Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011
ΣΑΝ ΑΠΟΨΕ ΣΤΗΝ ΣΚΙΑΘΟ ΠΡΙΝ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ...ΕΦΥΓΕ Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Σχόλιο:῎Αν καί πέρασαν ἑκατό χρόνια, πόσο θά θέλαμε νά τόν εἴχαμε κοντά μας. ῎Ετσι ἁπλό κι ἀθόρυβο, νά τρέχει μετά τήν δουλειά του μπᾶς καί προλάβει τό ἡλιοβασίλεμα. ῎Εχουμε σήμερα ἀναστήματα σάν τόν Παπαδιαμάντη; ῎Εχουμε σήμερα ἀνθρώπους πού μεταδίδουν τό ὀρθόδοξο βίωμα πού κουβαλοῦσε μέσα στήν ψυχή του ἐκεῖνος; Τουλάχιστον ἔχουμε τά γραπτά πού μᾶς ἄφησε καί πού κρύβουν ὅλο τόν ψυχικό του κόσμο. Μιά εὐχή: Φέτος πού γιορτάζουμε τά ἑκατό χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του, ἄς κάνουμε μιά ἀρχή νά διαβάσουμε κάποιο ἔργο του, ἄς δείξουμε τήν φωτογραφία του στά παιδιά μας, ἄς μείνει προπάντων ἡ μορφή του βαθιά χαραγμένη στή μνήμη μας, ΑΞΙΖΕΙ!
ΣΑΝ ΑΠΟΨΕ ΣΤΗΝ ΣΚΙΑΘΟ ΠΡΙΝ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ...

Κυριακή, 2 Ιανουαρίου 2011
Απόψε τη νύχτα συμπληρώνονται 100 χρόνια από την κοίμηση του κυρ – Αλέξανδρου.
O γνωστός οικονόμος της Σκιάθου αείμνηστος π. Γεώργιος Ρήγας σε επιστολή του προς τον εκδότη Ηλ. Δικαίο έγραψε για τα χριστιανικά τέλη του κυρ-Αλεξάνδρου. Ζήτησε να προσέλθει ο ιερεὺς της Σκιάθου παπα-Ανδρέας Μπούρας και οι αδελφές του ζήτησαν να πάει μαζί στο σπίτι κι ο γιατρός. Διηγείται λοιπόν ο π. Γεώργιος Ρήγας:
«Ὁ Παπαδιαμάντης πρὸ πάντων ἦτο Χριστιανὸς καὶ χριστιανὸς εὐσεβής. Μόλις λοιπὸν εἶδε τὸν ἰατρὸν εἶπεν εἰς αὐτόν: «Τί θέλεις σὺ ἐδῶ;» «Ἦρθα νὰ σὲ δῶ» τοῦ λέγει ὁ ἰατρός. «Νὰ ἡσυχάσης» τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής, «ἐγὼ θὰ κάμω πρῶτα τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὕστερα νὰ ῾ρθῆς ἐσύ»... Μόνος του, ὀλίγας ὥρας πρὶν ἀποθάνη, ἔστειλε νὰ κληθῆ ὁ ἱερεὺς διὰ νὰ κοινωνήση. «Ξεύρεις! Μήπως ἀργότερα δὲν καταπίνω!» ἔλεγεν. Ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ θανάτου του καὶ τότε τοῦ ἀπονεμήθηκε τὸ παράσημο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Τὴν ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου 1911, παραμονὴν τοῦ θανάτου του, «ἀνάψτε ἕνα κηρί», εἶπε «φέρτε μου κι ἕνα ἐκκλησιαστικὸν βιβλίον». Τὸ κηρίο ἠνάφθη, ἐπρόκειτο δὲ νὰ ἔλθῃ καὶ τὸ βιβλίον, ἀλλὰ πάλιν ἀποκαμῶν ὁ Παπαδιαμάντης εἶπεν: «Ἀφῆστε τὸ βιβλίο. Ἀπόψε θὰ εἰπῶ ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπ᾿ ἔξω». Καὶ ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστὰ «τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην...» (πρόκειται για το δοξαστικό της Θ' ώρας των Μ. Ωρών της εορτής των Θεοφανείων σε ήχο πλ.α').
Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ τελευταῖο ψάλσιμο τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ ὁποῖος τὴν ἰδίαν νύκτα, κατὰ τὴν 2αν μεταμεσονύκτιον, ὅταν ἐξημέρωνεν ἡ 3η Ἰανουαρίου, παρέδωκεν τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας τοῦ Πλάστου. Ἡ Σκιάθος ὅλη ἔκλαυσε καὶ κλαίει διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ Παπαδιαμάντη...».
Νομίζω ότι πρέπει εδώ να παραθέσουμε τη γνώμη του Ζήσιμου Λορεντζάτου.
Ἢ θὰ πάρομε στὰ σοβαρὰ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς παρουσίασε, ὁλόκληρο ὅμως τὸν κόσμο τῆς ὀρθόδοξης ἑλληνικῆς χριστιανοσύνης ὣς τὶς ἀκρότατες συνέπειές του, καὶ τότε θὰ προσπαθήσομε νὰ καταλάβομε τὸν Παπαδιαμάντη ὄχι μόνο σὰ λογοτέχνη, ἀλλὰ σὰν πνευματικό μας κεφάλαιο− αὐτὸ δὲν ἰσχυριζόμαστε πὼς εἶναι;− ἢ ἀλλιῶς θὰ γυρίσομε πίσω στὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες, στὴ «λογοτεχνία» ἢ στὴν ψυχολογία τῶν διηγημάτων καὶ θὰ θερίσομε ὅ,τι σπείραμε: τὴν ἄσκοπη (l’ art pour l’ art) νεροτριβὴ τῆς εὐαισθησίας μας. Ὅσοι θέλουν εἶναι ἐλεύθεροι νὰ τὸ κάνουν αὐτό. Μόνο ποὺ χάνουν τὸ δικαίωμα νὰ πάρουν τὸν Παπαδιαμάντη στὰ σοβαρά, ἢ ἂν τὸν πάρουν στὰ σοβαρά, τότε χάνουν τὸ δικαίωμα νὰ παραμερίσουν ἀφρόντιστα ὅσα λάτρευε ἐκεῖνος καὶ τὰ εἶχε κάνει ζωή του, ἢ νὰ τὰ θεωροῦν μόνο «ποίηση» καὶ «γραφικότητα», καὶ νὰ συνεχίζουν ἀτιμώρητα τὰ ἀτομικὰ πάρε δῶσε− ὅσοι ἄνθρωποι τόσες καὶ ἐντυπώσεις (impressionisme)− μὲ τὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες. Διέξοδος δὲν ὑπάρχει.
«Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
– πενήντα χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του».
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Μελέτες», τόμος Α΄, ἐκδ. Δόμος.
Ἀρχικὴ δημοσίευση: περιοδικὸ Ταχυδρόμος, 1961
– πενήντα χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του».
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Μελέτες», τόμος Α΄, ἐκδ. Δόμος.
Ἀρχικὴ δημοσίευση: περιοδικὸ Ταχυδρόμος, 1961
http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011
᾿Ιωάννης Τάτσης, Τό «πατερικό κόσκινο»
του Ιωάννη Τάτση, Θεολόγου
Εποχή θεολογικής σύγχυσης η σημερινή. Ο χαρισματικός θεολογικός λόγος, καρπός ασκητικής βιωτής και φωτισμού του Αγίου Πνεύματος, υπερκαλύπτεται πολλές φορές από τις ανθρώπινες φιλοσοφίες διανοητών θεολόγων. Ο σκοτισμός του νου πολλών θεολόγων δεν τους επιτρέπει να διακρίνουν ούτε την πνευματική τους φτώχεια αλλά οδηγεί στην οίηση ώστε να τολμούν με θράσος να προτείνουν την υπέρβαση της θεολογίας των Αγίων Πατέρων!
Τελευταία προέκυψε η ανάγκη υπενθύμισης των αυτονόητων αρχών της Ορθόδοξης Θεολογίας και η αναγκαία προβολή του πατερικού χαρακτήρα της με την παράλληλη απόρριψη «μετα-πατερικών» θεωριών. Πάντοτε βέβαια η Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει «θεολογικές θεωρίες» περισσότερο ή λιγότερο αιρετίζουσες και αποκλίνουσες από την Αλήθεια.
Ένας από τους σημαντικότερους θεολόγους της εποχής μας, ο ασκητής Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης μας προτείνει ως εργαλείο για το ξεκαθάρισμα της αληθούς θεολογίας από τα σκουπίδια και τα πίτουρα το «πατερικό κόσκινο».... Δίδασκε σχετικά ο αθωνίτης Γέροντας: «Τις διάφορες θεωρίες των θεολόγων να τις περνάτε από το πατερικό κόσκινο. Πρέπει να τις κοσκινίζετε με βάση τους Πατέρες και ό,τι είναι σκουπίδια ή πίτουρα να τα πετάτε. Να ψάχνετε με βάση τους Πατέρες. Προσέξτε ένα παράδειγμα. Υπάρχει το μπακίρι, ο μπρούντζος και ο χρυσός. Ακόμη και μπακίρι καλό και άσχημο, μπρούντζος καλός και άσχημος, χρυσός 12 καρατίων και χρυσός 24 καρατίων. Εσείς να διαλέγετε το χρυσό των 24 καρατίων. Και τα άλλα χρειάζονται, αλλά όλοι να προτιμάτε το χρυσό» (Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Ο Γέροντας Παΐσιος Βιογραφικά στοιχεία - Διδαχές – Επιστολές – Περιστατικά – Κείμενα, σελ. 146-147)
Όσοι στις μέρες μας επιχειρούν να περάσουν τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων από το δικό τους κόσκινο της «συνάφειας» με τον παρόντα καιρό και κόσμο, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι όσοι πορεύτηκαν την οδό της αγιότητας όχι μόνο δεν επιχείρησαν να υπερβούν την πατερική παράδοση αλλά βιωματικά γνώρισαν ότι εντός αυτής υπάρχει η Αλήθεια και η Ζωή, αυτός ο Κύριος, θαυμαστός εν τοις Αγίοις αυτού.
Όσοι στις μέρες μας επιχειρούν να περάσουν τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων από το δικό τους κόσκινο της «συνάφειας» με τον παρόντα καιρό και κόσμο, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι όσοι πορεύτηκαν την οδό της αγιότητας όχι μόνο δεν επιχείρησαν να υπερβούν την πατερική παράδοση αλλά βιωματικά γνώρισαν ότι εντός αυτής υπάρχει η Αλήθεια και η Ζωή, αυτός ο Κύριος, θαυμαστός εν τοις Αγίοις αυτού.
Πηγή:Θρησκευτικά

Ετικέτες
΅πατέρες,
῾Ιωάννης Τάτσης,
Γέροντας Παΐσιος,
κόσκινο πατερικό
῾Ο ἄγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ γιά τό ῞Αγιο Πνεῦμα
Σήμερα 02 Ἰανουαρίου Μνήμη Ἁγ. Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ.
Ἦταν Πέμπτη. Ὁ οὐρανὸς ἦταν γκρίζος. Τὸ χιόνι σκέπαζε τὴ γῆ πάνω ἀπὸ δεκαπέντε ἑκατοστὰ καὶ ἔπεφτε σὰν μιὰ πυκνὴ ἄσπρη σκόνη, ὅταν ὁ Πατὴρ Σεραφεὶμ ἄρχισε τὴ συνομιλία μας μέσα στὸ ξέφωτο, κοντὰ στὴν “Κοντινὴ Μικρὴ Ἔρημο”, μπροστὰ στὸν ποταμὸ Σαρόβσκα, πάνω στὴν ἀπόκρημνη πλαγιὰ τοῦ λόφου. Μ᾽ ἔβαλε νὰ καθήσω πάνω στὸν κορμὸ ἑνὸς δένδρου, ποὺ μόλις εἶχε κόψει, καὶ ὁ ἴδιος κάθησε μπροστά μου ὀκλαδόν.
«Ὁ Κύριος μοῦ ἀπεκάλυψε, εἶπε ὁ μεγάλος στάρετς, πὼς ἀπὸ τὰ παιδικά σας χρόνια θέλατε νὰ μάθετε ποιός ἦταν ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ πὼς ἐπανειλημμένως εἴχατε ρωτήσει γι᾽ αὐτὸ τὸ θέμα ἀκόμη καὶ πρόσωπα μὲ ὑψηλὴ θέση στὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας.

«Διαπραγματευθῆτε τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ ὅποια ἄλλη ἀρετὴ θέλετε, ποὺ νὰ ἀσκῆται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καταθέσατε τὰ κέρδη, ποὺ θὰ λάβετε, στὸ αἰώνιο ταμιευτήριο μὲ ποσοστὰ ἄϋλα, ὄχι μὲ 4% ἢ μὲ 6% ἀλλὰ μὲ 100% καὶ ἀκόμη ἀτέλειωτα πιὸ πολύ. Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγρυπνία σᾶς φέρνουν πολλὲς χάρες; Ἀγρυπνῆστε καὶ προσεύχεσθε. Ἡ νηστεία σᾶς φέρνει περισσότερες; Νηστεύετε. Ἡ ἐλεημοσύνη σᾶς φέρνει ἀκόμη περισσότερες; Κάντε ἐλεημοσύνη. (πρβλ. Α´ Κορ. ιβ´ 4· 7-9)
Κατάγομαι ἀπὸ μιὰ οἰκογένεια ἐμπόρων τῆς πόλεως Κούρσκ, συνέχισε ὁ στάρετς, καῖ πρὶν νὰ μπῶ στὸ μοναστήρι, ἐξασκοῦσα μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό μου τὸ ἐμπόριο διαφόρων πραγμάτων, ἰδιαίτερα ἐκείνων ποὺ μᾶς ἔφεραν μεγαλύτερο κέρδος. Κάνετε καὶ σεῖς τὸ ἴδιο, Μπάτουσκα. Ὅπως στὸ ἐμπόριο ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ πραγματοποιήση κανεὶς τὸ μεγαλύτερο δυνατὸν κέρδος, ἔτσι καὶ στὴν χριστιανική μας ζωὴ ὁ σκοπὸς εἶναι ὄχι μόνο νὰ προσευχώμαστε καὶ νὰ κάνουμε τὸ καλό, ἀλλὰ καὶ νὰ λαμβάνουμε ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερες δωρεές (…)
Ἐὰν ἐμβαθύνουμε σωστὰ στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ παραγγέλματα τῶν Ἀποστόλων, θὰ δοῦμε τότε πὼς μὲ τὴ χριστιανικὴ δραστηριότητά μας δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν καλῶν μας πράξεων -ποὺ δὲν ἀποτελοῦν παρὰ τὰ μέσα γιὰ νὰ φθάση κανεὶς στὸ σκοπό- ἀλλὰ τὸ νὰ ἀποκτήσουμε μὲ αὐτὰ τὴ μεγαλύτερη ὠφέλεια, τὰ πλούσια δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Θἄθελα τόσο πολὺ, φίλε τοῦ Θεοῦ, νὰ βρίσκατε καὶ ἐσεῖς αὐτὴ τὴν ἀστείρευτη πηγὴ χάριτος καὶ νὰ ἀναρωτιόσαστε συνεχῶς: “ Ἔχω τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μαζί μου ἢ ὄχι; Ἂν τὸ ἔχω, ἂς εἶναι εὐλογητὸς ὁ Θεός!”
Αὐτὸς ποὺ εἶναι μέσα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἕτοιμος σὲ κάθε λεπτὸ νὰ παρουσιασθῆ μπροστὰ στὸν Ἀνώτατο Κριτή, ἐφ᾽ ὅσον ἔχει λεχθῆ: “Θὰ σᾶς κρίνω στὴν κατάσταση ποὺ θὰ σᾶς βρῶ”. Ἂν ἀντιθέτως δὲν ἔχη πιὰ κανεὶς τὴν βεβαιότητα ὅτι βρίσκεται μέσα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πρέπει νὰ ἀνακαλύψη τὴν αἰτία ποὺ Αὐτὸ τὸν ἐγκατέλειψε καὶ νὰ τὸ ἀναζητήση ἀδιάκοπα μέχρις ὅτου πάλι τὸ ξαναβρῆ».
(Ἀπόσπασμα τῆς συνομιλίας τοῦ Ἁγ. Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ μὲ τὸν Μοτοβίλωφ, ἐν Εἰρήνης Γκοραΐνωφ,Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», σελ. 180· 186-187)
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ετικέτες
῞Αγιον Πνεῦμα,
Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ
Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011
Ἡ ζωὴ εἶνε ἀγώνας. Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
«Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι» (Β΄ Τιμ. 4,7)
Σάλπιγξ οὐράνιος ἦταν καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ σάλπισε στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου τὸ αἰώνιο κήρυγμα, τὸ «Μετανοεῖτε» (Μᾶρκ. 1,15).
* * *
Σήμερα, ποὺ ἀκόμα βρισκόμαστε στὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ νέου ἔτους, θὰ μοῦ ἐπιτρέψε τε νὰ ἐξετάσουμε μαζὶ πρακτικὰ τὸ ἑξῆς σοβαρὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμε τωπίζει ὁ ἄνθρωπος.Ἡ ζωὴ αὐτὴ ποὺ ζοῦμε ἔχει νόημα καὶ σκοπό, ἢ μήπως ἔτσι ἄσκοπα βρισκόμαστε ἐδῶ;
Τί εἶνε αὐτὴ ἡ ζωή; τί νόημα ἔχει; ποιό τὸ χρέος μας;
Πάνω σ᾽ αὐτὸ πολλοί ἔστυψαν τὰ μυαλά τους. Ἀπαντοῦν ποιηταί, φιλόσοφοι, ἱστορικοί, ἀρχαιολόγοι, ἐπι στήμονες ὅλων τῶν κλάδων.
Ἀπαντοῦν καὶ μὲ τὴ ζωή τους πλούσιοι, μεγιστᾶνες, βασιλεῖς, δορυκτήτορες, οἱ πάντες.
Ἀλλ᾽ ἐγώ, ποὺ πιστεύω στὸν Ἐσταυρωμένο, δὲ θὰ ρωτή σω ἐπ᾽ αὐτοῦ κανένα ἄλλον οὔτε θ᾿ ἀκούσω τί λέει ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα.
Ἂν ἀκούσετε τὶς ἀ παντήσεις τους, θὰ δῆτε ὅτι ἡ μία ἀναιρεῖ τὴν ἄλλη· οἱ γνῶμες τους δημιουργοῦν μία Βαβέλ, ἕνα λαβύρινθο, ἀπ᾽ τὸν ὁποῖον εἶνε ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ βγῇ.
Κλείνουμε λοιπὸν τ᾽ αὐτιά μας στὶς φωνὲς τῶν ἄλλων καὶ πᾶμε νοερῶς νὰ ἐπισκεφθοῦμε ἕνα φυλακισμένο, μὲ ἀφορμὴ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα.
Ὥστε ἕνας φυλακισμένος θὰ μπορέσῃ νὰ μᾶς δώσῃ ἀπάντησι στὸ τεράστιο αὐτὸ πρόβλημα;
Ναί, ἀγαπητοί μου. Βρίσκεται μέσα στὰ μπουντρούμια τῆς Ῥώμης κι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα περιμένει νὰ τρίξουν οἱ σιδερένιες πόρτες καὶ νὰ τὸν πάρουν γιὰ νὰ ἐκτελεσθῇ – ἔτσι ὁρίζει τὸ διάτα γμα τοῦ Νέρωνος.
Ἐν ὄψει τοῦ θανάτου ἀναπολεῖ τὸ παρελθόν του, βυθίζεται σὲ στοχασμούς, προσκυνεῖ τὰ ἄχραντα πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου, παίρνει τὴν πέννα καὶ γράφει τὰ τελευταῖα του λόγια· λόγια ποὺ ζυγίζουν περισσότερο ἀπὸ ὅλες τὶς φιλοσοφίες, γιατὶ βγαίνουν μέσα ἀπ᾽ τὸ καμίνι τοῦ πόνου· λόγια ἀλησμόνητα, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ.
Ποιός λοιπὸν εἶνε ὁ φυλακισμένος;
Ἀποκαλυφθῆτε ἐμπρός του· εἶνε ὁ Παῦλος, ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων!
Αὐτὸς εἶνε ὁ φυλακισμένος καὶ τὰ δικά του τελευταῖα λόγια ἀκούσαμε σήμερα.
Γράφει στὸν πιστὸ μαθητή του τὸν Τιμόθεο, πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς Ἐφέσου, καὶ τοῦ λέει· «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα»· ἔχω ἀ γωνισθῆ τὸν καλὸν ἀγῶνα, ἔχω τελειώσει τὸ δρόμο, ἔχω τηρήσει τὴν πίστι (Β΄ Τιμ. 4,7).
Λόγια ἀνεκτίμητα, ποὺ μποροῦν νὰ γίνουν πρόγραμμα ζωῆς τώρα στὴν ἀρχὴ τοῦ ἔτους.
* * *
«Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι…».Στὸ ἐ ρώτημα δηλαδὴ «τί εἶνε ἡ ζωή;» ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαντᾷ καὶ λέει· Ἡ ζωὴ αὐτὴ ―ἂς λέῃ καθένας ὅ,τι θέλει― εἶνε ἀγώνας.
Προσθέτει μάλιστα μιὰ λεξούλα μὲ βαθύτατο νόημα, ποὺ προσδιορίζει τὸ εἶδος τοῦ ἀγῶνος· δὲ λέει ἁ πλῶς «τὸν ἀγῶνα», ἀλλὰ λέει «τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι».
Ὥστε, ἀδελφοί μου, μπορεῖ χίλιοι ἄνθρωποι νὰ ἀγωνίζωνται γιὰ ποικίλους σκοπούς, ἀλλὰ μέσα σ᾽ αὐτοὺς ἕνας νὰ εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται τὸν «καλὸν ἀ γῶνα».
Ὑπάρχει λοιπὸν διάκρισις «ἀγῶνος» καὶ ἀγώνων. Ὑπάρχουν ἀγῶνες, ποὺ τὰ ἐλατήριά τους εἶνε εὐτελῆ, ἰδιοτελῆ, σκοτεινά, ἀπαίσια, καὶ ἀγῶνες φωτεινοὶ σὰν τὸν ἥλιο· ἀγῶ - νες τοῦ σκότους καὶ ἀγῶνες τοῦ φωτός, ἀγῶ - νες τοῦ σατανᾶ καὶ ἀγῶνες τῶν ἀγγέλων.
Ὁ ἀπόστολος κάνει διάκρισι· ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἆραγε, σὲ ποιό εἶδος ἀγῶνος βρισκόμαστε;
Τὸν βλέπετε ἐκεῖνον ἐκεῖ; Εἶνε δραστήριος ὅσο λίγοι. Ξυπνάει τὴ νύχτα, ἐνῷ ὅλοι κοιμοῦνται, κι ἀνοίγει τὰ κατάστιχα καὶ τὰ χρηματοκιβώτια καὶ μετράει τὰ ἔσοδα καὶ ἔξοδα τῶν ἐπιχειρήσεών του.
Τὸ μυαλὸ καὶ ἡ καρδιὰ καὶ τὸ τελευταῖο κύτταρό του φωνάζουν λεφτά!
Ἀγωνίζεται τὰ χίλια νὰ τὰ κάνῃ δύο χιλιάδες, τὶς δύο νὰ τὶς κάνῃ τέσσερις, τὶς τέσσερις ἕξι, νὰ γίνῃ ἑκατομμυριοῦχος, νὰ πηχτώσῃ τὴ θάλασσα μὲ καράβια.
Ποιός δὲ βλέπει ὅτι ὁ ἀγώνας αὐτὸς εἶνε ἀγώνας Ἰούδα Ἰσκαριώτη γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, ἀγώνας σατανικός.
Τὸν βλέπετε τὸν ἄλλο; Αὐτὸς δὲ ζητάει χρήματα, ἀλλὰ ἡ καρδιά του εἶνε ἕνα καζάνι ποὺ βράζει ἀπὸ μῖσος. Ἡ γλῶσσα του στάζει φαρμάκι, τὸ στόμα του ἀφρίζει, τὰ χέρια του γίνονται γροθιὲς καὶ φωνάζει. Τί ζητάει αὐτός;
Ἕνα πρᾶγμα τὸν ἠλεκτρίζει, ἡ ἐκδίκησι. Θάνατος σὲ ὅσους δὲ συμφωνοῦν μαζί του, στοὺς ἀντιπάλους - ἐχθρούς.
Ἀγωνίζεται, ἂν εἶνε δυνατόν, νὰ ἐξοντώσῃ κάθε ἄνθρωπο ἢ λαὸ ποὺ δὲ συμφωνεῖ μὲ τὴ δική του ἰδεολογία.
Τέτοιος ἦταν λ.χ. ὁ Χίτλερ, δαιμονικὸς δικτάτωρ στὴν Εὐρώπη.
Ἔ βγαλε μάλιστα καὶ βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ ἀγώνας μου», ποὺ ἔγινε αἰτία αἱματοκυλίσματος τοῦ κόσμου, καὶ εἶχε τὴν ἀξίωσι οἱ κληρικοὶ νὰ βγάλουν ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴ θέσι του νὰ βάλουν αὐτό, τὸ δικό του ἀντιευαγγέλιο, ποὺ στοίχισε εἴκοσι ἑκατομμύρια νεκρούς, τριπλάσιους τραυματίες, ἐρείπια καὶ καταστροφές.
Νά ἕνας ἀγώνας σατανικός, στὸν ὁποῖο παρέσυρε ἕνα ἔθνος ἰσχυρὸ ἡ μανία ἑνὸς ἀνθρώπου γιὰ ἐκδίκησι.
Δαιμονικοὶ οἱ ἀγῶνες τοῦ πλεονέκτου καὶ φιλαργύρου, τοῦ αἱμοβόρου καὶ ἐκδικητικοῦ· ἀγῶνες καταστροφικοὶ γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τοὺς ἄλλους.
Ἀλλ᾽, ἀδελφοί μου, ἐπιτρέψτε μου τώρα νὰ σᾶς παρουσιάσω καὶ τὸν εὐγενῆ ἀγῶνα τοῦ φωτός, στὸν ὁποῖο καλούμεθα ὅλοι νὰ δώσουμε τὸ παρών.
Εἶνε ὁ ἀγώνας τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ διεξάγεται σὲ πολλὲς ἐπάλξεις.
* Βλέπετε ἐκεῖνο τὸ δάσκαλο, ποὺ μὲ τριμμέ νο παντελόνι μοχθεῖ μέσα στὴν τάξι ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ ἐναντίον τῆς ἀμαθείας καὶ τῆς ἀγραμματοσύνης καὶ προσπαθεῖ τὰ κούτσουρα ποὺ κάθονται στὰ θρανία νὰ τὰ κάνῃ ἔπιπλα;
*Βλέπετε ἐκεῖνο τὸν ἀστυνομικό, ποὺ περιπολεῖ τὴ νύχτα γιὰ τὴν ἀσφάλεια ὅλων;
*Βλέπετε ἐκεῖνο τὸ δικαστικό, ποὺ ἀπὸ τὴν ἕδρα προσπαθεῖ ν᾽ ἀποδώσῃ τὸ δίκαιο καὶ νὰ πατάξῃ τὴν ἀταξία καὶ τὸ ἔγκλημα;
*Βλέπετε τὸν ἐπιστήμονα ποὺ ἐρευνᾷ στὸ ἐργαστήριο νὰ βρῇ τὸ μικρόβιο τῆς ἀσθενείας καὶ νὰ φτειάξῃ τὸ κατάλληλο φάρμακο;
*Βλέπετε τὴν ἀδελφὴ νοσοκόμο ποὺ ξενυχτᾷ κοντὰ στὸν ἄρρωστο τὴν ὥρα τοῦ πόνου;
*Βλέπετε κ᾽ ἐκεῖ πάνω στὰ σύνορα τὸ στρατιώτη ποὺ φρουρεῖ, ὄχι γιὰ κατακτήσεις ἀλλὰ νὰ ἀσφαλίζῃ τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά;
*Βλέπετε τὸ φτωχὸ ἐκεῖνο οἰκογενειάρχη μὲ τὰ πέντε, ἕξι, ἑφτά, ὀχτώ, ἐννιὰ παιδιά;
*Βλέπετε τὸν ἐλεήμονα ποὺ προσφέρει τὰ χρήματά του σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας;
Ὅλοι αὐτοὶ εἶνε ἀγῶνες ἱεροὶ καὶ εὐλογημένοι. Καὶ τώρα ἀνεβῆτε ἀκόμη πιὸ ψηλά· πετάξτε, γίνετε ἀετοί, περάστε στὰ ἄστρα, φθάστε στὸ ὕψος τοῦ μεγάλου ἀγῶνος τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Ἐδῶ εἶνε ὁ ἀγώνας τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς.
Εἶνε ἀγώνας ὄχι πιὰ νὰ μεταβάλουμε τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ μεταβάλουμε τὸν ἑαυτό μας.
Ὦ Θεέ μου! τόσα χρόνια κηρύττω· προσπαθῶ κ᾽ ἐγὼ νὰ μεταβάλω τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ περισσότερο δύσκολο ἀπ᾿ ὅλα εἶνε τοῦτο. Τὸ νὰ μεταβάλῃς τὸν κόσμο εἶνε εὐκολώτερο· τὸ δυσκολώτερο εἶνε ―τὸ λέω ἐξομολογούμενος ἐνώπιόν σας― νὰ μεταβάλω τὸν ἑαυτό μου!
Γιά πιάστε χαρτὶ καὶ καλαμάρι τώρα πού ᾿νε ἀρχὴ τῆς χρονιᾶς· πάρτε μιὰ κόλλα, γράψτε ἐπάνω τὸ ὄνομά σας, κι ἀπὸ κάτω τὰ ἐλαττώματά σας· ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα…
Και συλλογισθῆτε· τί κάνατε γι᾽ αὐτά; κάνατε ποτὲ ἀγῶνα γιὰ νὰ ἐκριζώσετε μέσα ἀπ᾽ τὴν καρ διά σας τὰ πάθη, τὰ ἑωσφορικὰ πάθη;
* * *
Μιὰ φορά, ἀδέρφια μου, θὰ περάσουμε πάνω ἀπ᾿ τὸ φλοῦδι αὐτῆς τῆς γῆς.Ἡ ζωὴ ―ἂς λένε― δὲν εἶνε ἀπόλαυσις, ἐκμετάλλευσις, πλουτισμός, τίποτε ἀπ᾽ αὐτά· ἡ ζωὴ – γράψτε το μὲ κόκκινα γράμματα ὅπως τὸ ἔγραψε ὁ Ναζωραῖος― εἶνε ἀγώνας ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας· ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ τῶν ἁμαρτημάτων μας· ἀγώνας μέχρι θανάτου.
Μακάριος ὁ ἀγωνιστής, αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται στὸν κόσμο αὐτὸν καὶ προτιμᾶ νὰ πέσῃ στὸ πεδίο τῆς τιμῆς φτωχός, ρακένδυτος.
Προτιμῶ νὰ εἶμαι στὴ φυλακὴ μαζὶ μ᾿ ἕνα Παῦλο, παρὰ νὰ εἶμαι στὰ παλάτια μ᾿ ἕνα Νέρωνα.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε λοιπὸν ὅλοι, ὥστε ὅταν φτάσῃ καὶ γιὰ μᾶς ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς νὰ μπορέσουμε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς · «τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα»· τὴν Ὀρ θόδοξο πίστι, στὴν ὁποία νὰ ζοῦμε κι ἀ ναπνέουμε μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν Ι. Ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου πλ. Ὁμονοίας Ἀθηνῶν τὴν 5-1-1964 μὲ ἄλλο τίτλο.
Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 2-1-2011.
paterikoslogos.com/
http://anavaseis.blogspot.com

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ

Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁ Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος, ποὺ στὸν βίο του καὶ στὸ ἔργο του συνδυάζει τὴν μεγάλη πίστη μὲ τὴν βαθειὰ γνώση, τὴν εὐσέβεια μὲ τὴν ἑλληνομάθεια. Σὲ αὐτὴν τὴν μεγάλη Ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα θὰ ἀναφερθοῦμε σήμερα.
Ὁ ἅγιος πατὴρ ἡμῶν Βασίλειος ὁ Μέγας γεννήθηκε τὸ 329 στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ἡ πλούσια καὶ διακεκριμένη οἰκογένειά του διαθέτει ὡς πιὸ τιμητικὸ τίτλο της τὸ ὅτι στόλισε τὴν Ἐκκλησία μὲ σειρὰ ἁγίων, ὡσὰν μὲ πολυτίμους λίθους.
Οἱ γονεῖς του, ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Παλαιὸς καὶ ἡ ἁγία Ἐμμέλεια, κατέστησαν ὀνομαστοὶ γιὰ τὶς ἀρετές, τὴν φροντίδα γιὰ τοὺς πτωχοὺς καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι διαπαιδαγώγησαν τὰ δέκα παιδιά τους στὸν δρόμο τῆς ἁγιωσύνης. Ἡ ἀδελφὴ τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ἡ ἁγία Μακρίνα ἡ Φιλόσοφος (19 Ἰουλ..) ἀληθινὸς πνευματικὸς ὁδηγὸς τῆς οἰκογένειας, παρότρυνε τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἀδελφούς της πρὸς τὸν μοναστικὸ βίο: τὸν ἅγιο Ναυκράτιο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο, μελλοντικὸ ἐπίσκοπο Νύσσης (10 Ἰαν.) καὶ τὸν ἅγιο Πέτρο, μελλοντικὸ ἐπίσκοπο Σεβαστείας.
Ὁ ἅγιος Βασίλειος πέρασε τὴν παιδική του ἡλικία στὴν Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου, ὅπου ἔλαβε τὰ πρῶτα σπέρματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπὸ τὴν μητέρα καὶ τὴν γιαγιά του, τὴν ἁγία Μακρίνα τὴν Παλαιά, μαθήτρια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ (17 Νοεμ.). Ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ πατέρα του, φημισμένου διδασκάλου ρητορικῆς, προόδευσε γρήγορα στὴν θύραθεν γνώση ποὺ φρόντιζε νὰ συνδυάσει μαζὶ μὲ τὴν πρόοδο στὴν ἀρετή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του συνέχισε τὶς σπουδές του, ἀναζητώντας τοὺς καλύτερους διδασκάλους στὰ μεγαλύτερα πολιτιστικὰ κέντρα τῆς ἐποχῆς: τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς ρητορικῆς, στὴν ὁποία ἡ φήμη του τὸν εἶχε προφθάσει, χάρη στὴν μεσολάβηση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχαν γνωρισθεῖ στὴν Καππαδοκία. Ἡ φιλία τους, ἀρχικὰ συνηθισμένη φιλία μεταξὺ ἀνθρώπων, ἐξελίχθηκε σὲ ἱερὴ καὶ πνευματική, ὅταν ἀνακάλυψαν ὅτι καὶ οἱ δύο τους δὲν εἶχαν ἄλλο σκοπὸ παρὰ τὸν θεάρεστο βίο καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν οὐράνιων ἀγαθῶν. Δεμένοι μὲ μεγάλη ἀγάπη, εἶχαν τὰ πάντα κοινά: τὴν διαμονή, τὴν λιτὴ τράπεζα, τὴν ἀπέχθεια γιὰ τὶς ἀσωτίες τῶν συνομηλίκων τους, τὴν ἀκόρεστη δίψα γιὰ γνώση καὶ σοφία, τὴν τόλμη γιὰ ὑψηλὲς θεωρήσεις τῆς διανοίας, τὴν ἀγάπη τῆς ρητορικῆς καὶ προπαντὸς μία ἱερὴ ἅμιλλα στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν τελείωση τῶν ἀρετῶν. Θὰ μπορούσαμε νὰ πιστέψουμε ὅτι εἶχαν μία ψυχὴ σὲ δύο σώματα παρὰ τὸν πολὺ διαφορετικό τους χαρακτήρα. Ὁ Βασίλειος, μὲ τὴν ἀνδρεία του καρδιά, μὲ σκέψη ρωμαλέα καὶ ἀποφασιστική, ἐνδιαφερόταν γιὰ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες καὶ διέπρεπε παντοῦ: τόσο στὴν φιλοσοφία, τὴν γραμματική, τὴν λογική, τὴν ρητορικὴ ὅσο καὶ στὰ μαθηματικά, τὴν ἀστρονομία, ἀκόμη καὶ σὲ πρακτικὲς τέχνες ὅπως ἡ ἰατρική. Ἐκεῖ ὅπου ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶχε ἀπορριφθεῖ περιφρονητικὰ ἀπὸ ἀλαζόνες σοφιστές, ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ἔκαναν νὰ θριαμβεύει ἡ μωρία τοῦ Σταυροῦ, χρησιμοποιώντας τὰ ἴδια τὰ ὅπλα τῆς θύραθεν γνώσεως. Ὁ Βασίλειος ἀπέκτησε τέτοιο κύρος, ὥστε μόλις ἀποπεράτωσε τὶς σπουδές του, οἱ συμφοιτητές του ἤθελαν νὰ τὸν κρατήσουν γιὰ δάσκαλό τους. Ἐκεῖνος ὅμως, διψώντας γιὰ νέους ὁρίζοντες, ἐγκατέλειψε τὴν Ἀθήνα καὶ μαζὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἀφήνοντάς τους γιὰ λίγο καιρὸ ἀκόμη τὸν Γρηγόριο, σὰν ὅμηρο.
Ἐπιστρέφοντας στὴν γενέτειρά του (356) βρῆκε τὴν μητέρα του Ἐμμέλεια καὶ τὴν ἀδελφή του Μακρίνα νὰ ἔχουν μετατρέψει τὴν οἰκογενειακὴ κατοικία τῶν Ἀννήσων σὲ μοναστήρι καὶ τοὺς ἀδελφούς του νὰ ζοῦν καὶ αὐτοὶ μοναχικὴ ζωὴ σὲ γειτνίαση μὲ τοὺς ἄνδρες.
Ἐγκατέλειψε τὴν πολλὰ ὑποσχόμενη σταδιοδρομία τοῦ ρητοροδιδασκάλου, βαπτίσθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ βρεῖ ἕναν πνευματικὸ πατέρα, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁδὸ τοῦ ἀσκητισμοῦ. Μὴ βρίσκοντας στὰ μέρη του, ἐπιχείρησε ἕνα μεγάλο ταξίδι πρὸς τὰ φημισμένα κέντρα τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας: τὴν Αἴγυπτο, τὴν Παλαιστίνη, τὴν Συρία καὶ ἀκόμη τὴν Μεσοποταμία, ὅπου μπόρεσε νὰ θαυμάσει τοὺς ἀσκητικοὺς ἄθλους καὶ τὶς θεῖες ἀρετὲς τῶν ὀνομαστῶν ἀσκητῶν ποὺ ζοῦσαν στοὺς τόπους αὐτούς.
Βρῆκε ἕνα ἔρημο λόφο, στὴν ἄλλη ὄχθη τοῦ Ἴριδα ποταμοῦ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ οἰκογενειακὸ μοναστήρι τῶν Ἀννήσων· ἕναν ἀληθινὸ ἐπίγειο παράδεισο, ὅπου κατάφερε νὰ ἑλκύσει καὶ τὸν Γρηγόριο, ὥστε νὰ ἐγκαταβιώσουν μαζὶ ἀσκητικά, μὲ ἐργόχειρο, μελέτη τῆς Γραφῆς καὶ προσευχή: ὅ,τι ὀνειρεύονταν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ σπούδαζαν στὴν Ἀθήνα.
Μόνος του θησαυρὸς ἦταν ὁ Σταυρός, ποὺ τὸν ἐναγκαλιζόταν μὲ ὅλη του τὴ βιοτή: μὲ τὴν ἄσκηση, ζώντας σὰν νὰ μὴν εἶχε σάρκα, ὑπομένοντας τὴν ἀρρώστια ποὺ θὰ τὸν συντρόφευε ὣς τὸν θάνατό του. Μετὰ ἕναν χρόνο, ὁ Βασίλειος ἔμεινε μόνος καὶ ἀκτινοβολοῦσε σοφία καὶ ἀρετὴ σ’ ὅλη τὴν περιοχή, καὶ πολὺς κόσμος ἐρχόταν νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ: μοναχοί, λαϊκοί, ἀκόμη καὶ παιδιά, ἀπέναντι στὰ ὁποῖα ἔδειχνε μεγάλη τρυφερότητα. Καθὼς ὅλο καὶ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες ἀποφάσιζαν νὰ ἀσπασθοῦν καὶ ἐκεῖνοι τὴν ἰσάγγελο αὐτὴ βιοτή, ὁ Βασίλειος ἄρχισε νὰ συντάσσει γιὰ αὐτοὺς τοὺς περίφημους Ὅρους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται ὡς ὁ ἱδρυτικὸς χάρτης τοῦ μοναχισμοῦ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
Τὸ 360 ἐκλήθη στὴν Καισάρεια καὶ χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Διάνο. Συμμετεῖχε στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας διαπίστωσε μὲ πολλὴ ὀδύνη πόσο κατασπάραζαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οἱ ἀτέλειωτες διαμάχες μεταξὺ ἀρειανοφρόνων, ἠμιαρειανοφρόνων (ὁμοιοσουσιανῶν) καὶ ὀρθοδόξων. Καθὼς ὁ Διάνος ἐνέδωσε ἀπὸ ἀδυναμία καὶ ὑπέγραψε ὁμολογία πίστεως, ποὺ εὐνοοῦσε τοὺς αἱρετικούς, ὁ Βασίλειος ἔκοψε γιὰ ἕνα διάστημα τὴν κοινωνία μαζί του καὶ ἐπέστρεψε στὴν ἡσυχία, ὅπου τὸν ἀντάμωσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀποφύγει τὴν ἀναγκαστική του χειροτονία. Τὸ 363, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν νέο ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο, ὅμως ἡ διαφορὰ ποὺ σύντομα ἀνεφύη μεταξύ τους ἐξ αἰτίας κάποιων ζηλόφθονων κληρικῶν, ἀνάγκασε τὸν Βασίλειο νὰ καταφύγει ξανὰ στὸ ἐρημητήριό του γιὰ νὰ εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία. Ὅσο παρέμεινε ἐκεῖ, συνέχισε νὰ ὀργανώνει τοὺς μοναχούς της Καππαδοκίας σὲ κοινοβιακὲς κοινότητες. Δηλωμένος ὑπέρμαχος τοῦ κοινοβιακοῦ βίου, ὁ ἅγιος Βασίλειος δὲν ἐγκατέλειπε ὡστόσο τὸν πόθο του γιὰ τὴν ἡσυχία.
Ἡ ἀπειλὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἐξ αἰτίας τῆς ἀναρρήσεως στὸν θρόνο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη (365), ποὺ ἦταν φανατικὸς ὑπέρμαχος τοῦ ἀρειανισμοῦ, ἔκανε τὸν Βασίλειο νὰ ἐγκαταλείψει ἐκ νέου τὴν μοναστική του οἰκογένεια, γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ ἐνεργὰ τὴν Ἀλήθεια. Συμφιλιώθηκε μὲ τὸν Εὐσέβιο καὶ ἀνέλαβε τὴν διαπαιδαγώγηση τοῦ λαοῦ τῆς Καισαρείας.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ φοβεροῦ λιμοῦ ποὺ ἔπληξε τὴν πόλη τὸ 367, ἐνήργησε μὲ θαυμαστὴ φιλανθρωπία: μοίρασε τὰ τελευταῖα ὑπάρχοντα ποὺ τοῦ ἀπέμεναν, μὲ τὴν ἀκαταμάχητη εὐγλωττία του ἔκανε ν’ ἀνοίξουν τὰ κελάρια τῶν πλουσίων καὶ τῶν κερδοσκόπων, ἀναλώθηκε χωρὶς φειδὼ στὴν διανομὴ τῶν τροφίμων, θέτοντας τὶς ἰατρικές του γνώσεις στὴν ὑπηρεσία τῶν ἀσθενῶν. Χιλιάδες ἄνθρωποι σώθηκαν ἀπὸ βέβαιο θάνατο καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τους φάνηκε ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο χαιρετίσθηκε ἡ ἐκλογὴ τοῦ Βασιλείου ὡς μητροπολίτη Καισαρείας (370), ἐκλογὴ ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ δυσκολία ἐξ αἰτίας δολοπλοκιῶν ἀπὸ πλευρᾶς τῶν αἱρετικῶν.
Μόλις ἐνθρονίσθηκε, ὁ Βασίλειος ἄρχισε τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἑδραίωση τῆς πίστεως καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως στὸν ἁπλὸ κλῆρο καὶ στοὺς βοηθοὺς ἐπισκόπους. Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας ὅτι ἡ μητρόπολη Καισαρείας ὀρθωνόταν, μόνη μαζὶ μ’ ἐκείνην τῆς Ἀλεξανδρείας, ὡς ὀχυρὸ προπύργιο ἐνάντια στὰ σχέδιά του, ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ ἐπὶ τόπου καὶ ἔστειλε ὡς προπομπό του τὸν ἔπαρχο Μόδεστο γιὰ νὰ καθυποτάξει τὸν ἀτρόμητο ἱεράρχη.
Μία ἡμέρα, ἐπειδὴ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου ἀπειλοῦσαν νὰ καταλάβουν τὴν Ἐκκλησία τῆς Νικαίας, ὁ ἅγιος Βασίλειος, ὡς ἄλλος Ἠλίας (Γ´ Βασ. ΙΗ´ 20-40), πρότεινε ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοὶ νὰ προσευχηθοῦν διαδοχικὰ μπροστὰ στὶς κλειστὲς θύρες τοῦ ναοῦ. Οἱ παρακλήσεις τῶν αἱρετικῶν δὲν ἔφεραν ἀποτέλεσμα, μόλις ὅμως ὁ ἅγιος ὕψωσε τὰ χέρια του γιὰ νὰ ἀναπέμψει τὴν προσευχή του στὸν Κύριο, ὁλόκληρος ὁ ναὸς κλονίσθηκε συθέμελα καὶ οἱ θύρες ἄνοιξαν μόνες τους ἐν μέσῳ ἐπευφημιῶν χαρᾶς τῶν πιστῶν (ἡ μνήμη αὐτοῦ τοῦ θαύματος τιμᾶται στὶς 19 Ἰαν.).
Παρόμοια θεῖα σημεῖα συνέβησαν ἀπ᾽ εὐθείας στὴν οἰκογένεια τοῦ αὐτοκράτορα: ὁ ἑξαετὴς γιός του πέθανε μόλις ὁ Οὐάλης ὑπέγραψε μία αἱρετικὴ ὁμολογία. Καθὼς ἔμπαινε μία ἡμέρα στὴν Ἐκκλησία τῆς Καισαρείας, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ὁ Οὐάλης ἐντυπωσιάσθηκε τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῶν ὕμνων, τὴν εὐταξία τοῦ πληρώματος καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὴν μεγαλοπρέπεια τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὀρθοστατοῦντος μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, ἴδιου μὲ τὸν Ἀρχιερέα τῆς Σωτηρίας μας, ποὺ ἔσπευσε παρὰ τὴν θέλησή του νὰ φέρει τὴν προσφορά του μαζὶ μὲ τοὺς πιστούς. Λίγο ἀργότερα, ὅταν πῆγε νὰ ὑπογράψει τὴν διαταγὴ ἐξορίας τοῦ ἐπισκόπου, ἡ πένα ἔσπασε τρεῖς φορές. Τρομοκρατημένος ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ σημάδια τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτοκράτορας ἔπαψε νὰ παρενοχλεῖ τὸν ἅγιο. Δὲν ἐγκατέλειψε ὡστόσο τὴν πολιτική του: διαίρεσε τὴν Καππαδοκία σὲ δύο ἐκκλησιαστικὲς μητροπόλεις, σκεπτόμενος ὅτι ἔτσι θὰ μείωνε τὴν ἐπιρροὴ τοῦ ἐπισκόπου Καισαρείας. Ὁ Βασίλειος ἀντέδρασε πάραυτα δημιουργώντας νέες ἐπισκοπές, ὅπου ἐνθρόνισε ἀνθρώπους τῆς ἐμπιστοσύνης του ( τὸν ἀδελφό του Γρηγόριο στὴν Νύσσα, τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο στὰ Σάσιμα).
Ὅσον ἀφορᾶ στὸ δογματικὸ ἐπίπεδο, ἔχοντας ἤδη ἀναιρέσει τὶς θέσεις τῶν ἀκραίων ἀρειανοφρόνων ὁ ἅγιος Βασίλειος στράφηκε ἐναντίον τῶν ἠμι-ἀρειανοφρόνων (ὁμοιοουσιανῶν), οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὴν φαινομενικὴ συγγένειά τους μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, προκάλεσαν ἐξ ἴσου ἀναστάτωση μὲ πολύπλοκες προσωπικὲς φιλονικίες.
Ὄντας ὁ ἴδιος κριτήριο τῆς Ἀληθείας, ἀσκοῦσε τὴν ἐξουσία του πολὺ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐπισκοπῆς του. Ὡς ἄλλος ἀετὸς ποὺ ὑψώνεται μεσοούρανα, ἐπιστατοῦσε στὰ πάντα, προστατεύοντας ὅλες τὶς ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονταν σὲ ἀπόγνωση, σκεπάζοντάς τες μὲ τὶς φτεροῦγες του.
Παρὰ τὴν δραστηριότητά του αὐτὴ ὁ ἅγιος Βασίλειος δὲν παραμελοῦσε τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα, οὔτε ἔπαυε νὰ ἀποτελεῖ σπλαγχνικὸ πατέρα γιὰ τὸν κάθε πιστό. Ἡ φροντίδα του γιὰ τοὺς πτωχοὺς ἦταν ἀπεριόριστη: συνεχίζοντας τὸ ἔργο ποὺ εἶχε ἀναλάβει ὅταν ἦταν ἱερέας, οἰκοδόμησε λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Καισάρεια ἕνα τεράστιο φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα, τὴν «πολιτεία τοῦ ἐλέους», ποὺ ὀνομάσθηκε ἀργότερα «Βασιλειάδα», καὶ συγκέντρωνε γύρω ἀπὸ ἕναν ναὸ γηροκομεῖα, νοσοκομεῖα, λεπροκομεῖο, σχολεῖο, κ.λπ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνεχίζει ὣς τὶς ἡμέρες μας νὰ τελεῖ τὴν Λειτουργία ποὺ συνέθεσε καὶ νὰ προσεύχεται μὲ τὶς δικές του εὐχές, ποὺ εἶναι πλήρεις ὑψηλῆς θεολογικῆς ἐμπνεύσεως. Προέτρεπε ἐπίσης ὁ Βασίλειος τοὺς πιστοὺς νὰ συνέρχονται στὶς ἑορτὲς πρὸς τιμὴν τῶν μαρτύρων καθὼς καὶ νὰ τιμοῦν τὰ ἅγια λείψανα.
Οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, φωστήρας τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, πατέρας τοῦ μοναχισμοῦ, προστάτης τῶν πενήτων, προνοητὴς γιὰ ὅλους ὅσοι ἐλπίζουν στὸν Θεό, ὁ ἅγιος Βασίλειος ὑπῆρξε τὸ τέλειο πρότυπο τοῦ ἐπισκόπου, ζῶσα εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, δι᾽ αὐτοῦ γινόταν τὰ πάντα τοῖς πάσι, μιλώντας μὲ τὰ λόγια του καὶ διανέμοντας μὲ τὶς πράξεις του τοὺς θησαυροὺς τῆς φιλάνθρωπης Ἀγάπης τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅμως, ὡς ἄνθρωπος δὲν γνώρισε παρὰ ἀποτυχίες, συκοφαντίες καὶ κάθε λογῆς θλίψη. Παρὰ τὶς προσπάθειές του, οἱ διαιρέσεις ἐπέμεναν σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ κάθε ἄλλος στὴν θέση του θὰ εἶχε ἀπελπισθεῖ, ὅτι θὰ δεῖ μία ἡμέρα νὰ ἀποκαθίσταται ἡ εἰρήνη. Ἕναν μόλις χρόνο πρὶν τὴν κοίμησή του, καθὼς ὁ Οὐάλης πέθανε κατὰ τὴν ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Γότθων (378), τὸν διαδέχθηκε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ὁ εὐσεβὴς Θεοδόσιος, ὁ ὁποῖος ἄρχισε χωρὶς χρονοτριβὴ νὰ καταδιώκει τοὺς ἀρεινόφρονες καὶ νὰ ἀποκαθιστᾶ τοὺς ὀρθοδόξους ἐπισκόπους στὶς ἕδρες τους. Μὲ σῶμα καταπονημένο ἀπὸ ἀρρώστια καὶ στερήσεις, ὁ ἅγιος παρέδωκε τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ τὴν 1η Ἰανουαρίου 379, προτοῦ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ τὸ ἐπιστέγασμα τῶν ἔργων του, κατὰ τὴν Δευτέρα Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη (381). Ἡ κηδεία του, ποὺ ὑπῆρξε πάνδημος, κατέδειξε τὸν θρίαμβό του. Ἔμοιαζε νὰ εἶχαν συναχθεῖ γιὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, καὶ ἔγιναν μάλιστα τότε καὶ πολλὰ θαύματα. Σύμφωνα μὲ τὸ ὄνομα ποὺ ἔφερε, ὁ ἅγιος Βασίλειος κατέχει τώρα «βασιλικὴ» θέση στὴν αὐλὴ τῶν ἁγίων Πατέρων, πλησίον τοῦ θρόνου τοῦ οὐρανίου Βασιλέως.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος τιμᾶται καὶ ὡς προστάτης τῶν παιδιῶν.
(Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἐκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
Ὁ ἅγιος Βασίλειος πέρασε τὴν παιδική του ἡλικία στὴν Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου, ὅπου ἔλαβε τὰ πρῶτα σπέρματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπὸ τὴν μητέρα καὶ τὴν γιαγιά του, τὴν ἁγία Μακρίνα τὴν Παλαιά, μαθήτρια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ (17 Νοεμ.). Ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ πατέρα του, φημισμένου διδασκάλου ρητορικῆς, προόδευσε γρήγορα στὴν θύραθεν γνώση ποὺ φρόντιζε νὰ συνδυάσει μαζὶ μὲ τὴν πρόοδο στὴν ἀρετή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του συνέχισε τὶς σπουδές του, ἀναζητώντας τοὺς καλύτερους διδασκάλους στὰ μεγαλύτερα πολιτιστικὰ κέντρα τῆς ἐποχῆς: τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς ρητορικῆς, στὴν ὁποία ἡ φήμη του τὸν εἶχε προφθάσει, χάρη στὴν μεσολάβηση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχαν γνωρισθεῖ στὴν Καππαδοκία. Ἡ φιλία τους, ἀρχικὰ συνηθισμένη φιλία μεταξὺ ἀνθρώπων, ἐξελίχθηκε σὲ ἱερὴ καὶ πνευματική, ὅταν ἀνακάλυψαν ὅτι καὶ οἱ δύο τους δὲν εἶχαν ἄλλο σκοπὸ παρὰ τὸν θεάρεστο βίο καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν οὐράνιων ἀγαθῶν. Δεμένοι μὲ μεγάλη ἀγάπη, εἶχαν τὰ πάντα κοινά: τὴν διαμονή, τὴν λιτὴ τράπεζα, τὴν ἀπέχθεια γιὰ τὶς ἀσωτίες τῶν συνομηλίκων τους, τὴν ἀκόρεστη δίψα γιὰ γνώση καὶ σοφία, τὴν τόλμη γιὰ ὑψηλὲς θεωρήσεις τῆς διανοίας, τὴν ἀγάπη τῆς ρητορικῆς καὶ προπαντὸς μία ἱερὴ ἅμιλλα στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν τελείωση τῶν ἀρετῶν. Θὰ μπορούσαμε νὰ πιστέψουμε ὅτι εἶχαν μία ψυχὴ σὲ δύο σώματα παρὰ τὸν πολὺ διαφορετικό τους χαρακτήρα. Ὁ Βασίλειος, μὲ τὴν ἀνδρεία του καρδιά, μὲ σκέψη ρωμαλέα καὶ ἀποφασιστική, ἐνδιαφερόταν γιὰ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες καὶ διέπρεπε παντοῦ: τόσο στὴν φιλοσοφία, τὴν γραμματική, τὴν λογική, τὴν ρητορικὴ ὅσο καὶ στὰ μαθηματικά, τὴν ἀστρονομία, ἀκόμη καὶ σὲ πρακτικὲς τέχνες ὅπως ἡ ἰατρική. Ἐκεῖ ὅπου ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶχε ἀπορριφθεῖ περιφρονητικὰ ἀπὸ ἀλαζόνες σοφιστές, ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ἔκαναν νὰ θριαμβεύει ἡ μωρία τοῦ Σταυροῦ, χρησιμοποιώντας τὰ ἴδια τὰ ὅπλα τῆς θύραθεν γνώσεως. Ὁ Βασίλειος ἀπέκτησε τέτοιο κύρος, ὥστε μόλις ἀποπεράτωσε τὶς σπουδές του, οἱ συμφοιτητές του ἤθελαν νὰ τὸν κρατήσουν γιὰ δάσκαλό τους. Ἐκεῖνος ὅμως, διψώντας γιὰ νέους ὁρίζοντες, ἐγκατέλειψε τὴν Ἀθήνα καὶ μαζὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἀφήνοντάς τους γιὰ λίγο καιρὸ ἀκόμη τὸν Γρηγόριο, σὰν ὅμηρο.
Ἐπιστρέφοντας στὴν γενέτειρά του (356) βρῆκε τὴν μητέρα του Ἐμμέλεια καὶ τὴν ἀδελφή του Μακρίνα νὰ ἔχουν μετατρέψει τὴν οἰκογενειακὴ κατοικία τῶν Ἀννήσων σὲ μοναστήρι καὶ τοὺς ἀδελφούς του νὰ ζοῦν καὶ αὐτοὶ μοναχικὴ ζωὴ σὲ γειτνίαση μὲ τοὺς ἄνδρες.
Ἐγκατέλειψε τὴν πολλὰ ὑποσχόμενη σταδιοδρομία τοῦ ρητοροδιδασκάλου, βαπτίσθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ βρεῖ ἕναν πνευματικὸ πατέρα, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁδὸ τοῦ ἀσκητισμοῦ. Μὴ βρίσκοντας στὰ μέρη του, ἐπιχείρησε ἕνα μεγάλο ταξίδι πρὸς τὰ φημισμένα κέντρα τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας: τὴν Αἴγυπτο, τὴν Παλαιστίνη, τὴν Συρία καὶ ἀκόμη τὴν Μεσοποταμία, ὅπου μπόρεσε νὰ θαυμάσει τοὺς ἀσκητικοὺς ἄθλους καὶ τὶς θεῖες ἀρετὲς τῶν ὀνομαστῶν ἀσκητῶν ποὺ ζοῦσαν στοὺς τόπους αὐτούς.
Βρῆκε ἕνα ἔρημο λόφο, στὴν ἄλλη ὄχθη τοῦ Ἴριδα ποταμοῦ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ οἰκογενειακὸ μοναστήρι τῶν Ἀννήσων· ἕναν ἀληθινὸ ἐπίγειο παράδεισο, ὅπου κατάφερε νὰ ἑλκύσει καὶ τὸν Γρηγόριο, ὥστε νὰ ἐγκαταβιώσουν μαζὶ ἀσκητικά, μὲ ἐργόχειρο, μελέτη τῆς Γραφῆς καὶ προσευχή: ὅ,τι ὀνειρεύονταν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ σπούδαζαν στὴν Ἀθήνα.
Μόνος του θησαυρὸς ἦταν ὁ Σταυρός, ποὺ τὸν ἐναγκαλιζόταν μὲ ὅλη του τὴ βιοτή: μὲ τὴν ἄσκηση, ζώντας σὰν νὰ μὴν εἶχε σάρκα, ὑπομένοντας τὴν ἀρρώστια ποὺ θὰ τὸν συντρόφευε ὣς τὸν θάνατό του. Μετὰ ἕναν χρόνο, ὁ Βασίλειος ἔμεινε μόνος καὶ ἀκτινοβολοῦσε σοφία καὶ ἀρετὴ σ’ ὅλη τὴν περιοχή, καὶ πολὺς κόσμος ἐρχόταν νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ: μοναχοί, λαϊκοί, ἀκόμη καὶ παιδιά, ἀπέναντι στὰ ὁποῖα ἔδειχνε μεγάλη τρυφερότητα. Καθὼς ὅλο καὶ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες ἀποφάσιζαν νὰ ἀσπασθοῦν καὶ ἐκεῖνοι τὴν ἰσάγγελο αὐτὴ βιοτή, ὁ Βασίλειος ἄρχισε νὰ συντάσσει γιὰ αὐτοὺς τοὺς περίφημους Ὅρους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται ὡς ὁ ἱδρυτικὸς χάρτης τοῦ μοναχισμοῦ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
Τὸ 360 ἐκλήθη στὴν Καισάρεια καὶ χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Διάνο. Συμμετεῖχε στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας διαπίστωσε μὲ πολλὴ ὀδύνη πόσο κατασπάραζαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οἱ ἀτέλειωτες διαμάχες μεταξὺ ἀρειανοφρόνων, ἠμιαρειανοφρόνων (ὁμοιοσουσιανῶν) καὶ ὀρθοδόξων. Καθὼς ὁ Διάνος ἐνέδωσε ἀπὸ ἀδυναμία καὶ ὑπέγραψε ὁμολογία πίστεως, ποὺ εὐνοοῦσε τοὺς αἱρετικούς, ὁ Βασίλειος ἔκοψε γιὰ ἕνα διάστημα τὴν κοινωνία μαζί του καὶ ἐπέστρεψε στὴν ἡσυχία, ὅπου τὸν ἀντάμωσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀποφύγει τὴν ἀναγκαστική του χειροτονία. Τὸ 363, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν νέο ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο, ὅμως ἡ διαφορὰ ποὺ σύντομα ἀνεφύη μεταξύ τους ἐξ αἰτίας κάποιων ζηλόφθονων κληρικῶν, ἀνάγκασε τὸν Βασίλειο νὰ καταφύγει ξανὰ στὸ ἐρημητήριό του γιὰ νὰ εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία. Ὅσο παρέμεινε ἐκεῖ, συνέχισε νὰ ὀργανώνει τοὺς μοναχούς της Καππαδοκίας σὲ κοινοβιακὲς κοινότητες. Δηλωμένος ὑπέρμαχος τοῦ κοινοβιακοῦ βίου, ὁ ἅγιος Βασίλειος δὲν ἐγκατέλειπε ὡστόσο τὸν πόθο του γιὰ τὴν ἡσυχία.
Ἡ ἀπειλὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἐξ αἰτίας τῆς ἀναρρήσεως στὸν θρόνο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη (365), ποὺ ἦταν φανατικὸς ὑπέρμαχος τοῦ ἀρειανισμοῦ, ἔκανε τὸν Βασίλειο νὰ ἐγκαταλείψει ἐκ νέου τὴν μοναστική του οἰκογένεια, γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ ἐνεργὰ τὴν Ἀλήθεια. Συμφιλιώθηκε μὲ τὸν Εὐσέβιο καὶ ἀνέλαβε τὴν διαπαιδαγώγηση τοῦ λαοῦ τῆς Καισαρείας.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ φοβεροῦ λιμοῦ ποὺ ἔπληξε τὴν πόλη τὸ 367, ἐνήργησε μὲ θαυμαστὴ φιλανθρωπία: μοίρασε τὰ τελευταῖα ὑπάρχοντα ποὺ τοῦ ἀπέμεναν, μὲ τὴν ἀκαταμάχητη εὐγλωττία του ἔκανε ν’ ἀνοίξουν τὰ κελάρια τῶν πλουσίων καὶ τῶν κερδοσκόπων, ἀναλώθηκε χωρὶς φειδὼ στὴν διανομὴ τῶν τροφίμων, θέτοντας τὶς ἰατρικές του γνώσεις στὴν ὑπηρεσία τῶν ἀσθενῶν. Χιλιάδες ἄνθρωποι σώθηκαν ἀπὸ βέβαιο θάνατο καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τους φάνηκε ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο χαιρετίσθηκε ἡ ἐκλογὴ τοῦ Βασιλείου ὡς μητροπολίτη Καισαρείας (370), ἐκλογὴ ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ δυσκολία ἐξ αἰτίας δολοπλοκιῶν ἀπὸ πλευρᾶς τῶν αἱρετικῶν.
Μόλις ἐνθρονίσθηκε, ὁ Βασίλειος ἄρχισε τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἑδραίωση τῆς πίστεως καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως στὸν ἁπλὸ κλῆρο καὶ στοὺς βοηθοὺς ἐπισκόπους. Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας ὅτι ἡ μητρόπολη Καισαρείας ὀρθωνόταν, μόνη μαζὶ μ’ ἐκείνην τῆς Ἀλεξανδρείας, ὡς ὀχυρὸ προπύργιο ἐνάντια στὰ σχέδιά του, ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ ἐπὶ τόπου καὶ ἔστειλε ὡς προπομπό του τὸν ἔπαρχο Μόδεστο γιὰ νὰ καθυποτάξει τὸν ἀτρόμητο ἱεράρχη.
Μία ἡμέρα, ἐπειδὴ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου ἀπειλοῦσαν νὰ καταλάβουν τὴν Ἐκκλησία τῆς Νικαίας, ὁ ἅγιος Βασίλειος, ὡς ἄλλος Ἠλίας (Γ´ Βασ. ΙΗ´ 20-40), πρότεινε ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοὶ νὰ προσευχηθοῦν διαδοχικὰ μπροστὰ στὶς κλειστὲς θύρες τοῦ ναοῦ. Οἱ παρακλήσεις τῶν αἱρετικῶν δὲν ἔφεραν ἀποτέλεσμα, μόλις ὅμως ὁ ἅγιος ὕψωσε τὰ χέρια του γιὰ νὰ ἀναπέμψει τὴν προσευχή του στὸν Κύριο, ὁλόκληρος ὁ ναὸς κλονίσθηκε συθέμελα καὶ οἱ θύρες ἄνοιξαν μόνες τους ἐν μέσῳ ἐπευφημιῶν χαρᾶς τῶν πιστῶν (ἡ μνήμη αὐτοῦ τοῦ θαύματος τιμᾶται στὶς 19 Ἰαν.).
Παρόμοια θεῖα σημεῖα συνέβησαν ἀπ᾽ εὐθείας στὴν οἰκογένεια τοῦ αὐτοκράτορα: ὁ ἑξαετὴς γιός του πέθανε μόλις ὁ Οὐάλης ὑπέγραψε μία αἱρετικὴ ὁμολογία. Καθὼς ἔμπαινε μία ἡμέρα στὴν Ἐκκλησία τῆς Καισαρείας, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ὁ Οὐάλης ἐντυπωσιάσθηκε τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῶν ὕμνων, τὴν εὐταξία τοῦ πληρώματος καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὴν μεγαλοπρέπεια τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὀρθοστατοῦντος μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, ἴδιου μὲ τὸν Ἀρχιερέα τῆς Σωτηρίας μας, ποὺ ἔσπευσε παρὰ τὴν θέλησή του νὰ φέρει τὴν προσφορά του μαζὶ μὲ τοὺς πιστούς. Λίγο ἀργότερα, ὅταν πῆγε νὰ ὑπογράψει τὴν διαταγὴ ἐξορίας τοῦ ἐπισκόπου, ἡ πένα ἔσπασε τρεῖς φορές. Τρομοκρατημένος ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ σημάδια τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτοκράτορας ἔπαψε νὰ παρενοχλεῖ τὸν ἅγιο. Δὲν ἐγκατέλειψε ὡστόσο τὴν πολιτική του: διαίρεσε τὴν Καππαδοκία σὲ δύο ἐκκλησιαστικὲς μητροπόλεις, σκεπτόμενος ὅτι ἔτσι θὰ μείωνε τὴν ἐπιρροὴ τοῦ ἐπισκόπου Καισαρείας. Ὁ Βασίλειος ἀντέδρασε πάραυτα δημιουργώντας νέες ἐπισκοπές, ὅπου ἐνθρόνισε ἀνθρώπους τῆς ἐμπιστοσύνης του ( τὸν ἀδελφό του Γρηγόριο στὴν Νύσσα, τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο στὰ Σάσιμα).
Ὅσον ἀφορᾶ στὸ δογματικὸ ἐπίπεδο, ἔχοντας ἤδη ἀναιρέσει τὶς θέσεις τῶν ἀκραίων ἀρειανοφρόνων ὁ ἅγιος Βασίλειος στράφηκε ἐναντίον τῶν ἠμι-ἀρειανοφρόνων (ὁμοιοουσιανῶν), οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὴν φαινομενικὴ συγγένειά τους μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, προκάλεσαν ἐξ ἴσου ἀναστάτωση μὲ πολύπλοκες προσωπικὲς φιλονικίες.
Ὄντας ὁ ἴδιος κριτήριο τῆς Ἀληθείας, ἀσκοῦσε τὴν ἐξουσία του πολὺ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐπισκοπῆς του. Ὡς ἄλλος ἀετὸς ποὺ ὑψώνεται μεσοούρανα, ἐπιστατοῦσε στὰ πάντα, προστατεύοντας ὅλες τὶς ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονταν σὲ ἀπόγνωση, σκεπάζοντάς τες μὲ τὶς φτεροῦγες του.
Παρὰ τὴν δραστηριότητά του αὐτὴ ὁ ἅγιος Βασίλειος δὲν παραμελοῦσε τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα, οὔτε ἔπαυε νὰ ἀποτελεῖ σπλαγχνικὸ πατέρα γιὰ τὸν κάθε πιστό. Ἡ φροντίδα του γιὰ τοὺς πτωχοὺς ἦταν ἀπεριόριστη: συνεχίζοντας τὸ ἔργο ποὺ εἶχε ἀναλάβει ὅταν ἦταν ἱερέας, οἰκοδόμησε λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Καισάρεια ἕνα τεράστιο φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα, τὴν «πολιτεία τοῦ ἐλέους», ποὺ ὀνομάσθηκε ἀργότερα «Βασιλειάδα», καὶ συγκέντρωνε γύρω ἀπὸ ἕναν ναὸ γηροκομεῖα, νοσοκομεῖα, λεπροκομεῖο, σχολεῖο, κ.λπ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνεχίζει ὣς τὶς ἡμέρες μας νὰ τελεῖ τὴν Λειτουργία ποὺ συνέθεσε καὶ νὰ προσεύχεται μὲ τὶς δικές του εὐχές, ποὺ εἶναι πλήρεις ὑψηλῆς θεολογικῆς ἐμπνεύσεως. Προέτρεπε ἐπίσης ὁ Βασίλειος τοὺς πιστοὺς νὰ συνέρχονται στὶς ἑορτὲς πρὸς τιμὴν τῶν μαρτύρων καθὼς καὶ νὰ τιμοῦν τὰ ἅγια λείψανα.
Οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, φωστήρας τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, πατέρας τοῦ μοναχισμοῦ, προστάτης τῶν πενήτων, προνοητὴς γιὰ ὅλους ὅσοι ἐλπίζουν στὸν Θεό, ὁ ἅγιος Βασίλειος ὑπῆρξε τὸ τέλειο πρότυπο τοῦ ἐπισκόπου, ζῶσα εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, δι᾽ αὐτοῦ γινόταν τὰ πάντα τοῖς πάσι, μιλώντας μὲ τὰ λόγια του καὶ διανέμοντας μὲ τὶς πράξεις του τοὺς θησαυροὺς τῆς φιλάνθρωπης Ἀγάπης τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅμως, ὡς ἄνθρωπος δὲν γνώρισε παρὰ ἀποτυχίες, συκοφαντίες καὶ κάθε λογῆς θλίψη. Παρὰ τὶς προσπάθειές του, οἱ διαιρέσεις ἐπέμεναν σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ κάθε ἄλλος στὴν θέση του θὰ εἶχε ἀπελπισθεῖ, ὅτι θὰ δεῖ μία ἡμέρα νὰ ἀποκαθίσταται ἡ εἰρήνη. Ἕναν μόλις χρόνο πρὶν τὴν κοίμησή του, καθὼς ὁ Οὐάλης πέθανε κατὰ τὴν ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Γότθων (378), τὸν διαδέχθηκε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ὁ εὐσεβὴς Θεοδόσιος, ὁ ὁποῖος ἄρχισε χωρὶς χρονοτριβὴ νὰ καταδιώκει τοὺς ἀρεινόφρονες καὶ νὰ ἀποκαθιστᾶ τοὺς ὀρθοδόξους ἐπισκόπους στὶς ἕδρες τους. Μὲ σῶμα καταπονημένο ἀπὸ ἀρρώστια καὶ στερήσεις, ὁ ἅγιος παρέδωκε τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ τὴν 1η Ἰανουαρίου 379, προτοῦ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ τὸ ἐπιστέγασμα τῶν ἔργων του, κατὰ τὴν Δευτέρα Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη (381). Ἡ κηδεία του, ποὺ ὑπῆρξε πάνδημος, κατέδειξε τὸν θρίαμβό του. Ἔμοιαζε νὰ εἶχαν συναχθεῖ γιὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, καὶ ἔγιναν μάλιστα τότε καὶ πολλὰ θαύματα. Σύμφωνα μὲ τὸ ὄνομα ποὺ ἔφερε, ὁ ἅγιος Βασίλειος κατέχει τώρα «βασιλικὴ» θέση στὴν αὐλὴ τῶν ἁγίων Πατέρων, πλησίον τοῦ θρόνου τοῦ οὐρανίου Βασιλέως.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος τιμᾶται καὶ ὡς προστάτης τῶν παιδιῶν.
(Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἐκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
ΠΗΓΗ στὸ Διαδίκτυο http://mkka.blogspot.com
& http://christianvivliografia.wordpress.com 
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)