* * *
Το Ρηνιώ διεκρίνετο παιδιόθεν έπ' ευφυΐᾳ, και φιλομάθεια, διήκουσε δε και τα αρμόδια μαθήματα παρά τω Δημοτικώ Σχολείω των Μουλιανών, τω παρά τω παλαίω έξωκκλησίω του Αφέντη Χριστού, ἀρχαίῳ Μετοχίῳ της σεβάσμιας Σταυροπηγιακής Μονής της Παναγίας Άκρωτηριανής Σητείας, της επικαλουμένης Τοπλοῦ, ἡ οποία το είχε προφρόνως παραχωρήσει εις τάς Ενορίας των δύο πλησίον χωρίων, Έξω Μουλιανών και Μέσα Μουλιανών από κοινού, προκειμένου να δημιουργηθή Σχολεῖον. Παρά του Δημοτικού τούτου Σχολείου το Ρηνιώ δεν ηὐμοίρησε να γνωρίση ἕτερον, άνώτερον έκπαιδευτήριον. Εμεινεν ἰσοβίως, του Δημοτικού. Το όντως, όμως, Σχολεῖον, το ὁποῖον κυριολεκτικώς έμόρφωσε την θεια Ρηνιώ, ήτο ἡ Εκκλησία του χωρίου της, εν τη οποία ίεράτευσεν επί τεσσαρακοντατετραετίαν ὅλην ό φιλόστοργος θείος της και πνευματικός προστάτης, ό ἱεροπρεπέστατος παπά Γεώργιος Μαστοράκης. Ούτος ὁ παπά Γιωργάκης, ως τον άπεκάλουν θωπευτικώς μέχρι βαθυτάτου γήρως και πρεσβείου οί ἐνορῖται του, του Τετραταξίου Δημοτικού απόφοιτος, έχειροτονήθη υπό του Αγίου Ιεράς και Σητείας Αμβροσίου, κοινή ψήφῳ των συγχωριανών, παρά τάς αντιρρήσεις του, καθότι ἔπασχεν εκ προκεχωρημένης ἑλονοσίας, ἡ κινίνη δεν ειχεν ακόμη έμφανισθή εις τον ορίζοντα και οί άσκληπιάδαι της εποχής τον είχον αποφασίσει. Ύπήκουσε παρά ταύτα τη Έκκλησίᾳ και άφ' ότου ἔκαμψε προ της Αγίας Τραπέζης το γόνυ, δια να καταστῇ Διάκονος, αί θέρμαι της ελονοσίας τον εγκατέλειψαν οριστικώς, άμα ακριβώς τη εκφωνήσει υπό του Άρχιερέως του «Ή θεία Χάρις, ή πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα» και έχαιρε κατόπιν δια βίου σκανδαλώδους ύγιείας, έποίμανε δε το ποίμνιόν του κατά τα παλαιά, με νηστείας, Παρακλήσεις, μικροαγρυπνίας, εύχέλαια και τα τοιαύτα, καθ' εβδομάδα μελετών το Ψαλτήριον, εύωδιάζων πάντοτε παπαδίλαν, ήγουν μοσχοθυμίαμα μελισσοκέρι και ελαιον, ουχί δε μυρεψικάς μαγγανείας, ως έθος παρά πολλοίς των νεωτέρων, μάλιστα δε των ύψηλότερον ίσταμένων και των δεσποτικής χαράς όρεγομένων.
* * *
Ή εν τῷ ναώ θέσις του Ρηνιού ἦτο πάντοτε παρά τη μάμμη Ζαμπίᾳ και ταῖς θείαις της Μαρία τη Χατζήνᾳ και Δεσποινιᾷ, τη Πρεσβυτέρα, συζύγω του ίερέως θείου της. Ἡ γωνιά των διεκρίνετο έπ' άκρα σιγή και προσηλώσει εις τα ιερά δρώμενα, την ψαλμωδίαν και τα αναγνώσματα. Άλλοίμονον εις ἐκείνην, ἡ οποία θα έτόλμα να διαταράξη την ίεράν ήσυχίαν δια λόγων ή ψιθύρων. Έφθανε το κεραυνοβόλον βλέμμα της Χατζήνας, δια να την έπαναφέρη πάραυτα εις την τάξιν. Ούτω το Ρηνιώ παιδιόθεν συνήθισε να ροφᾷ, κατά κυριολεξίαν, πάν το εν τω ναώ τελούμενον, ψαλλόμενον ἢ άναγινωσκόμενον. Την ενθυμούμαι καλώς, γραῖαν πλέον, προσευχομένην όρθοστάδην καθ' ὅλην σχεδόν την διάρκειαν της Λειτουργίας, να είναι σύννους, ὅλη ἕν βλέμμα, εν οὖς, εἷς σπόγγος απορροφητικός, ώστε να μη τῇ διαφεύγῃ το παραμικρόν, έτοιμη να κατακεραυνώση μικρούς ἢ μεγάλους, οί ὁποῖοι θα ήνώχλουν την άκραν προσήλωσίν της, δια λόγου ἢ και ψιθύρου μόνον, με εν άπότομον — Σιωπή!... Μουρμού!... Ἀχνιά!... συνοδευόμενον υπό χαρακτηριστικής φοράς του δείκτου της δεξιάς κατενώπιον της ρινός και του στόματος. Εντεύθεν και δια ταύτα απέκτησε βαθμηδόν πλουσιώτατον λεξιλόγιον, Ιεροπρεπές, αρχαιοπρεπές, δαψιλέστατα ἠρτυμένον, καταστόλιστον ἐξ αγιογραφικών και ύμνογραφικών στοιχείων. Ερωτώμενη, επί παραδείγματι, εάν έγνώριζε τον φιλοξενούμενον του Κουκουδόγαμπρου, ἀπήντα: «ουκ οιδα τον ανθρωπον»! Θεωρούσα τον χοῖρον της Κανονομαρίας να τρέχη σύρων όπισθεν αυτού σχοινίον, εις το άκρον του οποίου εὑρίσκετο σιδηρούς πάσσαλος, όστις τέως συνεκράτει το ζώον και ήδη έκροτάλιζε δαιμονιωδώς επί του καλντεριμίου, έσχολίασε: «και μοχλούς σιδηρούς συνέτριψε»! Ερωτηθείσα ποτέ υπό της πρωτεξαδέλφης της και μητρός μου, -Εἰρήνη, πού πήγε ἡ Μαρίκα; ήγουν ἡ κόρη της, απήντησε μετ' ακαριαίας ετοιμότητος: «Πέραν του χειμάρρου των κέδρων, ὅπου ἦν κήπος». Τῷ ὄντι αὕτη ειχεν υπάγει εις τον κήπον της κείμενον πέραν του χειμάρρου Παντελή παρά τον Πετράν, μεσαιωνικόν της Σητείας οἰκισμόν, ένθα και δεικνύουν μέχρι της σήμερον οικίαν άποδιδομένην εις τον Βικέντιον ή, επί το λατινικώτερον, Βιτσέντζον Κορνάρον, ποιητήν του Έρωτοκρίτου, ὅν, ειρήσθω εν παρόδω, το Ρηνιώ έγνώριζεν από στήθους, ως έγνώριζε και τον Άθανάσιον Διάκον του Βαλαωρίτου και ἄλλα του αυτού και άλλων ποιήματα, τα ὁποῖα και έφιλοτιμεῖτο να μοι άπαγγέλλη, ὅτε ἤμην παιδίον, δια να τα μάθω. Ουδέποτε το Ρηνιώ διενοήθη να όνομάση το Κλεινόν Ἄστυ Αθήνα. Ώμίλει πάντοτε περί Αθηνών: «Ήλθε από τάς Αθήνας ό Κωστής του παπά», έπληροφόρει τα τέκνα της. Μεμψιμοιρούσα δια γενομένην τυχόν εις βάρος της άδικίαν, έστρέφετο προς τον γείτονα "Αη-Γιώργην και έπεκαλεῖτο: «Ἅγιε Γεώργιέ μου, συ πού είσαι των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής»!
Κατά την επί γης τελευταίαν συνάντησιν ημών κατά Σεπτέμβριον του έτους 1991 από Χριστού, καθώς άπεχαιρέτουν αυτήν, δια να αναχωρήσω εις Αντίποδας, μοι είπε: «Δεν θα ξαναϊδωθούμε, Δεσπότη μου. Εις την προβληθεῖσαν εις τούτο άντίρρησιν, καθ' όσον ἡ υγεία της ήτο, ως συνήθως, ωσάν το πετραμύγδαλον, ἀντεῖπε: «Όταν θα έλθετε ξανά, εμένα θα μου έχουν πεῖ το "Ἄμωμοι εν ὁδῷ. Αλληλούια"». Τω ὅντι της το εἶπον. Έφυγεν ἐνενηκοντοῦτις και έκηδεύθη την πα-ραμονην των Χριστουγέννων του ἰδίου έτους, ένταφιασθεῖσα εις την Παναγίαν, εις τον τάφον του πάππου και της μάμμης της, ένθα προλαβών ειχεν ήδη ένταφιασθή ό καλοκάγαθος σύζυγος της, ό Νικολάκις, έχουσα ένθεν μεν τον τάφον της θείας Χατζήνας, του Χατζή και του Γιαννάκη, ένθεν δε ἐκεῖνον της θείας - παπαδιάς και της πεφιλημένης εξαδέλφης της Κατίνας του παπά, δια να δυνηθη πλέον να συμψάλη μετά της θριαμβευούσης Εκκλησίας τάς προσφιλείς αὐτῇ Καταβασίας «Χριστός γεννάται, δοξάσατε», περί των οποίων μοι έλεγε: «Αἴ και να κάτεχες πόσο ρέγομαι ὅντο τσὶ γροικῶ»!
Ατυχώς το Ρηνιώ έφυγεν εκ του ματαίου τούτου κόσμου ενωρίς και δεν προέλαβεν, ἡ βαρυδαίμων, να χάρη -ἔστω από ραδιοφώνου— τάς κοσμοσωτηρίους καινοτομίας περί την άνάγνωσιν έπ' Εκκλησίας, και δη και χύμα, ως τα όσπρια εις τους σάκκους του Παντοπωλείου του εξαδέλφου της του Μανωλάκι, των συγχρόνων μεταφράσεων του Ιερού Αποστόλου και των θείων Ευαγγελίων, τάς οποίας ήτοίμασαν ευρυμαθείς και διπλωματούχοι άνθρωποι της Θρησκείας, γνωστοί κραταιοί της Αλεξανδρινής Κοινής των Γραφών, χρόνον πολύν καὶ χρήματα δαπανήσαντες δια σπουδάς εν τη Εσπερία και τους Έσπερίους ομοτέχνους των, τους την Κοινὴν Κοϊνίιν προσφέροντας, καταφαγόντες με τα εξώφυλλα, ώστε να καταλάβη και αυτή, επί τέλους !, ἡ αγράμματη, του Δημοτικού, τα θειότατα κείμενα, τα ὁποῖα, κατά τους μεγαλοπράγμονας μεταρρυθμιστάς, ασφαλώς τῇ ἦσαν ακατανόητα, τόσον, ὅσον τουλάχιστον και τα Οὐζμπεκικά ἢ τα Κινέζικα...
Ὀρθόδοξος Τύπος, 1577, 17/12/04, σ. 1.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου