"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΙΚΗ ΣΤΟΝ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΚΑΪ



᾿Εφημερίδα "Παρασκευή καί 13": "Φωτιές στήν ῾Ιεραρχία ἀνάβει ἡ Κάρτα τοῦ Πολίτη"



Εισαγωγικό σχόλιο απο το Ο.Π:
Όπως θα διαβάσετε  στα αποσπάσματα του άρθρου  που δημοσιεύτηκε σήμερα 11/2/11 στην εφημερίδα "Παρασκευή και 13", μέσα  σε 5 μόλις  ημέρες οι 100- 200 φανατικοί έγιναν "πάνω απο 2.500,  η πλειονότητα των οποίων ήταν μέλη ενοριών".
Αναφερόμαστε γενικά στα  ΜΜΕ,  τα οποία  προεξοφλούσαν ότι  η συγκέντρωση  εναντίον της Κάρτας του Πολίτη  και  κάθε άλλης  κάρτας- εργαλείου της παγκόσμιας ηλεκτρονικής διακυβέρνσης, θα μαζέψει  μόνο μερικούς  "φανατικούς"  που δρούν στο περιθώριο  παραεκκλησιαστικών  και παραθρησκευτικών  οργανώσεων, ή ακόμα και  "ακροδεξιά  και εθνικιστικά  στοιχεία".
Ας δούμε μερικά αποσπάσματα  απο τον εν λόγω άρθρο:





 "Φωτιές στην Ιεραρχία ανάβει η Κάρτα του Πολίτη"


Μπορεί να ξεπέρασαν  τους 2.500 αυτοί που συγκεντρώθηκαν την Κυριακή  έξω απο την Βουλή για να  διαμαρτυρηθούν  για την Κάρτα του Πολίτη, όμως  η σύνθεση  των διαδηλωτών δεν επιτρέπει  εφησυχασμούς στην Ιεραρχία  πως το θέμα  των αντιδράσεων  θα κλείσει  εύκολα  και, το σημαντικότερο, πως μερίδα πιστών  θα αφήσει  την Ιερά Σύνοδο  να χειριστεί  εν λευκώ  το ζήτημα  με την κυβέρνηση.
Αν ήταν  μόνο τα μέλη  παλαιοημερολογιτικών  οργανώσεων  ή του γνωστού αρχιμανδρίτη Νεκτάριου Μουλατσιώτη απο την μονή  των "παπαροκάδων" στο Τρίκορφο της Φωκίδας, τότε  εύκολα  θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί  η ιστορία  αυτή  με τις γνωστές κριτικές  γιατις ομάδες των "σκληρών" που δεν χάνουν  ευκαιρία να αντιπολιτεύονται  την επίσημη Εκκλησία.
Όμως την Κυριακή  στο Σύνταγμα βρέθηκαν  και γνωστοί κληρικοί  της επίσημης Εκκλησίας  που ο λόγος τους  πιάνει στους πιστούς ,όπως ο ιερέας  Σαράντης Σαράντος  απο την μητρόπολη Κηφησίας ,Αμαρουσίου  και Ωρωπού  μαζί με μέλη  ενοριών  που αποτελούσαν και την πλειονότητα  των συγκεντρωμένων.
Διαβάστηκαν επίσης μηνύματα συμπαράστασης  που έστειλαν δύο μητροπολίτες, οι  Αιτωλίας Κοσμάς  και Γόρτυνος Ιερεμίας. 
Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε  και τους μητροπολίτες  που μπορεί να μην έστειλαν μήνυμα , αλλά έχουν  κατά καιρούς  εκφράσει δημόσια  τις αντιρρήσεις  ή και απλώς  τις επιφυλάξεις τους (Θεσσαλονίκης,Λαρίσης, Αλεξανδρουπόλεως, Καλαβρύτων, Κονίτσης,Πειραιώς, Κηφησίας, Αργολίδος, Μεσογαίας, Πατρών, και άλλοι), τότε ο Αρχιεπίσκοπος  αλλά και η κυβέρνηση θα πρέπει να προσέξουν πολύ, ώστε να μην  ανάψει  ακόμη μια φωτιά  μέσα σε όλες τις άλλες....

Τὰ μαῦρα κούτσουρα / Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος





Σοβαρὸς καὶ ἀρχαϊκός, γαλανὸς καὶ ἀνοιχτοπρόσωπος ὁ κὺρ Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου, μὲ τὰς πλατείας χειρίδας, τὴν κεντητὴν ζώνην, καὶ τὰ στιλπνὰ πανοβράκια του, ἐσύχναζε καθ᾿ ἑκάστην εἰς τὸ Κιόσκι... ἐντὸς τῆς σιδηρᾶς πύλης τοῦ Κάστρου, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὸ μικρὸν τζαμί, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο διὰ τὸν τύπον ἐκεῖ, τάχα διὰ τὰς θρησκευτικὰς ἀνάγκας τοῦ μοναδικοῦ Ἀγᾶ, ὅστις εὑρίσκετο ὡς σημεῖον συνδέσμου καὶ ὑποταγῆς ἐφ᾿ ὅλης τῆς νήσου. Ἐκεῖ ἐσυναθροίζοντο ὅλοι οἱ προεστοί, πρόκριτοι καὶ δημογέροντες τοῦ τόπου, διὰ νὰ καπνίζουν τὸ μακρὸν τσιμπούκι, νὰ πίνουν τὸ σερμπέτι, καὶ νὰ συζητοῦν ὡς μεγάλα κεφάλια, τὰ συμφέροντα ὅλης τῆς κοινότητος. Ἐσχάτως μόνον τὸ σερμπέτι ἤρχισε ν᾿ ἀντικαθιστᾷ ὁ καφές, τὸν ὁποῖον ἐκόμισε πρῶτος, ἐπιστρέψας ἄρτι ἐκ τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ κὺρ Ἀλεξανδράκης ὁ Λογοθέτης, μεγαλέμπορος καὶ πρῶτος προεστὼς τοῦ Κάστρου.

Συνήθως οἱ προεστοὶ ἦσαν βραχυλόγοι. Ἔσφιγγον τὰ χείλη, καὶ δυσκόλως ἔφευγε λόγος τὸ ἕρκος τῶν ὀδόντων των. Ἔμεναν πάντοτε ἀμφίῤῥοποι, καὶ δὲν ἐξεφράζοντο ποτὲ ἀρκετὰ σαφῶς διὰ πᾶν ζήτημα. Ὁ κὺρ Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου ἔλεγε μόνος του εἰς μίαν ἡμέραν τόσα λόγια, ὅσα δὲν ἔλεγαν εἰς δέκα συνεδριάσεις ὅλοι ὁμοῦ οἱ προεστοί. Πλήν, μὲ ὅλην τὴν στωμυλίαν ταύτην, κανὲν ὑποκείμενον δὲν ἐσαφηνίζετο. Οὔτε ὁ λέγων ἐφαίνετο νὰ ἠξεύρῃ ἀκριβῶς τί ἔλεγεν, οὔτε οἱ ἀκροαταί του ἐνόουν εὐκρινῶς τί ἤθελεν ὁ ἀγορητὴς νὰ εἴπῃ.

Ἐκεῖνο τὸ Σάββατον, ὁποὺ ὁ κὺρ Δημητράκης ἐπέστρεφεν οἴκαδε περὶ τὴν μεσημβρίαν, σοβαρὸς καὶ γαλήνιος, σκεπτικὸς εἰς ὅλον τὸν δρόμον, εἶχε συζητηθῆ θέμα πολὺ εὐγενὲς εἰς τὸ Κιόσκι, εἰς τὴν συνάθροισιν τῶν προεστῶν. Ἐπρόκειτο περὶ παίδων ἀγωγῆς, καὶ μάλιστα περὶ τῆς διαγωγῆς τῶν ἐφήβων καὶ νεανίσκων, ἐκείνου τοῦ καιροῦ, μεσοῦντος τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος. Δύο ἢ τρεῖς νέοι, τὰς ἡμέρας ἐκείνας, ἀπὸ καλὰς οἰκίας ὁπωσοῦν, εἶχον ἐκτραπῆ τῆς εὐθείας ὁδοῦ καὶ εἶχον ἐξωκείλει εἰς θορυβώδεις κώμους τὴν νύκτα, μὲ βιολιὰ καὶ μὲ λαγοῦτα, καὶ μὲ λίαν ζωηρὰ καὶ ξανοιχτὰ ᾄσματα. Μίαν λέξιν εἶχεν εἰπεῖ μετὰ γενικότητος ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος.

-Δὲν πᾶμε καλά.

-Ξωκείλαμε, ἐπρόσθεσεν ὁ κὺρ Φραγκούλης τοῦ Φραγκούλη.

-Μπατάραμε-πέσαμ ὄξου, ἐπέφερεν ὁ καπετὰν Πέτρος ὁ Μαυρογιαλής.

-Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἔλειψε, συνεπέρανεν ὁ Σακελλάριος ὁ παπαΖαχαρίας.

Καὶ ὁ κὺρ Δημητράκης ἤρχισε στωμύλος ν᾿ ἀναπτύσσῃ τὸ ζήτημα.

-Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἤρχισε μὲ ὕφος σχεδὸν καλογηρικόν, πρέπει νὰ ξέρουμε, πὼς ὅλοι μεῖς εἴμαστε σὰ μιὰ οἰκογένεια ἀγαπημένη ἀπὸ πατέρα κι ἀπὸ μάννα, ὅλοι ἀδέρφια εἴμαστε. Πατέρας μας εἶναι ὁ Θεός, μάννα μας εἶν᾿ ἡ γῆς. Καὶ λοιπόν, ἐπειδὴς εἴμαστε ὅλοι ἀδέρφια, μὲ τὸ νὰ ἔχουμε ὅλοι ἕνα πατέρα, τὸν Θεόν, καὶ μίαν μητέρα τὴν γῆς, πρέπει νὰ εἴμεθα ἀγαπημένοι καὶ τιμημένοι, ὡσὰν μία οἰκογένεια ποὺ εἴμαστε. Τὶ λέγει τὸ ἱερὸ Βαγγέλιο; «Ἀγαπήσῃς τὸν πλησίο σου ὡς σεαυτόν». Ἐπειδὴς ὁ πλησίος, ὁ γείτονας σου, εἶναι ἀδελφός, μὲ τὸ νὰ ἔχῃ ἕνα πατέρα, τὸν Θεόν, καὶ μία μάννα, τὴν γῆς, ἤγουν θὰ πῇ πὼς εἶναι σὰν ἀδερφός σου, σωστὸς ἀδερφός σου. Καὶ τὶ λέγει πάλιν. «Ὃ σὺ μισεῖς, ἑτέρῳ μὴ ποιήσῃς». Ἑταῖρος, μοῦ ἔλεγε ὁ Λογιώτατος ὁ γυιός μου, ἑταῖρος θὰ πῇ σύντροφος, φίλος. Πῶς μπορεῖς νὰ κάμῃς κακὸ στὸν ἀδερφό σου, στὸν σύντροφό σου, στὸ φίλο σου; Ἤγουν, διὰ νὰ καταλάβετε καλά, πατέρες, τὶ λέγω, θέλεις ἐσὺ νἄρχωνται νὰ κάνουν πατινάδες ἀποκάτω στὰ παράθυρά σου τὴν νύκτα;

-Δὲν τὰ λὲς καὶ τόσο βαθιὰ ἑλληνικά, καταλάβαμε, εἶπεν ὁ πρῶτος λαλήσας, ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος.

-Ἀγκαλά, κὺρ Δημητράκη, κι ὁ γυιός σου, καθὼς ἔμαθα, ὁ Ἀγάλλος, ἦταν ἀπὸ διαβάτ᾿ κι αὐτός, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέῤῥος, ἦταν μαζὶ μὲ τὸ τσοῦρμο.

-Ποιό τσοῦρμο, καπετὰν Πέῤῥο· στὸ καράβι εἶν᾿ ὁ νοῦ σ᾿;

-Μαζί μ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν τὴν πατινάδα, ἡρμήνευσεν ὁ παπα-Ζαχαρίας. Κι γὼ τ᾿ ἄκουσα, κὺρ Δημητράκη.

-Τί λές, παπά;

-«Τὸ ναί, ναί, καὶ τὸ οὐ, οὐ», ἐπέμεινεν ὁ παπάς. Καλλίτερα νὰ τὰ λέμε μπροστά, κὺρ Δημητράκη. Νὰ μὴ γνέφῃ τινας «ὀφθαλμῷ μετὰ δόλου», λέγει ὁ σοφὸς Σολομών. «Ὁ ἐλέγχων μετὰ παῤῥησίας εἰρηνοποιεῖ».

-Ἐγὼ τώρα τ᾿ ἀκούω αὐτό, ἐπανέλαβε κατηφὴς ὁ κὺρ Δημητράκης.

-Γιατὶ στερνὰ τὰ μαθαίνει ὅλα κεῖνος, ὅπου ἔπρεπε πρῶτος νὰ τὰ ξέρῃ, εἶπεν ὁ παπάς. «Καὶ ἔσονται οἱ πρῶτοι ἔσχατοι».

-Ἔ! καὶ τὶ νὰ κάμῃ, σὰ σᾶς ἀκούει καὶ σᾶς! ἔκραξεν ἀνυπόμονος ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος. Μπορεῖ νὰ μνουχίσῃ τὸν γυιό του;

Κι ἐκάγχασεν ὀλίγον φορτικῶς [προπετῶς].

-Καλλίτερα νὰ τὸν πανδρέψῃ, εἶπεν ὁ παπάς. Ἔχουμε κορίτσια στὸ χωριό. Πῶς σᾶς φαίνεται ἡ ἀνηψιά μου, ἡ Οὐρανίτσα τοῦ Θωμᾶ Κουμπῆ;

-Καλὴ καὶ ἄξια, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέῤῥος.

-Καλά θὰ τὸν πανδρέψω, εἶπεν ἀποφασιστικὸς ὁ κὺρ Δημητράκης. Σοῦ δίνω τὸ λόγο μου, παπά μου.

Ἔτεινε τὴν χεῖρα πρὸς τὸν ἱερέα. Εἶτα ἐπῆρε τὸ τσιμπούκι, καὶ ἀπῆλθεν ὁρμητικός.
* * *
-Ἄκουσε, τὶ σοῦ λέει ὁ ἀφέντης σου, ἔλεγεν ἡ γριὰ Ἀρετή, ἡ Δημητράκαινα, πρὸς τὸν υἱόν της, τὸν πρωτότοκον Ἀγάλλον.

-Ἔδωκα τὸ λόγο μου στὸν παπά-Ζαχαρία, ἐπανέλαβε πολλάκις ὁ κὺρ Δημητράκης.

-Κι ἐγὼ εἶχα ῥίξει τὸ μάτι μου στὴν κόρη τῆς Γλεζίτσας, στὴ Σκόπελο, ἐπέμενεν ἄκαμπτος ὁ Ἀγάλλος.

Ὁ Ἀγάλλος ἦτο 22 ἐτῶν, ὑψηλὸς καὶ εὔμορφος, γαλανός, ὅπως ὁ πατήρ του. Εἶχεν ἀρχίσει ἀπὸ τριῶν ἐτῶν νὰ κάμνῃ ταξίδια ἐπάνω στὸν Ποταμόν, εἰς τὴν Βλαχίαν, κι ἐκεῖθεν εἶχεν ἐπανακάμψει πρὸ ὀλίγων μηνῶν, φέρων ὀλίγας ἑκατοντάδας φλωρίων, ὡς πρωτόλεια, εἰς τοὺς γονεῖς του. Εἶχε κρατήσει πέντ᾿ ἓξ διὰ νὰ εὐθυμήσῃ μὲ τοὺς φίλους του.

Πρὶν φθάσῃ εἰς τὸ Κάστρον, εἶχε ξεμβαρκάρει κατ᾿ ἀνατολὰς εἰς τὴν ἀντικρυνὴν νῆσον, κι ἐκεῖ εἶχεν ἰδεῖ τὴν ὡραίαν, λεπτοφυῆ, ὠχράν, λευκὴν καὶ σχεδὸν μεταξωτήν, εἰς συγγενικὴν οἰκίαν, διότι εἶχε πρωτεξαδέλφους ἐξ ἀγχιστείας, καθότι ἐγίνοντο τότε συχναὶ ἀγχιστεῖαι μεταξὺ τῶν ἐγκρίτων οἰκογενειῶν τῶν δύο νήσων. Καὶ ὁ Ἀγάλλος εἶχεν ἐρωτευθῆ τὴν γαλαζοαίματην, τὴν κιτρίνην καὶ σχεδὸν διαφανῆ κόρην.

Ὁ κὺρ Δημητράκης ἤρχισε νὰ διηγῆται μακρὸν συναξάρι περὶ ὑπακοῆς καὶ ἀπειθείας τέκνων καὶ ὅτι «εὐχαὶ γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων». Ὁ Ἀγάλλος μόλις ἤκουεν. Ἡ γριὰ Ἀρετὴ πρόχνυ καθημένη, περιβάλλουσα μὲ συμπεπλεγμένας χεῖρας τὰ δύο γόνατα, ἔσειεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὴν κεφαλήν, ὡς νὰ ἐπέθετεν ὀξείας καὶ περισπωμένας εἰς τὸ λεκτικὸν τοῦ συζύγου της.

Τέλος ὁ κὺρ Δημητράκης εἶπε:

-Θέλεις νἄχῃς τὴν κατάρα μου;

-Ὄχι, ἀφέντη, εἶπεν ὁ νέος.

-Σοῦ λέω, ἔδωκα τὸν λόγο μου.

-Κι ἐγὼ ἔδωκα τὴν καρδιά μου.

-Ἄκουσε τὶ σοῦ λέει ὁ κύριός σου, παιδί μ᾿, Ἀγάλλο μ᾿, εἶπεν ἡ Ἀρετή.

-Τὸν ἀκούω, μάννα· μά, ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν θὰ γίνῃ.

-Δέν σοῦ εἶπα, «εὐχαὶ γονέων στηρίζουσι»... παιδί μου; ἐπανέλαβε δευτέραν φορὰν ὁ γέρος.

-Μοῦ τὸ εἶπες, ἀφέντη· μὰ λέει κι αὐτό: «Πατέρες μερίζουσιν οἴκους καὶ ὕπαρξιν τέκνοις· παρὰ δὲ Κυρίου ἁρμόζεται ἀνδρὶ γυνή».

Ἂν καὶ δὲν ἦτο τόσον σοφὸς ὅσον ὁ Λογιώτατος, ἤξευρε ῥητά.

-Θὰ σὲ ἀποκληρώσω.

Παρῆλθον ὀλίγαι ἡμέραι. Εἶχεν ἐμβῆ ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἐπανήρχετο ἡ ἄνοιξις, κι ὁ Ἀγάλλος ἡτοιμάζετο νὰ πλεύσῃ διὰ τὴν Προποντίδα καὶ τὸν Βόσπορον, κι ἐκεῖθεν διὰ τὸν Δούναβιν. Ὅταν ἐζήτησε τὴν πατρικὴν εὐλογίαν, ὁ κὺρ Δημητράκης τοῦ εἶπεν:

-Ἂς εἶναι, παιδί μου· ἐσὺ θὰ μὲ γεροκομήσῃς.

Καὶ ὅταν ἐφίλησε τὴν δεξιὰν τῆς μητρός του, ἡ Ἀρετὴ τοῦ εἶπε:

-Τά χεράκια σου θὰ μὲ θάψουνε.
* * *
Διέτριψε μίαν ἑβδομάδα καὶ πλέον εἰς τὴν ἀντικρυνὴν νῆσον, ὅπου ἐπῆγε νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν μεταξωτὴν κόρην τὴν γαλαζοαίματην, τὴν Γκλεζώ, θυγατέρα τῆς Γκλεζίτσας, καταγομένης ἀπὸ τὸ αἷμα τὸ Τσιρωνέϊκον, ἐξ εὐγενῶν Βενετῶν φυγάδων.

Τὴν ἐπαύριον, ἀφοῦ ἐμίσεψεν ὁ Ἀγάλλος, ὁ κὺρ Δημητράκης, ὅταν ἐπῆγεν, ὡς συνήθως, εἰς τὸ Κιόσκι, εἰς τὸ μέσον τῶν προεστῶν, ἐστράφη πρὸς τὸν παπὰ-Ζαχαρίαν τὸν Σακελλάριον καὶ τοῦ εἶπε:

-Σοῦ δίνω, παπά, στὴν ἀνεψιά σου τὴν Οὐρανίτσα τὸν Λογιώτατον, ἐπειδὴ ὁ Ἀγάλλος δὲν ἠθέλησε νὰ μ᾿ ἀκούσῃ.

-Καλά, κὺρ Δημητράκη· ὡς ἐπιτρόπος τῆς κόρης, σοῦ λέγω ὅτι εἶναι δεκτόν.

Ὁ Ἐπιφάνιος ἦτο δευτεροτόκος υἱὸς τοῦ Δημητράκη, τὸν ὁποῖον αὐτὸς εἶχεν ἐπονομάσει Λογιώτατον, καὶ τὸ ἐπίθετον αὐτὸ ἐκόλλησεν ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔμεινεν.

Ὁ νέος εἶχε σπουδάσει στ᾿ Ἀμπελάκια, στὰ Γιάννενα καὶ κάπου ἀλλοῦ, ὅπου τὸν εἶχε στείλει ὁ πατήρ του. Φαίνεται ὅτι ἦτο καλὸς ἑλληνιστής, καὶ πονήματά τινα κατέλιπεν, ἔμμετρα καὶ πεζά, ἐξ ὧν ἓν μόνον φυλλάδιον εἶχε τυπωθῆ ἐν Βενετίᾳ, ζῶντος τοῦ συγγραφέως.

Ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἔγινεν ἡ μνηστεία, καὶ μετ᾿ ὀλίγον καιρὸν ὁ γάμος. Ὁ Ἐπιφάνιος ἐπῆρε τὴν γυναῖκά του, κι ἐπῆγεν ὡς διδάσκαλος εἰς τὴν Ὕδραν, ὅπου διέτριψεν ἔτη πολλά, μεταξὺ τοῦ τέλους τοῦ ΙΗ´ καὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ ΙΘ´ αἰῶνος, διδάσκων τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα. Ὑπέγραφε δὲ συνήθως Στέφανος (ἀντὶ τοῦ Ἐπιφάνιος) Δημητριάδης.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἀγάλλος διέμεινεν ἐπὶ πέντε ἔτη εἰς Βλαχίαν, κι ἔγραφεν ἀνὰ δύο ἢ τρεῖς μῆνας πρὸς τοὺς γονεῖς του, εἰς τὴν νῆσον. Πότε τὰ γράμματα παρέπιπτον κι ἐχάνοντο, πότε ἔφθανον εἰς χεῖρας τοῦ πατρός του. Ὁ Δημητράκης, συνήθως, οὔτε ἔστελλεν ἀπάντησιν, καὶ διότι εἶχε γογγύσει ἡ καρδιά του κατὰ τοῦ Ἀγάλλου, καὶ διότι δὲν εἶχε πλέον γραμματικόν, ὅστις νὰ τοῦ συντάξῃ ἐπιστολήν. Ὁ Λογιώτατος ἔλειπε χρονικῶς εἰς τὴν Ὕδραν. Εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν Λογιώτατον δὲν ἔστελλε γράμματα, ἀλλὰ μόνον στοματικὰ χαιρετίσματα, ὁπωσοῦν συχνὰ -διὰ μέσου ἁλιέων καὶ σπογγοθηρῶν, πλεόντων ἀπὸ τοῦ Σαρωνικοῦ εἰς τὰς βορεινὰς νήσους, καὶ τἀνάπαλιν· κάποτε καὶ διὰ μοναχῶν ταξιδιωτῶν, ἐξ Ἁγίου Ὄρους ἐρχομένων, οἵτινες, ἀφοῦ ἐπεσκέπτοντο τὰ ἐπὶ τῆς νήσου Μονύδρια, τὴν Παναγίτσαν τῆς Κεχριᾶς τὴν θαυματουργόν, τὴν Καστριώτισσαν, τὸν Πρόδρομον τὸν Κρυφόν, τὸν ἄλλον τὸν Ἀσέληνον, κτλ., κατηυθύνοντο εἶτα εἰς Ὕδραν, διὰ νὰ ἴδωσι τὰς ἐκεῖ μονὰς καὶ τοὺς μονάζοντας, καὶ εἶτα ἔφθανον μέχρι τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καὶ τῆς Ἁγίας Λαύρας, εἰς τὰ βορειοδυτικὰ τοῦ Μορέως.

Ὅταν εἰς τὸ τέλος τῶν πέντε ἐτῶν ὁ Ἀγάλλος ἐκίνησεν ἀπὸ τὸν Ποταμὸν διὰ νὰ κατέλθῃ εἰς τὴν Προποντίδα καὶ ἐξέλθῃ εἰς τὴν Ἄσπρην Θάλασσαν, ἠγνόει πολλὰ ἄλλα πράγματα ἐν τῷ μεταξὺ ἐπισυμβάντα, ἀλλὰ καὶ τὸν γάμον τοῦ Ἐπιφανίου μετὰ τῆς Οὐρανίτσας. Καὶ ὅμως ἐκ φήμης εἶχεν ἀκούσει ὅτι εἷς Λογιώτατος καλούμενος, νέος ἀπὸ βορεινὴν νῆσον προερχόμενος, ἦτο διδάσκαλος εἰς τὴν Ὕδραν· ἀλλ᾿ ἡ φήμη δὲν ἦτο ἀρκετὰ φωτισμένη, ὥστε νὰ τὸν πληροφορήσῃ, ἂν ὁ Λογιώτατος ἐκεῖνος εἶχε γυναῖκα, καὶ ποίαν καὶ πόθεν. Ὁ Ἀγάλλος ἔφερε μαζί του ὄχι ὀλίγας ἑκατοντάδας φλωρίων αὐτὴν τὴν φοράν.

Μετὰ ἕνα μῆνα ἀπὸ τὸν μισεμόν του ἐκ τῆς Βλαχίας ἔφθασεν εἰς τὸν ὡραῖον τόπον, εἰς τὴν πατρίδα τῆς φαρφουρίνης Γκλεζῶς· ἐμελέτα νὰ μείνῃ αὐτόθι ὀλίγας ἡμέρας, εἶτα νὰ πλεύσῃ εἰς τὴν πατρίδα του ἀντικρύ, νὰ ἐξευμενίσῃ τοὺς γονεῖς του μὲ πᾶσαν θυσίαν, νὰ τοὺς πείσῃ νὰ ἔλθουν εἰς τὸν γάμον [του] καὶ νὰ ἐπανέλθῃ ἄγων αὐτοὺς πλησίον τῆς μνηστῆς του. Ὁ γάμος θὰ ἐτελεῖτο πανηγυρικῶς, μὲ τὰς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, δώδεκα παπάδων, ἀπὸ δώδεκα ἐνοριακὰς ἐκκλησίας, καὶ τῶν γονέων, καὶ τῆς πενθερᾶς του τῆς Γκλεζίτσας, καὶ τόσων ἄλλων παρανύμφων, κηδεστῶν, ἀγχιστέων καὶ φίλων.
* * *

Ὅταν ἀπεβιβάσθη ὁ Ἀγάλλος, κι ἐπάτησε τὸν πόδα εἰς τὴν ξυλίνην ἀποβάθραν τῆς ἀνόρμου ἐσοχῆς [ἀγκάλης] τοῦ αἰγιαλοῦ -τὴν κατεσκεύαζον [τὴν ἀποβάθραν] ξυλίνην, ἐπειδὴ κατὰ τὸν χειμῶνα τὰ κύματα τοῦ βοῤῥᾶ τὴν κατέστρεφον, καὶ πᾶσαν ἄνοιξιν τὴν ἀνεκαίνιζον πάλιν- ἀόριστον νέφος λύπης καὶ κατηφείας (τοῦ ἐφάνη ὅτι) ἐπεπόλαζεν [ἐπλανᾶτο] εἰς ὅλην τὴν παραθαλάσσιον. Τὰ πρόσωπα, ὅσα ἄλλοτε ἔτρεχον μετὰ χαρᾶς νὰ τὸν ὑποδεχθῶσι καὶ νὰ τὸν χαιρετήσωσι, σκαιὰ καὶ ψυχρά, δὲν ἔτρεχον μετὰ προθυμίας εἰς συνάντησίν του. Δύο ἢ τρεῖς γνώριμοι, φίλοι, ἢ συγγενεῖς τῆς μνηστῆς του, τοῦ εἶπον «καλῶς ὥρισες» μὲ μελαγχολικόν τινα τρόπον, ὡς νὰ τὸν ὤκτειρον. Ἐφαίνοντο ὅτι εἰς πέντε ἔτη ὅλοι οἱ νέοι εἶχον γηράσει, ὡς νὰ εἶχε παρέλθει εἰκοσαετία, καὶ ὅλοι οἱ ὡρίμου ἡλικίας εἶχον γίνει ψυχροὶ καὶ δύσκαμπτοι, ὡς παγωμένα σκέλεθρα.

Ὁ Ἀγάλλος ὑπωπτεύθη, ὅτι ἡ μνηστή του τὸν εἶχεν ἀρνηθῆ, καὶ εἶχε προτιμήσει ἄλλον. Ἠσθάνθη εἰς τὸ στῆθος του αἰφνίδιον πλῆγμα ὡς δικόπου μαχαίρας· ἡ μία ἀκωκὴ τὸν ἔπληττεν εἰς τὸ αἴσθημα, ἡ ἄλλη -ἥτις πιθανὸν νὰ ἦτο καὶ ἡ ὀξυτέρα- εἰς τὴν φιλαυτίαν του.

-Τί γίνεται τὸ Γκλεζώ, καλὰ εἶναι; ἐτόλμησε νὰ ἐρωτήσῃ τὸν κὺρ Φόλην, ἕνα θεῖον τῆς κόρης, ὅστις ἦτο συγχρόνως καὶ τοῦ ἰδίου συγγενής, ἀπὸ τὴν παλαιοτέραν ἀγχιστείαν, ἥτις προϋπῆρχε μεταξὺ τῶν οἰκογενειῶν των.

-Ἔ, ὑπομονή, κουράγιο· τὶ νὰ κάμουμε, εἶπεν εἰς ἀπάντησιν ὁ γερο-Φόλης.

-Τί ὑπομονή, κουράγιο; ἐπανέλαβεν ἐν ἀπορίᾳ ὁ Ἀγάλλος.

-Αὐτὰ ἔχει ὁ κόσμος, ἀπήντησεν ὁ Φόλης.

-Τό ξέρω, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος· μόνο πές μου τὶ τρέχει;

-Ζωὴ σὲ λόγου σου, εἶπε πάλιν ὁ ἄλλος.

-Πέθανε ἡ Γκλεζώ;

-Δέν ἀπέθανε ἀκόμα· πεθαίνει.

Τῷ ὄντι ἡ νεᾶνις ἔπνεε τὰ λοίσθια. Ὠχρά, διαφανής, μεταξωτή, εἶχε κρυολογήσει εἰς τὴν ἐξοχὴν τὸ περασμένον φθινόπωρον, ὅπου ἐπῆγε κι ἔμεινε δύο-τρεῖς ἡμέρας εἰς τὸ ἰδιόκτητον καλύβι τῆς οἰκογενείας, ἐκ φιλοτιμίας βοηθοῦσα τὰς ἐργατίνας εἰς τὸ μάζεμα τῶν ἐλαιῶν, ἀκόμα καὶ ὑπηρετοῦσα εἰς τὴν ἔκθλιψιν τοῦ ἐλαίου, εἰς τὸ πατητήρι, τὸ ὁποῖον ὑπῆρχεν εἰς τὸ κατώγι τῆς μικρᾶς ἐπαύλεως. Δὲν ἤκουσε τὰς νουθεσίας τῆς μητρός της, ἥτις τὴν εἶχεν ἀκριβὴν καὶ πολυζήτητον. Εἶχεν ἀκούσει, ὅτι εἰς τὴν ἄλλην νῆσον, εἰς τὴν πατρίδα τοῦ ἀῤῥαβωνιαστικοῦ της, δὲν τὸ εἶχαν εἰς ἐντροπὴν αἱ γυναῖκες τῶν καλλιτέρων οἰκογενειῶν νὰ βοηθῶσιν εἰς τοιαύτας ἐργασίας, κι ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τὰς μιμηθῇ, διὰ νὰ δείξῃ εἰς τὴν πενθερὰν καὶ τὰς ἀνδραδέλφας της, ὅταν ἔμελλε νὰ πλεύσῃ μὲ τὸν Ἀγάλλον ἀντικρύ, στὸ Κάστρον, ὅτι αὐτή, ἂς ἦτον καὶ γαλαζοαίματη, ἐπεθύμει νὰ εἶναι χρήσιμος καὶ ἐργατική, ὅπως ἐκεῖναι. Τέλος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν ἄῤῥωστη. Ἡ μήτηρ της, ἀνήσυχος, τὴν ἐπεμελήθη τρυφερά. Ὅλαι αἱ γιάτρισσαι τῆς πόλεως μὲ τὰ φάρμακα καὶ τὰ ματζούνια ἐτέθησαν εἰς ἐνέργειαν. Ἀλλ ἡ φύσις δὲν ἐβοήθει, καὶ ἡ κόρη ἐχειροτέρευε. Παρῆλθεν ὁ χειμών, καὶ ἤλπιζεν ἡ Γκλεζίτσα, ὅτι μὲ τὴν ἀνατολὴν τῆς ἀνοίξεως (ἐτρώθη τὸ φθινόπωρον, εἰσέβαλεν ὁ χειμὼν) θὰ ἐδυνάμωνε ἡ μεταξωτὴ κόρη. Εἰς μάτην. Ἡ γλυκεῖα νεᾶνις ἐχειροτέρευσεν, ἀπήρχετο τὸ περίβλημα, κι ἐγίνετο ψυχή. Καὶ τέλος, τὸν Ἀπρίλιον, ὀλίγον μετὰ τὸ Πάσχα, ὅταν ἔφθασεν ὁ Ἀγάλλος, τὸ ἄνθος ἐφυλλοῤῥόησε, κι ἔγειρε, κι ἐμαράνθη.
* * *
Ἀφοῦ ἔκλαυσεν ὡς παιδίον, κι ἐθρήνησεν ὡς γυνὴ ὁ Ἀγάλλος, κι ἔβρεξε μὲ δάκρυα τὸ χῶμα, δευτέραν καὶ τρίτην ἡμέραν μετὰ τὴν ταφήν, συγχρόνως εἶπε μέσα του:

-Δέν πάω ἐγὼ τώρα ν ἀῤῥαβωνισθῶ τὴν Οὐρανίτσα, διὰ νὰ πάρω τὴν εὐχὴν τῶν γονέων μου; Ἰδοὺ φῶς φανερά, καθὼς εἶπεν ὁ πατέρας, δὲν ἠμπόρεσα νὰ θεμελιώσω σπίτι, χωρὶς τὴν εὐχή τους.

Ὁ γέρο-Φόλης καὶ οἱ συγγενεῖς τῆς τεθνεώσης τὸν ἐλυπήθησαν, καὶ τοῦ εἶχαν ναυλώσει πέραμα διὰ νὰ τὸν στείλουν πέραν, νὰ ὑπάγῃ νὰ λησμονήσῃ, νὰ παρηγορηθῇ, καὶ νὰ μὴν ὑγραίνῃ καθημερινῶς τὸ χῶμα τοῦ νεοσκαφοῦς τάφου. Ὁ Ἀγάλλος τοὺς ἀπεχαιρέτησεν, ἐπεβιβάσθη, καὶ εἰς ὀλίγας ὥρας ἔφθασεν εἰς τὴν γενέθλιον νῆσον. Ἀπεβιβάσθη εἰς τὸ Ξάνεμον, εἰς ἕνα βορειοανατολικὸν λιμένα· ἐβάδισε δύο ὥρας, συνοδευόμενος ἀπὸ δύο ἀγωγιάτας μὲ τοὺς ἡμιόνους των, φέροντας τὴν μικρὰν ἀποσκευήν του, κι ἔφθασεν εἰς τὸ Κάστρον. Ἡ αὔρα τῆς θαλάσσης ἐφάνη σώτειρα καὶ ὑγιαντική. Ἐπαρουσιάσθη εἰς τοὺς γονεῖς του, κι εἶπε:

-Καλά μοῦ λέγατε, δὲν μπορεῖ νὰ θεμελιώσῃ τινὰς ἀπάνω στὴν ἄμμο. Τὸ Γκλεζὼ πέθανε. Λοιπόν, ἀφέντη, εἶμ᾿ ἕτοιμος μὲ τὴν εὐχή σου νὰ πάρω τὴν Οὐρανίτσα· ἰδοὺ λαβὲ τὸ δακτυλίδι νὰ τῆς στείλῃς δι᾿ ἀῤῥαβῶνα.

-Τί λές, παιδί μου; Ἡ Οὐρανίτσα τώρα ἔχει δυὸ παιδιά, ἀνήψια σου. Βρίσκεται στὴν Ὕδρα μὲ τὸν ἀδερφό σου.

-Τὸν ἀδερφό μου... Τὴν ἐπῆρε ὁ Μπιφάνης γυναῖκα;

-Τί ἤθελες νὰ κάμω; Ἀφοῦ εἶχα δώσει τὸ λόγο μου... Δὲν μὲ ἄκουσες ἐσύ, ὁ Μπιφάνης ἔκαμε ὑπακοή.

Καὶ πάλιν ὁ Ἀγάλλος ἠσθάνθη κρυφίαν ἀνασκίρτησιν· εἰς τὸ φανερόν, ἐκρέμασε τὸ κεφάλι κι εἶπε:

-Καλά, τὰ γενόμενα οὐκ ἀπογίνονται.

Ἐξῆλθε νὰ περιπατήσῃ ἀνὰ τὰ στενὰ σοκάκια τοῦ Κάστρου, διέσχισε κατὰ μῆκος τὰς συνοικίας, ἔφθασεν ἕως τῆς Ἀναγκιᾶς τὸ κανόνι, εἰς τὴν ὑψηλὴν βορειοτέραν ἄκραν, καὶ μέσα του ἐμελετοῦσε κι ἔλεγε:

-Καλά, ἐγὼ τώρα τὶ νὰ κάμω; Ἢ πρέπει νὰ βρῶ νύφη ἢ νὰ καλογερέψω.

Ἐστάθη πολλὴν ὥραν ἐκεῖ, ἐκάθισεν ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ μακροῦ πελωρίου κανονίου, ῥεμβάζων, ἀγναντεύων τὸ βαθὺ γαλανὸν πέλαγος, καὶ τὰ ἄσπρα πετρώδη νησιά, κατοικίας τῶν θαλασσαετῶν καὶ τῶν γλάρων, ἀκούων τὸν ῥόγχον τῶν κυμάτων εἰς τοὺς πόδας τοῦ κάστρου, ὅπου εἶναι γιγαντιαῖος μονοκόμματος βράχος μὲ δέκα σπιθαμὲς χῶμα, στρωμένον ἐπὶ τῆς κορυφῆς καὶ τῆς κυματοειδοῦς πτυχῆς του, ὡς πεντακοσίας ὀργυιὰς ὕψος ἀπὸ τῆς θαλάσσης. Ἔβλεπε πλῆθος παιδιὰ νὰ παίζουν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ χωρὶς φόβον καὶ χωρὶς ἓν ἐξ αὐτῶν νὰ κυλισθῇ ποτε τὸν κατήφορον. Ἀλλά, ὡς εἶδος παιδικῆς γυμναστικῆς, κατωλίσθαινον εἰς τὴν Γλίστραν, ἥτις κατήρχετο διαγωνίως ἐκεῖ πρὸς χαμηλὸν ἐπίπεδον, σχεδὸν σύῤῥιζα στὸν κρημνόν· πέτρα πελεκημένη, λεία, ὡς πέντε ὀργυιὰς τὸ μῆκος τὸ κατωφερές. Ἄλλα [πάλιν] προσέπαιζον εἰς τὴν Ἀλτανοῦ, τὴν μυθώδη Σπηλιάν, ἥτις ἦτο ἀντικρὺ ἐπὶ τῆς πρώτης νησῖδος, ἀποτείνοντα τὰς εἰθισμένας ταύτας ἐρωτήσεις, καὶ δεχόμενα τῆς Ἠχοῦς τὰς ἀμυδρὰς καὶ παλμώδεις ἀπάντησεις:

-Ἀλτανοῦ!

-Οὐ, ου, οὔ!

-Ἔχεις παιδιά;

-Ἀ, α, ἄ!

Ἐκεῖ καθὼς ἔστρεφεν ὁ Ἀγάλλος τὸ βλέμμα, μίαν [φορὰν] ἔξω πρὸς τὸ πέλαγος καὶ μίαν πρὸς τὰ ἔσω τοῦ Κάστρου, ἓν παράθυρον ἀπὸ μίαν οἰκίαν, ἀντικρὺ στὸ κανόνι, ἠνοίχθη μὲ τριγμόν, ὡς ἐξ ἐσκωριασμένων στροφέων ἐκ τῆς ὑγρασίας τοῦ βοῤῥᾶ καὶ τῆς ἀνερχομένης διηνεκῶς ἅλμης τῶν κυμάτων εἰς τὴν θαλασσογείτονα ἐκείνην ἀκτήν, ὅπου διηνεκῶς διεξήγετο ἡ πάλη τῶν στοιχείων. Ὁ Ἀγάλλος ἔστρεψε τὸ βλέμμα καὶ εἶδεν ὡραίαν ὄψιν νεαρὰς γυναικός, τῆς ὁποίας τὸ βλέμμα ἐπὶ στιγμὴν ἔπεσε τυχαίως ἐπάνω του. Ἡ νεᾶνις ἐστερέωσε ταχέως τὰ παραθυρόφυλλα ἐπὶ τοῦ τοίχου, μὲ τοὺς συνήθεις σιδηροῦς μύλους [τὰ στηρίγματά των] καὶ ἀπεσύρθη τάχιστα εἰς τὸ ἔσω τῆς οἰκίας. Δὲν τὴν εἶδε πλέον, ἂν καὶ πολλάκις ἐπανέφερε πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ βλέμμα.

Συγχρόνως μία γριὰ κυρτὴ ἐπέρασεν ἔμπροσθέν του, τὸν ἐγνώρισε, καὶ τοῦ εἶπε: «Καλῶς ὥρ᾿σες». Ὁ Ἀγάλλος τὴν ἐνθυμήθη.

-Δὲν εἶσαι ἡ Μανιά; τῆς εἶπε. Τὸ Γηρακὼ τῆς Κατερίνας, ποὺ σὲ λένε κοινῶς Μανιά;

-Ναί.

-Δὲν μοῦ λές, Μανιά, ποία εἶν᾿ αὐτὴ ἡ κόρη ποῦ βγῆκε τώρα, κι ἄνοιξε τὸ παραθύρι κεῖνο;

-Εἶναι ἡ Λ... τῆς Μ...

-Πανδρεμένη;

-Ἀῤῥαβωνιασμένη ὀχτὼ χρόνια.

-Πῶς αὐτό;

-Ὁ Γιαννάκης ὁ Δράκος, ὁ πιστικός της, βρίσκεται στὸ Μισήρι· ἐκεῖ εἶναι πραματευτής.

-Ἄ!...

Ὁ Ἀγάλλος διελογίσθη καὶ ἀνεπόλησεν. Ἐνθυμήθη τὸν Γιαννάκην τὸν Δράκον, ἐκεῖνον ποὺ ἔλεγεν ἡ γριά. Παιδιά, ἦσαν συμμαθηταὶ εἰς τὸ σχολεῖον τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Δασκαλάκη, ὅπου ἐμάνθανον ὁμοῦ τὰ κολλυβογράμματα, ἐκεῖνος δὲ ἦτο ὣς δύο χρόνια πρεσβύτερος αὐτοῦ. Τώρα εἶχε τόσα χρόνια νὰ τὸν ἰδῇ, ὅσα εἶπεν ἡ Μανιά, καὶ σχεδὸν τὸν εἶχε ξεχάσει.

-Καὶ τὴν ἔχει ἀῤῥαβωνιασμένην; ἐπανέλαβε κάπως ἐνθέρμως ὁ Ἀγάλλος.

-Ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια.

-Καὶ βρίσκεται στὸ Μισήρι;

-Σοῦ εἶπα, στὸ Μισήρι.

-Καὶ δὲν ξανἆρθε ἀπὸ τότε ποὺ «ἔδεσαν τὶς πανδρειές»;

-Δὲν ξανἆρθε, παιδάκι μ᾿.

-Καὶ δὲν τῆς στέλνει γράμματα;

-Κάποτε τῆς ἔστελνε. Ὕστερα ἔπαψε. Θαῤῥῶ πὼς ἔχει καιρὸ νὰ λάβῃ γράμμα.

-Κι αὐτὴ τὸν καρτερεῖ ἀκόμα;

-Τὸν καρτερεῖ.

-Ὣς πότε;

-Ἄχ! παιδάκι μ᾿, μὴ μ᾿ ἐρωτᾷς πολλά. Ἡ ᾿πομονὴ ποὔχουμε ἡμεῖς οἱ γυναῖκες εἶναι μεγάλο πρᾶμα.

-Καλά, νὰ μὲ συμπαθᾶς, Μανιά, εἶπεν ἐν συναισθήσει ὁ Ἀγάλλος.

Εἶτα, μετὰ μίαν στιγμήν, εὐθύμως τὴν ἠρώτησε:

-Εἶσαι γειτόνισσα ἐδῶ κοντά;

-Εἶμαι, παιδάκι μ᾿. Τὸ σπιτάκι ἐκεῖνο, ποὺ βλέπεις δίπλα, εἶναι τὸ δικό μου. Παραθύρι μὲ παραθύρι σμίγουμε. Ἄνδρας μπορεῖ νὰ πηδήσῃ τὸ χάσμα ἀνάμεσα στὰ δύο παράθυρα.

Βεβαίως, τυχαίως τὰ ἔλεγεν αὐτὰ ἡ Μανιά. Ἀλλ᾿ ἦτο ὡς νὰ ἔῤῥιπτε προσανάμματα εἰς τὴν σκέψιν ἢ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ νέου. Ὁ Ἀγάλλος ἀπεχαιρέτησε τὴν γραῖαν καὶ κατῆλθεν εἰς τὴν πατρικὴν οἰκίαν του, εἰς τὴν χαμηλὴν πτυχὴν τοῦ ἐδάφους, ἀνάμεσα εἰς τὸν Χριστόν, τὴν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, καὶ τὸν Ἅϊ-Νικόλαν, ὅπου ἦσαν ὅλα τ᾿ ἀρχοντόσπιτα.

Τὴν ἐπαύριον διωργάνωσε μικρὸν κῶμον ἀνὰ τὴν ὑψηλὴν συνοικίαν τῆς Ἀναγκιᾶς, ὅπου αὐτοσχεδίασεν ὀλίγα δίστιχα, καὶ τὰ ἔμαθεν εἰς τοὺς συγκωμαστάς του νὰ τὰ τραγῳδήσουν ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς Λ...

Ἀπὸ τὸ Κάστρο ὡς τὴ Βλαχιά, στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ τόπι

δὲν εἶναι χῶρες καὶ χωριά, ὅρη, βουνὰ καὶ τόποι.

Γιὰ σὲ πονεῖ ἡ καρδούλα μου, καὶ στὸ Μισήρι μὴ διαβῇς,

κι ὁ νοῦς σ᾿ ἐδῶ νὰ μένῃ, ψυχὴ λησμονημένη.
* * *
Μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ἐσχεδίασεν ἐκδρομήν, μετὰ δύο ἢ τριῶν φίλων του, εἰς τὰ ἔξω, πρὸς τ᾿ ἀνατολικὰ μέρη τῆς νήσου. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἐλειτουργήθησαν εἰς τὸν Πύργον, ὁποῦ ἦτο παλαιὸν σεβάσμιον παρεκκλῆσι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐστρώθησαν εἰς τὴν βρύσιν τῆς Ἀβρακῆς, ὀλίγον ἀνήφορον ὑψηλότερα, εἰς τ᾿ ἄνω τοῦ ῥεύματος, κι ἔφαγαν ἐκεῖ ἕνα πετεινὸν ψημένον στὴν σούβλαν, κι ἤρχισαν νὰ λέγουν τὸ ᾆσμα. Ἐκεῖ κατὰ περίεργον σύμπτωσιν παρουσιάζεται ἡ γριὰ Μανιά. Φαίνεται ὅτι εἶχεν ὑπάγει, ἐν συνοδείᾳ μὲ ἄλλας γυναῖκας ἐκεῖ, διὰ ν᾿ ἀνάψουν τὰ κανδήλια καὶ διὰ νὰ ἴδουν τὰ ἐκεῖ κτήματα, χωράφια ἔρημα, ὁποὺ τὰ κατεπάτουν ἐν ἀκολασίᾳ οἱ γείτονες Α. ἢ Β.

-Ὥρα καλή σας, παιδάκια μ᾿. Πετεινὸ φάγατε; Εὔχομαι, Ἀγάλλο, ἀρχοντόπουλό μου, γλήγορα νὰ τὸν φᾷς κι ἀγκαλιαστὸν μὲ τὴν κόττα.

Τοῦτο ἐσήμαινε εὐχὴν περὶ προσεχοῦς ἀῤῥαβῶνος ἢ γάμου.

-Ἀπ᾿ τὸ στόμα σ᾿ κὶ σ᾿ τ᾿ Θεοῦ τ᾿ αὐτί, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος, ἐπειδὴ ἐμβῆκεν ἀμέσως στὸ νόημα.

Ἡ γραῖα ἔπαιζε τὰ μάτια της, ἔνευε δὲ πονηρῶς, ὅτι κάτι ἤθελε νὰ τοῦ πῇ. Ὁ Ἀγάλλος εὗρε πρόφασιν, καὶ ἀπεμακρύνθη δεκαπέντε βήματα ἀπὸ τὴν συντροφιάν του, ἔφθασε δὲ εἰς πυκνὴν λόχμην, δίπλα εἰς μικρὸν ῥυάκιον, τὸ ὁποῖον ἔσκαζεν ἐπὶ τοῦ ὄχθου εἰς τοὺς πόδας τοῦ βράχου, κι ἐκεῖ ἐκάθησεν ἐν ῥεμβασμῶ, τάχα διὰ νὰ εὕρῃ δροσιὰν καὶ πρόσκαιρον μοναξίαν.

Ἡ γριὰ Μανιά, ὅπου ἤξευρε καλῶς τὰ μονοπάτια, ἐπῆγεν ἀπὸ ἄλλον δρομίσκον καὶ τὸν ἐντάμωσε.

-Καλῶς σ᾿ ηὗρα, γιόκα μ᾿. Τὰ εἶπα τῆς Λ...

-Τί τῆς εἶπες;

-Τὰ ὅσα μοὖπες.

-Δὲν σοῦ εἶπα νὰ τῆς πῇς τίποτε.

-Κι ἐγὼ δὲν τῆς εἶπα τίποτε παραπάνω. Τὸ πὼς ἀρωτοῦσες γι᾿ αὐτὴν καὶ τὸν πιστικόν της, καὶ πὼς τὸν καρτερεῖ δέκα χρόνια, πότε νἄρθῃ.

-Καὶ τὶ ἄλλο θὰ τῆς πῇς, γριὰ Γηρακώ;

-Τὸ πὼς ὁ Ἀγάλλος εἶναι καλὸς ἀπ᾿ τοὺς καλούς, πρῶτο σόϊ. Καὶ τὶ μαντάτα ἔχει ἀπ᾿ τὸν Δράκον, ποὺ τὸν ἀπαντέχει χρόνους καὶ καιρούς.

-Τὶ μαντάτα; ἠρώτησεν ὁ Ἀγάλλος, παρανοήσας τὴν φράσιν τῆς γραίας.

-Τί διάφορο ἔχει μαθές. Φωτιὰ π᾿ τὸν ἔ!... Πέτρα ἔῤῥιξε πίσω, ἀγυρισιά του γίνηκε, τόσα χρόνια, μήτε γράμμα μήτ᾿ ἀπηλογιά.

Τὴν νύκτα, ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὸ Κάστρο οἱ εὐθυμοῦντες φίλοι, πατινάδα ἠκούσθη πάλιν περὶ τὴν συνοικίαν τῆς Ἀναγκιᾶς. Μεταξὺ τῶν ψαλέντων ᾀσμάτων, ὁ Ἀγάλλος αὐτοσχεδίασε τὸ ἑξῆς:

Στὴν Ἀφρικὴ εἶν᾿ ἕνα νερό, καινούργιο συντριβάνι,

ποιὸς ἔχει ἀγάπη στὴν καρδιὰ ἂς πᾶ νὰ πιῇ, νὰ γιάνῃ.
* * *
Τὴν πρωΐαν εἰς τὸ Κιόσκι μακρὸς λόγος ἔγινεν εἰς τὸ σύνηθες συμβούλιον τῶν προεστῶν, σχετικῶς μὲ τὴν διαγωγὴν τῆς νεολαίας, καὶ μάλιστα περὶ τοῦ ἄρτι παλιννοστήσαντος υἱοῦ τοῦ κὺρ Δημητράκη.

-Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ, ἄρχοντες, εἶπεν ὁ κὺρ Φραγκούλης τοῦ Φραγκούλη, οἱ νέοι τούτου τοῦ καιροῦ ἄλλαξαν πλέον τὰ φερσίματά τους καὶ τὴν διαγωγή τους. Ὅσοι μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τίς Βλαχίες κι ἀπὸ ἄλλα μέρη, ἔμαθαν ἐκεῖ ἄλλα καμώματα, κι ἄλλους τρόπους, κι αὐτὰ τὰ καμώματα τὰ μαθαίνουν καὶ στοὺς ἄλλους συνομηλίκους τους, τοὺς ἐδῶ. Τὶ τὰ θέλετε; Αὐτὸ εἶναι πρᾶμα ποὺ κολλάει σὰν ψώρα. Μιὰ ψιλὴ σκέπη, μιὰ τσίπα, εἶναι ὅλη τοῦ ἀνθρώπου ἡ ντροπή. Ἅμα πάῃ ἡ τσίπα, πάει πλέον ἠθικὴ καὶ γνώση. Οἱ νέοι μας ἀθετοῦν τὴν Διαθήκην, καθὼς λέει ὁ σοφὸς Σολομών. Εἶναι ἀσύνθετοι καὶ ἄσπονδοι.

-Ἔτσ᾿ εἶναι, κὺρ Φραγκούλη, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέῤῥος ὁ Μαυρογιαλής. Μπάττ᾿ ἀποδὼς, μπάττ᾿ ἀποκεῖ, τὸ καράβι πέφτει ὄρτσα λαμπάντα. Ἕνα παγανίδι χρειάζεται μοναχά, γιὰ νὰ τὸ καϊνατίσῃ.

-Καὶ τὶ θὰ πῇ ἀσύνθετοι καὶ ἄσπονδοι, κὺρ Φραγκούλη; ἠρώτησεν ὁ παπα-Ζαχαρίας. Βαθειὰ ἑλληνικὰ μᾶς εἶπες σήμερα. Κι ὁ λογιώτατος, ὁ γυιὸς τοῦ συμπεθέρου ἐδῶ (δείξας τὸν κὺρ Δημητράκην), βρίσκεται στὴν Ὕδρα, δὲν εἶν᾿ ἐδῶ γιὰ νὰ μᾶς τὰ ἐξηγήσῃ.

-Ἀσύνθετοι εἶναι κεῖνοι ποὺ δὲν στέκουν στὸν λόγον τους, παπα-Ζαχαρία· καὶ ἄσπονδοι εἶν᾿ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν ὅρκους καὶ συμφωνίες. Κι ἂν θέλῃς νὰ ξέρῃς, παπά μου, ἄκουσε τί λέει ὁ Ἐκκλησιαστής: «Τὸν καθαιροῦντα φραγμόν, δήξεται αὐτὸν ὄφις»· ὁποῖος χαλνάει φράχτη τὸ φίδι θὰ τὸν φάῃ.

-Καὶ ποιόν φράχτη, σὲ παρακαλῶ, κὺρ Φραγκούλη, χάλασ᾿ ὁ γυιός μου; -ἠρώτησε μὲ πεῖσμα ὁ κὺρ Δημητρακης- γιατὶ ἐνόησα καλά, μὴ μοῦ τὸ ἀρνεῖσαι, πὼς τἄχεις μὲ τὸ γυιό μου.

-Ἕνας ἀῤῥαβῶνας μιᾶς κόρης εἶναι φράχτης, εἶπεν ὁ Φραγκούλης. Ἡ Λ... εἶναι ἀῤῥαβωνιασμένη μὲ τὸν Γιαννάκη τὸν Δράκο, ὁ γυιός σου πάει καὶ τῆς κάνει πατινάδα, ἀπέναντ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια της, καὶ λοιπὸν θέλει νὰ χαλάσῃ τὸν φράχτη.

-Λοιπὸν ἀκούσατε, πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἐπῆρε δρόμον νὰ εἴπῃ ὁ κὺρ Δημητράκης, ὁ γυιός μου ὁ Ἀγάλλος, παγαινάμενος εἰς τὴν Βλαχίαν, δὲν ἠθέλησε νὰ πάρῃ κείνην ποὺ τοῦ ἔλεγα, θυμᾶσθε· ἐγὼ πάλι, ὡς καλὸς γονιός, τῆς ἔδωκα τὸν γυιό μου τὸν Λογιώτατο. Ἐπιστρέφοντας ὁ γυιὸς ὁ μεγάλος ἀπὸ τὴν Βλαχία, καὶ παγαινάμενος στὴν Σκόπελο, ηὗρε κείνην ποὺ ἤθελε νὰ πάρῃ τοῦ κεφαλιοῦ του πεθαμένη, κι ἦλθεν ἐδῶ μὲ πένθος μεγάλο καὶ μὲ λύπησι, κι ἐπειδὴ τὸν ἔτυπτεν ἡ συνείδησίς του, ἤθελε νὰ κάμῃ τὸν λόγο μου, νὰ πάρῃ τὴν Οὐρανίτσα, μὴ ξεύροντας πὼς ἐγὼ τὴν εἶχα δώσει τοῦ γυιοῦ μου τοῦ Λογιωτάτου. Καὶ τότε ὁ Ἀγάλλος, γιὰ νὰ ξεχάσῃ τὸν καημόν του, ὡς νέος ποὺ εἶναι, ἔκαμε ζέφκι, ὄξ᾿ ἀπ᾿ τὸ Κάστρο, μὲ τοὺς φίλους του, καὶ παγαινάμενοι στὴν Ἀβρακῆ ἔφαγαν κι ἤπιαν, καὶ στὸ γυρισμό τους θὰ εἶπαν κἂν᾿ δύο τραγούδια μὲς στὸ χωριὸ τὴν νύκτα. Τώρα, ἂν τὰ τραγούδια τὰ εἶπαν ἀποκάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια καποιανῆς, ἐλπίζω ὅτι θὰ πέρασαν κάτω ἀπὸ πολλὰ παραθύρια κι ἐτραγούδησαν.

-Κι ἔπειτα ἐκεῖ στῆς Ἀναγκιᾶς, ἐπρόσθεσεν ὡς καλὸς ἐμβαλωματὴς καὶ ὡς ἰσοπεδικὸν ἐργαλεῖον [μιστρὶ] ὁ παπα-Ζαχαρίας, ἐκεῖ πάνω εἶναι ψηλά, ξέφαντο τὸ μέρος. Βέβαια ἐκεῖ θὰ ἐσταμάτησαν, διὰ ν᾿ ἀναψυχθοῦν καὶ ἀναπνεύσουν πελαγίσιον ἀέρα.

-Γειά σου, παπα-Σακελλάριε, εἶσαι βλέπω καλὸ μιστρί, εἶπεν ὁ κὺρ Πέῤῥος. Ἀκόμα καὶ γιὰ μαλαχτάρι νὰ σ᾿ εἶχα θὰ μοῦ ἔκανες, ἂν εἶχα γιὰ πιλάγωμα τὸ καράβι, στὸ καρινάγιο.

-Ὡς τόσον, ἐγὼ σᾶς ὑποσκέβομαι ἀνίσως κι ἔγινε παρατιμονία, ὅπως θὰ ἔλεες τοῦ λόου σου, καπετὰν Μαυρογιαλή, πῶς δὲν θὰ ξαναγίνῃ.

Τὸ δειλινόν, ὅταν εἶδεν ὁ Δημητράκης τὸν υἱόν του, τοῦ εἶπε:

-Ἄκουσα, κὺρ Ἀγάλλο, πῶς πῆγες κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρα καποιανῆς, κι ἔκαμες πατινάδα. Τώρα δὲν εἶσαι μικρός, εἶσαι μεγαλύτερος ἀπ᾿ τὸν ἀδερφό σου τὸν νοικοκυρεμένο. Κοντεύεις νὰ τριανταρίσῃς.

-Ἀλήθεια, ἀφέντη, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος.

Καὶ ὅταν ἐνύχτωσε, διηυθύνθη διὰ πλαγίου δρομίσκου πρὸς τὸ μέρος τῆς Ἀναγκιᾶς. Ἐκεῖ ηὗρε μίαν θύραν ἀνοιχτὴν καὶ εἰσῆλθεν. Ἦτο μικρὰ οἰκία ἀνώγειος, ὅπου ἐκατοίκει τὸ Γηρακὼ τῆς Κατερίνας, ἡ λεγομένη Μανιά. Ἦτο χήρα καὶ ἀτεκνωμένη, κι ἐνδιεφέρετο δι᾿ ὅλας τὰς ἀλλοτρίας ὑποθέσεις, καὶ μάλιστα διὰ πανδρολογήματα, προξενιές, κι ἐνίοτε ἀνδρογυνοχωρισιές.

-Καλησπέρα, Μανιά.

-Καλῶς τὸ παιδί μου.

-Αὐτὸ εἶναι τὸ παραθυράκι ποὺ ἔλεγες;

-Ναί.

-Ὁποὺ μπορεῖ ἕνας ἄνδρας νὰ πηδήσῃ;

-Αὐτό.

-Ὁ πατέρας μου τώρα μοῦ εἶπε, πὼς «πῆγα ἀπὸ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια καποιανῆς», καὶ δὲν ξέρω πῶς, μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ αὐτὸ τὸ παραθυράκι, ποὺ μοῦ εἶπες τὴν πρώτη βραδιὰ ποὺ ἐνταμωθήκαμε. Μπορεῖ, λές, νὰ τὸ πηδήσῃ ἕνας ἄνδρας;

-Μπορεῖ.

Ὁ Ἀγάλλος ἔδωκεν ἓν νόμισμα εἰς τὴν γραῖαν. Ἐκείνη ἐπῆγε ν᾿ ἀγοράσῃ τρόφιμα ἀπὸ τὸ πλησιέστερον καπηλεῖον. Εἰς τὸ διάστημα ὁποὺ ἔλειψεν ἡ Μανιά, ἐπὶ δέκα λεπτά, ὁ ἀποφασιστικὸς νέος περιειργάσθη μὲ βαθεῖαν προσοχὴν τὸ ἀντικρυνὸν παράθυρον, διαγωνίως κείμενον, καθότι αἱ δύο οἰκίαι ἔσμιγον κατ᾿ ὀξεῖαν γωνίαν. Ἀλλ᾿ ὅμως ἦτο κλειστόν. Ἐσχεδίασε πῶς ἦτο δυνατὸν ν᾿ ἀνοίξῃ. Διὰ βίας, ἢ διὰ δόλου. Διὰ ῥήξεως ἢ κάλλιον δι᾿ ἀπάτης: λόγου χάριν, ἂν ἡ γραῖα ἔκραζε μὲ κλαυθμηρὰν φωνὴν τὴν νεαράν της γειτόνισσαν, καὶ τὴν παρεκάλει ν᾿ ἀνοίξῃ, διὰ νὰ τῆς ζητήσῃ, ὡς ἐν ὥρᾳ ἀνάγκης, κάτι, οἷον ἓν πυρεῖον, διὰ ν᾿ ἄναψῃ τὸ σβυσμένον κανδήλι, ἐπειδὴ ἦτο παράωρα, κι εἶχε λησμονήσει ν᾿ ἀγοράσῃ ἐνωρίς. Ἡ Μανιὰ ἐπέστρεψε, φέρουσα τὰ ὀψώνια. Ὁ νέος ἐδείπνησε μαζί της, κι ἔμειν᾿ ἐκεῖ μέχρι πρώτου λαλίσματος τοῦ πετεινοῦ.

Ὅλα τ᾿ ἀνωτέρω ὑποδειχθέντα, τὰ εἶχε σκεφθῆ ἡ γραῖα πολὺ πρωιμώτερα καὶ λογικώτερα ἢ ὁ Ἀγάλλος. Ἡ Λ... εἰς τὰς πρώτας ἐξηγήσεις τῆς Μανιᾶς εἶχεν ἀπαντήσει πολὺ ψυχρά, εἶπε δηλαδὴ ῥητῶς ὅτι αὐτὴ ἀνῆκεν εἰς τὸν ἀῤῥαβωνιαστικόν της καὶ ποτὲ δὲν θὰ ἔπαιρνε ἄλλον, ἂν ἐκεῖνος τὴν ἐγκατέλιπεν.

Ἡ Μανιὰ ἐξύπνησε τὴν γειτόνισσάν της πρόωρα, μὲ ἐπικλήσεις καὶ φωνὰς πόνου. Ἐκείνη ἐξύπνησε, τὴν ἐλυπήθη, καὶ ἤνοιξε τὸ παραθυρόν της. Ἡ γραῖα τῆς ἐζήτησε μὲ κομμένην φωνὴν «ἕνα κόμπο-ῥακί», νὰ βάλῃ στὸ στόμα της, διὰ νὰ «πιασθῇ ἡ ψυχή της», ἐπειδὴ τῆς εἶχε «λυθῆ ὁ ἀφαλός της» ἀπὸ ἕνα «σφάχτην», δριμὺν πόνον ποὺ τὴν ἔπιασεν ἔξαφνα σ᾿ ὅλα τὰ σωθικά της, ἀπὸ τὸ «χουλιαράκι» της καὶ κάτω. Ἤξευρε καλῶς, ὅτι τῆς εὑρίσκετο ῥακί. Εἶχε διὰ πούλημα στὸ σπίτι, ἐπειδὴ ἔκαμνε πολὺ ῥακὶ ἀπ᾿ τ᾿ ἀμπέλι της. Ἔζη μοναχή, μὲ τὴν παραλυτικὴν μητέρα της, ἥτις δὲν τῆς ἐχρησίμευεν εἰμὴ διὰ συντροφίαν, καὶ διὰ νὰ ἔχῃ ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον νὰ ὑπηρετῇ, διότι ἄλλως ἡ ζωή της θὰ ἦτο κακὴ καὶ ἔρημος.
* * *
Τὴν πρωΐαν ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου ἠκούσθη εἰς ὅλον τὸ χωρίον, ὅτι ὁ Ἀγάλλος εἶχε «χαλάσει τὸν φράχτην», ὅπως ἔλεγεν ὁ Φραγκούλης. Ὁ φράχτης ἦτο τὸ παράθυρον, τὸ ὁποῖον διεσκέλισε καὶ ὑπερεπήδησεν. Ὅλον τὸ Κάστρον ἐβόησε κατὰ τοῦ τολμητίου.

Ὁ νέος τὸ εἶχε πράξει μὲ «καλὴν προαίρεσιν», καθὼς τὸν ἐδικαιολόγει εἰς τὴν συνέλευσιν τοῦ Κιοσκίου, αὐθημερόν, ὁ πατήρ του.Ἦτο ἀνάγκη νὰ [τὴν] ἐκθέσῃ ὁπωσοῦν εἰς τὰ ὄμματα καὶ τὰ στόματα τοῦ κόσμου, ὥστε ν᾿ ἀποφασίσῃ ὀψέποτε αὕτη νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν ἄκαρπον μνηστῆρα, ὅστις ἐμπορεύετο εἰς τὴν Αἴγυπτον καιροὺς καὶ χρόνια, καὶ εἶχε ῥίξει «πέτραν ὀπίσω του», ὅπως ἔλεγεν ἡ γριὰ τὸ Γηρακώ, ἡ Μανιά, καὶ εἶχε γίνει ἀγυρισά του -φωτιὰ π᾿ τόν ἔ!- καὶ δὲν τῆς ἔστελλε «γράμμα, μήτ᾿ ἀπηλογιά». Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἤρκει νὰ ἔλεγεν ἡ κόρη τὸ Ναί, αὐτὸς θὰ τὴν ἐστεφανώνετο «ἀποκάτω ἀπ᾿ τὰ στέφανα τῶν προφητῶν, καταμεσῆς στὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει».

Καὶ οὕτως θὰ ἔμελλε βεβαίως νὰ γίνῃ, ἐὰν ἡ θεία Πρόνοια δὲν ᾠκονόμει ἄλλως τὰ πράγματα. Τὴν πρωΐαν τῆς ἄλλης ἡμέρας ἐξημέρωνε Κυριακήν, καὶ ἔκπαγλος εἴδησις ἠκούσθη ἀνὰ τὸ χωρίον. Ὁ Γιαννάκης ὁ Δράκος, ὁ ξενιτευμένος ἀῤῥαβωνιαστικὸς τῆς Λ..., ἔφθασε κάτω εἰς τὸν μεσημβρινὸν λιμένα, εἰς τὴν ἄλλην πλευρὰν τῆς νήσου, ὅπου ἦτο ἐπίνειον, μὲ ὀλίγα νεώρια καὶ μαγαζία. Τὴν εἴδησιν ἔφεραν ἐκεῖθεν ἐλθόντες κάτοικοι τοῦ Κάστρου, ὅπου εἶχον καταβῆ διὰ νὰ πουλήσουν κηπουρικὰ προϊόντα, τρεῖς ὥρας δρόμον, ἀπὸ τὰ Μποστάνια, τὰ κείμενα κατὰ τὴν δυτικὴν πλαγιάν, ἀριστερόθεν τοῦ Κάστρου.

Πῶς ὁ Γιαννάκης δὲν ἦλθε μίαν ἡμέραν πρίν, προτοῦ νὰ πηδήσῃ ὁ Ἀγάλλος τὸ παράθυρον; Καὶ πῶς δὲν ἔφθασε μίαν ἡμέραν ὕστερον, ἀφοῦ τὴν Κυριακὴν ἡτοιμάζετο νὰ στεφανωθῇ ὁ Ἀγάλλος ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει ἀποκάτω ἀπὸ τὸ στεφάνι τῶν προφητῶν, καταμεσὶς στὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ; Γράφει [λοιπὸν] ὁ Θεὸς δράματα;

Ὁ Ἀγάλλος τὸ ἔμαθε, κι ἔμεινεν ἐμβρόντητος ἐπ᾿ ὀλίγας στιγμάς. Ταχέως ὅμως συνῆλθε, κι ἔτρεξε νὰ εὕρῃ τὸν παπα-Ζαχαρίαν, τὸν Σακελλάριον. Ὁ σκοπὸς του ἦτο νὰ κατορθώσῃ νὰ τελεσθῇ ὁ γάμος πρὶν φθάσῃ ἡ εἴδησις διὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Δράκου εἰς τὰ ὦτα τῆς Λ... καὶ πρὶν αὐτὸς φθάσῃ στὸ Κάστρον. Τοῦτο θὰ ἦτο ἀπηλπισμένον καὶ σπασμωδικὸν διάβημα, καὶ ἂν δὲν εἶχε μάθει ἡ κόρη τὸν ἐρχομὸν τοῦ μνηστῆρος. Ἀλλ᾿ ὅμως, καὶ τοῦτο οὐδὲν τὸ παράδοξον, ἡ Λ... εἶχε μάθει τὴν εἴδησιν ἀκριβῶς δέκα λεπτὰ πρὶν τὴν μάθῃ ὁ Ἀγάλλος.

Διότι δὲν ὑπῆρχε μόνη ἡ Μανιὰ γραῖα εἰς τὸ χωρίον. Ἦτο ἡ γριὰ Κομνιανάκαινα, κατοικοῦσα εἰς μικρὰν καλύβην ἀμέσως ἐντὸς τῆς πύλης τοῦ φρουρίου. Αὐτὴ πρώτη ἤκουσε τὸ μαντάτον ἀπὸ τοὺς δύο παραγυιοὺς τοῦ κηπουροῦ, τοῦ Κωνσταντῆ τοῦ Ἄγγουρα, ὁποὺ ἐμβῆκαν τὸ βράδυ στὸ Κάστρον. Ὄχι ὅτι εἰς αὐτὴν πρώτην τὸ εἶπαν, ἀλλ᾿ αὐτὴ πρώτη τὸ ἤκουσε, πρὶν καταλάβῃ καλὰ ὁ πορτάρης τῆς σιδηρᾶς πύλης, εἰς τὸν ὁποῖον τὸ εἶπαν. Εὐτυχῶς δὲν ἦτο τελείως κωφή, ἤκουε καλὰ ἀπὸ τὸ ἓν ὠτίον. Εἶχε πάρει τὴν ῥόκαν της, καθὼς ἐβασίλεψεν ἀντικρὺ στὰ κυανὰ καὶ τὰ ῥόδινα τοῦ Πηλίου ὁ ἥλιος τῆς Κυριακῆς, ὅπου ἔπαυε πλέον ἡ κανονισμένη ἀργία, κι ἐκάθησε κάτω ἀπὸ τὴν Μεγάλην Ταράτσα, ἐκεῖ ὅπου εἶχαν τὸ σύνηθες χάσμα (ὀπὴν) ἄνω τῆς φλιᾶς τῆς σιδερόπορτας, διὰ νὰ ζεματίζουν τοὺς κλέφτας, καὶ ἐμάζευε δροσιὰν ἀπὸ τὸ βουνὸν εἰς τὸν κόλπον της, κι ἀπὸ τοὺς γιαλούς, καὶ διήκουσε τὸ νέον, τὸ ὁποῖον ἐν σπουδῇ καὶ ἀκρατήτως μετέδωκαν τὰ δύο κοπέλλια τοῦ κηπουροῦ εἰς τὸν γέρο-Κώσταν τὸν πυλωρόν.

-Καλά, τρεχᾶτε νὰ πάρτε τὰ σχαρίκια, ἀπάνω στὴς Ἀναγκιᾶς, νὰ τὸ πῆτε τῆς Χ... καὶ τῆς κόρης της, εἶπεν ὁ πορτάρης, ἀφοῦ οἱ δύο ἀγροδίαιτοι νέοι εἶπαν καὶ ξαναεῖπαν τὴν εἴδησιν, καὶ αὐτὸς μόλις ἐκατάλαβε τί ἤθελον νὰ εἴπουν.

Ἡ γριὰ Κομνιανάκαινα εἶχε χώσει τὴν ῥόκαν ὑπὸ τὴν τραχηλιὰν της, κι ἐποδάρωσε κι ἔτρεξεν ἀπνευστὶ πρὸς τὴν ἐπάνω συνοικίαν. Μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ ἔφθασε πετάμενη, ὡς κουρούνα, κι ἐφώναξε κάτω ἀπὸ τὸ μικρὸν πρόστοον τῆς οἰκίας τῆς Λ...

-Τὰ σχαρίκια, Λ..., ἦρθε ὁ ἀῤῥαβωνιαστικός σου· ὁ Γιαννάκης ὁ Δράκος ἔφθασε.

Ἡ Λ... δὲν ἐπίστευε τὰ ὦτα της, ἐπὶ ἱκανὴν ὥραν ἔμενεν ὡς ἀπολιθωμένη.

Τὴν πρωΐαν ἔφθασεν εἰς τὸ Κάστρον ὁ μνηστήρ, ὁ ξενιτευμένος. Ὁ Γιαννάκης δὲν ἔφερε καμμίαν δυσκολίαν, ὡς ἔμαθε τὰ συμβάντα. Ἔῤῥιψε τὰ βάρη ὅλα στὸν Ἀγάλλον, κι εἶπεν, ὅτι ἤξευρε τὴν ἀῤῥαβωνιαστικήν του ὡς πιστὴν καὶ ἀφωσιωμένην, καὶ ὅτι, ἂν ἔπταισε τίποτε ἐκείνη, αὐτὸς τὸ ἀναλαμβάνει ὡς ἴδιον πταῖσμα του.

Ὁ Γιαννάκης εἶχε φέρει, ὡς ἔλεγαν, δύο χιλιάδες τάλληρα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. Ἄνθρωπος πραματευτής, τόσον εὔπορος, δὲν ἔπρεπε νὰ λεπτολογῇ διὰ μικρὰ πράγματα. Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, τὴν Πέμπτην, συνέπιπτεν ἑορτή, τῆς Ἀναλήψεως, περὶ τὰ τέλη Μαΐου, ἦτο δὲ ἀκριβῶς νέα σελήνη καὶ ὁ γάμος (τοῦ Γιαννάκη Δράκου καὶ τῆς Λ...) ἐτελέσθη τὴν ἑσπέραν τῆς Πέμπτης ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει, καταμεσὶς στὸν Χριστόν, ὑποκάτω ἀπ᾿ τὸ στεφάνι τοῦ μεγάλου πολυελαίου, πρὶν φύγῃ ἀκόμη ὁ Ἀγάλλος διὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος.
* * *
Μετὰ πολλοὺς χρόνους, ὅταν ὅλα τὰ πρόσωπα τοῦ δράματος, τὰ μὲν ἀπῆλθον, τὰ δὲ ἐγήρασαν -μετὰ εἴκοσι περίπου ἔτη- ἐπανέκαμψεν ἀπὸ τὸ Ὄρος ὁ Ἀλύπας, ἱερομόναχος καὶ πνευματικός. Εἶχεν ἀσκητεύσει τόσα χρόνια εἰς τὰ Κατουνάκια, κατὰ τὰς δυτικομεσημβρινὰς ὑπωρείας τοῦ Ἄθωνος. Εἶτα εἶχεν ἀποθάνει ὁ γέροντάς του, αὐτὸς δὲ ἐπώλησε τὴν ἀσκητικὴν καλύβην, κι ἐπέστρεψεν εἰς τὴν γενέθλιον νῆσον του.

Τὸ γηραιὸν ἀνδρόγυνον ἐπέζη ἀκόμη, ὁ κὺρ Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου κι ἡ γραῖα Ἀρετή. Ὁ παπα-Ἀλύπας ἐπῆγε κι ἐγκατεστάθη ὁριστικῶς εἰς τὸ νεόκτιστον σταυροπηγιακὸν καὶ πατριαρχικὸν Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

Ἐξελέγη τέταρτος ἡγούμενος μετὰ τὸν Νήφωνα καὶ τὸν Γρηγόριον, τοὺς κτήτορας· ὁ δεύτερος ἦτο ἐντόπιος καὶ μακρυνὸς συγγενὴς του, υἱὸς τοῦ ἄρχοντος Χατζησταμάτη, οἵτινες εἶχον ἀποθάνει πρὸ τοῦ 1821, καὶ μετὰ τὸν Φλαβιανόν, ἀπελθόντα πρὸς καιρὸν ἐκ τῆς Μονῆς ἕνεκα τῶν ἀνωμαλιῶν καὶ τῶν περιστάσεων. Ὡς ἡγούμενος διέπρεψε, κι ἐφημίσθη μάλιστα τὸ Ἀλυπιακὸν μοσχάτον, ὁποὺ αὐτὸς περιτέχνως τὸ κατεσκεύαζεν. Ἦτο φερωνύμως κατάλληλον διὰ ν᾿ ἀνακουφίζῃ τὰς λύπας, τοὺς καημοὺς καὶ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ γραῖα Ἀρετὴ ἀπέθανε, καὶ ὁ γυιός της ὁ Ἀλύπας τὴν ἔθαψε «μὲ τὰ χεράκια του» ὡς ἱερεὺς καὶ ὡς υἱός, ὅπως αὐτὴ ηὐχήθη.Ὁ κὺρ Δημητράκης, ἀφοῦ ἔδωσε πολλὰ πανωπροίκια εἰς τὰς θυγατέρας του τὰς ὑπάνδρους, ἔδωκεν ἱκανὰ κι εἰς τὸν Ἐπιφάνιον, ὅστις εἶχεν ἔλθει ἐκ τῆς Ὕδρας πρὸ πολλοῦ καὶ μετήρχετο τὸ διδασκαλικὸν ἐπάγγελμα εἰς τὸν τόπον, ἐμοίρασε δὲ καί τινα εἰς τοὺς πτωχούς, ἐκράτησεν ἀκόμη ὀλίγα διὰ τὸν ἑαυτόν του κι ἐπῆγε κι ἐκοινοβίασεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, διὰ νὰ γηροκομηθῇ πλησίον τοῦ υἱοῦ του Ἀγάλλου, ὅπως πάλαι εἶχε προείπει. Ἐκάρη, καὶ ὠνομάσθη Δαυΐδ.

Μετὰ χρόνους ὕστερον, ὁ πρωτότοκος υἱὸς τοῦ Ἐπιφανίου, τοῦ Λογιωτάτου, Δημήτριος, ἀφοῦ ἔμεινεν ὀλίγα ἔτη εἰς τὸ Ῥωσικὸν μοναστῆρι, εἰς τὸν Ἄθωνα, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα του. Οὗτος ἔμελλέ ποτε νὰ φημισθῇ ἀργότερα ὡς Διονύσιος ὁ Γέροντας καὶ ὡς πνευματικός. Πλὴν τότε, ὅταν ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸν θεῖον του, Ἀλύπαν, μόλις εἰκοσιπενταετής, ἐκαλεῖτο Δανιὴλ ἱεροδιάκονος, μοναχός.

Ὅταν τὸν εἶδεν ἔξαφνα ὁ θεῖος του, μὲ λύπην καὶ πόνον ἀνέκραξε:

-Μαῦρο κούτσουρο ἐγώ, μαῦρο κούτσουρο ἐσύ.

(1912)



Πηγή/Έκδοση:Ἅπαντα, τόμος 4, ἐκδόσεις Δόμος

Χρ.Έκδοσης:1985
Διαδίκτυο:http://www.agiazoni.gr

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΦΑΚΕΛΛΩΜΑ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ...ΜΕΣΩ ΑΓΟΡΩΝ ΤΑΧΙΣΤΑ!

Θα είναι πρωταπριλιά, αλλά δεν θα είναι ψέμα. Για να μπουν οι πολίτες στο κλίμα από τον ερχόμενο μήνα όλες οι αγορές αξίας άνω των 3.000 ευρώ θα γίνονται μόνο μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας ή μέσω επιταγής.

Θα είναι πρωταπριλιά, αλλά δεν θα είναι ψέμα. Για να μπουν οι πολίτες στο κλίμα από τον ερχόμενο μήνα όλες οι αγορές

αξίας άνω των 3.000 ευρώ θα γίνονται μόνο μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας ή μέσω επιταγής.
Από την πρωτοχρονιά του 2012 το όριο πέφτει από τις 3.000 στα 1.500 ευρώ για όλες τις αγορές. Το μέτρο θα ισχύσει και για την παροχή υπηρεσιών. Τι θα γίνει με τις δόσεις; Ευτυχώς αυτή τη φορά έχουν δώσει την απάντηση πριν την ισχύ του μέτρου. Η αξία της αγοράς ή της υπηρεσίας θα φαίνεται ολόκληρη στην απόδειξη, αλλά ο πελάτης θα επιβαρύνεται τμηματικά, όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα. Για παράδειγμα αν κάποιος κάνει μια αγορά αξίας 5.000 ευρώ σε 18 άτοκες δόσεις, θα πάρει απόδειξη για ολόκληρο το ποσό και θα χρεώνεται κάθε μήνα με το ποσό των 278 ευρώ. Τώρα, στις περιπτώσεις όπου ο πελάτης δεν έχει ούτε πιστωτική η χρεωστική κάρτα, ούτε μπορεί να βγάλει επιταγή, τότε ο έμπορος ή ο επαγγελματίας θα είναι υποχρεωμένος να κόβει ένα παραστατικό το οποίο στη συνέχεια θα είναι επίσης υποχρεωμένος να το καταθέτει στην τράπεζα.
Όλα αυτά στο πλαίσιο πάταξης της φοροδιαφυγής αφού θα γίνεται ηλεκτρονικός έλεγχοςhttp://www.newsit.gr.

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

῾Ο π. ᾿Ιωάννης Φωτόπουλος ἀπαντᾶ στίς "συγκεχυμένες τοποθετήσεις" τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη περί ᾿Αντιχρίστου καί λοιπῶν ἐνστάσεών του

Ἀπάντηση στίς ἀπορίες καί στίς συγκεχυμένες τοποθετήσεις τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη σχετικά μέ τήν ἐσχατολογική διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τή στάση τοῦ «ὄχλου τῶν θρησκευομένων ἀνθρώπων».




  Μέ τό «ἀρνίον» ἤ μέ τό «θηρίον»
 Μέ τήν Ἀποκάλυψη τῆς Ἀληθείας ἤ τήν συγκάλυψή της;         

      Τοῦ π. Ἰωάννου Κ. Φωτοπούλου, ἐφημερίου Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς  

    Ἀπάντηση στίς ἀπορίες καί στίς συγκεχυμένες τοποθετήσεις τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη  σχετικά μέ τήν ἐσχατολογική διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τή στάση τοῦ «ὄχλου τῶν θρησκευομένων ἀνθρώπων».
         
            Δημοσίευσε ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Βολουδάκης στό φύλλο τῆς 14 Ἰανουαρίου 2011 τοῦ ʺ Ο.Τ.ʺ κείμενο μέ τίτλο : «Σύ εἶ ὀ ἐρχόμενος ἤ ἕτερον προσδοκῶμεν;» καί ὑπότιτλο : «Ἐμεῖς περιμένουμε τόν Χριστόν ἤ τόν Ἀντίχριστον;»  
 Γιά τούς καλούς ἀναγνῶστες πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἀνέκαθεν ὁ π. Βασίλειος μαζί μέ μερικούς ἄλλους κληρικούς ἀντιδροῦν κατά τῆς διδασκαλίας τῆς Ἱερᾶς ἀποκαλύψεως τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῆς διδαχῆς τοῦ π. Παΐσίου περί τοῦ Ἀντιχρίστου τοῦ ἀριθμοῦ καί τῆς σφραγίδας του.   Ἀκολουθοῦν τό δικό τους δρόμο ξέχωρα ἀπό τή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
     Ἐπειδή στό ἐν λόγῳ κείμενο ὁ π. Βασίλειος ἐκφράζει ἀπορίες καί ἐμφανίζει μιά σχετική σύγχυση σχετικά μέ τήν ἐσχατολογική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀπαντοῦμε στά ἐρωτήματα καί τίς ἐνστάσεις του.
             Στό πρῶτο ζήτημα (ἄν περιμένουμε τόν Χριστό ἤ τόν Ἀντίχριστο) ἀπαντοῦμε ἐκ μέρους τοῦ «ὄχλου τῶν θρησκευομένων ἀνθρώπων», ὅπως ἀποκαλεῖ τούς ἀνησυχοῦντας χριστιανούς, ὅτι βεβαίως τόν Χριστό ἀναμένουμε. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ ἐλπίδα μας.  
 Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως ὁμιλεῖ περί τοῦ Διαβόλου καί τῆς πονηρίας του· ὅπως μᾶς προετοιμάζει καί μᾶς προειδοποιεῖ γιά τά τεχνάσματά του, ἔτσι μᾶς ὁμιλεῖ καί περί τοῦ Ἀντιχρίστου.  Ὁ Ἀπ. Παῦλος στήν ἀνησυχία τῶν χριστιανῶν γιά τήν ἔλευση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου δέν ἀπαντᾶ καθησυχαστικά, οὔτε «φασκιώνει τά πνευματικά του παιδιά» (π. Παΐσιος) μέ ψευδοπνευματικές συμβουλές ἀλλά τί τούς λέει ;  «μή τις ὑμᾶς ἐξαπατήσῃ κατά μηδένα τρόπον·  ὅτι ἐάν μή ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καί ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καί ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα θεόν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτόν εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ καθίσαι ἀποδεικνύντα ἑαυτόν ὅτι ἐστί Θεός...» (Β΄Θεσ. β΄3 - 4).  Μετάφραση : « Ἄς μή σᾶς ἐξαπατήσει κανείς κατά κανένα τρόπο, διότι δέν θά ἔλθει ἡ Ἡμέρα ἐκείνη [ τῆς Παρουσίας τοῦ Κυρίου] ἐάν δέν ἔλθει πρῶτα ἡ ἀποστασία καί φανερωθεῖ ὀ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ ὁποῖος ἐπαναστατεῖ καί σηκώνει τό κεφάλι ἐναντίον κάθε ὄντος πού λέγεται Θεός ἤ λατρεύεται, ὥστε νά καθίσει σάν Θεός εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀξίωση ὅτι εἶναι αὐτός Θεός».  Δηλαδή ἀνησυχοῦν οἱ χριστιανοί γιά τή Δευτέρα Παρουσία καί ὁ Ἀπόστολος τούς ὁμιλεῖ περί τοῦ Ἀντιχρίστου!   Καί βέβαια δέν τούς τρομοκρατεῖ ἀλλά τούς προετοιμάζει-  μ ᾶ ς  προετοιμάζει - γι’ αὐτή τή δυσάρεστη κατάσταση.
            Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός ὁμιλεῖ στό Εὐαγγέλιο  γιά τόν Ἀντίχριστο, «τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, ἑστώς ἐν τόπο ἁγίῳ» (Ματθ. κδ΄15, Μαρκ. ιγ΄14 ) γιά Κάποιον Ἄλλο πού θά ἔλθει καί θά τόν πιστεύσουν οἱ ἄνθρωποι  :«ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε»(Ἰω. ε΄43). 
  Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁμιλεῖ ρητῶς περί τοῦ Ἀντιχρίστου : «Παιδία, ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καί καθώς ἀκούσατε( αὐτό σημαίνει τήν «ἄνωθεν πληροφορία» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος) ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται» (Α΄ Ἰω. β΄ 18) καί βεβαίως ἡ Ἱερά Ἀποκάλυψις συνεχῶς ὁμιλεῖ γιά τό «θηρίον» (π.χ. Ἀποκ. ια΄ 7, ιγ΄ 1 ,2,4 , 14 -18) γιά τόν «ἀριθμόν» καί τό «χάραγμα» (ιγ΄18, ιδ΄9-11, ιστ΄2 , ιθ΄20, κ΄4). 
Ὅλα αὐτά γράφονται γιά νά προειδοποιήσουν τούς χριστιανούς γιά τά ἐπερχόμενα δεινά καί νά τούς κρατοῦν σέ ἐγρήγορση καί «καλή ἀνησυχία»γιά νά μήν πλανηθοῦν ἀπό κάποιον πολύ ὄμορφο, γλυκό,ἤμερο καί ταπεινό ἀπατεῶνα πού θά ζητήσει νά πάρει τή θέση τοῦ Χριστοῦ . 

Ὁ π. Παΐσιος μέ τόν ἀποφατικό αὐτό ὅρο τά λέει ὅλα.  

Καί «ἀνησυχία» πρέπει νά ἔχουμε καί «καλή» πρέπει νά εἶναι αὐτή.  Δηλαδή καί γνώση τῆς πνευματικῆς ἀναρχίας καί ἀποστασίας νά ἔχουμε- νά μή ζοῦμε στή «γυάλα» μιᾶς δῆθεν πνευματικῆς ζωῆς κλεισμένοι σέ ψευδαισθήσεις- καί τό ἐνδεχόμενο τῆς ἐλεύσεως τοῦ ἀντιχρίστου νά μᾶς κάμει νά ζοῦμε πνευματικά, προσεκτικά, μέ νήψη, ὀρθή πίστη καί κατά Χριστόν ζωή.
            Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ὁμιλώντας περί ἀντιχρίστου δημιουργοῦν φόβο, πανικό καί ἀπελπισία.  Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἐπειδή ὑπάρχουν ὑπερβολές θά πρέπει νά κλείνουμε στρουθοκαμηλικά τά μάτια μας μπροστά στό Εὐαγγέλιο καί στά συνεχῶς ἐξαπλούμενα «σημεῖα τῶν καιρῶν» γιά νά ζοῦμε βολικά καί εὐχάριστα.  Εἶναι βλάσφημο νά χλευάζουμε εὐθέως ἤ νά περιφρονοῦμε πλαγίως τήν Ἱερά Ἀποκάλυψη - ὁ π. Βασίλειος δέν κάνει οὔτε μιά ἀναφορά στά ἐσχατολογικά χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς.  Δέν θά ἐφαρμόσουμε τό λαϊκό ρητό ...«πονάει κεφάλι κόψε κεφάλι».  Θά διδάξουμε τόν λαό μας τήν ἀλήθεια καί θά ἐμπνεύσουμε τήν πίστη, τήν προσκόλληση στόν Κύριο καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.   
Ἄρα :  
α΄ ἀπάντηση-συμπέρασμα.  Τόν Χριστόν προσδοκοῦμε καί προσέχοντας τήν Ἁγία Γραφή ὁπλιζόμαστε πνευματικά ὥστε μπροστά στίς ἀντίχριστες προκλήσεις νά ἐπιμείνουμε «τῇ πίστει τεθεμελιωμένοι καί ἑδραῖοι καί μή μετακινούμενοι ἀπό τῆς ἐλπίδος τοῦ Εὐαγγελίου»( Κολ. Α΄23).   
      Στό δεύτερο ζήτημαΠοτέ στό παρελθόν της ἡἘκκλησία δέν ἀσχολήθηκε μέ τόν Ἀντίχριστο») ἀπαντοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία διά τῶν ἁγίων Πατέρων ἀσχολήθηκε μέ τόν Ἀντίχριστο καί μάλιστα μερικοί ἐκ τῶν Πατέρων στίς συγγραφές τους ἀσχολήθηκαν ἐκτενῶς.  Καί βέβαια δέν θά μποροῦσαν νά κάμουν ἀλλιῶς, ἀφοῦ ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστός καί οἱ Ἅγιοι ἀπόστολοι «ἀσχολήθηκαν».  Ἔχουμε και λέμε : Ἅγιος Ἱππόλυτος Ρώμης,(«Περί Χριστοῦ καί Ἀντιχρίστου»,), Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων( ἐκτενῶς στήν «ΙΕ΄ Κατήχηση Φωτιζομένων»), Ἅγιος Ἀνδρέας Καισαρείας («Ἑρμηνεία εἰς τήν Ἀποκάλυψιν»), Ἀρέθας Καισαρείας («Ὑπόμνημα εἰς τήν Ἀποκάλυψιν»), ἅγιος Εἰρηναῖος («Ἐλεγχος ψευδωνύμου γνώσεως»), ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος (στήν ἑρμηνεία τῆς Β΄ ἐπιστολῆς πρός Θεσσαλονικεῖς), «Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος (Λόγος εἰς τήν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου καί περί συντελείας καί εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Ἀντιχρίστου»), ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός («Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως), ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στίς διδαχές του.  Νομίζω αὐτοί οἱ Πατέρες εἶναι ἀρκετοί γιά νά δώσουμε τή β΄ ἀπάντηση-συμπέρασμα : Ἡ ἐκκλησία μας διά τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων της, ὡς φιλόστοργη μητέρα μέσα στά πλαίσια τῆς ποιμαντικῆς της φροντίδας ἀσχολήθηκε ἐπαρκῶς μέ τόν Ἀντίχριστο καί δίδαξε τούς πιστούς γιά νά προφυλαχθοῦν ἀπό τίς παγίδες του καί νά μήν τόν δεχθοῦν ἀντί τοῦ Χριστοῦ.
    Στό τρίτο ζήτημα-τοποθέτηση  τοῦ π. Βασιλείου, ὁ ὀποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι «ποτέ ἄλλοτε οἱ χριστιανοί δέν εἶχαν στραμμένη τήν προσοχή τους σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου, στό πῶς θά προστατευθοῦν ἀπό τόν Ἀντίχριστο» ἀπαντοῦμε ὅτι κατ’ ἀρχάς οἱ χριστιανοί δέν ἔχουν σάν ἀποκλειστικό τους ἐνδιαφέρον τήν προστασία τους ἀπό τόν Ἀντίχριστο.  Ζοῦν τό κατά δύναμη τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀλλά εἶναι γεγονός ὅτι τούς ἀπασχολεῖ τό θέμα τοῦ Ἀντιχρίστου περισσότερο ἀπό παλιά.  Κι αὐτό γιατί α) βλέπουν τήν πρωτοφανῆ ἀποστασία ὡς σημεῖο τῶν ἐσχάτων: π.χ. πλῆθος ἱερέων ἀμνηστεύει ὡς «παρωνυχίδες»τά σαρκικά ἁμαρτήματα·  Πατριάρχες καί ἐπίσκοποι συναγελάζονται συμπροσεύχονται καί συλλειτουργοῦν μέ κάθε αἱρετικό ·  φωτογραφίζονται καί ἀπολαμβάνουν τήν ἐπικοινωνία μέ παπαδίνες δηλωμένες λεσβίες καί κληρικούς ἐγνωσμένους γκέϊ· ἀνάβουν καντήλια καί κεριά σέ διαθρησκειακές φατρίες· ἠ ὁμοφυλοφιλία, γιά μοναδική φορά στήν παγκόσμια ἱστορία ἀνακηρύσσεται μιά καλή ἐπιλογή, γίνονται «γάμοι» ὁμοφυλοφίλων.   β) ὅπως ἐπεσήμανε φίλος μου ἱερεύς μέχρι πρίν 40 χρόνια δέν ἀκουγόταν καί δέν βλεπόταν πουθενά ὁ δυσώνυμος ἀριθμός 666.  Ξαφνικά ἄρχισε ὁ ἀριθμός αὐτός νά ἁπλώνεται παντοῦ.
           γ΄ ἀπάντηση-συμπέρασμα : Οἱ χριστιανοί ἀνησυχοῦν καί ἀγρυπνοῦν μέ τήν «καλή ἀνησυχία» σχετικά μέ τόν ἀντίχριστο α) γιατί αὐξάνουν τά σημεῖα τῶν καιρῶν, δηλ. ἡ ἀποστασία ἀπό τήν πίστη, τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί τή στοιχειώδη ἠθική καί β) γιατί προκλητικά καί καταιγιστικά ἐμφανίζεται παντοῦ ὁ δυσώνυμος ἀριθμός 666.    
          Στήν τέταρτη τοποθέτηση- ἐρώτηση  τοῦ π. Βασιλείου, σχετικά μέ τόν δυσώνυμο ἀριθμό 666 ὑπάρχει  μιά σύγχυση πού ἐκφράζεται μέ τίς φράσεις : «Ὁ Ἀντίχριστος δέν εἶναι ἕνας ἀριθμός. Ἄν ἦταν, τότε καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ...καί οἱ μαθητές του θά κυνηγοῦσαν ἕναν ἀριθμό..... Δέν θά ἦταν ..φυσικό ἄν ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ἀνησυχήσουμε γιά τόν ἀριθμό - φόβητρο καί τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου, νά ἀνησυχήσουν πρῶτα οἱ Χριστιανοί τῆς ἐποχῆς ἐκείνης;».
            Ἀπαντοῦμε στήν ἀπορία του. α) Ἀσφαλῶς ποτέ δέν ἰσχυρίσθηκε κανείς ὅτι ὁ Ἀντίχριστος  εἶναι ἕνας ἀριθμός -τί φοβερή σύγχυση! - ἀλλά, ὅπως γράφει ἡ Ἀποκάλυψις, ὁ δυσώνυμος 666 εἶναι ὁ ἀριθμός τοῦ ὀνόματός του τόν ὁποῖο ὁ Ἀντίχριστος, τό «θηρίον», θέλει νά χρησιμοποιήσουμε σέ ἔνδειξη ὑποταγῆς σ’αὐτόν κατά τίς συναλλαγές μας  καί τόν ὁποῖο θέλει νά χαράξει στό μέτωπο ἤ στο χέρι μας.  Προσθέτοντας τούς ἀριθμούς πού ἀντιστοιχοῦν σέ κάθε γράμμα τοῦ ὀνόματός του, σύμφωνα μέ τήν ἀρχαιοελληνική ἀρίθμηση, σχηματίζεται ὁ ἀριθμός 666.  Εἶναι ὁ «ἀριθμός τοῦ θηρίου»(Ἀποκ. 13, 18). Π.χ.  ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ :  Β=2, Ε=5, Ν=50, Ε=5, Δ=4, Ι=10, Κ=20, Τ==300, Ο=70 Σ=200 , Ἄθροιση :  2+5+50+5+4+10+20+300+70+200= 666.  Αὐτός λοιπόν ὁ ἀριθμός, ὄχι ὅταν εἶναι τυχαῖα βαλμένος στίς σελίδες τῶν βιβλίων, στίς πινακίδες τῶν αὐτοκινήτων, ἤ σάν ἀριθμός καταχωρίσεως στά πρωτόκολλα τῶν ὑπηρεσιῶν κλπ., ἀλλά σκοπίμως πάνω στά πράγματα πού ἀγοράζουμε ἤ -Θεός φυλάξοι ! – στό μέτωπο ἤ τό χέρι μας δηλώνει τήν ἐξουσία τοῦ Ἀντιχρίστου, εἶναι τό σύμβολο τῆς δύναμής του, ἡ σφραγίδα πάνω σέ ὅ, τι ἐξουσιάζει ἤ νομίζει ὅτι ἐξουσιάζει.    Τά πράγματα ἐν προκειμένῳ εἶναι ἁπλᾶ. Γι’αὐτό καί  οἱ κατά καιρούς σοφιστεῖες καί ἀλχημεῖες, οἱ στρουθοκαμηλικές φοβίες τῶν σημερινῶν παραχαρακτῶν τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως εἶναι ἀνίσχυρες μπροστά στήν προφανῆ , ἀκόμη καί γιά τά μικρά παιδιά, ἀλήθεια τῆς Ἀποκαλύψεως.
            β)  Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί δέν ἀνησυχοῦσαν γιά τόν δυσώνυμο ἀριθμό, διότι δέν τόν ἔβλεπαν στήν καθημερινότητά τους. Γράφει ὁ Ἀρέθας Καισαρείας(10ς αἰώνας) γιά τούς ἐσχάτους καιρούς-ἐκπληκτικό!  :  «καί ἔγινε ἀντικείμενο φροντίδας νά διαδοθεῖ παντοῦ ὁ ἀριθμός τοῦ ὀνόματος τοῦ θηρίου, καί στίς πωλήσεις καί στίς ἀγορές γιά νά πεθάνει ἀπό ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων αὐτός πού δέν φέρει πάνω του τόν ἀριθμό».  Αὐτό λοιπόν, ἡ ὐπερβολική διάδοση τοῦ ἀριθμοῦ,  γίνεται στίς μέρες μας. Πάνω σέ προϊόντα, πάνω στά ροῦχα, στούς δίσκους Ρόκ μουσικῆς, μέσα στήν αἴθουσα τοῦ ΟΗΕ, στόν λογότυπο, τό σῆμα τοῦ πείραματος CERN.  Ἀκόμη καί κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στήν Ἑλλάδα ἦταν σαφής ἡ παρουσία τοῦ δυσωνύμου ἀριθμοῦ.  Συναντήθηκαν 6 ἐπίσκοποι ὀρθόδοξοι, 6 καρδινάλιοι καί 6 πολιτικοί.  Μπορεῖ κανείς λογικός ἄνθρωπος σ’αὐτή τήν πρόκληση νά μένει ἀδιάφορος, ὅταν ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ  Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ρητῶς ἀναφέρεται σ’ αὐτόν τόν ἀριθμό;  Δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει νά μένει ἀδιάφορος, ὅπως ἀκριβῶς προτρέπει τούς χριστιανούς ἡ ὑπ’ἀριθ. 2626 /7- 4 -/97 Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος : 
              «... ὁ ἀριθμός 666, ἀπό τήν ἀναφορά του στήν Ἀποκάλυψη, εἶναι καθιερωμένος σάν ὁ ἀριθμός τοῦ Ἀντιχρίστου.  Καί συνεπῶς δέν εἶναι δυνατό ὁ Χριστιανός νά ἀδιαφορεῖ γιά τήν ἠθελημένη  καί συστηματική εἰσαγωγή αὐτοῦ τοῦ ἀριθμοῦ στή ζωή του· καί ἐν προκειμένῳ στή ζωή τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους...».   
            Μετά τίς ἀνωτέρω ἐξηγήσεις νομίζουμε ὅτι τό «κυνηγητό» τοῦ ἀριθμοῦ δέν τό κάμουν οἱ χριστιανοί.  Ἀντιθέτως τά ἀντίχριστα ὄργανα τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων πού τόν ὑπηρετοῦν, κυνηγοῦν καί ἀπειλοῦν τούς Χριστιανούς γιά νά ἐπιβάλλουν στήν καθημερινότητα καί, εἰ δυνατόν στό σῶμα τους τόν δυσώνυμο ἀριθμό.
            Ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀμφισβήτηση τοῦ π. Βασιλείου κατά πόσον στό γραμμωτό κώδικαὑπάρχει ὁ δυσώνυμος 666, καί ἄν γενικά ἡ  ἠλεκτρονική διακυβέρνηση σχετίζεται μέ τόἀριθμό αὐτό θά ἀρκοῦσε ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα - ἄν ὁ 666 ὑπάρχει στό γραμμωτόκώδικα- πού ἔγινε στόν ἴδιο τόν ἐφευρέτη τοῦ barcode  George Laurer, ὅπως εἶναικαταγεγραμμένη στό διαδίκτυο : «ναί, ὑπάρχει, ἀλλά εἶναι μιά σύμπτωση»!  Ὑπάρχει ἐπίσης ἡ σχετική ἀποδεικτική μελέτη τοῦ μοναχοῦ Προδρόμου Γρηγοριάτου, ἠλεκτρολόγου μηχανικοῦ.
            δ΄ ἀπάντηση-συμπέρασμα :  Ὁ Ἀντίχριστος δέν εἶναι ἀριθμός.  Ὁ ἀριθμός 666 εἶναι ὁ ἀριθμός τοῦ «θηρίου», σύμβολο τῆς ἐξουσίας του καί σφραγίδα πάνω στούς δούλους του.  Δέν κυνηγοῦμε τόν ἀριθμό, δέν τόν ἀναζητοῦμε, ἀλλά δέν μποροῦμε καί νά μένουμε ἀδιάφοροι στήν προσπάθεια νά ἐπιβληθεῖ στή ζωή μας.  Ἡ ἀναγραφή του στό barcode εἶναι ἐπιστημονικῶς ἀποδεδειγμένη.
           Πέμπτη συγκεχυμένη τοποθέτηση τοῦ π. Βασιλείου : Λέει ὅτι εἶναι λάθος «νά πιστεύουμε πώς αὐτός [ ὁ Σατανᾶς] πού δέν ἔχει ἐξουσία οὔτε στά γουρούνια νά εἰσέλθη χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Χριστοῦ, ὅτι μπορεῖ νά κυριαρχήσει πάνω στούς ἀνθρώπους-χωρίς αὐτοί νά γίνουν ψυχικά γουρούνια- καί νά τούς κάνει δικούς του(αὐτό εἶναι τό Χαραγμα) μόνο καί μόνο ἐπειδή αὐτοί ἔλαβαν ἀπό τήν Πολιτεία τά κρατικά ἔγγραφα, ὅπως ἔκαναν μέχρι σήμερα, ἐνῷ μέσα στά ἔγγραφα αὐτά ὑπάρχει κρυμμένος ἀριθμός...» κλπ. κλπ. 
            Ἀπαντοῦμε καί ἐξηγοῦμε: Ὁ Χριστός δίνει ἄδεια νά κυριαρχήσει ὁ Σατανᾶς- ἄν καί ἐδῶ ὁμιλοῦμε περί τοῦ Χαράγματος τοῦ Ἀντιχρίστου, ὄχι τοῦ Σατανᾶ- στόν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο ἄν παραδοθεῖ στήν ἁμαρτία, ἀλλά καί ἄν παραδοθεῖ σ΄αὐτόν(δηλ. τόν Σατανᾶ) ἤ ἐν προκειμένῳ στό καλλίτερο «παιδί»του, τόν Ἀντίχριστο, ἀρνούμενος τό Χριστό καί προσκυνώντας καί ἀποδεχόμενος τό σύμβολό Του.
            Ἰδού τί γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψη : «Καί ἀλλος ἄγγελος τρίτος ἠκολούθησεν αὐτοῖς λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ · εἴ τις προσκυνεῖ τό θηρίον καί τήν εἰκόνα αὐτοῦ καί λαμβάνει χάραγμα ἐπί τοῦ μετώπου αὐτοῦ ἤ ἐπί τήν χεῖρα αὐτοῦ καί αὐτός...βασανισθήσεται ἐν πυρί καί θείῳ ἐνώπιον τῶν ἁγίων ἀγγέλων καί ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου...καί οὐκ ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἡμέρας καί νύκτας οἱ προσκυνοῦντες τό θηρίον καί τήν εἰκόνα αὐτοῦ καί εἴ τις λαμβάνει τό χάραγμα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ» (Ἀποκ. 14, 9-12). Μετάφραση : «καί ἄλλος ἄγγελος, τρίτος τούς ἀκολούθησε καί ἔλεγε μέ φωνήν δυνατήν, ʺὅποιος προσκυνεῖ τό θηρίον καί τήν εἰκόνα του καί ἔχει τό σημάδι χαραγμένο εἰς τό μέτωπόν του ἤ στό χέρι του...θά βασανισθεῖ μέ φωτιά καί θειάφι ἐμπρός στούς ἁγίους ἀγγέλους καί ἐμπρός στό Ἀρνίο...καί δέν θά ἔχουν ἀνάπαυση ἡμέρα καί νύχτα, ὅσοι προσκυνοῦν τό θηρίο καί τήν εἰκόνα του  καί ὅποιος ἔχει τό χαραγμένο σημάδι τοῦ ὀνόματός του». Λοιπόν μέ τήν ἄδεια τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά κυριαρχήσει ὀ ἀντίχριστος σέ ὅποιον τό προσκυνεῖ καί σέ ὅποιον δέχεται τό χάραγμά του.
            Ὅσον ἀφορᾶ στά «κρατικά ἔγγραφα», τί θά ἔλεγε ὁ π. Βασίλειος-γιά νά θυμηθοῦμε τόν π.Παΐσιο - γιά τούς ἀρνητές τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι χωρίς νά προσκυνήσουν τά εἴδωλα εξασφάλιζαν, ἔναντι χρημάτων, ἕνα χαρτί- «κρατικό ἔγγραφο» πού βεβαίωνε ὅτι τά προσκύνησαν κι ἔτσι ἔμεναν ἀνενόχλητοι;  Πουθενά δέν ἐμφανίζονταν, δέν προσκυνοῦσαν τά εἴδωλα, δέν θυσίαζαν, δέν ἀρνούνταν τόν Χριστό, καί ὅμως ἡ Ἐκκλησία αὐτό τό...»χαρτάκι» τό θεώρησε ἄρνηση.  Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν Καρτα τοῦ Πολίτη.  Μέ τό δυσώνυμο ἀριθμό, τοῦ βδελυκτοῦ «θηρίου» ἡ Κάρτα τοῦ Πολίτη δέν εἶναι ἁπλό κρατικό ἔγγραφο, ἀλλά δεῖγμα ὑποταγῆς στόν ἀντίχριστο, σημεῖο ἀποδοχῆς τῆς ἐξουσίας του.  Καί γι’αὐτό συνιστᾶ «πτώση», κατά τόν γέροντα Παΐσιο.
         ε΄  ἀπάντηση - συμπέρασμα :  Ὁ σατανᾶς καί ὁ ἀντίχριστος ἔχουν ἐξουσία, κατά θεία παραχώρηση, νά κυριαρχοῦν πάνω στούς ἀνθρώπους, ὄχι μόνο ἄν ἁμαρτάνουν, ἀλλά κι ἄν δειλιάσουν καί δεχθοῦν τό χάραγμα, δηλ. τό ὄνομα ἤ τόν ἀριθμό τοῦ ὀνόματός τοῦ ἀντιχρίστου.  Ὁ ίσχυρισμός ὅτι ἡ ἀναγραφή τοῦ δυσώνυμου ἀριθμοῦ σέ ἕνα ἔγγραφο μέ τό ὁποῖο ταυτοποιοῦμαι καί ρυθμίζω ὅλη τήν καθημερινότητά μου (συναλλαγές, εἴσπραξη μισθῶν, παροχές ὑγείας, διαβατήριο, ἐκλ. βιβλιάριο, διόδια κλπ. κλπ.) δέν ἀποτελεῖ πρόβλημα, ἀποτελεῖ εὐτελῆ σοφιστεία.  Ὅποιος  χρησιμοποιεῖ αὐτό τό ἔγγραφο-ἠλεκτρονκή ταυτότητα καί μάλιστα ἐν γνώσει του, σέ κάθε χρήση τοῦ ἐγγράφου αὐτοῦ κάμει μιά...μετάνοια καί προσκυνεῖ τό «θηρίο», στό ὁποῖο ἀπό δειλία  παραχωρεῖ τήν ἐλευθερία του καί δέχεται τόν ἀριθμό του γιά νά ἐπιβιώσει.  Δείχνει ἀπιστία στήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί βέβαια γιά νά μιλήσουμε μέ τά λόγια τοῦ π. Βασιλείου, στήν περίπτωση αὐτή  «δέν ζοῦμε τόν Χριστό, δέν προσδοκοῦμε τήν Βασιλεία Του καί γι’ αὐτό δέν ρυθμίζουμε τή ζωή μας σύμφωνα μ΄Αὐτόν».  Ἄν προσδοκοῦμε τή Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δέν ὑποτασσόμαστε στόν ἐχθρό μας, τόν ἀντίχριστο, δέν ρυθμίζουμε τή ζωή μας μέ τά κριτήρια τῆς ἐπιβιώσεως, δέν παίρνουμε τόν ἀριθμό τοῦ θηρίου, οὔτε στό χέρι, οὔτε στό μέτωπο οὔτε στήν ταυτότητά μας, ἀλλά τόν ἀρνούμαστε καί ὑπομένουμε ὅλα τά παθήματα γιά νά συνδοξασθοῦμε μέ τόν Χριστό.    
 
     Ἕκτη συγκεχυμένη τοποθέτηση τοῦ π. Βασιλείου.  Γράφει :  «Τό θέμα δέν πρέπει νά εἶναι οἱ πωλήσεις καί οἱ ἀγορές, ἀλλά τό τί εἴδους πνεῦμα ʺ πουλᾶμε ʺ καί τό τί εἴδους πνεῦμα ʺἀγοράζουμεʺ (sic). Ὁ Θεός μᾶς εἶπε μέ τόν ἅγιο Παῦλο νά δοκιμάζουμε τά πνεύματα ἄν εἶναι ἀπό τόν Θεό ἤ ἀπό τόν Διάβολο».  Ἐδῶ ἀπαντοῦμε ὡς ἐξῆς. Ὁ π. Βασίλειος κάνει μιά φανερά ἀτυχῆ ἀλληγορική ἑρμηνεία  τῶν στίχων 16-17 τοῦ 13ου κεφ. τῆς Ἀποκαλύψεως, πού γράφει σέ μετάφραση : «καί ὑποχρέωσε ὅλους, μικρούς καί μεγάλους, πλούσιους καί πτωχούς, ἐλεύθερους καί δούλους, νά ἔχουν ἕνα σημάδι χαραγμένο στό δεξί τους χέρι ἤ στό μέτωπό τους, ὥστε νά μήν μπορεῖ κανείς νά ἀγοράσει ἤ νά πωλήσει παρά ἐκεῖνος πού ἔχει τό χαραγμένο σημάδι, δηλ. τό ὄνομα τοῦ θηρίου, ἤ τόν ἀριθμό τοῦ ὀνόματός του».   Εἶναι σαφές ἀπό τό κείμενο ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής ὁμιλεῖ κυριολεκτικά γιά ἀγορές καί πωλήσεις. Δηλ. τά ὄργανα τοῦ Ἀντιχρίστου θά προσπαθήσουν μέ τήν ἀπειλή τοῦ ἀποκλεισμοῦ καί τῆς πείνας, νά ὑποτάξουν στόν Ἀντίχριστο κάθε ἄνθρωπο καί νά τόν ἀναγκάσουν νά δεχθεῖ τή ρυπαρή σφραγίδα του.  Γράφει καί ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος : «προσέχετε ἀδελφοί μου, τήν ὑπερβολή τοῦ θηρίου· διότι μεταχειρίζεται διάφορα τεχνάσματα πονηρίας.  Ἄρχεται ἀπό τήν γαστέρα · ἵνα ὅταν τις  στενοχωρηθεῖ μή ἔχων φαγητά, ἀναγκασθεῖ νά λάβει τήν σφραγίδα ἐκείνου» (Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἀσκητικά σ. 328). Λοιπόν οὔτε ἀγοράζουμε, οὔτε πουλᾶμε πνεῦμα ! Τά ἀνωτέρω ἀποτελοῦν, τό λιγότερο, ἐξεζητημένες παραδοξολογίες, πού ἐκφράζουν ἀγωνία καί φυγή ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ἀποκαλύψεως.
      στ΄ ἀπάντηση- συμπέρασμα: Οἱ στίχοι 16-17 τοῦ 13ου κεφαλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως μέ τή σαφήνεια καί τήν ἁπλότητά τους, ἀποτελοῦν ἕνα ἀσφαλές σῆμα προειδοποιήσεως τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ὥστε ὅταν δοῦν τόν δυσώνυμο 666 καί τήν ἀπειλή  ἀποκλεισμοῦ τους ἀπό τή ζωή νά εἶναι, ὄχι σέ ταραχή, ἀλλά σέ πνευματική ἐγρήγορση καί νά ἀντιληφθοῦν
τήν ἔστω ἀπό μακριά ἐρχόμενη δυσωδία τοῦ ἀντιχρίστου καί νά προφυλαχθοῦν, αρνούμενοι τό χάραγμα ἤ τόν ἀριθμό τοῦ θηρίου.
    Ἕβδομη ἐσφαλμένη τοποθέτηση, ἀποτελεῖ α) ἡ ἀπαράδεκτα κολοβωμένη παράθεσις ἐκ μέρους τοῦ π. Βασιλείου τῆς γνώμης τοῦ Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου περί Ἀντιχρίστου καί χαράγματος καί β)  ἡ γνώμη του γιά τό πρόσωπο τοῦ γέροντος Παϊσίου.
           Α) Παραθέτουμε  τί γράφει ὁ π. Βασίλειος σχετικά μέ τή γνώμη τοῦ π. Ἐπιφανίου :
  « Καί βεβαίως ἄν κάποτε οἱ κυβερνῆτες μας συσχετίσουν τήν παράδοση τῶν κρατικῶν ἐγγράφων μέ τήν ἀποδοχή καί τήν προσκύνηση τοῦ Διαβόλου, τότε-ὅπως ἔγραψε καί ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος-ʺ ὄχι μόνον δέν θά λάβωμεν τά ʺδιαβολόχαρταʺ , ἀλλ΄οὔτε κἄν θά τά ἐγγίσωμενʺ».
    Ὅσα γράφει ἐδῶ ὁ π. Βασίλειος εἶναι μόνον τά εἰσαγωγικά τῆς γνώμης τοῦ Γεροντος Ἐπιφανίου, ὅπως ἔχει δημοσιευθεῖ στήν ἐφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ  ΤΥΠΟΣ.  Ίδού τί γράφει στή συνέχεια ο π. Ἐπιφάνιος :
   
        « Τό αὐτό θά συμβῇ καί ἄν τά δελτία φέρουν τόν ἀριθμόν 666.  Ἐάν μέν ὁ ἀριθμός αὐτός ἐτέθη ἐπίτηδες, ὡς σχετιζόμενος μέ τόν ἀντίχριστον, θά ἦταν ἀδιανόητον νά φέρωμεν ἐπάνω μας τά σύμβολα τοῦ ἀντιχρίστου!  Ἀλλά καί ἐάν ὁ ἀριθμός αὐτός δέν ἐπελέγη σκοπίμως, δηλαδή ὡς σύμβολον τοῦ ἀντιχρίστου, ἀλλ’ἁπλῶς ὡς ἕνας ἀριθμός μεταξύ τῶν πολλῶν, ἴσως διότι παρουσιάζει ὡρισμένα μαθηματικά πλεονεκτήματα..ἔναντι τῶν λοιπῶν...καί πάλιν τά δελτία ταυτότητος, ὡς προκαλοῦντα τήν θρησκευτικήν μας εὐαισθησίαν μέ τήν χρῆσιν ἑνός ὑπόπτου καί διαβλητοῦ ἀριθμοῦ, εἶναι ἀπολύτως ἀπαράδεκτα. ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΠΑΡΑΛΑΒΩΜΕΝ!»[ τά κεφαλαῖα εἶναι τοῦ π. Ἐπιφανίου].  Καί καταλήγει ὁ μακαριστός Γέροντας : «ἐάν τά διαδιδόμενα εἶναι ἀληθῆ καί τά νέα δελτία ταυτότητος θά φέρουν ἐμφανῶς ἤ ἀφανῶς, εἴτε τήν μορφήν τοῦ Βεελζεβούλ εἴτε τόν ἀριθμόν 666 εἴτε ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἀντιχριστιανικόν σὐμβολον, ἤ ἀκόμη καί ἄν θά ἔχουν μόνον τόν Ε.Κ.Α.Μ. [ ἦταν ὁ τότε προβλεπόμενος γιά τίς ἠλεκτρονικές ταυτότητες ἑνιαῖος κωδικός ἀριθμός]  ἄνευ προηγουμένης διασφαλίσεως τῶν δημοκρατικῶν δικαιωμάτων καί ἐλευθεριῶν τοῦ πολίτου θά εἴπωμεν ΟΧΙ καί πάλιν ΟΧΙ καί μυριάκις ΟΧΙ εἰς τά νέα δελτία ὁ,τιδήποτε καί ἐάν ἀντιμετωπίσωμεν».

           Δέν χρειάζονται σχόλια γιά τήν ξεκάθαρη, κρυστάλλινη γνώμη τοῦ γέροντος Επιφανίου καί γιά τήν μεταχείρισή της ἐκ μέρους τοῦ π. Βασιλείου.  Τό μόνο πού θά ἀπαιτούσαμε ἐκ μέρους του θά ἦταν περισσότερος σεβασμός  σέ ὅσα ἔγραψε ὁ μακαριστός γέροντας.

          Β) Ὁ ἴδιος καί περισσότερος σεβασμός ἀπαιτεῖται γιά τό πρόσωπο τοῦ ἁγίου γέροντος Παϊσίου.  Νά τί γράφει ὁ π. Βασίλειος :  «Ὁ π. Παΐσιος ἐνεπλάκη στήν ἱστορία αὐτή (ἐννοεῖ στά περί  τοῦ ἀντιχρίστου καί 666) ἐκ τῶν ὑστέρων, παρακινούμενος φορτικά ἀπό τάχα θεολογικά κατηρτισμένους, τούς ὁποίους ὑπήκουσε-κατά τό ʺἄκακος ἀνήρ πιστεύει παντί λόγῳʺ ...».  Ἀλήθεια, τί σημαίνει αὐτός ὁ στίχος 14,15 τῶν Παροιμιῶν, ʺ ἄκακος ἀνήρ, πιστεύει παντί λόγωʺ;  Ὁ ἑρμηνευτής τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος ἑρμηνεύει : « Ὁ ἀφελής πιστεύει ἀνεξετάστως εἰς πάντα λόγον», καί προσθέτει σέ ὑποσημείωση:  « Ὁ ἀδαής τῶν τοῦ κόσμου πιστεύει μετ΄ ἀφελείας πᾶν ὅ, τι ἀκούει καί γίνεται θῦμα, παίγνιον τοῦ τυχόντος».  Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ἔτσι τόν ἴδιο στίχο : « ὁ ἐπιπολαίως τήν ἀκοήν ἀδιάκριτος· ἀνοίας γάρ τό παντί πιστεύειν ἁπλῶς» ( P.G. 64, 700D) δηλ. «ἐκεῖνος πού ἀκούει ἐπιπόλαια εἶναι ἀπερίσκεπτος, γιατί εἶναι ἀνοησία νά πιστεύει κάποιος ἄκριτα». 
            Τό λοιπόν ὁ π. Παΐσιος, κατά τόν π. Βασίλειο εἶναι κάποιος ἀφελής, πού ἄκουγε τά πάντα ἐπιπόλαια καί ἄκριτα καί ἔγινε θῦμα καί παιχνίδι τοῦ κάθε τυχόντος, ἐν προκειμένω κάποιων ʺτάχα κατηρτισμένων θεολογικάʺ καί βέβαια μιᾶς προτεστάντισσας!!!   Λυπούμαστε γιά αὐτές τίς βλασφημίες καί γιά τήν περιφρόνηση τοῦ ἁγίου Γεροντος.  Ὑπάρχουν βέβαια ἐνστάσεις κατά τῆς ἁγιότητος τοῦ π. Παϊσίου. Ἀπό ποιούς; Ἀπ’ αὐτούς πού φοβοῦνται τήν Ἱερά Ἀποκάλυψη καί ἀπό κάποιους σοφούς καθηγητάδες πού περιμένουν νά δοῦν τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του γιά νά βεβαιωθοῦν!   Ὅμως τά θαύματα στόν τάφο τοῦ ἁγίου Γέροντος εἶναι πάμπολλα καί εἰς πεῖσμα ἁγιομάχων τινῶν, στόν τάφο του ακουμπᾶ ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία.  Ὅσα ἔγραψε καί εἶπε γίνονται τροφή πνευματική γιά τούς πιστούς. 
          Σάν ζ΄ ἀπάντηση-συμπέρασμα ἕνα μποροῦμε νά ποῦμε : «Οὐαί οἱ λέγοντες τό πονηρόν καλόν καί τό καλόν πονηρόν, οἱ τιθέντες τό σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος, οἱ τιθέντες τό πικρόν γλυκύ καί τό γλυκύ πικρόν. – Οὐαί οἱ συνετοί ἐν ἐαυτοῖς καί ἐνώπιον ἑαυτῶν ἐπιστήμονες» ( Ἠσ. 5, 20-21).

            Ὀγδόη καί τελευταία ἐσφαλμένη τοποθέτηση τοῦ π. Βασιλείου. Γράφει ὁ π. Βασίλειος ὅτι γιά νά διεκδικήσουμε τά δικαιώματά μας ἀπό τήν πολιτεία πρέπει  «νά ὁδηγήσουμε καί νά προτρέψουμε πιστούς ἀνθρώπους νά γίνουν πολιτικοί».  Λέει ἀκόμη ὅτι εἶναι «δικαίωμα καί ὑποχρέωσή μας νά ἐπιλέγουμε παντοῦ καί πάντοτε χριστιανούς[πολιτικούς]». Βλέπει λοιπόν τή σημερινή κατάσταση ἀντιμετωπίσιμη διά τῆς πολιτικῆς.  Παρά ταῦτα δέν βλέπουμε νά τόν ἀνησυχεῖ οὔτε σάν πολίτη ἡ σημερινή παγκόσμια ἀντίχριστη κατάσταση.  Δέν ἀνησυχεῖ ὄχι μόνο ὡς χριστιανός, ἀλλά οὔτε σάν πολίτης. Ὁ π. Βασίλειος φανερώνει φοβερή, ἑκούσια ἤ ἀκούσια, ἄγνοια γιά τήν Κάρτα τοῦ Πολίτη.  Περιορίζοντας τήν ἀνάλυσή του στήν παρουσία ἤ μή τοῦ 666, μοιάζει νά μήν ἀντιλαμβάνεται τήν τρέχουσα τραγική κατάσταση.  Ἀπειλεῖται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό τό πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ.  Ἡ ἐφιαλτική παρακολούθηση, τό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα,  γιά τό ὁποῖο ἀνησυχοῦσε καί στό ὁποῖο ἐναντιωνόταν σφοδρά ὁ π. Ἐπιφάνιος, τό οἰκονομικό «στράγγισμα» ὁλοκλήρων λαῶν, ἡ προσπάθεια ἐλέγχου καί καθορισμοῦ τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς πού μηχανεύεται ἡ Νέα Τάξη Πραγμάτων καί πού πραγματώνεται σέ μεγάλο βαθμό μέσῳ τοῦ «ἐργαλείου»τῆς Καρτας τοῦ Πολίτη - ἠλεκτρονικῆς ταυτότητας, φαίνεται πώς τόν ἀφήνει ἀδιάφορο. Δέν βλέπει ὅτι ἡ παγκόσμια ἠλεκτρονική διακυβέρνηση εἶναι ἀντίχριστη καί προοίμιο τῆς τυραννίας τοῦ ἀντιχρίστου. Δέν βλέπει ὅτι ἀφοῦ ὁλοκληρωθεῖ σέ μεγάλο βαθμό ἡ τυρρανική ἐξουσία θά βάλει τή τελική σφραγίδα του, σέ ὅσους ὑποκύψουν.  Λοιπόν μέ τί θά ἀσχοληθοῦν οἱ «χριστιανοί πολιτικοί» πού ὀνειρεύεται ὁ π. Βασίλειος;  Ἀγνωστο. Γι’αὐτό  παρά πολλοί χριστιανοί-ὀρθόδοξοι πολίτες από αὐτό τόν «ὄχλο τῶν θρησκευομένων ἀνθρώπων» δέν εἴμαστε διατεθειμένοι νά ἐπιλέξουμε τέτοιους «χριστιανούς» πολιτικούς πού ἀδιαφοροῦν γιά τήν προσωπική, ἐθνική καί παγκόσμια τυραννία πού μεθοδεύεται εἴτε μέ, εἴτε χωρίς 666.      
            η΄ καί τελευταία ἀπάντηση-συμπέρασμα :   Δέν μποροῦν οἱ χριστιανοί νά ὑποστηρίξουν ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν ἀληθινή εὐαισθησία γιά τήν θεόσδοτη ἐλευθερία καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα. 
     Τελειώσαμε μέ τίς ἀπαντήσεις μας στά σπουδαιότερα θέματα καί τίς ἀπορίες τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη.
                                
                                  Δυό λόγια γιά τούς ἀναγνῶστες                             

          Θά θέλαμε νά προτρέψουμε  ὅσους διαβάζουν αὐτές τίς γραμμές νά μή δίνουν καμμιά σημασία καί προσοχή σέ σοφιστικές ἐρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς τήν ὁποία παρουσιάζουν κληρικοί καί λαϊκοί.  Νά ἀδιαφοροῦν γιά τή γνώμη ἀνθρώπων πού φοβοῦνται νά διαβάσουν ταπεινά ὅλη τήν Ἁγία Γραφή· πού φοβοῦνται νά χρησιμοποιήσουν χωρία τῆς Ἀγίας Γραφῆς πού «καῖνε»·  πού φοβοῦνται νά ἀναφέρουν τά χωρία αὐτά· πού φοβοῦνται ἀποκρύπτουν καί διαστρέφουν τή διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων· πού χλευάζουν τούς ἀγίους Γέροντες· πού ὑβρίζουν τούς πιστούς ἀνθρώπους ἀποκαλώντας τους «ὄχλο θρησκευομένων ἀνθρώπων».  Σ ‘αὐτούς ἀπευθύνεται μέ πόνο ὁ π. Παΐσιος :  «Ἀπορῶ! Δέν τούς προβληματίζουν ὅλα αὐτά τά γεγονότα; Γιατί δέν βάζουν ἔστω ἕνα ἐρωτηματικό γιά τίς ἑρμηνεῖες τοῦ μυαλοῦ τους;    Κι ἄν ἐπιβοηθοῦν τόν ἀντίχριστο γιά τό σφράγισμα, πῶς παρασύρουν καί ἄλλες ψυχές στήν ἀπώλεια; Αὐτό ἐννοεῖ· «...τό ἀποπλανᾶν εἰ δυνατόν καί τούς ἐκλεκτούς».  (Μαρκ. ιγ΄ 22).  
       Σέ αὐτούς καί σέ ὅλους μας, ὅσοι ἔχουμε σαρκικά ἤ πνευματικά παιδιά, ἀπευθύνεται καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, ὁ ὀποῖος ἀφοῦ παρουσίασε στή 15η  Κατήχησή του τή διδασκαλία του περί ἀντιχρίστου καταλήγει :  « Ἀσφάλιζε τοίνυν σεαυτόν, ἄνθρωπε·  ἔχεις τά σημεῖα τοῦ Ἀντιχρίστου· καί μή μόνος μνημόνευε τούτων, ἀλλά καί ἀφθόνως πᾶσι μεταδίδου. Εἰ τέκνον ἔχεις κατά σάρκα, τοῦτο ἤδη νουθέτει· καί εἰ διά κατηχήσεως ἐγέννησάς τινα, καί τοῦτον προασφαλίζου, ἵνα μή τόν ψευδῆ δέξηται ὡς ἀληθῆ». (Κατηχ. Φωτιζομένων, ὁμ. ΙΕ΄ ). 
           Μετάφραση : «Ἀσφάλιζε λοιπόν τόν ἑαυτό του, ἄνθρωπε. Ἔχεις τά σημεῖα τοῦ Ἀντιχρίστου.  Νά μήν τά φέρεις στή μνήμη σου μόνο γιά τόν ἑαυτό σου, ἀλλά νά τά μεταδίδεις ἄφθονα καί στούς ἄλλους. Ἄν ἔχεις παιδί δικό σου, σαρκικό, νά το συμβουλεύεις.  Ἄν πάλι μέ τήν Κατήχηση γέννησες κάποιο πνευματικό παιδί, καί αὐτό νά τό προφυλάξεις μέ τίς συμβουλές σου, ὥστε νά μή δεχθῆ τόν ψευδῆ [τόν ἀντίχριστο] γιά ἀληθινό [γιά τόν Χριστό]».