"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

᾿Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη / ῾Ο ἔρωτας στά χιόνια


Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.
Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ' ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.
Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.
Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.
Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας.
− Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη.

Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν:
− Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ' ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
− Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.
− Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!
Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
− Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
− Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
− Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.
Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
− Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
(1896)

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Ἡ πνευματικότητα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς Τζέρπος Δημήτριος (Πρωτοπρεσβύτερος)



Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ κύριος λόγος πού συνετέλεσε στή διαμόρφωση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς τῆς τεσσαρακονθήμερης περιόδου νηστείας καί γενικῆς πνευματικῆς προπαρασκευῆς γιά τή μεγάλη ἑορτή τοῦ Σταυραναστάσιμου Πάσχα πού ἀκολουθεῖ, εἶναι τό παράδειγμα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος πρίν ἀρχίσει τή δημόσια δράση Του προετοιμάστηκε στήν ἔρημο "νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καί νύκτας τεσσαράκοντα" γιά νά ἀντιμετωπίσει τούς γνωστούς τρεῖς πειρασμούς τοῦ διαβόλου (Ματθ. δ´ 11). Πρός μιά τέτοια πνευματική ἔρημο παρομοιάζεται ἀπό τούς ἁγίους πατέρες καί ἡ Μ. Τεσσαρακοστή, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ χριστιανός, μιμούμενος τόν Κύριο, ἀποδύεται σ' ἕναν ἀνάλογο πνευματικό ἀγώνα, ἀντιτάσσοντας στόν πρῶτο πειρασμό αὐτή καθαυτή τή νηστεία, στόν δεύτερο τήν ἀδιάλειπτο λατρεία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί στόν τρίτο τήν ταπείνωση ὡς μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν.

Ὅμως, ἡ χριστοκεντρική αὐτή θεμελίωση τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ἡ σωτηριολογική θεώρησή της, ὡς μιᾶς ξεχωριστῆς εὐκαιρίας μίμησης τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται ἰδιαίτερα στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διοργανώνεται καί νοηματίζεται κατά τήν περίοδο αὐτή ἡ κοινή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας. Καί δέν ἀναφερόμαστε ἐδῶ στήν πνευματική πανδαισία πού προσφέρουν στούς πιστούς οἱ δοξολογικές ἀκολουθίες τῶν πέντε Κυριακῶν τῶν Νηστειῶν ἤ ἡ τόσο λαοφιλής καί πανηγυρική ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου, πού ψάλλεται κατά τίς ἑσπερινές λατρευτικές συνάξεις κάθε Παρασκευῆς, ὡς προεόρτιος ἤ μεθεόρτιος ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἐννοοῦμε κυρίως τόν κύκλο τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Νηχθημέρου (Μεσονυκτικό, Ὄρθρος, Ὧρες, Ἑσπερινός, Μέγα Ἀπόδειπνο), στίς ὁποῖες καί ἐγκρύπτεται κυρίως τό ἐσώτερο νόημα τῆς πνευματικότητας τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Διότι ἐμπλουτισμένες, κατά τήν περίοδο αὐτή, μ' ἕνα πλῆθος ἐκλεκτῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων καί κατανυκτικῶν ὕμνων, καί σέ συνδυασμό μέ τή νηστεία καί τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, οἱ ἀκολουθίες αὐτές ἀποτελοῦν μιά θαυμάσια ἔκφραση τοῦ ἰδανικοῦ καί τῆς ἀδιάλειπτης δοξολογίας τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα τό πλαίσιο μιᾶς καθημερινῆς πνευματικῆς "ἀποδεκάτωσης" τῆς ζωῆς μας, ὅπως ὁρίζει τήν πνευματικότητα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης.

Ὅσο, ὅμως, κι ἄν οἱ ἀκολουθίες αὐτές ἀποτελοῦν τά εὔοσμα ἐκεῖνα ἄνθη, πού φαιδρύνουν μέ τήν παρουσία τους τήν πνευματική ἔρημο τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας, εἶναι ἐπίσης γεγονός ὅτι, ἐξ αἰτίας ἱστορικῶν συγκυριῶν καί τῆς προοδευτικῆς ἀλλαγῆς τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἡ πρόσβαση σ' αὐτές ἀποτελεῖ σήμερα προνόμιο μόνο τῶν μοναχῶν καί ὁρισμένων ἄλλων φιλακόλουθων χριστιανῶν. Γι' αὐτό καί εἶναι εὔλογο τό ἀπό πολλές πλευρές διατυπούμενο αἴτημα τῆς ἀναπροσαρμογῆς τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν στά δεδομένα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Κάτω ἀπό τίς προϋποθέσεις αὐτές ἡ περισσότερο ἀξιοποιήσιμη ποιμαντικά εἶναι ἀναμφισβήτητα ἡ Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, πού ἀποτελεῖ τό ἀποκορύφωμα τῆς καθημερινῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν περίοδο αὐτή.

Πράγματι, ἡ ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων εἶναι μιά ἰδιαίτερη ἑσπερινή ἀκολουθία, πού ψάλλεται κατά τίς Τετάρτες καί Παρασκευές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί τά ἰδιάζοντα στοιχεῖα τῆς ὁποίας νοηματίζουν κατά ἕνα ξεχωριστό τρόπο τήν ἑσπερινή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν περίοδο αὐτή. Ἔτσι, Τά πρός Κύριον (Ψαλμ. 119-133) εἶναι οἱ λεγόμενες Ὠδές τῶν Ἀναβαθμῶν, πού ἔψαλλαν οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι, καθώς ἀνέβαιναν λιτανεύοντας τά σκαλιά τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καί διά μέσου τῶν ὁποίων ἐκφράζεται καί σήμερα κατά ἕνα μοναδικό τρόπο ὁ πόθος τοῦ λατρεύοντος χριστιανοῦ γι' αὐτή τήν ἑσπερινή του συνάντηση μέ τόν Κύριο. Ἡ εὐλογία τοῦ λαοῦ μέ τήν ἀναμμένη λαμπάδα καί ἡ ἱερατική ἀναφώνηση "Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι" ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό τήν ἀρχαία χριστιανική συνήθεια τῆς εὐλογίας τοῦ ἑσπερινοῦ φωτός καί ἀποτελοῦν μιά συμβολική ἀναγωγή στήν ἔννοια τοῦ πνευματικοῦ φωτός τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν. η´ 12· Ματθ. ιδ´ 20), πού συνδέεται ἄμεσα καί πρός τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα πού ἀκολουθοῦν. Πρόκειται γιά τά ἴδια περίπου ἀναγνώσματα, πού διαβάζονταν στίς ἀντίστοιχες ἑσπερινές κατηχητικές συνάξεις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί μᾶς μεταφέρουν στήν ἀτμόσφαιρα τῆς πνευματικῆς προετοιμασίας τῶν πρός τό Ἅγιο Φώτισμα (Βάπτισμα) εὐτρεπιζομένων ἀδελφῶν, πού γινόταν κατά τήν περίοδο αὐτή, καί ὑπέρ τῶν ὁποίων ὥς σήμερα γίνονται εἰδικές δεήσεις στά πλαίσια τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς. Χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς εἶναι ἀκόμη ἡ ἀσματική ψαλμώδηση τοῦ ἀναδιπλούμενου 140 ψαλμοῦ τοῦ λυχνικοῦ, μέ ἐφύμνιο τόν β´ στίχο τοῦ "Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου...", πού ἐπέχει θέση προκειμένου ἤ ἀλληλουαρίου τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων καί τή λειτουργικότητα τοῦ ὁποίου, ὡς ψαλμοῦ μετανοίας στά πλαίσια τῆς ἑσπερινῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαίρει ἰδιαίτερα ὁ ἱερός Χρυσόστομος.

Ἐκεῖνο, ὅμως, τό ὁποῖο διαφοροποιεῖ οὐσιαστικά τήν ἀκολουθία αὐτή ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη ἑσπερινή ἀκολουθία εἶναι κυρίως τό γεγονός ὅτι κατά τήν τέλεσή της δίδεται στούς πιστούς ἡ δυνατότητα μιᾶς πραγματικῆς συνάντησης καί κοινωνίας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, ἀφοῦ μποροῦν νά μεταλάβουν ἀπό τά Τίμια Δῶρα, πού καθαγιάστηκαν κατά τή Θεία Λειτουργία τῆς προηγούμενης Κυριακῆς. Καί αὐτό, διότι κατά τίς ἡμέρες αὐτές ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε νά μήν τελεῖται ἡ κανονική Θεία Λειτουργία, γιά νά μήν διαταράσσεται ἀπό τόν δοξολογικό της χαρακτήρα ἡ κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν. "Ὁμοῦ δέ χαίρειν καί πενθεῖν ἀσύμβατόν τε καί ἀνακόλουθον", ὅπως λέγει ἕνα ἀρχαῖο κείμενο.

Ὡστόσο αὐτό τό "συνεσκιασμένον καί πενθηρόν καί μυστικόν" τῆς κατανυκτικῆς αὐτῆς τελετῆς δέν ἔχει καμιά σχέση πρός τό κραυγαλέο πένθος τῆς δυτικῆς πνευματικότητας ἤ τά μελαμβαφῆ ἄμφια, πού κατέκλυσαν τά τελευταῖα χρόνια καί τούς δικούς μας ναούς. Ἀλλά ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τό χαροποιόν πένθος τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, μ' αὐτό τό θρηναγάλλιασμα τῆς ψυχῆς, πού ἐκφράζεται κατά ξεχωριστό τρόπο στόν εἰδικό χερουβικό ὕμνο τῆς ἀκολουθίας, "Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν...". Πρόκειται γιά τόν ὕμνο πού ψάλλεται κατά τήν εἰσόδευση τῶν Προηγιασμένων Δώρων ἀπό τήν πρόθεση στήν ἁγία τράπεζα καί προσδίδει στήν ὅλη στιγμή μιά μυστική καί ὑπερκόσμια μεγαλοπρέπεια, "γιατί ἐκφράζει λειτουργικά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί τό τέλος μιᾶς μακρᾶς νηστείας, προσευχῆς καί ἀναμονῆς· τόν ἐρχομό τῆς βοήθειας, τῆς ἀνακούφισης καί τῆς χαρᾶς πού περιμένουμε".

Ὄντας, λοιπόν, ἀπό τή φύση της ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων μιά ἑσπερινή ἀκολουθία, συνδυασμένη μέ προσέλευση στή Θεία Κοινωνία, ἀποτελεῖ τό καλύτερο ἐφαλτήριο ἐκκίνησης σ' αὐτό τό μεῖζον ἀγώνισμα χρησιμοποίησης τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, στό ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἰδιαίτερα κατ' αὐτή τήν ἱερή περίοδο ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐκεῖνο πού μᾶς σώζει τελικά δέν εἶναι οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ ψαλμωδία, οὔτε ἡ προσευχή ἀπό μόνα τους, ἀλλά "τό ἐκτελεῖσθαι ταῦτα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ... ὅταν ἀτενῶς ἡ διάνοια ἐκείνῳ ἐνορᾶ, καί διά τό πρός αὐτόν ὁρᾶν καί νηστεύῃ καί ψάλλῃ καί προσεύχηται". Αὐτή δέ ἡ "ἀτενής ἐνόραση" τοῦ Θεοῦ καί ἡ καύση τῆς καρδίας (Λουκ. κβ´ 32) ἐν ὄψει τῆς βραδυνῆς Θείας Κοινωνίας εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού δίνει ἕνα ἐντελῶς διαφορετικό νόημα σέ κάθε στιγμή τῆς ἡμέρας πού πέρασε καί ἀποτελεῖ τήν σταυραναστάσιμη ἐκείνη γεύση πού αὐξάνει τόν πόθο τῶν χριστιανῶν γιά περισσότερη χριστοποίηση τῆς ζωῆς τους "ὅτι χρηστός ὁ Κύριος" (Ψαλ. λγ´ 9).
  Πηγή:῾Αγία Ζώνη

῾Η πρώτη ἡμέρα τῆς Τεσσαρακοστῆς (Ιωάννου Μ. Φουντούλη)


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Αν θέλει να ζήσει κανείς το λειτουργικό πλούτο, το θαυμαστό μυστικό μεγαλείο της Μ. Τεσσαρακοστής, πρέπει να προσπαθήσει να ξεφύγει από την επιφάνεια της. Επιφάνεια είναι αυτό που βλέπομε και που γνωρίζομε όλοι μας κατά τις Κυριακές της Τεσσαρακοστής. Έχουν πράγματι κάτι ιδιαίτερο οι Κυριακές αυτές από τις άλλες Κυριακές του υπολοίπου έτους. Τα ειδικά εορτολογικά θέματα, η υμνογραφία, η λειτουργία του Μ. Βασιλείου, που τελείται αντί της λειτουργίας του Χρυσοστόμου, δίνουν σ’ αυτές ένα ξεχωριστό χρώμα. Αλλά οι Κυριακές της Τεσσαρακοστής είναι οάσεις μέσα σ’ αυτήν. Κατ’ ουσία βρίσκονται έξω από αυτήν. Τη γοητεία της αληθινής Τεσσαρακοστής θα την αισθανθεί κανείς μέσα στο «πέλαγος» ή στην «αυχμηρά έρημο», όπως την ονομάζουν οι Πατέρες, αυτής της ίδιας της Τεσσαρακοστής, δηλαδή των καθημερινών, από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή των έξι εβδομάδων που την αποτελούν.
Η Εκκλησία μας στις μοναστηριακές ακολουθίες είδε πάντοτε ένα ιδεώδη τρόπο λατρείας, γιαυτό και συν τω χρόνω αντικατέστησε τις παλαιές ιδιαίτερες ενοριακές ακολουθίες με τις μοναχικές. Ιδιαιτέρως όμως κατά την Τεσσαρακοστή προσπάθησε να μεταφέρει τη λατρεία των μοναστηριών στους κοσμικούς ναούς. Αφού οι πιστοί δεν μπορούσαν να βγουν στην έρημο, μετέφερε τις ακολουθίες της ερήμου στις πόλεις. Θέλησε τις κατανυκτικές αυτές ημέρες να κάμει τα λαϊκά μέλη της να γευθούν τις μυστικές καλλονές των μοναστηριακών ακολουθιών· να κάμει λίγο μοναχούς τους λαϊκούς πιστούς. Και δεν είχε άδικο. Στο σύστημα των μοναχικών ακολουθιών της περιόδου της Νηστείας βρίσκεται το αποκορύφωμα ολοκλήρου του έτους. Λίγοι από το λαό μπορούν να τις παρακολουθήσουν. Δεν έχουν ούτε το διαθέσιμο χρόνο, ούτε πολλές φορές και την απαραίτητη ψυχική διάθεση. Αντιθέτως στις μονές, όπου η λατρεία του Θεού αποτελεί το κέντρο της ζωής των μοναχών και το βασικό ενδιαφέρον των αφιερωμένων αυτών ανθρώπων, η εκκλησιαστική ακολουθία της περιόδου της Τεσσαρακοστής γίνεται το εντρύφημα και η μοναδική σχεδόν απασχόληση των πατέρων.
Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια ασθενική σκιαγραφία του λειτουργικού περιεχομένου μιας ημέρας της Τεσσαρακοστής.
Κατά βάση οι ακολουθίες της Τεσσαρακοστής είναι και κατά τον αριθμό και κατά το διάγραμμα οι ίδιες με τις μοναχικές ακολουθίες του υπόλοιπου έτους. Εκείνο που τις διακρίνει είναι το πιο αρχαϊκό τους περιεχόμενο, η παρεμβολή κατανυκτικών τροπαρίων και το ιδιαίτερο μήκος που προσλαμβάνουν με την προσθήκη περισσότερων ψαλμών, αναγνώσεων και άλλων λειτουργικών στοιχείων. Οι ακολουθίες αριθμούνται σε επτά, κατά το ψαλμικό «Επτάκις της ημέρας ήνεσά σε»(Ψαλ. 118,164), αλλά στην ουσία είναι περισσότερες. Η ευλάβεια των μοναχών θέλησε να τις επαυξήσει με προσθήκες και άλλων ακολουθιών, έτσι ώστε η δοξολογία του Θεού κατά την πιο ιερή περίοδο του έτους να είναι σχεδόν ακατάπαυστη. Κάθε μια ακολουθία αντιστοιχεί σε μια ορισμένη περίοδο της ημέρας ή της νύκτας. Είναι ένας σταθμός προσευχής που καθαγιάζει ένα τμήμα του εικοσιτετραώρου.
Η προσευχή αρχίζει με την ακολουθία του Μεσονυκτικού· τα μεσάνυκτα θεωρούνται ως ο πιο κατάλληλος για την προσευχή χρόνος. Μέσα στην ησυχία και στη γαλήνη του κόσμου οι μοναχοί αγρυπνούν και προσεύχονται. Περιμένουν την έλευση του Νυμφίου, του Χριστού, που έρχεται κατά το Ευαγγέλιο, «μέσης νυκτός» (Ματθ. 25,6).
Στην ακολουθία του μεσονυκτικού συνάπτεται η ακολουθία του Όρθρου, η εωθινή (πρωινή) προσευχή. Από τις ιδιορρυθμίες που χαρακτηρίζουν την Τεσσαρακοστή θα δούμε δύο χαρακτηριστικά σημεία· την ψαλμωδία του «Αλληλούια» με τα τριαδικά και το φωταγωγικό. Το «Αλληλούια» ψάλλεται στον ήχο της εβδομάδας σαν επωδός της ωδής του Ησαΐα «εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε ο Θεός» (Ησ. 26, 9-15). Τα τροπάρια που το συνοδεύουν, τα τριαδικά, αποτελούν μια θαυμαστή συμφωνία με το «Αλληλούια» και την ωδή του Ησαΐα. Είναι η πρώτη ψαλμωδία που ακούεται στους ναούς μέσα στο σκοτάδι και στη σιγή της νύχτας. Όλα μαζί συνιστούν μια προτροπή, μια πρόσκληση προς δοξολογία του τριαδικού Θεού από ολόκληρη τη κτίση. Οι άνθρωποι ενώνονται με τους αγγέλους για να ψάλλουν τον τρισάγιο ύμνο στην τρισυπόστατη Θεότητα· «Άγιος, άγιος, άγιος». Πιο κατάλληλος εναρκτήριος ύμνος για την απαρχή της δοξολογίας δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί. «Αλληλούια»- Αινείτε τον Θεό. Η Τεσσαρακοστή είναι η περίοδος του «Αλληλούια»-του αίνου του Θεού.
Προς το τέλος του όρθρου χαιρετίζεται η έλευση του φωτός της ημέρας. Τότε ψάλλονται τα φωταγωγικά τροπάρια, ένα για κάθε ήχο. Αποτελούν ευχαριστία για την αποστολή του υλικού φωτός και δέηση για την έκχυση του νοητού φωτός, του φωτισμού του Χριστού στις ψυχές μας.
Οι ακολουθίες των ωρών είναι τέσσερεις.
  • Η Α΄ (Πρώτη), που αποτελεί μια επέκταση του όρθρου και μια αίτηση ευλογίας των έργων μας, που αρχίζουν την ώρα αυτή- 7 π.μ περίπου.
  • Η Γ΄(Τρίτη), 9 π.μ, είναι η ώρα της καθόδου του αγίου Πνεύματος στους αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Στους ψαλμούς, στα τροπάρια και τις ευχές της ακολουθίας της ώρας αυτής κυριαρχεί το θέμα αυτό. Η δοξολογία και η δέηση για την αποστολή του αγίου Πνεύματος και σ’ εμάς.
  • Η Στ΄ (Έκτη) ώρα (12 το μεσημέρι) και η Θ΄ (Εννάτη- 3 μ.μ) παίρνουν τα θέματα τους από το πάθος του Κυρίου. Η Στ΄ είναι η ώρα της σταυρώσεως και η Θ΄ η ώρα του θανάτου- του «Τετέλεσται». Στην Θ΄ ώρα συνάπτεται και η ακολουθία των Τυπικών. Και σ’ αυτή, σαν συνέχεια του θέματος της Θ΄ ώρας, ακούεται η ψαλμωδία της φωνής του ληστή στο σταυρό «Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ.23,42), που ψάλλεται σαν επωδός των μακαρισμών του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Είναι μια υπενθύμιση του ευαγγελικού νόμου, αλλά και μια απάντηση του ταπεινού πιστού στα λόγια του Χριστού: Είπες, Κύριε, ότι είναι μακάριοι – ευτυχείς οι πτωχοί τω πνεύματι, οι πραείς, οι ελεήμονες… Εγώ δεν είμαι τίποτε απ’ αυτά, γι’ αυτό σου φωνάζω σαν το ληστή το «Μνήσθητί μου, Κύριε».
Δεν μας μένει καιρός να μιλήσουμε για την ακολουθία του κατανυκτικού εσπερινού με τα θαυμαστά του τροπάρια, τους ψαλμούς και τα αναγνώσματα, ούτε για την καρδιά των ημερών των Νηστειών, τη λειτουργία των Προηγιασμένων δώρων.
Μόνο δυο λόγια για το Μέγα Απόδειπνο, την ακολουθία που κατακλείει την ημέρα. Είναι μια μακρά ακολουθία, που συνιστά δέηση για την άφεση των αμαρτιών της ημέρας και την ειρηνική και ασκανδάλιστη διέλευση της νύκτας.
Τελειώσαμε τη σύντομη αναδρομή στο λειτουργικό περιεχόμενο των ιερών ημερών της Τεσσαρακοστής. Δεν ήταν παρά μια ασθενική σκιαγραφία. Μια μικρή ανθοδέσμη από τον απέραντο ανθόκηπό της. Μια παρόρμηση για να θελήσομε να μπούμε σ’ αυτόν και να τον γνωρίσομε προσωπικά, εμπειρικά οι ίδιοι.
(Ιωάννου Μ. Φουντούλη, «Λογική Λατρεία»).

Πηγή:http://fdathanasiou.wordpress.com/

Γέροντος Παϊσίου τοῦ ῾Αγιορείτου:1) «῾Η ἀναγνώριση τοῦ σφάλματός μας» 2) «Συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος καί πρόοδος στόν ἀγώνα»


Λόγοι Γ΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ" 
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Ή συναίσθηση της αμαρτωλότητος συγκινεί τον Θεό 
 «Ή αναγνώριση του σφάλματος μας»

- Γέροντα, ό Άββας Ισαάκ λέει ότι πρέπει νά αισθάνεσαι στην προσευχή σαν παιδί[1].
- Ναι, άλλα νά νιώθης ότι είσαι ένα άτακτο παιδί. Νά αναγνωρίζης ότι στενοχώρησες τον Πατέρα σου καί νά κλαις γι' αυτό. Τότε θά νιώθης τά χάδια τά θεϊκά. Όχι νά λές:«Επειδή είμαι παιδί, ό Θεός πρέπει νά μ' αγαπάη καί νά μέ συγχωρή, άς κάνω αταξίες».
- Γέροντα, ανησύχησα, όταν διάβασα στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης ότι, γιά νά επικαλεσθούμε ­Πατέρα τον Θεό, πρέπει νά έχουμε φθάσει στήν απάθεια[2], αλλιώς είναι ­ύβρις καί κοιδορία [3].
- Ευλογημένη, μή στενοχωριέσαι. Αυτό τό έγραψε ό Άγιος γιά όσους ζουν ρέμπελα καί αμαρτωλά. Όταν όμως αμαρτάνη κανείς, άλλα συναισθάνεται βαθιά την ενοχή του, τότε μπορεί νά ονομάζη ­Πατέρα τον Θεό.
- Γέροντα, αισθάνομαι ότι δέν είμαι εντάξει απέναντι στον Θεό, και αυτό με πονάει.
- Από την στιγμή πού αισθάνεσαι ότι δέν είσαι εντάξει και λές ταπεινά «ήμαρτον, Θεέ μου», ό Θεός συγχωρεί, βοηθάει και χαριτώνει, και άν σέ βρή στήν κατάσταση αυτήν ό θάνατος, θά σωθής. Γιατί δέν λές απλώς πώς δέν είσαι εντάξει και μένεις σέ έναν στραβό δρόμο, αλλά αγωνίζεσαι. Δέν είσαι, Θεός φυλάξοι, σέ δαιμονική κατάσταση.
Λίγο-πολύ, εδώ στο μοναστήρι, όλες οί αδελφές, μέ τήν βοήθεια του Θεού, είστε εν μετάνοια. Ύστερα, νά ξέρης, ό πνευματικός άνθρωπος, όταν αισθάνεται ότι είναι χάλια, δέχεται τήν θεία Χάρη, γιατί είναι ένα ξέπλυμα αυτή ή συναίσθηση πού έχει γιά τήν αμαρτωλότητά του.
Εγώ, όταν κάποιος μέ πόνο μου λέει: «είμαι τέτοιος, τέτοιος», τόν χαίρομαι, γιατί, αφού αναγνωρίζει τά σφάλματα του, θά ελευθερωθή από αυτά. Βρήκα κάποτε έναν άνθρωπο πού έμενε σέ ένα καλύβι μέ τά γατιά, μέ τά σκυλιά. Ούτε φωτιά άναβε, γιατί φοβόταν μήν κάψη τό καλύβι. Ήταν τελείως εγκαταλελειμμένος! Τόν πόνεσα, τόν λυπήθηκα, αυλλά εκείνος μου είπε: «Μή μέ λυπάσαι, μωρέ καλόγερε· εγώ πρέπει νά βασανισθώ.

Άν ήξερες τί έχω κάνει, δέν θά μέ λυπόσουν. Γιά μένα, κι εδώ πού είμαι, πολύ είναι». Έ, αυτόν, ό,τι κι άν έχη κάνει, δέν θά τόν οίκονομήση ό Θεός; Και τώρα[4] πού ήμουν στό νοσοκομείο, ήρθε μιά γυναίκα, πού τά χέρια της ήταν τρυπημένα από τις μεταγγίσεις! Ήταν τελείως χάλια! Δέν είχε ή φουκαριάρα φλέβα γιά φλέβα! «Δέν έχω κανένα καλό, μου λέει.
Μήπως μέ λυπηθή από αυτά ό Θεός και μέ πάρη στον Παράδεισο! Έχω εκείνο, εκείνο τό ελάττωμα...». Και έλεγε-έλεγε ένα σωρό κουσούρια. Τί λεπτή εργασία έκανε στόν εαυτό της! Εγώ σέ τέτοια κατάσταση άλλον άνθρωπο δέν ειδα!
- Γέροντα, άκουσα κάποιον νά λέη: «Έχω τον λογισμό ότι ό Χριστός θά φερθή μέ επιείκεια». Είναι σωστός αυτός ό λογισμός;
- Όταν ό άνθρωπος εχη μεγάλη ταπείνωση, αναγνωρίζη τό σφάλμα του, αισθάνεται τήν ένοχη του σέ μεγάλο βαθμό καί ύποφέρη, τότε ό Χριστός θά φερθή μέ επιείκεια καί θά τον συγχώρηση.«Παιδί μου, θά του πή, μήν τό σκέφτεσαι πιά· πάει, έληξε». Αν όμως δέν συναισθάνεται τήν ένοχη του καί αναπαύη τόν λογισμό του ότι ό Χριστός θά φερθή μέ επιείκεια καί ευσπλαχνία, αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Δηλαδή ό Χριστός θά βράβευση τους αμαρτωλούς;
Ή καλή αναγνώριση του εαυτού μας συγκινεί τόν Θεό καί μας δίνει βοήθεια θεϊκή καί χαρά παραδεισένια.
Αν μάς βοηθούσε καί ή μή αναγνώριση, ό Θεός ούτε καί αυτήν θά μάς τήν ζητούσε.
- Γέροντα, είπατε «ή καλή αναγνώριση» του εαυτού μας· υπάρχει καί κακή αναγνώριση;
- Ναί, μπορεί νά εχη κανείς λανθασμένη γνώση τοϋ εαυτού του, νά τόν δικαιολογή καί νά αναπαύη τόν λογισμό του. Γι' αυτό, όταν λέω ότι υπάρχει αναγνώριση του σφάλματος, εννοώ ότι υπάρχει έστω καί μιά μικρή προσπάθεια γιά διόρθωση.
Σου χρωστάω π.χ. πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές καί, όταν σέ βλέπω, λέω: «σου χρωστάω καί πεντακόσιες χιλιάδες», άλλά δέν μέ απασχολεί νά επιστρέψω τό χρέος· απλώς αναγνωρίζω ότι έχω ένα χρέος. Μετά άπό λίγο πάλι τό σκέφτομαι καί σου λέω: «ναί, ναί, έχω καί ένα χρέος». Αυτό δέν θά πή αναγνώριση.
Όταν αναγνωρίζη κανείς πραγματικά ότι έχει ένα χρέος, δέν κοιμάται· ψάχνει νά βρή πώς νά τό εξόφληση. Καί τότε, όταν λέη «έχω ένα χρέος», πληροφορείται καί ό άλλος, από τόν τρόπο πού τό λέει, ότι πράγματι τόν απασχολεί τό θέμα.

 «Συναίσθηση της αμαρτωλότητος και πρόοδος στον αγώνα»

- Γέροντα, όταν κανείς δέν πηγαίνη καλά στον αγώνα του, είναι σωστό νά λέη: «Τέτοιος είσαι και θά είσαι. Τίποτε καλύτερο δέν περιμένω άπό σένα»;
- Αν αντιμετωπίζη έτσι τήν κατάσταση του, μπορεί νά πλανηθή· νά φθάση νά πή:«Όσοι είναι νά πάνε στον Παράδεισο, θά πάνε. Επομένως, γιατί νά αγωνισθώ;». Δηλαδή οί Άγιοι άγιασαν χωρίς αγώνα; Αυτός, ενώ δέν αγωνίζεται, περιμένει νά διορθωθή, νά ελευθερωθή από τά πάθη του. Κάνει σάν εκείνον τόν γέρο πού ήθελε νά φάη μούρα και καθόταν κάτω από τήν μουριά μέ ανοιχτό τό στόμα και περίμενε νά πέση κανένα μούρο στό στόμα του.
- Γέροντα, πώς θά καταλάβω άν έχω πνευματική πρόοδο;
- Άν έχης συναίσθηση τής αμαρτωλότητός σου, θά έχης και πνευματική πρόοδο. Όσο μεγαλύτερες βλέπεις τις αμαρτίες σου, τόσο μεγαλύτερη συναίσθηση θά αποκτάς και τόσο θά προοδεύης.
- Μπορεί, Γέροντα, κάποιος νά άναγνωρίζη τό σφάλμα του και νά μήν προοδεύη;
- Όταν ό άνθρωπος άναγνωρίζη τό σφάλμα του και πέφτη ξανά, χωρίς νά θέλη, σημαίνει ότι υπάρχει υπερηφάνεια ή προδιάθεση γιά υπερηφάνεια, και γι' αυτό δέν τόν βοηθάει ό Θεός νά προκόψη.
Τό νά συναισθανθή κανείς τήν αμαρτωλότητά του, είναι μεγάλη δύναμη, μεγάλη υπόθεση. Μετά σιχαίνεται τόν εαυτό του, ταπεινώνεται, αποδίδει όλα τά καλά στήν φιλανθρωπία και στήν αγαθότητα τού Θεού και αισθάνεται μεγάλη ευγνωμοσύνη.
Γι' αυτό ό Θεός αγαπάει περισσότερο τούς αμαρτωλούς πού αναγνωρίζουν τήν αμαρτωλότητά τους, μετανοούν και ζουν με ταπείνωση, παρά εκείνους πού αγωνίζονται πολύ, άλλά δέν αναγνωρίζουν τήν αμαρτωλότητά τους καί δέν έχουν μετάνοια.


1. Βλ. Άββά Ισαάκ τοϋ Σύρου, Οί Ασκητικοί Λόγοι, Λόγος ΙΘ' , σ. 58 κ.έ.
2. Ώς όρος της αγιοπατερικής γλώσσας δηλώνει την μακαρία εκείνη κατάσταση κατά τήν οποία, μετά από μακροχρόνια άσκηση, παύουν νά ενεργούν τά πάθη καί ό άνθρωπος φθάνει μέ τήν Χάρη τοΰ Θεού ­εις μέτρον ηλικίας τον πληρώματος τοϋ Χρίστου .
3. Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις τήν προσευχήν, Λόγος Β' , ΡG 44, 1141Α.
4. Τό 1994, στό Θεαγένειο νοσοκομείο.

Απόσπασμα από τις σελίδες 143-146 του βιβλίου:
            ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
                              ΛΟΓΟΙ Γ΄      
                ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
                  ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
       «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
                ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ   
 

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Κατήχησις εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου Ἅγιος Θεοδώρος ὁ Στουδίτης




Κατήχησις τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου

Περὶ νηστείας, καὶ ὅτι ἡ ἀληθὴς νηστεία τοῦ ἀληθινοῦ ὑποτακτικοῦ ἐστὶ τὸ κόψαι τὸ ἴδιον θέλημα.



Εὐλόγησον πάτερ.

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἡμῶν, ὁ χαρίζων τὴν ζωὴν ἡμῶν, καὶ ἄγων ἡμᾶς ἀπὸ χρόνον εἰς χρόνους διὰ φιλανθρωπίαν αὐτοῦ ἤγαγεν ἤδη ἡμᾶς καὶ ἐν χρόνῳ τούτῳ τῶν ἁγίων νηστειῶν, ἐν ᾧ ἕκαστος τῶν ἀγωνιστῶν ἀγωνίζεται καὶ κοπιάζει ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, καθὰ προαιρεῖται καὶ δύναται καὶ ὁ σπουδάζων εἰς τὴν ἐγκράτειαν νηστεύει διπλᾶς καὶ τριπλᾶς ἡμέρας, ὁ δὲ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν σπουδάζων ἀγρυπνεῖ, ἀναγινώσκει, προσεύχεται τόσας καὶ τόσας ὥρας· ἄλλος πάλιν εἰς τὰς γονυκλισίας ποιεῖ τόσας καὶ τόσας μετανοίας ἕως ἐδάφους ἢ καὶ ἄχρι τοῦ ὑποποδίου κατὰ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν καὶ ἄλλος ἐπὶ ἄλλῳ τινι τῶν κατορθωμάτων ἀγωνίζεται, καὶ εἰ ἐβούλετό τις ἰδεῖν πολλὴν σπουδὴν καὶ προθυμίαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ὁ μοναχὸς ὁ ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν ὢν καὶ ἔχει διακόνημα καὶ ὑπάρχει ἀληθινὸς ὑπήκοος, οὐκ ἔχει τὸν ἀγῶνα ἐν τινι καιρῷ μόνον, ἀλλ᾿ ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ αὐτοῦ ἀδιακόπως ἀγωνίζεται· ἀλλὰ τὶς ἐστὶν ὁ ἀγὼν τοῦ ὑπηκόου ὑποτακτικοῦ; καὶ ποῖον ἐστὶ τὸ μέγα κατόρθωμα αὐτοῦ καὶ ὁ στέφανος ὁ λαμπρός; τὸ μὴ θαρρεῖν τῷ ἰδίῳ λογισμῷ, μηδὲ ποιεῖν αὐτογνωμόνως τὸ ἑαυτοῦ θέλημα, ἀλλ᾿ ὅ,τι ποεῖ, ποιεῖ τοῦτο διὰ ἐρωτήσεως τοῦ ἡγουμένου ἢ καὶ τοῦ αὐτοῦ γέροντος ἢ τοῦ οἰκονόμου, ὅπερ ἐστὶ μᾶλλον βελτιώτερον πάντων τῶν καλῶν ἀγωνισμάτων καὶ ὡς ἐν συντόμῳ εἰπεῖν, μαρτυρίου στέφανον κέκτηται ἡ ὑποταγὴ μετὰ τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς· ἤτοι τὸ κόπτειν τὸ ἴδιον θέλημα καὶ ποιεῖν τοῦ προεστῶτος αὐτοῦ, ὅπερ ὡς μαρτύριον λογίζεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐκχέει τὸ αἷμα αὐτοῦ διὰ τὸ Χριστόν· ὅμως γνῶμεν καλῶς ἀδελφοὶ ὅτι ἐν ταύταις ταῖς ἁγίαις ἡμέραις γενήσεται ἐναλλαγὴ τῶν φαγητῶν, αὔξησις τῶν γονυκλισιῶν καὶ μετανοιῶν καὶ τῆς ἀκολουθίας καὶ ψαλμῳδίας κατὰ τὴν παραδοθεῖσαν ἡμῖν παλαιὰν παράδοσιν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν· διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς δεξώμεθα προθύμως καὶ περιχαρῶς τὸ δῶρον τῶν νηστειῶν· μὴ σκυθρωπάσωμεν διὰ τὴν κακοπάθειαν καὶ τὸν μαρασμὸν τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὦμεν χαίροντες διὰ τὴν ὑγείαν καὶ σωτηρίαν τῆς ψυχῆς ἡμῶν.

Διέλθωμεν οὖν τὰς ἁγίας ταύτας ἡμέρας μετὰ ἱλαρότητος προσώπου καὶ καρδίας, ἄκακοι, ἀκατάκριτοι, ἀόργητοι, ἀπόνηροι, ἄφθονοι, μᾶλλον εἰρηνικοί, ἠγαπημένοι πρὸς ἀλλήλους, πρᾷοι, εὐυπήκοοι, πλήρεις ἐλεημοσύνης καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἡσυχίας, ἡσυχάζειν· χρείας καλούσης τοῦ λόγου, ἀποκρίνεσθε μετὰ ταπεινώσεως καὶ εὐλαβείας, φεύγοντες τὴν πολυφαγίαν, πολυλογίαν καὶ τὸν θόρυβον καὶ τὴν ταραχὴν τῶν πολλῶν, ὅπως ποιῶμεν τὰς ὑπηρεσίας ἡμῶν ἀθορύβως καὶ ἀταράχως μᾶλλον δὲ εἰρηνικῶς καὶ ἡσύχως ὡς διάκονοι Χριστοῦ· διότι ὁ θόρυβος καὶ ἡ ταραχὴ προξενεῖ μεγίστην ψυχικὴν βλάβην ἐν τῷ Κοινοβίῳ καὶ τῇ συνοδίᾳ τῶν ἀδελφῶν· πρὸς ἐπιτούτοις πᾶσι χρὴ ἔχειν προσοχήν, καὶ σκοπιάν, μὴ ἀνοίγειν θύραν τοῖς κακοῖς λογισμοῖς εἰσερχομένοις μολύνειν τὴν ψυχὴν ἡμῶν, μηδὲ διδόναι τόπον τῷ διαβόλῳ, καθάπερ διδάσκει ἡμᾶς καὶ ἡ θεία Γραφὴ λέγουσα «ἐὰν ἀναβῇ πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἐπὶ σὲ τόπον σου μὴ δός»· διότι ὁ ἐχθρὸς ἡμῶν διάβολος ἐξουσίαν οὐκ ἔχει δυναστεῦσαι ἡμᾶς, ἀλλὰ μόνον ὑποβάλλει κακοὺς λογισμούς, ὠς ὁ ἁλιεὺς τὸ δόλωμα· καὶ ὅταν ἡμεῖς στέργομεν δεχόμενοι αὐτούς, τότε κυριεύει ἡμῶν· ὅταν ἡμεῖς οὐ δεχόμεθα ἀλλὰ πόρρω ἀποβάλλομεν αὐτοὺς διὰ τῆς εὐχῆς καὶ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἐνδόξου ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ ἐχθρὸς φεύγει ἀφ᾿ ἡμῶν κατῃσχυμένος· καταβάλλωμεν οὖν κόπον καὶ σπουδὴν ἵνα φυλάξωμεν τὴν ψυχὴν ἡμῶν καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον ἀπὸ παντὸς ῥυπαροῦ λογισμοῦ καὶ ἄτρωτον ἐκ τῶν βελῶν τοῦ πονηροῦ ὡς νύμφην Χριστοῦ, καὶ οὕτως ἀξιωθείημεν γενέσθαι οἰκητήριον τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀκοῦσαι· «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»· καὶ ὡς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ὅσα ἐστὶν ἀληθινά, ὅσα σεμνά, ὅσα τίμια, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνὰ καὶ καθαρά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα ποιεῖτε, ταῦτα συνδιαλέγεσθε πρὸς ἀλλήλους, καὶ ὁ Θεὸς ἔσται μεθ᾿ ἡμῶν· διὰ τοῦτο φύγωμεν ἀδελφοὶ τὴν γαστριμαργίαν καὶ τὴν μέθην, ἅτινα γεννῶσι πᾶν εἶδος ἁμαρτίας φάγωμεν καὶ πίωμεν μετ᾿ εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ, δοξάζοντες τὸν Θεόν, ὅστις ἐλυτρώσατο ἡμᾶς τῆς πλάνης καὶ τῆς ταραχῆς τοῦ κόσμου·

Ἐὰν οὕτω ποιῶμεν ἤδη μέν ἀξιωθησόμεθα φθάσαι καὶ τῆν Κυρίαν ἡμέραν τῆς Χριστοῦ ἀναστάσεως, ἐν δὲ τῷ μέλλοντι αἰῶνι ἐν τῇ ἐξαναστάσει τῶν νεκρῶν ἐπιτευξόμεθα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
Πηγή:῾Αγία Ζώνη

ΗΧΟΥΝ ΧΑΡΜΟΣΥΝΑ ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΗΜΗ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΜΩΜΩΝ!



 

Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐνέκρινε τὸ αἴτημα γιὰ τὸν Ἅγιο Ἐφραὶμ

 


.     Σύμφωνα μὲ πληροφορίες τοῦ Πρακτορείου Ἐκκλησιαστικῶν Εἰδήσεων «Romfea.gr», ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συνεδριῶν της, ἀποφάσισε νὰ ἐνταχθεῖ ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
.     Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἐλήφθη μετὰ ἀπὸ ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅπου ζητοῦσε τὴν ἔνταξη τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ στὸ Ἁγιολόγιο ἑξήντα χρόνια μετὰ τὴν ἀνεύρεση τῶν λειψάνων του.
.      Συνοδικὸς Μητροπολίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, σχολιάζοντας τὴν ἀπόφαση στὴ Romfea.gr, τόνισε ὅτι “ ὁ Ὁσιομάρτυς Ἐφραὶμ τιμᾶται ἀπὸ ὅλους τους Ἕλληνες ὡς Ἅγιος, ἐπίσης ἔχει ἐπιτελέσει πάρα πολλὰ θαύματα, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐξέτασε προσεκτικὰ τὴν ἔκθεση καὶ ἀποφάσισε ὡς ἔπρεπε”.
.       Ἐπίσης, νὰ σημειωθεῖ, ὅτι στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀφίχθη σήμερα καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κηφισίας, Ἁμαρουσίου καὶ Ὠρωποῦ κ. Κύριλλος.
.      Οἱ πληροφορίες ἀναφέρουν, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Κύριλλος εἶχε συνάντηση τὸ μεσημέρι στὸ Φανάρι, μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο ὅπου ἐνημερώθηκε καὶ γιὰ τὴν σχετικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.(…)
.        Τέλος, σύμφωνα μὲ πληροφορίες τῆς «Romfea.gr» στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ στὴ Νέα Μάκρη, αὐτὴ τὴν ὥρα ἠχοῦν οἱ καμπάνες πανηγυρικὰ γιὰ τὰ χαρμόσυνα νέα.

ΠΗΓΗ: «Romfea.gr/ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

᾿Αρνοῦνται νά παραλάβουν τήν "Κάρτα τοῦ Πολίτη" οἱ ῾Iερεῖς τῆς Λαμίας


πηγή: Αναγραφές - αναδημοσίευση απο την Εφημερίδα "Λαμιακός Τύπος"/
Αρνείται να παραλάβει την Κάρτα του Πολίτη η Ιερά Μητρόπολη Φθιώτιδας, όπως επισημαίνεται σε ψήφισμα που εκδόθηκε κατά τη διεξαγωγή του 32ου Ιερατικού Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου στον Ιερό Ναό Αγ. Παρασκευής Νέας Άμηλιανης.
Σχετικά με το φλέγον αυτό θέμα από την Ιερά Μητρόπολη Φθιώτιδας καθίσταται σαφές ότι η «μεθοδευόμενη παραλαβή της Κάρτας του Πολίτη, μας ευρίσκει πολύ επιφυλακτικούς. Οι συνέχεις αναβολές, οι αλληλοαναιρούμενες θέσεις κυβερνητικών παραγόντων, οι πειστικές απόψεις ειδικών επιστημόνων, οι υπεκφυγές των αρμοδίων στις πιεστικές παρακλήσεις της Ιεράς Συνόδου για την αποστολή του σχεδίου νόμου και την απόρριψη της Κάρτας του Πολίτη από Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μας πείθει ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι κάτι μεθοδεύεται «εν κρυπτώ και παραβύστω» και ότι πιθανόν να ευρεθούμε προ τετελεσμένων γεγονότων, μη δυνάμενοι να αντιδράσουμε Λόγω ελλείψεως του απαιτουμένου χρόνου. Αναμένοντας την απόφαση της Ιεράς Συνόδου περί του πρακτέου, εκφράζουμε τους φόβους μας και τις επιφυλάξεις μας και διαβεβαιώνουμε τον πιστό Λαό, ότι Κάρτα που έχει τον αριθμό του Αντίχριστου, που δεσμεύει την ελευθερία του ανθρώπου και καταργεί τα προσωπικά δεδομένα, δεν πρόκειται να παραλάβουμε....Εναρμονισμένοι με την ελευθερία, την οποία μας χάρισε ο Χριστός, θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι χωρίς παρακολούθηση, χωρίς ομαδοποίηση και χωρίς προγραμματισμένη πορεία . Στο πλαίσιο του Συνεδρίου έγινε επίσης αναφορά και στην κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Το Συνέδριο των Ιερέων και Διακόνων της Ιεράς Μητροπόλεως ξεκίνησε με Αρχιερατική θεία Λειτουργία ιερουργούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδας κ. Νικολάου, με πλειάδα πρεσβυτέρων ενώ έψαλε η Χορωδία των Εφημερίων υπό τη διεύθυνση του Διευθυντού της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής της Μητροπόλεως και Λαμπαδαρίου του Μητροπολιτικού Ναού Ανδρέα Ιωακείμ. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας και πριν από τη διανομή του Αντιδώρου ο Σεβασμιώτατος απηύθυνε στο ιερατικό Εκκλησίασμα λόγους παρμένους από το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της ημέρας και τόνισε την σπουδαιότητα του Συνεδρίου. Μάλιστα είπε ότι τα θέματα σήμερα πρέπει να τα δούμε με την υπευθυνότητα και την αποφασιστικότητα της ημέρας της χειροτονίας μας. Μετά το πέρας της κατανυκτικής Θείας Λειτουργίας μεσολάβησε ένα διάλειμμα και άρχισαν οι εργασίες του Συνεδρίου στο Πνευματικό Κέντρο του Ιερού Ναού. Έγιναν δύο δεκάλεπτες εισηγήσεις, μία από τον Πρωτοπρεσβύτερο π. Νεόφυτο Ραφαηλίδη. Διδάκτορα της Θεολογίας, με θέμα: Αυτοσυνειδησία, Διακονία και Αποστολή των Ιερέων στις δύσκολες περιστάσεις της σημερινής εποχής και η δεύτερη, από τον Ιεροκήρυκα της Ιεράς Μητροπόλεως, Αρχιμανδρίτη π. Σεραφείμ Ζαφείρη, με θέμα: Η Κάρτα του Πολίτη, ευλογία ή κατάρα .
Μόλις τελείωσαν οι εισηγήσεις, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδας πήρε τον λόγο, σχολίασε τις εισηγήσεις, ενημέρωσε το σώμα των Ιερέων για τα τεκταινόμενα και παρουσίασε τη θέση της Εκκλησίας μπροστά στα σύγχρονα προβλήματα. Στη συνέχεια έγιναν παρεμβάσεις και διατυπώθηκαν ερωτήσεις από τους Ιερείς, οι οποίοι συνέταξαν και το ακόλουθο ψήφισμα:
Α) Αναγνωρίζαμε ότι n Πατρίδα μας την περίοδο αυτή διέρχεται μια πολύ σκληρή και πολυμέτωπη κρίση, η οποία έχει καταβάλει αφόρητα το λαό και έχει δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα με την ανεξέλεγκτη εγκληματικότητα, την αυξανόμενη ανεργία, την μείωση μισθών και συντάξεων, την αύξηση των φόρων, και με όλα τα επώδυνα μέτρα, που καταιγιστικά λαμβάνονται. Δεν γνωρίζουμε αν φταίει η έλλειψη προνοητικότητος από τους εκάστοτε κυβερνώντες, που με τις παροχές αύξησαν το χρέος , σε σημείο απελπιστικό, ή, την καλλιεργηθείσα νοοτροπία του νεοπλουτισμού στον απλό λαό, που συνήθισε να δαπανά και να απολαμβάνει απερίσκεπτα, ή, αν εκτελείται σχέδιο της παγκοσμιοποιήσεως ώστε να φθάσουμε στο σημερινό αδιέξοδο, το οποίο ακόμη δεν έχει δείξει το αληθινό του πρόσωπο. Αυτό που γνωρίζουμε και διακηρύττουμε είναι, ότι θα συγκακοπαθήσουμε με τον λαό μας και όπως πάντοτε έπραξε ο Ιερός Έλληνας Κληρικός, δεν θα τον αφήσουμε μόνο στην κρίση αυτή. Όλοι εμείς οι παπάδες της υπαίθρου, των μικρών και μεγάλων ενοριών, θα μοιρασθούμε το καθημερινό μας με τον πεινασμένο, θα οργανώσουμε ομάδες συμπαραστάσεως των εμπεριστάτων αδελφών μας και θα εντείνουμε τις δράσεις μας υπέρ του ποιμνίου μας.
Β) θεωρούμε πλήγμα και χαριστική βολή στην πληγωμένη συνείδηση του λαού μας την επιχειρούμενη από μερικούς αποκαθήλωση των Εκκλησιαστικών και Εθνικών Συμβόλων. Άλλο έρευνα και άλλο προπαγάνδα. Άλλο σεβασμός της διαφορετικότητος και άλλο εμπαιγμός της μοναδικότητος. Επειδή όλοι εμείς οι ιερείς της Φθιώτιδος προερχόμεθα από ήρωες και αγωνιστές της Εθνεγερσίας του 1821 και της Αντιστάσεως του 1940, λυπούμεθα και είμαστε προβληματισμένοι που η Εθνική Τράπεζα, με την οποία η Εκκλησία είχε καλή συνεργασία και οι ενορίες, τα μοναστήρια μας και πολλοί εκ των προσώπων της Μητροπόλεως μας έχουν τις καταθέσεις τους εκεί, χρηματοδότησε το υβριστικό έργο για το 1821.
Γ) Εκφράζουμε την έκπληξή μας και καταθέτουμε την διαμαρτυρία μας για την απαγόρευση διορισμού νεοχειροτονουμένων Ιερέων. Η μείωση των Εφημερίων θα έχει κακό αντίκτυπο στον ίδιο τον λαό της υπαίθρου, ο οποίος θα στερηθεί των ευεργετικών υπηρεσιών του κλήρου, όχι μόνο θρησκευτικών, αλλά και κοινωνικών, τη στιγμή μάλιστα που αποτελούσε σε πολλά χωριά τον μοναδικό και τελευταίο θεσμό που είχε απομείνει. Το μέτρο αυτό, άνισο και άδικο, πλήττει στην καρδιά το Σώμα της Εκκλησίας και αποκαλύπτει ότι οι σχέσεις Συναλληλίας και Φιλαλληλίας περνάνε στο επίπεδο της περιθωριοποιήσεως και απαξιώσεως του έργου της Εκκλησίας, όπως αυτό ενεργείται από τον ταπεινό και αφοσιωμένο παπά του χωριού. Ζητούμε από την Κυβέρνηση να αναθεωρήσει την απόφαση αυτή και να πράξει βάσει των συμφωνηθέντων και υπογραφέντων από πολλών ετών μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.
Δ)Ως πιστοί Λειτουργοί του Ιησού, ο οποίος παραγγέλλει δια του Αποστόλου Παύλου: «πάσα ψυχή εξουσίας υπερέχουσαις υποτασσέσθω» (Ρωμ. ιγ',1)Είμεθα νομοταγείς και σεβόμεθα τον πολιτικό κόσμο του κράτους μας, ο οποίος έχει την ευθύνη της διαχειρίσεως όλων των θεμάτων της Πατρίδος μας. Παράλληλα όμως ο ίδιος ο Κύριος μας επιτάσσει, διά στόματος Πέτρου, στις Πράξειs των Αποστόλων: «δει πειθαρχείν Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. ε 29). Δια τούτο πάνω από κάθε νόμο βάζουμε τον ηθικό νόμο του Ευαγγελίου, ο οποίος τα πάντα ορίζει προς το συμφέρον του ανθρώπου.
Ε) Δηλώνουμε, ότι στην κρίσιμη αυτή καμπή της Πατρίδας μας και της Εκκλησίας μας, θα είμαστε στο πλευρό των τίμιων πολιτικών και του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας, για την αντιμετώπιση όλων των δυσάρεστων καταστάσεων, που προκύπτουν λόγω της συγχύσεως και των ποικίλων δυσκολιών, υπερασπιζόμενοι το Ελληνορθόδοξο ήθος και τα προνόμια του Ελληνικού Λαού.