"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

᾿Απέθανεν ὁ vicarius Christi -Μιά κηδεία καί μιά ἀπάτη:Σχόλιο μέ ἀφορμή τήν κηδεία τοῦ πᾶπα ᾿Ιωάννη Παύλου τοῦ Β΄- ᾿Αρχιμανδρίτη Δοσιθέου


᾿Οδυσσεύς τοῦ Klision
: Γιά νά μήν ἀτονεῖ ἡ μνήμη μας ἤ ἀλλιῶς: ἄλλαξε ὁ Μανωλιός κι ἔβαλε τά ροῦχα του ἀλλιῶς!


᾿Απέθανεν ο vicarius Christi -Μια κηδεία και μια απάτη:Σχόλιο μέ ἀφορμή τήν κηδεία τοῦ πᾶπα ᾿Ιωάννη Παύλου τοῦ Β΄
᾿Αρχιμανδρίτη Δοσιθέου, Καθηγουμένου ῾Ιερᾶς & Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης (7 Νοεμβρίου 2004)

Όλα ήσαν πομπώδη. Όλα προμελετημένα. Όλα καλοσχεδιασμένα. Ήτο μια καλή -μια χρυσή- ευκαιρία. Το κράτος του μισού τετραγωνικού χιλιομέτρου ανεδείχθη, όπως το ονειρεύονταν, σε υπερκράτος, σε υπερδύναμι. Διακόσιοι αρχηγοί κρατών. Αρχηγοί θρησκειών και δογμάτων. Πατριάρχαι και Αρχιεπίσκοποι. Αναρίθμητες σκούφιες καρδιναλίων. Τέσσερα εκατομμύρια πιστών. Άλλοι κλαίνε, άλλοι χειροκροτούν. Απέθανεν ο vicarius Christi, ο αντιπρόσωπος του Χριστού επί της γης. Ο διάδοχος του Πέτρου, ο αλάθητος. Και ενώ όλα έβαιναν καλώς ήλθε και το καλώς προγραμματισμένο-αναπάντεχο. Αναπάντεχο για τους αφελείς. Γιατί όσοι γνωρίζουν τους παπικούς το περίμεναν. Μόνο που δεν εγνώριζαν σε ποιό βαθμό και πως.
Στο τέλος της κηδείας να και οι ουνίτες. Ντυμένοι με λαμπρά άμφια όμοια με τα των Ορθοδόξων. Ακούσθηκαν και ύμνοι. Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων, Χριστός ανέστη. Ελληνιστί και στους γνωστούς μας ήχους. Και οι ημέτεροι εχάρησαν. Ακούσθηκαν ύμνοι στην ελληνική γλώσσα. Εθνική ικανοποίησις από τους γραικύλους. Αγνοούν οι τάλαινες τι είπε ο λόρδος Βύρων απευθυνόμενος προς την Ελλάδα: Φοβού την τουρκική βία και τον λατινικό δόλο.
Και μια περίτρανη απόδειξις του δόλου η ουνία, ο δούρειος ίππος προς άλωσιν της Ορθοδοξίας. Μια απάτη από εκείνες που μόνον οι παπικοί γνωρίζουν πολύ καλά να εξυφαίνουν.
Σημειωθήτω δε ότι ο αποθανών πάπας, ων Πολωνός, ήτο και μισορθόδοξος εξάκουστος. Όλοι οι Πολωνοί μισούν τους Ορθοδόξους γιατί τους συνδέουν με τους Ρώσσους, που είναι οι προαιώνιοι εχθροί τους. Ήτο δε και υποστηρικτής της ουνίας φανερός. Μέχρι που ήθελε να διορίση ουνίτη πατριάρχη στην Ουκρανία.
Η καθ' ημάς αγία Ανατολή έχει υποστεί τα πάνδεινα απ' αυτή την δαινομική εφεύρεσι της παπωσύνης.
Είπαν• "Μείνετε στις παραδόσεις σας, λειτουργήστε όπως λειτουργούσατε. Φοράτε άμφια και ράσα, όπως τα φορούσατε. Ας έχετε και γένεια. Ας νυφεύωνται και οι παπάδες σας. Όλα δεκτά. Μόνον δογματικώς θα ενωθήτε με μας. Θα πιστεύετε ό,τι και μεις. Θα έχετε για κεφαλή σας τον Πάπα. Μόνον αυτά τα ολίγα".
Η πρόσκλησι παρέσυρε πολλούς. Αφού δεν θα αλλάξουμε τίποτε από τα έθιμά μας γιατί να μη ενωθούμε με τον πανίσχυρο πάπα;
Και έτσι ομάδες ολόκληρες ορθοδόξων από Ουκρανία, Πολωνία, Ρουμανία, Τσεχία, Σλοβακία, Συρία, Παλαιστίνη, Σικελία, κάτω Ιταλία, ακόμη και από την Κωνσταντινούπολι προσκύνησαν την παντούφλα του πάπα.
Τα ίδια έπαθαν και οι Κόπτες της Αιγύπτου, οι Χαμπέσοι της Αιθιοπίας, οι Ιακωβίται της Συρίας, οι Μαρωνίτες του Λιβάνου, οι Ασσύριοι της Μεσοποταμίας, οι Χριστιανοί του Μαλαμπάρ στις Ινδίες.
Και όλοι αυτοί οι τέως ορθόδοξοι έγιναν ορθοδοξομάχοι χειρότεροι από τους χριστιανομάχους γενίτσαρους.
Ο μητροπολίτης Πηλουσίου Ειρηναίος βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο. Είμεθα συμφοιτηταί. Τον συνήντησα κάποτε στην Αθήνα και μου είπε• "Όταν ήμουν μητροπολίτης Καρθαγένης συνήντησα τον καρδινάλιο της περιοχής. Και μου είπε, Πολωνός και αυτός, το εξής πρωτάκουστο• εμείς προτιμούμε οι ειδωλολάτρες ιθαγενείς να γίνονται μουσουλμάνοι παρά ορθόδοξοι!".
Και κατά την κακή εκείνη παράστασι των ουνιτών κληρικών θα πρέπει ο Πατριάρχης μας, ο Αθηνών και ο Τιράνων να θυμήθηκαν αυτό που συνεχώς επανελάμβανε ο πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός• Τον πάπα να καταράσθε!
Τελειώνω με μιαν μικρή ιστορία•
Πριν από χρόνια ζούσε στο Καρπενήσι κάποιος Θανάσης Γεμενής. Ήταν ταραξίας και μεγάλη κουτάλα. Οι Καρπενησιώτες είχαν και παροιμία• Πυρ, γυνή και Θανάση Γεμενή.
Πέθανε και πήγαν να τον θάψουν. Έπρεπε όμως να περάσουν ένα ρέμμα. Εκεί σκόνταψε ένας από τους βαστάζοντας, τούμπαρε το φέρετρο και ο πεθαμένος κύλισε στα λασπόνερα. Στρέφεται ο προπορευόμενος παπάς, βλέπει τι συνέβη και λέγει θυμοσόφως• "είχες δεν είχες Θανάση και πεθαμένος την έκανες την διαολιά σου".
Είχε δεν είχε ο πάπας και πεθαμένος έκανε την ζαβολιά του.

Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος Καθηγουμένου Ιεράς & Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Τατάρνης
7 Νοεμβρίου 2004
Διαδύκτιο: http://patrokosmas1063fm.blogspot.com/

῾Η ἰδεολογία τῆς διευκόλυνσης τῶν νέων-Παπαδιαμάντης γυμνός:Γώργης Γιατρομανωλάκης

᾿Οδυσσεύς τοῦ klision: Στήν παγίδα τῆς διευκόλυνσης τῶν νέων πέφτουν καί ὁρισμένοι δικοί μας ἐκκλησιαστικοί. ῞Ενας καθηγητής τῆς Φιλοσοφικῆς καί ἀσχολούμενος μέ τά λογοτεχνικά θέματα δίνει σέ ὅλους αὐτούς μιάν ἀπάντηση, τῶν ἀναλογιῶν τηρουμένων φυσικά.



Παπαδιαμάντης γυμνός

Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης απαντά στην πρόταση του Μένη Κουμανταρέα για τη μετάφραση του έργου του σκιαθίτη συγγραφέα. Και υποστηρίζει ότι ο «γυμνός και τετραχηλισμένος» Παπαδιαμάντης θα λάμπει αμετάφραστος

ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ

«Ο Μένης Κουμανταρέας δεν μεταφράζει τον Παπαδιαμάντη. Δεν μπορεί να τον μεταφράσει. Ο Μ.Κ. κάνει κάτι πρωτοφανές για τα γράμματά μας: τολμά να διορθώσει, να μαντάρει δηλαδή και να μπαλώσει γλωσσικά και υφολογικά τον Παπαδιαμάντη, τολμά ανεπιγνώστως να βάλει χέρι σε ένα τόσο παρθενικά και αθώα (μαστορικά ωστόσο) αρθρωμένο κείμενο και το βιάζει»

«εκείνος που θα εξακολουθεί να λάμπει, γεμάτος φως, στην πεζογραφία μας θα είναι, για πολλά χρόνια ακόμη, ο «γυμνός και τετραχηλισμένος» Παπαδιαμάντης. Ως έχει, φυσικά».

Στα «Βιβλία» της 27ης Ιουλίου 1997 ο πεζογράφος Μένης Κουμανταρέας (Μ.Κ.) υπακούοντας, όπως γράφει, σε μια παλιότερη επιθυμία του να μεταφράσει «στα δικά μας σύγχρονα ελληνικά» τον Παπαδιαμάντη (Π.), προς χάριν των φιλομαθών νέων, μας προσφέρει, ως δείγμα της μεταφραστικής του προσπάθειας, το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια». Ο Μ.Κ. ομολογεί ότι ως νεαρός διάβαζε τον Π. και είχε κάποιες δυσκολίες γλωσσικές, όμως, τελικά, η μουσική της γλώσσας τον αποκοίμιζε και μπορούσε να κάνει και χωρίς τις άγνωστες λέξεις. Σήμερα όμως, καθώς προφανώς τα πράγματα έχουν αλλάξει και οι νέοι μας έχουν γίνει κομμάτι αδιάφοροι και ίσως απέκτησαν λειψό μυαλό, εμείς, και μάλιστα εμείς οι πεζογράφοι, οφείλουμε να τους βοηθήσουμε να απολαύσουν τον Π. μεταφράζοντάς τον. «Επιστρέφω σε αυτό το ίδιο κείμενο» γράφει ο Μ.Κ. «με τη φροντίδα να το γυρίσω μέσα έξω, όπως ένα παλιό αρχοντικό ρούχο που τρίφτηκε μα που αντέχει πάντα να φορεθεί. Οι δυσκολίες εδώ, οφείλω να ομολογήσω, δεν είναι τόσο μεγάλες όσο σε άλλα κείμενα. Και αυτό από μια άποψη με κάνει να λυπάμαι (sic). Οπως και να 'χει, για μένα παραμένει μια πρόκληση και μια απάντηση στους καθαρολόγους και γλωσσαμύντορες, σε όλους όσοι μένουν προσκολλημένοι στους τύπους και στο παρελθόν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν παρόμοια κρούσματα (sic). Στον Π., στον Βιζυηνό αλλά και για άλλους λόγους στον Καζαντζάκη και όλους όσους σκεπάζει η ομίχλη της γλώσσας» (η υπογράμμιση δική μου).

Δεν θα σχολιάσουμε τη συλλογιστική τού Μ.Κ., αφού άλλωστε λέει τα πράγματα τόσο καθαρά. Να σημειώσουμε πάντως ότι ο Μ.Κ. «λυπήθηκε» που, μεταφράζοντας τον Π., βρήκε πως η δουλειά ήταν πιο εύκολη από όσο περίμενε. Ο Παπαδιαμάντης δηλαδή δεν του έφερε καμία αντίσταση.

Κατά καιρούς, ιδίως τα τελευταία χρόνια, πολλοί οψιμαθείς, επαγγελλόμενοι τους διδασκάλους του Γένους, επιμένουν ότι προκειμένου να μπορέσουν να μάθουν γράμματα οι νέοι μας πρέπει να κάνουμε τα πράγματα πιο εύκολα, πιο απλά, πιο καλομασημένα. Και όντως έχουν κάνει πολλά, ώστε να εφαρμοσθεί με ποικίλους τρόπους αυτή η δημοκρατική, δήθεν, ιδεολογία της διευκόλυνσης. Μέρος αυτής της «λαϊκής» εκστρατείας αποτελεί και η προσπάθεια κάποιων να μεταγλωττισθεί ο Π., ο Βιζυηνός, ο Κάλβος και φυσικά ο ακατανόητος Καβάφης. Σύμφωνα μάλιστα με αυτό το πνεύμα καθηγητές Φιλοσοφικών Σχολών ζητούν από τους φοιτητές τους, στις εξετάσεις, να «μεταφράσουν» (σε ποια άραγε γλώσσα;) στίχους από τον Ερωτόκριτο. Ολοι αυτοί οι ριζοσπάστες, όπως προκύπτει από το κείμενο του Μ.Κ., αντιπροσωπεύουν το προοδευτικό, το φωτεινό κλπ. Οι άλλοι, οι καθαρολόγοι και οι γλωσσαμύντορες, όσοι δηλαδή δεν θεωρούν αυτές τις μεταφράσεις απαραίτητες, είναι καταδικασμένοι να σαπίσουν στο σκότος, σκεπασμένοι και οι ίδιοι με την παχιά ομίχλη των παλιών ελληνικών. Το χειρότερο, αυτοί δεν αγαπούν τους νέους!

Δεν γνωρίζω σε ποιους νέους αναφέρεται ο Μ.Κ., και όσοι άλλοι αναλαμβάνουν κατά καιρούς, γεμάτοι έρωτα γι' αυτούς, να τους ποδηγετήσουν. Δεν γνωρίζω λ.χ. σε ποια σχολεία έχει διδάξει ο Μ.Κ., σε ποια λαϊκά μαγαζιά πήγε να διαβάσει Παπαδιαμάντη σε παιδιά εργατικά, κι εκείνα δεν κατάλαβαν γρυ. Γιατί οι σημερινοί νέοι, δηλαδή τα παιδιά του ελληνικού λαού που κατά χιλιάδες τελειώνουν το Γυμνάσιο και το Λύκειο (ελάχιστοι είναι όσοι μένουν έξω από τα σχολεία αυτά) παρά τα πολλά προβλήματά τους, δεν νομίζω ότι αδυνατούν να κατανοήσουν ένα κείμενο τόσο απλό γλωσσικά όπως «Ο έρωτας στα χιόνια». Μπορεί να χάσουν μία ή δύο λέξεις, όχι περισσότερες, αλλά το όλο κείμενο θα το απολαύσουν ως έχει. Πιστεύω δηλαδή ότι, αν κάποιοι νέοι, τους οποίους έχει κατά νουν ο Μ.Κ. και θέλει να βοηθήσει, δεν καταλαβαίνουν το διήγημα του Π., τότε πρέπει να μιλάμε για παθολογικώς καθυστερημένα άτομα, που δεν παίρνουν γιατρειά.

Να δούμε όμως τι βοήθεια πράγματι προσφέρει ο Μ.Κ. στους νέους «μεταφράζοντας» τον Π. και τι φως ρίχνει πάνω σε αυτό το ομιχλώδες κείμενο. Δεν θα κάνω λόγο για τη μουσική της γλώσσας, τον πολυεπίπεδο λόγο του Σκιαθίτη, τη σχέση ήχων και νοημάτων κ.ά. Θα μείνουμε στην εικόνα όπου ένας καλός ράφτης παίρνει το παλιό, τριμμένο, αρχοντικό ρούχο, το γυρνά ανάποδα και το καρικώνει με φροντίδα, όπου χρειάζεται, για να ξαναφορεθεί. Λίγα μόνο παραδείγματα. Η «πατατούκα» του μπαρμπα-Γιαννιού γίνεται «ναυτικός επενδύτης, πανωφόρι» και αλλού «πανωφοράκι»(!), η φράση «Σεβντάς είν' αυτός, δεν είναι τσορβάς» γίνεται «καημός είν' αυτός, δεν είναι χυλός»(!), τα «άσπρα» αλλάζουν σε «λεφτουδάκια», τα «μερδικά» γίνονται «μιστά»(!), η δύσκολη φράση «είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια» εξηγείται ως «είχε κρεμάσει ρολόγια με χρυσές καδένες», «εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του» = «ποτίζοντας με τον πόνο του καθετί που τραγουδούσε» (sic), «παραπονούμενος ευθύμως» = «παραπονιόταν εύθυμα», «είχε μάτια μεγάλα» = «είχε κάτι ματάρες». Τα ομιχλώδη «κοσσυβάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα» παίρνουν φως και γίνονται «κελαϊδιστά κοτσυφάκια με μαυριδερό χνούδι», η «γλώσσα» του Ησύχιου τετραχηλισμένα = πεφανερωμένα, στις φράσεις «όλα γυμνά και τετραχηλισμένα» και «γυμνός και τετραχηλισμένος» γίνεται «ξετραχηλισμένα» και «ξετραχηλισμένος», προφανώς διότι ο μη καθαρολόγος «μεταφραστής» πιστεύει ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στο «τραχηλίχω» και στο «εκτραχηλίζω» ή «ξετραχηλίχω». Το δύσκολο να κατανοηθεί ρήμα «αγνίζω» γίνεται «καθαγιάζω» και οι ξεφτισμένες φράσεις «εις το πνεύμα το υποβρύχιον» και «εύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα» καρικώνονται και γίνονται «στο βυθισμένο μυαλό του» και «ένιωθε μια (sic) θέρμη φρικιαστική πάνω στο χιόνι».

Αν αυτά (και όχι μόνο αυτά) αποτελούν για τον πεζογράφο και μεταφραστή Μ.Κ. μετάφραση, τότε οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Ο Μένης Κουμανταρέας δεν μεταφράζει τον Παπαδιαμάντη. Δεν μπορεί να τον μεταφράσει. Ο Μ.Κ. κάνει κάτι πρωτοφανές για τα γράμματά μας: τολμά να διορθώσει, να μαντάρει δηλαδή και να μπαλώσει γλωσσικά και υφολογικά τον Παπαδιαμάντη, τολμά ανεπιγνώστως να βάλει χέρι σε ένα τόσο παρθενικά και αθώα (μαστορικά ωστόσο) αρθρωμένο κείμενο και το βιάζει. Διατείνεται ότι διώχνει την ομίχλη πάνω από τη γλώσσα του Π. και δημιουργεί ρύπο, λεκτικό και λογοτεχνικό. Τολμά να αρνηθεί τη γλωσσική και υφολογική ιδιαιτερότητα του Π., πράγμα που θα μπορούσε να σημαίνει πως όποιο κείμενο δεν πληροί τα δικά του λεκτικά και αισθητικά γούστα πρέπει να «γυρίσει ανάποδα», να μανταριστεί και να καρικωθεί. Αλλά αυτό θα μπορούσε να το πει κάποιος και για τα δικά του κείμενα. Και το ερώτημα μένει: Γιατί άραγε ο καλλιεργημένος και ευαίσθητος Μ.Κ. διέπραξε αυτό το μείζον σφάλμα; Σε τι μπορεί το κειμενάκι αυτό να βοηθήσει τους νέους να καταλάβουν τον Π.; Ποιο το τελικό κέρδος αυτής της ακατανόητης ενέργειας που, πιστεύω, εκθέτει στα γράμματά μας τον πεζογράφο Μένη Κουμανταρέα; Δεν γνωρίζω. Γνωρίζω όμως, και δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε, προοδευτικοί και μη, φιλοπρόοδοι και όχι, ότι εκείνος που θα εξακολουθεί να λάμπει, γεμάτος φως, στην πεζογραφία μας θα είναι, για πολλά χρόνια ακόμη, ο «γυμνός και τετραχηλισμένος» Παπαδιαμάντης. Ως έχει, φυσικά.

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το ΒΗΜΑ, 10/08/1997 , Σελ.: S12
Κωδικός άρθρου: B12441S121
ID: 27573


Αυτό το κείμενο εκτυπώθηκε από "ΤΟ ΒΗΜΑ", στη διεύθυνση http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=12441&m=S12&aa=

᾿Εκλογές γιά ἀνάδειξη Πατριάρχη στή Σερβία


᾿Οδευσσεύς τοῦ Klision:῎Ας προσευχηθοῦμε οἱ

Σέρβοι ἱεράρχες νά ἀναδείξουν ἕναν ἰσάξιο μέ τόν μακαριστό Πατριάρχη Παῦλο στή πηδάλιο τῆς Σερβικῆς ᾿Εκκλησίας
, γιά τό καλό τῆς πατρίδας τους, γιά τό καλό τῆς οἰκουμενικῆς ᾿Ορθοδοξίας. ᾿Ο Θεός νά τούς φωτίσει νά βαδίσουν στά στήν πατερική γραμμή πού χάραξε ὁ μακαριστός ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς.

Οἱ λαϊκοὶ στὸ διήγημα τοῦ Τσέχωφ: «Ὁ Φοιτητὴς» - ἱερομονάχου Λεοντίου Κοζλὼφ







Τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἀποτελεῖται ἀπὸ δυὸ ἀχώριστα μέρη: τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό, τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατ’ ἐξοχὴν ἔχει τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ὑποχρέωση νὰ κηρύττει καὶ νὰ ὁδηγεῖ τοὺς χριστιανοὺς πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀποκλείει, ὅταν δὲν ὑπάρχει κοντὰ ἕνας καλὸς ἱερέας ἢ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παρέμβει κάποιος ἱερωμένος, οἱ θεολογικὰ καὶ πνευματικὰ προχωρημένοι λαϊκοὶ νὰ διδάσκουν καὶ νὰ συμβάλλουν στὴν προσέγγιση τῶν ἄλλων μὲ τὸν Θεό. Καὶ ἀφοῦ ὅλοι μας, καὶ κληρικοί, καὶ λαϊκοί, ἔχουμε ἕνα σκοπό, πρέπει νὰ συνεργαζόμαστε ὅλοι μαζὶ μὲ ἀγάπη, ἡ ὁποία «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...» (Α΄ Κορ. ιγ΄, 7).
Θὰ ἤθελα νά σᾶς μεταφέρω ἕνα μικρό, ἀλλὰ πολὺ περιεκτικὸ διήγημα τοῦ Ἀντωνίου Τσέχωφ - ἑνὸς μεγάλου Ρώσσου συγγραφέως, ποὺ ἔζησε τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 19ου αἰῶνος. Ὀνομάζεται «Ὁ Φοιτητής». Δὲν ξέρω ἐὰν ὑπῆρχε ποτὲ κάποια νεοελληνικὴ μετάφραση αὐτοῦ τοῦ ἔργου, ἀλλὰ τὸ μετέφρασα καὶ ἐγώ. Ὁ Ρῶσσος διανοούμενος καὶ θεολόγος πρωθιερέας Σέργιος Μπουλγάκωφ ἔλεγε, γι’ αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα τοῦ Τσέχωφ, ὅτι «εἶναι ἕνα πολυτιμότατο μαργαριτάρι, ποὺ σὲ τρεῖς σελίδες ἐμπεριέχει ἀπέραντα νοήματα». Καὶ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας ἀγαποῦσε αὐτὸ τὸ διήγημα καὶ τὸ θεωροῦσε καλύτερο ἀπὸ πολλὰ ἄλλα μεγάλα ἔργα του. Ὅπως μνημονεύει ἕνας ἄλλος γνωστὸς Ρῶσσος λόγιος, συγγραφεὺς καὶ ποιητής, ὁ Ἰ. Ἀ. Μπούνιν, ὅταν κατηγοροῦσαν τὸν Τσέχωφ γιὰ πεσσιμισμό, ἐκεῖνος ἔλεγε: «Τί πεσσιμιστὴς εἶμαι ἐγώ; Ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα μου τὸ πιὸ ἀγαπημένο εἶναι τὸ διήγημα “Ὁ Φοιτητής”...». Λοιπόν, θά παρουσιάσω τὴν μετάφραση καὶ μετὰ θὰ κάνω λίγες παρατηρήσεις.

«Ὁ καιρὸς στὴν ἀρχὴ ἦταν καλός, ἥσυχος. Φώναζαν κότσυφες καί, γειτονικὰ στοὺς βάλτους, κάτι ζωντανὸ παραπονεμένα βούϊζε, λὲς καὶ φύσαγε στὸ ἄδειο μπουκάλι. Πέταξε μιὰ μπεκάτσα καὶ ἀκούστηκε πρὸς αὐτὴν πυροβολισμὸς μέσα στὸν φθινοπωρινὸ ἀέρα, ἐκρηκτικὰ καὶ χαρούμενα. Ἀλλὰ ὅταν στὸ δάσος σκοτείνιασε, ἀναπάντεχα φύσηξε ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ κρύος, διαπεραστικὸς ἀέρας· ὅλα σίγησαν. Στὶς λακκοῦβες ἐμφανίσθηκαν βελόνια ἀπὸ πάγο, καὶ στὸ δάσος ὅλα φαίνονταν ἄβολα, ἀθόρυβα καὶ νεκρά. Ἄρχισε νὰ μυρίζει χειμώνα.
Ὁ Ἰβὰν Βελικοπόλσκι, φοιτητὴς τῆς θεολογικῆς Ἀκαδημίας, υἱὸς τοῦ νεωκόρου, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὶς σπουδές του στὸ σπίτι, περπατοῦσε ὅλην τὴν ὥρα στὸ δρομάκι μέσα στὸ λιβάδι, ποὺ πλημμύριζε κάθε χρόνο.
Τοῦ εἶχαν ξεπαγιάσει τὰ δάχτυλα καὶ τὸ πρόσωπό του εἶχε κοκκινίσει ἀπὸ τὸν ἀέρα. Τοῦ φαινόταν, ὅτι αὐτὴ ἡ ξαφνικὴ ψύχρα χάλασε σὲ ὅλα τὴν τάξη καὶ τὴν ὁμόνοια· ὅτι τὴν ἴδια τὴν φύση τὴν εἶχε πιάσει φόβος, καὶ γι’ αὐτὸ τὰ βραδινὰ σκοτάδια πύκνωσαν πιὸ γρήγορα, ἀπὸ ὅ,τι ἔπρεπε. Γύρω του ἦταν ἠρεμία καὶ κάπως ἰδιαιτέρως σκοτεινά. Μόνο στοὺς κήπους τῶν χηρῶν, κοντὰ στὸν ποταμό, ἔφεγγε μιὰ φωτιά· ὁλόγυρα δέ, καὶ ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὸ χωριό, τέσσερα περίπου βέρστια (1) μακριά, ὅλα πνίγονταν ἐντελῶς στὸ κρύο βραδινὸ σκοτάδι. Ὁ φοιτητὴς θυμήθηκε πώς, ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἡ μητέρα του, ποὺ καθόταν ξυπόλυτη στὸ πάτωμα τοῦ προθαλάμου, καθάριζε τὸ σαμοβάρι (2), καὶ ὁ πατέρας του ἦταν ξαπλωμένος ἐπάνω στὴν θερμάστρα (3) καὶ ἔβηχε. Τότε ἔτυχε νὰ εἶναι Μεγάλη Παρασκευή, γι’ αὐτὸ στὸ σπίτι δὲν ἔβραζαν τίποτε, καὶ πεινοῦσε βασανιστικά. Καὶ τώρα, ζαρώνοντας ἀπὸ τὸ κρύο, ὁ φοιτητὴς σκεφτόταν ὅτι ὁ ἴδιος ἀέρας φύσαγε καὶ ἐπὶ Ρούρικ (4), καὶ ἐπὶ Ἰβὰν τοῦ Τρομεροῦ (5), καὶ ἐπὶ Πέτρου (6), καὶ ὅτι ὑπῆρχε καὶ τότε ἡ ἴδια φοβερὴ φτώχεια, ἡ πείνα, οἱ ἴδιες τρύπιες ἀχυροσκεπές, ἡ ἀμάθεια, ὁ καημός, ἡ ἴδια ἐρημιὰ γύρω, τὸ σκοτάδι, τὸ αἴσθημα πιέσεως – ὅλη αὐτὴ ἡ φρίκη ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι πάντοτε· καὶ ἂν περάσουν ἀκόμη χίλια χρόνια, ἡ ζωὴ δὲν θὰ εἶναι καλύτερη. Καὶ δὲν ἤθελε νὰ πάει στὸ σπίτι του.
Οἱ κῆποι ὀνομάζονταν “τῶν χηρῶν”, γιατί τοὺς συντηροῦσαν δυὸ χῆρες, μάνα καὶ κόρη. Ἡ φωτιὰ ἔκαιγε ζεστά, τρίζοντας, φωτίζοντας μακριὰ γύρω της τὸ ὀργωμένο χῶμα. Ἡ χήρα Βασίλισσα, ψηλή, παχουλὴ γριά, μὲ ἀνδρικὸ κοντογούνι, στεκόταν δίπλα καὶ συλλογιζόμενη κοίταζε τὴν φωτιά. Ἡ κόρη της Λουκέρια, μικρή, βλογιοκομμένη (7), μὲ χαζούλικο πρόσωπο, καθόταν χάμω καὶ ἔπλενε τὸν λέβητα καὶ τὰ κουτάλια. Προφανῶς, μόλις εἶχαν δειπνήσει. Ἀκούγονταν ἀνδρικὲς φωνές, καθὼς οἱ ντόπιοι ἐργάτες πότιζαν τὰ ἄλογα.
– Νά, καὶ ὁ χειμώνας σᾶς γύρισε πίσω, εἶπε ὁ φοιτητὴς πλησιάζοντας τὴν φωτιά. Χαίρετε!
Ἡ Βασίλισσα σάστισε, ἀλλ’ ἀμέσως τὸν γνώρισε καὶ χαμογέλασε φιλοφρονητικά.
– Δὲν σὲ γνώρισα, ὁ Θεὸς μαζί σου, εἶπε. Θὰ γίνεις πλούσιος.
Μίλησαν. Ἡ Βασίλισσα ἦταν γυναίκα πεπειραμένη, ποὺ ὑπηρετοῦσε κάποτε στοὺς κυρίους σὰν τροφὸς καὶ μετὰ σὰν γκουβερνάντα (8), καὶ τὸ πρόσωπό της πάντα ἄφηνε ἕνα ἁπαλό, σεμνοπρεπὲς χαμόγελο. Ὅμως ἡ κόρη της, χωριάτισσα, βασανισμένη ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, μόνο σκαρδάμυσσε (9), στὸν φοιτητὴ καὶ σιωποῦσε, μὲ μιὰ ἔκφραση παράξενη, σὰν κωφάλαλη.
– Ἔτσι ἀκριβῶς τὴν κρύα ἐκείνη νύχτα ζεσταινόταν δίπλα στὴν φωτιὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος, εἶπε ὁ φοιτητής, τεντώνοντας τὰ χέρια του πρὸς τὴν φωτιά. Ἑπομένως καὶ τότε ἔκανε κρύο. Ἄχ, τί φοβερὴ νύχτα ἦταν τότε, γιαγιά! Ἐξαιρετικὰ ἄχαρη, ἐκτενὴς νύχτα!
Κοίταξε γύρω του στὸ σκοτάδι, σπασμωδικὰ κούνησε τὸ κεφάλι του καὶ ρώτησε:
– Προφανῶς, ἔχεις πάει στὰ δώδεκα Εὐαγγέλια;
– Ναί, ἀπάντησε ἡ Βασίλισσα.
– Ἂν θυμᾶσαι, στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο ὁ Πέτρος εἶπε στὸν Ἰησοῦ: “Μαζί Σου εἶμαι ἕτοιμος νὰ πάω καὶ στὴν φυλακή, καὶ στὸν θάνατο”. Καὶ ὁ Κύριος εἶπε σ’ αὐτὸν: “Σοῦ λέω, Πέτρε, ὅτι σήμερα πρὶν λαλήσει ὁ ἀλέκτωρ, δηλαδὴ ὁ πετεινός, τρὶς θὰ μὲ ἀπαρνηθεῖς”. Μετὰ τὸν Δεῖπνο ὁ Ἰησοῦς θανάσιμα θλιβόταν στὸν κῆπο, καὶ ὁ δυστυχὴς Πέτρος καταπονήθηκε ψυχικά, ἐξασθένησε, τὰ βλέφαρά του βάρυναν, καὶ μὲ τίποτε δὲ μποροῦσε νὰ καταπολεμήσει τὸν ὕπνο. Κοιμήθηκε. Ἔπειτα, ὅπως ἄκουσες, ὁ Ἰούδας τὴν ἴδια νύχτα φίλησε τὸν Ἰησοῦ καὶ Τὸν παρέδωσε στοὺς βασανιστές Του. Τὸν ὁδήγησαν δεμένο στὸν Ἀρχιερέα καὶ Τὸν ἐχτύπησαν, καὶ ὁ Πέτρος, ἐξαντλημένος, ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὴν θλίψη καὶ τὴν ἀνησυχία, –τὸ καταλαβαίνεις– ἄϋπνος, προαισθανόμενος ὅτι σὲ λίγο θὰ συμβεῖ στὴν γῆ κάτι τρομερό, Τὸν ἀκολούθησε... Τὸν ἀγαποῦσε μὲ λαχτάρα, μὲ πάθος, καὶ τώρα ἔβλεπε ἀπὸ μακριὰ πὼς Τὸν χτυποῦσαν...
Ἡ Λουκέρια ἄφησε τὰ κουτάλια καὶ κάρφωσε ἕνα ἀπλανὲς βλέμμα στὸν φοιτητή.
– Ἦλθαν στὸν Ἀρχιερέα, συνέχισε ἐκεῖνος, ἄρχισαν νὰ ἀνακρίνουν τὸν Ἰησοῦ, καὶ οἱ ὑπηρέτες ἐν τῷ μεταξὺ ἄναψαν φωτιά, γιατί ἔκανε κρύο καὶ ἤθελαν νὰ ζεσταθοῦν. Μαζὶ μὲ αὐτούς, δίπλα στὴν φωτιά, στεκόταν καὶ ζεσταινόταν καὶ ὁ Πέτρος, ὅπως κι ἐγὼ τώρα. Μιὰ γυναίκα, τότε, τὸν εἶδε καὶ εἶπε: “Καὶ αὐτὸς ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ”. Δηλαδὴ καὶ αὐτόν, σὰν νὰ λέει, νὰ τὸν ἀνακρίνετε. Καὶ ὅλοι οἱ ὑπηρέτες, ποὺ ἦσαν κοντὰ στὴν φωτιά, ὅπως φαίνεται, τὸν κοίταξαν ὕποπτα καὶ αὐστηρά, γιατί αὐτὸς ταράχθηκε καὶ εἶπε: “Δὲν Τὸν ξέρω αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο”. Καὶ λίγο μετὰ πάλι κάποιος ἀναγνώρισε στὸ πρόσωπό του ἕναν ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἶπε: “Καὶ σὺ εἶσαι ἕνας ἀπὸ αὐτούς”. Ἀλλ’ αὐτὸς πάλι ἀρνήθηκε. Καὶ τὴν τρίτη φορὰ κάποιος ἀπευθύνθηκε σ’ αὐτόν: “Μά, δὲν σὲ εἶδα σήμερα στὸν κῆπο μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον;”. Ἀρνήθηκε καὶ τὴν τρίτη φορά. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἀμέσως ἐλάλησε ὁ κόκορας, καὶ ὁ Πέτρος ἔρριξε ἕνα βλέμμα στὸν Ἰησοῦ καὶ θυμήθηκε τὰ λόγια, ποὺ τοῦ εἶπε Ἐκεῖνος στὸν Δεῖπνο... Θυμήθηκε, συνῆλθε, πῆγε ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴ καὶ πικρὰ-πικρὰ ἔκλαψε. Στὸ Εὐαγγέλιο λέγεται: “Καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσεν πικρῶς”. Φαντάζομαι: ἥσυχος-ἥσυχος, σκοτεινὸς-σκοτεινὸς κῆπος, καὶ στὴν ἡσυχία μόλις ἀκούγονται βαθειὰ κλάμματα...
Ὁ φοιτητὴς ἀνάστεναξε καὶ βυθίστηκε σὲ σκέψεις. Συνεχίζοντας νὰ χαμογελάει, ἡ Βασίλισσα ξαφνικὰ ἄρχισε νὰ κλαίει· δάκρυα, μεγάλα, ἄφθονα ἔτρεξαν ἐπάνω στὰ μάγουλά της. Καὶ σκέπασε μὲ τὸ μανίκι τὸ πρόσωπό της ἀπὸ τὴν φωτιά, σὰν νὰ ντρεπόταν τὰ δάκρυά της, ἐνῶ ἡ Λουκέρια, κοιτάζοντας ἀκίνητα πρὸς τὸν φοιτητή, κοκκίνισε, καὶ ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου της ἔγινε κατηφής, ἀγωνιώδης, σὰν στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ συγκρατοῦν μεγάλο πόνο.
Οἱ ἐργάτες ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὸν ποταμό, καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, καβάλα στὸ ἄλογο, ἦταν ἤδη κοντά, καὶ τὸ φῶς τῆς φωτιᾶς ἔτρεμε πάνω του. Ὁ φοιτητὴς εὐχήθηκε στὶς χῆρες “καλὴ νύχτα” καὶ πῆγε παρακάτω. Καὶ πάλι τὸν κύκλωσαν σκοτάδια, καὶ ἄρχισαν νὰ κρυώνουν τὰ χέρια του. Φύσαγε σκληρὸς ἀέρας. Πράγματι ἐρχόταν ὁ χειμώνας, καὶ δὲν ἔμοιαζε, ὅτι τὴν μεθεπομένη μέρα ἦταν Πάσχα.
Τώρα ὁ φοιτητὴς σκεφτόταν τὴν Βασίλισσα: ἐὰν ἔκλαψε, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅλα αὐτά, ποὺ συνέβησαν ἐκείνη τὴν φοβερὴ νύχτα μὲ τὸν Πέτρο, κάπως σχετίζονταν μὲ αὐτήν...
Ἔστρεψε τὸ κεφάλι του. Μεμονωμένη φλόγα ἥσυχα τρεμόφεγγε στὸ σκοτάδι, καὶ δίπλα της δὲν φαίνονταν πιὰ οἱ ἄνθρωποι. Ὁ φοιτητὴς πάλι σκέφτηκε ὅτι ἐὰν ἡ Βασίλισσα ἔκλαψε, καὶ ἡ κόρη της συγκινήθηκε, προφανῶς αὐτὸ ποὺ τοὺς διηγήθηκε πρὶν ἀπὸ λίγο, αὐτὸ ποὺ συνέβη δέκα ἐννέα αἰῶνες πρίν, ἔχει σχέση μὲ τὸ παρὸν –μὲ τὶς δυὸ αὐτὲς γυναῖκες– καί, πιθανόν, μὲ αὐτὸ τὸ ἐρημικὸ χωριό, μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἐὰν ἡ γριὰ ἔκλαψε, αὐτὸ ἔγινε ὄχι γιατί ὁ ἴδιος ξέρει νὰ διηγεῖται συγκλονιστικά, ἀλλὰ γιατί ὁ Πέτρος τῆς εἶναι οἰκεῖος, καὶ γιατί μὲ ὅλο τὸ εἶναι της ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτὸ ποὺ συνέβαινε στὴν ψυχὴ τοῦ Πέτρου.
Καὶ ξαφνικὰ ἡ χαρὰ ἄρχισε νὰ σκιρτᾶ στὴν ψυχή του, καὶ μάλιστα σταμάτησε γιὰ μιὰ στιγμή, γιὰ νὰ ἀνασάνει βαθειά. Τὸ παρελθόν, συλλογιζόταν, εἶναι δεμένο μὲ τὸ παρὸν μὲ ἀδιάκοπη ἁλυσίδα γεγονότων, ποὺ προκύπτουν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ τοῦ φαινόταν πὼς τώρα δὰ εἶδε καὶ τὶς δυὸ ἄκρες αὐτῆς τῆς ἁλυσίδας: μόλις ἄγγιξε τὴν μία, τινάχθηκε ἡ ἄλλη.
Καὶ ὅταν περνοῦσε μὲ τὸ καραβάκι στὴν ἄλλη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, καὶ μετά, ὅταν κοίταζε τὸ χωριὸ τῆς γεννήσεώς του καὶ πρὸς τὴν Δύση, ὅπου σὰν στενὴ λουρίδα ἔφεγγε κρύα βαθυκόκκινη ἡ αὐγή, σκεφτόταν ὅτι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ὀμορφιά, ποὺ κατεύθυναν τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ, στὸν κῆπο καὶ στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀρχιερέα, συνεχίζονταν ἀδιάκοπα μέχρι καὶ σήμερα, καί, ὅπως φαίνεται, πάντα ἀποτελοῦσαν κάτι βασικὸ στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καί, γενικά, στὴν γῆ. Καὶ ἕνα αἴσθημα νεότητος, ὑγείας, δυνάμεως, –ἦταν μόλις εἴκοσι δύο χρόνων– καὶ μία ἀνέκφραστη γλυκιὰ προσδοκία εὐτυχίας, ἄγνωστης, μυστικῆς εὐτυχίας τὸν κυρίευαν σιγὰ-σιγά, καὶ ἡ ζωὴ τοῦ φαινόταν ὑπέροχη, θαυμαστὴ καὶ γεμάτη ὑψηλὸ νόημα».

Ὁ π. Σέργιος Μπουλγάκωφ σωστὰ ὀνομάζει τὸν Τσέχωφ: «συγγραφέα τῆς παγκόσμιας θλίψεως», γιὰ τὶς μορφὲς δυστυχισμένων, νικημένων ἀπὸ τὸ κακὸ ἀνθρώπων. Ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας σκληρὰ ὑποφέρει ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἄλυτο ἐρώτημα: «Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο ἀδύναμος μπροστὰ στὸ κακὸ καὶ τὴν θλίψη;». Ἐδῶ, ὅμως, φανερώνεται ἡ πίστη τοῦ Τσέχωφ στὸν θρίαμβο τοῦ καλοῦ, ἀποκαλύπτεται ἡ ἀλήθεια, ὅτι ἡ πραγματικὴ ζωή του, τὸ γνήσιο πρόσωπό του κρύβεται πιὸ βαθειά, ριζώνεται στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία.
Σὲ αὐτὸ τὸ διήγημα περιγράφονται δυὸ κατηγορίες λαϊκῶν. Οἱ θλιμμένες γυναῖκες ἀντιπροσωπεύουν τὸν ἁπλὸ κόσμο, τοὺς χωρικούς, οἱ ὁποῖοι, παρ’ ὅλη τὴν ἀμάθειά τους, παρ’ ὅλες τὶς δουλειὲς καὶ τὶς θλίψεις τους, δὲν εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, καὶ μὲ τὶς καρδιές τους αἰσθάνονται τὴν χάρη καὶ τὴν ἀλήθεια. Ὁ φοιτητὴς τῆς Ἀκαδημίας (10) Ἰβάν, ποὺ δὲν εἶναι ἀκόμη κληρικός, ἀντιπροσωπεύει τοὺς θεολόγους, αὐτοὺς ποὺ ἔχουν περισσότερες γνώσεις καὶ ἀνάλογη εὐθύνη γιὰ τὴν πνευματικὴ κατάρτιση τῶν μικρῶν ἀδελφῶν τους. Καὶ ὁ συγγραφέας ἀνήκει σὲ μιὰ ξεχωριστὴ τρίτη κατηγορία, τῆς δημιουργικῆς διανοήσεως, ὁ ρόλος τῆς ὁποίας εἶναι νὰ ἀναλύει τὴν ὑπόθεση τῆς πίστεως, νὰ βλέπει πῶς πραγματοποιεῖται αὐτὴ μέσα στὴν ζωή, καὶ νὰ ἐλέγχει τὸ κακό.
Αὐτὲς οἱ διάφορες κατηγορίες ἔχουν τὰ πλεονεκτήματα, ἀλλὰ καὶ τὰ μειονεκτήματά τους, καὶ γι’ αὐτὸ χρειάζονται ἀλληλοσυμπλήρωση. Ἡ πρώτη, παραδείγματος χάριν, ἔχει πίστη, ἀλλὰ θέλει διδάσκαλο. Ἡ δεύτερη εἶναι ἱκανὴ γιὰ τὴν διακονία τοῦ λόγου, ἀλλὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ δείγματα τῆς ἐμπράκτου πίστεως, ποὺ ἐμπνέουν τὸν θεολόγο. Θεολόγοι καὶ διανοούμενοι ἔχουν τὶς γνώσεις, ἀλλὰ συνήθως ἡ πίστη τους εἶναι ἀδύναμη καὶ χρειάζεται ἐνίσχυση. Καὶ ὅλες αὐτὲς τὶς κατηγορίες τῶν λαϊκῶν, ὅλους αὐτούς, ποὺ ὑποφέρουν ψυχικὰ ἢ σωματικά, τοὺς παρηγορεῖ, ἐμπνέει καὶ ἑνώνει, στὴν φορά τους πρὸς τὸν Χριστό, ἡ ἑνιαία χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ φοιτητής, ποὺ καὶ αὐτὸν στενοχωρεῖ ἡ σκληρὴ πραγματικότητα τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία συμβολίζεται στὸ διήγημα μὲ τὴν ψύχρα καὶ τὸ σκοτάδι, στρέφεται στὸν Χριστό. Κάνει, ἀφοῦ ξέρει περισσότερα, μία ἁπλὴ ἀνάμνηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, μοιράζεται τὶς γνώσεις καὶ τὶς σκέψεις του, καί, ἀπροσδόκητα γι’ αὐτόν, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ φέρνει κατάνυξη, συγκινεῖ τὶς γυναῖκες, καὶ ἀναγεννᾶ τὸν ἴδιο τὸν Ἰβάν, θερμαίνοντας τὴν καρδιά του καὶ διώχνοντας μακριά του τὴν ἀπελπισία.
Αὐτὴ τὴν μεταβολή, αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς μεταμορφώσεως προξενεῖ ἡ ζωντανὴ πίστη τοῦ λαοῦ, ἡ πίστη, μὲ τὴν ὁποία πάντοτε ἦταν πλούσιος ὁ Ρωσσικὸς λαός, καὶ τὴν ὁποία εὔκολα μπορεῖ νὰ ἀφυπνήσουν ἀκόμη καὶ τὰ ταπεινὰ λόγια ἑνὸς μὴ κληρικοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀγαπάει τόσο πολὺ αὐτὸ τὸ διήγημα ὁ Τσέχωφ, ἀφοῦ ἐδῶ περιέχεται ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα, ποὺ τὸν βασάνιζε. Ἡ ἁπλὴ πίστη τοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ γιατρεύει τὸν δικό του πόνο γιὰ τὴν πατρίδα. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μικρά του διηγήματα γράφει: «Ἐγὼ ἔτσι τὸ καταλαβαίνω: ἡ πίστη εἶναι μία ἱκανότητα τοῦ πνεύματος. Εἶναι σὰν ἕνα ταλέντο· πρέπει νὰ γεννηθεῖ κανεὶς μὲ αὐτήν. Ἀπὸ ὅσο μπορῶ νὰ κρίνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶδα στὴν ζωή μου ... αὐτὴ ἡ ἱκανότητα εἶναι ἔμφυτη στοὺς Ρώσσους σὲ μεγαλύτερο βαθμό...».
Ἔτσι εὔγλωττα μέσα ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Τσέχωφ ἀντικατοπτρίζεται ἡ εἰκόνα, πού μᾶς παραδίδει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στὴν ἐπιστολή του πρὸς Κορινθίους, γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ, ὅπου ὅλα τὰ μέλη, κλῆρος καὶ λαός, συνυπάρχουν ἁρμονικὰ καὶ ἀλληλοσυμπληρώνονται ἐπιτελώντας, σύμφωνα μὲ τὰ χαρίσματα ποὺ δίνει στὸν καθένα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐξ ἴσου σημαντικὲς καὶ ζωτικὲς γιὰ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας λειτουργίες...



Ἱερομόναχος Λεόντιος Κοζλώφ,
Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, Μόσχα.





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

(1) 1 βέρτσι =1,067 χιλιόμετρο.
(2) Σαμοβάρι: μετάλλινο σκεῦος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔβραζαν νερὸ γιὰ τὴν παρασκευὴ τεΐου (τσαγιοῦ).
(3) Στὰ ρωσσικὰ ἀγροτικὰ σπίτια ἡ θερμάστρα ἦταν μία ἀπαραίτητη κατασκευὴ ἀπὸ τοῦβλα, ἡ ὁποία διατηρεῖτο πάντοτε ζεστή. Τὸν χειμῶνα, ἰδίως, οἱ χωρικοὶ τοποθετοῦσαν τὸ κρεβάτι τους ἐπάνω σὲ αὐτήν, ἐνῶ οἱ ἡλικιωμένοι ἢ οἱ ἄρρωστοι παρέμεναν ὅλην τὴν ἡμέρα ἐπάνω σὲ αὐτήν.
(4) Ρούρικ: ὁ ἱδρυτὴς τῆς ρωσσικῆς μοναρχίας (862-879 μ.Χ.).
(5) Ἰβὰν Δ΄ ὁ Τρομερὸς: τσάρος τῆς Ρωσσίας (1545-84).
(6) Πέτρος Α΄ ὁ Μέγας: πρῶτος αὐτοκράτωρ τῆς Ρωσσίας (1689-1725).
(7) Βλογιοκομμένος: αὐτὸς πού, ἐξ αἰτίας τῆς νόσου εὐλογίας, φέρει ἰδίως στὸ πρόσωπό του οὐλές.
(8) Γκουβερνάντα: ἰδιωτικὴ νηπιαγωγός.
(9) Σκαρδαμύσσω: ἀνοιγοκλείνω τὰ μάτια.
(10) Δὲν ἀποκλείεται νὰ πρόκειται γιὰ τὴν Ἀκαδημία τῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Σεργίου, κοντὰ στὴν Μόσχα.


(Ἐδημοσιεύθη εἰς τὸ περιοδ. «Θεοδρομία», τ. 2/2006)



Διαδίκτυο:«Η Άλλη Όψις»

᾿Ιάκωβος Τσαλίκης:πατοῦσε στή γῆ μὰ βρισκότανε στόν οὐρανό!


[Σχόλιο ᾿Οδυσσέως: ῎Ας ξαναγίνουμε γιά λίγο παιδιά κι ἄς ἀφεθοῦμε στή γλαφυρή γραφίδα τῆς κ. ῎Αννας᾿Ιακώβου νά μᾶς ξεναγήσει στά μονοπάτια τῆς ἁγιότητας. Πολύ καλή δουλειά, συγχαρητήρια!]


"Κι ο παπα-Θοδόσης, ο παπάς του χωριού, έβλεπε πως τούτο το παιδί δεν ήταν σαν όλα τ' άλλα. Το έβλεπαν ακόμη και οι χωριανοί κι αρχίσανε να τον φωνάζουνε με σέβας «παπα-Ιάκωβο». Και δεν το λέγανε για χωρατό, μα το πιστεύανε στ' αλήθεια πως ο Ιάκωβος μπορεί να πατούσε στη γη, μα βρισκό­τανε στον ουρανό"


Ήταν κάποτε παιδιά. Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης



Vatopaidifriend. Οι Άγιοί μας, καθώς και οι μεγάλοι γέροντες και ασκητές μας, ήταν κι αυτοί κάποτε παιδιά!

Ας διαβάσουμε, λοιπόν, ένα μικρό απόσπασμα, μια θαυμαστή ιστορία από τα παιδικά χρόνια του Γέροντα Ιάκωβου Τσαλίκη, όπως καταγράφεται στο εξαιρετικό βιβλίο της Άννας Ιακώβου, «Ήταν κάποτε παιδία- Ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης

...;.Φθινοπωρινό πουλάκι τον έλεγε η μάνα του, η κυρά-Δωρούλα, τον Ιάκωβο. Έτσι αδύνατος κι ασθενικός που ήταν, έμοιαζε περισσότερο μ' εκείνα τα φθινοπωρινά πουλάκια που, σαν τα βλέπεις, αναρωτιέσαι πώς θ' αντέξουνε τα πρωτοβρόχια, πώς θα πετάξουν κόντρα στους πρώτους παγωμένους αγέρηδες, πώς θα σκίσουν με τα φτερά τους εκείνους τους γκρίζους ουρανούς.

Και ήθελε η κυρά-Δωρούλα γερό και δυνατό τον μικρό Ιάκωβο για τα πρώτα του πεταρίσματα στη ζωή. Την ίδια όμως έγνοια είχε και για τις πνευματικές του πτήσεις. Πιο πολύ γι' αυτά τα φτερουγίσματα ήθελε ο Ιάκωβος να κάμει γερά φτερά.

Και τώρα, που τον έβλεπε να μεγαλώνει και δειλά ν' ανοίγει τις φτερούγες του σαν νιόβγαλτο πουλάκι να πετάξει στους δρόμους της γης και τ' ουρανού, χτύπαγε πιότερο με λαχτάρα η καρδιά της.

Το πρώτο της ζωής του το φτερούγισμα ο Ιάκωβος το έκανε στα εφτά του χρόνια. Κι έφτασε τούτο το πετάρισμα ως του σχολειού τα σκαλοπάτια. Ένα σχολειό ασυνήθιστο που είχε στηθεί για χάρη των παιδιών μέσα στο μικρό ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, μιας και σχολειό κανονικό στο χωριό τους δεν είχε ακόμη γίνει. Εκεί μάζευε ο δάσκαλος τα παιδιά και τους έκανε το μάθημα. Το χειμώνα μέσα. καθισμένοι στα στασίδια της εκκλησιάς, αντάμα μ' Αγίους κι Αγγέλους να μαθαίνουνε γραφή κι ανάγνωση. Και σαν έμπαινε η άνοιξη, βγαίνανε έξω, στα πεζούλια της αυλής, κάτω απ' τα πυκνόφυτα πεύκα που κρύβανε περίτεχνα το μικρό ξωκλήσι του λόφου.

Μεγάλη αγάπη είχε ο Ιάκωβος στο σχολειό του. Μεγάλη όμως αγάπη είχε και στο μικρό εκκλησάκι. Κι έλαχε και σμί­ξανε τούτες οι δυο αγάπες του και γίνηκαν ένα. Με χαρά, πετώντας, πήγαινε το πρωί στο ξωκλήσι για να μάθει γράμματα και το απόγευμα για ν' ανάψει τα καντηλάκια και να προσευχηθεί.

Έφτιαχνε και τα στασίδια, καθάριζε, όπου τύχαινε να πέσουν, και τις σταλαματιές των κεριών από τις πλάκες, μάζευε και τα μαραμένα αγριολούλουδα, που φέρνανε τα παιδιά, από την εικόνα της Αγίας Παρασκευής, κάνοντας έτσι τόπο την άλλη μέρα να χωρέσουν τα καινούργια.

Και σαν τέλειωνε απ' όλα ετούτα, στεκόταν μπρος στην Αγία κι έκανε μετάνοιες, όπως είχε δει κρυφά τη μάνα του να κάνει τα βράδια την ώρα που όλοι στο σπίτι κοιμόνταν. Ήξερε και κάποιες μικρές προσευχές που ντροπαλά σιγοψιθύριζε. Τις πιο πολλές όμως τις έφτιαχνε μόνος, με το νου του. Κι έβανε εκεί μέσα την ψυχή του.

Όλα ετούτα, τους κόπους και τις προσευχές του, τα έβλεπε η Αγία Παρασκευή κι έπαιρνε χαρά μεγάλη. Μήπως νοιαζόταν εκείνη να ζητήσει για προσευχές του νόμου τα γραμμένα από ένα τόσο δα ψιχαλάκι που ήτανε ο μικρός Ιάκωβος; Μήτε ψαλμούς και κοντάκια ήθελε, μήτε χαιρετισμούς και μεγαλυνάρια, μήτε τροπάρια, αίνους κι εξαποστειλάρια. Μια στρωτή μετάνοια στηριγμένη πάνω στα παιδικά τα δάχτυλα και έσβηνε μεμιάς των σοφών κοντυλάδων τα προσευχητάρια. Ένας ήχος, ένα ψέλλισμα στης Παναγιάς τ' όνομα απ' τα τρυφερά τα χείλη κι έφτανε για να σιγάσουν φωνές ψαλτάδων γλυκόλαλες.

Γι' αυτό πήρε και τα θάρρητα η Αγία κι άρχισε σιγά-σιγά να του φανερώνεται. Τη μιαν εκεί, στης εκκλησιάς την πόρτα, την άλλη μέσα στο Ιερό, την τρίτη έξω στον περίβολο να σεργιανίζει, να πλένει τα καντήλια της, να τακτοποιεί τα πεζούλια.

Και ο Ιάκωβος, όταν την πρωτοαντίκρισε, λογάριασε πως ήτανε τόσο φυσικό ετούτο που γινόταν!

- Μια νοικοκυρά που νοικοκυρεύει το σπίτι της, σκεφτότανε. Όπως ακριβώς έκανε και η μάνα του που, σαν ερχόταν το δειλινό, συγύριζε κι έπλενε τα πιάτα του σπιτιού, μη και μείνουν για την άλλη μέρα άπλυτα.

Έτσι τ' ουρανού και της γης τα πράματα είχανε γίνει ένα για τον μικρό Ιάκωβο. Και λέξη σε κανέναν δεν είχε φανερώσει το παιδί απ' όλα ετούτα, ώσπου μια μέρα τον έκαμε η ανάγκη στη μάνα του όλα να τα πει ...;

- Είδες παιδί μου την Αγία Παρασκευή; τον ρώτησε η μάνα του κι απλώνοντας το χέρι πιάστηκε από την κουπαστή της σκάλας μη διπλωθεί και πέσει στα σκαλιά.

- Την είδα στο ξωκλήσι της απέξω, είπε το παιδί λαχανιασμένο απ' την τρεχάλα.

- Πώς την είδες; Τι συνέβη ακριβώς; Ρώτησε η μάνα βάζοντας γλύκα και μέλι στη φωνή μη και τρομάξει το παιδί απ' τα ξαφνιάσματά της.

- Να, αποκρίθηκε εκείνο σιγανά, καθώς πλησίαζα στο εκκλησάκι, την είδα να στέκει εκεί, μπρος του. Η Αγία ήταν σαν μοναχή. Όταν με είδε. μου λέει ...;

«Έλα εδώ, Ιάκωβε, να σου μιλήσω!». Εγώ όμως φοβήθηκα να πλησιάσω.

- «Φοβούμαι να έρθω κοντά σου», της είπα, «πες μου από δω που στέκομαι τι θέλεις να μου πεις!».

- Τότε τι έγινε; τον ρώτησε η μάνα.

- Τότε μου λέει η Αγία ...; «- Γιατί με φοβάσαι; Εσύ τόσον καιρό έρχεσαι και περιποιείσαι την εκκλησία μου και μου ανάβεις τα καντήλια μου. Ζήτησέ μου τι χάρη θέλεις από μένα! Τι χάρισμα να σου δώσω!».

- Κι εσύ τι της είπες; τον ρώτησε η μάνα του και κατεβαίνοντας αργά τη σκάλα του σπιτιού ήλθε και στάθηκε κοντά του, εκεί στη μέση της αυλής.

- Εγώ ...;! Δεν ήξερα τι να ζητήσω, είπε ντροπαλά το παιδί, «Να ρωτήσω τη μητέρα μου και θα σου πω!», αυτό της είπα μόνο.

Η κυρά Δωρούλα χαμογέλασε.

- Άκουσε, Ιακωβάκι μου, του είπε. Να ζητήσεις από την Αγία την τύχη σου να σου δώσει. Κατάλαβες; Την τύχη σου, του είπε. και χάθηκε με τούτη την κουβέντα σαν σκιά μέσα στο σπίτι.

Ό,τι του είπε η μάνα του, εκείνο ζήτησε και ο Ιάκωβος την άλλη μέρα το απόγευμα, όταν πήγε και πάλι τρέχοντας στο ξωκλήσι. Και η Αγία του μίλησε εκείνο το δείλι για την τύχη του.

Με όλα ετούτα που έβλεπε η μάνα του, η κυρά-Δωρούλα, χαι­ρότανε. Κι ο παπα-Θοδόσης, ο παπάς του χωριού, έβλεπε πως τούτο το παιδί δεν ήταν σαν όλα τ' άλλα. Το έβλεπαν ακόμη και οι χωριανοί κι αρχίσανε να τον φωνάζουνε με σέβας «παπα-Ιάκωβο». Και δεν το λέγανε για χωρατό, μα το πιστεύανε στ' αλήθεια πως ο Ιάκωβος μπορεί να πατούσε στη γη, μα βρισκό­τανε στον ουρανό.

Ο παπα-Θοδόσης ερχότανε στη Φαράκλα κάθε δυο εβδομάδες για να λειτουργήσει. Όλο τον υπόλοιπο καιρό έστεκε στο πόδι του ο μικρός παπα-Ιάκωβος για ό,τι έκτακτο και βιαστικό τύχαινε κι ας ήτανε μόνο εννιά χρονών παιδί.

Αυτόν φωνάζανε οι χωριανοί, όταν αρρωσταίνανε τα ζωντανά να τους διαβάσει μιαν ευχή για να γίνουν καλά. Αυτόν φανίζανε σαν αρρωσταίνανε και οι ίδιοι για να τους σταυρώσει και να γιάνουν. Τον παπα-Ιάκωβο παίρνανε να τους ρίξει αγιασμό στα θεμέλια του καινούργιου τους σπιτιού, να ραντίσει μ' αγιονέρι τ' αμπέλια, σαν τα 'πιανε φυλλοξέρα, να προσευχηθεί να φύγει η ακρίδα απ' τα σπαρτά.

Ακόμη κι ο παπα-Θοδόσης τον Ιάκωβο κάλεσε για να διαβάσει μιαν ευχούλα, όταν η παπαδιά δεν μπορούσε να γεννήσει τον Βαγγελάκη και κοιλοπονούσε μια βδομάδα.

Τον Ιάκωβο πήγανε κι εκείνη τη μέρα οι μανάδες στο σπίτι του να βρούνε, να πέσουν στα πόδια του, να τον παρακαλέσουν ...;

- Την ευχή μου να 'χεις παιδάκι μου, Ιάκωβε, και το κακό το περιμέναμε τώρα που είναι άνοιξη, είπε η μάνα του Δημητρού.

- Όπως έρχονται τα χελιδόνια έρχονται κι αυτές οι παιδικές αρρώστιες, είπε με κομμένη την ανάσα η μάνα του Γρηγόρη.

- Και τι έχουν τα παιδιά; ρώτησε ο Ιάκωβος.

- Μαγουλάδες να σε χαρώ, είπε η κυρα-Ζωή.

- Και πρηστήκανε τα μάγουλα τους. συμπλήρωσε η κυρα-Ευτέρπη.

- Ο δικός μου ο Θανάσης απόψε κόντεψε να σκάσει από τον πυρετό, είπε η κυρα-Ματούλα.

- Εάν με αφήσει η μάνα μου, εγώ ευχαρίστως να πάω στη Λίμνη, να φωνάξω το γιατρό, είπε πρόθυμα, συμπονώντας την έγνοια τους ο Ιάκωβος.

- Ποιος γιατρός, μάτια μου; φωνάξανε ταραγμένες μ' ένα στόμα εκείνες.

- Τέτοια ώρα τέτοια λόγια θα λέμε, Ιάκωβε; Εδώ χάνουμε τα παιδιά μας, είπε η κυρα-Ζωή.

- Για φαντάσου να περίμενε κι ο αδερφός σου το γιατρό από τη Λίμνη, όταν τον δάγκωσε στο χέρι εκείνο το καταραμένο το φίδι στο χωράφι σας, είπε η κυρα-Ματούλα. Μαύρα θα είχε φορεθεί η μάνα σου.

- Βρε γυιε μου, μαύρα θέλεις να φορέσουμε κι εμείς; είπε με πόνο η κυρα-Ευτέρπη. Όπως διάβασες τότε μιαν ευχούλα στον αδερφό σου και γίνηκε νερό το δηλητήριο, έτσι διάβασε τώρα και σε τούτα εδώ τ' αδέρφια σου μιαν ευχή. Γιατί, Ιάκωβε παιδί μου, πώς να το κάνουμε; Αδέρφια είστε όλα. Μαζί μεγαλώνετε, μαζί παίζετε, μαζί πηγαίνετε στο σχολειό.

- Μα τι είναι αυτά που λέτε, ψέλλισε ντροπιασμένο το παιδί. Τι είμαι εγώ για να διαβάζω τις ευχές;

- Εσένα σ' ακούει ο Θεός, Ιάκωβε μου. είπε η Ελένη που ήρθε να παρακαλέσει για το Λευτέρη tov αδερφό της και που τόση ώρα καθότανε αμίλητη στη γωνιά. Όλους μας ακούει το ίδιο ο Θεός, είπε ο Ιάκωβος, έχοντας κολλημένα τα μάτια του στο χώμα. Αγιασμό κι εσείς έχετε στα σπίτια σας ας πιούνε λίγο τα παιδιά ...;

(Άννα Ιακώβου, Ήταν κάποτε παιδία. Ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης.

Άθως- παιδικά, εκδ. Σταμούλη 2008)

Διαδίκτυο:http://vatopaidi.wordpress.com



῾Η εὔλαλη σιωπή τοῦ ἁγίου ῎Ορους-ὁσιολογιωτάτου μοναχοῦ Μωϋσέως ἁγιορείτου


"Να ζεις πια για τον Θεό και για τους άλλους, αυτό σημαίνει μοναχός. Να μη φοβάσαι τίποτε. Να μη δειλιάζεις. Να μην έχεις ένα σωρό επιθυμίες. Να μη ζεις για τη φτήνια και τη μετριότητα"


Μοναχός γίνεται όποιος είναι έξυπνος, μου είχε πει κάποτε ο Γέροντας και είχα αντιδράσει.
Ο Θεός στέλνει ένα σύννεφο, την ώρα της κουράς, και σε θολώνει, για να σε κάνει δικό του, γιατί διαφορετικά θα το έβαζες στα πόδια, συνέχισε. Να ζεις πια για τον Θεό και για τους άλλους, αυτό σημαίνει μοναχός. Να μη φοβάσαι τίποτε. Να μη δειλιάζεις. Να μην έχεις ένα σωρό επιθυμίες. Να μη ζεις για τη φτήνια και τη μετριότητα. Να έχεις ένα βουνό αρετής μπροστά σου και συ να κάθεσαι στους πρόποδες και ν' ασχολείσαι με λεπτομέρειες, αυτές οι καθυστερήσεις είναι και κακομοίρικες και λυπητερές και φτωχές.
Πήγε ένας μοναχός σ' ένα κελί που ήταν καθαρό, περιποιημένο, αρχοντικό και επίσημο. Είπε: Όπως είναι η καρδιά του Γέροντος, έτσι είναι και το κελί του.
Πήγε μετά σ' ένα άλλο που ήταν ακατάστατο, αραχνιασμένο και άνω-κάτω. Είπε: Ο Γέροντας είναι καλός, ασχολείται συνέχεια με τα πνευματικά και δεν έχει καθόλου καιρό για τα υλικά.
Ήταν αγαθός ο μοναχός αυτός και τα έβλεπε όλα όμορφα.
Ότι είσαι, αυτό βλέπεις, ότι ζητάς, αυτό βρίσκεις.
Αν έλθεις στο Άγιον Όρος και ζητάς να βρεις αρετή, θα ψάξεις και θα την ανακαλύψεις. Αν ζητάς σκάνδαλα, θα τα βρεις. Αν ο φακός σου ζητά να τραβήξει φυσικές καλλονές, πολυκαιρισμένα κτίρια, μπαλκόνια στον αέρα, σταυρούς γυρτούς, ακρογιαλιές, αρχαίες εικόνες, ώριμες μορφές, δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να τα συναντήσει.
Όμως το πραγματικό, το άλλο Άγιον Όρος θ' αγρυπνεί μυστικά και θα υφαίνει την ιστορία του υπόγεια και σιγαλά.
Αυτή λοιπόν την κρυφή μακαριότητα του αξίζει και πρέπει να την εκθέσουμε στη θέα των περιέργων, των παράξενων και ακόμη και των καλοδιάθετων; Σε τι ωφελεί επιτέλους η δημοσιότητα της ιερότητας; Ας μείνει και κάτι αλεηλάτητο, άβατο και βουβό. Εξάλλου σίγουρα δεν θα ωφεληθεί και κανένας από τη διαφήμιση της μυστικής ζωής του άλλου, αν δεν θελήσει ν' αγωνιστεί ο ίδιος και δεν επαναλάβει μαζί με τον παλιό αββά πως αυτός είναι μόνος κι ο Θεός.
Η αγιότητα δεν είναι μεταδοτική.
Το κήρυγμα του Αγίου Όρους, το καλύτερο, θα παραμένει πάντα η εύλαλη σιωπή του περισσότερο, παρά τα φάλτσα τα δικά μας, τα οποία ελπίζω θα μου συγχωρέσει η αγάπη του Θεού και η μεγάλη καρδιά των ζωηρών αυτών παιδιών που λέγονται αγιορείτες πατέρες.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
Περιοδικό ΕΝΔΟΝ, ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ, Τεύχος 21ο, Δεκέμβριος 2008
Από keliotis στις Πέμπτη, 21 Ιανουαρίου 2010 @ 21/1/2010
Διαδίκτυο: http://agioritikesmnimes.pblogs.gr

῾Ο Γέροντας ᾿Ιάκωβος Τσαλίκης συμβούλευε μέ ἀγάπη.

  • Έλεγε ο πατήρ Ιάκωβος « Η χάρη των Αγίων μας ακόμη και πάνω στα
  • ξύλα των αγίων εικόνων υ
  • πάρχει. Κάποτε στην Μικρά Ασία ένας Τούρκος κτηνοτρόφος προσπάθησε με το τσεκούρι του να σχίσει παλιό ξύλο εικόνας. Με την πρώτη τσεκουριά το ξύλο άρχισε να αιμορραγεί. Ο τούρκος τότε πανικόβλητος παρέδωσε την εικόνα στους χριστιανούς διηγούμενος το θαύμα.»
  • Άλλοτε πάλι σε λιτανεία της εικόνας της Παναγίας ο Γέροντας είδε την εικόνα ζωντανή την Παναγιά να σηκώνει το χέρι της και να τον ευλογεί.
  • Τόνιζε ο Γέροντας ότι μεγάλη σημασία στην πνευματική εξέλιξη των απογόνων έχει η πνευματική κατάσταση και η βιωτή των γονιών.
  • Έλεγε ο Γέροντας «Μια φορά που λειτουργούσα δεν μπορούσα να κάνω Μεγάλη Είσοδο από αυτά που έβλεπα. Οπότε ξαφνικά νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και να με οδηγεί στην Αγία Πρόθεση. Ήταν ο Αρχάγγελος.»
  • Όταν ο Γέροντας κοινωνούσε τους πιστούς και έβλεπε τα πρόσωπά τους, άλλα πρόσωπα έβλεπε με μορφές ζωών και άλλα να λάμπουν σαν τον ήλιο. Ενώ όταν προσκόμιζε έβλεπε τις ψυχές που περνούσαν από μπροστά του και τον παρακαλούσαν να τις μνημονεύσει.

  • Στους γονείς που ρωτούσαν τι κάνουν τα παιδιά τους όταν δεν ακούνε έλεγε: «προσευχή θα κάνετε με πίστη θα τα νουθετήσετε και όσο μπορείτε με την αγάπη και με τον καλό τον τρόπο. Όχι με αυστηρότητα.»
  • Αναφερόμενος ο Γέροντας στο θέμα της νηστείας έλεγε: « Η νηστεία είναι η πρώτη εντολή του Θεού και ο Χριστός μας ακόμη νήστεψε. Εμένα δεν με έβλαψε η νηστεία μέχρι σήμερα που είμαι 70 χρονών. Και τα δαιμόνια και οι αρρώστιες και όλα τα πάθη με τη νηστεία και με την προσευχή αποβάλλονται.»
  • Ένας άνθρωπος ρώτησε «Εφόσον ο πατήρ Ιάκωβος αγαπά Τον Θεό γιατί ο Θεός επέτρεψε και πήγε στο νοσοκομείο και του έκαναν σοβαρές εγχειρήσεις;» Ο Γέροντας απάντησε: «Επέτρεψε ο Θεός για να ταπεινωθώ».
  • Συχνά ο Γέροντας έλεγε «Δεν πρέπει παιδιά μου να έχει κανείς αμφιβολίες ούτε δυσπιστίες. Να έχετε πίστη Θεού ως κόκκον σινάπεως και ότι ζητήσετε ο Θεός θα σας το δώσει. Πάντα η προσευχή στηρίζει. Να μη φοβόμαστε. Ει ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών».
  • «Χωρίς την ψυχήν μας καθαρήν, δεν έχουμε κανένα όφελος από τη Θεία Κοινωνία. Για αυτό να μη διστάζετε, να μην ντρέπεστε και να εξομολογείσθε. Ότι και αν έχετε κάνει, την πιο μεγάλη αμαρτία, ο πνευματικός έχει την εξουσία από το Χριστό και από τους Αποστόλους με το πετραχήλι του να τη συγχωρήσει.»
  • «Η στενοχώρια είναι η πιο μεγάλη αρρώστια, να τη διώχνετε.»
  • «Στην Εκκλησία βρίσκουμε την υγεία, την παρηγοριά, την ελπίδα και τη σωτηρία της ψυχής μας».

  • Έλεγε ο πατήρ Ιάκωβος « Η χάρη των Αγίων μας ακόμη και πάνω στα
  • ξύλα των αγίων εικόνων υ
  • πάρχει. Κάποτε στην Μικρά Ασία ένας Τούρκος κτηνοτρόφος προσπάθησε με το τσεκούρι του να σχίσει παλιό ξύλο εικόνας. Με την πρώτη τσεκουριά το ξύλο άρχισε να αιμορραγεί. Ο τούρκος τότε πανικόβλητος παρέδωσε την εικόνα στους χριστιανούς διηγούμενος το θαύμα.»
  • Άλλοτε πάλι σε λιτανεία της εικόνας της Παναγίας ο Γέροντας είδε την εικόνα ζωντανή την Παναγιά να σηκώνει το χέρι της και να τον ευλογεί.
  • Τόνιζε ο Γέροντας ότι μεγάλη σημασία στην πνευματική εξέλιξη των απογόνων έχει η πνευματική κατάσταση και η βιωτή των γονιών.
  • Έλεγε ο Γέροντας «Μια φορά που λειτουργούσα δεν μπορούσα να κάνω Μεγάλη Είσοδο από αυτά που έβλεπα. Οπότε ξαφνικά νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και να με οδηγεί στην Αγία Πρόθεση. Ήταν ο Αρχάγγελος.»
  • Όταν ο Γέροντας κοινωνούσε τους πιστούς και έβλεπε τα πρόσωπά τους, άλλα πρόσωπα έβλεπε με μορφές ζωών και άλλα να λάμπουν σαν τον ήλιο. Ενώ όταν προσκόμιζε έβλεπε τις ψυχές που περνούσαν από μπροστά του και τον παρακαλούσαν να τις μνημονεύσει.

  • Στους γονείς που ρωτούσαν τι κάνουν τα παιδιά τους όταν δεν ακούνε έλεγε: «προσευχή θα κάνετε με πίστη θα τα νουθετήσετε και όσο μπορείτε με την αγάπη και με τον καλό τον τρόπο. Όχι με αυστηρότητα.»
  • Αναφερόμενος ο Γέροντας στο θέμα της νηστείας έλεγε: « Η νηστεία είναι η πρώτη εντολή του Θεού και ο Χριστός μας ακόμη νήστεψε. Εμένα δεν με έβλαψε η νηστεία μέχρι σήμερα που είμαι 70 χρονών. Και τα δαιμόνια και οι αρρώστιες και όλα τα πάθη με τη νηστεία και με την προσευχή αποβάλλονται.»
  • Ένας άνθρωπος ρώτησε «Εφόσον ο πατήρ Ιάκωβος αγαπά Τον Θεό γιατί ο Θεός επέτρεψε και πήγε στο νοσοκομείο και του έκαναν σοβαρές εγχειρήσεις;» Ο Γέροντας απάντησε: «Επέτρεψε ο Θεός για να ταπεινωθώ».
  • Συχνά ο Γέροντας έλεγε «Δεν πρέπει παιδιά μου να έχει κανείς αμφιβολίες ούτε δυσπιστίες. Να έχετε πίστη Θεού ως κόκκον σινάπεως και ότι ζητήσετε ο Θεός θα σας το δώσει. Πάντα η προσευχή στηρίζει. Να μη φοβόμαστε. Ει ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών».
  • «Χωρίς την ψυχήν μας καθαρήν, δεν έχουμε κανένα όφελος από τη Θεία Κοινωνία. Για αυτό να μη διστάζετε, να μην ντρέπεστε και να εξομολογείσθε. Ότι και αν έχετε κάνει, την πιο μεγάλη αμαρτία, ο πνευματικός έχει την εξουσία από το Χριστό και από τους Αποστόλους με το πετραχήλι του να τη συγχωρήσει.»
  • «Η στενοχώρια είναι η πιο μεγάλη αρρώστια, να τη διώχνετε.»
  • «Στην Εκκλησία βρίσκουμε την υγεία, την παρηγοριά, την ελπίδα και τη σωτηρία της ψυχής μας».
Πηγή:http://www.blogger.com/post-edit.do