"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

ΣΑΣ ΣΤΕΛΝΩ ΣΥΝΤΟΜΟ ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΟ ΑΠΟΜΑΚΡΥΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΟΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΠΕΣ.
 ΤΕΛΙΚΑ Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΞΙΖΕΙ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΟΣΟ ΕΜΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΑΠΑΜΕ.
ΑΛΛΑ Η ΕΛΛΑΔΑ, ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΠΑΩ ΜΕ ΠΛΗΓΩΝΕΙ.
ΤΩΡΑ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΠΛΗΓΕΣ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ.
ΣΑΣ ΑΦΗΝΩ...ΠΑΩ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΩ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ!
ΘΕΡΜΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΡΙΒΡΕΜΕΤΗ ΤΟΥ KLISION ΓΙΑ ΤΙΣ ΩΡΑΙΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΟΥ.
ΣΤΟ ΕΠΑΝΙΔΕΙΝ
ΦΙΛΙΚΑ
ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΤΟΥ KLISION

Nέο κῦμα διαλόγου γιά τήν λειτουργική γλώσσα. Καταιγιστική ἀπάντηση τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη στόν π. Βασ. θερμό

Σχόλιον τοῦ Ἐριβρεμέτη τοῦ klision: Μέ κεραυνοβόλες παρατηρήσεις καί ὁλοκάθαρη διατύπωση ὁ π. Θωμᾶς Βαμβίνης θρυμματίζει τίς αἰτιάσεις τοῦ π. Β. Θερμοῦ. Στό νέο γύρο «δημοσίου ἠλεκτρονικοῦ διαλόγου» γιά τό θέμα τῆς δῆθεν ἀνάγκης μεταφράσεως τῆς γλώσσας τῆς Λατρείας πέφτουν πιά οἱ ἐπιφυλάξεις καί ἀποκαλύπτεται ἐπί τέλους τό ἀπόστημα, ὅπως ὀρθότατα ἐπισημαίνει ὁ π. Θ. Βαμβίνης : «τό αἴτημα τῆς μετάφρασης τῶν λειτουργικῶν κειμένων εἶναι πρόσχημα, εἶναι ἡ ὕπαρξη πολλῶν θεμάτων πού συμπαρασύρονται ἀπό τό αἴτημα αὐτό, κάποια ἀπό τά ὁποῖα τίθενται ὡς ἡ θεολογική ὑποδομή του», Ἐν συνεχείᾳ θά διερωτηθεῖ παρακάτω ἀληθέστατα: «Μήπως τελικά δέν μιλᾶμε γιά τήν ἴδια ἐκκλησιαστική παράδοση» καί θά καταλήξει μέ τήν πικρή, πικροτάτη διαπίστωση: «πυρήνας τοῦ προβλήματος εἶναι ἡ προσπάθεια μεταφορᾶς καί καθιερώσεως μέσα στό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μιας ξένης παραδόσεως». 

Διευκρινίσεις σέ μιά προσωπική κριτική
Ὁ π. Θωμᾶς Βαμβίνης ἀπαντᾶ 

σέ ἄρθρο τοῦ π.Βασιλείου Θερμοῦ 


Ἐπειδή πιστεύω ὅτι εἶναι ἐπωφελές θεολογικά καί ποιμαντικά –δηλαδή ἐκκλησιαστικά– «νά τελειώνουν πιά οἱ παρανοήσεις», καταθέτω, με όσα ἀκολουθοῦν, την συμβολή μου στον «γόνιμο διάλογο» για την γλώσσα της λατρείας, διατυπώνοντας κάποιες παρατηρήσεις για την κριτική του π. Βασιλείου Θερμού σε ένα σύντομο σχόλιό μου, το οποίο είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου Εκκλησιαστική Παρέμβαση.

1. Γενικές παρατηρήσεις 

Στην κριτική του ο π. Βασίλειος θέτει πολλά σοβαρά θέματα, τα οποία εντάσσει στην επιχειρηματολογία του για την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων. Γι’ αυτό, με αφορμή τα θέματα αυτά, κατ’ αρχήν θα διατυπώσω κάποιες γενικές παρατηρήσεις, επισημαίνοντας πράγματα, κατά την γνώμη μου αυτονόητα και χιλιοειπωμένα, τα οποία όμως μόνιμα απειλούνται από την παμφάγο εκσυγχρονιστική λήθη μας, γι’ αυτό και είναι ανάγκη διαρκώς να λέγονται.

Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το αίτημα για την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων δεν εκφράζει, κατά την γνώμη μου, κάποια πραγματική ποιμαντική ανάγκη, αλλά λειτουργεί σαν ένα πρόσχημα, που θέλει να καλύψει την προώθηση άλλων θεμάτων. Το αίτημα για την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων χρησιμοποιείται από τους θιασώτες του ως πρόσχημα, διότι:

Πίσω από αυτό βλέπουμε ότι υπάρχουν, ως θεολογική υποδομή του, βαθιές διαφοροποιήσεις από την θεολογία και την ποιμαντική της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τις οποίες διαφοροποιήσεις ορισμένοι –το πιθανότερο με αγαθές προθέσεις– θέλουν να επιβάλλουν στο Σώμα της Εκκλησίας ως την αυθεντικότητά της. Έπειτα, ο καθένας που έχει μια στοιχειώδη σχέση με την ποιμαντική της Εκκλησίας γνωρίζει ότι το ποιμαντικό πρόβλημα της εν Ελλάδι Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι η γλώσσα της λατρείας της, αλλά η παραθεώρηση, αμφισβήτηση η η λήθη των προϋποθέσεων της ορθόδοξης λατρείας, που είναι η ευαγγελική καλλιέργεια του «κρυπτού της καρδίας ανθρώπου», η οποία συνδέεται με τον φωτισμό του «οφθαλμού της ψυχής» (του νου) και την αποκατάσταση της λογικής και του λόγου στην φυσική, χωρίς φυσίωση, λειτουργία τους. Αυτή η ευαγγελική καλλιέργεια–άσκηση καθιστά τον βαπτισμένο και χρισμένο Χριστιανό ικανό να λειτουργηθεί. (Η ορολογία, βέβαια, που χρησιμοποιήθηκε προηγουμένως, είναι γνωστό ότι δεν ελκύει την συμπάθεια ορισμένων εκσυγχρονιστών της ποιμαντικής και της θεολογίας μας).

Ακόμη, όλοι όσοι έχουν, έστω και στοιχειώδη, γνώση της εκπαιδεύσεως που προσφέρεται στα ελληνικά σχολεία, γνωρίζουν ότι οι Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που δέχθηκαν την εννεάχρονη τουλάχιστον υποχρεωτική εκπαίδευση, δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερο πρόβλημα με την γλώσσα της λατρείας. Δεν μιλάμε, φυσικά, για εκείνους που απλώς πέρασαν από την υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά για αυτούς που την δέχθηκαν. Γνωρίζουν τις λέξεις, γνωρίζουν την χρήση της δοτικής πτώσης, το ρήμα εἰμί, τις μετοχές και τα απαρέμφατα (αναφέρω τα λίγα στοιχεία που διαφοροποιούν την γλώσσα της θείας Λειτουργίας από την καθομιλουμένη). Δεν γνωρίζουν πιθανώς με επάρκεια τις σημασίες κάποιων λέξεων που αποτελούν θεολογικούς όρους, οι οποίες ούτως η άλλως θα διατηρηθούν όπως είναι και σε μια ενδεχόμενη μετάφραση. Γι’ αυτές τις λέξεις–όρους προφανώς δεν αρκεί μια φιλολογική ενημέρωση, χρειάζεται πρωτίστως κατήχηση, στην οποία, δυστυχώς, για ποικίλους λόγους υπάρχει έλλειμμα.

Κανείς δεν είναι τόσο κακός η αφελής ώστε να θέλει το πλήρωμα της Εκκλησίας να μην «καταλαβαίνει» την λογική λατρεία. Η διαφορά βρίσκεται στην ιδέα που έχουμε για την «κατανόηση» της λογικής λατρείας και στο τι σημασία δίνουμε στο ρήμα «μετέχω» της λατρείας.  Πάντως, από τα παραπάνω η σημαντικότερη απόδειξη, για το ότι το αίτημα της μετάφρασης των λειτουργικών κειμένων είναι πρόσχημα, είναι η ύπαρξη πολλών θεμάτων που συμπαρασύρονται από το αίτημα αυτό, κάποια από τα οποία τίθενται ως η θεολογική υποδομή του.

2. Ἡ θεολογία τῆς θείας Λειτουργίας

Στην κριτική του π. Βασιλείου, που αφορά το σχόλιό μου, για ορισμένα από τα θέματα που συμπαρασύρει το αίτημα της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων γίνεται λόγος καθαρά, ενώ για άλλα υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί. Στην συνέχεια θα αναφερθούν τρία από τα θέματα αυτά.

α) Τίθεται καθαρά από τον π. Β. Θερμό το τελετουργικό θέμα της εις επήκοον πάντων ανάγνωσης των ιερατικών ευχών, θέμα που προέρχεται από παρανόηση του υποβάθρου της τελετουργίας και συναρτάται με τις περί «βασιλείου ιερατεύματος» απόψεις –προτεσταντικής πνοής– ορισμένων συγχρόνων θεολόγων. Οι θεολόγοι αυτοί συγχέουν την λεγόμενη «πνευματική ιερωσύνη», που είναι βαθμός πνευματικής ωρίμανσης, με την «μυστηριακή ιερωσύνη», της οποίας οι φορείς είναι οι ιερουργοί των μυστηρίων. Παρακάτω θα σημειωθούν λίγα ακόμη για την εις επήκοον απαγγελία των ευχών.

β) Υπαινικτικά τίθεται το μεγάλο θέμα του χωρισμού της θεολογίας από την θεοπτική εμπειρία. Γράφει ο π. Βασίλειος: «Μήπως όσοι γράφουμε σύγχρονες ακολουθίες αγίων είμαστε θεούμενοι που επιλέγουμε ειδικές λέξεις για να εκφράσουμε την θεοπτική εμπειρία μας;». Με αυτήν την ερωτηματική πρόταση θέλει να δείξη ότι δεν είναι απαραίτητη η θεοπτική εμπειρία για την επιλογή των κατάλληλων θεολογικών όρων, οπότε και η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων μπορεί να γίνη –ακινδύνως– από αυτούς που γράφουν σύγχρονες ακολουθίες χωρίς να είναι θεούμενοι. Προφανώς αυτοί που γράφουν σύγχρονες ακολουθίες, χωρίς να είναι θεούμενοι, αν χρησιμοποιούν τους όρους των αγίων Πατέρων, δεν υπάρχει πρόβλημα. Και, επίσης, αν σε αυτά που γράφουν κυριαρχεί η αίσθηση της απόστασής τους από τον υμνούμενο άγιο, τότε το υμνολόγημά τους έχει και γνησιότητα. Γι’ αυτό θεωρώ ότι το παράδειγμα που επέλεξε ο π. Βασίλειος δεν τον βοηθά στην ισχυροποίηση της επιχειρηματολογίας του. Βοηθά όμως κάθε αναγνώστη του να καταλάβει τον υπαινιγμό για το θεολογικό θεμέλιο της προβληματικής του, που είναι η άποψη ότι η θεοπτική εμπειρία δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση της ορθόδοξης θεολογίας. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να σημειωθούν μερικά πράγματα ακόμη.

Τα περί θεοπτικής εμπειρίας —φωτισμού και θεώσεως— με όλες τις θεολογικές και ασκητικές προϋποθέσεις τους, αντιμετωπίζονται από τον π. Β. Θερμό με καχυποψία. Θεωρούνται «ολισθηρός δρόμος που εγκαινίασε ο αείμνηστος π. Ι. Ρωμανίδης». Κατά τον π. Βασίλειο αυτές οι διδασκαλίες έχουν «προτεσταντική χροιά» και «συνιστούν μια υποτίμηση της εκκλησιαστικής συλλογικότητος». Δεν τις έχει βρη, δηλαδή, πουθενά στους αγίους Πατέρες, στην καταγεγραμμένη παράδοση της Εκκλησίας. Δεν την έχει δη ούτε στους στίχους του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, που περιλαμβάνονται στην ακολουθία της θ. Μεταλήψεως, όπου, για τους μετανοούντας που μεταλαμβάνουν, λέει: «και καθαίρεις και λαμπρύνεις,/ και φωτός ποιείς μετόχους,/ κοινωνούς θεότητος σου». Αυτή η διδασκαλία είναι κοινός τόπος μέσα στην εμπειρική θεολογία μας, την οποία ο π. Ι. Ρωμανίδης με το ιδιαίτερο ερευνητικό χάρισμά του, αλλά και την καππαδοκική παράδοση που έλαβε από τους γονείς του, επαναδιατύπωσε στις μέρες μας.

Οι άγιοι Πατέρες, όπως τους γνωρίζουμε από τα κείμενά τους, δεν διαχωρίζουν την εκκλησιολογία από την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, δηλαδή από την ευαγγελική άσκηση, δεν χωρίζουν την μετοχή στο μυστήριο της Εκκλησίας από τον φωτισμό του οφθαλμού της ψυχής, ούτε τεχνητά αντιδιαστέλλουν την Πεντηκοστή από την Ενανθρώπηση η την Ανάσταση, όπως κάνει ο π. Β. Θερμός ερμηνεύοντας υπό το πρίσμα των ατομικών του αντιλήψεων τον π. Ι. Ρωμανίδη.

Η «κοινωνία» των μελών του Εκκλησιαστικού Σώματος —μεταξύ τους και με την Κεφαλή της Εκκλησίας, τον Χριστό— μέσα στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας δεν είναι απλώς μια «εκκλησιαστική συλλογικότητα», που «υποτιμάται», όπως νομίζει ο π. Β. Θερμός,  από την «προτεραιότητα των γνωστικών εμπειριών της ψυχής». Η ενεργοποίηση της κοινωνίας των πιστών μεταξύ τους και με τον Χριστό δεν είναι κοινωνιολογική σχέση χωρίς γνώση. Η «κοινωνία», όπως μας την διασώζουν τα κείμενα των αγίων Πατέρων, ταυτίζεται με την γνώση. Αυτή η αλήθεια διαποτίζει όλη την τελετή της θ. Λειτουργίας. Χαρακτηριστική για το θέμα αυτό είναι η ευχή του τρίτου αντιφώνου, στην οποία η κοινή προσευχή, που γίνεται με συμφωνία «εν τω ονόματι» του Χριστού, έχει ως πρώτο αίτημα την «ἐν τῷ παρόντι αἰῶνι» επίγνωση της «αληθείας» του Θεού.

Γίνεται σαφές από τις απόψεις αυτές του π. Β. Θερμού, αλλά και από τον ζήλο του για την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων, ότι κινείται με θεμέλιο την ακόλουθη άποψη, η οποία εύκολα συνάγεται μέσα από το κείμενό του• ότι, δηλαδή, μπορεί να μην είμαστε θεόπτες, αλλά μπορούμε, χάρη στο Βάπτισμα και το Χρίσμα, να επιφέρουμε αλλαγές στην Εκκλησία, βλέποντας τις απαιτήσεις του σύγχρονου εκκλησιαστικού πληρώματος, βγάζοντας έτσι την περιχαρακωμένη από τον επαρχιωτισμό Ορθόδοξη Εκκλησία στην Οικουμένη. Κατά τον π. Β. Θερμό: «οι περισσότεροι εκ των αντιτιθεμένων στη μετάφραση των λατρευτικών κειμένων (εξαιρείται ο π. Γ.Μ.) εκφράζουν επαρχιωτισμό και απομονωτισμό, ενώ οι προτείνοντες τη μετάφραση φαίνεται πολλές φορές να έχουν πληρέστερα συλλάβει την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας». (Απάντηση στον π. Γ. Μεταλληνό).

Σε τι, βέβαια, συνίσταται η «οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας» είναι ένα άλλο θέμα. Πάντως η «σύλληψή» της δεν τεκμηριώνεται απλώς και μόνον από τον διαχωρισμό της λειτουργικής ζωής από την άσκηση και τις «γνωστικές εμπειρίες της ψυχής», ούτε ακόμη από τις ανταλλαγές απόψεων με ετεροδόξους θεολόγους, ούτε, προπαντός, με την αποδοχή λειτουργιολογικών απόψεων, που διαμορφώθηκαν από την μελέτη προτεσταντικών κυρίως εγχειριδίων. (βλέπε, πρωτοπρ. Μιχαήλ Πομαζάνσκυ + 1987: Κριτική επί της Λειτουργικής θεολογίας του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, στην σελίδα www.alopsis.gr).

γ) Ιδιαίτερα εμφαντικός είναι λόγος του π. Β. Θερμού για την Θεία Ενανθρώπηση και τις εκκλησιολογικές συνέπειές της, με τρόπο όμως που δημιουργεί ερωτηματικά. Αναφερόμενος, για παράδειγμα, στον Άρτο της Ευχαριστίας, ο οποίος, όπως γράφει, «παρασκευάζεται με τα ίδια υλικά και κατά τον ίδιο τρόπο που παρασκευάζεται το ψωμί που θα θρέψει την οικογένεια», παρατηρεί: «Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά διότι πρόκειται για εφαρμογή της Θείας Ενανθρωπήσεως, η οποία αγιάζει ό,τι εγγίζει, δηλαδή προσδίδει στα ίδια πράγματα άλλο βάθος».

Εδώ επιχειρείται μια «συναφειακή» αλλαγή στην ορολογία, με την επινόηση «συνάφειας» με την πρακτική της σύγχρονης επιστήμης. Έτσι η μυστηριακή μεταβολή του Άρτου σε Σώμα Χριστού χαρακτηρίζεται «εφαρμογή της Θείας Ενανθρωπήσεως, η οποία αγιάζει ο,τι εγγίζει». Αλλά, όμως, πως «εγγίζει» η Θεία Ενανθρώπηση τα πράγματα; Πως «αγιάζει» αυτά που εγγίζει; Και σε τι συνίσταται ο αγιασμός; Μήπως αγιασμός είναι μόνον αυτό το ασαφές «άλλο βάθος» που προσδίδει στα πράγματα το «άγγιγμα» της Θείας Ενανθρωπήσεως; Και ο δοξασμός των Αγίων, η μεταμόρφωση ακόμη και του σώματός τους, όχι μόνον μετά τον θάνατο, αλλά και πριν από αυτόν, πως ερμηνεύεται με το «άγγιγμα» της Θείας Εναθρωπήσεως και τι σχέση έχει με αυτό το «άλλο βάθος» των πραγμάτων; Κι’ ακόμη, γιατί χρησιμοποιείται το ρήμα «εγγίζω» και όχι το ρήμα «προσλαμβάνω»; Μήπως επειδή τα περί εκκλησιολογικών συνεπειών της Θείας Ενανθρωπήσεως —όπως θεωρούνται από τον π. Β. Θερμό— ακουμπούν μόνο τον φλοιό της φαντασίας και του συναισθηματισμού και όχι το οντολογικό βάθος του ανθρώπου, αλλά και σύνολης της κτίσεως, η οποία «συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ. 8,22); 

Οι εκκλησιολογικές συνέπειες της Θείας Ενανθρωπήσεως νομίζω ότι περιγράφονται επαρκώς από τον γνωστό λόγο του Μ. Αθανασίου: «Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν». Δηλαδή, το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού έδωσε στους ανθρώπους την δυνατότητα της θέωσης. Πράγμα που σημαίνει ότι είμαστε έξω από τις εκκλησιολογικές συνέπειες της Θείας Ενανθρωπήσεως, όταν θεωρούμε «ολισθηρό δρόμο» τον ασκητικό λόγο για τις «γνωστικές εμπειρίες της ψυχής», δηλαδή την εμπειρική γνώση του Θεού (γιατί περί αυτής πρόκειται), η οποία είναι καρπός θεοπτίας, καρπός της θεώσεως του ανθρώπου.  Η μύηση στο μυστήριο της Εκκλησίας έχει αυτόν τον υψηλό στόχο. 

Είναι γνωστό, άλλωστε, σε κάθε Χριστιανό που θέλει να ζη με εδραιωμένες «τις βάσεις της διανοίας» του στην πίστη, ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού χάρη στην Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και ότι έγινε Σώμα Χριστού κατά την Πεντηκοστή, όταν το Άγιο Πνεύμα επεφοίτησε στους Αποστόλους και τους οδήγησε «εις πάσαν την αλήθειαν». Γι’ αυτό τα απλά «μέλη του Χριστού», που ζουν «εν τη Εκκλησία» αγιαζόμενα από την κοινή ενέργεια της Αγίας Τριάδος, δεν κατανοούν τις τεχνητές «υποτιμήσεις» η «υπερτιμήσεις» της Θείας Ενανθρωπήσεως η της Πεντηκοστής, για τις οποίες γράφει ο π. Βασίλειος. Γιατί αυτά βρίσκονται στον χώρο της διανοητικής φαντασίας και δεν έχουν σχέση με την απτή ψυχοσωματική πνευματική εμπειρία. Έχοντας υπ’ όψη αυτά τα γεγονότα της Εκκλησιαστικής ζωής και Ιστορίας, θεωρώ ότι είναι σωστή και ειλικρινής η διατύπωση από τον π. Βασίλειο του ερωτήματος: «Μήπως τελικά δεν εννοούμε το ίδιο μιλώντας για μύηση;». Τροποποιώ λίγο αυτό το ερώτημα κάνοντάς το πιο ρεαλιστικό: «Μήπως τελικά δέν μιλᾶμε γιά τήν ἴδια ἐκκλησιαστική παράδοση»;

3. Ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ στήν θεία Λειτουργία

Θα σχολιασθούν στην συνέχεια δύο σημεία της κριτικής του π. Β. Θερμού, που αφορούν απόψεις που διατύπωσα στο κρινόμενο από αυτόν σχόλιό μου. Ισχυρίζεται ο π. Β. Θερμός ότι παρανοώ τους υποστηρικτές της μετάφρασης των λειτουργικών κειμένων, όταν γράφω ότι «η τελετουργία των μυστηρίων της Εκκλησίας, ιδιαίτερα της Θ. Λειτουργίας, φαίνεται ότι θεωρείται», από αυτούς, «σαν ένα μέσο κατήχησης των αμυήτων». Και ερωτά από που συνάγω το συμπέρασμα αυτό. Φέρνοντας μάλιστα στο προσκήνιο το θέμα της απαγγελίας των ιερατικών ευχών εις επήκοον πάντων, γράφει: «Σε ο,τι με αφορά πάντως, ακριβώς το αντίθετο έχω διατυπώσει. Συγκεκριμένα, έχω στηρίξει σημαντικό μέρος της επιχειρηματολογίας μου υπέρ της απαγγελίας των ευχών της Λειτουργίας εις επήκοον πάνω στην υπενθύμιση ότι ο βαπτισμένος πιστός έχει μυηθή στο Μυστήριο του Χριστού και της Εκκλησίας, οπότε χρειάζεται να βιώσει τη Λειτουργία ως μυημένος και όχι ως παρακολουθών η φιλοξενούμενος. Συγχωρήστε με, αλλά μήπως είναι καιρός να τελειώνει πια αυτή η παρανόηση;»

Για «να τελειώνει πια αυτή η παρανόηση» οφείλω να επισημάνω τα εξής:

Πρώτον, η διατύπωσή μου «...φαίνεται ότι θεωρείται...» δείχνει καθαρά ότι η άποψη αυτή είναι ένα συμπέρασμα —όχι μόνο δικό μου— που εξάγεται από τις εκπεφρασμένες απόψεις των υποστηρικτών της μετάφρασης των λειτουργικών κειμένων, από την όλη επιχειρηματολογία τους. Κι αυτό γιατί η θεώρηση του τελετουργικού της λατρείας ως τρόπου κατήχησης διαποτίζει όλη αυτήν την επιχειρηματολογία –και μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι της δίνει υπόσταση– πράγμα που είναι εμφανές και στο τελευταίο κείμενο του π. Β. Θερμού. Αυτό φαίνεται, όπως θα δειχθεί παρακάτω, κυρίως όταν ο π. Βασίλειος συγχέει την γλώσσα της λατρείας με την γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Χριστός στις ομιλίες Του προς τον λαό, ο οποίος προσέτρεχε σ’ Αυτόν, όχι πάντα για να ακούσει τον λόγο Του, αλλά συχνά μόνον για την θεραπεία ασθενειών η διότι «έφαγον εκ των άρτων και εχορτάσθησαν».

Δεύτερον, η εις επήκοον πάντων απαγγελία των ιερατικών ευχών, είναι ένα άλλο θέμα, το οποίο όμως συνδέει ο π. Β. Θερμός με την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων. Κι αυτό γιατί η μεγαλύτερη δυσκολία ως προς την γλώσσα —όση υπάρχει— αφορά τις ιερατικές ευχές. Οπότε η κατανόησή τους από τον λαό είναι ένα από τα επιχειρήματα για την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων.

Εδώ όμως κρύβεται μια ελλιπής —αν όχι στρεβλή— γνώση για τα σχετικά με την τελετή της θ. Λειτουργίας. Διότι αυτοί που θέλουν να επιβάλλουν την εις επήκοον πάντων ανάγνωση των ιερατικών ευχών, παραθεωρούν ως κάτι το επουσιώδες τις διακονικές εκφωνήσεις, με τις οποίες προτρέπεται ο λαός να αναπέμψη την δική του μυστική ευχή. 

Με τις προτρεπτικές εκφωνήσεις ο λαός καλείται να κινηθεί νοερά, προσευχόμενος σύμφωνα με το χάρισμα και την πνευματική ωριμότητα του κάθε μέλους και να αναπέμψει μυστική ευχή για όλα όσα αφορούν την θ. Ευχαριστία• για την ειρήνη του κόσμου, την ενότητα των Εκκλησιών, τα Τίμια Δώρα προ του καθαγιασμού και μετά τον καθαγιασμό, ακόμη και για την «αντικατάπεμψη» της Χάριτος του Θεού μετά την προσφορά της αναίμακτης θυσίας.

Το λαϊκό στοιχείο της Εκκλησίας, δηλαδή, δεν είναι αδρανές μέσα στην τελετουργία της θ. Ευχαριστίας. Δεν είναι ένας παθητικός δέκτης των λόγων που εκφωνεί ο τελεστής του μυστηρίου. Προτρέπεται να προσεύχεται λογικά και νοερά, αποχωριζόμενο από κάθε βιοτική μέριμνα. Αυτό βέβαια για να γίνη χρειάζεται ησυχαστική ατμόσφαιρα μέσα στην θ. Λειτουργία, χωρίς υπερβολικά μεγάφωνα, χωρίς εξεζητημένο διάκοσμο, χωρίς θεατρικές απαγγελίες ευχών και περίτεχνες εκφωνήσεις. Η ευπρέπεια και η σεμνότητα στην τέλεση του μυστηρίου είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα και αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της «μυστικής» λειτουργικής παράδοσης. Έτσι συμμετέχει ενεργά το «βασίλειον ιεράτευμα» στην τελετουργία της θ. Λειτουργίας. Η αντίθετη άποψη συνιστά μια σκληρή κληρικαλιστική θεώρηση της τελετουργίας του μυστηρίου, αφού θεωρεί σημαντικές μόνο τις ευχές που αφορούν τον Ιερέα, τις οποίες θέλει να τις επιβάλλει και στον λαό.

4. Ἡ γλώσσα τῆς θείας Λειτουργίας καί ἡ γλώσσα τῆς κατήχησης

Ο π. Β. Θερμός διαφωνεί με την ακόλουθη θέση που διατύπωσα στο σχόλιό μου: «Η γλώσσα της λατρείας δεν είναι η γλώσσα της καθημερινότητας. Συναπαρτίσθηκε από τα “ρήματα” με τα οποία οι θεούμενοι εξέφρασαν την θεοπτική εμπειρία τους. Είναι οι κατάλληλες λέξεις, που οι σημασίες τους μπορούσαν να γίνουν ο κτιστός αγωγός της διδασκαλίας του Αγίου Πνεύματος. Κάθε λέξη ερεθίζει τον νου και του δημιουργεί εικόνες και συναισθήματα ανάλογα με την σημασία με την οποία έχουν φορτισθή από την κοινή εμπειρία των ανθρώπων. Η λατρεία, λοιπόν, που θέλει να υψώση τον νου πάνω από τα γήινα, δεν μπορεί να εξαντλήται σε λέξεις της κοινής ενδοκοσμικής ανθρώπινης πείρας.». Ο π. Βασίλειος θεωρεί ότι την άποψη αυτή την διαψεύδει ο ίδιος ο Χριστός. Γράφει: «Αλλά την θέση αυτή διαψεύδει ο Ίδιος ο Χριστός, που δεν διάλεξε ιδιαίτερες και “υψηλές” λέξεις για να διατυπώσει τις αλήθειές Του, αλλά κοινές και καθημερινές. Γενικά η διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν φαίνεται να ακολουθεί την πορεία που ο π. Θ.Β. εισηγείται».

Οφείλονται κατ’ αρχήν κάποιες διευκρινιστικές παρατηρήσεις:

Πρώτον, γράφω ότι «Η λατρεία... δεν μπορεί να εξαντλήται σε λέξεις της κοινής ενδοκοσμικής ανθρώπινης πείρας». Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι αποκλείονται τελείως οι λέξεις της καθημερινότητας. Εκτός, λοιπόν, από τους «φιλοσοφικούς και εξειδικευμένους θεολογικούς όρους, που βοηθούν τον νου να αποσπάται από τα “ρέοντα”», είναι αναπόφευκτο να χρησιμοποιούνται και «λέξεις της κοινής ενδοκοσμικής ανθρώπινης πείρας», όπως οι λέξεις που αναφέρει ο π. Βασίλειος: «πατήρ, αδελφός, έρως, σώμα, σπόρος». Πρέπει, όμως, να διευκρινίσουμε ότι οι λέξεις αυτές δεν χρησιμοποιούνται με αυτούσιο το «καθημερινό» τους περιεχόμενο. Χρησιμοποιούνται, είτε μέσα στον παραβολικό λόγο του Χριστού, ο οποίος, σημειωτέον, δεν απλοποιεί τα νοήματα της διδασκαλίας Του, αλλά τα κρύβει από τους μη ικανούς να την προσλάβουν, «ίνα βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη συνιώσιν» (Λουκ. 8,10), είτε, χρησιμοποιούνται, μετά από κατάλληλο επαναπροσδιορισμό του περιεχομένου τους, που επεχείρησαν οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι το νέο –εμπλουτισμένο– περιεχόμενό τους το παρέδωσαν στην Εκκλησία, η οποία το έχει ως «ένα από τα αντικείμενα της κατήχησης, που είναι μύηση στο μυστήριό» Της. 

Δεύτερον, ο π. Β. Θερμός με αυτά που γράφει συνεχίζει να συγχέη την γλώσσα της κατήχησης με την γλώσσα της λατρείας. Η κατήχηση χρησιμοποιώντας λέξεις, έννοιες και εικόνες της καθημερινότητας προσπαθεί να μυήσει τον κατηχούμενο στην εν Χριστώ ζωή. Αυτό το βλέπουμε στους Πατέρες της Εκκλησίας μας, στους Αποστόλους και στους Προφήτες, το βλέπουμε και στον Χριστό, ο Οποίος διδάσκοντας τον λαό –κατηχώντας τον– του μιλούσε με λέξεις και εικόνες της καθημερινότητας. Αυτό όμως δεν «διαψεύδει» την θέση μου για την γλώσσα της λατρείας. Γιατί η γλώσσα της λατρείας, χωρίς να είναι τελείως διαφορετική από την γλώσσα της κατήχησης, είναι το «υψηλό απόσταγμα» της εκκλησιαστικής γλώσσας.

Τρίτον, θεωρώ ότι έχει «προτεσταντική χροιά» η τακτική, να ζητούμε για όλα, όσα έχει ο θεσμός της Εκκλησίας, παραπομπές στα λόγια και την δράση του Χριστού. Παρά ταύτα σχολιάζοντας την απλοϊκή απόφανση του π. Β. Θερμού,  ότι ο Χριστός «διαψεύδει» την θέση μου για την γλώσσα της λατρείας, έχω να επισημάνω τα εξής:

Με μια «διασταλτική ερμηνεία» της απόψεως του π. Βασιλείου, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Χριστός δεν «ευδοκεί» δήθεν στην χρήση των υψηλών διατυπώσεων που έχουν οι πρωτοχριστιανικοί ύμνοι, τους οποίους διασώζει ο απ. Παύλος στις επιστολές του, όπως είναι π.χ. ο διαλαμβανόμενος στους στίχους 1,13 έως 1,20 της προς Κολασσαείς επιστολής, όπως και άλλοι όμοιοι, σύμφωνα με την άποψη πολλών νεωτέρων ερμηνευτών. Επίσης θα έπρεπε —παραφρονούντες— να δεχθούμε, ότι απορρίπτει τους θαυμάσιους ύμνους του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, μαζί με τις διατυπώσεις των Όρων των Οικουμενικών Συνόδων, που αποτελούν το θεολογικό θεμέλιο της εκκλησιαστικής υμνολογίας.

Αν παρά ταύτα —υπερβαλλόντως διερευνητικοί και εριστικοί— θέλουμε να αποκωδικοποιήσουμε και την «άποψη» του Χριστού για την γλώσσα της λατρείας, δεν πρέπει να ανατρέξουμε πρωτίστως στις ομιλίες του προς τον λαό, δηλαδή στον «κατηχητικό» Του λόγο, αλλά στον λόγο που χρησιμοποιούσε όταν μιλούσε στον Πατέρα Του• δηλαδή στο τι έννοιες και τι νοήματα υπάρχουν στις καταγεγραμμένες από τους Ευαγγελιστές προσευχητικές αναφορές Του προς τον Πατέρα. 

Είναι νομίζω σαφέστατο ότι δεν είναι απόλυτα ίδιο το εννοιολογικό περιεχόμενο των παραβολών του Χριστού με το 17ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου είναι καταγεγραμμένη η Αρχιερατική προσευχή Του. Στην προσευχή αυτή δεν χρησιμοποιεί ο Χριστός εικόνες από τον αγροτικό βίο η γενικά από την καθημερινότητα του λαού των Εβραίων. Μιλά για πολύ υψηλά πράγματα, που δεν αφορούν όλον τον κόσμο –«ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά περί ων δέδωκάς μοι». Μιλά για την δόξα την οποία είχε «παρά του Πατρός» «προ του τον κόσμον είναι». Μιλά για την γνώση του αληθινού Θεού και του Ιησού Χριστού, την οποία ταυτίζει με την αιώνιο Ζωή. Μιλά για τους «θεωρούς» της δόξας Του. Προσεύχεται για αυτούς που έλαβαν τον λόγο Του, ώστε να βλέπουν την δόξα Του, και σ’ αυτήν την θέα να είναι ενωμένοι μεταξύ τους, «καθώς» είναι ενωμένος Αυτός με τον Πατέρα. Αυτός ο λόγος κινείται σε άλλο επίπεδο από τον λόγο των παραβολών και των άλλων διδασκαλιών που απηύθυνε ο Χριστός στον λαό που τον ακολουθούσε.

Εκτός από τα παραπάνω, σημαντική είναι και διαφορά της Κυριακής Προσευχής από την υπόλοιπη επί του Όρους Ομιλία. Στο μοναδικό, μάλιστα,  σημείο της, που αναφέρεται ο υλικός κόσμος με την έννοια του «άρτου», τίθεται ως προσδιοριστικό το επίθετο «επιούσιος», το οποίο δεν υπάρχει σε κανένα άλλο κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Εμφανίζεται, δηλαδή, πρώτη φορά στην Κυριακή Προσευχή (βλέπε Λεξικά Liddell-Scott και Μπαμπινιώτη). Πράγμα που σημαίνει ότι στην καταγραφή από τους Ευαγγελιστές της πρότυπης προσευχής που δίδαξε ο Χριστός στους μαθητές του, υπήρξε η ανάγκη δημιουργίας λέξεως, προκειμένου να δηλωθεί το ευρύ περιεχόμενο της έννοιας «άρτος», το οποίο δεν μπορεί να εξαντληθή στο καθημερινό ψωμί, στο ψωμί «της κοινής ενδοκοσμικής ανθρώπινης πείρας». Βλέπουμε, δηλαδή, τον Χριστό, όπως διασώζουν τον λόγο Του οι Ευαγγελιστές, να διαλέγει —διαψεύδοντας τον π. Β. Θερμό— ιδιαίτερη λέξη «για να διατυπώσει τις αλήθειές Του».

Αυτά τα ολίγα που επισημάνθηκαν παραπάνω νομίζω πως δείχνουν ότι ο Χριστός δεν «διαψεύδει» την θέση μου!... Και ότι «η διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν φαίνεται να ακολουθεί... πορεία» διαφορετική από αυτήν που —ανεπαρκώς μεν, όχι όμως «αντιρρόπως» προς την εκκλησιαστική παράδοση— περιέγραψα στο σχόλιό μου. Επίσης, νομίζω, πως τα παραπάνω δείχνουν ότι τα σχετικά με την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για την προώθηση άλλων θεμάτων, που εκφράζουν μιαν άλλη παράδοση, ξένη προς την παράδοση των Αποστόλων και των αγίων Πατέρων.

5. Η διδασκαλία του Μητροπολίτου Ναυπάκτου

Θέλω, όμως, πριν κλείσω τις παρατηρήσεις μου, να εκφράσω την έκπληξή μου για όσα γράφει ο π. Βασίλειος για τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου. 

Επειδή γνωρίζω τα γραπτά του Μητροπολίτου Ιεροθέου, ακούω το προφορικό κηρυγμά του και έχω την ευλογία να γνωρίζω σε κάποιο βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο καθοδηγεί και ποιμαίνει τα πνευματικά του παιδιά και το συγκεκριμένο ποίμνιό του, αισθάνθηκα ότι οι κριτικές παρατηρήσεις, οι συλλογισμοί και τα συμπεράσματα του π. Βασιλείου δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Τα αισθάνθηκα σαν να έρχονται από άλλον κόσμο και αφορούν άλλα πράγματα.

Κουβαλώντας ο π. Βασίλειος έναν εννοιολογικό εξοπλισμό —κυρίως  ψυχολογικό— ο οποίος σε πολλά σημεία είναι αλλότριος προς την ζώσα παράδοση της Εκκλησίας, προσπαθεί να στριμώξει μέσα στα σχήματα που έχουν παγιωθεί στην σκέψη του, μια διδασκαλία που είναι άσχετη με τα σχήματα αυτά.

Ήδη ο Σεβ. Ιερόθεος έδωσε τις σχετικές απαντήσεις. Εγώ απλώς θέλω να εκφράσω την έκπληξή μου για την άγνοια –στην ουσία της– μιας τόσο σημαντικής θεολογικής παραγωγής, που επαναδιατυπώνει στις μέρες μας την αποστολική και πατερική παράδοση της ευαγγελικής ασκήσεως και θεολογίας. Ενός συγγραφικού έργου στο οποίο η εκκλησιαστική ζωή δεν άντιμετωπίζεται αποσπασματικά, αλλά στην καθολικότητά της. Διότι ο Σεβ. Ιερόθεος δεν μιλά μόνον για τις προϋποθέσεις των μυστηρίων, αλλά και για την δύναμη της Χάριτος που μεταγγίζουν, η οποία δίνει χαρά και νόημα στην εκκλησιαστική ζωή. Γνωρίζω, για τον ίδιο, ότι χαίρεται και γιορτάζει την ημέρα της Βαπτίσεώς του.

Επίσης, δεν εξαιρεί από το ποιμαντικό ενδιαφέρον του την ζωή του κόσμου. Προσπαθεί να βλέπει καθαρά και απροκατάληπτα τα σύγχρονα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, αρθρογραφώντας και καταθέτοντας προτάσεις επεξεργασμένες μέσα στο πνεύμα της εκκλησιαστικής παραδόσεως και εμπειρίας. Αντιμετωπίζει, ακόμη, τα προβλήματα που θέτει η σύγχρονη επιστήμη, κυρίως η γενετική και η βιοτεχνολογία, με προτάσεις σε αρμόδια όργανα, αρθρογραφία και συγγραφή βιβλίου.

Ίσως το πρόβλημα με τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου είναι, για κάποιους, το ότι δεν αφήνει τους αγίους Πατέρες στο παρελθόν, ως ένα μουσειακό είδος, αλλά επαναδιατυπώνει μέσα στην σύγχρονη πραγματικότητα τον λόγο τους. 

Προφανώς γιατί δεν πιστεύει –όπως κάποιοι στις μέρες μας– ότι πρέπει να περάσουμε στην «μετα-πατερική θεολογία», η οποία τοποθετεί τους Πατέρες σε «ακαδημαϊκά μουσεία», σε «γωνιές μνήμης» με έντονο συναισθηματικό διάκοσμο, έξω πάντως από την ζωή του σύγχρονου κόσμου.

Ἐν κατακλεῖδι, μέ ὅσα προηγουμένως διατυπώθηκαν φαίνεται, ὅτι
πυρήνας τοῦ προβλήματος εἶναι ἡ προσπάθεια μεταφορᾶς καί καθιερώσεως μέσα στό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μιᾶς ξένης παραδόσεως.

------------------------------------------------------------
Tο άρθρο του π. Βασιλείου Θερμού: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2737



Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Ἔλεγε ὁ π. Ἐπιφάνιος:


ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Τό γεγονός ὅτι τά Εὐαγγέλια εἶναι γραμμένα στήν Ἑλληνική γλώσσα, μᾶς δημιουργεῖ αὐξημένες εὐθύνες. Ὅσοι ἀπό τούς διαπρεπεῖς επιστήμονες τοῦ εξωτερικοῦ θέλουν ν’ ἀσχοληθοῦν μέ τήν Καινή Διαθήκη, ὅλοι μαθαίνουν Ἑλληνικά. Δεν ὑπάρχει διαπρεπής Καινοδιαθηκολόγος ἐπιστήμων τοῦ εξωτερικοῦ, εἴτε Γερμανός, εἴτε Γάλλος, εἴτε Άγγλος, εἴτε Ἀμερικανός, εἴτε ὅ,τι ἄλλο θέλετε, πού νά μην ἔχει μάθει καλά τήν Ἑλληνική γλώσσα. Ἄν ἄλλοι λαοί σέβονται τή γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου, πόσο μᾶλλον ἐμείς πρέπει να διατηροῦμε την Ἑλληνική γλώσσα;
ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ
-Γέροντα, μήπως το Βυζάντιο έπεσε διότι είχε πολλούς μοναχούς και όχι στρατιώτες;
-Αὐτό εἶναι κατηγορία των αντίχριστων, των άθεων, το ότι είχε εξασθενήσει το Βυζάντιο από τα πολλά μοναστήρια. Αυτό είναι ανόητο και να το σκέπτεται κανείς. Μια απέραντη Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε πολύ στρατό να παρατάξει και όσο αθρόα να ήταν η προσέλευση ανθρώπων στον μοναχικό βίο, δεν εξασθενούσε τον στρατό του Βυζαντίου. Αυτά τα λέγουν οι εχθροί του Χριστιανισμού, οι οποίοι κοιτάνε να κάνουν «την τρίχα τριχιά», κατά το λεγόμενο.
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Στόν σύγχρονο κόσμο, ὑπάρχουν ἄνθρωποι που τις θετικές επιστήμες τις αναβιβάζουν στο βάθρο της πανγνωσίας. Πιστεύουν δηλαδή ότι η επιστήμη θα επιλύσει όλα τα προβλήματα. Μας έλεγε:
-Ἡ ἐπιστήμη έκανε πολλά βήματα και σημείωσε προόδους καταπληκτικές. Όμως να είμαστε προσγειωμένοι.
-Δέν ἐξηγεῖ τα φυσικά γεγονότα, αλλά απλώς τα περιγράφει. Δεν έχει τη δυνατότητα να μπει στην ουσία τους. Γι αυτό είναι επιδερμική η γνώση μας.
-Δέν εἰσέρχεται στην οὐσία των πραγμάτων. Δεν έχει την δυνατότητα να μας πει τι είναι π.χ. ύλη, τι είναι ηλεκτρισμός, φως κ.τ.λ. Για παράδειγμα, ηλεκτρισμός είναι το φαινόμενο που προκύπτει από την κίνηση των ηλεκτρονίων. Ηλεκτρόνια είναι τα σωματίδια που έχουν ηλεκτρικό φορτίο. Ηλεκτρικό φορτίο είναι μια ιδιότητα, που όταν κινείται δημιουργεί ηλεκτρικό ρεύμα. Φτάνουμε δηλαδή με ένα κύκλο στο ίδιο ζητούμενο, που είναι προς απόδειξη.
ΖΟΥΜΕ Σ’ ΕΝΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ;
Ἀπογοητευμένος ἀπό την ηθική και πνευματική κατάσταση της κοινωνίας όπως την διεζωγράφισε κάποιος ιεροκήρυκας, ένας νέος ζήτησε την γνώμη του Γέροντα. Εκείνος του είπε:
-Άκουσε, παιδί μου. Πολλοί ξεκινούν από λανθασμένη βάση: Πώς συμβαίνουν αυτά, αφού ζούμε σ’ ένα Χριστιανικό Κράτος; Ενώ πρέπει να θεωρούμε ότι εμείς οι σημερινοί Χριστιανοί ζούμε σ’ ένα κράτος ειδωλολατρικό, αθεϊστικό, μασσωνικό κ.λπ. και να είμαστε ευχαριστημένου που ακόμη δεν μας έχουν πετροβολήσει και δεν μας έχουν σταυρώσει. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.
ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΕΙ ΣΤΟ ΘΕΟ;
Έλεγε:
-Η αμαρτία είναι εκείνη που μας εμποδίζει να πιστεύσουμε όχι η λογική. Γι’ αυτό αν πεις σ’ έναν άπιστο να ζήσει έξι μήνες κατά την ηθική του Ευαγγελίου, και το κάνει, θα γίνει πιστός χωρίς να το καταλάβει.
-Το: «Δεν υπάρχει Θεός» το λένε συνήθως άνθρωποι φαύλοι και ανήθικοι. Ούτε βρέθηκε ούτε θα βρεθεί άνθρωπος ηθικός, εγκρατής, ενάρετος κ.λπ. που να λέει τόσο εύκολα: «Δεν υπάρχει Θεός!»
Η ΝΟΣΗΡΗ ΠΙΣΤΗ
Γέροντα, ἔγινε κάποιο ἔγκλημα στα Μελίσσια. Δολοφόνησαν μια μητέρα μπροστά στον γιό της και αυτός δεν κούνησε το δακτυλάκι του να την προστατεύσει, επειδή ως Χιλιαστής είναι, λέει, κατά της βίας. Εκείνη την ώρα πιστεύετε, ότι ενήργησε η νοσηρή πίστη;
-Βεβαίως!
-Μποροῦσε και πρόφθαινε να το σκεφτεί αυτό;
-Ὅταν έχει διαποτισθεί από μια τέτοια πίστη, βεβαίως. Αυτά, τα οποία πιστεύουμε, εκδηλώνονται και σε κλάσματα δευτερολέπτου.
-Αὐτό γίνεται με δαιμονική δύναμη;
-Ὄχι με δαιμονική δύναμη. Με δαιμονική απεργία! Ἁπλῶς εκείνη τη στιγμή ὁ διάβολος δεν τον ὠθεί να κάνει κάτι. Θέλει να επιτύχει τον σκοπό του. Δηλαδή, δεν του λέγει, «χτύπα τον, βάρα τον». Απεναντίας απέχει ο πονηρός. Λέγει, «άστον τώρα να ενεργήσει η πίστη του. Εγώ τον δίδαξα την αίρεση και τώρα θα ενεργήσουν τα διδάγματά μου».
ΠΟΙΟ ΚΟΜΜΑ ΜΑΣ ΕΚΦΡΑΖΕΙ….;
-Γέροντα τι να ψηφίσουμε στις εκλογές;
-«Οὐκ έχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Εβρ, ιγ’ 14). «Ἡμῶν τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ’ 20). Επειδή, όμως, είμαστε πολίτες και αυτής της γης, αυτής της χώρας, όταν έλθει η ώρα να πάμε στις κάλπες, δεν θα είμεθα προσκολλημένοι σε καταστάσεις και σε κόμματα ή σε πρόσωπα. Κανένα κόμμα δεν μας εκφράζει. Κάθε φορά, λοιπόν, θα σκεπτόμεθα ποιο είναι ολιγότερο κακό για την χώρα μας. Κατά περιστάσεις. Άλλοτε μπορεί να είναι το ένα, άλλοτε μπορεί να είναι το άλλο. Θα ψηφίζουμε με αρχή, «το μη χείρον, βέλτιστον».
Ἀλλοίμονο στον Χριστιανό που θα ειπεί, «εμένα με εκφράζει το τάδε ή το τάδε κόμμα». Αυτός πολύ απέχει από του να είναι ένας συνειδητός Χριστιανός. Κανένα κόμμα δεν εκφράζει τον Χριστιανό. Και βλέπετε ότι σε μερικά πράγματα είναι όλα τα κόμματα, από την άκρα Δεξιά μέχρι την άκρα Αριστερά, σύμφωνα.
Στις αμβλώσεις, στην αποποινικοποίηση της μοιχείας, στην καταστροφή της γλώσσας, στο αυτόματο διαζύγιο και σε άλλα αντιχριστιανικά νομοθετήματα. Ακόμα και στο πώς θα φέρουμε περισσότερους τουρίστες, στο πώς θα δημιουργήσουμε γυμνιστικά στρατόπεδα, κανένα κόμμα δεν ήταν αντίθετο. Συνάλλαγμα να φέρουμε, και ας το φέρουμε μ’ οποιοδήποτε τρόπο.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΖΗΛΩΤΗ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΗ
Συχνά έκανε συζητήσεις με παλαιοημερολογίτες ζηλωτές. Η προσπάθειά του εκινείτο σε επίπεδο συγγραφικό, επιστολογραφικό κ.τ.λ., αλλά και σε επίπεδο συζητήσεων.
-Εσείς οι νεοημερολογίτες δεν θα πάτε στον παράδεισο, του έλεγε κάποιος φανατικός ζηλωτής.
-Θα πάμε και μάλιστα με σιγουριά, του απαντούσε ήρεμα ο Γέροντας. Δεν θα πάτε και στο λέγω εγώ με βεβαιότητα.
-Φυσικά και θα πάμε στον παράδεισο μη αμφιβάλλεις γι αυτό.
-Εάν πάτε σεις στον παράδεισο εγώ δεν θέλω να έλθω. Προτιμώ την κόλαση.
Έλεγε:
-Πρόσεξε παιδί μου μη χάσεις την ψυχή σου. Εγώ θέλω να πάω στον παράδεισο και ας είμαι τελευταίος μετά και από τον χειρότερο άνθρωπο. Να με βάλει ο Θεός στον Παράδεισο και ας έχει βάλει και τον Νέρωνα και τον Χίτλερ και μάλιστα να τους γυαλίζω και τα παπούτσια. Τι με νοιάζει εμένα ποιον θα βάλει ο Θεός στον Παράδεισο; Δικός του είναι ότι θέλει κάνει. Εμένα δεν μου πέφτει λόγος· εγώ θέλω να σωθώ και τα υπόλοιπα είναι του Κυρίου!
-Ἡ καρδιά μου, παιδιά μου, έχει μόνο εισόδους και καμιά έξοδο. Εάν κάποιος εισέλθει σε αυτή δεν πρόκειται να εξέλθει, όσα προβλήματα και να μου δημιουργήσει. Δεν θα ψυχρανθεί η αγάπη μου, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου.
-Βέβαια, αγαπώ τα παιδιά μου, όπως είναι, θα ευχόμουν όμως να μη μένουν με τα ελαττώματά τους αλλά να προοδεύουν πνευματικώς και να βελτιώνονται συνεχώς.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΕΡΑΣΑΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ ΤΩΝ ΘΛΙΨΕΩΝ
-Παιδιά μου ,έλεγε, γνωρίζετε κανέναν Άγιο που να μη πόνεσε και μα μη πέρασε μέσα στο καμίνι, να μη δοκιμάστηκε στο χωνευτήρι που λέγεται πόνος; Και μεις να μη νομίζουμε ότι έτσι, χωρίς καμιά δική μας υπομονή και καρτερία στις φουρτούνες της ζωής, ότι θα προοδεύσουμε πνευματικά. Πρέπει να μάθουμε την αξία και το νόημα της ζωής σαν ένα στάδιο αγώνων πριν από την μετάβασή μας στον ουρανό. Να θυμηθούμε ότι είναι σοφό και αληθινό αυτό που λέγεται: «Είχε δάσκαλο τον πόνο και έμαθε πολλά».
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ “ΧΑΡΕΣ” ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Γέροντα, γιατί τον Χριστιανό δεν τον γεμίζει η «χαρά» του κόσμου;
-Είναι απλό. Αυτά τα οποία τέρπουν τους άλλους ανθρώπους, για τους πιστούς είναι σκύβαλα. Ο Χριστός αλλάζει τα «γούστα». Ο αναγεννημένος άνθρωπος έχει άλλη χαρά. Δεν τον τραβούν, δεν τον τέρπουν αυτά. Κι αν κάποτε κάνει κάτι, το κάνει επειδή παρασύρεται, όχι διότι τον γεμίζει. Γι’ αυτό βλέπετε ανθρώπους, που θεωρούσαν αδιανόητο να ζουν χωρίς να ικανοποιούν τα πάθη τους, κυρίως τα σαρκικά, όταν μετανόησαν έλεγαν: «Μα ζούσα αυτήν την γουρουνίσια ζωή; Και ήμουν ευχαριστημένος; Δεν καταλάβαινα ότι κυλιόμουν μέσα στον βούρκο;» Τότε συνειδητοποιούν την προηγούμενη κατάστασή τους. Τώρα αναγεννήθηκαν και ο Χριστός τους άλλαξε τις προτιμήσεις. Τους άλλαξε τις διαθέσεις. Τους άλλαξε τα κριτήρια. «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β’ Κορ. ε’ 17). Γι’ αυτό μιλάμε περί αναγεννήσεως. Γι’ αυτό και η μετάνοια λέγεται και αναγέννηση. Και το βάπτισμα «λουτρόν παλιγγενεσίας» (Τιτ. γ’ 5)
Οι αγρυπνίες, οι προσευχές κ.λπ. αυτά μας γεμίζουν. Αυτές είναι οι δικές μας «διασκεδάσεις».
Ἀρχιμ. Ἐφραίμ Χαλῆ, θεολόγου «Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΣ, π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ Ι. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ»,Ἐκδόσεις “Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Κάτι δείχνει νά ἔρχεται

Σχόλιον Ἐριβρεμέτη τοῦ Klision: Μιά ἄλλη προσέγγιση τῆς πραγματικότητας καί μιά διαφορετική «ἀνάλυση» ἀπό κείνη πού σερβίρουν καθημερινά τά «βλακόκουτα»

Γκρίζοι λύκοι, γκρίζες «ζῶνες», γκρίζοι πολιτικοί, γκρίζες οἱ ἡμέρες τους


Σχόλιον Ὀδυσσέως τοῦ klision: Νά δώσετε χαιρετίσματα στήν γκρίζα κυρία, πῶς τὴν λένε, δραγώνα. Ἄς βρεθεῖ μιά συμφέρουσα τουριστική προσφορά γιά ἐπιδοτούμενες διακοπές στό...Ἀνθοχώρι. Ἔχει καλό κλίμα καί εὐχάριστη παρέα.! Στό τοπικό...γκρίζο χρῶμα. Ἀσορτί μέ τίς γκρίζες ἰδέες τους καί τήν γκρίζα ζωή τους.  
Γράφει ἡ Μελαχροινή Μαρτίδου
Δείγματα ἐκφοβισμοῦ τῶν χριστιανῶν κατοίκων στόν ἐπαρχιακό ἄξονα Ἀνθοχωρίου, Ἀράτου καί Ἀρίσβης. Στόχος ἡ δημογραφική συρρίκνωση τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου κάτω ἀπό ἕνα καθεστώς «τυχαίων» γεγονότων πού θά συμβαίνουν σέ τακτικά διαστήματα εἰς βάρος τους. Τό δημοσίευμα δέν ἀποβλέπει στό νά δημιουργήσει φόβο καί ἄγχος στούς ἀναγνῶστες, ἀλλά πάντα με συναίσθηση εὐθύνης νά δημιουργήσει τον προβληματισμό πού ἐπιβάλλεται σχετικά μέ γεγονότα πού συμβαίνουν τόν τελευταῖο καιρό, τυχαῖα. Πέραν τούτου οὐδέν. Τυχαῖα δέν εἶναι, ὅπως θά ποῦν οἱ ἄνθρωποι πού τά ἀντιμετωπίζουν μέ μιά πιό διεισδυτική ματιά.
«Ἡ Τουρκία ως ένα συντεταγμένο κράτος με ἰμπεριαλιστικό καί φασιστικό χαρακτήρα λειτουργίας, ἔχει κάθε λόγο να δημιουργεῖ ζητήματα στην Ἑλληνική Θράκη, ὅπου με κάθε τρόπο και χρησιμοποιώντας πότε τά κόμματα που ἐναλλάσσονται στήν κυβέρνηση και πότε με ἄλλα, πού ἔχουν καθαρά εθνικιστικό προσανατολισμό προκειμένου να δημιουργήσει κλίμα ανασφάλειας στην περιοχή», θα πεῖ ἄνθρωπος που παρακολουθεῖ μέσα ἀπό στρατηγικές ἀναλύσεις, τον τρόπο που κινεῖται η γειτονική χώρα. Αφορμές για πόλωση του κλίματος και για τη δημιουργία εντάσεων και ψυχρών επεισοδίων θα προκύπτουν πάντα με προβοκατόρικη διάθεση. Το θέμα είναι να μπουν υπό έλεγχο όλες αυτές οι τακτικές και να απομονωθούν φασιστοειδείς πρακτικές ατόμων που μπερδεύουν ότι εδώ τελικά είναι Ελλάδα. 
Συνθήματα του τύπου «Έλληνες έξω από την Θράκη» κι άλλα που γράφηκαν σε κεντρικούς τοίχους στην Αρίσβη, δεν είναι η λύση να τα κουκουλώνουμε με το ασβέστωμα, αλλά να δει κανείς τι κρύβεται από πίσω. Γιατί γράφονται και τί υποδηλώνουν μαζί και με άλλα απαράδεκτα που συμβαίνουν και έχουμε μάθει να τα ανεχόμαστε. Τρεῖς ἐμπρησμοί στόν Ἄρατο σε χριστιανικά σπίτια, ανθελληνικά συνθήματα στην Ἀρίσβη και προκλήσεις στο Ἀνθοχώρι. Ὅλα σε απόσταση ανάσας στόν ίδιο ὁδικό ἄξονα ὅπου κινοῦνται ανενόχλητοι οἱ γκρίζοι λύκοι. 
Ἀλλοῦ -ὅπου τους παίρνει- δημιουργοῦν περισσότερα πράγματα και καταστάσεις, ἔχοντας ὡς ὁρμητήριο τα τζαμιά, κάτι που θα ἐπιχειρήσουν να το κάνουν κι ἐδῶ. Επαγρύπνηση και ετοιμότητα χρειάζεται σ’ αυτό το λεπτό θέμα, αφού πλέον οι γκρίζοι λύκοι επέλεξαν να δείξουν τα δόντια τους στην ελληνική Θράκη.

πηγή: «χρόνος»

Παπισμός καί Ἑλληνισμός





τοῦ θεολόγου κ. Στυλιανοῦ Κεμεζεντζίδη



Ἡ διαφοροποίηση τῆς λατινικῆς χριστιανοσύνης ἀπό τήν Ὀρθοδοξία συνδέθηκε ἐξ ἀρχῆς μέ ἔντονο ἀνθελληνικό πνεῦμα.

Ἀπό τόν 9ο αἰώνα κυκλοφοροῦνται στή Δύση διάφορα ἀνθελληνικά συγγράμματα μέ τόν κοινό τίτλο «Κατά των πλανῶν τῶν Γραικῶν».
Μετά τό ὁριστικό Σχίσμα, ὁ ἀνθελληνισμός ριζώνει στά σπλάχνα τῆς Παπικῆς «Ἐκκλησίας» και διατηρείται αμείωτος, ὅσο ὁ Ἑλληνισμός μένει ἑνωμένος μέ την Ὀρθοδοξία.
«Ἡ Ρώμη ποτέ δέν ὑπῆρξε φίλη τῶν Ἑλλήνων. Μα, κι ἄν κάποτε ὑπῆρξε, ἡ φιλία δέν κράτησε γιά πολύ», σημειώνει τόν 16ο αἰώνα ο λόγιος ἐπίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος Μαργούνιος. Ἀλλά και σήμερα ισχύει η ίδια διαπίστωση:
«Τό Βατικανό παραμένει ἡ μεγαλύτερη ἀνθελληνική δύναμη και προπαγάνδα στόν κόσμο» (καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός).
Μιά σύντομη ματιά στήν ἱστορία τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀποδεικνύει την πικρή αὐτή ἀλήθεια:
Στις 13 Απριλίου 1204, με την ευλογία του Πάπα Ιννοκεντίου Γ΄, οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη.
Ἡ Βασιλεύουσα έζησε ανατριχιαστικές στιγμές θηριωδίας και φρίκης:
Σφαγές, βιασμούς, πυρπολήσεις, λεηλασίες, βεβηλώσεις ιερών ναών κ.ά.
Από τότε, η Πόλη δεν ξαναβρήκε την παλιά της δύναμη και μοιραία οδηγήθηκε στην άλωσή της από τούς Τούρκους.
Οἱ ίδιοι οι δυτικοί ιστορικοί ομολογούν ότι «η συμπεριφορά των χριστιανών κατακτητών το 1204 ήταν πολύ χειρότερη από εκείνη των Τούρκων το 1453.
Οἱ δυτικοί κατακτητές μισούσαν περισσότερο τούς εν πίστει αδελφούς τους από όσο οι μουσουλμάνοι δύο αιώνες αργότερα» (Ernle Bradford).
Ἀκόμα και «οι Λατίνοι μοναχοί και ηγούμενοι έλαβαν μέρος στη λεηλασία».
Ὁ Πάπας εξέφρασε την ευχαρίστησή του για το ότι «η Κωνσταντινούπολη επανήλθε στη μητέρα της, την Αγία Καθολική Εκκλησία.
Σε ιστορικά μαρτυρημένες επιστολές του χαρακτήρισε το γεγονός ως «μεγαλόπρεπο θαῦμα» και υποστήριξε ότι «οι Λατίνοι υπήρξαν το όργανο της Θείας Προνοίας, που τιμώρησε τους Έλληνες για την άρνησή τους να δεχθούν την ηγεσία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας».

Ἡ Φραγκοκρατία στην Κωνσταντινούπολη κράτησε 57 χρόνια, ενώ σε άλλες περιοχές πολύ περισσότερο (στην Κύπρο από τον 13ο - 16ο αιώνα, θυμηθείτε τους 13 οσιομάρτυρες της μονής Καντάρας), στην Κρήτη μέχρι τον 17ο αιώνα και στα Επτάνησα μέχρι τον 18ο αιώνα). Οι Ρωμηοί με τα δεινά που υπέστησαν όλα αυτά τα χρόνια (εγκατάσταση λατινικής ιεραρχίας και διώξεις ορθοδόξων κληρικών, αρπαγή εκκλησιαστικής περιουσίας, βίαιοι εκλατινισμοί κ.ά.), συνειδητοποίησαν ότι το Γένος κινδύνευε περισσότερο από τους παπικούς παρά από τους Οθωμανούς.
Αὐτή η αλήθεια περικλείεται στη γνωστή ρήση των ανθενωτικών του 15ου αιώνα, «Είναι καλύτερα να δει κανείς καταμεσίς στην Πόλη σαρίκι Τούρκου κατακτητή παρά φράγκικο πηλήκιο», καθώς επίσης και στις διδαχές του αγίου Κοσμά του Αιτωλού τον 18ο αιώνα:
«Ο ένας αντίχριστος είναι ο πάπας και ο δεύτερος είναι αυτός όπου είναι εις το κεφάλι μας ... Τον πάπαν να καταράσθε, διότι αυτός θα είναι η αιτία».

Ἀδιαμφισβήτητες μαρτυρίες καταδεικνύουν σήμερα ότι οι παπικοί κάτοικοι των ελλαδικών περιοχών, κατευθυνόμενοι πάντοτε από τη Ρώμη, ακολούθησαν μια απόλυτα αρνητική-ανθελληνική στάση κατά την επανάσταση του 1821.
«Προτιμούσαν τον τουρκισμό αντί του ελληνισμού», σημειώνει ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.
Ἀναφέρουμε ενδεικτικά επιστολή του Λατίνου επισκόπου Τήνου, της 8ης Μαΐου 1822, όπου γράφονται και τα εξής αποκαλυπτικά:
«Μόλις άρχισε η επανάσταση αυτού του ελληνικού έθνους, επεδίωξα με κάθε επιμέλεια να τηρήσω μια τέλεια ουδετερότητα, τόσο εγώ, όσο και πάντες οι καθολικοί, και μέχρι του παρόντος κανένας καθολικός δεν έχει πιάσει όπλα εναντίον του κυριάρχου (δηλ. του Σουλτάνου).
Ἐπειδή από αυτή την αιτία απειλήθηκα μαζί με όλο τον κλήρο, και υπήρξε μεγάλος κίνδυνος να αρπαχθούν οι εκκλησίες μας, αμέσως ζήτησα τη βοήθεια και την προστασία της Γαλλίας».

Ὅταν το 1919 οἱ Βρετανοί συζητοῦσαν τήν ἀπόδοση της Κων/πόλεως στην Ἑλλάδα, το Βατικανό δήλωνε ότι προτιμούσε «να βλέπει την ημισέληνο πάνω στην Αγια-Σοφιά παρά τον ελληνικό σταυρό»!
Και κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ο Πάπας έστελνε πρώτος συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Κεμάλ Ατατούρκ».

Το «Μακεδονικό Ζήτημα» είναι κατασκεύασμα της παπικής προπαγάνδας από το 1601.
Και όταν το 1986 κυοφορείται το ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων, το Βατικανό μεθοδεύει απροκάλυπτα την ανθελληνική του πολιτική:
Ὀργανώνει έκθεση ορθοδόξων ελληνικών εικόνων, τις οποίες προβάλλει ως «μακεδονική τέχνη», τυπώνει τις παπικές εγκυκλίους και στην ψευδεπίγραφη «μακεδονική γλώσσα», ενώ στην ίδια διάλεκτο απαγγέλλει τις ευχές του από τον 'Αγιο Πέτρο και ο Πάπας.
Τέλος, είναι γνωστές οι διασυνδέσεις του Βατικανού με τη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων, της οποίας επιδιώκει την ένταξη στην Ουνία, το πανούργο αυτό θρησκευτικοπολιτικό σχήμα που σαν δούρειος ίππος φέρει το δαιμονικό παπικό πρωτείο και αλάθητο».

Οὁ θεοφόροι ἅγιοι πατέρες και διδάσκαλοι τῆς Ὀρθοδόξου του Χριστοῦ Ἐκκλησίας μας μάς δείχνουν τον ασφαλή δρόμο της αλήθειας προς τη σωτηρία μας.
Βάδιζαν με πίστη πάνω στα ίχνη της διδασκαλίας και ζωής του Θεανθρώπου Κυρίου ημών Ιησοῦ Χριστοῦ και των Ἁγίων Αὐτοῦ μαθητῶν και Ἀποστόλων.
Καιρός να τους μιμηθούν και οι σύγχρονοι επίσκοποι, ηγούμενοι και πρεσβύτεροι και να σταματήσουν τις γλυκανάλατες συζητήσεις αγαπολογίας με συμπροσευχές και άλλες κοσμικές σκοπιμότητες, με τελική κατάληξη τους μέχρι χθες αιρετικούς να τους αναγνωρίζουν σήμερα αδελφούς.
Αὐτό συνεπάγεται με προδοσία θεμελιωδών αρχών του Ευαγγελίου και της αποστολικής και πατερικής διδασκαλίας.

Πηγή: «Ἀποτείχιση»

Ἁπλῆ ζωή καί ἀλληλεγγύη


Μιὰ πνευματική προσέγγιση τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμίου, ποὺ ἐπισημαίνει τὸ χριστιανικό μας χρέος τοῦτες τίς δύσκολες μέρες τῆς «κρίσεως»

Στό σημερινό μου κήρυγμα, ἀδελφοί μου Χριστιανοί, θά ἀναφερθῶ σέ μιά κατάσταση πού πλήττει τήν πατρίδα μας αὐτόν τόν τελευταῖο καιρό. Καί ἡ κατάσταση αὐτή εἶναι ἡ οἰκονομική κρίση. Κανείς μας δέν πρέπει νά εἶναι ἀδιάφορος σ' αὐτό τό θέμα, γιατί ὅλοι μας ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ ίδιου συνόλου. Σέ μιά τέλεια κοινωνία ὁ ἕνας νοιάζεται καί κοπιάζει γιά ὅλους καί ὅλοι νοιάζονται καί κοπιάζουν γιά τόν ἕνα.





Ἀλλά πολύ περισσότερο δέν πρέπει νά εἶναι αδιάφορη γιά τήν οικονομική κρίση τής πατρίδας μας η Εκκλησία, εμείς οι παπάδες καί οι δεσποτάδες. Καί δέν πρέπει νά είμαστε αδιάφοροι πρώτον μέν, γιατί καί εμείς οι ιερείς καί αρχιερείς είμαστε κι εμείς πολίτες μέλη τού συνόλου καί θά υποφέρουμε κι εμείς, λοιπόν, μαζί μέ τό σύνολο. Δεύτερον δέ, δέν πρέπει νά είναι αδιάφορη η Εκκλησία γιά τήν οικονομική κρίση, γιατί η Εκκλησία είναι, πρέπει νά είναι, Μάνα τού λαού Της. Δέν μπορεί, λοιπόν, νά αδιαφορή η Εκκλησία στό δράμα τών παιδιών Της.



Ἀπό τήν ἀρχή τού κηρύγματός μου θέτω, αγαπητοί μου, τό καυτό ερώτημα: Φταίει η Εκκλησία, καί πιό συγκεκριμένα, φταίμε εμείς οι παπάδες καί οι δεσποτάδες γιά τήν οικονομική κρίση πού περνάει τώρα η Ελλάδα;



Σᾶς ἀπαντῶ μέ ευθύτητα: Ναί, φταῖμε γιά δυό λόγους. Πρώτον μέν, φταίμε, γιατί δέν κηρύξαμε δυναμικά σέ σάς τόν ασκητικό τρόπο ζωής, πού γράφει τό Ευαγγέλιο καί πού έζησε ο Χριστός, οι Απόστολοι καί όλοι οι Άγιοι. Οι Άγιοι, αγαπητοί μου, δέν ήταν καλοπερασάκηδες. Καί ο Χριστός μας στή γή πού ήρθε, δέν έζησε μιά άνετη καί πλούσια ζωή, αλλά έζησε φτωχικά. Η κούνια Του ήταν η φάτνη. Καί τό τελευταίο κρεββάτι, πάνω στό οποίο ακούμπησε τό κουρασμένο Του Σώμα καί είπε τό "Τετέλεσται", ήταν δύο καρφωμένα ξύλα, άγρια ξύλα τού βουνού, πού σχημάτιζαν τόν Σταυρό! Δέν σάς κηρύξαμε, Χριστιανοί μου, τόν απλό τρόπο ζωής, πού πρέπει νά ζούμε σάν Χριστιανοί καί έτσι η σπατάλη στά υλικά αγαθά φέρνει τήν οικονομική κρίση. Αυτό τό λέω ότι συμβαίνει γενικά καί άσχετα μέ τήν τωρινή κρίση πού διερχόμαστε. Καί δεύτερον, φταίμε εμείς οι κληρικοί, γιατί δέν σάς δώσαμε τό παράδειγμα τού φτωχού παπά καί τού φτωχού δεσπότη, άν καί οι παπάδες τής δικής μας επαρχίας, μέ τά μικρά της χωριά, ζούν γενικά φτωχικά.



Γιά τήν δημιουργηθείσα κρίση, ἀδελφοί, τώρα ἰδιαίτερα πρέπει νά εφαρμόσουμε τό Ευαγγέλιο πού μιλάει γιά αγάπη τού ενός πρός τόν άλλον καί γιά αλληλοβοήθεια. Όλοι μας σάν άνθρωποι αποτελούμε ένα σύνολο, αλλά σάν Χριστιανοί βαπτισμένοι, αποτελούμε μία οικογένεια, πού λέγεται Εκκλησία. Στήν Εκκλησία πρέπει νά νοιώθουμε ότι είμαστε αδελφοί, ότι είμαστε παιδιά τού ίδιου Πατέρα, τού Θεού μας. Επομένως, ο ένας πρέπει νά νοιάζεται καί νά φροντίζη γιά τόν άλλον. Έτσι ζούσαν οι πρώτοι Χριστιανοί καί δέν υπήρχε φτωχός ανάμεσά τους. Γιατί αυτός πού είχε έδινε σ' αυτόν πού δέν είχε. Μπορείτε, αγαπητοί μου, νά φαντασθήτε σέ μιά οικογένεια ο ένας νά τρώη κρέας καί ο άλλος νά πεινάη; Δέν είναι οικογένεια αυτή. Αλλά έτσι πρέπει νά νοιώθουμε καί γιά τήν ευρύτερη οικογένειά μας, τήν κοινωνία. Νά σκεπτόμαστε τόν άλλον καί όσο μπορούμε νά ανακουφίζουμε τήν δυσκολία του.



Ὅπως μᾶς λέγουν οἱ εἰδικοί, θά ἔρθουν καί δυσκολότερες μέρες. Αλλά δέν πρέπει νά απογοητευόμαστε καί νά τά χάνουμε. Άς ρωτήσουμε τούς σεβαστούς μας παππούδες καί γέροντες νά μάς πούν μέ πόσες δυσκολίες καί μέ πόση φτώχεια κύλησε η ζωή τους... Καί όμως! Επειδή είχαν πίστη στόν Θεό έπαιρναν κουράγιο καί δύναμη καί τά έβγαζαν πέρα. Καί περισσότερα παιδιά έκαναν καί καλά τά ανέτρεφαν καί τά σπούδαζαν καί τά παρέδωσαν καλούς ανθρώπους στήν κοινωνία. Πολλοί από εσάς εδώ, πού μέ ακούτε τώρα, είστε παιδιά τέτοιων γονέων, πτωχών, αλλά πιστών στόν Θεό καί αγωνιστών γονέων. Άς πάρουμε, λοιπόν, μαθήματα καί ωραία διδάγματα από τούς αγιασμένους αυτούς παππούδες μας.



Ἀλλά καί ἄλλα ἔθνη πέρασαν καί περνούν παρόμοιες κρίσεις. Τίς ξεπέρασαν όμως μέ τήν λιτότητα καί τήν αλληλεγγύη. Εγώ νομίζω, αδελφοί μου, ότι όση δυσκολία καί νά έχουμε δέν θά μάς αφήση ο Θεός. Η ιστορία, καί η παλαιότερη καί η νεώτερη ιστορία, μάς λέει ότι, όταν ο άνθρωπος αντιμετώπισε οικονομική δυσκολία, στρεφόταν στήν γή. Η γή στά ιερά μας κείμενα λέγεται "μητέρα" καί μάλιστα λέγεται "τρισάγαθη" μητέρα. Λέγεται "τρισάγαθη" γι' αυτά τά τρία: Από τήν γή καταγόμαστε (από χώμα είναι τό σώμα μας), από τούς καρπούς τής γής τρεφόμαστε καί σ' αυτήν πάλι επανερχόμαστε μέ τόν θάνατό μας!



Ἡ Ἁγία Γραφή, στό πρῶτο κιόλας βιβλίο της, στήν Γένεση, μάς μιλάει γιά τά δύο πρώτα επαγγέλματα: Γιά τήν γεωργία καί γιά τήν κτηνοτροφία. Ο Κάϊν ήταν γεωργός καί ο Άβελ ήταν βοσκός προβάτων. Θά τό πληρώσουμε πολύ ακριβά, αδελφοί Χριστιανοί, τό ότι εγκαταλείψαμε τά δύο αυτά πρώτα επαγγέλματα. Πίνουμε τό γάλα, αλλά τήν κατσίκα καί τό πρόβατο δέν τά βοσκάμε. Καί τρώμε τούς καρπούς τής γής, χωρίς όμως νά τήν σπέρνουμε καί νά τήν καλλιεργούμε.



Ἄς μήν ἀπογοητευόμαστε! Δέν θά μάς αφήση ο Θεός. Θά μάς δώση φώτιση καί θά βρούμε τρόπους, γιά νά ανταπεξέλθουμε στήν κρίση. Άς ακουμπήσουμε τήν ελπίδα μας σ' Αυτόν. Όμως είναι ανάγκη νά εφαρμόσουμε τά δύο αναγκαία γιά τήν περίσταση μηνύματα: ΑΠΛΗ ΖΩΗ καί ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ!



(Δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό τής Ιεράς Μητροπόλεως Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως «Απλή Κατήχηση», τ. 40, Απρ. 2010)


Πηγή: alopsis.gr