«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ», τ. 44, ΙΟΥΛ. – ΣΕΠΤ. 2009Kυρίαρχο στοιχεῖο στὴν σημερινὴ Ἑλλάδα εἶναι ἡ ΛΗΘΗ. Χρησιμοποιούμενα ἐργαλεῖα γιὰ τὴν παγίωσή της ἀποτελοῦν ἡ παρασιώπηση, ἡ ἀπόκρυψη, ἡ διαστρέβλωση, ἡ ὡραιοποίηση, ἡ παραποίηση.Ἐξ ἄλλου, ἕνα πολὺ «κακὸ» στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ΜΝΗΜΗ. Πάντα θυμᾶται καὶ μνημονεύει. Ἄλλωστε καὶ ἡ θ. Λειτουργία εἶναι Ἀνάμνηση. Kαὶ οἱ Ἑορτὲς τῶν Ἁγίων εἶναι πάλι Μνῆμες. Kαὶ γι᾽ αὐτὸ στὸν σημερινὸ κόσμο ἡ Ἐκκλησία εἶναι πολὺ ἀνεπιθύμητη, ἐπειδή ἔχει καὶ «γερή μνήμη».«Γιὰ νὰ μὴ ξεχνιόμαστε» λοιπόν, παραθέτουμε τὸ μαρτύριο τῆς ἁγίας νεομάρτυρος Ἀκυλίνης (27 Σεπτεμβρίου), ὅπως μᾶς τὸ παραδίδει ὁ Ἅγ. Nικόδημος Ἁγιορείτης. Εἶναι καλή εὐκαιρία νὰ ξαναθυμηθοῦμε σήμερα πὼς τὸ Γένος τῶν Xριστιανῶν ἔχει νιώσει καλὰ στὸ πετσί του τὴν «πολυπολιτισμικότητα» καὶ τὴν «διαφορετικότητα». Kαὶ ἔχουμε μάθει καλὰ τὸ μάθημά μας, ὥστε νὰ μᾶς περισσεύουν οἱ ὄψιμοι «ἱεροκήρυκες» τῶν μεταλλαγμένων ἰδεολογικῶν ὑποπροϊόντων καὶ οἱ «ἀρχάγγελοι» τῶν ὑποκριτικῶν εὐαισθησιῶν.π. Ἀθ. Σ. Λ.
Ὁ πατέρας τῆς ἁγίας Ἀκυλίνας, στὰ μέρη τοῦ Ἀρδαμερίου, σέ μιά κακή συντυχία, τούρκεψε, ὅταν ἡ κόρη του ἦταν ἀκόμη βρέφος. Ὅταν αὐτὴ μεγάλωσε κι ἔγινε δεκαοκτὼ ἐτῶν, ὁ πατέρας της τὴν πίεζε νὰ τουρκέψει κι ἐκείνη, πράγμα τὸ ὁποῖο ὅμως αὐτὴ ἀρνιόταν σθεναρῶς καὶ γενναίως.
«Τότε ὁ πατήρ αὐτῆς βλέποντας τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης της ἐπῆγεν εἰς τούς Τούρκους καὶ λέγει τους· ἐγώ μέν δέν ἐδυνήθην νὰ καταπείσω τὴν θυγατέρα μου εἰς τὸ νὰ τουρκίση, ἐσεῖς δὲ ὅ,τι θέλετε κάμετε εἰς αὐτήν. Τοῦτο ἀκούσαντες ἐκεῖνοι ἐταράχθησαν καὶ παρευθύς στέλλουν ἀνθρώπους τὐς κρίσεως, διά νὰ φέρουν τὴν Μάρτυρα· ἡ δὲ εὐλογημένη μήτηρ τῆς ^Αγίας ἰδοῦσα τούς ἀπεσταλμένους ὑπηρέτας παραλαβοῦσα τὴν κόρη της λέγει πρός αὐτήν τὴν ὁλοϋστερινή ταύτην παραγγελίαν· ἰδού τέκνον μου παμφίλτατον καὶ γλυκυτάτη θύγατερ Ἀκυλίνα· ἰδού σπλάγχνον μου, ἔφθασεν ἡ ὥρα ἐκείνη, διά τὴν ὁποίαν κάθε ἡμέραν σέ ἐνουθέτουν· κάμε λοιπόν ὡσάν τέκνον ὑπακοῆς καὶ ὑπάκουσον εἰς τάς νουθεσίας μου καὶ στάσου ἀνδρεία εἰς τὰ βάσανα ὁπού ἔχεις νὰ πάθFης καὶ μήν ἀρνηθῇς τὸν Χριστόν· ἡ δὲ παρομοίως μετά δακρύων ἀπεκρίθη· μή φοβοῦ μῆτέρ μου, καὶ ἐγώ τὸν αὐτόν σκοπόν ῖχω, καὶ ὁ Θεός νὰ εἶναι βοηθός μου, καὶ εûχου ὑπέρ ἐμοῦ· καὶ οὕτως ἀπεχαιρετίσθησαν ἀναμεταξύ των μὲ θρήνους καὶ δάκρυα.
Οἱ δὲ ὑπηρέται δήσαντες τὴν Μάρτυρα τὴν ἐπῆγαν εἰς τὸ κριτήριον· καὶ τὴν ἐπαράστησαν ἔμπροσθεν εἰς τὸν κριτήν, ὁ ὁποῖος τῆς λέγει· μωρὴ γίνεσαι Τούρκα; Ἡ Ἁγία ἀπεκρίθη ὄχι, δέν γίνομαι· μή γένοιτο ποτὲ νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστιν μου καὶ τὸν δεσπότην μου Χριστόν. Ταῦτα ἀκούσας ὁ κριτής ἐθυμώθη καὶ προστάζει νὰ ἐκδύσουν τὴν Ἁγίαν καὶ νὰ τὴν ἀφήσουν μόνον μὲ τὸ ὑποκάμισον, καὶ οὕτω νὰ τὴν δέσουν εἰς ἕνα στύλον καὶ νὰ τὴν δέρνουν μὲ ραβδία, ὅπως καὶ ἐγένετο, καὶ δυό ὑπηρέται τὴν ἐρράβδισαν ὥραν πολλήν.
Μετὰ ταῦτα ὁ κριτὴς καὶ ἄλλοι Τοῦρκοι φέροντες τὴν Μάρτυρα ἔμπροσθέν τους, ἄρχισαν νὰ τὴν κολακεύουν καὶ νὰ τῆς ὑπόσχωνται ταξίματα πολλὰ καὶ δωρήματα, μόνον νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστιν της, ἀλλ᾽ ἡ τοῦ Χριστοῦ νύμφη, ἐγκάρδιον ἔχουσα τὸν ἔρωτα πρός τὸν νοητόν νυμφίον της Χριστόν, ὡς οὐδέν ταῦτα ἐλογίζετο· καὶ ἐπειδή ἕνας μεγάλος καὶ πλούσιος ἀπὸ αὐτούς θρασύτερον ἀπὸ τούς ἄλλους τῆς εrπε· Τούρκισε Ἀκυλίνα καὶ ἐγώ νὰ σὲ πάρω νύμφην εἰς τὸν υἱόν μου, ἡ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς μὲ τόλμην ἀνείκαστον, ὁ διάβολος, τοῦ ἀπεκρίθη, νὰ πάρῃ καὶ ἐσένα καὶ τὸν υἱόν σου! Τοῦτο δὲ καθὼς ἤκουσαν ἐκεῖνοι ἄναψαν ἀπὸ τὸν θυμόν καὶ δήσαντες πάλιν τὴν ^Αγίαν, ὡς καὶ τὸ πρῶτον, τὴν ἐρράβδισαν ὥραν πολλήν· ἔπειτα λύσαντες αὐτήν, πάλιν τὴν ἐξετάζουν ἐκ τρίτου, καὶ λέγει πρὸς αὐτὴν ὁ κριτής· δέν ἐντρέπεσαι μωρὴ νὰ δέρνεσαι γυμνὴ ἐμπρὸς εἰς τόσους ἀνθρώπους; (ἐξεσχίσθη γάρ τὸ ὑποκάμισόν της ἀπὸ ταῖς πολλαῖς ραβδιαῖς καὶ ἔμεινε γυμνή) ἢ τούρκισε ἢ ἔχω νὰ συντρίψω τὰ κόκκαλά σου ἕνα ἕνα· ἡ δὲ ἀποκριθεῖσα, καὶ τί ὀρέχθηκα, τοῦ λέγει, ἀπὸ τὴν πίστιν σας νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ τὸν Χριστόν μου, ἢ ἀπὸ ποῖα θαύματα τῆς πίστεώς σας νὰ πιστεύσω; οἱ ὁποῖοι βρωμᾶτε ἀκόμη ζωντανοί· ὤ τόλμη μαρτυρική! ὤ μεγαλοψυχία οὐρανίων ἐπαίνων ἀξία! ὤ ἀπόκρισις, ὄχι ἑνός ἁπαλοῦ κορασίου, ἀλλ᾽ ἑνός γίγαντος ἀνδρειωμένου!
Ταῦτα λοιπὸν ἀκούσαντες ἐκατῃσχύνθησαν ὅλοι ἀπὸ τὴν ἐντροπήν· τί γὰρ ἄλλο εἶχον νὰ κάμουν, ἀναγκαζόμενοι ἀπὸ τὴν φανεράν τῶν λόγων ἀλήθειαν· ἀνάψαντες ὅμως ἀπὸ τὸν θυμόν, ἐρράβδισαν ἐκ τρίτου τὴν Ἁγίαν καὶ τόσον ἄσπλαγχνα, ὥστε ὁπού τὴν ἀφῆκαν ὡς νεκράν. ^Η δὲ γῆ ἐκοκκίνησεν ἀπὸ τὰ αἵματα καὶ οἱ σάρκες της ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν· ὕστερον δὲ λύσαντες τὴν Μάρτυρα, τὴν ἐφόρτωσαν εἰς ἕνα Χριστιανό ὁπού ἦτον ἐκεῖ παρών καὶ τὴν ἐπῆγαν εἰς τὸ ὀσπήτιον τῆς μητρός της, ἡ ὁποία περιχυθεῖσα εἰς τὴν θυγατέρα της, ὁποὺ ἦτον εἰς τάς ἐσχάτας ἀναπνοάς, τί ἔκαμες λέγει τέκνον μου; ἡ δὲ Μάρτυς μόλις καὶ μετά βίας ἐλθοῦσα εἰς τὸν ἑαυτόν της καὶ ἀνοίξασα τὰ ὀμμάτιά της, καὶ τὴν μητέρα ἰδοῦσα, καὶ τί ἄλλο ἤθελα νὰ κάμω, ὦ μῆτέρ μου, τῆς εἶπε, πάρεξ ἐκεῖνο ὁποὺ μοί ἐπαράγγειλες; ἰδοὺ κατὰ τὴν συμφωνίαν ὁπού εἴχαμεν, ἐφύλαξα τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεώς μου, καὶ ἡ μήτηρ αὐτῆς σηκώσασα τάς χεῖρας καὶ τὰ ὀμμάτιά της εἰς τὸν οὐρανόν ἐδόξασεν τὸν Θεόν. Συνομιλοῦσα δὲ ἡ Μάρτυς μὲ τὴν μητέρα, παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ καὶ ἔλαβε τοῦ Μαρτυρίου τὸν στέφανον. τὸ δὲ πάντιμον αὐτῆς καὶ Ἅγιον λείψανον· ὤ τοῦ θαύματος! εὐωδίασε παρευθύς μὲ μίαν εὐωδίαν θαυμάσιον καὶ τόσην πολλήν, ὥστε ὁπού καὶ ὅλος ὁ δρόμος, ὅθεν ἐπερνοῦσαν μὲ τὸ Μαρτυρικόν λείψανο ὁπού ἐπήγαιναν διά νὰ τὸ ἐνταφιάσουν, εὐωδίαζε· καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην κατέβη φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλαμπεν ἐπάνω εἰς τὸν τάφον τῆς Μάρτυρος ὡς ἄστρον λαμπρότατον· καὶ ὅσοι Χριστιανοὶ τὸ εἶδον ἐδόξασαν τὸν Θεόν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
(Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης, Συναξαριστής Νεομαρτύρων, ἐκδ. «Ὀρθ. Kυψέλη», σελ. 79-82)
Διαδίκτυο:http://christianvivliografia.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου