"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

῾Η ᾿Εκκλησία φρουρός τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας

Πρεσβυτέρου Σταύρου Τρικαλιώτη
ἐφημερίου ῾Ιεροῦ Ναοῦ ῾Αγίας Παρασκευῆς ᾿Αττικῆς
῾Η ᾿Εκκλησία φρουρός τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας
Σημείωση: Τό ἄρθρο γράφτηκε τόν Αὔγουστο τοῦ 2004, πρίν τήν πιλοτική ἐφαρμογή τῆς παράλληλης ἀναγνώσεως τοῦ ἀποστολικοῦ καί εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος στήν δημοτική.

Θέλω νὰ μιλήσω γιὰ κάτι, ὄχι ὡς εἰδικός, ὡς εἰδήμων, ἀλλ᾿ ὡς ἕνας ἁπλός μέσος ἄνθρωπος, πού εὐτυχῶς ἔχει ἀκόμα τό προνόμιο νά σκέφτεται. Θέλω νά μιλήσω γιά τήν ἑλληνική μας γλώσσα στήν ἑνιαία μορφή της.
῾Η γλώσσα εἶναι μία καί ἀδιαίρετη. ῞Οπως ἕνα δένδρο, πού ἔχει ἀρχή (ρίζες), κορμό καί φύλλα, ἔτσι καί ἡ ὄμορφη ἑλλληνική μας γλώσσα. ῎Εχει τήν ἀρχή της, τή ρίζα της, τήν ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα, στήν ὁποία εἶναι γραμμένα κείμενα ἀπαράμιλλου κάλλους καί στοχασμοῦ. Αὐτή ἡ γλώσσα, ἡ ἀρχαία ἑλληνική, τρέφει καί ζωογονεῖ τή συνέχεια τῆς γλώσσας μας. ῾Η γλώσσα τῶν ῾Ιερῶν Εὐαγγελίων, ἡ γλώσσα στήν ὁποία εἶναι γραμμένα τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, εἶναι ἡ ᾿Αλεξανδρινή Κοινή, μιά μετεξελιγμένη μορφή τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς.
Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας στή συνέχεια, προκειμένου νά διατυπώσουν μέ ἀκρίβεια καί πληρότητα τή δογματική καί ἠθική ὀρθόδοξη διδασκαλία, δέν χρησιμοποίησαν τό ἁπλό γλωσσικό ἰδίωμα τοῦ λαοῦ τῆς ἐποχῆς τους, ἀλλά τήν ἀττική διάλεκτο. Μιά δύσκολη μέν ἀλλά μέ ἐξαιρετικές ἐκφραστικές δυνατότητες γλώσσα, πού μποροῦσε νά ἀποδώσει μέ σαφήνεια καί πληρότητα τή δύσκολη δογματική ὁρολογία.
᾿Αλλά καί στή συνέχεια, στά δύσκολα χρόνια μετά τήν ἅλωση, ἡ ᾿Εκκλησία καθίσταται φρουρός τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στόν ζ΄ κανόνα τῆς τοπικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1593 περιέχεται ἀπόφαση κατά τήν ὁποία: "Κάθε ἐπίσκοπος στήν ἐπαρχία του ὤφειλε νά φροντίζη καί νά ἀναλαμβάνη τήν ἀπαιτουμένη δαπάνη, γιά νά διδάσκωνται τά θεῖα καί ἱερά γράμματα, ἀλλά καί νά παρακινοῦνται ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά μαθαίνουν καί δέν ἔχουν τά μέσα" (ἄρθρο ἱστορικοῦ κ. Τάσου Γριτσόπουλου, περιοδικό "᾿Εκκλησία", τεῦχος 7ο, σελ. 557, ᾿Ιούλιος 2004).
Μοναχοί ἀντιγράφουν καί διασώζουν τά κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, τά σχολιάζουν καί ἐντρυφοῦν σ᾿ αὐτά. Παράλληλα τό κήρυγμα στήν ᾿Εκκλησία ἀρχίζει νά γίνεται στήν ἁπλή γλώσσα τοῦ λαοῦ, ὄχι ὅμως οἱ ἱερές ἀκολουθίες. Τό ψαλτήρι καί ἡ ᾿Οκτώηχος εἶναι τά λειτουργικά βιβλία πού ἔθρεψαν γλωσσικά τά ἑλληνόπουλα τῆς Τουρκοκρατίας. ᾿Εκεῖ, στή θολόκτιστη ἐκκλησιά, ὅπως μᾶς λέει κι ὁ ποιητής, πού γινότανε τό βράδυ κρυφό σκολειό, ἐκεῖ ὁ παπᾶς, ὁ δάσκαλος θέριευε τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα στά σκλαβόπουλα. ᾿Εκεῖ, κάτω ἀπό τό τρεμάμενο φῶς τοῦ καντηλιοῦ, μιλοῦσε γιά Χριστό καί ῾Ελλάδα.
Τά λειτουργικά μας κείμενα ἀποτελοῦν ἀνεκτίμητους θησαυρούς ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν ἁγιασμένων μορφῶν. Μέ τίς ἴδιες λέξεις, τίς ἴδιες φράσεις, τήν ἴδια γλωσσική διατύπωση, αἰῶνες τώρα, ὁ ὀρθόδοξος λαός μας χειραγωγούμενος ἀπό τούς Ποιμένες του, ἀναφέρει τίς προσευχές του στό οὐράνιο Θυσιαστήριο. "Τὴν ἡμέραν πᾶσαν τελείαν, ἁγίαν, εἰρηνικὴν καὶ ἀναμάρτητον", λέει ὁ λειτουργός καί κάθε λέξη σταλάζει στήν ψυχή τοῦ πιστοῦ. ᾿Ελάχιστες εἶναι οἱ λειτουργικές λέξεις πού πιθανόν νά ἀγνοεῖ ἕνα μέρος τοῦ λαοῦ μας. ᾿Αλλά καί αὐτές οἱ "δύσκολες λέξεις" εἴτε βγαίνουν ἀπό τά συμφραζόμενα εἴτε ἀποκαλύπτονται ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό σ᾿ αὐτές τίς "ἀπαίδευτες" ψυχές.
Ἡ θεία λατρεία μιλάει στήν ψυχή τοῦ κάθε πιστοῦ ὄχι μόνο μέ τό λόγο, ἀλλά καί μέ τίς ἅγιες εἰκόνες (τά βιβλία τῶν ἀγραμμάτων), τό ἱλαρό φῶς τῶν κεριῶν, τή μυρωδιά τοῦ λιβανιοῦ καί τή σεμνή καί ἀπρόκλητη παρουσία τῶν λειτουργῶν της. Μιλάει πρωτίστως μυστικά μέ τήν ἄκτιστη θεία χάρη στόν πονεμένο, βασανισμένο ἀλλά καί προδομένο ἀπό τούς κατά καιρούς φωταδιστές ὀρθόδοξο λαό μας.
῾Ο ὀρθόδοξος λαός μας, παρ᾿ ὅλη τήν "ἀμορφωσιά του", ἀπό τήν ὁποία ἀγωνιοῦν νά τόν ἀπαλλάξουν ὁρισμένοι, διακρίνεται ἀπό ἕνα βαθύ συναίσθημα γνήσιας ταπεινώσεως. ῎Ισως νά μήν μπορεῖ νά ἐκφράσει τό νόημα τῆς φράσεως "ὑπέρ εὐκρασίας ἀέρων", καί θά τοῦ ἄρεσε πράγματι νά τοῦ ἐξηγοῦσε κάποιος τί σημαίνει. ῞Ομως δέν θά ἤθελε ποτέ ὁ λειτουργός νά πεῖ στή Θεία Λειτουργία: "Γιά νά ἔχουμε καλό καιρό" !!! Δέν πέφτει τόσο χαμηλά.
῾Η δημοτική μας γλώσσα, ὅταν δέν φθάνει σέ ἀκρότητες καί ὅταν δέν ὑποτάσσεται σέ στεῖρα ἰδεολογικά σχήματα, μπορεῖ νά δώσει λογοτεχνία ὕψιστης μορφῆς. Τά παιδιά μας σήμερα ὑφίστανται ἕναν γλωσσικό βανδαλισμό, πάσχουν ἀπό βαριᾶς μορφῆς λεξιπενία. Κι αὐτό γιατί ὁρισμένοι θέλησαν νά τά ἀποκόψουν βίαια ἀπό τίς γλωσσικές τους ρίζες, νά τά εὐνουχίσουν πνευματικά καί νά τά κάνουν νά "τιτιβίζουν" (ἀπό τό T.V.) ἀντί νά στοχάζονται, ὅπως παρατηρεῖ ὁ κ. Σαράντος Καργάκος. ᾿Επίσης, ἡ πολύωρη ἀπασχόληση τῶν νέων μέ τούς ἠλεκτρονικούς ὑπολογιστές τούς ἀποκόπτει ἀπό τό διάβασμα βιβλίων, πού συμβάλλουν στή γλωσσική τους καλλιέργεια.
Οἱ μεγάλοι μας νομπελίστες ποιητές, ὁ Σεφέρης κι ὁ ᾿Ελύτης, ἦταν μεγάλοι γιατί ἄντλησαν καί ἐμπνεύσθηκαν ἀπό μιά γλωσσική ἑλληνική παράδοση τριῶν χιλιάδων χρόνων. ῎Οχι μόνον αὐτοί, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι μεγάλοι λογοτέχνες μας ἐμπνεύστηκαν ἀπό τά κείμενα τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί τά κείμενα τῆς λατρείας μας. ᾿Εμπνεύσθηκαν γιατί ἡ ᾿Εκκλησία μας αὐτά τά κείμενα τά σεβάσθηκε καί τά διαφύλαξε "ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ" καί μᾶς τά παρέδωσε νά τά διαφυλάξουμε οἱ μεταγενέστεροι ὡς πολύτιμη παρακαταθήκη.
῾Ο Γιῶργος Σεφέρης τόνιζε τήν συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί ἀπέφευγε νά κάνει τούς συνήθεις διαχωρισμούς: "Εἶναι καιρός νά καταργήσουμε τούς ὅρους καθαρεύουσα, δημοτική, νεοελληνική. ῾Η γλώσσα εἶναι μία ἡ ΕΛΛΗΝΙΚΗ καί πρέπει νἆναι ζωντανή καί ν᾿ ἀκούγεται στήν πρόζα καί στήν ποίηση. Τό ζήτημα εἶναι ἄν γράφεις καλά ἤ κακά ἑλληνικά, ὅσοι δέν τά ξέρουν νά τά μάθουν ἤ νά σωπάσουν". Κάπου ἀλλοῦ ὁ νομπελίστας ποιητής μας θά κάνει μιά διαχρονική διαπίστωση: "...ἔχουμε μιά γλώσσα ἀνθεκτική, μέ ἐξαίρετες δυνατότητες, φτάνει νά μήν τήν κακομεταχειριζόμαστε ὑπερβολικά".
῾Η σημερινή γλωσσική ὑποβάθμιση τῶν ἑλληνοπαίδων ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐκπαιδευτική μεταρρύθμιση τοῦ 1976 καί τήν παράλληλη καθιέρωση τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας σέ ὅλες τίς βαθμίδες τῆς ἐκπαίδευσης καί ἀργότερα στή δημόσια διοίκηση. Ὅπως δηλώνει ὁ πρωτεργάτης αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς πρώην πρωθυπουργός κ. Γεώργιος Ράλλης: "στόχος αὐτῆς τῆς τῆς ἐπιλογῆς ἦταν ἡ σταδιακή ἐξάλειψη τῆς γλωσσικῆς ἀκατατασίας καί συγχύσεως πού συνεχιζόταν ἐπί 50 χρόνια στόν τόπο μας. Κι αὐτό ἐπιτεύχθηκε μέ τήν κατάργηση τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀπό τό πρωτότυπο κείμενο καί τήν παράλληλη εἰσαγωγή τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων κειμένων ἀπό μεταφράσεις". Αὐτή ἡ ἀπότομη ἀλλαγή ἦταν ὀλέθρια γιά τήν παιδεία μας, γιατί ἔτσι δόθηκε ἕνα βάναυσο χτύπημα στίς ρίζες τῆς ἀρχαιοελληνικῆς μας παραδόσεως, τίς συνέπειες τοῦ ὁποίου γευόμαστε σήμερα.
῾Ο πολύ καλός φιλόλογος καί ἱστορικός κ. Σαράντος Καργάκος κάνει ὁρισμένες πολύτιμες ἐπισημάνσεις σχετικές μέ τό θέμα μας: "῾Ο σύγχρονος μαθητής συχνά δηλώνει ἀδυναμία ἐξωτερικεύσεως τοῦ ἐνδιάθετου λόγου, ἀδυναμία νά ὀργανώσει λογικά τίς πνευματικές ἐνατενίσεις του, λόγῳ ἀγνοίας γραμματικῶν, συντακτικῶν κανόνων καί τοῦ λυμφατικοῦ ἤ, μᾶλλον, βαβελικοῦ λεξιλογίου, πού παραπέμπει εὐθέως στή διάλεκτο βαβουΐνων. ῾Η ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τά ζωογόνα νάματα τοῦ ᾿Αρχαίου Λόγου ἔκανε τήν τρέχουσα γλώσσα νά πάσχει ἀπό παραμορφωτική ἀρθρίτιδα" ("᾿Αλεξία", σελ. 230-231, ἐκδ. Gutenberg, ᾿Αθήνα 1992).
Βέβαια, ἀρκετά χρόνια ἀργότερα -ἐπί Κυβερνήσεως τοῦ κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993) καί ὑπουργοῦ Παιδείας κ. Γεωργίου Σουφλιᾶ- συνειδητοποιήθηκε τό λάθος καί ἐπανῆλθε ἡ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων στό Γυμνάσιο. Χάθηκε ὅμως πολύτιμος χρόνος πειραματισμῶν σέ βάρος τῶν παιδιῶν μας.
᾿Εδῶ θά πρέπει νά προσθέσω ὅτι δέν εἶμαι ἐνάντιος στήν καθιέρωση τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας. Εἶμαι ὅμως ἀντίθετος στίς προκρούστειες μεθόδους πού χρησιμοποιήθηκαν, στήν τάση ἑνός γλωσσικοῦ ρεβανσιμοῦ πού ἐπιχειρήθηκε κατά τήν ἐπιβολή της, καθώς καί στήν διδασκαλία μιᾶς γλώσσας ξεκομμένης ἀπό τῆς ζωογόνες ρίζες τῆς γλωσσικῆς μας παραδόσεως καί συνέχειας.
῾Οριστικό πλῆγμα στήν ἑνιαία ἑλληνική μας γλώσσα δόθηκε τό 1981, μέ τήν ἐπιβολή τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος, πού ψηφίστηκε ἀπό τήν ἑλληνική βουλή τίς μεταμεσονύκτιες ὧρες, ὑπό τήν μορφή τροπολογίας καί ἀπό ἐλάχιστους βουλευτές γιά εὐνόητους λόγους. ῞Οπως δηλώνει ὁ κ. Γεώργιος Ράλλης: "ἡ ἐπιλογή τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος ἦταν μιά ἄστοχη ἐπιλογή, τήν ὁποία εἶχα ἀρνηθεῖ νά υἱοθετήσω στό πλαίσιο τῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ 1976, παρά τίς ἐπίμονες εἰσηγήσεις πού μοῦ εἶχαν ὑποβληθεῖ. Θεώρησα ὅτι ἡ ἐφαρμογή τοῦ μονοτονικοῦ ἀποτελοῦσε ἐπιδίωξη-ἀξίωση τοῦ ἡμερησίου καί περιοδικοῦ Τύπου, κυρίως γιά λόγους οἰκονομικούς". Καί θά καταλήξει ὁ κ. Γ. Ράλλης: "῏Ηταν καί εἶναι ἐκτίμησή μου ὅτι τό πολυτονικό σύστημα ἀποτελεῖ συστατικό στοιχεῖο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τό ὁποῖο τήν χαρακτηρίζει καί τή διακρίνει ἀπό ὅλες τίς ἄλλες γλῶσσες τοῦ κόσμου· εἶναι ἕνα σύστημα συνυφασμένο μέ τή μακραίωνη καί ἀδιάκοπη ἐθνική γλωσσική μας παράδοση, τήν ὁποία ὠφείλουμε νά σεβόμαστε καί νά μήν ἀπεμπολοῦμε τόσο εὔκολα στό ὄνομα ὁποιονδήποτε σκοπιμοτήτων" (Τό Βῆμα, 7/6/2004, οἱ ὑπογραμμίσεις καί τά ἔντονα γράμματα δικά μας).
῞Οσοι διδάσκουν στήν πρωτοβάθμια καί δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση, ὁμιλοῦν γιά τίς ἀρνητικές συνέπειες πού ἔχει στά παιδιά μας αὐτή ἡ δικτατορική -ἄν καί μέ κοινοβουλευτική ἐπένδυση- ἐπιβολή τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος. Οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς, κάνοντας σύγκριση μέ τά δικά τους ἐκπαιδευτικά δεδομένα, διαπιστώνουν τίς δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζουν τά παιδιά τους.
Τό "᾿Ανοικτό Ψυχοθεραπευτικό Κέντρο" καί τό "᾿Ινστιτοῦτο Διαγνωστικῆς Ψυχολογίας", ὕστερα ἀπό τρία χρόνια ἐρευνῶν κατέληξε στό ἑξῆς συμπέρασμα: "Τά παιδιά πού διδάσκονται ἀρχαία ἑλληνικά ἔστω καί μιά φορά τήν ἑβδομάδα, ἔχουν πολύ πιό ἀνεπτυγμένες μαθησιακές ἱκανότητες ἀπό τούς ὑπόλοιπους συνομηλίκους τους. ᾿Επιπλέον, ἡ ἐκμάθηση τῆς γλώσσας τοῦ Σωκράτη καί τοῦ Πλάτωνα, καθώς καί ἡ χρήση τῆς περισπωμένης καί τῆς δασείας προλαμβάνουν τή δυσλεξία".
῞Οπως ἐξηγεῖ ὁ κ. Τσέγκος: "Μέχρι στιγμῆς ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ἐκμάθηση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος ἐπιδρᾶ θετικά στίς ὁπτικο-ακουστικές ἀντιληπτικές ἱκανότητες καί τίς ἀναπτύσσει μέ ἐπιταχυνόμενο ρυθμό". Καί ὁ ἀρθρογράφος κ. Στέλιος Βραδέλης θά καταλήξει: "Τό πείραμα θά συνεχιστεῖ τουλάχιστον ἄλλα τρία χρόνια, ὥστε νά ἐξαχθοῦν ἀκόμη πιό ἀσφαλῆ ἐπιστημονικά συμπεράσματα, πού ἴσως “ἐπιβάλλουν” τήν ἐπιστροφή τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος στήν ἐκπαίδευση" (ΤΑ ΝΕΑ, 18-5-2004).
῾Ο ἴδιος ὁ Μακαριώτατος ἀρχιεπίσκοπος ᾿Αθηνῶν καί πάσης ῾Ελλάδος κ. Χριστόδουλος, σέ ἡμερίδα πού διοργάνωσε ἡ ῾Ιερά Σύνοδος μέ θέμα: "Γλωσσική ᾿Αγωγή καί Νέοι Κληρικοί" (3/6/2004), ἀνέφερε τό ὡς ἄνω ἄρθρο τῶν ΝΕΩΝ γιά νά τεκμηριώσει τήν ἀγωνία του γιά τή γλωσσική ὑποβάθμιση τῆς νεολαίας μας ἀλλά καί τήν ἀνησυχία του γιά τίς ἀρνητικές συνέπειες τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος.
῾Η Διαρκής ῾Ιερά Σύνοδος ἐνέκρινε σειρά μέτρων τῆς ὡς ἄνω ἡμερίδας, μέ σκοπό τῆν ὑποβοήθηση τῶν νέων κληρικῶν, πού ἐν πολλοῖς ἀποτελοῦν τά θύματα τῶν διαφόρων κατά καιρούς μεταρρυθμίσεων στήν Παιδεία μας.
Εἶναι παρήγορο πώς σχεδόν ὅλοι οἱ πιστοί, πού εἶναι ὀργανικά συνδεδεμένοι μέ τήν μητέρα ᾿Εκκλησία μας, ἀντιστάθηκαν καί στήν ἐπιβολή τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος καί συνεχίζουν νά καλλιεργοῦν τό πολυτονικό σύστημα γραφῆς. ῾Η ἴδια ἡ ᾿Εκκλησία μας οὐδέποτε υἱοθέτησε τό μονοτονικό στά ἐπίσημα ἔγραφά της. ᾿Ακόμη καί ἡ πλειονότητα τῶν κληρικῶν μας στά στά διάφορα βιβλία πού ἐκδίδουν, διατηροῦν τό πολυτονικό σύστημα γραφῆς. Οἱ ἐξαιρέσεις εἶναι λιγοστές, δεῖγμα ἑνός θλιβεροῦ "προοδευτισμοῦ".
῎Ετσι ἡ ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία μας (κλῆρος καί λαός) ἀποδεικνύεται στήν πράξη φρουρός τῆς γλωσσικῆς μας παραδόσεως. Μοναδική μελανή ἐξαίρεση ἀποτελοῦν ὁρισμένες -εὐτυχῶς λιγοστές- ἐκδόσεις δύο θρησκευτικῶν ἐκδοτικῶν οἴκων, οἱ ὁποῖοι ἐξέδωσαν ὁρισμένα βιβλία στό μονοτονικό σύστημα!!! Γιατί αὐτές οἱ παραχωρήσεις ἀπό τούς κατά τά ἄλλα ἀξιόλογους αὐτούς ἐκδοτικούς οἴκους; ῎Ας ἐλπίσουμε ὅτι θά ἐπαναπροσδιορίσουν τή στάση τους στό μέλλον.
῾Ορισμένοι ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, ἀπό τή μιά μεριά ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ δέν πέτυχε τούς σκοπούς γιά τούς ὁποίους ἔγινε, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος δέν ἦταν καί τόσο καταστροφική. Εἶναι μιά ὑπεραισιόδοξη ἄποψη, τήν ὁποία ἀδυνατοῦμε νά κατανοήσουμε. Οἱ ἐνδείξεις ὅμως εἶναι ἀνησυχητικές.
Εὐτυχῶς, σ᾿ αὐτή τή γλωσσική ξεραΐλα πού μαστίζει τή νεοελληνική κοινωνία ἀντιστέκεται ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία μας, ἡ ὁποία παρέχει στόν νεοέλληνα γλωσσικά ἀντισώματα, ἱκανά νά τοῦ ἐμπλουτίσουν καί νά τοῦ ὀξύνουν τό γλωσσικό του αἰσθητήριο.
῞Οταν ὁ νεοέλληνας βομβαρδίζεται καί ταλαιπωρεῖται καθημερινά ἀπό τά γλωσσικά ὑποπροϊόντα τῆς ξύλινης γλώσσας τῶν δελτίων εἰδήσεων, ὅταν ὑφίσταται μιά ἰμπεριαλιστικοῦ τύπου διοχέτευση ξένων (κυρίως ἀγγλικῶν) λέξεων στό λεξιλόγιό του, ὅταν ὁρισμένοι προσπαθοῦν νά τόν πείσουν ὅτι δέν πρέπει νά εἶναι καί τόσο "κολλημμένος" σέ παρωχημένα παραδοσιακά σχήματα, ἔ, τότε ἡ ᾿Εκκλησία καί ἡ λατρεία της ἀποτελοῦν ἴσως τήν μοναδική ὄαση παρηγοριᾶς καί ἐλπίδας. ῞Οταν τό μικρό παιδί ἀκούει στή θεία λατρεία συχνά τή λέξη ὕδωρ, θά καταλάβει πιό εὔκολα ἀργότερα τί σημαίνουν οἱ λέξεις ὑδραγωγεῖο, ὑδροβιότοπος, ὑδρία, ὑδροηλεκτρικά ἔργα καί τά παρεμφερή.
᾿Από τό 1981 πού ἐπικράτησε τό μονοτονικό σύστημα σχεδόν ὅλα τά βιβλία ἐκδίδονταν βάσει τοῦ συστήματος αὐτοῦ. ῎Αν ἀναζητοῦσες στά βιβλιοπωλεῖα κάποιο λεξικό τῆς Δημοτικῆς στό πολυτονικό, ἀσφαλῶς δέν θά ἔβρισκες τίποτε. ῞Οσοι ἐπέμεναν νά χρησιμοποιοῦν τό πολυτονικό ἀντιμετωπίζονταν ὡς ὀπαδοί ἑνός μακρινοῦ παρελθόντος. Οἱ Πανεπιστημιακές Σχολές εὐθυγραμμίσθηκαν μέ τό νέο σύστημα. ᾿Ακόμα καί οἱ Θεολογικές! ῞Ομως ἡ ἐπιμονή ἀκόμα καί λίγων ἀνθρώπων νά γράφουν στό πολυτονικό ἀπέδωσε καρπούς. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό "Λεξικό γιά τό σχολεῖο καί τό γραφεῖο" τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας τοῦ κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη, πού κυκλοφόρησε πρόσφατα καί στό ὁποῖο παρατίθενται καί οἱ λέξεις καί στήν πολυτονική τους μορφή.
῞Ολα αὐτά τά χρόνια πολλοί συγραφεῖς -ὄχι κατ᾿ ἀνάγκη θρησκευόμενοι- ἐξέδιδαν τά βιβλία τους στό πολυτονικό. ᾿Ακόμα καί δύο ἐφημερίδες -μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ "᾿Ορθόδοξος Τύπος-" ἀντιστέκονταν στό ρεῦμα τῆς ἐποχῆς καί ἐκδίδονταν στό πολυτονικό σύστημα.
Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ἀναφέρουμε μιά ἐλπιδοφόρα ἐπισήμανση πού κάνει ὁ κ. Χρῆστος Γιανναρᾶς: “Μποροῦμε νά ἐλπίζουμε ὅτι σέ κάποια χρόνια ἡ μεγάλη πλειονότητα τῶν ῾Ελλήνων θά καυχᾶται γιά τήν ἐπιμονή της νά διασωθεῖ ἡ συνέχεια τῆς γλώσσας: θά ἔχει ξαναγυρίσει ἡ πλειονότητα στό πολυτονικό σύστημα γραφῆς καί θά καταριέται τούς ἀσυνείδητους πολιτικούς πού, μέ τό μονοτονικό, ἐπεχείρησαν νά καταστρέψουν ἕνα καίριο δεδομένο τῆς διαχρονικῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας” (Καθημερινή, 8-8-2004).
Οἱ ἅγιοι Γέροντες (π. ᾿Ιάκωβος, π. Πορφύριος, π. Παΐσιος) -τούς ὁποίους σέβεται καί ἀγαπᾶ ὅλος ὁ λαός-, ἄν καί ἦσαν ἄνθρωποι ὀλιγογράμματοι, ἔδειχναν τόση ἀγάπη καί εἶχαν ἐμβαθύνει τόσο πολύ στά κείμενα τῆς ᾿Εκκλησίας μας, πού στή σοφία τους ὑποκλίνονταν ἀκόμη καί καθηγητές Πανεπιστημίου. Αὐτοί ὑπῆρξαν ὄντως ποιμένες καί διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας μας γιατί ἔγιναν πρῶτα "διδακτοί Θεοῦ" (᾿Ιω. στ΄, 44). ῎Εμαθαν τά ἑλληνικά γράμματα στό εὐλογημένο σπουδαστήρι τῆς θείας λατρείας μας. Εἶχαν καθαρό μυαλό, ζῆλο Θεοῦ καί ὄρεξη γιά μάθηση κι ἔτσι ἀναπλήρωναν τίς ὅποιες ἐλλείψεις. ῾Ο π. Πορφύριος ἔλεγε χαρακτηριστικά: "Διάζαζα (τό ψαλτήρι καί τά συναξάρια τῶν ῾Αγίων) ἀλλά δέν καταλάβαινα. Λεξικά δέν εἶχα. Π.χ. δέν ἤξερα ὅτι οἶκος θά πεῖ σπίτι. ῎Ετσι ἔβρισκα τήν ἴδια λέξη καί ἀλλοῦ, καί ἀπό τά συμφραζόμενα εὕρισκα τό νόημα τῶν λέξεων. ᾿Απεστήθιζα κομμάτια ὁλόκληρα καί ὅλη μέρα, καθώς ἔτρεχα στά βράχια, τά ἀπήγγελλα δυνατά, μέ νόημα" (Γέροντος Πορφυρίου ἱερομανάχου, ᾿Ανθολόγιο Συμβουλῶν, σελ. 137, ἔκδ. ῾Η Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι ᾿Αττικῆς, Α΄ ἔκδ. 2002). Μοῦ ἔκανε πολύ μεγάλη ἐντύπωση, ὅταν γιά πρώτη φορά εἶδα ἰδιόχειρες ἐπιστολές τοῦ Γέροντος ᾿Ιακώβου. ῏Ηταν ἄψογα διατυπωμένες, σέ ἁπλή καθαρεύουσα, γραμμένες στό πολυτονικό σύστημα καί μέ ἀσήμαντα ὀρθογραφικά λάθη.
῎Εχω τήν αἴσθηση ὅτι, ἄν ἐρχόταν καί πάλι ὁ Χριστός στή γῆ, ἀπό κάτι τέτοιους ὀλιγογράμματους θά σχημάτιζε τόν κύκλο τῶν μαθητῶν Του "ἵνα τούς σοφοὺς καταισχύνῃ" (Α΄ Κορ. α΄, 27). Οἱ ἅγιοι αὐτοί Γέροντες μᾶς δίδαξαν τήν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ μέσω τῆς καθαρῆς καρδιᾶς πού πιστεύει μέ παιδική ἁπλότητα. Δέν εἶχαν ἐγκλωβιστεῖ σέ νοησιαρχικά σχήματα προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ καί εὐτυχῶς οὔτε κι ἐμᾶς μᾶς ἐγκλώβισαν. Μᾶς δίδαξαν νά σεβόμαστε, ν᾿ ἀγαποῦμε καί νά μελετοῦμε τά λειτουργικά κείμενα.
Τό "ὁμόγλωσσον" πού σύμφωνα μέ τόν ᾿Ηρόδοτο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά γνωρίσματα τοῦ ἔθνους, φαίνεται πώς ἔχει μπεῖ στό στόχαστρο ὁρισμένων. ῎Ηδη τό "ὁμόθρησκον" πολεμεῖται μέ λύσσα (ἀπάλειψη θρησκεύματος ἀπό ταυτότητες κλπ). Τό σενάριο πού προδιαγράφεται μποροῦμε ὅλοι νά τό φανταστοῦμε. Θά μείνουμε ἀπαθεῖς σ᾿ ἕνα τέτοιο ἐφιάλτη; "Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου"!
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ
Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ
Από το βιβλίο: Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί
«Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος... πάντα δι Αυτού εγένετο» (Ιωαν. α΄ 1 και 3).
Η ανθρώπινη γλώσσα προορίζεται δια την έκφρασιν πραγματικοτήτων διαφόρων επιπέδων: του βιοτικού επιπέδου των φυσικών αναγκών, του παραπλησίου αυτού, και όμως διακρινομένου απ αυτού, των πρωτογόνων ψυχικών αισθημάτων και παθών, του της γλώσσης της πολιτικής δημαγωγίας, του της επιστημονικής γλώσσης, της φιλοσοφικής, της γλώσσης της ποιήσεως, εν τέλει του της υψίστης πασών: της γλώσσης της Θείας Αποκαλύψεως, της προσευχής, της θεολογίας και των άλλων σχέσεων μεταξύ Θεού και ανθρώπων: της Λειτουργικής.
Η αφηρημένη γνώσις περί του είναι έχει μεταφυσικάς ρίζας. Εις τούτο αναφέρεται η επιστήμη, η φιλοσοφία, και πρωτίστως η Θεογνωσία. Οι λόγοι οι εκφράζοντες τα ως άνω υποδειχθέντα είδη γνώσεως, ως και τα Ονόματα του Θεού, προέρχονται εκ της νοεράς σφαίρας, της μεταφυσικής. Ταυτοχρόνως ίδιον αυτών είναι να διεγείρουν εν τω νοί και τη καρδία διαφόρους αντιδράσεις, και υπ αυτήν την έννοιαν αποτελούν «εξηρτημένα – αντανακλαστικά» φέροντα χαρακτήρα άμεσον, αυτόματον.
Εκάστη γλώσσα έχει ως σκοπόν να οδηγήση τον ακροατήν ή τον αναγνώστην εις εκείνον τον χώρον, εις τον οποίον αύτη ανήκει. Έχοντες υπ όψιν την «εξηρτημένην – αντανακλαστικήν» ενέργειαν των λόγων, οφείλομεν ιδιαιτέρως να δώσωμεν μεγάλην προσοχήν εις την λειτουργικήν γλώσσαν, ήτις σκοπόν έχει να γεννήση εν τω νοί και τη καρδία των προσευχομένων την αίσθησιν άλλου κόσμου, του υψίστου. Τούτο επιτυγχάνεται δια της παρουσίας ονομάτων και εννοιών ανηκόντων αποκλειστικώς εις το θείον επίπεδον, ως και δια της χρήσεως μικρού αριθμού ειδικών μορφών εκφράσεως.
Οι Έλληνες δια της φιλοσοφίας έφθασαν εις τα υψηλότερα δυνατά όρια αναπτύξεως του ανθρωπίνου πνεύματος και δια της γλώσσης παρουσίασαν την τελειοτέραν δυνατήν μορφήν εκφράσεως του ανθρωπίνου λόγου. Την μορφήν ταύτην της εκφράσεως προσέλαβε και εχρησιμοποίησε κατά Πρόνοιαν Θεού εις την λατρείαν επί δύο χιλιετίας η Εκκλησία του Χριστού.
Η Λειτουργία, ως το κορυφαίον μέσον αναφοράς του ανθρώπου προς τον Θεόν, είναι φυσικόν να έχη ως εκφραστικόν όργανον την κατά το δυαντόν τελειοτέραν γλώσσαν.
Η χρήσις του τελειοτέρου υπάρχοντος γλωσσικού οργάνου εις τας λατρευτικάς συνάξεις βοηθεί τους πιστούς να διατηρούν την αίσθησιν του Τελείου και συμβάλλει εις την πληρεστέραν δυνατήν κοινωνίαν μετ Αυτού.
Η επί τοσούτον χρόνον χρησιμοποιηθείσα και καθαγιασθείσα γλώσσα της Θείας Λειτουργίας, ήτις δύναται να χαρακτηρισθή και ως κατηγόρημα της ορθοδόξου λατρείας, είναι αδύνατον να αντικατασταθή άνευ ουσιώδους βλάβης (διαφωτιστική ίσως ενταύθα δύναται να θεωρηθή και η πείρα εκ της αλλαγής της λειτουργικής γλώσσης εν τη Αγγλικανική εκκλησία. Ούτως, η εισαγωγή απλουστέρας λειτουργικής γλώσσης εις την λατρείαν της εν λόγω εκκλησίας ήμβλυνε την λατρευτικήν διάθεσιν των πιστών και εζημίωσε τας λατρευτικάς συνάξεις) αυτής ταύτης της λατρείας.
Δια τους λόγους τούτους είμεθα κατηγορηματικώς πεπεισμένοι ότι είναι αναγκαία η χρήσις της παραδεδομένης Λειτουργικής γλώσσης εν ταις εκκλησιαστικαίς ακολουθίαις. Ουδόλως υπάρχει ανάγκη αντικαταστάσεως αυτής υπό της γλώσσης της καθ ημέραν ζωής, πράγμα όπερ αναποφεύκτως θα καταβιβάση το πνευματικόν επίπεδον και θα προξενήση ούτως ανυπολόγιστον ζημίαν. Είναι άτοποι οι ισχυρισμοί περί του δήθεν ακατανοήτου δια πολλούς συγχρόνους ανθρώπους της παλαιάς εκκλησιαστικής γλώσσης, μάλιστα δε δι ανθρώπους εγγραμμάτους και πεπαιδευμένους εισέτι. Δι αυτούς η εκμάθησις εντελώς μικρού αριθμού λέξεων, αίτινες δεν είναι εν χρήσει εις την καθ ημέραν ζωήν, είναι υπόθεσις ολίγων ωρών. Πάντες ανεξαιρέτως καταβάλλουν τεραστίας προσπαθείας δια την αφομοίωσιν πολυπλόκων ορολογιών διαφόρων τομέων της επιστημονικής ή της τεχνικής γνώσεως, της πολιτικής, της νομικής και των κοινωνικών επιστημών, γλώσσης φιλοσοφικής ή ποιητικής και τα παρόμοια. Δια τί λοιπόν αναγκάζομεν την Εκκλησίαν να απολέση γλώσσαν απαραίτητον δια την έκφρασιν υψίστων μορφών της θεολογίας και των πνευματικών βιωμάτων;
Πάντες, όσοι ειλικρινώς; επιθυμούν να γίνουν κοινωνοί της αιωνοβίου παραδόσεως του Πναύματος, ευκόλως θα ανεύρουν την δυνατότητα να εξοικειωθούν μετά του ατιμήτου θησαυρού της ιεράς λειτουργικής γλώσσης, ήτις κατά τρόπον υπέροχον προσιδιάζει εις τα μεγάλα μυστήρια της λατρείας. Ολίγαι ιδιατερότητες της γλώσσης αυτής μειώνουν τον κόπον της προς καιρόν αποταγής εκ των εμπαθών συνηθειών: «Πάσαν νυν βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν».
Εάν κατά την τέλεσιν της Θείας Λειτουργίας εχρησιμοποιούμεν γλώσσαν της καθ ημέραν ζωής, τότε θα εγέννα αύτη εν τη ψυχή και τω νοί των παρευρισκομένων αντιδράσεις κατωτέρου επιπέδου, επιπέδου της φυσικής ημών υπάρξεως (επί του προκειμένου σημειούμεν ότι οι Σλαύοι, οίτινες κατά Πρόνοιαν Θεού παρέλαβον και χρησιμοποιούν επί αιώνας ευλογημένην γλώσσαν δια την λατρείαν, την Αγία Γραφήν και τας προσευχάς, ουδέποτε μετεχειρίσθησαν αυτήν δια τας κατωτέρας βιοτικάς ανάγκας, ουδέ εισέτι δια την εκκλησιαστικήν φιλολογίαν). Ο ανθρώπινος λόγος είναι εικών του Προαιωνίου Λόγου του Πατρός. «Τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν... Αυτός είπε και εγενήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν» (Ψαλμ. λβ΄ 6,9). Και ο ημέτερος λόγος κατέχει δημιουργικήν δύναμιν. «Ο λόγος του Θεού ημών μένει εις τον αιώνα» (Ης. μ΄ 8), και ο λόγος ημών φθάνει την αιωνιότητα, εάν ελέχθη εν ταις οδοίς του θελήματος Αυτού. Δια της επικλήσεως των Ονομάτων του Θεού τελούνται τα Μυστήρια της Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης και της μεταβολής του άρτου και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Κυρίου.
Οι λόγοι της Λειτουργίας, και εν γένι των προσευχών, δεν είναι μόνον ανθρώπινοι, αλλά και Άνωθεν δεδομένοι. Η εκκλησιαστική γλώσσα αναφέρεται εις την σφαίραν του Θείου Είναι. Οφείλει αύτη να εκφράζη την Αποκάλυψιν του Πνεύματος και τας εξ αυτής γεννωμένας νοεράς θεωρίας. Δια της «ακοής ρήματος Θεού» (Ρωμ. ι΄ 17) εμπνέεται ο άνθρωπος εις πίστιν, ήτις ενίκησε τον κόσμον» (Α΄ Ιωαν. ε΄ 4, πρβλ. Α΄ Θεσσ. β΄ 13).

ΚΛΑΟΥΣ ΚΕΝΕΘ-ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ

Η ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΛΑΟΥΣ ΚΕΝΕΘ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ

Βιβλιοκριτική
Πρεσβυτέρου π. Σταύρου Τρικαλιώτη


῞Οταν διαβάζεις κάποιο βιβλίο, στό τέλος ἀναρωτιέσαι: καί τώρα τί μοῦ ἔμεινε, τί ἀποκόμισα; Τό ἴδιο ἐρώτημα ἔθεσα στόν ἑαυτό μου, ὅταν τό φετινό καλοκαίρι τέλειωσα τό πολυδιαφημιζόμενο βιβλίο τοῦ Κλάους Κένεθ: «Χιλιάδες μίλια πρός τόν δρόμο τῆς καρδιᾶς. ᾿Από τό σκοτάδι τοῦ μίσους στόν Γέροντα Σωφρόνιο» (ἐκδ. ᾿Εν πλῷ, ᾿Αθήνα 2009). ῾Η ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτό τό βιβλίο μέ προβλημάτισε πολύ καί μοῦ γέννησε ὁρισμένα ἐρωτηματικά, τά ὁποῖα θεώρησα σκόπιμο νά θέσω στήν κρίση τοῦ ὀρθόδοξου ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ, μιά καί σέ αὐτό κυρίως ἀπευθύνεται ἡ μετάφρασή του στά ἑλληνικά.
῾Ο συγγραφέας τοῦ βιβλίου Κλάους Κένεθ γράφει χαρακτηριστικά ὁλοκληρώνοντας τό βιβλίο του: «Σκοπός τοῦ παρόντος βιβλίου εἶναι νά ἀποτελέσει μιά μαρτυρία γιά τό ὅτι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων μας καί ἡ ἐσωτερική μας ἀναγέννηση θά εἶναι πράγματα ἐφικτά, παντοῦ καί πάντα, ὅσο ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος θά συγκινεῖ τήν καρδιά μας (...)» (σ. 412) . Δέν εἶμαι σίγουρος ἄν τό βιβλίο αὐτό ἐπιτυγχάνει τό σκοπό του. ῾Υπάρχουν πολλά σημεῖα στά ὁποῖα «μπάζει» νερά, σημεῖα τά ὁποῖα χρήζουν μεγάλης προσοχῆς, διασαφηνίσεως καί ἑρμηνείας. ῾Υπάρχουν ὅμως καί πολύ καλές καί δυνατές σελίδες, πού ἀποπνέουν τό ἄρωμα τῆς εἰλικρινοῦς ἐξομολογήσεως τοῦ συγγραφέα, καθώς καί ἀξιόλογες πληροφορίες πού θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιηθοῦν στόν ἀπολογητικό τομέα τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῞Ομως, ὅταν ἕνα ὄμορφο πλοῖο ἀρχίζει νά «μπάζει νερά», δέν θά κοιτάζουμε τήν πολυτέλεια καί τίς ἀνέσεις πού ἔχει, ἀλλά τό πῶς θά κλείσουμε τίς τρύπες εἰσόδου τῶν θαλασσίων ὑδάτων, εἰδάλλως ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά καταποντιστοῦμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τό ὄμορφο πλοῖο. Καί ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ὁρισμένες τρύπες σ᾿ αὐτό τό βιβλίο πού πρέπει νά τίς ἐξετάσουμε μέ τή δέουσα προσοχή. Πρoτοῦ ὅμως ξεκινήσουμε, θεωρήσαμε σκόπιμο νά δώσουμε ὁρισμένες πληροφορίες γιά τόν συγγραφέα καί τή ζωή του.
῾Η ζωή τοῦ Κλάους Κένεθ (ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς:Κλ. Κ.) εἶναι ὄντως περιπετειώδης. ᾿Από τή γέννησή του (1945) ἕως τό 1983 πού γνώρισε τόν μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο, ἡ ζωή του χαρακτηρίζεται ἀπό ἔντονες πνευματικές διακυμάνσεις.
᾿Από τήν παιδική του ἡλικία τόν στιγματίζουν οἱ κακουχίες καί ἠ γονεϊκή ἐγκατάλειψη. Σέ νεαρή ἡλικία κακοποιεῖται σεξουαλικά ἀπό ἕναν καθολικό ἱερέα, γεγονός πού τόν κάνει νά ἀποστραφεῖ τόν Χριστιανισμό. Στά ἐφηβικά του χρόνια ἐξωθεῖται σέ ἀντικοινωνικές καί ἀναρχικές συμπεριφορές πού ἔχουν ὡς συνέπεια τίς συχνές καταδίκες καί φυλακίσεις του. ᾿Αργότερα ὡς νέος ἐγκαταλείπει τίς Πανεπιστημιακές του σπουδές καί γιά ἑπτά χρόνια (1967-1973) βυθίζεται στόν κόσμο τῶν ναρκωτικῶν .
᾿Αργότερα, τόν βρίσκουμε νά περιπλανιέται σ᾿ ὁλόκληρο τόν ἀνατολικό κόσμο ἀναζητώντας τήν ἀλήθεια καί –κυρίως- τή δύναμη νά ἐξουσιάζει τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους μισεῖ ὁλοένα καί περισσότερο. Στήν ἀναζήτησή του αὐτή περνάει ἀπό ὅλες τίς μεγάλες θρησκεῖες (᾿Ισλαμισμό, ᾿Ινδουϊσμό, Βουδισμό). ᾿Αργότερα τόν βρίσκουμε μπλεγμένο στά γρανάζια τοῦ λατινοαμερικάνικου ἀποκρυφισμοῦ καί τή μαγεία. Στήν Κολομβία γλιτώνει ἀπό βέβαιο θάνατο.
Στά τριάντα ἕξι του χρόνια ἐπιστρέφει στήν Εὐρώπη, ὁλοκληρώνει τίς σπουδές του καί διορίζεται ὡς καθηγητής σέ σχολεῖο. ῎Ερχεται σέ ἐπαφή μέ τόν Προτεσταντικό χῶρο καί τίς ποικίλες παραφυάδες του καί σιγά σιγά μεταστρέφεται στόν Χριστιανισμό.
῾Ως ὀρθόδοξος δίνει τή μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ μέ ὅποιον τρόπο νομίζει πιό πρόσφορο. Μέ εὐλογία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Σωφρονίου μεταφράζει στά γερμανικά τό ἔργο του: «῾Η ζωή του ζωή μου». Περιοδεύει τήν Εὐρώπη καί ὁμιλεῖ γιά τήν ᾿Ορθοδοξία μέ βάση τήν προσωπική του πορεία καί μεταστροφή. ᾿Αναπτύσσει ἔντονη φιλανθρωπική δράση στή Σερβία καί τήν ᾿Αφρική. Τό βιβλίο πού ἐξετάζουμε ἔχει μεταφραστεῖ σέ ἑπτά γλῶσσες καί ἀποτελεῖ μιά «μυθιστορηματική βιογραφία» τοῦ Κλ. Κ.
῾Ο Κλ. Κ. γιά ἕνα μεγάλο διάστημα τῆς ζωῆς του ἐξ αἰτίας τῶν τραυματικῶν ἐμπειριῶν πού εἶχε ἀποκομίσει ἀπό τόν καθολικισμό, κλείνει ἑρμητικά τήν πόρτα τῆς ψυχῆς του στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό: «Δυστυχῶς, ἐξαιτίας τῶν μεγάλων τραυμάτων πού εἶχα ὑποστεῖ, ὅταν ἤμουν παιδί, δέν μποροῦσα νά δῶ ὅ, τι εἶχε σχέση μέ τόν Χριστιανισμό. Στήν πραγματικότητα, ἐκεῖνο πού μέ ἐμπόδιζε νά πλησιάσω τήν ”κοινότητα„ ἀπό τήν ὁποία εἶχα ξεμακρύνει, ἦταν -ὅπως πάντα- ἡ φανερή ὑποκρισία τῶν κατ᾿ ὄνομα μόνο χριστιανῶν» (σ. 158). ῾Επομένως, Κλ. Κ. εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀπογοητευμένου ἀπό τά τυπικά σχήματα καί τήν θρησκευτική ὑποκρισία χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος σάν τό διψασμένο ἐλάφι ἀναζητᾶ νά ξεδιψάσει τήν πνευματική του δίψα σέ χώρους «ἀλλοτρίους», οἱ ὁποῖοι ἀρχικά τοῦ δίνουν τήν ἐντύπωση ὅτι θά τοῦ προσφέρουν τόν «παράδεισο». Δέν θά ἀργήσει ὅμως σιγά σιγά νά συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ ξένη χώρα μόνο ξυλοκέρατα θά εἶχε νά τοῦ προσφέρει καί μιά ψευδαίσθηση τοῦ ἀληθινοῦ παραδείσου: «Οἱ περιπετειώδεις σκηνές πού ζοῦσα στή ζούγκλα τῆς Μαλαισίας, παλεύοντας μέ σκορπιούς, πιθήκους καί φίδια, ἐναλλάσσονταν πλέον μέ αὐτές τῆς ἐσωτερικῆς μου ζούγκλας, ὅπου συνωστίζονταν δαίμονες, πνεύματα καί ὀχιές» (σ. 116). ῾Η πολυπόθητη, ὅμως, ἐσωτερική γαλήνη καί ἐλευθερία ἦταν ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο.
῾Ο Κλ. Κ. περιγράφει μιά ἀνεξήγητη προσωπική του ἐμπειρία, πού ἐμπεριέχει πολλά στοιχεῖα ἀντιφάσεως. Καταρχάς μᾶς μιλάει γιά μιά ἐπισκεψη τῆς χάρης, ἐνῶ βρισκόταν σέ μιά κατάσταση ἀφόρητου πόνου ζώντας μέσα σ᾿ ἕνα βουδιστικό μοναστήρι: «...ἦρθε ξαφνικά ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἄγνωστος γιά μένα, ἀλλά φιλεύσπλαγχνος Κύριος, θέλησε νά ἀποκαλύψει τό πρόσωπό Του σέ ἐμένα, τό πολύπαθο παιδί του, γι᾿ αὐτό καί ἐπέτρεψε νά βρεθῶ ἐνώπιον καταστάσεων μέσα ἀπό τίς ὁποῖες μποροῦσε νά μοῦ ἀποκαλυφθεῖ κατά ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο» (σ. 138). Παρακάτω ἐξηγεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἐπίσκεψη τῆς χάρης ἦταν μία μικρή Καινή Διαθήκη πού βρέθηκε μέσα στήν τσέπη του καί μία περικοπή σχετικά μέ τή μοιχαλίδα πού συγχώρεσε ὁ Κύριος.
Παρά τῆς ἐπίσκεψη τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ ἀδυνατεῖ, ὅπως ὁμολογεῖ, νά βγεῖ ἀπό τό ἀδιέξοδό του καί τίς τραυματικές του ἐμπειρίες: « ῏Ηταν ἀπίστευτο πού ἡ βοήθεια μοῦ δόθηκε τή στιγμή ἀκριβῶς πού τή χρειαζόμουν. Πάντως συνέχιζα νά εἶμαι παγιδευμένος τόσο στή ζούγκλα τῶν βασάνων μου ὅσο καί σέ αὐτή τῆς Ταϋλάνδης, καί κάτι τέτοιο δέν μέ ἄφηνε νά δῶ τόν ”χριστιανισμό„ ὡς μιά πραγματική ἐναλλακτική ὁδό. Μά πῶς νά ξεχάσω τά ἑπτά χρόνια πού πέρασα κοντά σέ αὐτόν τόν κατ᾿ ὄνομα μόνο ἱερέα...» (σ. 141). Φαίνεται πώς ἡ ἐπίσκεψη τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν τόσο δραστική καί γι᾿ αὐτό ἐπιδόθηκε μέ περισσότερο ζῆλο στόν διαλογισμό καί ἔφτασε μάλιστα σέ ἐπίπεδο τελειότητας μέ ἁπτά ἀποτελέσματα: ἔβγαινε ἀπό τό σῶμα του καί βίωνε παρόμοιες καταστάσεις πού περιγράφουν οἱ κλινικά νεκροί! (σ. 141, 142). Αὐτή τήν ἐμπειρία του τήν χαρακτηρίζει ὡς «φωτεινή πλευρά τοῦ διαλογισμοῦ». Παρακάτω ὅμως μᾶς ἀποκαλύπτει: «ὑπῆρχε ὅμως καί ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ νομίσματος: τώρα πιά μοῦ ἐμφανίζονταν δαίμονες, μέ τίς πιό ἀποκρουστικές μορφές, ἀλλά τό πιό τρομακτικό ἦταν ὅτι μποροῦσα νά τούς βλέπω κανονικά, μέ τά ἴδια μου τά μάτια, ὡς εἰκόνες πού σχηματίζονταν ἀπό ἀκτῖνες λέιζερ» (σ. 143).
Σέ πολλά σημεῖα περιγράφει τήν κόλαση πού βιώνει. Δέν εἶναι σίγουρος γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. ῎Οντας στή Βολιβία καί περνώντας δύσκολες καταστάσεις θά ἀναφωνήσει: «Δέν εἶχα καμία ἐπιθυμία νά συνεχίσω νά ζῶ μέσα στήν ἄγνοια. Μιά δυνατή φωνή βγῆκε ἀπό τά βάθη τῆς χαμένης καρδιᾶς μου: ”Θεέ μου, ἄν ὑπάρχεις, ἔλα καί σῶσε με τώρα„» (σ. 183). ῎Εχει ἀρχίσει νά συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι ἐγκλωβισμένος ἀπό ἰσχυρές σκοτεινές δυνάμεις, ἀπό τίς ὁποῖες καί προσπαθεῖ νά ἀπελευθερωθεῖ (σ. 189, 190).
Κατόπιν γνωρίζει τόν προτεσταντικό χῶρο καί ἀρχίζει νά ἐξηγεῖ διάφορα περιστατικά πού τοῦ συμβαίνουν στή ζωή του ὡς θαύματα καί νά βλέπει πίσω ἀπό αὐτά τό προστατευτικό χέρι τοῦ Θεοῦ. ᾿Αργότερα, κατά προτροπή κάποιας φίλης του, θά γνωρίσει ἕναν προτεστάντη πάστορα, τόν Μόρις, ὁ ὁποῖος θά τόν πείσει ὅτι ἔχει δώσει δικαιώματα στόν διάβολο καί θά τοῦ κάνει μάλιστα καί δύο ἐξορκισμούς. ῾Ο πρῶτος δέν ἔπιασε, ὁ δεύτερος ὅμως ἔπιασε γιά τά καλά. ῾Ο προτεστάντης πάστορας ἀποφάνθηκε: «Τώρα πιά πρέπει νά νιώθεις πολύ ἀσφαλής. Εἶσαι πλέον σέ θέση νά ἀκούσεις τόν Κύριο» (σ. 220). ᾿Ενῶ δέχεται νά τόν ἐξορκίσουν, ἀργότερα θά ὁμολογήσει: «Δέν εἶμαι χριστιανός. Δέν ἀνήκω στήν ὁμάδα σας (ἐνν. κάποια προτεσταντική παραφυάδα)» (σ. 221). Παντοῦ τό μπέρδεμα. Φάσκει καί ἀντιφάσκει. Συνεχῶς ἀναζητεῖ καί διαφορετικές θρησκευτικές ἐμπειρίες. Στή συνέχεια τόν βρίσκουμε νά ἔχει χωθεῖ γιά τά καλά στόν Προτεσταντισμό. ῾Ο Μόρις (ὁ προτεστάντης πάστορας) «ὕψωσε τά χέρια του πρός τόν οὐρανό καί φώναξε δυνατά καί μέ θαυμαστή συγκίνηση, ”᾿Αλληλούια! ῾Ο Κλάους τά κατάφερε! Δοξάστε τόν Κύριο!» (σ.243) (!!!). (τά πρόσθετα θαυμαστικά δικά μας).
Κατόπιν κοινωνεῖ κατά τό προτεσταντικό τυπικό καί στό τέλος διαπιστώνει: «᾿Επιτέλους, πορευόμουν τόν δρόμο πού ὁδηγοῦσε στόν παράδεισο. Καί ναί, διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ, μπόρεσα καί νίκησα τόν φόβο τοῦ θανάτου! ῾Ο Χριστός εἶχε νικήσει τόν θάνατο. Μιά ζωή αὐτό δέν προσπαθοῦσα νά πετύχω;» (σ. 244). ῾Ο ἀναγνώστης διαβάζοντας αὐτές τίς γραμμές ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι ὁ προτεσταντικός χῶρος δέν εἶναι καί τόσο ἀπορριπτέος, ὅσο θέλουν νά τόν παρουσιάζουν μερικοί, ὅτι καί ἐκεῖ ἐνεργεῖ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. ῞Οταν μάλιστα ὁ Κλ. Κ. φαίνεται σέ πολλά σημεῖα νά ὁμιλεῖ μέ τόν Χριστό κι ἐκεῖνος πολύ φυσικά νά τοῦ ἀπαντᾶ καί νά τόν καθοδηγεῖ, ἡ παραπάνω διαπίστωση γίνεται πιό πιστευτή. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι σχεδόν τό μισό βιβλίο ἀναφέρεται στίς περιπλάνησή του σέ ἐξωχριστιανικές θρησκεῖες, τό ἄλλο μισό στήν θητεία του στόν προτεσταντικό χῶρο καί μόλις λίγες σελίδες στό τέλος στήν γνωριμία του μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο καί τή μεταστροφή του στήν ᾿Ορθοδοξία. Κι ἀναρωτιέται κανείς: γιατί νά χυθεῖ τόσο μελάνι στήν περιγραφή μιᾶς περιπέτειας; Πολλές φορές νιώθεις ὅτι ὁ Κλ. Κ. δέν παίρνει θέση περιγράφοντας τίς διάφορες πνευματικές του περιπέτειες. Δέν ἔχει ἐξ ἀρχῆς ἕνα κριτικό πνεῦμα ἔναντι τῶν αἱρέσεων στίς ὁποῖες εἶχε μπλεχτεῖ. Διαφαίνεται μιά συμπάθεια καί ἕνα πνεῦμα ἀνοχῆς, ἰδίως στούς Προτεστάντες. Μόνο πρός τό τέλος κάνει μιά κριτική ἀναθεώρηση καί φαίνεται νά ἀποστασιοποιεῖται.
᾿Εδῶ θά ἤθελα νά κάνω μιά παρέκβαση καί νά θυμίσω σέ ὅλους μας τόν μεγάλο κίνδυνο πού διατρέχουμε ὅλοι μας ἀπό τόν ἐπίβουλο τῆς σωτηρίας μας διάβολο, «τόν πλανῶντα τήν οἰκουμένην ὅλην», τοῦ ὁποίου τό τέλος προδιαγράφεται οἰκτρό, διότι θά βασανισθεῖ « ἡμέρας καὶ νυκτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (᾿Αποκ. κ΄, 10). Καί δέν μπορεῖ κάποιος νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι εἶναι ἀπρόσβλητος ἀπό τίς προσβολές τοῦ Βελίαρ, γιατί σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ» (Α΄ Κορ. ι΄, 12). ᾿Εξ ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας μᾶς ἔχει προειδοποιήσει: «πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες, ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσι» Ματθ. κδ΄, 5).
Βέβαια, ἔχουμε στήν ᾿Εκκλησία μας τήν κλήση τοῦ ᾿Απόστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου κατά τρόπο παράδοξο («κατ᾿ οἰκονομίαν τύφλωση») καί τό σωτηριῶδες ἐρώτημα πού τοῦ ἀπηύθυνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μετά : «Σαούλ, Σαούλ, τί με διώκεις». Καί ἡ κατάληξη τοῦ σωτηριώδους διαλόγου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ-Παύλου: «ἐγώ εἰμι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὃν σὺ διώκεις» (Πράξ. θ΄, 4-5· κβ΄, 7-8). ᾿Από ἐκεῖ κι ἔπειτα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος βαπτίζεται, γίνεται ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ὅλη του ἡ καρδιά ἐλευθερώνεται ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας (Ρωμ. α΄, 2). Οἱ μετέπειτα πνευματικές του ἐμπειρίες εἶναι γνήσιες καί ἡ σχέση του μέ τόν Χριστό γίνεται πάντοτε ἐν ἁγίῳ Πνεύματι: «Οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριος ᾿Ιησοῦς εἰ μὴ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Α΄ Κορ. ιβ΄, 3).
Δέν μποροῦμε νά ἰσχυρισθοῦμε ὅμως ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἐπιστρέφουν στόν Χριστό ἔχουν ἑκατό τοῖς ἑκατό γνήσιες πνευματικές ἐμπειρίες. ῾Ο κίνδυνος τῆς πλάνης ἐλλοχεύει πάντοτε. Γι᾿ αὐτό ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς νηπτικῆς ἐργασίας Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἐπισημαίνει τούς κινδύνους τῆς πλάνης κατά τό ἔργο τῆς προσευχῆς: «Πρόσεχε οὖν ἀκριβῶς, Θεοῦ ἐραστά, ἐν γνώσει (=μέ ἀκρίβεια καί γνώση)· ἐπὰν ἐργαζόμενος τὸ ἔργον (ἐνν. τό δύσκολο πνευματικό ἔργο τῆς προσευχῆς), ἴδῃς φῶς ἤ πῦρ ἔξωθεν ἤ ἔσωθεν, ἤ σχῆμα δῆθεν Χριστοῦ ἤ ῎Αγγέλου ἤ ἑτέρου τινός, μὴ παραδέξῃ αὐτό, ἵνα μὴ βλάβην ὑποστῇς· μηδὲ σὺ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ εἰκονικῶς προσέχων (=μῆτε ἐσύ ὁ ἴδιος προσέχοντας τίς εἰκόνες αὐτές), ἐάσῃς τὸν νοῦν ἐκτυποῦν τοιαῦτα (=ἀφήσεις τόν νοῦ σου νά τίς ἀποτυπώνει). Πάντα γὰρ ταῦτα ἔξωθεν ἀκαίρως μετασχηματιζόμενα, πρὸς τὸ πλανῆσαι τὴν ψυχὴν γίνονται» (Φιλοκαλία, τ. Δ΄, σελ. 76, ἔκδ. ᾿Αστέρος).
῎Ας σημειωθεῖ ὅτι οἱ προτροπές αὐτές τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου γίνονται πρός βαπτισμένους ὀρθοδόξους χριστιανούς, ἀνθρώπους δηλ. πού ἔχουν ἀναγεννηθεῖ μέ τό θεῖο βάπτισμα. Πόσο μᾶλλον ἰσχύουν γιά ἀνθρώπους πού βυθίζονται στή θάλασσα τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί σέ ἀμφισβητούμενες ἐμπειρίες τοῦ χώρου αὐτοῦ. Πῶς, λοιπόν, μποροῦμε νά δεχτοῦμε ἀβασάνιστα ὅσα μᾶς λέει παρακάτω ὁ Κλ. Κ. ὅταν ἤθελε νά κοινωνήσει ἀπό τούς Προτεστάντες καί δέν ἤξερε ἄν τόν ἤθελε πραγματικά ὁ Χριστός; Μᾶς λέει λοιπόν: «Κι ἐπειδή τό δίλημμα αὐτό μονοπωλοῦσε τίς σκέψεις μου, ἔγειρα αὐθόρμητα τό κεφάλι ἐμπρός καί ἔκλεισα τά μάτια ὥστε τίποτα νά μήν ἀποσπᾶ τήν προσοχή μου. Τότε Τόν ρώτησα: ”Χριστέ, θές νά ᾿ ρθω;„ Μέσα σέ κλάσματα δευτερολέπτου, σάν νά περίμενε ἀπό καιρό τή στιγμή αὐτή, ἔδωσε τό ”παρών„ καί μοῦ μίλησε! ῎Οχι, δέν ἤταν προϊόν τῶν σκέψεών μου, γιατί Τόν ἄκουσα νά λέει δυνατά καί καθαρά: ”Ναί, ἔλα! Σοῦ ἔχω δώσει ἄφεση ἁμαρτιῶν„» (σ. 227, 228). ᾿Εμεῖς τώρα, πρέπει νά πιστέψουμε τόν Κλ. Κ. ὅτι αὐτά δέν εἶναι προϊόντα τῶν σκέψεών του, γιατί ἄκουσε τόν Χριστό νά τοῦ μιλάει δυνατά καί καθαρά! Θά μπορούσαμε, πράγματι, νά εἴμαστε πιό καλοδιάθετοι καί πιό δεκτικοί στίς «ἀποκαλύψεις» τοῦ Κλ. Κ., ἄν δέν ὑπῆρχε κι αὐτή ἡ μυστηριώδης ὁραματίστρια ἡ κυρία Γκροζάν «πού ἔμενε στή Λωζάνη καί ἦταν πολύ γνωστή γιά τό χάρισμα πού εἶχε νά βλέπει ὁράματα, τά ὁποῖα πάντα ἐπαληθεύονταν» ! (σελ. 245) ῎Ετσι, λοιπόν, ἡ περίφημη αὐτή κυρία Γκροζάν εἶπε τά ἑξῆς ἀποκαλυπτικά στόν Κλ. Κ. : «Τή στιγμή ἀκριβῶς πού μοῦ δίνατε τό δισκοπότηρο μέ τόν οἶνο, εἶδα ἕνα ὅραμα: Οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν διάπλατα. Ο οὐράνιοι οἰκοδεσπότες ἀνήγγελλαν μιά πολύ μεγάλη νίκη καί οἱ ἄγγελοι ἔψαλλαν ἕνα θεσπέσιο ὕμνο» (σ. 244). ῾Ο Κλ. Κ. κοίταξε τή συγκινημένη καί δακρυσμένη κυρία καί μέ δάκρυα στά μάτια τῆς ἀπάντησε: «Νομίζω πώς μόλις... ἔγινα χριστιανός...» (σ. 245). Πολλά δάκρυα, πολλή συγκίνηση, πολύς συναισθηματισμός! Ποῦ, ὅμως, βρίσκεται ἡ ἀλήθεια; Θά δεχθοῦμε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ αὐτές τίς θρησκευτικές ἐμπειρίες ἤ θά ἀκούσουμε τόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τόν Χρυσόστομο πού μᾶς διδάσκει: «ποικίλον καί πολυειδὲς καὶ συγκεχυμένον ἡ πλάνη, ἡ δὲ ἀλήθεια μία» (Ε.Π.Ε. 16Β, 386). ᾿Αλλά μήπως καί στόν ὀρθόδοξο χῶρο δέν ἔχουμε τίς λεγόμενες «φωτισμένες», πού βλέπουν μέ πολλή ἄνεση τόν Χριστό, τήν Παναγία, τούς ᾿Αγγέλους, πού φορᾶνε κάτι ὅμοιόμορφες μαντῆλες καί κρατοῦν σφικτά στά χέρια τους ἕναν ξύλινο σταυρό; ῾Η ᾿Εκκλησία μας εἶναι πολύ ἐπιφυλακτική σέ τέτοιου εἴδους καταστάσεις καί μᾶς κρούει τήν κώδωνα τοῦ κινδύνου: Προσοχή! Προσοχή! Προσοχή! ᾿Ιδίως ἄτομα πού ἔχουν περάσει «πολλά στή ζωή τους», γίνονται εὔκολη λεία στά χέρια τοῦ ἀρχεκάκου. ῾Η ῾Αγία Γραφή μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι ὁ σατανᾶς «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός»! (Β΄ Κορ. ια΄, 14).
Εἶναι ἀρκετά πράγματα πού μᾶς παραξένεψαν κατά τήν ἀνάγνωση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, τά ὁποῖα καί θά παραλείψω. ῞Ενα τελευταῖο καί ἐνδεικτικό εἶναι ὁ θαυμασμός καί ἀποδοχή πού δείχνει ὁ Κλ. Κ. στό πρόσωπο τῆς Μητέρας Τερέζας, τήν ὁποία καί εἶχε γνωρίσει προσωπικῶς. Γιά ὅσους δέν θυμοῦνται τά περί τῆς Μητέρας Τερέζας νά ποῦμε ὅτι ἦταν καθολική μοναχή, ἱδρύτρια μοναχικοῦ τάγματος καί ὅτι τό 1979 βραβεύτηκε μέ τό Νόμπελ εἰρήνης γιά τή φιλανθρωπική καί εἰρηνευτική της δραστηριότητα. Πέθανε σέ ἡλικία 87 ἐτῶν τό 1987, ἀλλά ὁ Πάπας ᾿Ιωάννης Παῦλος ὁ Β΄ δέν ἔχασε τήν χρυσή εὐκαιρία γιά προβολή τοῦ Καθολικισμοῦ καί τό 2003 τήν ἀνεκήρυξε σέ ὁσία. ῞Οπως μᾶς πληροφοροῦν τά ΜΜΕ : «Προσκυνητές ἀπό κάθε γωνιά τοῦ κόσμου κατέφθασαν στή Ρώμη γιά νά τιμήσουν τή μνήμη τῆς μοναχῆς πού ἀφιέρωσε τή ζωή της στούς φτωχούς, τούς ἄστεγους καί τούς ἄρρωστους τῆς Καλκούτας» (πηγή: διαδίκτυο BBC.GREEK.com).
῾Ο Κλ. Κ. μᾶς λέγει πώς ἡ Μητέρα Τερέζα τόση μεγάλη ἐπιρροή εἶχε πάνω του πού τόν ἔκανε νά κλάψει ὕστερα ἀπό εἴκοσι χρόνια. (σ. 29). Μάλιστα στό βιβλίο του τῆς ἀφιερώνει ὁλόκληρο κεφάλαιο (σ. 95-107). ῎Οντας σέ κατάσταση ἔντονου ψυχικοῦ φόρτου καί ἀμετρήτων δακρύων, ὁ Κλ. Κ. θά μᾶς πεῖ περί τῆς Μητέρας Τερέζας: «ἡ ψυχή τῆς Μητέρας Τερέζας ἀνέδιδε τόση ἀγάπη καί ζεστασιά πού οἱ πάγοι τῆς καρδιᾶς μου ἔλιωσαν. Μιά καρδιά πού ἐδῶ καί τόσο καιρό ἦταν ἀπό πέτρα μεταμορφώθηκε ἀμέσως σέ ἀνθρώπινη καρδιά. ῾Η Μητέρα Τερέζα στεκόταν σάν ἀληθινή μητέρα στούς φτωχούς, ἕνας ἀπό τούς ὁποίους ἤμουν κι ἐγώ. ῏Ηταν ἡ μητέρα μου. Ποτέ μου δέν εἶχα ἀληθινή Μητέρα, ἐνῶ αὐτή ἦταν μιά μοναδική γυναίκα, μιά μητέρα γιά μένα, τόν φτωχότερο τῶν φτωχῶν τῆς Καλκούτας» (σ. 102, 103).
῞Οσο κι ἄν μᾶς εἶναι συμπαθής ὁ Κλ. Κ. γιά τήν ὁμολογουμένως ἐξομολογητική του διάθεση, δέν μποροῦμε νά μήν παρατηρήσουμε τόν ἐντονότατο συναισθηματισμό πού ἐκπέμπουν τά βιώματά του, ἕναν συναισθηματισμό πού μπορεῖ νά ἀποβεῖ ἀνασταλτικός σέ μιά νηφάλια καί λογική ἐξέταση τῶν ἐσωτερικῶν του καταστάσεων. Πάλι ἡ Μητέρα Τερέζα φαίνεται νά τόν ἔχει θαμπώσει: «Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ δύναμη τῶν λόγων της, ἀλλά καί τόσο πολύ ξαφνιάστηκα μέ τήν ἁπλότητά της, πού ἄλλαξε ριζικά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἔβλεπα τά πράγματα» (σ. 104). Βέβαια, ὁ Κλ. Κ. βρισκόταν τότε σέ μία φάση ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας καί δικαιολογοῦνται ἴσως κάποιες ὑπερβολικές ἐκφράσεις του, ὅπως οἱ παραπάνω. ῞Ομως, ἄν καί τό βιβλίο γράφτηκε ἐκ τῶν ὑστέρων, δέν βλέπουμε σέ κανένα σημεῖο νά ἀπομυθοποιεῖται -ἀπό ἕνα ὀρθόδοξο πλέον- τό πρότυπο τῆς Μητέρας Τερέζας. Παντοῦ θαυμασμός, θαυμασμός, θαυμασμός!
Σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο ἡ Μητέρα Τερέζα κάνει στόν Κλ. Κ. μαθήματα θρησκευτικῆς χειρομαντείας!: «῞Ενα πρωΐ μοῦ εἶπε: ”᾿Ελα ἐδῶ„ καί μοῦ ἔπιασε τό χέρι ἀνοίγοντας τήν παλάμη μου. ”Κοίτα ἐδῶ... Στό μέσο τῆς παλάμης κάθε ἀνθρώπου ὑπάρχει ἕνα κεφαλαῖο Μ, πού σχηματίζεται ἀπό τίς γραμμές τοῦ χεριοῦ του· νά λές πώς ἡ Παρθένος Μαρία, ἡ μεγάλη Προστάτισσα, χάραξε αὐτό τό γράμμα, γιά νά μήν ξεχνᾶς πώς εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ πού μεσιτεύει γιά μᾶς στόν Υἱό της. ῞Αμα ἔχεις δυσκολίες ἤ κάτι δέν πάει καλά, ἄνοιξε τήν παλάμη σου καί ζήτα τή βοήθεια τῆς Παναγίας. Θά τρέξει κοντά σου νά σέ προστατεύσει„» (σ. 105). Δέν νομίζω πώς χρειάζεται νά ἀνοίξουμε τό χέρι μας καί νά δοῦμε τίς γραμμές τῆς παλάμης μας γιά νά σπεύσει ἡ Παναγία μας σέ βοήθεια. Κάτι τέτοιες ἑρμηνεῖες ἀγγίζουν τά ὅρια τοῦ κωμικοῦ. ῾Η Παναγία Μητέρα μας μέ μιά ἁπλῆ ἐκ βάθους καρδίας ἐπίκλησή της εἶναι πραγματικά κοντά μας.
῾Ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ ῎Εσσεξ, ἄν καί ἀρχικά τοῦ ἔδειξε μιά πατρική συμπάθεια γιά τόν ὁμολογουμένως ἀξιέπαινο ἀγώνα πού ἔκανε νά ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπό τά δίκτυα τοῦ μισοκάλου, ἐν τούτοις δέν φάνηκε διατεθειμένος νά τόν δεχθεῖ ἀμέσως στούς κόλπους τῆς ὀρθόδοξης ᾿Εκκλησίας, προφανῶς γιά νά τόν δοκιμάσει καί νά τόν ὁδηγήσει σταδιακά σέ ἐπίπεδο ὡριμότητας τέτοιο, ὥστε ἕτοιμος καί «κατηχημένος» νά δεχτεῖ τό ὀρθόδοξο βάπτισμα: «Πάντως, ὅταν βρισκόμουν μαζί του (ἔνν. μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο), ἔνιωθα κάτι τό ἀνείπωτο, ἕνα μυστήριο -ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη κρυβόταν πίσω ἀπό τό χιοῦμορ του. Ὅταν γελοῦσε-καί αὐτό συνέβαινε συχνά ὅταν ἤμασταν μαζί- τρανταζόταν ὁλόκληρος καί νόμιζες πώς τόν σήκωνε ψηλά ἕνα σύννεφο. ῾Ωστόσο, ἀκόμα δέν ἦταν πρόθυμος νά μέ δεχτεῖ στούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας του. ῎Ετσι, γιά ἄλλη μιά φορά μοῦ εἶπε νά γυρίσω πίσω» (σ. 397).
᾿Αργότερα ἡ πορεία του πρός τήν ᾿Ορθοδοξία εἶναι ὄντως ἐπαινετή. ᾿Εφάρμοσε ὅσα τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας σχετικά μέ τή νοερά προσευχή: «Κλάους, σοῦ συνιστῶ νά κάνεις νοερά προσευχή. Τά λόγια εἶναι: ”Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλό» „ ῎Αν λές τακτικά αὐτήν τήν ”προσευχή τῆς καρδιᾶς„, θά δεῖς τήν καλή ἀλλοίωση πού θά σοῦ χαρίσει ὁ Κύριος». (σ. 397). ῾Η κατοπινή του πορεία εἶναι ἀξιοπαρατήρητη: «Χάρη στήν καρδιακή προσευχή πολλά πράγματα ἄλλαξαν σύν τῷ χρόνῳ. Μπόρεσα νά περάσω ἀπό τό γάλα στή στερεά τροφή μέσω τῆς συνεχοῦς προσπάθειας καί τῆς πειθαρχίας» (σ. (401). Πράγματι, ἡ φωτεινή προσωπικότητα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Σωφρονίου φαίνεται ὅτι ἐξάσκησε μιά εὐεργετική ἐπίδραση στήν πνευματική ζωή τοῦ Κλ. Κ. Γι᾿ αὐτό κι ὁ ἴδιος θά ὁμολογήσει στόν ἐπίλογο τοῦ βιβλίου: «῾Ο χριστιανικός δρόμος μοιάζει συχνά νά εἶναι ἀδιάβατος, ἀλλά ὅπως ἔδειξα καί στό ἀνά χείρας βιβλίο, δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐναλλακτική ὁδός ἀπό αὐτήν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» (σ. 418).
Πάντως, τό βιβλίο αὐτό, ἄν διαβαστεῖ ἀπό κάποιον, θά πρέπει νά διαβαστεῖ μέ ἐπιφύλαξη καί προσοχή, ἰδίως στά σημεῖα ὅπου ἐπικεντρώσαμε τήν κριτική μας. ᾿Ασφαλῶς δέν εἶναι ἕνα βιβλίο πού θά συστήναμε σέ ἐφήβους, στούς ὁποίους δέν ἔχουν κατασταλάξει πολλά στοιχεῖα σχετικά μέ τήν πίστη. ῾Υπάρχει ὁ κίνδυνος νά ὁδηγηθοῦν σέ κόσμους πού δέν θά μποροῦν νά τούς ἐλέγξουν. ᾿Ενθυμοῦμαι, ὅταν ἤμουν φοιτητής στή Θεολογική Σχολή, μοῦ εἶχε προταθεῖ νά κάνω κάποια ἐργασία στά πλαίσια θρησκειολογικοῦ μαθήματος στό βιβλίο: «῾Η αὐτοβιογραφία ἑνός Γιόγκι», ὅπου ἀπό ἕνα σύγχρονο γκουροῦ παρουσιαζόταν μέ κάθε λεπτομέρεια ἡ κοσμοαντίληψη τῆς Γιόγκα. ῞Οταν κατόπιν ρώτησα τόν μακαριστό καί πολύ ἀγάπητό μου πατέρα ᾿Αντώνιο ᾿Αλεβιζόπουλο γιά τό ἐγχείρημα αὐτό, ἐκεῖνος μέ ἀπέτρεψε, ἐπισημαίνοντάς μου παράλληλα τούς κινδύνους στούς ὁποίους θά μποροῦσα νά ἐμπλακῶ.
῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ιδ΄, 22). ῎Ας παρακαλέσουμε τόν φιλεύσπλαγχνο Πατέρα ὅλων μας, ὥστε ὅσες θλίψεις περάσουμε στή ζωή μας, νά μεταποιηθοῦν μέ τή χάρη Του σέ ἀληθινά ἐν Χριστῷ βιώματα, βιώματα πού θά μᾶς ὁδηγήσουν μέ ἀσφάλεια στό ἀκύμαντο λιμάνι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ (ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ)

Τῇ ΚΘ᾿ Μηνός ᾿Οκτωβρίου, μνήμη τῆς ἁγίας ἐνδόξου ὁσιοπαρθενομάρτυρος ᾿Αναστασίας τῆς Ρωμαίας.

῾Η ἁγία ᾿Αναστασία καταγόταν ἀπό τή μεγαλούπολη Ρώμη. Ζοῦσε στά χρόνια τοῦ βασιλέως Δεκίου καί τοῦ ἡγεμόνα Πρόβου κατά τό ἔτος 256 μ.Χ. Σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἐγκατέλειψε τή ματαιότητα τοῦ κόσμου καί μπῆκε σέ μοναστήρι. Κάτω ἀπό τήν ἄγρυπνη πνευματική καθοδήγηση τῆς πνευματικῆς της μητέρας Σοφίας μοναχῆς, προέκοπτε συνεχῶς στά παλαίσματα τῆς μοναχικῆς πολιτείας, καταισχύνοντας τόν ἀρχέκακο διάβολο.
Αὐτός ὑποκινεῖ δικούς του ἀνθρώπους νά ἀναγγείλουν στόν ἡγεμόνα πώς ἡ ᾿Αναστασία κηρύττει τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό καί Δημιουργό. Λίγο πρίν ὁδηγηθεῖ στό κριτήριο, ἡ ῾Αγία ἐνισχύεται πνευματικά ἀπό τή φωτισμένη διδασκαλία τῆς γερόντισσας Σοφίας πού τήν προτρέπει νά ὑπομείνει ὡς τό τέλος τό μαρτύριο μέ γενναιότητα.
Χαρούμενη ἡ ᾿Αναστασία ὁδηγεῖται στόν ἡγεμόνα, ὅπου ἐκπλήσσει τούς παρευρισκομένους μέ τήν ἀδαμάντινη σταθερότητά της: οὔτε οἱ κολακεῖες, οὔτε οἱ ἀπειλές τήν πτοοῦν. ῾Ομολογεῖ μέ παρρησία ὅτι γιά χάρι τοῦ ἀγαπημένου της ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕτοιμη νά ὑποστεῖ ὄχι μόνο πάνδεινα βασανιστήρια, ἀλλά καί μυρίους θανάτους.
῾Ο ἡγεμόνας προστάζει πρῶτα νά τή δείρουν ἀνελέητα στό πρόσωπο, ἔπειτα νά τήν γυμνώσουν τελείως, γιά νά ντροπιαστεῖ μπροστά σέ ὅλο τό θέατρο. ῞Υστερα τήν τεντώνουν πάνω σέ πασσάλους καταφλέγοντας τό στῆθος της, τήν κοιλιά καί τά σπλάγχνα μέ ἀναμμένη φωτιά, ἐνῶ συγχρόνως τήν χτυποῦν στήν πλάτη μέ ξύλα. ῾Η ἔνθερμη προσευχή τῆς ῾Αγίας σβήνει τή σφοδρότητα τῆς φωτιᾶς.
Στή συνέχεια τήν ὑποβάλλουν στό μαρτύριο τοῦ τροχοῦ, κατά τό ὁποῖο ὅλα τά κόκκαλα τῆς ἁγίας συντρίβονται. Μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου ὅμως, ἡ ῾Αγία θαυματουργικά βρίσκεται ὑγιής καί ὁλόσωμη, χωρίς ἴχνος πληγῆς στή σάρκα της.
Κρεμασμένη σέ ξύλο τήν καταξεσχίζουν μέ σιδερένια νύχια. Κατόπιν ὁ ἡγεμόνας προστάζει τιμωρία ὑπερβολικά ἐπώδυνη, νά τῆς κόψουν τούς μαστούς, ὅπου ἑδράζεται ἡ καρδιά. ᾿Αλλ᾿ ὁ θεῖος ἔρωτας τῆς νύμφης τοῦ Χριστοῦ κατανικᾶ καί αὐτό τό πάθος.
Στή συνέχεια τῆς ξερριζώνουν ὅλα τά δόντια καί τά νύχια. ᾿Εκείνη, σάν νά μήν αἰσθάνεται πόνο, εὐχαριστεῖ θερμά τόν Κύριο πού τήν ἀξιώνει νά συμμετέχει στά πάθη Του. Συγχρόνως βρίζει τούς ψεύτικους θεούς τοῦ τυράννου, πού ὀργισμένος διατάζει νά τῆς ξερριζώσουν καί τή γλῶσσα. Δίχως νά δειλιάσει ἡ ῾Αγία, ζητεῖ λίγη διορία γιά νά προσευχηθεῖ: εὐχαριστεῖ τόν Κύριο καί τόν παρακαλεῖ ὅσοι ἄρρωστοι τήν ἐπικαλεστοῦν σέ βοήθεια, νά τούς θεραπεύει ἀπό κάθε ἀρρώστια. ᾿Εκείνη τήν ὥρα ἀκούστηκε φωνή ἀπό τόν οὐρανό πού μαρτυροῦσε τήν πραγματοποίηση τοῦ αἰτήματός της.
῾Ο δήμιος ἐκτελεῖ τό πρόσταγμα καί τῆς κόβει μέ ξῖφος τή θεολογική γλῶσσα. ῎Επειτα ὁ Πρόβος διατάζει νά τήν ἀποκεφαλίσουν.
Τό λείψανο τῆς ῾Αγίας ριγμένο στό χῶμα γιά λίγες ἡμέρες, δέν τό ἄγγιξε πουλί ἤ θηρίο. Θεῖος ἄγγελος στάλθηκε ἀπό τούς οὐρανούς γιά νά τό παραδώσει στή διδασκάλισσά της Σοφία. ᾿Εκείνη καταφιλώντας το μέ δάκρυα, συλλογιζόταν πῶς μποροῦσε νά τό σηκώσει, ἀνήμπορη ἀπό τά γηρατειά. Τότε ξάφνου παρουσιάστηκαν δύο μεγαλοπρεπεῖς ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι σήκωσαν τό ἱερώτατο λέιψανο καί τό μετέφεραν μέσα στή Ρώμη καί τό ἀπέθεσαν στόν τάφο λαμπρά καί τιμητικά, πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ Πατρός καί Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, μετά τοῦ ὁποίου πρέπει τιμή καί κράτος καί πρός τό ῞Αγιον Πνεῦμα νῦν καί ἀεί κα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
Τά ἱερά λείψανα τῆς ῾Αγίας ᾿Αναστασίας φέρουν ἀκόμα δέρμα ἀπό τήν ῾Αγία, εὐωδιάζουν καί παραμένουν ἄφθαρτα. Φυλάσσονται στή ῾Ιερά Μονή ῾Οσίου Γρηγορίου ῾Αγίου ῎Ορους, ὅπου οἱ πατέρες ἔχουν τήν ῾Αγία "μεγαλύτερη ἀδελφή", στήριγμα, βοήθεια καί προστάτιδα.
᾿Αναρίθμητες εἶναι οἱ μαρτυρίες μοναχῶν ἀλλά καί ἁπλῶν πιστῶν γιά ἄμεσες θαυματουργικές καί σωτηριώδεις ἐπεμβάσεις τῆς ῾Αγίας, καί μάλιστα μέ μόνη τήν ἐπίκληση τοῦ σεπτοῦ ὀνόματός της: "῾Αγία ᾿Αναστασία, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν".

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑ;

᾿Απάντηση σέ ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης

Πρεσβυτέρου π. Σταύρου Τρικαλιώτη

ἐφημερίου ῾Ιεροῦ Ναοῦ ῾Αγίας Παρασκευῆς ᾿Αττικῆς

῞Οσα θά ἀκολουθήσουν, ἀποτελοῦν μιά ἀπάντηση στούς σεβαστούς ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης, πού ἔκαναν τόν κόπο νά μᾶς ἀπαντήσουν σέ δικό μας κείμενο. Γιά νά κατανοήσει κάποιος τή σύντομη ἀπάντηση πού ἀκολουθεῖ, καλό θά ἦταν νά ἔχει διαβάσει δύο κείμενα πού καταχωρήθηκαν στό διαδίκτυο μέ ἀφορμή μιά πιλοτική (;) ἐφαρμογή-εἰσαγωγή λειτουργικῶν μεταφράσεων (ἁγιογραφικῶν περικοπῶν καί εὐχῶν) στά ὅρια τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης. Τό πρῶτο κείμενο ἐπιγράφεται: « νομία τν λειτουργικν μεταφράσεων καί διαστροφή τς ρθοδόξου Λατρείας» τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. ᾿Ιωάννου Φωτοπούλου (δές διαδίκτυο: http://www.orthros.org/Greek/Keimena/K-MeletiosMetafraseis.htm), τό ὁποῖο κείμενο συνυπογράφουν δεκατρεῖς ἱερεῖς, μεταξύ τῶν ὁποίων κι ἐγώ. Τό δεύτερο κείμενο ἔρχεται ὡς ἀπάντηση στό παραπάνω κείμενο καί τιτλοφορεῖται μέ τόν εὐγενικό (!) τίτλο: «Τό ...πέμπτο Εὐαγγέλιο...῾Ο π. ᾿Ιωάννης Φωτόπουλος καί ἡ παρέα του!» (τό τελευταῖο θαυμαστικό εἶναι δικό τους) καί τό ὑπογράφουν ὀγδόντα ἑπτά ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης (δές διαδίκτυο: http://www.enoriako.info/50_eyaggelio o p Iwannis).

Κατ’ ἀρχήν τό κείμενο-ἀπάντηση τῶν ὀγδόντα ἑπτά κατά τά ἄλλα σεβαστῶν πατέρων ξεκινᾶ μέ ἕναν εἰρωνικό τίτλο! ῾Η εἰρωνική διάθεση διήκει καί ὅλο τό κείμενο. Κατόπιν μᾶς πληροφοροῦν πώς ὅ,τι γίνεται σήμερα στήν Πρέβεζα εἶναι «πρωτοβουλίες καί ἐνέργειες πού δέν προέρχονται ἀπαραιτήτως ἀπό τόν ἀρχιερέα τους (ἐνν. τόν Σεβασμιώτατο κ. Μελέτιο) ἀλλά ἀπό ἱερεῖς, μιᾶς περιοχῆς-ἐπισκοπῆς, ἁπλά καί αὐτονόητα». ῎Αν καί δέν διασαφηνίζεται πλήρως ἡ συμμετοχή ἤ μή τοῦ οἰκείου ποιμενάρχου στά ἐνδο-λειτουργικά δρώμενα, πληροφορούμαστε ὅτι οἱ ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης μποροῦν ἐλευθέρως νά τελοῦν τά ἱερά μυστήρια μέ μεταφράσεις δικῆς τους ἐμπνεύσεως, μιά καί ἔχουν ὑπερβεῖ τόν σκόπελο τῶν «ἱερῶν γλωσσῶν» καί ἄρα εἶναι ἐλεύθερος ὁ κάθε ἱερέας νά ἀποδίδει κατά τό δοκοῦν τά πρός χρῆσιν λειτουργικά κείμενα, «ὥστε νά ξέρουν οἱ ἄνθρωποι τί λένε ὅταν προσεύχονται». Γιατί βλέπετε, μέχρι τώρα μιλούσαμε στούς πιστούς μέ τή νοηματική γλῶσσα τῶν κωφῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶς κοίταζαν μέ ἀνοικτό τό στόμα, ἐνῶ τώρα στήν Πρέβεζα, χάρη στή λειτουργική ἀναγέννηση ἤ καλύτερα ἰσοπέδωση, ὁ λαός κατανοεῖ πλήρως τή θεία λατρεία καί δέν τοῦ ξεφεύγει τό παραμικρό νόημα!

᾿Αλλά, ἀγαπητοί μου, ἡ συμμετοχή στή θεία λατρεία εἶναι μόνο διανοητική κατανόηση ἤ κάτι ἄλλο, τό ὁποῖο ὑπερβαίνει σαφῶς (χωρίς βεβαίως νά καταργεῖ) τίς νοητικές ἀνθρώπινες λειτουργίες; Τί θέλουμε δηλαδή, ἕναν πιστό ἀμόρφωτο καί ἀπαίδευτο, πού θά τοῦ δίνουμε μασημένη τροφή καί ἀμφιβόλου ποιότητος ἤ ἔναν πιστό πού θά τόν παροτρύνουμε νά μελετᾶ καί νά ἐνδιαφέρεται γιά τή λειτουργική μας γλῶσσα; ῞Εναν πιστό πού θά εἶναι σέ θέση νά ἀντιπαραβάλει τό πρωτότυπο κείμενο μέ τήν ὁποιαδήποτε μετάφραση ἤ ἕναν πιστό ἀνάπηρο διανοητικά, ὁ ὁποῖος θά ἔχει ἀδρανοποιήσει τίς διανοητικές του δυνατότητες;

Οἱ σύγχρονοι Γέροντες (π. Πορφύριος. π. ᾿Ιάκωβος, π. Παΐσιος), ἄν καί οἱ περισσότεροι τοῦ Δημοτικοῦ, δέν διανοήθηκαν κἄν τέτοιες καινοτομίες, ἀλλά μᾶς δίδαξαν σεβασμό στήν παράδοση καί στά καθιερωμένα λειτουργικά κείμενα. ῾Ο π. ᾿Ιάκωβος Τσαλίκης, λίγες ἡμέρες πρίν κοιμηθεῖ, νουθετοῦσε πατρικά νεώτερους μοναχούς τῆς Μονῆς: «Νά διαβάζετε ὅλους τούς κανόνες, νά μήν παραλείπετε τίποτε, ὅπως κάνω κι ἐγώ».

῾Ο π. Πορφύριος, προσπαθοῦσε νά ἀναπληρώνει τίς ὅποιες ἐλλείψεις του μέ ἐπίπονη προσπάθεια: «Διάβαζα πολύ, μοῦ εἶπε μιά μέρα ὁ Γέροντας. ῎Ημουν πολύ μελετηρός. Μυστικῶς διάβαζα. Ξέκλεβα χρόνο, ὅσο μποροῦσα. ῎Εμαθα ἀπ’ ἔξω τό εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, τοῦ Λουκᾶ καί τό μισό τοῦ ᾿Ιωάννη. ᾿Επίσης τούς ψαλμούς. Μελετοῦσα τούς πατέρες. Πολύ διάβαζα. ῎Εκανα πνευματική ἐργασία. Καί νά ξέρεις ὅτι ἐγώ γράμματα δέν ἤξερα. Μόλις τῆς Β΄ Δημοτικοῦ ἤμουνα». Φανταστεῖτε, ὁ Γέροντας εἶχε βγάλει μόνο δύο τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ, ἀλλά δέν τό ἔβαζε κάτω. Δέν ὑπέκυπτε στόν πειρασμό τῶν μεταφράσεων. Γιατί περί πειρασμοῦ πρόκειται καί ὅσο τόν ἀφήνουμε καί ἐκκολάπτεται, σύντομα θά δρέψουμε τούς πικρούς καρπούς του. ᾿Αλλά ἄς ἀφήσουμε τόν θεοφώτιστο Γέροντα νά συνεχίσει: «῞Οταν πρωτοπῆγα στό Μοναστήρι, μοῦ δίνουν στόν ἑσπερινό τό Ψαλτήρι νά διαβάσω. ᾿Εγώ ἄρχισα νά συλλαβίζω: “μα-κά-ρι-ος ἀ-νήρ”. –Καλά, μοῦ λένε, φτάνει. Θά πάρεις τό ψαλτήρι, θά τό διαβάσεις καλά νά τό μάθεις. Θά διαβάσεις καί τά συναξάρια τῶν ῾Αγίων. Τίποτε ἄλλο. Διάβαζα, ἀλλά δέν καταλάβαινα. Λεξικά δέν εἶχα. Π.χ. δέν ἤξερα ὅτι οἶκος θά πεῖ σπίτι. ῎Ετσι εὕρισκα τήν ἴδια λέξη καί ἀλλοῦ, ἀλλά ἀπό τά συμφραζόμενα εὕρισκα τό νόημα τῶν λέξεων. ᾿Απεστήθιζα κομμάτια ὁλόκληρα καί ὅλη μέρα, καθώς ἔτρεχα στά βράχια, τά ἀπήγγελλα δυνατά, μέ νόημα. ᾿Αργότερα ἔπιασα τήν Παρακλητική, τό Τριώδιο, τά Μηναῖα. Διάβαζα μέ μανία». Καθώς ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε αὐτά ἀπό τή ζωή του -μᾶς λέει ὁ μοναχός ᾿Αγάπιος- «αἰσθανόμουν ὅτι τά λέει ἔμμεσα γιά νά μέ παρακινήσει νά κάνω τό ἴδιο, πολύ περισσότερο πού ἐγώ μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔμαθα καί πέντε γράμματα, δέν ἤμουν ἀγράμματος» (Γέροντος Πορφυρίου ῾Ιερομονάχου, ᾿Ανθολόγιο Συμβουλῶν, σ. 137, 138, ἔκδ. ῾Η Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι ᾿Αττικῆς, 2002).

᾿Εμεῖς ἄς κρατήσουμε ὅτι ὁ Γέροντας διάβαζε «μέ μανία» τά λειτουργικά κείμενα, στήν παγιωμένη τους γλωσσική μορφή, τήν ᾿Αρχαία ῾Ελληνική γλῶσσα. Οἱ σεβαστοί Πρεβεζᾶνοι ἱερεῖς μᾶς κατηγοροῦν δῆθεν γιά υἱοθέτηση ἀπόψεων περί “ἱερῶν γλωσσῶν”, “γλωσσαμυντορισμό” καί “μονογλωσσομανία”. Κι ἐμεῖς τούς ἀπαντᾶμε: μακάρι νά εἴχαμε τό 1 % τῆς μέχρι μανίας ἀγάπης πού εἶχε ὁ Γέροντας Πορφύριος γιά τά λειτουργικά μας κείμενα. Δέν εἴμαστε προσκολλημένοι στούς τύπους, ὅπως μᾶς χαρακτηρίζουν κι οὔτε ἔχουμε λιγότερο ἐνδιαφέρον γιά τό λαό μας, τουλάχιστον ὄχι λιγότερο ἀπό αὐτούς. Θέλουμε ὅμως ὁ λαός μας νά ἔχει αὐτήν τήν «εὐλογημένη
μανία»
πού εἶχε κι ὁ Γέροντας Πορφύριος, μιά μανία πού σέ κάνει νά ξεπεράσεις τά ὅποια ἐμπόδια καί ψευδοπροβλήματα, ἀκόμα καί νά μάθεις ἀρχαῖα.

῾Ο π. Παΐσιος σέ κάποια ἐρώτηση πού τοῦ ἔκαναν, καυτηρίαζε μερικές μεταφράσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού περιεῖχαν μεταφραστικές ὑπερβολές, πολύ περισσότερο δέν τό συζητοῦσε κἄν νά εἰσαχθοῦν τέτοιες ἀπόπειρες γιά λειτουργική χρήση: «Βλέπω μιά γλῶσσα πού γράφουν μερικοί! Διάβαζα σέ μία μετάφραση τῆς Καινῆς Διαθήκης: «᾿Από τήν Αἴγυπτο κάλεσα τόν γιό μου». Δέν ταιριάζει, βρέ παιδί! Δέν ξεχωρίζει τό ἱερό ἀπό τό ἀνίερο! Γράφουν ἔτσι, δῆθεν γιά νά εἶναι ὅλα ἴδια, νά ὑπάρχη ὁμοιομορφία στήν γλῶσσα. Ποιός, ἀκόμη καί ἀπό τό πιό τελευταῖο χωριό, δέν θά καταλάβαινε, ἄν ἔγραφε «τόν υἱόν μου»; ῎Ακουσα μιά φορά στό ῞Αγιον ῎Ορος σέ μιά ἀνάγνωση: «Τό ψωμί καί τό κρασί πού κάνουν τήν Μεταλαβιά». Δέν ταιριάζει,· πῶς νά τό κάνουμε; Ποιός δέν ξέρει τί θά πῆ “ἄρτος” καί “οἶνος”»;

Τώρα μπορεῖ νά καταλάβει κανείς τήν ἀγανάκτηση τῶν φοιτητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ᾿Αθηνῶν στίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα καί τά λεγόμενα Εὐαγγελι(α)κά πού ἀκολούθησαν (1901) –δέν ἐγκρίνουμε ἀσφαλῶς τίς βιαιότητες στίς ὁποῖες προέβησαν- διαβάζοντας τό παραπάνω χωρίο στήν «περίφημη» μετάφραση τοῦ ᾿Αλέξανδρου Πάλλη: «κι ἔφυγε στήν Αἴγυφτο (!), κι᾿ ἔμεινε ἐκεῖ ὡς τό θάνατο τοῦ ῾Ηρώδη, γιά νά ἀληθέψει (!) ὅ, τι εἶπε ὁ Κύριος μέσο (!) τοῦ Προφήτη, πού λέει ᾿Από τήν Αἴγυφτο ἔκραξα (!) τό γιό μου» ( Τά θαυμαστικά καί τά ἔντονα γράμματα δικά μας. Βλ. «῾Η Νέα Διαθήκη», σέ μετάφραση ᾿Αλεξάνδρου Πάλλη, ῾Εταιρεία ῾Ελληνικοῦ Βιβλίου, σελ. 9, ᾿Αθήνα 1982). Εἶναι ἀξιομνημόνευτος ὁ χαρακτηρισμός πού δίνει στή μετάφραση τοῦ Πάλλη ἡ ἐφημερίδα «᾿Ακρόπολις» τοῦ δημοτικιστῆ Βλάσση Γαβριηλίδη: «χαρακτηρίζεται «ἀπό θεοειδῆ πραότητα καί γλυκύτητα καί ἁρμονικόττητα(!)» («᾿Ακρόπολις»,κύριο ἄρθρο, 9-9-1901).

᾿Ανάλογες ἐκφράσεις μπορεῖ νά συναντήσει κάποιος σέ Λειτουργικό στή Δημοτική πού χρησιμοποιοῦν σέ μεγάλο βαθμό οἱ ἱερεῖς τῆς Πρέβεζας. ᾿Αντιγράφω διά τοῦ λόγου τό ἀληθές:


ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

1.

Κλνον, Κύριε, τό ος σου

Σκύψε, Κύριε, γύρισε τ’ ατί σου.

2.

Μή ποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου π’ μο καί μοιωθήσομαι τος καταβαίνουσιν ες λάκκον.

Μήν ἀποστρέψεις τό πρόσωπό σου από μένα καί καταντήσω πεθαμένος!

3.

Σήμερον Δεσπότης πρός τό βάπτισμα πείγεται

Σήμερα Δεσπότης τρέχει στό Βάπτισμα.

Πάντως ἐγώ, ἄν ἤμουν πιστός στήν Πρέβεζα καί ἄκουγα τέτοια μαργαριτάρια, ὄχι μόνο δέν θά μποροῦσα νά προσευχηθῶ, ἀλλά οὔτε νά συγκεντρωθῶ, γιά νά μήν χρησιμοποιήσω κάποιο ἄλλο ρῆμα, πού φέρνει στό νοῦ τή θυμηδία! Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά ὅσα εἶπε ὁ κ. Φίλιας σέ βιβλιοπαρουσίαση τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Φώτη Σχοινᾶ, «Λειτουργική γλσσα (δοκίμια προβληματισμο), κδόσεις ΤΗΝΟΣ, θήνα 2006», πού ἔγινε στό Δημαρχεῖο ᾿Αμαρουσίου ( Δεκέμβριος 2006), ὅπου φαίνεται ὁ μεγάλος κίνδυνος πού ἐλλοχεύει ἀπό μεταγλωττίσεις, ὅπως αὐτές πού χρησιμοποιοῦν σήμερα οἱ ἱερεῖς στήν Πρέβεζα. Παραθέτουμε ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα ἀπό τήν βιβλιοπαρουσίαση, (ὁμιλεῖ ὁ λειτουργιολόγος κ. Γώργιος Ν. Φίλιας): «Τό πρῶτο θέμα πού ἀναδεικνύω ἀπό τά γραφόμενα καί πού διήκει ὅλο τό βιβλίο εἶναι ὅτι μιά πιθανή μεταγλώττιση τῶν λειτουργικῶν κειμένων, μιά μετάφραση δηλ. θά δυσχεράνει τίς ἔννοιες καί τήν κατανόηση, διότι θά συρρικνώσει τίς ἔννοιες. ῞Οπως γνωρίζετε, ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι οἱ μεταφράσεις διευκολύνουν στήν κατανόηση. ᾿Αλλά, ὅπως μᾶς λέει ὁ κ. Σχοινᾶς, ἡ μεταγλώττιση μικραίνει τό νοηματικό περιεχόμενο τους κι αὐτό εἶναι ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνο καί καθόλου δέν συμβάλλει σέ αὐτό πού λέμε κατανόηση. Ὅταν ἀπό μία ἔννοια πρέπει νά καταλάβουμε ἑκατό σημεῖα καί ἡ μετάφρασή της μᾶς φέρνει νά καταλάβουμε τά πενήντα, τότε ὁπωσδήποτε δέν ἔχουμε διανοητική κατανόηση. ῾Ο κ. Σχοινᾶς ἀναφέρεται σ᾿ αὐτά τά θέματα χωρίς νά ἀπολυτοποιεῖ τή γλῶσσα. Λέει σέ ὁρισμένα σημεῖα ὅτι δέν μιλᾶμε γιά ἱερές γλῶσσες, δέν εἶναι ἡ γλῶσσα ἱερή καθ᾿ ἑαυτήν. Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά πῶ δέν θεοποιοῦμε τή γλῶσσα. (......) ᾿Επίσης συμφωνῶ μαζί του ὅτι ἡ ὅποια μεταγλώττιση καί μάλιστα ἀδόκιμη, ἐπιφέρει μιά ἀποϊεροποίηση τῆς γλώσσας (ἔκφραση τοῦ κ. Σχοινᾶ τήν ὁποία καί προσυπογράφω). ῾Η ἱερότητα μιᾶς γλῶσσας βρίσκεται στό περιεχόμενό της καί μπορεῖ νά ὑπάρξει μιά ἀποϊεροποίηση τῆς λειτουργικῆς γλώσσας».

῾Ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Χαβάτζας, σέ ὁμιλία τήν ὁποία ἀνέπτυξε σέ σύναξη Προέδρων τῶν ᾿Εκκλησιαστικῶν Συμβουλίων τῶν ῾Ιερῶν Ναῶν τῆς ῾Ιερᾶς ᾿Αρχιεπισκοπῆς ᾿Αθηνῶν στόν ῾Ιερό Ναό ῾Αγίου Διονυσίου τοῦ ᾿Αρεοπαγίτου (23-9-2009), ἀνέφερε τά ἑξῆς χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα ἀπηχοῦν καί τίς ἀγωνίες πού διατύπωσαν οἱ ἱερεῖς τῆς Πρέβεζας: «Νομίζω πάντως ὅτι ὑπάρχουν δύο πράγματα στά ὁποῖα δέν μποροῦμε νά κλείνουμε πάντα τά μάτια μας: τό γεγονός ὅτι τό κλῖμα τῆς ἐνορίας κάνει μερικές φορές ἕνα νέο νά αἰσθάνεται ἀπόβλητος καί τό πρόβλημα τῆς γλῶσσας, πού δέν ἐπιτρέπει ἰδίως στούς νέους ἀνθρώπους νά προσεγγίσουν τή λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας. Στό θέμα αὐτό, ἀναρωτιέμαι γιατί ἡ λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας μπορεῖ νά τελεῖται σέ ὅλες τίς γλῶσσες καί διαλέκτους τοῦ κόσμου, ἐκτός ἀπό τή γλῶσσα πού μιλοῦν οἱ σύγχρονοι ῞Ελληνες;» (τά ἔντονα γράμματα εἶναι τοῦ π. Βασιλείου).

Καταρχήν, ὡς πρός τό πρῶτο θέμα πού θίγει ὁ π. Βασίλειος («Τό κλῖμα τῆς ἐνορίας») θά συμφωνήσω ἀπόλυτα. ῎Οχι μόνον οἱ νέοι, ἀλλά καί τά παιδιά πολλές φορές θεωροῦνται κάτι ἀπόβλητο ἀπό τό εὐχαριστιακό σῶμα. Εἴτε πολλές φορές (τά παιδιά) παραπέμπονται ἀπό ὁρισμένους ἱερεῖς νά ἐκκλησιάζονται μόνο τά Σάββατα (λόγῳ προφανῶς τοῦ θορύβου πού προκαλοῦν) καί ἀποκλείονται ἔτσι ἀπό τήν κατ’ ἐξοχήν εὐχαριστιακή σύναξη τῆς Κυριακῆς, εἴτε κι ὅταν ἐκκλησιάζονται, τά θεωροῦμε πολλοί «ἀναγκαῖο κακό» καί τά στηλιτεύομε «εὐκαίρως ἀκαίρως», ἤ στήν χειρότερη περίπτωση τά διοχετεύουμε σέ ὑπόγειους χώρους «ἑκόντα ἄκοντα» μαζί μέ τούς γονεῖς τους, γιά νά μήν ἐνοχλοῦν τό ὑπόλοιπο σῶμα. Πῶς, ὅμως, συγκροτεῖται μέ αὐτές τίς νεωτερικές μεθόδους τό εὐχαριστιακό σῶμα σέ κοινωνία ἀγάπης, ὅταν ἕνα μέρος τῆς λατρεύουσας ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας «ἀποκόπτεται βιαίως» καί βάλλεται σέ ἀποστειρωμένους ἠχητικά χώρους;

᾿Ανάλογη συμπεριφορά ἀντιμετωπίζουν ἀπό μερικούς ἐκκλησιαζομένους καί οἱ νέοι, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά μήν «ἐκβάλλονται εἰς τόν λειτουργικό Καιάδα», ἀλλά νιώθουν ἀφιλόξενα, ὅταν τά μάτια τῶν μεγαλυτέρων στήν ἡλικία τούς περιεργάζονται ὡς κάτι τό ἀξιοπερίεργο, ἑστιάζοντας τίς περισσότερες φορές τήν προσοχή τους στό ντύσιμό τους ἤ στήν κόμη τους. ῎Αν τύχει μάλιστα καί βροῦν κάποιο κάθισμα, μιά καί προσέρχονται στήν θεία Λειτουργία κάπως ἀργά, σίγουρα δέν θά τό ἔχουν γιά πολύ, διότι κάποιος μεγαλύτερος θά τό διεκδικήσει μέ πολλές φορές «ἄκομψο καί ἀπολυταρχικό τρόπο» δικαιωματικά. ῾Επομένως, ἡ στάση τῶν μεγαλυτέρων νομίζω ὅτι εἶναι καταλυτική στήν προσέλευση καί κυρίως στήν παραμονή τῶν νέων στήν ᾿Εκκλησία.

Τώρα ὡς πρός τό «πρόβλημα τῆς γλώσσας, νομίζω ὅτι ὁ π. Βασίλειος ἔχει ἐπηρεασθεῖ ἀπό τίς διάφορες φωνές πού κατά καιρούς ἀκούγονται σέ διάφορα συνέδρια ἀπό ὀρθοδόξους ὁμιλητές καί ἀπό ἀνάλογες ἀπόψεις πού κατά καιρούς κυκλοφοροῦν στόν ἔντυπο λόγο. Οἱ ἀπόψεις αὐτές ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀποτελοῦν «μετακένωση» (δηλ. μεταφορά) ἰδεῶν ἑτεροδόξων κέντρων τῆς Εὐρώπης καί τῆς ᾿Αμερικῆς. Τό ἐπιχείρημα σέ πρώτη ἀνάγνωση φαίνεται εὐλογοφανές: «ἀναρωτιέμαι γιατί ἡ λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας μπορεῖ νά τελεῖται σέ ὅλες τίς γλῶσσες καί διαλέκτους τοῦ κόσμου, ἐκτός ἀπό τή γλῶσσα πού μιλοῦν οἱ σύγχρονοι ῞Ελληνες;» (π. Βασίλειος). Μά, ἀγαπητέ μου π. Βασίλειε, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τή γλῶσσα τῆς λατρείας μας ἤ γιά τή γλῶσσα τῶν βιβλικῶν κειμένων πού χρησιμοποιεῖ, ἡ ὁποία δέν γίνεται «ἀπόλυτα κατανοητή», κατά τήν ἔκφραση μετακενωτή (δηλ. μεταφορέα) ξένων ἰδεῶν, δέν ὁμιλοῦμε γιά μιά γλῶσσα ξένη, ἀλλά γιά τήν ἴδια γλῶσσα, μέ ὁρισμένες διαφορές καί τροποποιήσεις πού ὑπέστη στή μακραίωνη ἐξέλιξή της. ῞Ενας μάλιστα διαπρεπής ξένος φιλόλογος μελετητής –καί τονίζω ἰδιαιτέρως τό ξένος φιλόλογος- μᾶς ἐπισημαίνει «γλωσσικές ἀλήθειες» πού καλό θά ἦταν νά τίς λάβουμε σοβαρά ὑπ᾿ ὄψη μας: «᾿Από τότε [7ο π. Χ. αἰώνα] ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἀποκτᾶ μιά συνεχῆ παράδοση πού φθάνει ὥς τήν ἐποχή μας. ‘Υπῆρχαν βέβαια ἀλλαγές, ἀλλά δέν δημιουργήθηκε κάποιο ρῆγμα στή συνέχεια, ὅπως ἔγινε ἀνάμεσα στά λατινικά καί τίς ρωμανικές γλῶσσες (δηλ. τίς γλῶσσες πού προέρχονται ἀπό τή δημώδη Λατινική, ὅπως λ.χ. ἡ Γαλλική, ἡ ᾿Ιταλική, ἡ ᾿Ισπανική, ἡ Πορτογαλική, ἡ Ρουμανική καί ἄλλες ). Τά ᾿Αρχαῖα ῾Ελληνικά δέν ἀποτελοῦν ξένη γλῶσσα γιά τόν σημερινό ῞Ελληνα, ὅπως συμβαίνει μέ τά ᾿Αγγλοσαξωνικά γιά τόν σύγχρονο ῎Αγγλο [...] ῾Η συνέχεια τοῦ γλωσσολογικοῦ της ἀποθέματος [τῆς ῾Ελληνικῆς] εἶναι ἐντυπωσιακή [....]. Καί παρά τό γεγονός ὅτι ὑπῆρξαν πολλές ἀνακατατάξεις τῶν μορφολογικῶν σχημάτων, ὑπῆρξε καί μεγάλη συνοχή· ἔτσι τά ῾Ελληνικά ἀποτελοῦν, ἀκόμα καί σήμερα, ἀρκετά ἐμφανῶς, ἕναν ἀρχαϊκό ἰνδοευρωπαϊκό τύπο γλώσσας, ὅπως τά Λατινικά ἤ τά Ρωσικά» (Robert Browning: ῾Ελληνική γλῶσσα, Μεσαιωνική καί Νέα). Οἱ ξένοι λαοί δέν εἶχαν τά κείμενα αὐτά ὡς κληρονομιά ἀπό τήν μητέρα τους γλῶσσα, ὅπως ἐμεῖς ἀπό τήν ᾿Αρχαία ῾Ελληνική, ἀλλά μετέφρασαν στή γλῶσσα τους ὅ,τι παρέλαβαν ἀπό ἐμᾶς (Καινή Διαθήκη, Λειτουργικά Βυζαντινά κείμενα καί ῾Υμνολογία).

῎Αν συμβιβαστοῦμε μέ αὐτή τή λογική τῆς κατεδαφίσεως τῶν πάντων, γιατί νά μήν γκρεμίσουμε καί τήν ᾿Ακρόπολη, μιά καί δέν ἀνταποκρίνεται στίς σύγχρονες ἀρχιτεκτονικές προτιμήσεις μας; ῞Ομως τήν ᾿Ακρόπολη τή σεβόμαστε ὡς πολιτιστικό μνημεῖο ἀξεπέραστου κάλλους. Τό ἴδιο σεβασμό δέν πρέπει νά δείξουμε καί στήν γλωσσική μας κληρονομιά, μέρος τῆς ὁποίας ἀποτελοῦν καί τά ἐν χρήσει λειτουργικά μας κείμενα (συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Βίβλου); Τό παιδί τοῦ Δημοτικοῦ ἤ τοῦ Γυμνασίου ἄν δέν μάθει ὁρισμένα πράγματα ἀπό τό σχολεῖο του, δέν θά μπορέσει «νά κατανοήσει ἀπόλυτα» τί σημαίνει ᾿Ακρόπολη, πῶς ἐντάσσεται ἱστορικά στόν συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο καί τί συμβολίζει διαχρονικά γιά ἐμᾶς τούς νεοέλληνες. Τό παιδί καί ὁ ἔφηβος, ἄν δέν λάβουν τήν κατάλληλη γλωσσική παιδεία, πῶς θά μπορέσουν νά κατανοήσουν τά λειτουργικά δρώμενα, τά ὁποῖα ἀπαιτοῦν καί τήν ἀνάλογη γλωσσική προσπέλαση;

Θεωρῶ ὅτι τό ἐπιχείρημα τοῦ «φραγμοῦ τῆς γλώσσας» εἶναι ψευδοεπιχείρημα. Τό πρόβλημα ἔγκειται σέ μιά ραθυμία πού παρατηρεῖται μεγάλη μερίδα τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας, πού τά θέλει ὅλα στό χέρι καί ἀκόπως. ῾Η νοοτροπία τοῦ καναπέ, ὅπου καθόμαστε στήν τηλεόραση ἀναπαυτικά καί βλέπουμε προγράμματα πού μᾶς εὐχαριστοῦν καί μάλιστα ἀκόπως, πατώντας ἕνα κουμπί ἤ κάνοντας «περιήγηση» στή λίστα τῶν προσφερομένων τηλεοπτικῶν διαύλων, ἔχει περάσει δυστυχῶς σέ μέρος τῆς κοινωνίας μας. Κύριο μέλημα τῆς ᾿Εκκλησίας σήμερα γιά τήν ὑπέρβαση «τοῦ προβλήματος τῆς γλώσσας» -γιά ὅσους ἀποτελεῖ πρόβλημα- θά πρέπει νά εἶναι ἡ Λειτουργική Κατήχηση κληρικῶν καί λαϊκῶν μέ τήν παροχή ὄχι μόνο στείρων μεταφράσεων, ἀλλά καί τῆς πατερικῆς ἑρμηνείας καί διδαχῆς.

᾿Εμεῖς οἱ κληρικοί θά πρέπει νά προσέξουμε ἰδιαιτέρως τήν ὀρθοφωνία μας –χωρίς νά γίνουμε βέβαια ἀπό κληρικοί ἠθοποιοί- γιατί ἡ μετάφορά τοῦ λόγου τῆς λατρείας θά πρέπει νά φτάνει στόν πιστό χωρίς παράσιτα καί ἀλλοιώσεις. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τούς ἀγαπητούς ἱεροψάλτες μας, οἱ ὁποῖοι μερικές φορές δίνουν μεγαλύτερη ἔμφαση στήν ἄρτια ἐκτέλεση ἑνός λειτουργικοῦ ὕμνου, χωρίς τήν παράλληλη ἐπιμέλεια στήν ὀρθοφωνία. ᾿Ιδίως ἡ ἀνάγνωση τῶν κανόνων στόν ὄρθρο δέν πρέπει νά γίνεται ἐπί τροχάδην, μόνο καί μόνο γιά νά γίνει, ἀλλά σωστά καί κατανοητά, ἀκολουθώντας τήν παράδοση τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. ῾Ο μακαριστός π. Πορφύριος συνήθιζε, ὅταν τοῦ ἐπιτρεπόταν, νά ἐπισκέπτεται γυναικεῖα Μοναστήρια, ὅπου οἱ μοναχές ἀπέδιδαν πολύ ὄμορφα τά κείμενα τοῦ ὄρθρου καί τοῦ ῾Εσπερινοῦ. Κυρίως νά ἀποκτήσουμε πραγματική ἀγάπη γιά τόν Χριστό, θεῖο ἔρωτα ὅπως τόνιζε ὁ μακαριστός Γέροντας. ῎Ερωτα πού θά μᾶς κάνει νά ξεπεράσουμε τά ὅποια ἐμπόδια καί φραγμούς, εἴτε γλωσσολογικούς εἴτε προέρχονται ἀπό τά πάθη καί τήν ἐγωκεντρική μας στάση εἴτε ἀπό ἄλλους παράγοντες, πού δηλητηριάζουν τή σχέση μας μέ τόν Θεό.

῾Η νηπτική ἐργασία εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση συμμετοχῆς στή λατρεία, τόσο τῶν μεγάλων ὅσο καί τῶν μικροτέρων. ᾿Ιδίως οἱ μεγαλύτεροι καί πρωτίστως οἱ κληρικοί ὀφείλουν νά καταστοῦν προσευχόμενες ἀναμμένες λαμπάδες, οἱ ὁποῖες θά ἐκπέμπουν τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού θά ζεσταίνει τίς ψυχές τῶν πιστῶν. ῎Εχουμε ἀνάγκη ἀληθινῶν προτύπων καί ἁγίων κληρικῶν καί λαϊκῶν καί ὄχι εἰσαγωγή μεταφράσεων στή λατρεία μας. ῾Ο Γέροντας Πορφύριος μᾶς δίνει τό κλειδί γιά τήν
ὑπέρβαση τῶν ὁποιοδήποτε προβλημάτων μας: «῾Η ψυχή πού εἶναι ἐρωτευμένη μέ τόν Χριστό, εἶναι πάντα χαρούμενη καί εὐτυχισμένη, ὅσους κόπους καί θυσίες κι ἄν κοστίσει αὐτό». (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, «Βίος καί Λόγοι», σελ. 232, ἔκδ. ‘Ιερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2006). ῾Ο ἴδιος -ὅπως είδαμε- ἄν καί ἀγράμματος κατά κόσμον, διδακτός ὅμως παρά Θεοῦ), ξεπέρασε τούς ὅποιους γλωσσικούς φραγμούς- διότι «ἠγάπησε πολύ». Μήπως ἡ μεμψιμοιρία μας δείχνει μιά πνευματική χαλάρωση; Μήπως μεριμνᾶμε καί πολυπραγμονοῦμε γύρω ἀπό πολλά , ἐνῶ «Ἑνός ἐστί χρεία»; Μήπως χρειάζεται νά ἀποκτήσουμε θεϊκή τρέλα –ὅπως κι ὁ Γέροντας Πορφύριος-, νά βγοῦμε ἀπό τά στενά ὅρια τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ μας καί τῶν ὅποιων ἐκκοσμικευμένων προκαταλήψεών μας;

᾿Εδῶ ἀξίζει νά ἀναφέρουμε τό πρωτοφανές ἐγχείρημα τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ τοῦ Φιλοθεΐτη στήν ᾿Αμερική, «ὁ ὁποῖος ἵδρυσε δεκαεννέα ἀνδρῷες καί γυναικεῖες μονές, πού βρίσκονται σέ μεγάλη ἄνθιση ἐξ ἀπόψεως κτιριακοῦ ὀργασμοῦ ἀνοικοδόμησης, ἀλλά καί προσέλευσης νέων νά ἐγκαταβιώσουν σ᾿ αὐτές. Τό πιό ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι τά μοναστήρια τοῦ π. ᾿Εφραίμ εἶναι ἡ κυρία πηγή εὐαγγελισμοῦ στήν ᾿Ορθοδοξία χιλιάδων ἀνθρώπων πού δέν ξέρουν καθόλου ἑλληνικά, παρόλον ὅτι ὅλες οἱ ἀκολουθίες τελοῦνται ἀποκλειστικῶς στά ἑλληνικά (ἐνν. τά ἀρχαῖα). ῎Ας σημειωθεῖ ὅτι οἱ πλεῖστοι μοναχοί καί μοναχές εἶναι ᾿Αμερικανοί προσήλυτοι (μή ἑλληνόφωνοι) στήν ᾿Ορθοδοξία ἤ ὁμογενεῖς πού ἀγνοοῦσαν ἤ τό πολύ ψέλλιζαν τή γλῶσσα μας» (πηγή: διαδίκτυο, http://www.zoiforos.gr, ἄρθρο: Οἱ Μονές τοῦ π. ᾿Εφραίμ καί ἡ γλῶσσα τῆς λατρείας, ἀνατύπωση ἀπό τό περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ, Τεῦχος 89, Φθινόπωρο 2009).

Προσωπικῶς ντρέπομαι πού στήν ᾿Αμερική μᾶς ἔχουν βάλει τά γυαλιά καί ἐμεῖς στήν ᾿Ορθόδοξη ῾Ελλάδα θέλουμε νά βγάλουμε τά μάτια μας μέ τά ἴδια μας τά χέρια! ᾿Επιτέλους, ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί. ῾Η λατρεία μας δέν εἶναι γραμμένη στήν ὁμηρική διάλεκτο γιά νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν καταλαβαίνουν. ῾Η μόνη δυσκολία πού μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει ὁ πιστός ὡς κατανόηση στή λατρεία εἶναι τά ἀποστολικά ἀναγνώσματα, τά ὁποῖα ἔχουν πυκνά νοήματα καί κάπως δύσκολη γλῶσσα καί χρήζουν ἀναλυτικῆς ἑρμηνείας καί ὄχι ρηχῆς μετάφρασης. ῾Η λύση ὅμως δέν εἶναι κι ἐδῶ ἡ εἰσαγωγή μεταφράσεων, οἱ ὁποῖες μόνο μέρος τοῦ νοήματος μποροῦν νά ἀποδώσουν. ῾Η κατ’ ἰδίαν μελέτη τῶν πιστῶν ἀπό ὀρθόδοξα ἐγχειρίδια καί πατερικά ἑρμηνευτικά ἔργα ἀποτελεῖ τή μόνη σίγουρη καί ἀσφαλῆ ὁδό.

Προσωπικῶς, βλέποντας αὐτήν τήν ἀνάγκη τῆς κατ᾿ ἰδίαν μελέτης κειμένων τῆς λατρείας μας, συνέγραψα πόνημα μέ τίτλο: «Τά ῞Ενδεκα ῾Εωθινά Εὐαγγέλια», ὅπου βρίσκει κανείς μιά πατερική προσέγγιση τῶν ἀναστασίμων εὐαγγελικῶν διηγήσεων (᾿Αθήνα, 1997, τ. Α΄, ἐκδ. Τῆνος). Στό πόνημα αὐτό δίνονται μεταφρασμένα τά εὐαγγελικά κείμενα τῶν ῾Εωθινῶν Εὐαγγελίων, καθώς καί ἡ λεπτομερής ἑρμηνεία τους ἀπό τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας καί τούς ᾿Εκκλησιαστικούς συγγραφεῖς. Δόξα τῷ Θεῷ ἔχουν ἐκδοθεῖ στή γλῶσσα μας ἀρκετά λειτουργικά βοηθήματα, τά ὁποῖα μποροῦν νά βοηθήσουν τούς πιστούς γιά μιά περαιτέρω ἐμβάθυνση στά λειτουργικά μας κείμενα.

Στήν δύσκολη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας , ὅπου πράγματι ὁ λαός μας λόγῳ τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν ἀντιμετώπιζε δυσκολίες στή μόρφωση, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός δέν πρότεινε νά εἰσαχθοῦν στή λατρεία μας μεταφρασμένα κείμενα -οὔτε καί ἡ ᾿Εκκλησία μας ἔπραξε κάτι τέτοιο- ἀλλά παρότρυνε τούς γονεῖς νά ἱδρύουν σχολεῖα ἑλληνικά, ὅπου τά ἑλληνόπουλα θά μάθαιναν τήν ἀρχαῖα ἑλληνική γλῶσσα: «Καί ἄν δέν ἐμάθατε οἱ πατέρες, νά σπουδάζετε τά παιδιά σας νά μανθάνουν τά ἑλληνικά, διότι καί ἡ ᾿Εκκλησία μας εἶναι εἰς τήν ἑλληνικήν καί ἄν δέν σπουδάζης εἰς τό ἑλληνικόν ἀδελφέ μου, δέν ἠμπορεῖς νά καταλάβης ἐκεῖνα, ὅπου ὁμολογεῖ ἡ ᾿Εκκλησία μας» (Διδαχή Β΄, 208, ᾿Ιω. Μενούνου, Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ Διδαχές, σελ. 209, ᾿Αθήνα, ἐκδ. Τῆνος).

Βλέπουμε ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλος δέν παρέβλεπε τό πρόβλημα, πρότεινε λύσεις. ᾿Εξηγοῦσε μέ ὑπομονή στούς ἀνθρώπους καί μάλιστα στήν ἁπλή Δημοτική τῆς ἐποχῆς. Τό κήρυγμα στούς ναούς μας ἔχει ἐπικρατήσει νά γίνεται στή δημοτική, πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων. Στό κήρυγμα, λοιπόν, ἔχει τήν εὐκαιρία ὁ κήρυκας νά διασαφηνίσει ὁρισμένα «δυσνόητα» σημεῖα τῶν εὐαγγελικῶν καί ἀποστολικῶν κυρίως ἀναγνωσμάτων. Τά ὑπόλοιπα κείμενα τῆς Θείας Λειτουργίας, καθώς καί τῶν ἄλλων ῾Ιερῶν ᾿Ακολουθιῶν, νομίζω, ὅτι ὁ περισσότερος κόσμος πού ἐκκλησιάζεται, τά κατανοεῖ ἐπαρκῶς. Καί στό κάτω κάτω, ἄν μᾶς ξεφύγει κάποια λέξη ἤ κάποιο νόημα, δέν εἶναι ἁμαρτία πρός θάνατον, δέν μποροῦμε νά εἴμαστε ὅλοι μας φιλόλογοι. ᾿Ακόμα καί φιλολόγους νά ρωτήσεις γιά ὁρισμένα «δύσκολα» γλωσσικά τῆς λατρείας μας κι αὐτοί θά τά ἀγνοοῦν. ῞Οποιος θέλει μπορεῖ, ὅπως εἴπαμε, μέ τήν φιλομάθειά του νά καλύψει τίς ὅποιες ἐλλείψεις.

᾿Ενθυμοῦμαι, ὅταν ἤμουν ἔφηβος, εἶχα δεῖ στήν κρατική τότε τηλεόραση ἕνα ἐνημερωτικό πρόγραμμα στό ὁποῖο παρουσιαζόταν κάποιος ῞Ελληνας βοσκός καί ὁ ὁποῖος, ὅπως τοῦ εἶχαν πεῖ οἱ γιατροί, σέ λίγο καιρό θά ἔχανε τό φῶς του λόγῳ κάποιας ἀνίατης ὀφθαλμολογικῆς παθήσεως. ᾿Εκεῖνος, λοιπόν, ὄντας πιστός χριστιανός, προτοῦ χάσει τό φῶς του, κάθισε καί ἔμαθε ὁλόκληρη τήν Καινή Διαθήκη ἀπ’ ἔξω καί μάλιστα ἀπό τό πρωτότυπο. Τήν ἔμαθε μάλιστα τόσο καλά, πού ἄν τόν ρωτοῦσες κάποιο κεφάλαιο καί τόν ἀνάλογο στίχο, θά στό ἔλεγε ἐπακριβῶς. Πραγματικά, αὐτή ἡ ἱστορία χαράχθηκε βαθιά στή μνήμη μου καί μέ δίδαξε ὅτι ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει θέληση, μπορεῖ μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά ὑπερβεῖ κάθε δυσκολία.

῎Αν τά παιδιά μας σήμερα θεωροῦνται ἱκανά νά μάθουν ὑποχρεωτικά κι ἀπό τό Δημοτικό μάλιστα δύο ξένες γλῶσσες, γιατί νά μήν μποροῦν νά μάθουν τά ᾿Αρχαῖα ῾Ελληνικά, πού εἶναι καί ἡ γλωσσική μήτρα τῆς νεοελληνικῆς μας γλώσσας; Μεγάλοι γλωσσολόγοι καί λογοτέχνες τονίζουν τή διαχρονικότητα καί τήν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. ῾Ο ᾿Οδυσσέας ῾Ελύτης τονίζει: «᾿Εγώ δέν ξέρω νά ὑπάρχει παρά μία γλῶσσα, ἡ ἑνιαία γλῶσσα, ἡ ἑλληνική, ὅπως ἐξελίχθηκε ἀπό τήν ᾿Αρχαία, πού ἔφτασε νά εἶναι τό μεγάλο καμάρι μας καί τό μεγάλο μας στήριγμα». ῾Ο ἴδιος ἀναδείχθηκε τεχνίτης τοῦ λόγου ἐμπνεόμενος κι ἔχοντας ὡς πηγές τά ἀρχαῖα καί τά βυζαντινά κείμενα. ῾Ο ᾿Ελύτης, ἐπίσης, παραλαμβάνοντας τό Νόμπελ Λογοτεχνίας ἀπό τή Σουηδική ᾿Ακαδημία, εἶπε τά ἑξῆς ἀποκαλυπτικά: «Μοῦ δόθηκε νά γράφω σέ μία γλῶσσα πού μιλιέται μόνον ἀπό μερικά ἑκατομμύρια ἀνθρώπων. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, μιά γλῶσσα πού μιλιέται ἐπί δυόμισι χιλιάδες χρόνια, χωρίς διακοπή καί μέ ἐλάχιστες διαφορές». Πῶς, λοιπόν, αὐτή τή γλῶσσα θέλουμε νά τή διασπάσουμε καί νά στερήσουμε ἀπό τά ἑλληνόπουλα νά ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ γλωσσικό θησαυρό αἰώνων πού βρίσκεται στή λειτουργική μας γλώσσα;

᾿Ακόμα καί ὁ ἀκραῖος δημοτικιστής Γιάννης Ψυχάρης δέν διστάζει νά ὁμολογήσει: «Πρέπει νά σπουδάσουμε καλύτερα τήν ἀρχαία γιά νά καταλάβουμε τήν ἱστορική ἀξία τῆς δημοτικῆς» («Τό ταξίδι μου»). Τά ἑλληνόπουλα δέν μποροῦν νά διδαχθοῦν τή νεοελληνική γλῶσσα ἐρήμην τῆς ἀρχαίας. Τελευταῖα ἀκούγοντα ἀνησυχητικές φωνές γιά τήν μή διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλῶσσας στό γυμνάσιο, διότι δῆθεν τά παιδιά ὁδηγοῦνται σέ μιά «γλωσσική Βαβέλ». Σέ συνάντηση πού εἶχε πρόσφατα ὁ νῦν πρωθυπουργός μέ τόν κ. ᾿Εμμανουήλ Κριαρᾶ, στό τέλος ὁ τελευταῖος εἶπε στούς δημοσιογράφους: ««Συζητήσαμε τό θέμα πού μέ ἀπασχολεῖ ἐδῶ καί πολλά χρόνια. Τό θέμα τῆς Παιδείας καί τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικών ἀπό τό Γυμνάσιο. Θεωρῶ ἐγκληματικό νά διδάσκονται τά ἀρχαῖα ἑλληνικά ἀπό τό Γυμνάσιο.(!!!) Πρέπει νά μείνουν μόνο στό Λύκειο. Μόνο ἀφοῦ βασικά κατακτήσει ὁ μαθητής τή γλῶσσα του (καί ξέρουμε σέ τί κατάσταση γλωσσικῶς ἔρχεται σήμερα ὁ μαθητής στό Γυμνάσιο), μόνο τότε θά μπορέσει κάτι νά κερδίσει ἀπό τή γνωριμία του μέ τήν ἀρχαῖα γλῶσσα. Διαφορετικά, βαδίζουμε νομίζω σέ γλωσσική Βαβέλ» (᾿Εφημ. «Τό βῆμα, Τρίτη 27 ᾿Οκτωβρίου 2009). Μά κ. Κριαρᾶ, δέν διδαχθήκατε ἀπό τά παραπάνω λόγια τοῦ ὁμογάλακτοῦ σας μακαρίτη Γιάννη Ψυχάρη; Κι ἄν σήμερα μᾶς κάνετε τή χάρη καί μᾶς ἀφήνετε τά ᾿Αρχαῖα μόνο στό Λύκειο, αὔριο θά προτείνετε νά καταργηθοῦν κι ἀπό ἐκεῖ. ῎Ας εὐχηθοῦμε ὁ κ. Πρωθυπουργός νά μήν ἀκούσει τίς εἰσηγήσεις τοῦ κ. καθηγητῆ, γιατί διαφορετικά ἡ ᾿Εκκλησία θά πρέπει νά ἀναλάβει ὁπωσδήποτε σταυροφορία ἐπαναφορᾶς τῶν ᾿Αρχαίων στό Γυμνάσιο.

Κι ἐμεῖς τί κάνουμε; Μέ τίς ἀπόψεις μας περί εἰσαγωγῆς τῆς Δημοτικῆς γιά λειτουργική χρήση στρώνουμε τό χαλί στούς γλωσσικούς μας ἀναμορφωτές, οἱ ὁποῖοι σύν τοῖς ἄλλοις ἐμφοροῦνται κι ἀπό ἕνα ἀντιεκκλησιαστικό μένος, ἐν πολλοῖς ἀδικαιολόγητο καί δογματικό. Σέ ὅλους αὐτούς ἀπαντοῦμε μέ τά ὅσα διδακτικά ἔγραψε ὁ κ. Σαράντος Καργάκος: «Πρέπει νά σοβαρευτοῦμε κάποτε. ῞Ολοι οἱ μεγάλοι πολιτικοί ἡγέτες, γιά νά μορφώσουν τή σκέψη καί νά ὀξύνουν τήν πολιτική τους εὐαισθησία, μελετοῦν ἀρχαίους ῞Ελληνες. ῾Ο Μάρξ κι ὁ ῎Ενγκελς ὀφείλουν πολλά στήν ἀρχαιομάθειά τους. ῞Οποιος ἁπλῶς ξεφυλλίσει τά ἔργα τους, βλέπει παντοῦ σάν λουλούδι νά φυτρώνει ἡ ἑλληνική λέξη ἤ φράση. ῾Ο Λένιν τελείωσε τό γυμνάσιο μέ ἄριστα στά ῾Ελληνικά. Σήμερα σέ μιά βιβλιοθήκη τῆς Στοκχόλμης δείχνουν μέ περηφάνεια τά 12 ἀρχαῖα βιβλία, πού “καταβρόχθισε” μέσα σέ δύο μῆνες καί γέμισε τά περιθώρια μέ σημειώσεις ὁ Βλαδίμηρος ῎Ιλιτς. Πῶς ἀλλιῶς θά γινόταν ἕνας Λένιν; ῾Ο Μάρξ εἶχε καταλάβει πρῶτος τήν ἀξία τοῦ ἀρχαίου πνεύματος κι εἶναι χαρακτηριστικό αὐτό πού μᾶς παραδίδει ἕνας πού τόν γνώρισε καλά, ὁ Μέριγκ: “῾Ο Μάρξ παρέμενε πάντα προσηλωμένος στούς ἀρχαίους ῞Ελληνες καί ἦταν ἕτοιμος νά διώξει μέ τό μαστίγιο ἀπό τόν ναό τοῦ πολιτισμοῦ κάθε ἄθλια ὕπαρξη, πού ἤθελε νά στρέψει τούς ἐργάτες ἐνάντια στήν ἀρχαία κληρονομιά”.

Γι᾿ αὐτό κι ὁ κ. Καργάκος καταλήγει μέ ἱερή θά λέγαμε ὀργή: «Φαντάζεται, λοιπόν, κανείς πόσο χρήσιμος θά ἦταν σήμερα ἕνας Μάρξ (ἄν μάλιστα κρατοῦσε καί μαστίγιο), ὅταν ἡ ἕξωση τῶν ᾿Αρχαίων ῾Ελληνικῶν θεωρεῖται προοδευτική πράξη! Εἶναι καιρός πού φωνάζω τώρα πώς μιά τέτοια πράξη εἶναι πέρα- γιά πέρα ἀντιδραστική καί συνακόλουθα ἀνθελληνική» (ΑΛΑΛΙΑ, ἤτοι τό σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα, σελ. 72, 73, ἐκδ. GUTENBERG). Τά παραπάνω ἄς προβληματίσουν τούς σύγχρονους ἀριστερούς γλωσσικούς μας ἀναμορφωτές καί ὅσους ἐν ἀγνοία τους τούς ἀκολουθοῦν. ῾Ο George Orwell ἔχει γράψει: «῾Οποισδήποτε ἐλέγχει τή γλῶσσα ἑνός ἀνθρώπου, ἐλέγχει καί τίς σκέψεις του. Κι αὐτό ἔγινε δυστυχῶς ἐπί Κομμουνισμοῦ στή Ρωσία: «῾Ο Λένιν καί οἱ Μπολσεβίκοι κομμουνιστές του, οἱ ὁποῖοι τό 1917 ἐξουσίαζαν τή Ρωσία, κατανόησαν πολύ καλά τόν παραπάνω Νόμο. ᾿Αντελήφθησαν ὅτι ἐάν ἤθελαν νά κυβερνήσουν στή Ρωσία σοβαρά καί γιά μεγάλο χρονικό διάστημα, θά ἔπρεπε νά ἐλέγξουν τή σκέψη τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ. Καί γιά νά τό κάνουν αὐτό, ἔπρεπε νά ἀφαιρέσουν ἀπό τή συνείδηση τοῦ λαοῦ τή ρωσική γλῶσσα, ὁ ὁποία ἀπό τή φύση της καί μόνο, εἶναι μιά χριστιανική γλῶσσα, δημιουργημένη, ἐπηρεασμένη καί διαμορφωμένη ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη. Καί ἀμέσως οἱ κομμουνιστές ἄρχισαν νά ἐξαναγκάζουν τόν καθένα νά μιλάει τή δική τους σοβιετική διάλεκτο, ἡ ὁποία γρήγορα ἔγινε γλῶσσα τῆς χώρας. Πολλές λέξεις ἔσβησαν ἀπό τή συνείδηση τοῦ λαοῦ -εἰδικά οἱ λέξεις ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες ἀναφέρονταν στήν ᾿Εκκλησία καί στήν Πίστη. Καί καθώς οἱ λέξεις ἔσβηναν, ἔσβηναν καί οἱ ἔννοιες τίς ὁποῖες ἀντιπροσώπευαν αὐτές οἱ λέξεις. Κι ἔχοντας σβήσει ἀπό τή σκέψη τῶν ἀνθρώπων, ἔσβησαν καί ἀπό τή ζωή τους. Μιά νέα Μαρξιστική –Λενιστική ἰδεολογία εἶχε ἀντικαταστήσει, πρῶτα μέσα στή χώρα καί στή συνέχεια μέσα στή σκέψη τῶν ἀνθρώπων, τόν ᾿Ορθόδοξο Χριστιανικό Πολιτισμό» (ἀπόσπασμα ἀπό ὁμιλία τοῦ καθηγητῆ ᾿Αλέξανδρου Ντβόρκιν στην Ι΄ Συνδιάσκεψη ᾿Εντεταλμένων ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν καί ῾Ιερῶν Μητροπόλεων, πού συνῆλθε στήν ᾿Αλίαρτο τῆς Βοιωτίας ἀπό 16-21 Σεπτεμβρίου 1998 μέ θέμα: «῾Η Μεταβολή τῶν θεμελίων, νέες θρησκευτικές κινήσεις τοῦ 20ου αἰώνα καί ὁ χριστιανικός πολιτισμός» καί ῾Η περίπτωση τῆς Ρωσίας. ᾿Αγγλικός τίτλος: «The shift of Paradigm – New Religious movements of the 20th century and the christian civilization: a Russian example», πηγή διαδίκτυο:http://www.apodimos.com/arthra). Βλέπουμε ἀπό τό παραπάνω ἀπόσπασμα ὅτι τό θέμα τῆς γλώσσας δέν εἶναι κάτι ἀμελητέο. ῾Η γλῶσσα εἶναι φορέας πολιτισμοῦ καί ἀξιῶν, φορέας πνευματικότητας. ᾿Ιδιαίτερα γιά μᾶς τούς ῞Ελληνες ἡ γλῶσσα τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ -μέρος τῆς ὁποίας εἶναι ἡ λειτουργική μας γλῶσσα- εἶναι ζυμωμένη μέ τήν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία τοῦ ῞Ελληνα. ῎Ηδη ἡ βυζαντινή ἱστορία παραχαράσσεται καί διαστρεβλώνεται ἀπό πολλούς. Γιατί ὄχι καί ἡ γλῶσσα τοῦ Βυζαντίου; ῎Αν μάλιστα λάβουμε ὑπόψη μας καί τή γνωστή δήλωση τοῦ Κίσσιγκερ: «῾Ο ἑλληνικός λαός εἶναι δυσκολοκυβέρνητος καί γι' αὐτό πρέπει νά τόν πλήξουμε βαθιά στίς πολιτισμικές του ρίζες. Τότε ἴσως συνετισθεῖ. ᾿Εννοῶ, δηλαδή, νά πλήξουμε τή γλῶσσα, τή θρησκεία, τά πνευματικά καί ἱστορικά του ἀποθέματα, ὥστε νά ἐξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του νά ἀναπτυχεῖ, νά διακριθεῖ, νά ἐπικρατήσει, γιά νά μή μᾶς παρενοχλεῖ στά Βαλκάνια, νά μή μᾶς παρενοχλεῖ στήν ᾿Ανατολική Μεσόγειο, στή Μέση ᾿Ανατολή, σέ ὅλη αὐτή τή νευραλγική περιοχή μεγάλης στρατηγικῆς σημασίας γιά μᾶς, γιά τήν πολιτική τῶν ΗΠΑ». ῎Αν τώρα τά συνδέσουμε ὅλα αὐτά μέ τήν κατάργηση τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων πού ἐπιχειρεῖται καθώς καί μέ τόν συστηματικό πόλεμο γιά περιθωριοποίηση τῆς ῾Ελλαδικῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας μας, καταλαβαίνουμε τό μέγεθος τοῦ προβλήματος πού δημιουργεῖται καί μάλιστα μέ μιά γλωσσική ἅλωση ἐκ τῶν ἔνδον.

῾Ο μακαριστός π. ᾿Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἄνθρωπος λιπαρᾶς παιδείας, ἐξανίστατο, ὅταν παρατηροῦσε ὅτι γίνονταν στήν ἐποχή του ἀντίστοιχες μέ τίς δικές μας «γλωσσικές καινοτομίες καί αὐθαιρεσίες». ῏Ηταν ἡ ἐποχή ὅπου εἶχε καθιερωθεῖ ἡ δημοτική ὡς «ἡ γλῶσσα τοῦ λαοῦ» καί ὁ καθένας ἄρχισε νά πειραματίζεται γλωσσολογικά στό κεφάλι τοῦ κασίδη. «῾Ο λαός μας τροφοδοτεῖται καθημερινῶς διά προϊόντων γλωσσικῆς τερατογονίας», ἐπεσήμανε ὁ μακαριστός Γέροντας. ᾿Αναφερόμενος δέ σέ ἕνα περίεργο κρᾶμα καί ἐξάμβλωμα δημοτικῆς πού πήγαινε νά καθιερωθεῖ, τόνιζε τήν ἀπελπιστική πτωχεία τοῦ λεξιλογίου: «τόσην πτωχείαν λεξιλογίου οὐδ᾿ εἰς ἀναλφαβήτους χωρικούς θά ἠδύνατό τις νά εὕρῃ». Καυτηρίαζε ἐπίσης τούς ἀνατριχιαστικούς φραστικούς βαρβαρισμούς, ὅπως «ἡ δράσταινα τοῦ ἐγκλήματος» (ἀντί:ἡ δράστης τοῦ ἐγκλήματος), ὁλόγραφα, δυσμενά (ἀντί ὁλογράφως, δυσμενῶς). Τί θά ἔλεγες, Πάτερ ᾿Επιφάνιε, ἄν ἄκουγες ὅσα τήν σήμερον ἡμέραν «διαπράττονται» στήν ὄμορφή μας Πρέβεζα, θά σέ ἔπιανε ἡ μελαγχολία τοῦ τραγικοῦ Καρυωτάκη...

῞Ομως ἡ φωνή σου ἔχει ἀποτυπωθεῖ στά κείμενα πού μᾶς ἄφησες. ᾿Αναφερόμενος στούς γονεῖς τούς συμβούλευε ὡς πρός τό θέμα τῆς διδασκαλίας τῆς ᾿Αρχαίας ῾Ελληνικῆς Γλῶσσας: «῎Εχετε βαρείας εὐθύνας ἔναντι τῶν ἀνυπόπτων τέκνων σας. Μή τά ἀφήσετε οὔτε νά σχηματίσουν τήν ἐντύπωσιν ὅτι ῾Ελληνική γλῶσσα εἶναι ὡς τό ἄνω ἀποτρόπαιον καί αὐτόχρημα Σκυθικόν ἰδίωμα,...Σκεφτῆτε, ἀποφασίσατε καί ἐνεργήσατε. “῾Ο καιρός συνεσταλμένος ἐστί”. Τά ᾿Αγγλικά καί τά Γαλλικά τῶν τέκνων σας ἄς καθυστερήσουν ἐπί τινα ἔτη. Τά ἑλληνικά προηγοῦνται». ῾Ο π. ᾿Επιφάνιος παρότρυνε τούς γονεῖς νά μιμηθοῦν «τήν φωτεινή ἔμνευσιν» κάποιου λαϊκοῦ τότε (σήμερα δέ ἱερέως μέ ἕξι τέκνα ἀφιερωμένα στήν ᾿Εκκλησία), ὁ ὁποῖος συνέστησε στό σπίτι του στήν ῾Αγία Παρασκευή ἕνα τρόπον τινά κρυφό σχολεῖο, γιά νά μαθαίνουν τά παιδιά του (τῶν τελευταίων τάξεων τοῦ δημοτικοῦ! ), καθώς ἐπίσης καί ἄλλων χριστιανικῶν οἰκογενειῶν τά ᾿Αρχαῖα ῾Ελληνικά ἀπό φοιτήτρια τῆς ἀρχαίας ῾Ελληνικῆς Φιλολογίας. (Βλ. ᾿Αρχ. ᾿Επιφανίου Θεοδωροπούλου,, ἄρθρα, μελέται, ἐπιστολαί, σελ. 488-490, ἐν ᾿Αθήναις 1986).

Πολλοί ἀδελφοί μας ὑποκύπτουν στίς διάφορες σειρῆνες τῶν διαφόρων πειραματιστῶν καί ἀνανεωτῶν τῆς θείας λατρείας μας καί δέν μποροῦν νά κατανοήσουν γιατί δέν ἐπιτρέπεται ἀπό ὁποιονδήποτε ἡ εἰσαγωγή μεταφράσεων ἤ μεταγλωττίσεων -σέ ἀντικατάσταση δυστυχῶς τοῦ πρωτοτύπου-τῶν λειτουργικῶν μας κειμένων. Τά ἐπιχειρήματα εἶναι πολλά. ᾿Αναφέραμε ἤδη ἀρκετά. ῾Ορισμένους συνοπτικούς λόγους μᾶς δίνει ἐνδεικτικά καί ὁ κ. ᾿Ιωάννης Γιαννόπουλος (Δικηγόρος-συγγραφέας ἐκ Πατρῶν, ὁ ὁποῖος ἔχει διατελέσει καί Πρόεδρος τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Πατρῶν). Μᾶς λέει λοιπόν ὅτι ἄν ἐπικρατήσουν οἱ ἀπόψεις τῶν ἀνανεωτῶν θά ἐπενεργήσουν καταστροφικά, διότι:

α) Θά προκληθῆ σύγχυση στό ἐκκλησίασμα, ὄχι μόνο δέν θά ἐθισθῆ ὁ λαός μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου -ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ ἀνανεωτές- ,ἀντίθετα, φοβοῦμαι ὅτι ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΝΕΟ ΣΧΙΣΜΑ ΣΑΝ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟ (τά κεφαλαῖα δικά μου). ᾿Εκεῖνοι, πού τώρα παραπονοῦνται ὅτι δέν ἔρχονται στήν ᾿Εκκλησία, διότι δέν ἐννοῦν τή γλῶσσα, ΔΕΝ ΘΑ ΕΛΘΟΥΝ οὔτε ἐάν ἡ γλῶσσα μεταβληθῆ.

β) Θά χαθῆ ἡ ἱεροπρέπεια καί ἡ κατάνυξη, πού εἶναι τό βάθρο τῆς ᾿Εκκλησιαστικότητος. ῾Ο κ. Γιαννόπουλος στή συνέχεια ἐπεξηγεῖ: «κατάνυξη δέν πρέπει νά συγχέεται μ᾿ ἕναν ρηχό συναισθηματισμό». Καί ἐρωτᾶ: «ἄν ὁ πιστός δέν κατανυγῆ, σώζεται»;

γ) Θά θραυσθῇ ἡ ἱεροπρέπεια τῆς λειτουργικῆς γλώσσης. Καί τό σπουδαιότερο:

δ) ΘΑ ΕΚΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΘΗ Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ (τά κεφαλαῖα γράμματα εἶναι δικά μου).

Τέλος, ὁ ὡς ἄνω συγγραφέας τονίζει μέ ἔμφαση: -ἄν ἐπικρατήσει «ἡ προτεινόμενη καί δυστυχῶς ἐφαρμοζόμενη μεταγλώττιση- «Θά ἀλλοιωθῆ ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα, θά ἐκκοσμικευθῆ ἡ ᾿Εκκλησία καί θά ἀκοῦμε τραγουδάκια καί γλυκερές, κοσμικές χριστουγεννιάτικες συναυλίες ἀντί γιά πνευματικά τροπάρια. ῎Οχι μόνο ἡ ᾿Εκκλησία δέν θά προσελκύση τούς νέους, ἀλλά θά χάση καί τούς παλαιούς, ὅπως τούς ἔχασε καί στήν Δύση, ὅπου κλείνουν οἱ ναοί καί οἱ πάστορες παραδίδουν τά κλειδιά στόν δήμαρχο» (Βλ. Πολιτική Φιλολογική –τῶν Πατρῶν, Σεπτέμβριος 2000 & διαδίκτυο: http://www.i-m-patron.gr/lyxnos/metaglotisis_02.html). Νομίζω ὅτι θέσεις αὐτές τοῦ κ. Γιαννόπουλου εἶναι ὄντως προφητικές. Τί θά ἔλεγε ὁ ἄνθρωπος, ἄν ἔβλεπε καί ἄκουγε ὅσα γίνονται σήμερα στήν Πρέβεζα;

᾿Αλλά ἡ κατανόηση τῶν λειτουργικῶν κειμένων τῆς ᾿Εκκλησίας μας ἐξαντλεῖται στά πλαίσια τῆς ἀνθρώπινης διανόησης ἤ εἶναι μία διαδικασία πού ἀγκαλιάζει τόν ὅλο ἐν Χριστῷ ἀνακαινούμενο ἄνθρωπο; Ποιά εἶναι ἡ συμβολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ὅλη διαδικασία; ῞Οταν ὁ ἀναστάς Κύριος ἐμφανίσθηκε στούς περίλυπους, ταραγμένους καί ἀπιστοῦντες μαθητές του « διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς» (Λουκ. κδ΄, 45) καί ἄρχισε νά τούς ἐξηγεῖ πῶς ἐφορμόζονται στό πρόσωπό Του τά διάφορα περιστατικά τῶν θείων Γραφῶν. Τό ρῆμα «διανοίγω» ἐδῶ σημαίνει: ἑρμηνεύω, ἀναπτύσσω, ἐξηγῶ. ῾Επομένως, ἡ οὐσιαστική συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στά λειτουργικά δρώμενα δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τό νά τοῦ προσφέρομε νά ἀκούσει μιά ἐγκεφαλική καί ἀμφιβόλου ποιότητος μετάφραση (ἀντικαθιστώντας τό πρωτότυπο κείμενο), ἀλλά μέ τό νά συναντηθεῖ κάθε πιστός μέ τό πρόσωπο τοῦ ᾿Αναστάντος Κυρίου, συνάντηση πού πραγματοποιεῖται «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου».

Πρίν τή συνάντηση τοῦ Κυρίου μέ τούς ἕνδεκα μαθητές, πού προαναφέραμε, εἶχε ἐμφανισθεῖ στούς δύο μαθητές Λουκᾶ καί Κλεόπα, καθώς βάδιζαν πρός ᾿Εμμαούς. Κατά τή μαρτυρία, λοιπόν, τῶν δύο μαθητῶν «ἐπέγνωσαν τόν Κύριο ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου», ἀφοῦ προηγουμένως «διηνοίχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί» (Λουκ. κδ΄, 30-31). Οἱ ὀφθαλμοί αὐτοί δέν εἶναι ἀσφαλῶς τά ἐξωτερικά ὄργανα τῆς ὁράσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά οἱ ἐσωτερικοί ὀφθαλμοί τῆς ψυχῆς. Γι᾿ αὐτό καί ὁ λειτουργός ἱερέας προσεύχεται πρίν ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου γιά ὅλους: «῎Ελλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν. ῎Ενθες ἡμῖν καὶ τὸν τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα, τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας καταπαντήσαντες, πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ πράττοντες» (Θεία Λειτουργία, εὐχή πρίν τήν ἀνάγνωσή τοῦ Εὐαγγελίου). Βλέπουμε δηλαδή, ὅτι ἡ «κατανόησις τῶν εὐαγγελικῶν κηρυγμάτων» ἀπό τόν πιστό εἶναι οὐσιαστικά ἔργο τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί προϋποθέτει ὄχι μόνο μιά στεῖρα ἀκρόαση τῶν εὐαγγελικῶν λόγων, ἀλλά μιά ἀλλαγή τοῦ ἔσω τῆς καρδίας ἀνθρώπου, μέ τήν ἐμφύτευση τοῦ φόβου «τῶν μακαρίων ἐντολῶν» τοῦ Κυρίου», καί ταυτόχρονα μέ τήν κατανίκηση τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.

῾Επομένως, βλέπουμε ὅτι τό εὐλογοφανές σλόγκαν: «ὥστε νά ξέρουν οἱ ἄνθρωποι τί λένε ὅταν προσεύχονται» - πού μέ τόση ἀγωνία ἀναφέρουν οἱ Πρεβεζᾶνοι ἱερεῖς- δέν ἰσχύει. Πρίν λίγα χρόνια, ἐπί μακαριστοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου εἶχαν γίνει ἀνάλογα πιλοτικά πειράματα, τά ὁποῖα ἐφαρμόζουν μέ τόση ἐπιπολαιότητα τώρα στήν Πρέβεζα, καί εἶχαν ἀποτύχει παταγωδῶς, ὕστερα ἀπό τή μεγάλη κατακραυγή συντριπτικῆς μερίδας κληρικῶν καί λαϊκῶν. ᾿Από τήν πιλοτική αὐτή ἐφαρμογή διεφάνη ὅτι πέραν τῶν ἄλλων ἀρνητικῶν ἐπιπτώσεων πού εἶχε ἡ ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ προγράμματος, ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος ἀπό τήν ἀνάγνωση μεταφράσεων μέσα στή λατρεία τῆς σοβαρῆς δογματικῆς ἀλλοιώσεως τῶν ἐννοιῶν. Γιατί ἐπανέρχονται οἱ σεβαστοί κληρικοί τῆς Πρέβεζας; Τό πάθημα δέν ἔγινε μάθημα;

Κάνουμε τόσο ἀγῶνα ὡς ἔθνος νά ἐπανέλθουν στή χώρα μας τά κλεμμένα γλυπτά τοῦ Παρθενώνα, γιατί θεωροῦμε τά ἀγάλματα αὐτά μνημεῖα τοῦ παγκόσμιου καί τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί καλά κάνουμε. ῞Οταν, ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ προτείνεται ἡ κατάργηση τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ μας θησαυροῦ, πού διασώθηκε τόσους καί τόσους αἰῶνες μέσῳ τῆς θείας μας λατρείας καί μάλιστα ἀπό ἱερεῖς, ἐμεῖς θά κάτσουμε μέ σταυρωμένα χέρια; ῎Οχι, θά ἀντιδράσουμε μέ κάθε τρόπο! Μέ νύχια καί μέ δόντια θά ἀντισταθοῦμε στήν ἐπιχειρούμενη βεβήλωση. ῾Η ᾿Αρχαῖα ῾Ελληνική γλῶσσα δέν εἶναι, ὅπως μᾶς λέτε, ἀγαπητοί Πρεβεζᾶνοι ἱερεῖς, ἕνα ἔνδυμα, πού ὅταν παλιώσει ἤ ὅταν δέν μᾶς ἀρέσει τό πετᾶμε. Δέν ἔχουμε τίποτε γιά πέταμα. Δέν διαπραγματευόμαστε τίποτε. Δέν παραχωροῦμε τίποτε. ᾿Ακόμα κι ἄν μαθαίναμε ὅτι οἱ ᾿Εκκλησίες τῆς Πρέβεζας γέμισαν ἀσφυκτικά ἀπό νέους –πρᾶγμα πού δέν συμβαίνει- ἀκόμα καί τότε θά λέγαμε ΟΧΙ στό ξεπούλημα τῆς γλωσσικῆς μας κληρονομιᾶς! Δέν εἶναι γιά πέταμα ἡ λειτουργική μας γλῶσσα!