"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Ἡ πίστη (στόν Χριστό) ποὺ σώζει : Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ (Brianchaninov)




Εἶναι λυπηρό. Ὁμως σήμερα ὑπάρχουν χριστιανοί, πού ἁπλά δέν γνωρίζουν τί σημαίνει νά πιστεύεις στό Χριστό, ἀλλά καί ἔχουν μία ἐντελῶς συγκεχυμένη ἀντίληψη γιά τήν πίστη στόν Ἕνα καί μοναδικό Σωτήρα καί Θεό, τόν Χριστό.

Λένε:

-Γιατί ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιμένετε ὅτι ἔχετε τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἀληθείας;


- Γιατί τάχα, μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι θά σωθοῦν;

- Ἀνάμεσά μας ὑπάρχουν τόσοι καλοί ἄνθρωποι! Καί Μωαμεθανοί, καί Βουδδιστές, καί χριστιανοί ἄλλων ὁμολογιῶν, ἀκόμη καί ἄθεοι.

- Στέκει νά θέλεις νά τούς στείλεις ὅλους αὐτούς στήν κόλαση;
 

* * *
Μία τέτοια σκέψη, φαίνεται να εἶναι καί σωστή· καί τετραγωνικά λογική. Εἶναι ὅμως;

Ἄς τό ἐξηγήσωμε μέ λόγια ἁπλᾶ. Γιατί, ἐπάνω σέ ἕνα τέτοιο σοβαρό θέμα δέν πρέπει νά ἔχωμε συγκεχυμένες ἰδέες. Λοιπόν. Σημασία δέν ἔχει, τί λέει ὁ καθένας, ἀλλά τί λέει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία .

Χριστιανοί! Προσέξτε! Κάνετε ὡραῖες σκέψεις καί συλλογισμούς! Ἀλλά χωρίς νά ξέρετε, τί εἶναι ἡ σωτηρία· γιατί εἶναι ἀπαραίτητη ἡ σωτηρία· καί γιατί ἡ μόνη ὁδός πρός τόν Θεό καί τήν σωτηρία εἶναι ὁ Χριστός· μόνο ὁ Χριστός!

Σωτηρία εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό· ἡ ἀποκατάσταση ἐπικοινωνίας μαζί Του. Ἡ σωτηρία εἶναι κάτι πού μάς ἐνδιαφέρει ὅλους. Ὅλους τούς λαούς· ὅλους τούς ἀνθρώπους· ἐνάρετους καί ἁμαρτωλούς! Ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ μιλώντας γιά τόν ἑαυτό του, λέγει: «θά κατεβῶ στό παιδί μου στόν Ἅδη». Το λέγει γιατί τότε, πρίν ἔλθει ὁ Χριστός, ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, μετά τό ἐπίγειο ταξίδι τους, κατέληγαν στόν Ἅδη. Τόσο λίγη ἀξία εἶχαν τότε τά «καλά» τους ἔργα! Μόνα τους χωρίς τήν χάρη πού παίρνουμε, ἀπό τό βάπτισμα καί ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Γι᾿ αὐτό, ὅταν κάποτε οἱ Ἰουδαῖοι ρώτησαν τόν Χριστό: «τί πρέπει νά κάνουμε, γιά νά ἐκτελοῦμε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ»; Καί ὁ Χριστός τούς ἀπάντησε: «Το μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι νά πιστεύετε σέ Ἐκεῖνον, πού ὁ Θεός Πατέρας μᾶς ἔστειλε»(Ἰω. 6,28-29). Δηλαδή:

Ἡ μόνη ἐγγύηση, ἡ μοναδική ὁδός γιά τήν σωτηρία εἶναι ἡ σωστή πίστη σέ Ἐκεῖνον, πού ὁ Θεός ἔστειλε στόν κόσμο δηλαδή, τόν Υἱόν - τόν Χριστό.

Δέν ἀρκεῖ λοιπόν, νά εἴμαστε «καλοί» ἄνθρωποι. Καί ἄν ἄνθρωποι μεγάλοι καί φωτισμένοι, κατέβαιναν τότε στόν Ἅδη, πῶς εἶναι δυνατό ἐσύ, νά θέλεις νά σωθῆς χωρίς πίστη καί ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό; Και πώς τολμᾶς καί ψάχνεις νά βρεῖς, ἄν καί οἱ μουσουλμάνοι θά σωθοῦν; Ἐπειδή ἁπλά σοῦ φαίνονται «καλοί»; Χωρίς ποτέ, νά ἔχουν πιστεύσει στόν Ἕνα καί Μοναδικό Σωτήρα καί Λυτρωτή;

* * *
Ἄς κάμουμε, λοιπόν, φροντίδα μας νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Γιατί σωτηρία χωρίς Αὐτόν, μόνο χάρη σέ μερικές «καλές» πράξεις, Δεν γίνεται.

(Ἐπιστολή 238)

Μετ: Ἀρχιμ.Α.Μ

http://www.agiazoni.gr

῾Ο Ναυπάκτου ῾Ιερόθεος καταπέλτης σέ ἄρθρο μέ τίτλο: "Οι σύγχρονοι τοκογλύφοι"



Σε δύσκολες εποχές, όπως οι σημερινές, εμφανίζονται και διάφοροι τοκογλύφοι που εκμεταλλεύονται την ανημπόρια του λαού ή των λαών και πλουτίζουν χωρίς να έχουν μέσα τους κανένα αίσθημα αγάπης και συμπόνοιας για αυτούς που δυστυχούν. 
1 Η τοκογλυφία ορίζεται ως ο δανεισμός χρημάτων με υψηλό επιτόκιο που συνήθως είναι παράνομο. Αυτό προκαλείται από συγκεκριμένα άτομα που εκμεταλλεύονται κάθε δύσκολη κατάσταση των συνανθρώπων τους. Μερικές φορές αυτό γίνεται και μέσα από τη λεγόμενη «νόμιμη» οδό, όταν οι τραπεζίτες προτρέπουν τους ανθρώπους να λαμβάνουν καταναλωτικά ή άλλα δάνεια, εκμεταλλευόμενοι την τάση τους για ευμάρεια, ευδαιμονία και εύκολο πλουτισμό. 

Στην τοκογλυφία μπορώ να εντάξω και τις λεγόμενες παγκόσμιες «αγορές» που ανεβάζουν τα επιτόκιά τους, τα λεγόμενα σπρεντς, εκμεταλλευόμενοι μερικές δύσκολες καταστάσεις που περνούν διάφορες χώρες. Δεν μπόρεσα να «χωνέψω» αυτόν τον όρο «αγορές» που παρουσιάζεται τόσο εύηχα, σαν να πρόκειται για τα γνωστά μας καταστήματα, από τα οποία προμηθευόμαστε τα αναγκαία για τον βίο μας!
Οταν όμως σε αυτές τις παγκόσμιες «αγορές» της καπιταλιστικής κοινωνίας οι συζητήσεις γίνονται με «γεμάτο το πιστόλι πάνω στο τραπέζι», έστω κι αν αυτό λέγεται μεταφορικά, τότε δεν πρόκειται για συνηθισμένες αγορές, αλλά για συνομιλίες με ανθρώπους που κάνουν οικονομικά εγκλήματα, για να μη χρησιμοποιήσω έναν άλλον αγγλικό όρο.

2 Από πλευράς χριστιανικής η τοκογλυφία είναι ένα έγκλημα και ο τοκογλύφος είναι πράγματι ένας εγκληματίας, με κοινωνικό και αγγελικό πρόσωπο. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ομίλησαν σκληρά και κατήγγειλαν την τοκογλυφία, όπως επίσης κατηγόρησαν με ισχυρές λέξεις τον τοκογλύφο που δρα στις ανθρώπινες κοινωνίες.

Ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει τον τόκο «πονηρών γονέων, πονηρόν έκγονον». Περιγράφει με απαράμιλλο λόγο τη νοοτροπία του τοκογλύφου που προσφέρει στους ανθρώπους «δηλητήρια», και ομοιάζει με τους γιατρούς που αντί να θεραπεύουν τους αρρώστους, τους αφαιρούν και την ελάχιστη δύναμη που έχουν.
Στη συνέχεια περιγράφει την κατάσταση του δανειζομένου, ο οποίος στην αρχή που παίρνει το δάνειο είναι χαρούμενος, γιατί επέτυχε τον σκοπό του, αλλά μετά ζει έναν εφιάλτη, ακόμη και στον ύπνο του, όταν πρόκειται να αποδώση το δάνειο. Ο δανειστής ομοιάζει με τον «σκύλο» που τρέχει στο θήραμά του, και ο δανειζόμενος αισθάνεται ως θήραμα που τρέμει τη συνάντηση αυτή.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρεί την τοκογλυφία ως «εσχάτην αναισχυντίαν», αφού ο τόκος είναι «διαβεβλημένος και κατηγορίας άξιος», πρόκειται για «ευπρόσωπον αρπαγήν, ευπροφάσιστον πλεονεξίαν». Θεωρεί ότι οι τόκοι ομοιάζουν με τα φίδια που κατατρώγουν τις ψυχές των δυστυχισμένων ανθρώπων περισσότερο από τα γνωστά δηλητηριώδη φίδια.

3 Υπάρχουν όμως και μερικοί άλλοι τοκογλύφοι που δεν εκμεταλλεύονται την οικονομική ανέχεια του λαού, αλλά τις ελπίδες και τις προσδοκίες του.
Οι συνάνθρωποί μας ελπίζουν να ζήσουν σε μια κοινωνία όπου θα επικρατή η διαφάνεια, η αξιοκρατία, η κοινωνική δικαιοσύνη, η φιλανθρωπία, ο αλτρουισμός, η νοηματοδότηση του βίου κ.λπ., και όμως πολλές φορές διαψεύδονται από τα πράγματα, γιατί κάθε φορά εμφανίζονται διάφοροι «τοκογλύφοι» που εκμεταλλεύονται τις προσδοκίες των ανθρώπων, κατασπαράζουν τις ελπίδες και τα όνειρά τους.

Τέτοιους τοκογλύφους βρίσκουμε συνεχώς δίπλα μας. Είναι οι θρησκευτικοί ηγέτες που εκμεταλλεύονται και κατασπαράζουν το λεγόμενο θρησκευτικό συναίσθημα του λαού, με διάφορους τρόπους, χειρότερους από το κοινό έγκλημα, γιατί στην περίπτωση αυτή σκοτώνουν την ψυχή των ανθρώπων.
Είναι οι πολιτικοί άρχοντες που χρησιμοποιούν ως δολώματα διάφορες μαγικές λέξεις με τις οποίες κλέβουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων τους, όπως «μεταπολίτευση», «αλλαγή», «κάθαρση», «εκσυγχρονισμός», «επανίδρυση του κράτους» κ.λπ. Είναι λέξειςόπλα που σκότωσαν τις ελπίδες και τις προσδοκίες του λαού και τον οδήγησαν στην απόγνωση και στην έκφραση μεγάλου θυμού που ελπίζουμε να δράση θετικά στην κοινωνία μας.

Το εκπληκτικό είναι ότι όλη αυτή τη διάψευση των ελπίδων, των προσδοκιών και των οραμάτων του λαού την προξένησαν μερικοί της ηρωικής γενιάς του Πολυτεχνείου, που όταν κλήθηκαν να κυβερνήσουν τον λαό, τον διέψευσαν. Και διερωτάται κανείς: πώς και γιατί καταπνίγονται τόσο ευγενικά οράματα, όπως της παιδείας, της ελευθερίας και της ευημερίας;

Τα τελευταία σαράντα χρόνια αποκτήσαμε μια συμπεπυκνωμένη πείρα, αφού ζήσαμε διάφορες δικτατορίες, ήτοι στρατιωτικές, πολιτικές, ιδεολογικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας, γνωρίσαμε διάφορους «τοκογλύφους». Θα έπρεπε όλη αυτή η πείρα να μας διδάξη, να μας ανοίξη το μυαλό για να δούμε καθαρότερα τα πράγματα. Αν τώρα δεν διδαχθούμε από αυτή τη συμπεπυκνωμένη πείρα, τότε είμαστε άξιοι της τύχης μας.

Η βασική πρόταση είναι να διδαχθούμε από όσα έγιναν, και κυρίως να απαξιώσουμε δημιουργικά τους ποικιλώνυμους και ποικιλότροπους τοκογλύφους του λαού, που σκοτώνουν τα οράματά του και τις προσδοκίες του.
Ο καθένας θα πρέπει να αναλάβη τις ευθύνες του στο προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο που ζει. Και ας αρχίση το δημιουργικό έργο, όπως έχει γραφή εύστοχα, από τις προσεχείς εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση με το να αναδείξη τους κατάλληλους ηγέτες, πέρα από τις κομματικές επιλογές.

(᾿Εφημ. Τό Βῆμα, 21-06-2010)




"῾Η δὲ γυνὴ σωθήσεται διὰ τῆς τεκνογονίας": ἑρμηνεία ὑπό τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου

 

Ἀπό τά "᾿Αμφιλόχια" τοῦ ἁγίου Φωτίου, Πατριάρχου Κων/πόλεως τοῦ Μεγάλου (P.G. 101, στ. 445-452)

μετάφραση ὑπό πρεσβυτέρας Παναγιώτας Τρικαλιώτη


᾿Ερώτησις οβ. (72)

῞Οταν ὁ θεσπέσιος Παῦλος λέει· "ὁ ᾿Αδάμ δέν ἐξαπατήθηκε, ἐνῷ ἡ γυναῖκα ἀφοῦ ἐξαπατήθηκε παρέβη τήν ἐντολή, θά σωθεῖ διά τῆς τεκνογονίας" κ.τ.λ. πῶς πρέπει νά ἐννοήσουμε τό,  "ἡ γυναῖκα θά σωθεῖ διά τῆς τεκνογονίας".

Ὁ ᾿Αδάμ δέν ἐξαπατήθηκε

(Α) Τή διδασκαλία του περί τοῦ ὅτι ἡ γυναῖκα ὀφείλει νά ὑποτάσσεται στόν ἄνδρα καί νά μαθαίνει μᾶλλον παρά νά ἐπιχειρεῖ νά διδάσκει, ἐκεῖνος πού ἔγινε τά πάντα γιά ὅλους, δηλαδή ὁ Παῦλος, καί ἀπό ἄλλα πολλά ἀπέδειξε δίκαιη καί συμφέρουσα· καί γιατί, λέει, "πρίν ἀπό τή γυναῖκα πλάσθηκε ὁ ἄνδρας". Στή συνέχεια ἀναφέρει καί τή σπουδαιότερη αἰτία· "Καί ὁ ᾿Αδάμ δέν ἐξαπατήθηκε, παρά ἡ γυναῖκα" (Α᾿  Τιμ. β, 13-14),  ἀφοῦ ἄνοιξε διάπλατα τήν ψυχή της στό δέλεαρ καί περιπλέχθηκε στά δίκτυα τῆς ἀπάτης, διεβίβασε τήν πληγή καί βλάβη ἀπό αὐτήν της τήν πράξη καί στόν ἄνδρα· γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἀταίριαστο στή γυναῖκα νά διδάσκει· ἐπειδή, ὅταν ἔβαλε τόν ἑαυτό της στήν τάξη τοῦ διδασκάλου, ὁδήγησε ἔξω ἀπό τόν παράδεισο τόν ἀρχηγό τοῦ γένους μας.
Γι᾿ αὐτό ἔχει λεχθεῖ πώς ὁ ᾿Αδάμ δέν ἐξαπατήθηκε, γιατί ὄχι αὐτός ἀλλά ἡ Εὔα, μέ τό νά χρηματίσει ὄργανο τοῦ ἐχθροῦ μετά τή δαιμονική προσβολή, ἔγινε ὁδηγός στήν ἀπάτη· δεύτερον, γιατί αὐτός (ὁ ᾿Αδάμ) δέν συγκατατέθηκε στούς ἀπατηλούς καί κολακευτικούς λόγους τοῦ ὄφεως· καί οὔτε βέβαια μπόρεσε νά πιστέψει ὅτι ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης καί Προνοητής τούς φθονοῦσε καί γιά ὅσα καλά ἀπελάμβαναν καί γιά τή θέωση· ἀλλά αὐτήν τήν παράνομη συμβουλή ἐναντίον τοῦ Πλάστη ἡ Εὔα τήν ἅρπαξε καί μέ τήν ἀκοή ἀλλά καί μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς της, ἔφαγε ἀπό τό ἀπαγορευμένο δένδρο, καί προσκαλοῦσε καί τόν ἄνδρα νά δοκιμάσει.
᾿Εκεῖνος, τροφή πού ἡ γυναῖκα τοῦ ἐπιβεβαίωνε ὅτι διέφερε ὡς πρός τή γλυκύτητα καί τήν ἡδονή, ὅπως ἦταν φυσικό, δοκίμασε κι ἔπεσε στά δίκτυα τῆς παραβάσεως· πίστεψε μάλιστα, ὅτι ἡ βοηθός προέτρεπε σέ πρᾶγμα συμφέρον καί ὠφέλιμο· γι᾿  αὐτό θά μπορούσαμε, ὄχι ἄστοχα, νά ποῦμε ὅτι δέν ἐξαπατήθηκε ὁ ᾿Αδάμ.
Γιατί πολλοί ἄνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους, ὅταν κάνουν τήν ἴδια ἀποτρόπαιη πράξη, ὄχι ὅμως μέ τό ἴδιο κι ὅμοιο φρόνημα καί τή νοοτροπία. Αὐτός πού πρῶτα μελέτησε καί διέκρινε, ὕστερα ἀπέρριψε τό καλύτερο καί στράφηκε στό χειρότερο διαλέγοντας ἔτσι τό φαῦλο, κάνει τό παράπτωμά του ἀσυγχώρητο· ἐκεῖνος ὅμως, πού τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἔκανε, ἀλλά ἀπό συμμετοχή καί μόνο ὀλίσθησε, μπορεῖ ἀπό πολλές  πλευρές νά προσελκύσει τό ἔλεος καί τήν ἄφεση· ἔτσι συνέβη κι ἐδῶ. ῾Η μέν Εὔα, ἀφοῦ μελέτησε ὅλα αὐτά καί ἀκόνισε τούς λογισμούς της στή διαβολή κατά τοῦ Θεοῦ, προχώρησε ἀμέσως στήν ἀθέτηση τῆς ἐντολῆς· ἐνῶ ὁ ᾿Αδάμ δέν ἀτίμασε καθόλου προηγουμένως τό νόμο πού τοῦ δόθηκε, παρά μόνο παρασύρθηκε ὕπουλα στήν παράβαση· γι᾿ αὐτό θά μποροῦσε νά εἰπωθεῖ ὅτι ὁ ᾿Αδάμ δέν ἐξαπατήθηκε.
Καί θά μποροῦσε νά ὑποστηριχθεῖ αὐτό πολύ περισσότερο καί γιατί αὐτός ὑπάκουσε σέ γλῶσσα ὁμόφυλη καί οἰκεία, καί πού σέ πολλές περιστάσεις δέν εἶχε ἀποδειχθεῖ σφαλερή· ἐνῷ αὐτή (ἡ Εὔα) αἰχμαλωτίσθηκε σέ φωνή ἀλλόφυλη καί μάλιστα ἀσυνήθιστη νά ὁμιλεῖ, κι ἔτσι παγιδεύτηκε στή μοχθηρία.
Λοιπόν καί γι᾿ αὐτήν τήν αἰτία ἐπιπλέον ἰσχυριζόμαστε ὅτιδέν ἐξαπατήθηκε ὁ ᾿Αδάμ· ἐνῷ ἡ γυναῖκα ἐξαπατήθηκε καί ἔπεσε στήν παράβαση· καί οἱ δυό ὑπῆρξαν παραβάτες· ἀλλ᾿  ὅμως προηγήθηκε ἡ παράβαση τῆς γυναίκας. Καί ἀποδείχθηκε μάλιστα αὐτή ἔνοχη διπλῆς παραβάσεως, καί τῆς δικῆς της καί ἐκείνης στήν ὁποία ὤθησε ἐπίμονα τόν ἄνδρα της.
Τί, λοιπόν, θά μποροῦσε νά μοῦ πεῖ κάποιος ὑπερασπιζόμενος τή γυναικεία φύση, ἡ ἀπάτη καί παράβαση τῆς Εὔας ἀκύρωσε τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναῖκα μετέχουν ἰσότιμα στή μιά φύση; Κι ἐφ᾿  ὅσον αὐτό εἶναι ἀναντίρρητο, πῶς κατακριθήκαμε νά εἴμαστε δεύτερες καί νά βρισκόμαστε πάντοτε σέ θέση μαθητῶν, ἐνῷ ἔχουμε στερηθεῖ ἐντελῶς τό δικαίωμα τῆς διδασκαλίας;
Σ᾿ αὐτόν ὁ ἀκόλουθος λόγος θά ἀπαντοῦσε: ὅπως ἀκριβῶς ἀπό τή στιγμή πού ὁ ᾿Αδάμ καταδικάστηκε στή θνητότητα, σέ ὅλους τούς ἀπογόνους του κληροδοτήθηκε ὁ θάνατος, ἔτσι καί κατά τόν ἴδιο τρόπο: ἀπό τότε πού ἡ γυναῖκα ὄχι μόνο ἐξαπατήθηκε, ἀλλά καί ἔπεσε στήν παράβαση καί στήν ἀκόμη βαρύτερη ἐνοχή σέ σχέση μέ αὐτές τίς δύο, ὥστε νά παρασύρει στήν ἁμαρτία καί τόν ἄνδρα της, τό ἀνθρώπινο γένος πού ἀκολούθησε δέν εἶναι τελείως ἐλεύθερο ἀπό τήν κατηγορία, καί οὔτε φαίνεται νά ὁδηγεῖται ἀπό μεταβολή πρός μία καλύτερη διάθεση.
Τό ὅτι δέν ἐξαπατήθηκε ὁ ᾿Αδάμ νομίζω, λοιπόν, ὅτι διευκρινίστηκε ἐπαρκέστατα μέ ὅλα αὐτά πού εἰπώθηκαν. Μερικοί ὅμως, ἀλλάζοντας τό νόημα τῆς φράσης πρός τό ἀντίθετο, ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ᾿Αδάμ δέν ἐξαπατήθηκε, ὄχι γιατί ἁμάρτησε λιγότερο ἀπό τή γυναῖκα, ἀλλά περισσότερο κι ὅτι μ᾿ αὐτήν τήν ἔννοια συνέταξε τή φράση καί ὁ ᾿Απόστολος· γιατί μέν αὐτή ὁδηγήθηκε στήν ἀθέτηση τῆς ἐντολῆς ἀφοῦ δελεάσθηκε ἀπό λόγους ἀπατηλούς καί εὐχάριστους, ἐνῷ ἐκεῖνος ἀσπάσθηκε τήν  παράβαση μέ ὅλο του τό φρόνημα καί τή θέληση (βούληση)· καί οὔτε φαίνεται νά τόν ἐξαπατᾶ ἡ γυναῖκα μέ κάποιον λόγο, ὅπως ἀκριβῶς  αὐτή ἐξαπατήθηκε· αὐτή μάλιστα σηκώθηκε νά φέρει ἀντίρρηση στόν ὄφι καί ὀλίσθησε πρός τήν ἀπάτη, ἐπειδή τήν συνεπῆρε τό μέγεθος τῆς ὑποσχέσεως. Σχετικά, ὅμως, μέ τόν ᾿Αδάμ τίποτε ἀπό αὐτά δέν συνέβη· γιατί οὔτε ἔφερε ἀντίρρηση στή γυναῖκα, οὔτε τό μέγεθος τῆς ὑποσχέσεως τόν παρέσυρε· ἀλλά μέ μεγαλύτερη προθυμία ἀπ᾿  ὅσο ἐκείνη τοῦ μετέδωσε τόν καρπό, αὐτός τόν γεύθηκε· γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς θά μποροῦσε εὔλογα νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἔπεσε στήν παράβαση ὄχι ἀπό ἐξαπάτηση, ἀλλά ἀπό σφοδρή ἐπιθυμία τοῦ καρποῦ· ἀλλ᾿  αὐτός ὁ λόγος, ἄν σέ ἄλλα θέματα μπορεῖ νά ἔχει ἰσχύ, ἄς ἔχει· ἐδῶ, ὅμως, δέν χωρεῖ· γιατί ὁ κήρυκας τῆς ἀληθείας τοποθετεῖ τόν ἄνδρα ὑπεράνω τῆς γυναικός καί τοῦ ἀποδίδει τήν πρώτη τιμή, ἐνῷ συγχρόνως διδάσκει τή γυναῖκα νά ὑποτάσσεται, γιατί ὁ ᾿Αδάμ δέν ἐξαπατήθηκε. Καί γι᾿ αὐτήν τήν αἰτία, ὅπως ἀκριβῶς καί μέ τίς ἄλλες σκέψεις, κατέδειξε (ὁ Παῦλος)  τήν παραίνεσή του ἀκαταμάχητα ἰσχυρή· ἀλλά  νομίζω πώς μέ αὐτά πού εἴπαμε, διευκρινίστηκε τό πῶς ὁ ᾿Αδάμ  δέν ἐξαπατήθηκε.

῾Η γυναῖκα θά σωθεῖ διά τῆς τεκνογονίας

(Β) Καί λέει, "῾Η γυναῖκα θά σωθεῖ διά τής τεκνογονίας", δηλαδή ἡ γυναικεία φύση· καί βέβαια γι᾿ αὐτό τό ρητό τοῦ ᾿Αποστόλου στή θέση τῆς Εὔας ἔβαλε τή γυναῖκα.
Λένε μερικοί ὅτι ὁ ᾿Απόστολος λέγοντας τεκνογονία ἐννοεῖ τήν ἐπιμελῆ φροντίδα καί πρόνοια γιά τά τέκνα, μέσῳ τῆς ὁποίας καί οἱ σύζυγοι ἀλληλοστηριζόμενοι μέ τήν ἀμοιβαία πίστη καί ἀγάπη, θά ἐπιτύχουν ἀπό κοινοῦ τόν ἁγιασμό καί τή σωφροσύνη. Καί οἱ μητέρες πού παιδαγωγοῦν τά παιδιά πρός τίς ἀρετές, ἐξυπακούεται ὅτι καί οἱ ἴδιες μελετοῦν καί ἐξασκοῦν ἐπιμελῶς ὅσα διδάσκουν, καί μέ ὅλα αὐτά διαλύουν τήν κατηγορία τῆς παραβάσεως. Γιατί αὐτό εἶπε ὁ διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης· "θά σωθεῖ διά τῆς τεκνογονίας", ἐπειδή ἡ παιδαγωγία τῶν τέκνων καί ἡ θεάρεστη πρόνοια καί φροντίδα γι᾿  αὐτά ἀποτελοῦν σημαντικό δίκαιο λόγο, ὥστε νά ἀνακληθεῖ ἡ σφαλερή διδασκαλία τῆς Εὔας πρός τόν ᾿Αδάμ. Δίδαξα λαθεμένα τόν ἄνδρα; ᾿Αλλά παιδαγωγῶ καί ἀνατρέφω τά τέκνα ὀρθά. Καταδικάζει (ὁ Παῦλος) ἐκεῖνο; (=τό προγονικό λάθος;) Αὐτό πῶς δέν θά προσείλκυε ἀναντίρρητα τή συγγνώμη τοῦ δικαίου καί φιλανθρώπου κριτῆ καί τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν τιμωρία μέ γειτονικό πρός τό πταῖσμα κατόρθωμα;
Γι᾿ αὐτό ἡ γυναικεία φύση γαντζωμένη γερά  ἀπό αὐτή τή βεβαία ἐλπίδα πού προσφέρει ἡ τεκνογονία καί προσπαθώντας μέ ὅλες της τίς δυνάμεις γιά νά ἐπιτύχει, διαλύει καί ἀνενοχοποιεῖται ἀπό τήν κατηγορία καί τιμωρία πού προῆλθαν ἀπό τήν ἀπάτη· ὅτι βέβαια, ὁ ᾿Απόστολος συνηθίζει νά ὀνομάζει τεκνογονία καί μάλιστα τεκνοτροφία τήν σωτήριο ἐπιμέλεια γύρω ἀπό τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν, φαίνεται καί ἀπό ἐδῶ. Θέλοντας, δηλαδή, νά ἀνεβάσει στήν τάξη τῶν χηρῶν καί στήν τιμή καί πρόνοια αὐτῶν ἐκεῖνες πού ὑστερήθηκαν τόν σύζυγο, λέει·  "χήρα ἄς θεωρηθεῖ γυναῖκα ὄχι λιγότερο τῶν ἑξῆντα ἐτῶν"· ἔπειτα ἀναφέρει καί τίς πνευματικές προϋποθέσεις πού ἀπαιτοῦνται γι᾿  αὐτήν τήν θέση· "ἐάν ἐτεκνοτρόφησε, ἐάν ἔνιψε πόδας ἁγίων, ἐάν στάθηκε βοηθός σέ θλιβομένους".( Α Τιμ. 5, 9-10)· καί πρόσεχε πῶς συνέζευξε καί συναρίθμησε τήν σπουδή γιά τήν κατά Χριστόν ἀγωγή τῶν παιδιῶν μέ τή διακονία καί φιλοξενία τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καί μαζί μέ τό λαμπρό κατόρθωμα τῆς ἐλεημοσύνης· ἀλλά αὐτοί ἔτσι ἐκλαμβάνουν τήν τεκνοτροφία  καί τεκνογονία.
Δέν θά ἦταν ἀπρεπές, ἴσως, νά ἐννοήσουμε τεκνογονία ἐκείνην κατά τήν ὁποίαν ἡ ἀγαθή-εὐσεβής ἐπιθυμία γιά τά σπουδαῖα ἔργα καί κατορθώματα, ἀφοῦ συλλάβει πνευματικά (τήν ὀρθή πίστη) τόν λόγο τῆς ἀληθείας, γεννᾷ μέ καθαρές καί ἀμόλυντες πνευματικές ὠδῖνες καί πληθαίνει τό ἀληθινά εὐγενέστατο ἀποκύημα: μέσῳ αὐτῆς τῆς τεκνογονίας ἐπανορθώνεται ὅλο τό προγενέστερο ἐλάττωμα.
Πράγματι, αὐτές πού περνοῦν τέτοιες πνευματικές ὠδῖνες γιά νά γεννήσουν, ἀπέκτησαν πολλούς υἱούς καί θυγατέρες· σύμφωνα μέ αὐτή τήν υἱοθεσία βλέπουμε καί τήν στεῖρα νά τίκτει ἑπτά καί νά ξεπερνᾶ σέ δόξα καί τήν πολύτεκνη· αὐτές μεταφέροντας στόν ἑαυτό τους τό "πληθύνεσθαι καί αὐξάνεσθαι" κατά τρόπο θεοπρεπέστερο, καταδεικνύουν τόν ἄφθονο πλοῦτο τῆς Δεσποτικῆς εὐλογίας μέσα στίς ψυχές τους· αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ τεκνογονία δέν  περιορίζει τήν διάλυση τῆς ἀπάτης μόνο στίς γυναῖκες ἐκεῖνες πού τεκνοποιοῦν μετά ἀπό ἐρωτική ἀναστροφή, ἀλλά διαβιβάζει τή διόρθωση τοῦ σφάλματος καί στίς ἄλλες γυναῖκες καί μάλιστα στίς παρθένους· γιατί σώζονται ὅλες ὅσες ἐπιβαρύνονταν ἀπό τό προγονικό ἐλάττωμα διά μέσου αὐτῆς τῆς τεκνογονίας, καθώς ξεφορτώνονται τό αἴσχος τῆς ἀπάτης καί ἀφόρητο βάρος της μέ λαμπρούς δικαίους, καθώς πληθαίνουν μέ τό δικό τους τοκετό τά τέκνα τῆς ᾿Εκκλησίας· καί λάμπρυνόμενες μέ τήν πίστη, τήν ἀγάπη καί τόν ἁγιασμό -πού ἐπιτυγχάνεται διά τῆς σωφροσύνης- συντείνουν ὥστε νά δοξάζεται ὁ οὐράνιος Πατέρας ἀπ᾿  ὅσους προσβλέπουν σ᾿  αὐτές καί ἐξετάζουν προσεκτικά τό πνευματικό κάλλος τῶν ἔργων τους· καί μοῦ φαίνεται ὅτι αὐτοί ἐκλαμβάνουν ὄχι ἀνάξια τό γράμμα τοῦ ᾿Αποστόλου  κατά τρόπο θεωρητικώτερο.
῎Αλλοι δέ ἐννοοῦν τεκνογονία κατά τρόπο ἱερώτερο καί θεοπρεπέστερο τή γέννηση τοῦ Σωτῆρα μας ἀπό τήν Παρθένο· δι᾿ αὐτῆς τῆς τεκνογονίας δέν δοξάστηκε μόνο ἡ φύση τῶν γυναικῶν καί ἀπαλλάχθηκε ἀπό τήν ὕβρη καί κατάκριση πού προερχόταν ἀπό τήν ἀπάτη, ζώντας μέ πίστη καί ἀγάπη καί ἁγιασμό (τόν) καρπό τῆς σωφροσύνης· ἀλλά καί ὁλόκληρο τό γένος διά τῶν ἑκουσίων παθημάτων τοῦ Υἱοῦ της ἀνεκλήθη ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀξιώθηκε νά ζεῖ καί νά ἀπολαμβάνει πολύ ἀνώτερα ἀπ᾿ ὅτι προπτωτικά.
Καί μήπως θέλεις νά μάθεις τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ γυναῖκα διέφυγε τήν τιμωρία τῆς ἀπάτης δι᾿ αὐτῆς τῆς τεκνογονίας, καί ἔλαβε τό δῶρο τῆς ἀφέσεως; ᾿Εκεῖνες πού προηγουμένως νικήθηκαν άπό τή ραθυμία καί ἄνοιξαν τά ὦτα τῆς ψυχῆς τους στούς ψιθυρισμούς τοῦ ὄφεως, ὅταν αὐτή ἡ ἱερή καί παράδοξη στ᾿  ἀλήθεια τεκνογονία φανερώθηκε σ᾿ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, ἀντιστρατεύθηκαν στίς γλῶσσες τῶν τυράννων πού ρητόρευαν τήν ἀσέβεια· κι ἀφοῦ δοκίμασαν ποινές φρικωδέστατες, ὄχι μόνο στήν ὄψη καί στήν πεῖρα, ἀλλά καί στά λόγια ἀκόμη, σέ πολλές περιπτώσεις ἔφεραν εἰς πέρας ἀθλήματα καί πνευματικούς ἀγῶνες καθόλου μικρότερους ἀπ᾿ ὅτι ἄνδρες· καί ἀναδείχθηκαν διδάσκαλοι τῆς εὐσεβείας ὄχι μόνο σέ γυναῖκες ἀλλά καί σέ ἄνδρες, καί τίς πικρές τιμωρίες γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τούς θανάτους καί τίς σφαγές  ὑπέμειναν μέ γενναία ψυχή, ἄφοβη καί γεμάτη ἀπό ἔνθεη εὐφροσύνη.

Πηγή: http://www.orthros.org

Τό ἐμπόδιο γιά τό ἐξομολογητήρι-Γέροντος ᾿Εφραίμ Φιλοθεῒτη



Το εμπόδιο για να φθάσουμε στο εξομολογητήρι είναι η υπερηφάνεια και ο εγωισμός. Πώς θα πω τα αμαρτήματά μου; Πιάνει τον άνθρωπο μια ντροπή∙ αλλά την ντροπή πρέπει να την έχουμε ,όταν πρόκειται να αμαρτήσουμε. Τότε θα μας φυλάξη, για να μη κάνουμε αμαρτίες. Όταν όμως πρόκειται να φθάσουμε στην μεγάλη αυτή σωτηρία, πρέπει να τρέξουμε αμέσως.
Όταν αντιληφθούμε ότι έχουμε την κακή αρρώστια του καρκίνου και μάθουμε ότι κάποιος γιατρός είναι στον Βόρειο Πόλο, αμέσως θα δώσουμε τα πάντα, θα εξοικονομήσουμε τα χρειώδη και θα σηκωθούμε να πάμε, να θεραπευθούμε από τη νόσο αυτή του σώματος. Δεν φειδόμεθα μήτε κόπους, μήτε μόχθους, μήτε οικονομικά, μήτε τίποτε. Τα αφήνουμε όλα και τρέχουμε. Ταπεινώνεται η ψυχή μας, προκειμένου να γίνουμε καλά.
Όταν όμως έχουμε τον καρκίνο της αμαρτίας και μας απειλεί με θάνατον ψυχής, πόσο πρέπει να εγκαταλείψουμε τα πάντα, και δουλειά και μεροκάματο και απόστασι, και να τρέξουμε! Να φθάσουμε εκεί, να γονατίσουμε, να εναποθέσουμε την πληγή μας εκεί κάτω, να πάρουμε το φάρμακο, να γίνουμε καλά, κι έτσι να γλυτώσουμε από τον φοβερό θάνατο της ψυχής!


Read more: http://agiabarbarapatras.blogspot.com/2010/06/blog-post_8113.html#ixzz0rQl07HeJ

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Τό μυστήριο τοῦ πόνου- τοῦ μοναχοῦ Μωϋσῆ ῾Αγιορείτου



"Μακάριοι οι υπομένοντες αδιαμαρτύρητα, ελπιδοφόρα και νικηφόρα το μεγάλο μαρτύριο και μυστήριο του πόνου"

"Στο κρεβάτι του πόνου πηγάζουν οι ωραιότερες προσευχές"





Ένας άνθρωπος που υποφέρει είναι πάντοτε συμπαθής. Ο Ντοστογιέφσκι λέει πως το ζήτημα ενός ανθρώπου που πονά είναι ιερό. Είναι γεγονός πως ο πόνος δεν ωφελεί πάντα τον πονεμένο. Ένας παρατηρητής ενός πάσχοντος σπάνια συμμετέχει πολύ στο άλγος του.
Είναι ένας απλός θεατής, που μπορεί να συγκινείται και να λέει δυο λόγια συμπαθείας, αλλά δεν βιώνει το μαρτύριο του αλγούντος. Ο πόνος σαν θέαμα μπορεί να συγκινήσει κάποιον και να αισθανθεί την ιερότητά του. Έναν που υποφέρει είναι ανάγκη να τον συνδράμω κατά το δυνατόν. Να προσπαθήσω να εμβαθύνω στον μυστήριο του πόνου του.
Ο εκ δεξιών ληστής του σταυρού του Χριστού μετανόησε, βοηθήθηκε και σώθηκε. Ο εξ αριστερών ληστής τα ίδια έβλεπε και άκουγε, το ίδιο πονούσε, αλλά δεν θέλησε να συνετιστεί. Ο πόνος δεν του έγινε ιατρός. Στην ωραία ευαγγελική παραβολή του καλού Σαμαρείτη ο συμπαραστάτης του πληγωμένου ανθρώπου, που συναντά στον δρόμο του, ληστεμένου και ημιθανούς, δεν τον κουράζει με διάφορες και πολλές ερωτήσεις, από πού κρατά η σκούφια του, πόθεν έρχεται και πού υπάγει, τι κάνει, με τι ασχολείται, πώς αισθάνεται και τι επιθυμεί, αν είναι καλός, έντιμος, ηθικός, σοβαρός, αλλά πρόθυμα συντρέχει στο πάθημά του. Ο αληθινός πιστός δεν ζητά πιστοποιητικά για να συνδράμει, κατά το δυνατόν, έναν πάσχοντα. Ένας ελεήμονας, που πραγματικά λυπάται και συμπονά τον πονεμένο συνάνθρωπό του, δεν τον βλέπει αφ’ υψηλού, με οίκτο, με υπεροχή, ούτε ενδιαφέρεται για το μέλλον του. Έχει μάθει να ζει έτσι, δεν μπορεί να μην αγαπά και συμπονά. Την καλλιέργεια της καρδιάς του και τη λεπτότητα της ψυχής του την έχει δωρίσει η πλούσια χάρη του πανάγαθου Θεού.
Ένας ορθολογιστής δεν μπορεί επ’ ουδενί να συλλάβει στο νου του τον λόγο ότι στο πρόσωπο του κάθε φτωχού, ασθενούς, φυλακισμένου, κυνηγημένου, κατηγορούμενου και αδικημένου μπορείς να συναντήσεις τον ίδιο τον Χριστό. Ο Χριστός αγαπά να εμφανίζεται λιτά, άσημα, άδοξα, άφωτα, μακριά από πλατείες, κοσμοσυρροή, οχλοβοή, ταραχή και διαφήμιση. Δεν ξέρω πώς να το πω, αλλά, όπως έλεγε ένας σοφός, ο Χριστός αρέσκεται να θέτει εμπόδια στη συνάντηση μαζί του. Θέλει κατά κάποιον τρόπο να επιμείνεις ταπεινά. Προκαλεί και προσκαλεί σε μία συγκινητική περιπέτεια, σ’ ένα άθλημα και μια καλή αγωνία.
Η συμπάθεια και η συμπόνια χαρακτηρίζουν την ευγένεια της ψυχής ενός ανθρώπου και του χαρίζουν μυστική, άυλη χαρά, που λέει ο ποιητής, και οι άνθρωποι τη χαρακτηρίζουν ευτυχία. Το κάθε καλό, αν δεν γίνεται αθώα και ταπεινά, χάνει την αξία του. Η αγιότητα έχει τα στοιχεία της αλήθειας, της αγάπης, της θυσίας, της ανιδιοτέλειας. Η αγιότητα είναι σπάνια, όμως, ως μειοψηφία, υπάρχει συνήθως κρυμμένη. Οι άγιοι και ήρωες κάποτε ταυτίζονται. Η ψευτοαγιότητα είναι μια μεγάλη απάτη, ένα ανόσιο μασκαριλίκι, μια σκέτη υποκρισία. Ο Θεός να μας φυλάει από τους ψευτοαγίους, που τρέχουν στους πονεμένους, για να ανέβουν τάχα οι πνευματικές τους μετοχές.
Οι πονεμένοι που γογγύζουν, τρώγονται με τα ρούχα τους, είναι σκληροί και απαιτητικοί και απαιτούν οίκτο αστοχούν και χάνουν το κέρδος της ευκαιρίας να δουν βαθύτερα τον εαυτό τους και με μεγαλύτερη κατανόηση τους άλλους. Ο Θεός παραχωρεί και επιτρέπει τον πόνο στη ζωή των ανθρώπων παιδαγωγικά και όχι τιμωρητικά και εκδικητικά. Είναι συμπονετικός, ιατρός χηρών, ορφανών, ασθενών, φτωχών, αναπήρων. Ελεεί δίχως να ξεσυνερίζεται, να ζητά ανταλλάγματα, το μόνο που θέλει είναι πίστη. Είναι ιδιαίτερα ευγενικός ο Χριστός προς όλους. Ποτέ δεν έβρισε, δεν περιφρόνησε κανένα, δεν πείσμωσε, δεν κάκιωσε, δεν προσβλήθηκε, δεν φέρθηκε με μικροπρέπεια.
Η Ορθοδοξία είναι μια πολυκλινική με αρχίατρο τον Χριστό και θεραπευτές τους λειτουργούς του Ύψιστου. Επειδή δεν αγαπούμε την άσκηση, μας δίνει ο Χριστός τον ακούσιο πόνο, που αποτελεί μια παράξενη καταρχάς αλλά τελικά συγκλονιστική θεραπεία της πέτρινης καρδιάς μας, και μας χαρίζει υπέρτατη ειρήνη, που μας κάνει να αισθανόμαστε αληθινά, ελεύθερα, μακάρια παιδιά του Θεού. Μέσα από τον πόνο γεννιέται το δάκρυ της μετάνοιας και η θέρμη της ικεσίας. Στο κρεβάτι του πόνου πηγάζουν οι ωραιότερες προσευχές. Ο πόνος είναι τελικά γιατρικό. Οι πονεμένοι είναι πλούσια ευλογημένοι. Μακάριοι οι υπομένοντες αδιαμαρτύρητα, ελπιδοφόρα και νικηφόρα το μεγάλο μαρτύριο και μυστήριο του πόνου.
᾿Εφημ. Μακεδονία ( 20/06/2010)

Η ΣΑΡΞ - τοῦ ᾿Αντώνη Σαμαράκη (διήγημα)

 



Διάβαζε τον ψαλμό ΞΘ’, όταν άκουσε τη βροχή που είχε πιάσει.
-Βρέχει, σκέφτηκε. Περίεργο! Δε φαινόταν από νωρίς πως ήτανε για βροχή ο καιρός.
Διέκοψε απότομα τους συλλογισμούς του. Η βροχή ήταν ένα εξωτερικό γεγονός και δεν άξιζε να διακόψει τον ψαλμό γι’ αυτήν. Ξανάρχισε τον ψαλμό:
«μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωτήριόν σου, εγώ δε πτωχός ειμί και πένης, ο Θεός βοηθησόν μοι».
Έξω η βροχή δυνάμωνε ολοένα.
Είχε δύο βδομάδες περίπου που είχε εγκατασταθεί σ’ αυτήν τη συνοικία. Ήτανε η πρώτη του ενορία. Η αλήθεια είναι πως είχε ζητήσει ο ίδιος να τοποθετηθεί σε λαϊκή συνοικία. Είχε πει στους αρμοδίους:
- Θα ήθελα να αρχίσω το στάδιό μου ως εφημέριος σε μία λαϊκή συνοικία.
Οι δύο αυτές λέξεις «λαϊκή συνοικία» χτυπούσανε μέσα του με παράξενο ήχο. «Είμαι ένας ρομαντικός, φαίνεται», συλλογιζότανε καμιά φορά. Ήτανε νέος και δεν είχε ως τότε την ευκαιρία να γνωρίσει τη ζωή από πολλές πλευρές. Η οικογένειά του, μια μικροαστική οικογένεια. Ο πατέρας του, τραπεζικός υπάλληλος. Είχε πεθάνει πρόπερσι. Από αυτόν είχε κληρονομήσει τον φόβο του Θεού και την αφοσίωση στις εντολές Του. Γράφτηκε στη Θεολογική σχολή, τελειώνοντας το γυμνάσιο, και το όνειρό του ήτανε να γίνει ιερεύς. Να υπηρετήσει έτσι το Θεό. Να φέρει κοντά στον Ποιμένα όσα μπορούσε περισσότερα «απολωλότα πρόβατα».
Από τη διπλανή κάμαρα ακουγότανε η βαριά ανάσα της γυναίκας του. Η πόρτα ήτανε μισάνοιχτη.
Δύο βδομάδες μονάχα είχε σ’ αυτήν τη συνοικία, όμως είχε κιόλας την ευκαιρία να διαπιστώσει πως οι ενορίτες του, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήτανε μακριά από το δρόμο του Θεού. Ιδίως από την άποψη ηθών, η κατάσταση απελπιστική. Ωστόσο ο ίδιος δεν απελπιζότανε. Την περασμένη Κυριακή είχε μιλήσει στη μικρή Εκκλησία πάνω στο θέμα των ηθών. Πύρινος ο λόγος του. Έκανε μεγάλη εντύπωση. Και κατάστρωνε το σχέδιό του, που θα το έβαζε σ’ εφαρμογή το συντομότερο. Είχε έρθει κιόλας σ’ επαφή με μερικούς ευσεβείς ενορίτες, μέλη μιας χριστιανικής οργάνωσης, που ήτανε κι αυτοί σύμφωνοι πως η διαφθορά είχε προχωρήσει πολύ στη συνοικία τους.
- Οι εγκόσμιοι πειρασμοί κυριαρχούν εις την συνοικίαν μας, είπε, σε μια συγκέντρωση που κάνανε, ο μεγαλύτερος μπακάλης της γειτονιάς, που ήταν εξέχον μέλος της χριστιανικής οργάνωσης. (Στην Κατοχή, είχε πλουτίσει με τη μαύρη αγορά αλλά τούτο δεν είχε σημασία για τη χριστιανική οργάνωση. Έτερον εκάτερον…)
- Η σάρξ! Πετάχτηκε ένας άλλος, έμπορος ψιλικών. Προπαντός, η σάρξ!
Η φωνή του είχε τόνο υστερικό.
- Επιμένω επί της σαρκός! συνέχισε, και το καρύδι στο λαιμό του ανεβοκατέβαινε.
- Και εγώ επιμένω επί του αλκοολισμού! είπε κάποιος άλλος.
Ο καθένας είχε κάτι και σ’ αυτό επέμενε. Ο εφημέριος τους τούς ησύχασε, και καταλήξανε όλοι στο συμπέρασμα πως πρέπει να προχωρήσουν με σχέδιο μελετημένο καλά, για να κατατροπώσουν τη διαφθορά.
Διάβαζε τώρα τον ψαλμό Ος΄. Ρεύτηκε την ψαρόσουπα που είχε φάει πριν από λίγο. Η γυναίκα του την πετύχαινε πολύ.
Η βροχή συνεχιζόταν με την ίδια ένταση.
Ξαφνικά δυνατά χτυπήματα στην πόρτα.
- Ανοίχτε! μια φωνή που του φάνηκε παιδική.
Έριξε το παλτό του, γιατί ήτανε με τα νυχτικά του, άνοιξε. Μπήκε ένα αγόρι, ίσαμε δώδεκα χρονώ, μούσκεμα από τη βροχή.
- Τι συμβαίνει; το ρώτησε.
- Με έστειλε η μάνα μου, είναι ένας πεθαμένος, λέει, και να κάνεις γρήγορα να τον μεταλάβεις, λέει, γιατί όπου νάναι πεθαίνει.
Του έδωσε μια πετσέτα να σκουπιστεί.
- Δε βαριέσαι, έκανε το παιδί και την άφησε.
Ήθελε να ντυθεί. Στην κρεβατοκάμαρα κοιμόταν η γυναίκα του, φοβότανε μη την ξυπνήσει.
- Γύρισε το κεφάλι σου στον τοίχο, είπε του παιδιού για να περάσει το παντελόνι του.
Το είδε που κρυφοκοίταζε.
- Φοβερή εξαχρείωσις! συλλογίστηκε
Βγήκανε, τέλος, οι δυό τους. Θα πέρναγε από την Εκκλησία να πάρει το δισκοπότηρο. Είχε αφήσει ένα σημείωμα, δύο λόγια στη γυναίκα του, μην ξυπνήσει και δεν τον δει και τρομάξει.
Η βροχή έπεφτε πάντα δυνατή. Μπροστά πήγαινε το παιδί.
- Που μένει; το ρώτησε.
- Παρακάτω.
Το παιδί δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Βάδιζε μπροστά και η βροχή το χτυπούσε. Ακολουθούσε αυτός, βαστώντας το δισκοπότηρο σφιχτά στο στήθος του.
Βαδίζοντας, η σκέψη του δούλευε. Ήταν η πρώτη φορά που θα κοινωνούσε ετοιμοθάνατο. Ήτανε φυσικό νάναι συγκινημένος. Και μάλιστα, που τύχαινε η πρώτη αυτή φορά νάναι σε μια περιοχή οπού οι άνθρωποι είχανε ξεχάσει το Θεό και ζούσανε στην αμαρτία.
Προσευχήθηκε, περπατώντας, και ζήτησε από το Θεό να του δώσει δύναμη, κείνη τη νύχτα, να φέρει κοντά του ένα «απολωλός πρόβατον».
Το παιδί βούλιαξε σε μια λακκούβα γεμάτη νερό.
- Τα κέρατά σου, δήμαρχε! βλαστήμησε.
Συλλογίστηκε πως έπρεπε να του κάνει την παρατήρηση για τις βλαστήμιες που έλεγε κάθε τόσο. Θα του μιλούσε αργότερα.
- Εδώ ‘μαστε, είπε το παιδί.
Το δωμάτιο, 3 Χ 3 περίπου, ήτανε στο βάθος της αυλής. Κι ο άνθρωπος ήτανε μόνος εκεί, στο σιδερένιο κρεβάτι, το κεφάλι του και το ένα χέρι, το αριστερό, έξω από την κουβέρτα.
Από ένα άλλο δωμάτιο ακουγότανε γραμμόφωνο.
- Έχει γούστο να πέθανε κιόλας, είπε το παιδί.
Δεν προχώρησε όμως. Στάθηκε στην άκρη του κρεβατιού και κοίταζε.
Μια λάμπα πετρελαίου, πάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι, έριχνε λιγοστό φώς. Στο γυαλί της μια φουρκέτα.
Έκλεισε την ομπρέλα του. Άφησε το δισκοπότηρο στο τραπέζι κι έσκυψε πάνω στον άνθρωπο. Ήταν ακίνητος, με κλειστά μάτια. Ίσαμε εξήντα χρονώ. Όμως, δεν είχε πεθάνει. Ανάσαινε.
Η βροχή εξακολουθούσε, πιο δυνατή. Κείνη τη στιγμή, τον είδε και άνοιξε τα μάτια του. Ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει. Ο άνθρωπος ξανάκλεισε τα μάτια κι έπεσε στο λήθαργο του.
- Δεν πέθανε, είπε το παιδί από τη γωνιά.
- Όχι, είπε αυτός.
Γίνηκε σιωπή. Σε λίγο ρώτησε:
- Μόνος του είναι;
- Ναι.
- Είναι καιρός που αρρώστησε;
- Είναι.
- Τι έχει;
Το παιδί ήθελε να πει «πείνα», δεν είπε τίποτα. Του φάνηκε παράξενο που ο παπάς δεν είχε καταλάβει ακόμα τι έτρεχε κει μέσα, που δεν είχε καταλάβει τι αρρώστια είχε ο άνθρωπος. Δεν ήταν βέβαια παρών ο παπάς τις προάλλες που ήρθε ο γιατρός και είπε: «Δεν γίνεται τίποτα. Είναι πολύ εξαντλημένος. Είναι πολύ αργά.»
Κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο είχε μερικά έπιπλα, το σιδερένιο κρεβάτι, το τραπέζι, μια καρέκλα και ένα ντουλάπι.
Ήταν κι ένα ημερολόγιο στον τοίχο. Έδειχνε Πέμπτη, 10 Ιουλίου, ενώ ήτανε Νοέμβρης.
Ήτανε ακόμα ένα κάδρο που παρίστανε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Κι ένα δίπλωμα απονομής πολεμικού μεταλλίου, σε κάδρο, μαζί με το μετάλλιο.
Ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια του.
-Ήρθες; είπε.
Η φωνή του έβγαινε με πολύν κόπο από μέσα του.
- Ναι, είπε. Ήρθα.
- Γιατί φοράς μαύρα; ρώτησε ο άνθρωπος.
Κοίταξε το παιδί. Η ανάσα του ανθρώπου γινόταν ολοένα και πιο βαριά.
- Ήθελα να σου μιλήσω, είπε, κι έσκυψε πάνω στο κατακίτρινο πρόσωπο.
Να, τώρα θα του έλεγε για το Θεό, για την αιωνιότητα. Όμως ο άνθρωπος έκλεισε ξανά τα μάτια του.
Το γραμμόφωνο στο διπλανό δωμάτιο έπαιζε πάντα. Το παιδί στεκότανε σαν απολιθωμένο στο βάθος.
Ακούμπησε το χέρι στο μέτωπο του ανθρώπου. Ήτανε ιδρωμένο. Ένας ιδρώτας παγωμένος.
Πήρε το δισκοπότηρο από το τραπέζι. Έγνεψε του παιδιού, που ήρθε κοντά και τον ανασήκωσε λίγο. Άνοιξε τα μάτια του.
Έβαλε μετάληψη στη λαβίδα.
- Έλα, είπε.
Μισάνοιξε το στόμα του.
Πήγε να πει αυτός:
- Εις το όνομα του Πατρός…
Δεν πρόλαβε να μιλήσει.
- Δώσ’ μου! είπε ο άνθρωπος, προτού καταπιεί καλά καλά.
Τον κοίταξε.
- Δώσ’ μου!
Το στόμα του, μισάνοιχτο, περίμενε. Κι αυτός που ήταν έτοιμος να πει για την αιωνιότητα! Μια σύγχυση ήτανε μέσα του.
- Δώσ’ μου!
Κάτι ξέσπασε μες στο στήθος του, μια στοργή, μια τρυφερότητα, σαν πατέρας ένοιωθε που ταΐζει το παιδί του που πεινάει. Άρχισε να δίνει τη μία κουταλιά ύστερ’ από την άλλη.
Τα μάτια του ανθρώπου ήταν αλλιώτικα τώρα. Τα μάτια του παιδιού ήταν αλλιώτικα τώρα.
Η βροχή έπεφτε πάντα. Το γραμμόφωνο έπαιζε πάντα.
- Θεέ μου! είπε ο άνθρωπος.
Δεν είπε τίποτα αυτός.

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Ζητεῖται ΄Ελπίς- ᾿Αντώνη Σαμαράκη

Ζητεῖται ᾿Ελπίς! Τό ὄμορφος τίτλος καί πόσο ἐπίκαιρος! Προπάντων σήμερα Ζητεῖται ᾿Ελπίς. Σέ ἕναν κόσμο πού μυρίζει πτωμαῒνη. Σέ μιά κοινωνία πού σαπίζει ἀπό τήν ἔλλειψη ἰδανικῶν. Σέ μιά ἀνθρωπομάζα στήν ὁποία ψάχνεις ἐναγωνίως γιά κάποιον πού νά  διασώζει ἴχνη τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Σέ μιά οἰκονομία πού καταρρέει, γιατί χτίστηκε στά συντρίμια τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς καλοπέρασής μας. Σέ μιά κυβέρνηση πού τήν ἐνοχλεῖ γιατί τά καημένα τά γηρατειά ἔχουν ἀνεβασμένο τό προσδόκιμο ζωῆς. Ζητεῖται ᾿Ελπίς, ἀλλά ἀγνοεῖται σκανδαλωδῶς ὅτι ἡ ΕΛΠΙΔΑ γεννήθηκε ἐδῶ καί δυό χιλιάδες χρονιά καί δέν εἶναι ἀφηρημένη ἰδέα. Εἶναι ΠΡΟΣΩΠΟ. Εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας, πού μᾶς περιμένει νά πᾶμε κοντά του. Πού μᾶς θέλει ἐναγωνίως καί μᾶς ἀγαπᾶ "σφόδρα". Κι ἐμεῖς τί κάνουμε; ᾿Ανταποκρινόμαστε;  (᾿Οδυσσέας)



Ὅταν μπῆκε στὸ καφενεῖο, κεῖνο τὸ ἀπόγεμα, ἤτανε νωρὶς ἀκόμα. Κάθισε σ᾿ ἕνα τραπέζι, πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τζάμι ποὺ ἔβλεπε στὴ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.

Σὲ ἄλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιὰ ἢ συζητούσανε.

Ἦρθε ὁ καφές. Ἄναψε τσιγάρο, ἤπιε δυὸ γουλιές, κι ἄνοιξε τὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα.

Καινούριες μάχες εἶχαν ἀρχίσει στὴν Ἰνδοκίνα. «Αἱ ἀπώλειαι ἑκατέρωθεν ὑπῆρξαν βαρύταται», ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα.

Ἕνα ἀκόμα ἰαπωνικὸ ἁλιευτικὸ ποὺ γύρισε μὲ ραδιενέργεια.

«Ἡ σκιὰ τοῦ νέου παγκοσμίου πολέμου ἁπλοῦται εἰς τὸν κόσμον μας», ἦταν ὁ τίτλος μιᾶς ἄλλης εἴδησης.

Ὕστερα διάβασε ἄλλα πράγματα: τὸ ἔλλειμμα τοῦ προϋπολογισμοῦ, προαγωγὲς ἐκπαιδευτικῶν, μιὰ ἀπαγωγή, ἕνα βιασμό, τρεῖς αὐτοκτονίες. Οἱ δυό, γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Δυὸ νέοι, 30 καὶ 32 χρονῶ. Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ γκάζι, ὁ δεύτερος χτυπήθηκε μὲ πιστόλι.

Ἀλλοῦ εἶδε κριτικὴ γιὰ ἕνα ρεσιτὰλ πιάνου, ἔπειτα κάτι γιὰ τὴ μόδα, τέλος τὴν «Κοσμικὴ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθὲς παρὰ τῷ κυρίῳ καὶ τῇ κυρίᾳ Μ. Τ. Χάρμα εὐμορφίας καὶ κομψότητος ἡ κυρία Β. Χ. μὲ φόρεμα κομψότατο ἐμπριμὲ καὶ τὸκ πολὺ σίκ. Ἐλεγκάντικη ἐμφάνισις ἡ δεσποινὶς Ο. Ν.»

Ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὶς «Μικρὲς Ἀγγελίες»:

ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευὴ ἀρίστη, ἐκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτροῦ πλήρους, W.C.

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εἰς σοβαρὸν κύριον δωμάτιον εἰς β´ ὄροφον, εὐάερον, εὐήλιον...

ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρὸς ἀγοράν...

Σκέψεις γυρίζανε στὸ νοῦ του.

Ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ σκιὰ τοῦ τρίτου δὲν εἶχε πάψει νὰ βαραίνει πάνω στὸν κόσμο μας. Καὶ στὸ μεταξύ, τὸ αἷμα χυνότανε, στὴν Κορέα χτές, στὴν Ἰνδοκίνα σήμερα, αὔριο...

Πέρασε τὸ χέρι του στὰ μαλλιά του. Σκούπισε τὸν ἱδρώτα στὸ μέτωπό του· εἶχε ἱδρώσει, κι ὅμως δὲν ἔκανε ζέστη.

Ὁ πόλεμος, ἡ βόμβα ὑδρογόνου, οἱ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τὸ πανόραμα τῆς ζωῆς!

Δὲν εἶχε ἀλλάξει διόλου πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωή μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὅλα εἶναι, τὰ ἴδια σὰν καὶ πρίν. Κι ὅμως εἶχε ἐλπίσει κι αὐτός, ὅπως εἶχαν ἐλπίσει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσο αἷμα ποὺ χύθηκε, κάτι θ᾿ ἄλλαζε. Πὼς θἀρχόταν ἡ εἰρήνη, πὼς ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου δὲ θὰ ἴσκιωνε πιὰ τὴ γῆ μας, πὼς δὲ θὰ γίνονταν τώρα αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, πὼς...

Σουρούπωνε. Μερικὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει κιόλας στὰ μαγαζιὰ ἀντίκρυ. Στὸ καφενεῖο δὲν εἴχανε ἀνάψει ἀκόμα τὰ φῶτα. Τοῦ ἄρεσε ἔτσι τὸ ἡμίφως.

Σκέφτηκε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στὸν τομέα τῶν ἰδεῶν, σύγχυση στὸν κοινωνικὸ τομέα, σύγχυση...

Δὲν ἔφταιγε ἡ ἐφημερίδα ποὺ ἔκανε τώρα αὐτὲς τὶς σκέψεις. Τὰ σκεφτότανε ὅλα αὐτὰ τὸν τελευταῖο καιρό, πότε μὲ λιγότερη, πότε μὲ περισσότερη ἔνταση. Σκεφτότανε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς. Τὴν εἰρήνη, τὴ βαθιὰ τούτη λαχτάρα, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Σκεφτότανε τὴ φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα. Σκεφτότανε τὸ φόβο ποὺ ἔχει μπεῖ στὶς καρδιές.

Στὸν καθρέφτη, δίπλα του, εἶδε τὸ πρόσωπό του. Ἕνα πολὺ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δὲ μαρτυροῦσε τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχε μέσα του.

Εἶχε πολεμήσει κι αὐτὸς στὸν τελευταῖο πόλεμο. Καὶ εἶχε ἐλπίσει. Μὰ τώρα ἤτανε πιὰ χωρὶς ἐλπίδα. Ναί, δὲ φοβότανε νὰ τὸ ὁμολογήσει στὸν ἑαυτό του πῶς ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα.

Μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαψεύσεις ἐλπίδων ἦταν ἡ ζωή του. Εἶχε ἐλπίσει τότε,...

Εἶχε ἐλπίσει ὕστερα...

Κάποτε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, εἶχε ἐλπίσει στὸν κομμουνισμό. Μὰ εἶχε διαψευσθεῖ κι ἐκεῖ. Τώρα δὲν εἶχε ἐλπίδα σὲ καμιὰ ἰδεολογία!

Ζήτησε ἕνα ποτήρι νερὸ ἀκόμα. Αὐτὴ ἡ διάψευση ἀπὸ τὶς λογῆς-λογῆς ἰδεολογίες ἤτανε βέβαια γενικὸ φαινόμενο. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ διάψευση, ἡ κούραση, ἡ ἀδιαφορία, ποὺ οἱ πιὸ πολλοί, ἡ μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστὰ στὶς διάφορες ἰδεολογίες.

Κοίταζε τὰ τρόλλεϋ ποὺ περνάγανε ὁλοένα στὴ λεωφόρο, τὸ πλῆθος... Μπροστά του, ἡ ἐφημερίδα ἀνοιχτή. Ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ πρωτύτερα: ἡ σκιὰ τοῦ καινούριου πολέμου, ἡ Ἰνδοκίνα, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»...

Τσιγάρα! ἕνας πλανόδιος μπῆκε.

Πῆρε ἕνα πακέτο.

Στὶς ἕξι σελίδες τῆς ἐφημερίδας: ἡ ζωή. Κι αὐτός, ἤτανε τώρα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα.

Θυμήθηκε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἤτανε παιδὶ ἀκόμα, εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ μιὰ θεία του, ξαδέρφη τῆς μητέρας του. Τὴν εἴχανε σπίτι τους. Ἦρθε ὁ γιατρὸς· βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης, εἶπε μὲ ἐπίσημο ὕφος:

Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!

Ἔτσι κι αὐτός, τώρα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ λέει:

- Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!

Τοῦ φάνηκε φοβερὸ ποὺ ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο τὸν κοιτάζανε κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ δρόμο σκέφτονταν καὶ ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αὐτὸς ἐκεῖ δὲν ἔχει ἐλπίδα!» Σὰ νὰ ἦταν ἔγκλημα αὐτό. Σὰ νὰ εἶχε ἕνα σημάδι πάνω του ποὺ τὸ μαρτυροῦσε. Σὰ νὰ ἤτανε γυμνὸς ἀνάμεσα σὲ ντυμένους.

Σκέφτηκε τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει, δίνοντας ἔτσι μιὰ διέξοδο στὴν ἀγωνία του. Ἄγγιζε θέματα τοῦ καιροῦ μας: τὸν πόλεμο, τὴν κοινωνικὴ δυστυχία... Ὡστόσο, δὲν τὸ ἀποφάσιζε νὰ τὰ ἐκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τὴν ἐτικέτα ποὺ θὰ τοῦ δίνανε σίγουρα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Ὄχι, ἔπρεπε νὰ τὰ βγάλει. Στὸ διάολο ἡ ἐτικέτα! Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐλπίσει ἄλλοτε, καὶ τώρα δὲν ἔχει ἐλπίδα, καὶ ποὺ νιώθει χρέος του νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Βέβαια, ἄλλοι θἄχουν ἐλπίδα, σκέφτηκε. Δὲν μπορεῖ παρὰ νἄάχουν.

Ξανάριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἐφημερίδα: ἡ Ἰνδοκίνα, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις», τὸ ρεσιτὰλ πιάνου, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, οἱ «Μικρὲς Ἀγγελίες»...

ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζὶπ ἐν καλῇ καταστάσει...

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικὸς...

Ἔβγαλε τὴν ἀτζέντα του, ἔκοψε ἕνα φύλλο κι ἔγραψε μὲ τὸ μολύβι του:

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ἐλπίς

Ὕστερα πρόσθεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ διεύθυνσή του. Φώναξε τὸ γκαρσόνι. Ἤθελε νὰ πληρώσει, νὰ πάει κατευθείαν στὴν ἐφημερίδα, νὰ δώσει τὴν ἀγγελία του, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιμείνει νὰ μπεῖ ὁπωσδήποτε στὸ αὐριανὸ φύλλο.


Πηγή: http://users.uoa.gr/