Ὑπεστηρίχθη ἀπὸ τόν Σεβ. Μητροπολίτην Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης κ. Μελέτιον, ὅτι ἡ μεταγλώττισις τῶν κειμένων τῆς Λατρείας μας εἶναι ἀποκλειστικὸ δικαίωμα ἑκάστου Ἐπισκόπου καὶ ὄχι τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ὅμως ὁ ἰσχυρισμός αὐτός δὲν εἶναι σύμφωνος μὲ τὴν Κανονική τάξι καὶ Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Διότι ἡ λειτουργική τάξις καὶ ἡ τελετουργική πράξις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἕνα ἁπλοῦν ποιμαντικόν δικαίωμα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλὰ θέμα, καθῆκον καὶ ὑποχρέωσις τῆς συνόλου Ἐκκλησίας .
Ἂν ὁ κάθε Ἐπίσκοπος εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ καθορίζη τὸ περιεχόμενο τῆς Λατρείας καὶ τὸν τρόπον τελέσεως αὐτῆς, τότε ἡ λατρεία μας θὰ εἶχε γίνη χίλια κομμάτια καὶ ἄλλα τόσα οἱ χριστιανοί μας.
Ὁ Ἐπίσκοπος ὄντως εἶναι κυρίαρχος , φρουρός καὶ φύλαξ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως στὴν Ἐπισκοπή του, ἀλλ’ ὑπάρχουν καὶ ζητήματα ποὺ πρέπει νὰ λυθοῦν σὲ συνεργασία μὲ τὸν Πρῶτον καὶ πάντας τοὺς Ἐπισκόπους ἑνὸς ἔθνους.
Ὁ ΛΔ´ Ἀποστολικὸς Κανὼν ἰδοὺ πῶς καθορίζει τὶς ἁρμοδιότητες τοῦ Ἐπισκόπου, τοῦ Πρώτου καὶ τῆς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων: «Τούς Ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους, εἰδέναι χρὴ τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἡγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδέν τι πράττειν περιττὸν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· μόνα δὲ πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ’ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ Θεός, διὰ Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὁ Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὡς ἑξῆς ἐξηγεῖ τὸν κανόνα τοῦτον: «Καθώς, ὅταν ἡ κεφαλὴ ἀσθενῇ, καὶ δὲν προβάλλῃ ὑγιαίνουσαν τὴν ἰδικήν της ἐνέργειαν, καὶ τὰ ἐπίλοιπα μέλη τοῦ σώματος κακῶς ἔχουσιν, ἢ καὶ ἄχρηστα γίνονται παντελῶς, τέτοιας λογῆς, καὶ ὅταν ὁ τάξιν ἐπέχων κεφαλῆς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, δὲν ἔχῃ τὴν πρέπουσαν εἰς αὐτὴν τιμήν, καὶ ὅλον τὸ λοιπὸν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀτάκτως βέβαια ἔχει διὰ νὰ κινηθῇ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ παρὼν Κανὼν διορίζει ὅτι ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς κάθε Ἐπαρχίας πρέπει νὰ γνωρίζουν ἐκεῖνον, ὁπού εἶναι πρῶτος ἀνάμεσα εἰς αὐτούς, ἤτοι τὸν Μητροπολίτην· καὶ νὰ νομίζωσιν αὐτὸν ὡς κεφαλήν ἰδικήν των, καὶ χωρὶς τὴν αὐτοῦ γνώμην νὰ μὴ κάμνουσι κανένα πράγμα περιττόν, ὁποὺ δὲν ἀνήκει δηλαδή εἰς τὰς ἐνορίας τῶν Ἐπισκοπῶν τους, ἀλλ’ ὑπερβαῖνον αὐτάς, ἀποβλέπει εἰς τὴν κοινὴν ὅλης τῆς Ἐπαρχίας κατάστασιν· καθώς, λόγου χάριν, εἶναι τὰ περὶ δογμάτων ζητήματα, αἱ οἰκονομίαι καὶ διορθώσεις τῶν κοινῶν σφαλμάτων, αἱ καταστάσεις καὶ χειροτονίαι τῶν Ἀρχιερέων, καὶ ἄλλα παρόμοια. Ἀλλά νὰ συνάγωνται εἰς τὸν Μητροπολίτην, καὶ μαζί μὲ αὐτὸν νὰ συμβουλεύωνται διὰ τὰ τοιαῦτα κοινὰ πράγματα, καὶ ἐκεῖνο ὁπού ἤθελε φανῇ περὶ αὐτῶν καλλίτερον, κοινῶς νὰ ἀποφασίζηται. Ὁ καθ’ ένας ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους, ἐκεῖνα μόνον νὰ πράττη καθ’ ἑαυτόν, χωρὶς τὴν γνώμην τοῦ Μητροπολίτου του, ὅσα ἀνήκουσιν εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἐπισκοπῆς του, καὶ εἰς τὰς χώρας, ὀποὺ εἰς τὴν Ἐπισκοπήν του εἶναι ὑποκείμεναι. Καθὼς ὅμως οἱ Ἐπίσκοποι δὲν πρέπει νὰ πράττωσι κανένα πράγμα κοινὸν χωρὶς τὴν γνώμην του Μητροπολίτου, έτσι παρομοίως καὶ ὁ Μητροπολίτης, δεν πρέπει νὰ κάμνη κανένα τοιούτον κοινόν πράγμα μόνος καὶ καθ’ εαυτόν, χωρὶς τὴν γνώμην ὅλων του τῶν Ἐπισκόπων. Διατὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον θέλει εἶναι ὁμόνοια καὶ ἀγάπη, ἀνάμεσα καὶ εἰς τοὐς Ἐπισκόπους, καὶ Μητροπολίτας, καὶ εἰς Κληρικούς, καὶ εἰς Λαϊκούς. Ἐκ δὲ τῆς ὁμονοίας ταύτης καὶ ἀγάπης θέλει δοξασθῇ ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ, διὰ μέσου τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, Κυρίου δὲ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἐφανέρωσεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸ τοῦ Πατρός του ὄνομα, καὶ τὴν ἀγάπην ἐνομοθέτησε, λέγων· «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστέ, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις».
Καὶ θέλει δοξασθῇ ἐν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, τὸ ὁποῖον διὰ τῆς χάριτός του ἥνωσεν ἡμᾶς εἰς μίαν πνευματικὴν συνάφειαν. Ταὐτόν εἰπεῖν, ἐκ τῆς ὁμονοίας ταύτης, θέλει δοξασθῇ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, κατὰ τὴν εὐαγγελικἠν φωνήν, τὴν λέγουσαν· «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα, καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». [1]
Ἔτσι τὴν διαφωνίαν Ἀποστόλου Πέτρου καὶ Παύλου περὶ τῆς τηρήσεως ἢ μὴ τῆς περιτομῆς ἀπὸ τοὺς ἐξ Ἐθνικῶν χριστιανοὺς ἔλυσε ἡ Ἀποστολικὴ λεγομένη Σύνοδος. Τὴν δὲ διαφωνίαν μεταξὺ Κλήμεντος Ρώμης καὶ Πολυκάρπου Σμύρνης διὰ τὴν ἡμερομηνίαν τελέσεως τοῦ Πάσχα ἔλυσε ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Ἰδοὺ τί γράφει ὁ Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γεώργιος Γαλίτης, σχετικὰ μὲ τὸ πῶς ἔλυσαν τὴν διαφοράν τους ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος: «Καὶ οἱ μεγάλοι, καὶ οἱ ἅγιοι μπορεῖ νὰ διαφωνοῦν. Ἂν στὴν διαφωνία τους παρεισφρύσει ἡ ἔλλειψη ἀγάπης, τότε μπορεῖ νὰ εἶναι μεγάλοι, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἅγιοι. Οἱ ἅγιοι ἀκοῦνε καὶ τὴν ἀντίθετη πλευρά. Κι ἂν δὲν πεισθοῦν, δὲν καταφεύγουν στὸν καταναγκασμὸ τοῦ τύπου: “ἐγὼ εἶμαι ὁ ὑπεύθυνος ποιμένας, σὲ μένα ἔδωσε ὁ Χριστὸς τὰ κλειδιὰ τοῦ παραδείσου καὶ μοῦ ἀνέθεσε τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ποίμνη του, εἶμαι τὸ ἀφεντικό, ἡ γνώμη μου εἶναι ἡ σωστή, εἶμαι ἀλάθητος, αὐτὸ πιστεύω καὶ αὐτὸ ἀποφασίζω” … Ὄχι!»
Ἡ Ἐκκλησία διοικεῖται συνοδικά, τοὐτέστι δημοκρατικά, αὐτή εἶναι ἡ βασική ἐκκλησιολογικὴ ἀρχὴ τῆς διαποιμάνσεως τῆς Ἐκκλησίας, κανείς δὲν κατέχει μόνος του καὶ ἀλαθήτως τὴν Ἀλήθεια. Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός, καὶ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Μόνον ἡ Ἐκκλησία ἐν συνόδῳ οἰκουμενικῇ, συνεχίζοντας τὴν ἀποστολικὴ παράδοση ὡς ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, μπορεῖ νὰ ἀποφανθεῖ ἀλαθήτως καὶ νὰ ὁρίσει τὴν Ἀλήθεια. Γιατὶ τὸ Πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ ἅγιον Πνεῦμα, « τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας», τὸ ὁποῖο ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιϛ´, 13)». [2]
Ὄντως τὸ περί τῆς Λατρείας ζήτημα, τῆς γλώσσης καὶ τῆς τάξεως αὐτῆς, εἶναι θέμα ὄχι τοῦ κατὰ τόπον Ἐπισκόπου, ἀλλὰ τῆς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων. Τοῦτο μὲ σαφήνεια ἔχουν λύσει οἱ Ἱεροὶ Κανόνες Τοπικῶν μὲν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἔχουν ἐπικυρωθῆ ἀπὸ τὸν Β´ Κανόνα τῆς Ϛ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Συγκεκριμένα ὁ ΡΙΔ´ Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ὁρίζει·«Ἤρεσε καὶ τοῦτο(…) [3]. Ἰδοὺ τί καθορίζει καὶ ὁ ΙΗ´ Κανόνας τῆς Λαοδικείας : «Περί τοῦ τὴν αὐτὴν λειτουργίαν τῶν εὐχῶν πάντοτε καὶ ἐν ταῖς ἐννάταις καὶ ἐν ταῖς ἑσπέραις ὀφείλειν γίνεσθαι» [4].
Ἑπομένως σύμφωνα μὲ τὴν Κανονικὴν τάξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἡ Λειτουργικὴ ἀλλαγή εἶναι θέμα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ἑκάστου Ἐπισκόπου. Διὰ τοῦτο τὴν ἀπόφασιν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ παραμείνουν τὰ κείμενα τῆς Λατρείας μας ἀμεταγλώττιστα, ἔχουν ὑποχρέωσι νὰ τηρήσουν πάντες οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὄχι μόνον διότι ἄλλως ὑπέχουν Κανονικὴν εὐθύνην, ἀλλά κυρίως διότι ἔτσι ἐπικρατεῖ εἰρήνη στὴν Ἐκκλησία, οἰκοδομοῦνται οἱ πιστοὶ καὶ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Ἑπομένως σύμφωνα μὲ τὴν Κανονικὴν τάξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἡ Λειτουργικὴ ἀλλαγή εἶναι θέμα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ἑκάστου Ἐπισκόπου. Διὰ τοῦτο τὴν ἀπόφασιν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ παραμείνουν τὰ κείμενα τῆς Λατρείας μας ἀμεταγλώττιστα, ἔχουν ὑποχρέωσι νὰ τηρήσουν πάντες οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὄχι μόνον διότι ἄλλως ὑπέχουν Κανονικὴν εὐθύνην, ἀλλά κυρίως διότι ἔτσι ἐπικρατεῖ εἰρήνη στὴν Ἐκκλησία, οἰκοδομοῦνται οἱ πιστοὶ καὶ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
________________________________________
1. ΠΗΔΑΛΙΟΝ, Ἔκδοσις ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, 1982, σελ. 36 καὶ ἑξῆς.
2. Περιοδικόν ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ, Τεῦχος 447, Μάϊος – Ἰούνιος 2010, σελίς 69.
3. ΠΗΔΑΛΙΟΝ , σελίς 518.
4. ΠΗΔΑΛΙΟΝ , σελίς 427.
2. Περιοδικόν ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ, Τεῦχος 447, Μάϊος – Ἰούνιος 2010, σελίς 69.
3. ΠΗΔΑΛΙΟΝ , σελίς 518.
4. ΠΗΔΑΛΙΟΝ , σελίς 427.
ΠΗΓΗ: amen.gr
(ἑλληνικὸς τονισμὸς : «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»)