Το παρακάτω πεζό του Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελληνική Επιθεώρησις» στη δεκαετία του 1920. Δεν περιλαμβάνεται στη συλλογή πεζών ποιημάτων του Λαπαθιώτη που έχει συγκεντρώσει ο Τάκης Σπετσιώτης στο βιβλίο του «Χαίρε Ναπολέων» οπότε δεν αποκλείεται να είναι αθησαύριστο.
Σχόλιο klision: Τό παρακάτω πεζό κρύβει μέσα του ἕνα λυρισμό καί μιά μουσικότητα, σάν νά διαβάζεις κάποιο ποίημα. Εἶναι, βλέπετε, γραμμένο ἀπό ἕναν ποιητή. Μελαγχολικό, μέ θλιβερό τέλος. Μᾶς θυμίζει λίγο τήν Ξανθούλα τοῦ Σολωμοῦ.
Ρόδα...
του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη
...Ένα κοριτσάκι περνούσε προς το δείλι, μέσ’ τον πλατύ έρμο δρόμο, και βάσταγε στην αγκαλιά του μια δέσμην άσπρα ρόδα۠· το βράδυ σίμωνε γοργά, έπεφτε ολούθε η νύχτα, κι αυτό τραβούσε βιαστικά, και πρόσεχε όλην ώρα, μη σκοντάψει۠· χτυπούσεν η καρδούλα του, τα μάγουλά του ήτανε φλογισμένα, τ΄ άμαθα ποδαράκια του λυγούσανε απ΄ το βάρος.
Και κάποιος πέρασε κι αγάπησε του κοριτσιού τα μάτια۠· με τρόπο κοντοστάθηκε, σα για να του μιλήσει, μα κείνο δεν τον είδε, και τράβηξε πιο γρήγορα.
Και κείνος που τ΄ αγάπησε, στάθηκ΄ εκεί πολλή ώρα, και τ΄ ακολουθούσε με τα μάτια, ώσπου το κοριτσάκι χάθηκε στις καλαμιές της ρεματιάς, στις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα...
Και την άλλη μέρα, ίδιαν ώρα, το ίδιο κοριτσάκι περνούσε πάλι μέσ΄ τον ίδιο δρόμο, και βάσταγε στα χέρια του μια δέσμη ρόδα κόκκινα۠· περνούσε πάλι μέσ΄ τον ίδιο δρόμο, μα δε βιαζότανε σα χτες۠· η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά, τα μάγουλά του ήτανε πυρωμένα, και τα μάτια του κοίταζαν μακριά...
Και νάσου πάλε αυτός, στην ίδια θέση, που είχε αγαπήσει πιο μπροστά του κοριτσιού τα μάτια۠· σίμωσε δειλά, μ΄ αυτό χαμήλωσε το πρόσωπο στη γη, και κοίταε το δρόμο.
Και μήτε που είπαν λέξη, μόνο αναστενάξανε βαθιά, και το κοριτσάκι τράβηξε, κι αυτός έμεινε πίσω, και τ΄ ακολουθούσε με τα μάτια, ώσπου στο τέλος χάθηκε πίσω απ΄ τις καλαμιές της ρεματιάς, τις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα...
Και την τρίτη μέρα, την ίδιαν ώρα, το ίδιο κοριτσάκι ξαναπερνούσε πάλι από τον ίδιο δρόμο, κι έφερνε μέσ΄ την αγκαλιά ένα μάτσο ρόδα πορφυρά۠· τα μάτια του ήταν άρρωστα, η ανάσα του κομμένη : το είχε μεθύσει δυνατά των ρόδων η ευωδιά.
Κι αυτός που τ΄ αγαπούσε, το περίμενε۠· ήρθε σιμά του θαρρετά, με την καρδιά γιομάτη۠· το κοριτσάκι στην αρχή χαμήλωσε τα μάτια, μα πάλι τ΄ ανασήκωσε.
― Δώσ’ μου ένα ρόδο...
― Πάρ΄τα.
Και πήρε όλα τα ρόδα, το μάτσο με τα ρόδα, κι ήταν γιομάτα δάκρυα۠· και μοιάζαν λυπημένα, σαν κάποιες άγρυπνες βαθιές και σιωπηλές πληγές.
Κι η γλύκα των ματιών του κοριτσιού, σκόρπισε μονομιάς : γιατί δεν ήτανε παρά το λίγωμα απ΄ τα ρόδα۠· και χάθηκεν η αγάπη στου κοριτσιού τα μάτια. Κι άρχισε τότε να σφυράει κάποιο παλιό τραγούδι και να κοιτάει αφαιρεμένα αλλού.
Και το κοριτσάκι τράβηξε πάλι σιγανά۠· τράβηξε πάλι σιγανά, και χάθηκε στις καλαμιές της ρεματιάς, τις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα...
Κι ύστερ΄ από τρεις μέρες – προς το βράδυ – περνούσε πλάι στη ρεματιά που πάει κατά τη χώρα, ένα μικρούλι φέρετρο : μικρούλι ήταν το φέρετρο, μικρούλι και λευκό, σαν τις ψυχούλες των παιδιών που πάνε να ησυχάσουν...
Το φέρετρο ήτανε μικρό, μια μαύρη μάνα μοναχά πήγαινε αργά από πίσω· και μέσα του ήταν ένα κοριτσάκι – ένα χλωμό μηδαμινό μικρούλι κοριτσάκι· κι απάνω στα χεράκια του τ΄ αχνά, τα σταυρωμένα, ήταν ριγμένο μοναχά ένα ρόδο – ένα μονάχα ρόδο κατακίτρινο.
Και μήτε φάνη πια κανείς μέσ΄ τον πλατύ έρμο δρόμο.-
Ευχαριστώ τον φίλτατο Σφραγιδονυχαργοκομήτη που το πληκτρολόγησε.
Ν.Σ.
Πηγή:http://www.sarantakos.com