραγωγικότητας πού θα έπρεπε, δεν πήρα απάντηση γιατί ο ασπρομάλλης αναχωρητής πού μια ζωή τώρα θητεύει στην άσκηση και τη σιωπή, μου κανε νόημα πώς έπρεπε να πηγαίνω. Δεν με κέρασε τσίπουρο, δεν μου δωσε καφέ και λουκούμι, δεν μου πε καν να μπω μέσα για να ξαποστάσω λιγάκι. Ωστόσο. Έφυγα δίχως την παραμικρή δυσφορία και δίχως αισθήματα ανασφάλειας για το δρόμο πού είχα ακόμα μπροστά μου να διανύσω και το σκοτάδι πού είχε αρχίσει ανεξιχνίαστα να φουντώνει στις γύρω πλαγιές. Έφυγα με την ικανοποίηση και τη σιγουριά πώς ήταν άνθρωπος άλλης απόχρωσης τούτος δω ο καλόγερος πού θέλει να ζει ξεχασμένος στα Κατουνάκια ...

Από το βιβλίο του ΤΑΣΟΥ ΜΙΧΑΛΑ
«ΟΡΟΣ ΑΓΙΟ-ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ»

᾿Ηλία Βενέζη: Οἱ γλάροι (διήγημα)



Το νησάκι που βρίσκεται στα βορινά της Λέσβου, ανάμεσα Πέτρα και Μόλυβο, είναι γυμνό κι έρημο. Δεν έχει όνομα, κι οι ψαράδες που δουλεύουν σ’ εκείνες τις θάλασσες το λένε απλά έτσι: «Το νησί». Δεν έχει μήτε ένα δέντρο, εξόν από θάμνους. Τρία μίλια μακριά, τα βουνά της Λέσβου συνθέτουν μια ήμερη αρμονία από γραμμή, από κίνηση και χρώμα. Πλάι σ’ αυτή τη σπατάλη το γυμνό νησί με την αυστηρή γραμμή του φαίνεται ακόμα πιο έρημο. Σαν να το είχε ξεχάσει ο Θεός, όταν έχτιζε τις στεριές κι έκανε τις θάλασσες στις εφτά πρώτες μέρες του Κόσμου.
Μα από τούτη τη γυμνή λουρίδα της γης μπορείς να δεις, το καλοκαίρι, τον ήλιο να πέφτει μέσα στο ατέλειωτο πέλαγο. Τότε τα χρώματα βάφουν τα νερά κι ολοένα αλλάζουν, κάθε στιγμή, σαν να λιώνουν μες στ’ αλαφρά κύματα. Όταν τα βράδια είναι πολύ καθαρά, μπορείς να ξεχωρίσεις τα βουνά του Άθω να βγαίνουν μέσα απ’ το πέλαγο και σιγά πάλι να σβήνουν μαζί με τη νύχτα που έρχεται. Αυτή την ώρα ο μπαρμπα-Δημήτρης, ο μοναχικός κάτοικος του έρημου νησιού, θα κάμει την τελευταία κίνηση που τον ενώνει με τους ανθρώπους και με τη ζωή: θ’ ανάψει το φως στο φάρο. Το φως θ’ αρχίσει ν’ ανάβει, να σβήνει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα αυστηρά, αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.

Ο γερο-φαροφύλακας τράβηξε τη βάρκα στον άμμο. Τη σιγούραρε καλά, μην τυχόν τη νύχτα γυρίσει ο καιρός και φουσκώσουν τα νερά. Την κοίταξε για τελευταία φορά, πριν πάρει το δρόμο για το φάρο.
— Λοιπόν, πάει κι αυτό το ταξίδι..., λέει σιγά.
Το λέει μονάχος του και σωπαίνει. Το ταξίδι αυτό, στην αντικρινή στεριά, γίνεται μια φορά το μήνα. Πηγαίνει για τις προμήθειές του, για το αλεύρι, το λάδι και για τα γεννήματα που του χρειάζονται. Στην αρχή, σε κάθε ταξίδι, έμενε όλη τη μέρα στο χωριό. Μιλούσε με παλιούς του φίλους, μάθαινε νέα για τη χώρα, για τον κόσμο, αν οι άνθρωποι ήταν σε πόλεμο για είχαν ειρήνη.
Ο τελωνοφύλακας του έδινε το μισθό του.
— Λοιπόν, και τον άλλο μήνα με το καλό, μπαρμπα-Δημήτρη.
Ο γέρος κουνούσε το κεφάλι του κι ευχαριστούσε. — Με το καλό, αν θα ‘χουμε ζωή, παιδί μου.
Τις άλλες ώρες, ώσπου να γυρίσει στο «νησί του», τις περνούσε ανεβαίνοντας στη μικρή Παναγιά, στο βράχο με τα εκατό σκαλιά, να κάμει την προσευχή του. Σταύρωνε τα χέρια του μπροστά στο παλιό εικόνισμα, χαμήλωνε το κεφάλι και προσευχόταν για τα δυο αγόρια του, που χάθηκαν στην καταστροφή της Ανατολής, για τους άλλους ανθρώπους, τελευταία για τον εαυτό του.
— Αν ζούνε, προστάτευέ τα, παρακαλούσε για τα παιδιά του. Φύλαγέ τα από θυμό κι από κακή ώρα. Φύλαγέ τα απ’ το μαχαίρι...
Μουρμούριζε τους χαιρετισμούς, ό,τι άλλο ήξερε από προσευχή, και τα γερασμένα πόδια του τρέμαν.
— Κι εμένα, καιρός πια είναι να ξεκουραστώ..., έλεγε και βούρκωναν τα μάτια του.
Κατέβαινε τα εκατό σκαλιά κάθε φορά με πιο αλαφρή καρδιά. Στο δρόμο στεκόταν και κοίταζε τα παιδάκια που παίζαν. Τον ξέραν όλα και σαν τον βλέπανε, βάζαν τις φωνές:
— Μπαρμπα-Δημήτρη! Μπαρμπα-Δημήτρη!
Τους αγόραζε φουντούκια και τους τα μοίραζε, κι εκείνα φωνάζαν χαρούμενα:
— Μην αργήσεις να ξανάρθεις, παππούλη! Μην αργήσεις!

Έτσι γινόταν σε κάθε ταξίδι κάθε φορά. Μα όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο ξεσυνήθιζε με τους ανθρώπους. Η ερημιά ολοένα τον κυρίευε, μέρα με τη μέρα, τον απορροφούσε, σαν να στάλαζε μες στην ύπαρξή του τη φοβερή της δύναμη. Σε κάθε ταξίδι λιγόστευε, όσο μπορούσε, τον καιρό που έπρεπε να μείνει στο χωριό για τις δουλειές του.
Έκοψε και το ανέβασμα στην εκκλησίτσα του βράχου.
— Συχώρεσέ με, γιατί πια δεν μπορώ, έλεγε στο Θεό, σαν να είχε κάμει αμαρτία. Παντού μπορώ να σε παρακαλώ, για να βλέπεις πόσο είμαι αδύναμος.
Κι όταν γύριζε στο νησί του, ύστερα από κάθε ταξίδι, έμενε πολύ αργά τη νύχτα, κάτω απ’ τα άστρα, να προσεύχεται.

Δε ρωτούσε πια νέα, τι γίνεται στον κόσμο. Δεν ήξερε τίποτα. Όλος ο κόσμος στένευε, μέρα με τη μέρα, γύρω στο έρημο νησί, κι έκλεινε με το βαθύ πέλαγο και με τα χρώματα, σαν έγερνε ο ήλιος.
Οι τελευταίοι σύντροφοι που άλλαζε πότε πότε καμιά κουβέντα μαζί τους ήταν ψαράδες που, σαν δεν τους έπαιρνε ο καιρός, άραζαν για λίγο στο νησί του. Μέναν εκεί στην ακρογιαλιά, όπου ερχόταν να σβήσει το κύμα, και λέγαν για τα βάσανά τους και για τη μοίρα τους. Πολλές φορές ξενυχτούσαν εκεί. Τότε, στις μακριές ώρες, ώσπου να χαράξει, όταν οι άλλες κουβέντες τέλειωναν, ερχόταν και η επίσημη ώρα για τα δυο παιδιά του.
— Ποιος το ξέρει..., του λέγαν οι ψαράδες. Μπορεί να ζούνε κι να ’ρθουν, μπαρμπα-Δημήτρη. Έτσι σαν τους γλάρους σου, που γύρισαν.
Δε μιλούσε, δε σάλευε, τα ήμερα μάτια του μένανε στυλωμένα στο βάθος της νύχτας.
— Ναι, μπαρμπα-Δημήτρη, σαν τους γλάρους σου. Έτσι μπορούν να γυρίσουν και να ’ρθουν. Μην απελπίζεσαι.
Οι ψαράδες τότε, μ’ αυτή την αφορμή, φέρναν την κουβέντα στους γλάρους του γέρου.
— Αλήθεια, του λέγανε, Πώς μπόρεσες να τους μερώσεις, μπαρμπα-Δημήτρη; Πουθενά δεν ακούστηκε να μερώνουν οι γλάροι...
— Έτσι είναι, παιδιά μου, μουρμούριζε αυτός. Όλα μερώνουν εδώ κάτου. Μοναχά ο άνθρωπος...
Τον ρωτούσαν να τους πει πάλι την ιστορία με τους γλάρους, μόλο που την ξέραν, όπως την ξέραν κι όλοι όσοι ζούσαν στην αντικρινή στεριά. Τα είχε βρει μικρά, μες στους βράχους, δυο γλαρόπουλα αμάλλιαγα ακόμα. Ήταν χειμώνας τότε, τα λυπήθηκε και τα κουβάλησε στο καλύβι του, πλάι στο φάρο. Τα κράτησε και τα μεγάλωσε, ταΐζοντάς τα μικρά ψάρια που έπιανε το δίχτυ του. Μια μέρα του ήρθε η ιδέα να τους βγάλει από ένα όνομα.
«Ε, λοιπόν, εσένα θα σε λέμε...»
Μες στις αναμνήσεις του, μες στην καρδιά του, κείνη την ήμερη ώρα τριγυρίζανε τα δυο παιδικά πρόσωπα, τον καιρό που ήταν πολύ μικρά και τα φώναζε.
«Λοιπόν..., εσένα να σε λέμε Βασιλάκη, είπε στο ένα πουλί. Κι εσένα να σε λέμε Αργύρη...»
Έτσι, από τότε άρχισε να τα φωνάζει με τα ονόματα των παιδιών του. Κι οι γλάροι σιγά σιγά τα συνηθίσανε.
Σαν μεγάλωσαν κι ήρθε η άνοιξη, ένα πρωί σκέφτηκε πως είναι αμαρτία να έχει σκλαβωμένα τα πουλιά. Αποφάσισε να τα λευτερώσει. Άνοιξε το μεγάλο καλαμένιο κλουβί κι έπιασε πρώτα το ένα πουλί. Το κράτησε μες στα δυο του χέρια, το χάιδεψε. Αισθανόταν την καρδιά του να είναι πολύ αλαφρή.
«Άιντε, λοιπόν, Βασίλη!» είπε στο πουλί και άνοιξε τα χέρια του, να το αφήσει να φύγει.
Το πουλί πέταξε, έφυγε.
Έβγαλε και το άλλο, το χάιδεψε σαν το πρώτο, το άφησε κι αυτό. Όλα ήταν ήμερα κείνη τη μέρα και η νύχτα που ήρθε ήταν ήμερη. Μονάχα που αισθανόταν να είναι ακόμα πιο έρημος.
Το ίδιο βράδυ είχε αποτραβηχτεί νωρίς, όταν άκουσε στο μικρό παράθυρο της καλύβας αλαφριά χτυπήματα. Πλησίασε και κοίταξε. Δεν το πίστευε. Πετούσε απ’ τη χαρά του, σαν να ήταν τα παιδιά του που γύριζαν.
Άνοιξε την πόρτα να μπουν μέσα οι γλάροι.
Από τότε αυτό γινόταν: τα πουλιά φεύγαν το πρωί, ταξιδεύανε ως τις αντικρινές στεριές της Ανατολής, ως πέρα στο Σίγρι, και τα βράδια γύριζαν. Έκαναν κοπάδι μαζί με άλλους γλάρους και πολλές φορές πετούσαν πάνω απ’ το ρημονήσι. Αν ήταν χαμηλά, ο γέρος μπορούσε να τους ξεχωρίσει απ’ τα σταχτιά σημάδια που είχαν κάτω απ’ τις φτερούγες. Σαν έβγαινε με τη βάρκα κι αυτοί τριγύριζαν εκεί σιμά, χαμήλωναν και τσίριζαν από πάνω του. Τους είχαν μάθει κι σι άλλοι ψαράδες στα μέρη εκείνα. Και σαν τους βλέπανε, φωνάζαν γελώντας:
— Ε, Βασίλη!... Ε, Αργύρη!...

Έτσι περνούσαν οι μέρες στο ρημονήσι. Η μια, η άλλη, αυτή που πέρασε, αυτή που θα ’ρθει. Μια αδιατάραχτη σειρά από μέρες και νύχτες, που δεν είχαν τίποτα να περιμένουν, άλλο απ’ το θάνατο.
Μια βραδιά του καλοκαιριού έγινε κάτι ασυνήθιστο. Οι γλάροι δε γύρισαν. Μήτε την άλλη μέρα φάνηκαν, μήτε την άλλη νύχτα.
— Μπορεί να ταξιδέψαν μακριά, συλλογίστηκε ο γέρος, για να ξεγελάσει την ανησυχία του.
Το άλλο πρωί, όπως συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι του φάρου. Κοίταξε το πέλαγο. Μια στιγμή του φάνηκε πως η θάλασσα αυλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σαν να περνούσαν δελφίνια και παίζαν. Πολλές φορές έβλεπε στ’ ανοιχτά να περνούν δελφίνια. Τα παρακολουθούσε να γράφουν τις αργές κινήσεις τους όξω απ’ το νερό, πάλι να πέφτουν.
— Δελφίνια θα είναι και τώρα.
Μα σε λίγο είδε καθαρά πως δεν ήταν.
— Άνθρωποι είναι! είπε ξαφνιασμένος.
Κατέβηκε στο ακρογιάλι και περίμενε. Σε λίγο ξεχώρισε πως ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κολυμπούσαν πλάι πλάι, με αργές κινήσεις, γεμάτες βεβαιότητα. Και το μικρό κύμα έκλεινε πάνω στο αυλάκι που άφηναν.
Τι να θέλουν;
Δε θυμόταν άλλη φορά να είχαν έρθει κατά κει για κολύμπι άνθρωποι. Κι ύστερα, δε φαινόταν εκεί γύρω καμιά βάρκα, απ’ όπου να είχαν πέσει.
Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει.
Τα δυο βρεμένα κορμιά τινάζουνται απ’ τη θάλασσα στ’ ακρογιάλι.
Το αγόρι κοιτάζει το κορίτσι μες στα μάτια και τεντώνει τα χέρια του ψηλά.
— Αχ! λέει παίρνοντας βαθιά ανάσα. Τι καλά που ήταν!
Το κορίτσι κάνει την ίδια κίνηση με τα χέρια. Πιο αργά:
— Τι καλά που ήταν!
Ύστερα τρέξαν προς το φαροφύλακα.
— Εσύ ‘σαι ο μπαρμπα-Δημήτρης; λέει το αγόρι.
— Εγώ είμαι, λέει με ταραχή. Μπας και σας έτυχε τίποτα;
— Α, μπα! βιάζεται να πει το αγόρι. Είπαμε χτες να κάνουμε αυτό το ταξίδι με τη φίλη μου, και να που ήρθαμε.
— Από πού; ρωτά ο γέρος με απορία. — Μα απ’ αντίκρυ, απ’ την Πέτρα.

Ο μπαρμπα-Δημήτρης δεν ξέρει τι να πει, μουρμουρίζει μονάχα πως δε θυμάται να του είχαν έρθει άλλη φορά ξένοι με τέτοιο ταξίδι.
Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν προς το φάρο.
Περπατούσε πρώτος, τα παιδιά ακολουθούσαν. Δε θα ήταν το καθένα περισσότερο από δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρονώ. Κι εκείνος βάδιζε μπρος, και τα χρόνια βάραιναν στους ώμους του, σαν να του ζητούσαν την ευθύνη, γιατί δεν τ’ άφηνε να ξεκουραστούν.
Κάθισαν στο πεζούλι του φάρου. Μπροστά τους το Αιγαίο ακύμαντο, ο ήλιος έτρεμε πάνω του.
— Από πού έρχεστε; ρώτησε ο γέρος.
— Σπουδάζουμε στην Αθήνα, είπε το κορίτσι. Εγώ σπουδάζω χημικός κι ο φίλος μου στο Πολυτεχνείο.
— Α, αλήθεια!... Μουρμουρίζει ο γέρος χωρίς να καταλαβαίνει.
— Έχεις πάει καμιά φορά στην Αθήνα, παππούλη; Ρωτά το κορίτσι.
— Όχι. Ποτές.
— Θα το ήθελες τώρα;
Η φωνή του είναι σιγανή, μόλις ακούεται:
— Όχι, παιδί μου. Τώρα είναι αργά.
— Θα είσαι πολύ μονάχος εδώ, παππούλη.
— Είμαι πολύ μοναχός, παιδί μου.
Σώπασαν. Πέρασε λίγη ώρα. Ψηλά πέρασε ένα κοπάδι γλάροι. Ο γέρος σηκώνεται και μπαίνει στο καλύβι να φέρει γλυκό. Απ’ το μικρό παράθυρο μπορεί να βλέπει τα δυο παιδιά, έτσι που είναι ξαπλωμένα. Στα κορμιά τους και στα πρόσωπά τους τρέμουν ακόμα στάλες απ’ τη θάλασσα. Ο ήλιος τα έχει ψήσει αλύπητα, είναι κει σαν δυο αγάλματα από μπρούντζο που τα ξέβρασε το πέλαγο — μια θεότητα της υγείας και μια θεότητα της νεότητας. Τα μαύρα μαλλιά του κοριτσιού πέφτουν πάνω στους ώμους του και στα μεγάλα μαύρα μάτια του σαλεύει βαθύ φως.
...Έτσι απλά και ήμερα είναι όλα στο ρημονήσι αυτή την ιερή ώρα. Έτσι ήμερα είναι και μες στην καρδιά του γέρου ανθρώπου. Είναι πλημμυρισμένος, τούτο το καλοκαιρινό πρωινό, είναι βουρκωμένος. Αυτή η απρόοπτη τρυφερότητα που ήρθε να ταράξει την ερημιά του, τα ακίνητα νερά...
— Παππούλη, να ‘ρθουμε κι εμείς μέσα; του φωνάζει απ’ έξω το κορίτσι.
— Έρχουμαι εγώ, έρχουμαι! Λέει ταραγμένος.
Τους έφερε γλυκό, αμύγδαλα, κρύο νερό.
— Δεν έχω τίποτα άλλο..., μουρμουρίζει, σαν να θέλει να τον συχωρέσουν.
— Κάθισε, κάθισε, παππούλη, — τον πιάνει το κορίτσι απ’ το χέρι να καθίσει πλάι του.
Κάθισε.
— Ελάτε και αύριο, τους λέει δειλά. Θα ψαρέψω για σας τη νύχτα. Αύριο φεύγουμε, απαντά το κορίτσι με λύπη. Κρίμα, τόσες μέρες που ήμαστε εδώ να μην ερχόμαστε! Είσαι πάντα έτσι έρημος, παππούλη;
— Πάντα, παιδί μου.
— Α. τώρα καταλαβαίνω τι ήταν οι γλάροι..., μουρμουρίζει το αγόρι.
— Ναι, παιδί μου, αυτό είναι. Η ερημιά.
— Θα πρέπει να τους συχωρέσεις, παππούλη, λέει πάλι το αγόρι σε λίγο. Αν ήξεραν, δε θα το έκαναν ποτέ.
Ο γέρος δεν καταλαβαίνει. Στέκει με απορία.
— Για ποιους λες, παιδί μου;
—Γι’ αυτούς που σκοτώσαν τους γλάρους σου λέω, μπαρμπα-Δημήτρη. Είναι φίλοι μας.
Καταλαβαίνει τα γόνατά του να τρέμουν, η καρδιά του χτυπά.
— Τους σκοτώσαν είπες;
— Α, δεν το ήξερες ακόμα;...
Το παιδί δαγκάνει τα χείλια του, μα είναι αργά. Του λέει την ιστορία: πως κυνηγούσαν, όλη η νεολαία, ύστερα κατεβήκαν στην ακρογιαλιά· οι δυο γλάροι χαμήλωσαν απ’ το άλλο κοπάδι, ο φίλος τους τράβηξε εκεί σιμά, γνώρισαν τις σταχτιές φτερούγες.
Ο γέρος ακούει, ακούει, — δεν είναι τίποτα, δυο γλάροι ήταν.
— Δεν ήξεραν, παππούλη..., λέει με θερμή φωνή το κορίτσι, συγκινημένο απ’ τη βουβή λύπη που βλέπει στο γερασμένο πρόσωπο. Δεν ήξεραν...
Κι εκείνος κουνά μόλις, αργά, το κεφάλι του, συγκατανεύοντας:
— Ναι, ναι, παιδί μου. Δε θα ξέραν...

Αρκετή ώρα πέρασε.
— Πρέπει να φύγουμε, λέει το αγόρι. Το κορίτσι σηκώνεται.
— Να φύγουμε.
Πηγαίνουν μπροστά, ο γέρος έρχεται λίγο πίσω τους. Φτάσαν στην ακρογιαλιά.
— Σε χαιρετούμε, παππούλη, λέει πρώτο το κορίτσι.
Πιάνει το χέρι του, σκύβει να το φιλήσει. Κι αυτός της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά.
— Να σας βλογά ο Θεός, μουρμουρίζει συγκινημένος.
Έφυγαν. Παρακολουθεί πολλή ώρα το μικρό αυλάκι που κάνουν τα κορμιά τους στη θάλασσα. Ώσπου όλα σβήνουν απ’ τα μάτια του. Και το πέλαγο είναι πάντα έρημο Και ατελείωτο.
Νυχτώνει. Έχει καθίσει στο πεζούλι, σι ώρες περνούν. Όλα περνούν απ’ τα θολωμένα μάτια του: τα μικρά του τα χρόνια, τα παιδιά που μεγάλωσε και χάθηκαν, οι άνθρωποι που τον πικράνανε. Όλα περνούν κι όλα σβήνουν. Και τα δυο παιδιά κι ένα κοπάδι γλάροι που πετούν ψηλά. Δυο γλάροι έχουν σταχτιές φτερούγες. Κι αυτοί περνούν και χάνουνται. Δεν είναι πια να γυρίσει τίποτα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και τα δάκρυα στάζουν στην ξερή γη. Από πάνω του το φως του φάρου ανάβει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.
   
Πηγή:http://www.sarantakos.com
ἀναδημοσίευση: http://ellas60.blogspot.com