"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

19 Δεκέμβρη 198..., όταν πρωτοείδα τον γέροντα Ιάκωβο


Γράφει κάπου ο μητροπολίτης Ναυπάκτου ότι η ανάκληση στην μνήμη των προσκυνημάτων που έχουμε κκάνει, των ιερών αποδημιών, των συναντήσεων μας με αγίους άνδρες και γυναίκες συντελεί στην αναθέρμανση της αγάπης προς τον Θεό και την τήρηση των εντολών Του.
Toν αγ.Βονιφάτιο και την οσία Aγλαΐδα δεν τους ήξερα. Τους πρωτοείδα, θυμάμαι, σε μιά φορητή εικόνα στο μοναστήρι του οσίου Δαβίδ που είχα πάει πιτσιρικάκι με τρείς φίλους, εκ των οποίων μόνο η αφεντομουτσουνάρα μου δε φόρεσε το ράσο.

Και κάθε χρόνο τέτοια μέρα , ανακαλώ , σχεδόν με παυλωβιανό τρόπο, την μνήμη εκείνου του προσκυνήματος.
Τότε δεν ήταν πολύ γνωστός ακόμη ο γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης και στο μοναστήρι εγκαταβίωναν μόλις τρεις μοναχοί:ο π.Ιάκωβος, ο τωρινός ηγούμενος Κύριλλος και ο π.Σεραφείμ και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες , ειδικά με την πολλή υγρασία και την έλλειψη αποτελεσματικής θέρμανσης.

Την ημέρα του αγ.Βονιφατίου και της ερωμένης του οσίας Αγλαίας , γνώρισα τον κοκκαλιάρη ασκητή με το τρύπιο πουλόβερ, το "με συγχωρείτε" συνεχώς στα χείλη και τις ασταμάτητες διηγήσεις για οφθαλμοφανείς εμφανίσεις του οσίου Δαβίδ και του αγίου Ιωάννη του Ρώσου.
Εκείνες τις μέρες έβαλα το ξεροκέφαλο μου κάτω από το πετραχήλι του και μετέλαβα από τα χέρια του.

Αχ, νάρχονταν τα χρόνια πίσω...
Την ευχή σου να έχουμε γέροντα πάτερ Ιάκωβε κι άμποτες να αξιωθούμε να σε συναντήσουμε και πάλι ..
ἀπό: http://misha.pblogs.g

Σχόλιο ᾿Οδυσσέως: Πράγματι, πολύ συγκινητική ἡ περιγραφή. ῾Ο Γέροντας ὅμως κάνει αἰσθητή τήν παρουσία του μέ τήν προσευχή του καί τή συμπαράστασή του σέ ὅσους τόν ἐπικαλοῦνται... ᾿Ας μᾶς δώσει τήν εὐχή του καί γιά τό 2010 πού σέ λίγες ὧρες θά μπεῖ, τήν ἔχουμε πραγματικά ἀνάγκη.

Καλή καί εὐλογημένη χρονιά σέ ὅλους σας!

Ο Παπαθεμελής για τις Χριστουγεννιάτικες ευχές του Πάπα στη σκοπιανή γλώσσα

Ο Παπαθεμελής για τις Χριστουγεννιάτικες ευχές του Πάπα στη σκοπιανή γλώσσα


[Σημείωση –σχόλιο ᾿Οδυσσέως: ῾Ο πᾶπας δέν μᾶς ξεχνάει καί σέ κάτι τέτοιες εὐκαιρίες μᾶς δείχνει τά φιλελληνικά του συναισθήματα. Τό πρόσωπο ἀποκαλύπτεται.....]
Δήλωση Παπαθεμελή εξ’ αφορμής του γεγονότος ότι ο Πάπας απηύθυνε τις χριστουγεννιάτικες ευχές του στη ψευδώνυμη σκοπιανή γλώσσα.

«Ο προκαθήμενος της Καθολικής Εκκλησίας πρόσωπο ευρείας γνώσεως υψηλής κλασικής παιδείας δεν δικαιολογείται να αντιπαρέρχεται την ιστορική αλήθεια που επιβεβαιώνουν αδιάψευστες πηγές αιώνων σύμφωνα με τις οποίες οι Μακεδόνες είναι ῞Ελληνες γένος τω ρχαίον» (Ηρόδοτος ΙΧ, 45,2).

Ο Πάπας Βενέδικτος XVI επέμεινε για άλλη μια φορά να απευθύνει τις χριστουγεννιάτικες ευχές του στην ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων, επαναλαμβάνοντας το αρχικό του λάθος.

Δεν υπήρξε στην ιστορία μακεδονική γλώσσα, όπως δεν υπήρξε σπαρτιατική, μυκηναϊκή, βοιωτική κ.λ.π. Η γλώσσα είναι μία ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Οι διάλεκτοι πολλές. Αλλά και στην φανταστική εκδοχή να υπήρχε μακεδονική γλώσσα, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι το σημερινό μιξοσλαβικό ιδίωμα των Σκοπίων. Η μακεδονική γλώσσα είναι η ελληνική γλώσσα.
Η ψευδώνυμη των Σκοπίων είναι νόθον προπαγανδιστιικόν κατασκεύασμα, απόκλιση του βουλγαρικού ιδιώματος και ομιλείται από τους Σλάβους κατοίκους του γειτονικού μας κράτους που οι πρόγονοί τους εγκατεστάθησαν στην περιοχή τον 6ον - 7ον μ.Χ.αιώνα, χίλια χρόνια αφότου ο Μέγας Αλέξανδρος είχε καταστήσει τον ελληνικό πολιτισμό και τη γλώσσα του παγκόσμια γλώσσα.
Κυβέρνηση και Εκκλησία της Ελλάδος αλλά και οι Έλληνες Καθολικοί οφείλουν να διαμαρτυρηθούν στο Βατικανό και να αξιώσουν να σταματήσει επί τέλους το ατόπημα, το οποίο θίγει και τον ίδιο τον Ποντίφηκα».

Δευτέρα, 28 Δεκέμβριος 2009
Συντάχθηκε απο τον/την Romfea.gr

῾Η μετάφραση τῆς Καινῆς Διαθήκης στήν Νεοελληνική γλῶσσα Τοῦ ἀειμνήστου ᾿Ιωάννη Παναγόπουλου

῾Η μετάφραση τῆς Καινῆς Διαθήκης στήν Νεοελληνική γλῶσσα
Τοῦ ἀειμνήστου᾿Ιωάννη Παναγόπουλου
Καθηγητῆ ῾Ερμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης
Στή θεολογική Σχολῆς τοῦ Παν/μίου ᾿Αθηνῶν

[ Σημείωση-σχόλιο ᾿Οδυσσέως: Τό κάτωθι ἄρθρο τοῦ μακαριστοῦ καθηγητῆ ᾿Ιωάννη Παναγόπουλου δείχνει τίς μεγάλες δυσχέρειες πού ὑποκρύπτει ἡ ἀπόπειρα μεταφράσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης στή Νεοελληνική γλῶσσα γιά ἰδιωτική χρήση. Πόσο μᾶλλον οἱ σήμερον χρησιμοποιούμενες ἀδόκιμες καί ἐπικίνδυνες μεταφραστικές προσπάθειες στήν Μητρόπολη Πρεβέσης γιά λειτουργική χρήση, χωρίς καμμία ἐγκριση τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου. ῞Οπως θά δεῖ καί ὁ ἀναγνώστη στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ ἠ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται καί μάλιστα κακόγουστα!]


Ο λόγος του Θεού, ως το μοναδικό και θεόπνευστο γραπτό ευαγγέλιο της ζωής και της σωτηρίας, είναι ασφαλώς «δικαίωμα» του ανθρώπου κάθε εποχής και πρέπει να προσφέρεται σ' αυτόν σε γλώσσα προσιτή και εύληπτη. Το έργο της μεταφράσεως του θείου λόγου είναι συνεπώς ουσιαστική ανάγκη και ευθύνη της Εκκλησίας, που πρέπει να επιχειρείται πάντοτε εκ νέου. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία τήρησε κατ' αρχήν ανοικτή στάση απέναντι στο ζωτικό τούτο αίτημα και παρά το γεγονός, ότι η ίδια δεν προέβη σε επιστήμη μετάφραση της Αγ. Γραφής στην σύγχρονη γλώσσα, όμως σε αρκετές περιπτώσεις ενεθάρρυνε και επιδοκίμασε παρόμοιες προσπάθειες. Είναι βέβαια αυτονόητο, ότι την στάση της Εκκλησίας διέκρινε υψηλή ευαισθησία ως προς το ζήτημα των βιβλικών μεταφράσεων. Εφιστούσε ιδιαίτερα την προσοχή στις σοβαρές δυσχέρειες του έργου τούτου και απαιτούσε σεβασμό των ιερών κειμένων και της θεοπνευστίας της θείας αποκαλύψεως.
Τούτο επιβάλλει βασικά αυτή η φύση του γραπτού βιβλικού λόγου, που προϋποθέτει, εκτός από τους τεχνικούς-μεταφραστικούς, επί πλέον ειδικούς πνευματικούς και εκκλησιαστικούς όρους κατανοήσεως και ερμηνείας, αφού ως προς την μορφή, το περιεχόμενο, τις συνθήκες συγγραφής και τον ειδικό σκοπό του διαφέρει ριζικά από τα λοιπά γραπτά κείμενα του ανθρωπίνου πνεύματος. Επειδή η αξίωση του θείου λόγου είναι απόλυτη, γι’ αυτό η ορθή κατανόηση και ερμηνεία του είναι ουσιαστικός όρος για την σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Ιδιαίτερα όμως η μετάφραση της Αγ. Γραφής έχει καίρια σημασία για την ταυτότητα και την συνείδηση της Εκκλησίας, για την δογματική της διδασκαλία, για το κήρυγμα, την πίστη, την ευσέβεια, την ηθική, την λατρεία, τους εκκλησιαστικούς κανόνες και γενικά για ό,τι αφορά την ιστορική της υπόσταση και παρουσία.
Η ζωή και η παράδοση της Εκκλησίας σε όλες τις μορφές της είναι στη ουσία μεταφορά και εκσυγχρονισμός του βιβλικού ευαγγελίου με εξιδιασμένα πνευματικά, φιλολογικά και αισθητικά μέσα. Επίσης οι μακροχρόνιες και έντονες διαμάχες της Εκκλησίας με τις αιρέσεις όλων των αποχρώσεων και όλων των εποχών είναι κατά βάση ασυμβίβαστος αγώνας για την ορθή κατανόηση και μεθερμηνεία της βιβλικής αλήθειας. Το έργο τούτο επιτέλεσε η Εκκλησία με την εδραία συνείδηση, ότι η ορθή ερμηνεία και η αυθεντική διδασκαλία του θείου λόγου είναι αποκλειστικά δική της υπόθεση, αφού σε τελευταία ανάλυση ο λόγος του Θεού δεν μπορεί να διαχωρισθεί από το ζωντανό σώμα του Χριστού και συνεπώς η δημόσια διακήρυξη και η προσωπική οικειοποίηση του είναι συστατικό γεγονός της Εκκλησίας.
Ιδιαίτερα, ως προς την μετάφραση της Κ. Δ. Στην νεοελληνική γλώσσα πρέπει να επισημάνουμε ορισμένες επί πλέον ιδιαιτερότητες. Δεν πρόκειται δηλαδή Για μετάφραση από μία ξένη γλώσσα σε άλλη, αλλά σε μία μορφή της ελληνικής γλώσσης, η οποία, όπως είδαμε προηγουμένως, προήλθε απ’ ευθείας από την Κοινή της Κ. Δ.. Συνεπώς η μεταλλαγή του ύφους της και η μετάφραση των βασικών της όρων δημιουργεί ρήγμα στην ενιαία γλωσσική παράδοση του Ελληνικού λαού, έχει δηλαδή Αρνητικές συνέπειες ως προς την πνευματική, γλωσσική και πολιτιστική ταυτότητα του. Επίσης η γλώσσα της Κ. Δ. έχει ουσιαστικά συνυφανθεί με την καθολική ζωή και σκέψη της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και η οργανική αυτή σύνδεση έχει δημιουργήσει στον Έλληνα Ορθόδοξο πιστό υψηλή ευαισθησία. Ο βιβλικός και εκκλησιαστικός λόγος έχει σε μεγάλο ποσοστό διατηρηθεί στο σύγχρονο νεοελληνικό ιδίωμα και η λεγόμενη θρησκευτική γλώσσα είναι αναπόσπαστο στοιχείο της νεοελληνικής δημοτικής. Το δεδομένο τούτο είναι μέγιστο πλεονέκτημα για τον Ορθόδοξο Έλληνα μεταφραστή της Κ. Δ. Και αν το αγνοήσει έρχεται αναπότρεπτα σε ρήξη με την γλωσσική συνείδηση, με την πνευματική, πολιτιστική ταυτότητα του τόπου και φυσικά με την θεολογική και εκκλησιαστική του παράδοση.
Το θέμα της μεταφράσεως της Αγ. Γραφής και ιδιαίτερα της Κ. Δ. Στην ιστορία της Εκκλησίας μας έχει δυστυχώς οδυνηρές διαστάσεις και δημιούργησε πολλαπλά τραύματα στο σώμα της. Επιχειρούμε μία σύντομη ιστορική επισκόπηση του θέματος.
1) Πριν από τον 17ο αιώνα υπήρξαν ευάριθμες μεταφράσεις βιβλικών κειμένων (περισσότερο της Παλαιάς Διαθήκης και λιγότερο της Κ. Δ.), που οφείλονταν σε ιδιωτική πρωτοβουλία Εβραίων και Ορθοδόξων Ελλήνων. Δεν δημιούργησαν σοβαρό πρόβλημα στην επιστήμη Εκκλησία, εκτός από την μετάφραση του Ιωαννικ. Καρτάνου.
2) Από την εποχή όμως της μεταφράσεως του Μαξίμου Καλλιουπολίτου (1638), την οποία υποστήριξε ο Κύριλλος Λούκαρις (1572-1638), στο ζήτημα τούτο εμπλέκεται η επίσημη Εκκλησία, η οποία και προβαίνει στην καταδίκη της (Πατρ. Ιεροσολύμων 1672). Την ίδια τύχη είχε και η διορθωμένη αυτή μετάφραση από τον Σεραφείμ Μυτιληναίο (από το Πατρ. Κων/λεως 1704). Στο μεταξύ είχε ιδρυθεί η Βρετανική Βιβλική Εταιρεία (Β. Ε.), η οποία πέτυχε την έγκριση (1814) από τον Οικουμ. Πατριάρχη Κύριλλο ΣΤ΄ της αναθεωρημένης αυτής μεταφράσεως (από τον Αν. Μιχαήλ) του 1810, για την οποία όμως ασκήθηκε πίεση σ' αυτόν. Η κατάχρηση της εγκρίσεως αυτής από τους μισσιοναρίους του Προτεσταντισμού προκάλεσε, ιδιαίτερα στα Ιόνια νησιά, ισχυρή αντίδραση.
3) Η κρίση κορυφώθηκε κατά τον 19ο αιώνα με τις μεταφράσεις του Μητρ. Τυρνάβου Ιλαρίωνος και του Ν. Βάμβα, τις οποίες θέλησε να προωθήσει και να καθιερώσει επίσημα η βρετανική Β. Ε. Και για μεν την μετάφραση του Ιλαρίωνος (εκδόθηκε μόνον η Κ. Δ. Το 1828) πέτυχε βέβαια την συναίνεση των Πατριαρχών Κυρίλλου Στ' και Γρηγορίου Ε', δεν μπόρεσε όμως να αποτρέψει την καταδίκη της από την Ι. Σύνοδο το 1823. Η μετάφραση του Ν. Βάμβα έγινε χωρίς την γνώμη και έγκριση της Εκκλησίας και δημοσιεύθηκε ολόκληρη (Π. και Κ. Δ.) το 1851, αφού προηγουμένως είχε καταδικασθεί δύο φορές (1836 και 1839) από την Σύνοδο του Οικ. Πατριαρχείου. Η καταδίκη και των δύο τούτων μεταφράσεων έγινε με τα επιχειρήματα, ότι α) κλονίζουν την εκκλησιαστική διδασκαλία και δογματική παράδοση, β) υποτιμούν την αξία της Κοινής γλώσσης της Κ. Δ. Και γ) δημιουργείται ο κίνδυνος να διεισδύσουν προτεσταντικές διδασκαλίες και μεταρρυθμιστικές τάσεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Επί πλέον προκάλεσε μεγάλη αντίδραση η ανοικτή πρόκληση των προτεσταντών μισσιοναρίων, οι οποίοι με την βοήθεια των βιβλικών τούτων μεταφράσεων, με την ίδρυση σχολείων, την διάδοση θρησκευτικών εντύπων και με το πρόσχημα της κατανοήσεως του θείου λόγου από τον απαίδευτο λαό, αποσκοπούσαν (μυστικά ή φανερά) σε «διαφωτιστικό» και προσηλυτιστικό έργο ανάμεσα στον Ορθόδοξο λαό. Για τους σπουδαίους καιρικούς αυτούς λόγους, μαζί με την καταδίκη των μεταφράσεων, απαγορεύθηκε πρόσκαιρα και κάθε νέα μετάφραση της Αγ. Γραφής.
Ακολούθησαν τα λεγόμενα «ευαγγελικά» του Νοεμβρίου του 1901, όταν έγινε φανερή η τακτική της ξενόφερτης βασιλικής εξουσίας και άλλων οργανωμένων κύκλων να επιβάλλουν και δια μέσου νέων μεταφράσεων της Κ. Δ. (της Ιουλίας Σωμάκη - Καρόλου και του Αλ. Πάλλη) «διαφωτιστικές» ιδέες στον ελληνικό λαό και συνεπώς να επιτύχουν βαθμιαία τον εκδυτικισμό του. Απέναντι στην οργανωμένη αυτή προσπάθεια εξεγέρθησαν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αποτέλεσμα να χυθεί άφθονο αίμα και να παραιτηθούν η τότε κυβέρνηση και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Με αφορμή τα γεγονότα αυτά στο άρθρο 2, παρ. 2 του Συντάγματος του 1911, προστέθηκε η φράση: «Το κείμενο των Αγίων Γραφών τηρείται αναλλοίωτον η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τούτου άνευ της προηγουμένης εγκρίσεως και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας απαγορεύεται απολύτως». Το άρθρο αυτό υπάρχει σε όλα τα μεταγενέστερα Συντάγματα ως σήμερα με την προσθήκη (από το 1927): «… άνευ της προηγουμένης εγκρίσεως της αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Ελλάδος και… ».
Από την εποχή των «ευαγγελικών» δεν δημιουργήθηκε σοβαρό πρόβλημα ως προς την μετάφραση της Αγ. Γραφής στην νεοελληνική γλώσσα. Στην δεκαετία του 1960 η ενωμένη πλέον Β. Ε. επανέφερε όμως το θέμα μιας νέας μεταφράσεως της Κ. Δ. και ανέθεσε το έργο τούτο σε τέσσερες Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Δυστυχώς δεν ήλθε σε επαφή και συνεννόηση με το Οικ. Πατριαχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως όριζε το ισχύον Σύνταγμα. Την εκκλησιαστική έγκριση επεζήτησε και έλαβε εκ των υστέρων (1967), αφού όμως παραπλάνησε την Εκκλησία ως προς το πρωτότυπο κείμενο (ενώ υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει το κείμενο του Πατριαρχείου, όμως εξετύπωσε το γνωστό δυτικό textus receptus με συμπληρώσεις από την έκδοση του Nestle).
Από την ως τότε ιστορία των βιβλικών μεταφράσεων στην Ελλάδα εξαίρουμε τα εξής ενδεικτικά γεγονότα: α) Το θέμα δημιουργήθηκε ως εμβόλιμη κατάσταση στην ζωή της Εκκλησίας, όταν προτεσταντικοί κύκλοι, με το πρόσχημα της προσφοράς του λόγου του Θεού στο λαό σε κατανοητή, απλή γλώσσα, επεδίωξαν αλλότριους προς το γράμμα και το πνεύμα της μεταφραζόμενης Αγ. Γραφής σκοπούς, β) Η μετάφραση της Αγ. Γραφής, που προώθησαν συστηματικά προτεσταντικοί κύκλοι, εντάσσεται στο γενικώτερο σχέδιο της «μεταρρυθμίσεως» όχι μόνο της ελληνικής Εκκλησίας, σύμφωνα με προτεσταντικά πρότυπα, αλλά και της «πνευματικής διαφωτίσεως» του Ελληνικού λαού. γ) Με την διάδοση των νέων μεταφράσεων και με τα μέσα της διπλωματίας επεδίωκαν οι προτεσταντικοί κύκλοι να δημιουργήσουν διχασμό στους κόλπους του λαού και της Εκκλησίας και να διαβρώσουν την Ορθόδοξη συνείδηση κλήρου και λαού. δ) Ο κύριος σκοπός των προτεσταντικών μεταφράσεων ήταν κυρίως προσηλυτιστικός και ο εκδυτικισμός της ελληνικής κοινωνίας. Για τον λόγο τούτο η Β. Ε. Επεδίωκε πάντοτε να εισέλθουν οι μεταφράσεις της στην εκπαίδευση, ως επίσημο διδακτικό εγχειρίδιο, ε) Ως κείμενο της μεταφράσεως της Παλαιάς Διαθήκης έπρεπε να λαμβάνεται το Εβραϊκό και όχι των Ο'. Με τον τρόπο αυτό θα διευκολυνόταν η είσοδος στην ελληνική Εκκλησία του εβραϊκού κανόνα της ΠΔ. στ) Το κείμενο της Κ. Δ. Έπρεπε να είναι το δυτικό textus receptus και όχι το Βυζαντινό - Εκκλησιαστικό. Και τέλος ζ) η νέα μετάφραση έπρεπε να τυπώνεται και χωρίς το πρωτότυπο, με αποτέλεσμα να χάσει ο λαός την επαφή με την Κοινή ελληνική γλώσσα της Κ. Δ..
Η μετάφραση των τεσσάρων Καθηγητών του 1967 δεν προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις στους κόλπους της ελληνικής Εκκλησίας και συνεχίζεται να ανατυπώνεται ως σήμερα. Ωστόσο η Β. Ε. επανέφερε στην δεκαετία του 1980 πάλι το θέμα της μεταφράσεως της Κ. Δ. στην νεοελληνική γλώσσα. Επέλεξε έξι Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, οι οποίοι, ύστερα από καθοδήγηση και εκπαίδευση εκ μέρους αξιωματούχων της Β. Ε., ετοίμασαν την νέα μετάφραση τους (1985). Δυστυχώς και την φορά αυτή η Β. Ε. αγνόησε την Εκκλησία, δεν επέλεξε το εκκλησιαστικό, αλλά το κριτικό κείμενο της εκδόσεως Nestle-Aland και επέβαλε την μέθοδο της λεγόμενης «δυναμικής αντιστοιχίας», δηλαδή την κατ' έννοια ελεύθερη απόδοση σε δημώδη, πολλές φορές χυδαία και λαϊκίζουσα γλώσσα. Την γλώσσα αυτή, την μεταφραστική μέθοδο και τους μεταφραστικούς κανόνες προδιέγραψε βέβαια η Β. Ε. Η μετάφραση αυτή περιέχει σοβαρά δογματικά και μεταφραστικά λάθη, δημιουργεί σύγχυση ως προς την ευσέβεια και την ηθική της Εκκλησίας, έχει έντονο κοινωνικοπολιτικό χρωματισμό, συγχέει το νόημα πολλών βιβλικών όρων και εξαρτάται εν μέρει από αντίστοιχες μεταφράσεις της Κ. Δ. της Β. Ε. σε σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Η νέα αυτή μετάφραση των Έξι Καθηγητών προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους κόλπους της Εκκλησίας. Για τους λόγους τούτους παρενέβη, καθώς όφειλε, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία και κατέταξε με εγκύκλιο της τον Μάϊο του 1985 «την ως άνω έκδοσιν εις τας μη ανεγνωρισμένας υπό της Εκκλησίας, θεωρούσα ταύτην και τυπικώς και ουσιαστικώς απαράδεκτον», επειδή «παρεκκλίνει κατά πολύ της παραδεδομένης και αγιοπνευματικής Ορθοδόξου ερμηνείας και λειτουργικής παραδόσεως, περιέχουσα ελευθέραν, αυθαίρετον και από πλευράς Ορθοδόξου Εκκλησίας απαράδεκτον απόδοσιν νοήματος πολλών αγιογραφικών περικοπών». Στην συνέχεια αποτρέπει την κατ' ιδίαν και δημόσια χρήση της, επειδή δημιουργεί κίνδυνον «νοθεύσεως της Αγιογραφικής αληθείας και του Ορθοδόξου φρονήματος του πληρώματος της Εκκλησίας». Παράλληλα η Ι. Σύνοδος διώρισε ειδική Συνοδική Επιτροπή από Αρχιερείς και Καθηγητάς της Θεολογικής Σχολής Αθηνών προς εκπόνηση νέας εκκλησιαστικής μεταφράσεως της Κ. Δ..
Η Β. Ε. δεν μπορούσε βέβαια να δεχθεί αμαχητί την ήττα της. Προτού προλάβει η Συνοδική Επιτροπή να προχωρήσει στο έργο της, επανέφερε το ζήτημα και εξετύπωσε, με την συνεργασία τώρα τεσσάρων Καθηγητών, το 1989, σε νέα «βελτιωμένη» έκδοση την πρώτη της μετάφραση. Οι μεταφραστές έδωσαν στην Ι. Σύνοδο την διαβεβαίωση, ότι διώρθωσαν τα επίμαχα χωρία. Για λόγους, που αδυνατούμε να γνωρίζουμε, η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έδωσε τελικά την έγκριση της και μάλιστα χαρακτήρισε την νέα αυτή μετάφραση … «σύμφωνον προς το πνεύμα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας και προς την Ιεράν αυτής Παράδοσιν» (2 Ιουνίου 1988). Επευλογίες απέσπασαν οι μεταφραστές και από τα λοιπά Ελληνορθόδοξα Πατριαρχεία, ύστερα από προσωπικές διαβεβαιώσεις για την «ορθοδοξία» της μεταφράσεως και περιφορά σ' αυτά των τυπογραφικών δοκιμίων της.
Είναι αυτονόητο, ότι ύστερα από την απρόβλεπτη αυτή και βεβιασμένη έγκριση η Συνοδική Επιτροπή ανέκοψε το έργο της και υπέβαλε την παραίτηση της.
Έτσι φαινομενικά λύθηκε το θέμα της μεταφράσεως αυτής. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για νέα παραπλάνηση της Εκκλησίας και του Ελληνικού λαού εκ μέρους της Β. Ε. Η δεύτερη και δήθεν «βελτιωμένη» αυτή έκδοση της μεταφράσεως δεν διαφέρει στην ουσία από την πρώτη και επισήμως καταδικασθείσα. Η «αναθεώρηση» αφορά κυρίως την μερική βελτίωση της γλώσσης, τον περιορισμό χονδροειδών και λαϊκίστικων αποδόσεων, ενώ παρέμειναν τα ίδια απαράδεκτα δογματικά και μεταφραστικά λάθη. Επί πλέον η Β. Ε., Κύριος οίδε πώς, πέτυχε την έγκριση της Εκκλησίας και του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ώστε να διανέμεται η μετάφραση αυτή, και μάλιστα … χωρίς το πρωτότυπο κείμενο, υποχρεωτικά στην Μέση Εκπαίδευση ως διδακτικό εγχειρίδιο. Έτσι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας η Β. Ε. Πραγματοποίησε τον προαιώνιο σκοπό της, δηλαδή να υποσκελίσει και υποκαταστήσει την Εκκλησία στο μεταφραστικό έργο της Κ. Δ., να εμφανισθεί ως ο υπεύθυνος φορέας και ζηλωτής του θείου λόγου στον χώρο της Εκκλησίας μας και να αναλάβει τον «ευαγγελισμό» και την «διαφώτιση» του Ελληνικού λαού και της νεολαίας.
Η νέα αυτή προκλητική μετάφραση της Κ. Δ. από την Β. Ε. αποτελεί σοβαρότατο κίνδυνο για το Ορθόδοξο πλήρωμα και δημιουργεί τεράστιες ευθύνες στην διοικούσα Εκκλησία. Βέβαια οι συνθήκες και οι διαδικασίες, με τις οποίες εκπονήθηκε και εγκρίθηκε η νέα αυτή μετάφραση, καθώς και η ποιότητα της την έχουν ήδη θέσει στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας. Το θέμα συνεπώς της μεταφράσεως της Κ. Δ. Στην νεοελληνική γλώσσα παραμένει ακόμα ανοικτό. Η ευθύνη της Εκκλησίας για την εκπόνηση μιας νέας μεταφράσεως με τη δική της εποπτεία, σύμφωνης προς το γράμμα και το πνεύμα της βιβλικής αλήθειας, όπως αυτή κατανοείται, ευαγγελίζεται και βιώνεται στην ζωντανή παράδοση της, παραμένει ακέραιη
Για πληρέστερη ενημέρωση παράβαλλε μ.ά. τις εργασίες: Κακουλίδη Eλ., για την μετάφραση της Καινής Διαθήκης. Ιστορία-Κριτική-Απόψεις. Βιβλιογραφία, Θεσσαλονίκη 1976. Μεταλληνού Γ., Το ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ' αι., Αθήναι 1977. Παναγόπουλου I. , Η νέα μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην νεοελληνική γλώσσα, Αθήναι 1986, ανατ. από την «Εκκλησία» 1986, τεύχ. 4 και 5. Η μετάφραση της Αγίας Γραφής στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Εισηγήσεις Α΄ Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 25-28 Οκτωβρίου 1986, Θεσσαλονίκη 1987.
Πηγή: "Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη" τού Ιωάννου Παναγόπουλου, σελ. σελίδες 46-53. Αθήνα 1995. Εκδόσεις Ακρίτας.
[Διαδίκτυο: http://www.oodegr.com/oode/grafi/keimena/ell_met_kd_1.htm]

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

ΛΑΟΣ: ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ

Λαός: Κάτω τα χέρια από τη Θεία Λατρεία
του Παναγιώτου Μ. Σωτήρχου

[῞Ενα «προφητικό» κείμενο πρίν από πέντε χρόνια...῾Η ἱστορία μᾶς διδάσκει! ῎Ας μήν ξαναπέσουμε στίς ἴδιες παγίδες.....]

Αν ο λαός μας είχε την δυνατότητα να εκφράσει ελεύθερα το φρόνημά του και να ακουστεί παντού η φωνή του, πολλοί θα έτρεχαν να κρυφτούν και να εξαφανιστούν από το προσκήνιο της εξουσίας. Της κάθε εξουσίας. Γιατί θα τους ξεσκέπαζε και θα τους «ξεφώνιζε», όπως λέγει ο λαός, όλες τις εξουσίες. Και τις σημερινές και τις χτεσινές και τις προχτεσινές - γιατί όλες τον ίδιο ρόλο παίζουν στην τραγωδία του τόπου μας - σχεδόν σε όλους τους τομείς ή τους περισσότερους. Τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα» όμως έχουν τον έλεγχο των τηλεοράσεων, των ραδιοφώνων και των εντύπων, και έτσι ο λαός ακούει και μαθαίνει μόνον την εκδοχή και την άποψη των ισχυρών και των κρατούντων εκάστοτε.
Αν ο λαός είχε αυτή την δυνατότητα να μιλήσει ελεύθερα, θα φώναζε με όλη του τη δύναμη και προς πάσα κατεύθυνση:
- Κάτω τα χέρια από τα ιερά και τα όσια του Γένους!
- Κάτω τα χέρια από την Θεία Λατρεία των Ορθοδόξων!
- Κάτω τα χέρια από την ουράνια γλώσσα των Ελλήνων!
- Μην αλλάζετε την πορεία του Γένους! Δεν πουλιούνται όλα σ’ αυτόν τον τόπο! Μη θεοποιείτε το χρήμα και το Φαρισαϊσμό! Σταματήστε!
Ο σοφός από ένστικτό λαός μας δεν έχει πληροφορηθεί ακόμα επακριβώς τι είναι το νέον πείραμα, που επιχειρούν οι καινοτόμοι της Εκκλησίας, οι οποίοι νομίζουν κακώς ότι η Εκκλησία είναι προσωπικόν τους φέουδρον και χώρος άκοπης ευζωίας. Δεν μιλούμε βεβαίως για όλους τους κληρικούς, διότι υπάρχουν ακόμη όρθιοι και αγονάτιστοι κληρικοί στον τόπο μας και δεν «έκλυναν γόνυ τω Βάαλ». Αναφερόμαστε στους αδίστακτους καινοτόμους της εξουσίας.
Αν ο λαός μας αντιληφθεί τα ύπουλα παιχνίδια, που παίζοντας από τους ανευλαβείς καινοτόμους του ιερατείου της χλιδής και της αναξιότητος, θα ξεσηκώνονταν και θα επαναστατούσε και τότε θα γινόταν πραγματικότητα ο λόγος «Φωνή λαού οργή Θεού». Δεν ξέρουν ακόμα οι πολλοί ότι οι πονηροί μηχανισμοί των απίστων, προσπαθούν μεθοδικά να διαβρώσουν την Εκκλησία του Χριστού με εκσυγχρονισμούς και «αναγεννητικές» ενέργειες, για να αλλάξουν την πορεία της. Οι άφρονες αυτοί αγνοούν ή δεν πιστεύουν τον πύρινον λόγον του Θεανθρώπου για την Εκκλησίας, που είπε ότι: «Και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ΙΣΤ' 18).
Ας δούμε όμως τι έγινε. Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Χριστόδουλος, μετά τα όσα δεινά επροξένησε ως τώρα, που αναστάτωσαν τους πιστούς, όπως το θέμα των ταυτοτήτων, την επίσκεψη του αιρετικού Πάπα, την διένεξη με το Οικουμενικό Πατριαρχείον και άλλα, τολμά τώρα να ταράξει το εσωτερικόν της Εκκλησίας, πότε με τις απόπειρες εκμοντερνισμού της Θείας Λατρείας και πότε με την αλλαγή της αμφιέσεως των κληρικών, λες και λύθηκαν όλα τα σοβαρά προβλήματα και το μόνο, που έμεινε να λυθεί είναι αν τα ράσα θα είναι φαρδομάνικα ή στενομάνικα!
Η νέα πρωτοβουλία, που ευχόμαστε ο Θεός να την σταματήσει εγκαίρως, είναι η προσπάθεια βαθμιαίας καταργήσεως της εκκλησιαστικής γλώσσας στη Θεία Λατρεία και η εισαγωγή της καθομιλούμενης, κατά την ανάγνωση των Αναγνωσμάτων (Ευαγγέλιον κα Απόστολος). Στην αρχή θα διαβάζεται το πρωτότυπον (για να μη προχωρήσουν αμέσως στην πλήρη κατάργησή του) και αμέσως μετά η μετάφραση. Και η σχετική εγκύκλιος λέγει ότι αυτή η καινοτομία γίνεται για να κατανοούν οι πιστοί και κυρίως οι νέοι, τα «λεγόμενα και τα ψαλλόμενα» (δηλαδή μας προετοιμάζουν ότι θα προχωρήσουν και στα ψαλλόμενα!) κατά την διάρκεια της Θείας Λατρείας.
Κάνουν την αρχή για να δουν τις αντιδράσεις και ανάλογα να πορευθούν. Ξεχνούν ότι αυτά ξανάγιναν δοκιμαστικώς στο παρελθόν και απέτυχαν. Και ευχόμαστε επίσης να μη ξανάρθουν στην επικαιρότητα εκείνα τα τραγικά γεγονότα με τα «Ευαγγελικά», στις αρχές του περασμένου αιώνα. Τότε είχε αναστατωθεί ο κόσμος με την μετάφραση του Ευαγγελίου στην νεοελληνική. Η μετάφραση έγινε και κυκλοφορεί ελεύθερα στα θρησκευτικά βιβλιοπωλεία. Γιατί τώρα θέλουν και μέσα στην Θεία Λατρεία;
Οι καινοτόμοι του ιερατείου λένε ότι νοιάζονται για το τι καταλαβαίνει ο λαός κατά τις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Αν ήθελαν κάτι τέτοιο ας το κάνουν με κηρύγματα εντός και εκτός των ναών και ας εκδώσουν και βιβλία για να μάθει ο λαός όσα δεν κατανοεί. Ο περίφημος γλωσσολόγος Γ. Χατζηδάκης σε σχετική μελέτη το απέδειξε ότι οι σπάνιες και ακατανόητες λέξεις της Καινής Διαθήκης που δεν γνωρίζει ο πολύς λαός δεν ξεπερνούν τις 150 - 200. Άρα δεν είναι αυτός ο σκοπός των καινοτόμων. Κρύβουν τον απότερον σκοπόν, που είναι να εκμοντερνισθεί και να κλονισθεί η Θεία Λατρεία, το διαμάντι της Πίστεως και ο στύλος αντιστάσεως, και να το μεταλλάξουν σε μια προτεσταντική φλυαρία, για να μη πούμε τίποτε άλλο …
Αυτό, που θέλουν κατά βάθος και μεθοδικά το επιχειρούν, είναι η κατάργηση της Ιεράς Παραδόσεώς μας, που κράτα και στηρίζει τον Ορθόδοξον Λαόν μας μέσα στους αιώνες της ιστορίας του. Δύο χιλιάδες χρόνια την ζούσε και την κατανοούσε την γλώσσα της Εκκλησίας ο πιστός λαός. Τώρα ξαφνικά πώς δεν μπορεί να την κατανοήσει; Η γλώσσα μας η ουράνια, που είναι θεμέλιο και ασπίδα του Γένους, διατηρήθηκε ως τώρα στην καλή και γνήσια μορφή της μέσα στην αγκαλιά της Εκκλησίας και αυτό το γεγονός ήταν και είναι μια από τις μεγάλες ευεργεσίες της Εκκλησίας προς το Γένος των Ελλήνων. Οι σκοτεινές δυνάμεις όμως, που κρύβονται πίσω από τις αντιπαραδοσιακές πρωτοβουλίες, θέλουν να υλοποιήσουν την εντολή του μεγάλου μισέλληνα Κίσσινγκερ, που είπε στους μηχανισμούς του «να χτυπηθεί η Παράδοση και η πνευματική παρακαταθήκη των Ελλήνων». Θέλουν να ξηλώσουν κλωστή - κλωστή το χαλί της Παραδόσεώς μας. Επειδή δεν μπορούν να ενεργήσουν την ανομία τους κατά μέτωπον, κάνουν πλαγίως και μεθοδικώς το έργον τους. Παραπλανούν τον λαόν τον απληροφόρητον και του λένε ότι όλα αυτά γίνονται για το καλό του …
Δεν θα σχολιάσουμε ολόκληρη την απαράδεκτη αυτή εγκύκλιο του αρχιεπισκόπου, η οποία περιέχει και άλλα «αγκάθια» μέσα της και αμφιβάλουμε να έτυχε της εγκρίσεως της Ιεράς Συνόδου, αλλά θα πούμε καθαρά την διαφωνία μας ακόμα και με την σκέψη κάθε καινοτομίας, για τρεις λόγους: Πρώτο γιατί καμιά μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει την ακρίβεια του πρωτότυπου. Δεύτερον, γιατί υπάρχει κίνδυνος να παρεισφρήσουν κακοδοξίες στην μετάφραση και τρίτον, διότι είναι απαρχή νέων αλλαγών στην Θεία Λατρεία. Ας έχουν όμως υπ’ όψιν τους οι καινοτόμοι ότι παίζουν με τη φωτιά και αν επιμείνουν στο βέβηλον εγχείρημά τους η φωτιά αυτή θα πέσει και θα τους κάψει. Γιατί «ο Θεός ημών είναι πυρ καταναλίσκον». Πρέπει να αναφέρω την σχετική φράση του Ευαγγελίου, γιατι αναφέρεται στη Θεία Λατρεία.
- «Διο βασιλείαν ασάλευτον παραλαμβάνοντες έχωμεν χάριν, δι’ ης λατρεύωμεν ευαρέστως τω Θεώ μετά αιδούς και ευλαβείας και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ΙΒ' 28-29)
Δηλαδή μας λέγει: Γι’ αυτόν τον λόγο, αφού επαραλάβαμε δια μέσοιυ της πίστεως στον Χριστόν βασιλείαν, που δεν σαλεύεται και δεν κλονίζεται ποτέ (η βασιλεία αυτή είναι η Εκκλησία, που ίδρυσε ο Χριστός στη γη και όχι άνθρωποι) ας αποδίδουμε στον Θεόν ευχαριστίαν. Και με την ευγνωμοσύνη μας, που θα εκφράζουμε με την ευχαριστίαν αυτή, ας λατρεύουμε τον Θεόν ευαρέστως με σεβασμόν και ευλάβεια. Και πρέπει με ευλάβεια και φόβο να τον λατρεύουμε, γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά, που κατακαίει και εξολοθρεύει κάθε ασέβεια και ανευλάβεια. Ποιοι λοιπόν, είσθε εσείς, κύριοι καινοτόμοι, που προσπαθείτε να αλλάξετε όσα διατήρησε η παράδοσή μας δυο χιλιάδες χρόνια και ο λαός τα ζούσε και τα καταλάβαινε και επεβίωνε με αυτά; Το ογδόντα τοις εκατόν της εκκλησιαστικής γλώσσας είναι κατανοητό και συχνά χρησιμοποιείται και στην καθημερινή λαλιά του λαού μας και τα υπόλοιπα είκοσι τοις εκατόν μπορεί, αν θέλει να τα μάθει ρωτώντας τον κλήρον ή διαβάζοντας τις πολλές και καλές μεταφράσεις, που κυκλοφορούν σε όλα τα θρησκευτικά βιβλιοπωλεία. Προς τι η μετάφραση και η καινοτομία; Για να ισοπεδώσετε τα πάντα και να φθείρετε το αιώνιον μέγεθος της Θείας Λατρείας;
Εκφράζοντας το αίσθημα και το φρόνημα του λαού μας, που δεν θέλει και δεν θα ανεχθεί καμιά καινοτομία στην λατρεία του Θεού, κλείνω τις λίγες αυτές γραμμές της διαφωνίας μου, που είναι και διαφωνία όλου του πιστού λαού, με τα λόγια του, τα οποία θα σας έλεγε αν εμφανιζόσασταν μπροστά του:
- Κάτω τα χέρια από την Θεία Λατρεία!
- Κάτω τα χέρια από τα ιερά και τα όσια της Παραδόσεώς μας!
- Κάτω τα χέρια από την ουράνια γλώσσα των Ελλήνων! Σταματήστε αμέσως την ασέβειά σας, πριν προκαλέσετε και νέο σχίσμα στον βασανισμένον λαό μας!


----------------
(Πηγή: "Δημοκράτης", 25 Σεπτεμβρίου 2004)





Copyright © από ::: Alopsis ::: All Right Reserved

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

O «MIKPOAΣTOΣ» (Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ) ENA EPΩTHMATOΛOΓIO ΠEPI THΣ «METAΦPAΣEΩΣ» ΛEITOYPΓIKΩN KEIMENΩN (Ἐγερτήριες σκέψεις πάνω σὲ μὴ καθεῦδον θέμα) Οἰκον

O «MIKPOAΣTOΣ» (Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ)


ENA EPΩTHMATOΛOΓIO ΠEPI THΣ «METAΦPAΣEΩΣ» ΛEITOYPΓIKΩN KEIMENΩN
(Ἐγερτήριες σκέψεις πάνω σὲ μὴ καθεῦδον θέμα)

Οἰκονόμου π. ᾿Αθανασίου Λαγουροῦ

Ὑποστηρίζεται ἐπιμόνως καὶ μεθοδικῶς ἐδῶ καὶ χρόνια μὲ τὴν ἐπίκληση σχετικῆς ἐπιχειρηματολογίας ἡ «χρεία μετάφρασης τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων τῆς Λατρείας μας στὰ Νέα Ἑλληνικά, μιὰ διαδικασία ἄκρως ἀπαραίτητη, ἡ ὁποία θὰ ἔπρεπε ἤδη νὰ ἔχει ξεκινήσει πρὸ πολλοῦ» (http://pakapodistrias.blogspot.com/2008/05/blog-spot_20.html)
Τεκμηριωμένα ἔχει ἐπίσης διατυπωθεῖ καὶ ἡ ἀντίθετη ἄποψη, ποὺ ὑπερασπίζεται τὴν παραδεδομένη γλῶσσα.
Εἰδικότεροι καὶ ἀξιότεροι περὶ τὰ θέματα ἔχουν ἐκφέρει πλούσιο καὶ θεμελιωμένο προβληματισμό. Ἐν τούτοις εἶναι τόσο ἀκριβὸ καὶ ἀπαράγραπτο τὸ ἐλεύθερον τῆς γνώμης, κατακριτέο δὲ τὸ «ὑποσιωπᾶν καὶ ὑποστέλλεσθαι», ὥστε ἡ καταγραφὴ καὶ τῆς ταπεινότερης γνώμης νὰ μποροῦσε νὰ συμβάλει ἔστω κατ’ ἐλάχιστον στὴν προαγωγὴ ἑνὸς διαλόγου, ὁ ὁποῖος στὰ ὅρια τῆς θεανθρωπίνης λειτουργίας ὑπηρετεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ (καὶ ὄχι τῶν ἀνθρώπων) καὶ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δηλαδὴ ἀνοικτὸς στὴν φωνὴ τοῦ Οὐρανοῦ. Μὲ μιὰ ἐπισήμανση, ὅτι στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα καραδοκεῖ ἐνίοτε ὁ κίνδυνος, ἡ διαφοροποίηση γνωμῶν νὰ προσλαμβάνει προσωπικὸ χαρακτήρα. Μὴ γένοιτο! Γὶ’ αὐτὸ ἐδῶ ἀποφεύγεται ἡ ἀναφορὰ σὲ πρόσωπα.
Μὲ ὁδηγὸ τὴν καλὴ προαίρεση προχωρῶ στὴν σύντομη καταγραφὴ ὁρισμένων ἁπλῶν (ἂν ὄχι ἁπλοϊκῶν) καὶ κοινῶν σκέψεων, λίγο ἀκατέργαστων καὶ πολὺ ἀφιλόδοξων, ὑπὸ μορφὴν εἰλικρινῶν ἐρωτημάτων (μὲ χαρακτήρα προκαταρκτικὸ ἢ περιφερειακό), τὰ ὁποῖα ὅμως θεωρῶ ἐξ ἴσου σπουδαῖα μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἀφοροῦν στὸ βαθύτερο περιεχόμενο τοῦ ἐν λόγῳ θέματος (Αὐτὴ καθ' ἑαυτὴν ἡ μετάφραση, οἱ ὄροι της καὶ ἡ “ἑρμηνεία”, ἡ “οὐσία”, ὁ “χαρακτήρας” καὶ ἡ ἀξία τῆς γλώσσης).

1. Ἀφετηριακὸ εἶναι τὸ ἑξῆς: ἡ «χρεία μετάφρασης», τὸ «ἄκρως ἀπαραίτητο» τοῦ πράγματος μὲ ποιὸ τρόπο, μὲ ποιὸ μετρητὴ μετριέται, ἀποδεικνύεται, ὥστε ἐπ’ αὐτοῦ νὰ θεμελιώνεται ἕνας ὁλόκληρος συλλογισμός; Πιθανὸν ἡ ποιμαντικὴ ἢ διδακτικὴ πείρα νὰ ἀπαντοῦν ἐν μέρει ὅτι οἱ νεώτερες γενιὲς πλέον (Σ: τὰ νέα ἑλληνικὰ μιλιοῦνται ἤδη τὸν 10ο-12ο αἰ.!) δὲν καταλαβαίνουν τὰ λόγια τῆς Λατρείας, τοὺς ὕμνους, τὶς εὐχές, καθ’ ὅτι ἔχει ἀρχίσει νὰ κρυσταλλώνεται μιὰ ἀγεφύρωτη γλωσσικὴ ἀπόσταση καὶ συνακόλουθη ἀδυναμία κατανοήσεως κ.λπ. Ἀλλὰ αὐτὸ ἀρκεῖ;
Σαφηνίζω: ἡ ποιμαντικὴ ἀλλὰ καὶ κοινωνικὴ παρατήρηση λέει ὅτι σήμερα κι ἄλλα –ἄλλης βεβαίως τάξεως– πράγματα τῆς Ἐκκλησίας κυρίως, ἀλλὰ καὶ τοῦ μέχρι τώρα ἀξιακοῦ μας περιβάλλοντος, δὲν γίνονται “κατανοητά”, ἀλλὰ αὐτὸ ἄραγε εἶναι δυνατὸν νὰ συνεπαχθεῖ τὸν “ἀναπροσδιορισμό” ἢ τὴν “τροποποίηση” ἢ τὴν “κατάργησή” τους, ὅπως, παραδείγματος χάριν, τὰ θέματα τῆς νηστείας, τῶν λεγομένων προγαμιαίων σχέσεων (δηλ. πορνεία), τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἢ τῶν ἐκτρώσεων(δηλ. φόνος);

2. Ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ὑπερβαίνεται αὐτὸ τὸ πρῶτο ἐρώτημα, ἔρχεται ἀμέσως ἕνα δεύτερο, ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἐπάρκεια τῆς “ἐπιχειρησιακῆς μελέτης”. Ἐπειδὴ ἡ προώθηση ἑνὸς τέτοιου σχεδίου ἀφορᾶ σὲ μείζονος σημασίας θέμα, ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν πλήρη μετά-βαση σὲ ἕνα ἄλλο “κόσμο”, ἔχουν ἄραγε μελετηθεῖ μὲ προσοχὴ ὅλες οἱ παράμετροι; Ἔχουν ζυγιστεῖ ἐξαντλητικὰ τὰ προσδοκώμενα ὀφέλη καὶ οἱ πιθανὲς ζημίες ποὺ θὰ προκύψουν; Ἴσως νὰ ἀπατῶμαι, ἀλλὰ μᾶλλον ἔχει δοθεῖ ἀρκετὴ ἔμφαση στὴ “νομική” ἐξέταση τοῦ ζητήματος (ἂν “ἐπιτρέπεται” ἢ ὄχι ἡ μετάφραση στὴν λογικὴ τῶν δῆθεν ἱερῶν γλωσσῶν), ἢ στὴν γλωσσσοερμηνευτική του πλευρὰ (ἂν “πετυχαίνει”, ἂν δηλ. εἶναι ἐφικτὴ ἡ μεταφορὰ στὰ νέα ἑλληνικά), ἐνῶ τὸ ζήτημα εἶναι πολυπαραγοντικό.
Ἐπικουρικῶς, ἔχει γίνει ἄραγε ἐμπεριστατωμένη ἀξιολόγηση τῆς χειροπιαστῆς ἐμπειρίας ἀπὸ τὸ ἀνάλογο ἐγχείρημα ὑπὸ τῆς λατινικῆς ἐκκλησίας; Διερωτῶμαι γιὰ τὰ “ποσοστὰ ἐπιτυχίας” του. Καὶ ἴσως νὰ μὴ χρειάζεται νὰ πᾶμε πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ ἔχουμε μιὰ πρώτη ἀντίληψη(!). Ὁ νοῶν νοείτω...
Καὶ ὁ ἐπιδιωκόμενος σκοπός; Ἄραγε νὰ ἐκτιμᾶται ὅτι μὲ τὴν «μετα-φρασμένη» Λατρεία θὰ γεμίσουν οἱ Ναοὶ (ἂν βεβαίως θεωρηθεῖ σὰν ἐπιτυχία ἡ “πλήρωση” τῶν Ναῶν) ἢ ὅτι θὰ προαχθεῖ τὸ ἐπίπεδο καὶ ἡ “ποιότητα” τῆς συμμετοχῆς καὶ προσευχῆς; Εἴμαστε στὴν πνευματικὴ θέση καὶ βεβαιότητα ὅτι θὰ “παραγάγουμε” ἴσης πνευματικῆς ἀξίας δημιουργία, ἡ ὁποία θὰ ἀντικαταστήσει ἐπαξίως τὴν ὑπάρχουσα;

3. Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἐπείγουσα «χρεία” νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὶς ἀνάγκες τοῦ σήμερα, ἔχουν ἄραγε χρησιμοποιηθεῖ καὶ ἐξαντληθεῖ ἄλλα πρόσφορα μέσα; Ἄραγε ἡ μεθοδική, συγκροτημένη, προγραμματισμένη (σὲ κεντρικὸ ἐπίπεδο) κατήχηση, ἐξήγηση, ἑρμηνεία καὶ παροχὴ ἐλαχίστων γραμματικῶν γνώσεων (π.χ. μὲ διανομὴ τευχιδίων κατὰ ἑορτολογική-λειτουργικὴ περίπτωση) δοκιμάστηκε καὶ ἀπέτυχε; Διαθέσιμα στοιχεῖα δείχνουν πὼς οἱ “ἰδιωτικές” (ἀπὸ ἱερεῖς , ἐκδότες, μονές, θεολόγους, κατηχητές) πρωτοβουλίες πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση εἶχαν ἐνθαρρυντικὰ ἀποτελέσματα. Στὸ τέλος-τέλος ἂν λίγα πράγματα ἐξηγηθοῦν ἅπαξ, “κατανοηθοῦν” καὶ ἀφομοιωθοῦν (π.χ. στὴν Θ. Λειτουργία – πράγμα πού κάνουν πάρα πολλοὶ εὐσυνείδητοι χριστιανοὶ ἀπὸ μόνοι τους), ὑπάρχει λογικός, πειστικὸς λόγος νὰ παραμένει ἐφ’ ὅρου ζωῆς ὁ βοηθητικὸς “νάρθηκας” (ἡ μόνιμη πλέον “μεταπεφρασμένη Λατρεία”); (ἐπιτρέψτε μου νὰ παραπέμψω σχετ. στὸ Προλογικὸ Σημείωμα τοῦ ὑπογραφομένου στὸ μικρὸ βιβλίο «KAΘHMEPINEΣ ΠPOΣEYXEΣ – μὲ Ἑρμηνευτικὴ Ἀπόδοση στὴν N. Ἑλληνική», ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι 19891 καὶ ἔκτοτε ἐπανειλημμένες ἐκδόσεις). Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ σκέψη μᾶς ὁδηγεῖ στὸ ἑπόμενο ἐρώτημα.

4. Γιατί νὰ ἔχει προεξοφληθεῖ πὼς οἱ νεώτεροι εἶναι τόσο ἀπρόθυμοι νὰ καταβάλουν ἕνα μικρὸ κόστος στὸν διάλογο, στὴν σχέση τους μὲ τὸν Θεό; Νομίζω πὼς τοὺς ἀδικοῦμε. Ὅταν τὰ Ἑλληνόπουλα μαθαίνουν δύο καὶ τρεῖς ξένες γλῶσσες, ἀπορροφοῦν πλῆθος παρεχομένων γνώσεων στὴν ἠλεκτρονικὴ ἐποχή μας, γιατὶ νὰ τὰ ἀπαξιώνουμε τόσο; Μαθαίνουν μὲ ἰδιαίτερη εὐκολία π.χ. τὰ πολυάριθμα περιφραστικὰ ρήματα τῆς ἀγγλικῆς γλώσσης καὶ δὲν μποροῦν νὰ μάθουν ὅτι «ποιῶ» σημαίνει «κάνω», «Πάτερ ἡμῶν» «Πατέρα μας» καὶ «παράσχου» «δῶσε» (ἄλλο βεβαίως ποὺ τὸ «δίνω» δὲν ταυτίζεται ἐννοιολογικῶς μὲ τὸ «παρέχω»!) κ.λπ.; Ἐκτὸς ἂν συμβαίνει κάτι χειρότερο: μήπως μὲ τὴν ὑποστηριζομένη «μετάφραση» ἀνακυκλώνεται τὸ κακὸ μάθημα τῆς “εὐκολίας” (μάθημα ποὺ τὸ μπουχτίζουν σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς) μὲ εὐθύνη τῶν ποιμένων;
Ἐδῶ ὅμως ξεφυτρώνει κι ἄλλο ἕνα θέμα. Ἡ ζωὴ στὴν Ἐκκλησία, ἢ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἕνα μόνιμο χαρακτήρα, εἶναι μιὰ διαρκὴς ἀγωγὴ καὶ καλλιέργεια. Ὑποτίθεται λοιπὸν ὅτι ἡ Πίστη εἶναι ἡ μητρικὴ “γλῶσσα” μικρῶν, μεγάλων (ἐξ οὗ καὶ ὁ νηπιοβαπτισμός). Καὶ ἡ ζωὴ ὅλων τῶν πιστῶν μέσα στὴν Ἐκκλησία τοὺς ἐξοικειώνει φυσιολογικὰ μὲ τὴν λειτουργικὴ γλῶσσα. Προεκτείνοντας λίγο διερωτῶμαι, χωρὶς γλωσσολογικὴ καὶ παιδαγωγικὴ “εἰδικότητα”: Στὸ νήπιο ποιὸς ἐξηγεῖ τὰ νοήματα ποὺ βαστᾶνε οἱ λέξεις; Ποιὸς τοῦ φυτεύει τὴν “κατανόηση” σὲ τόσο μικρὴ ἡλικία, ὅπου δὲν ὑπάρχει “μετάφραση”; Ποιὸς εἶναι δηλ. ὁ μηχανισμὸς τῆς μητρικῆς γλώσσης; Ἄραγε ἀναλογικῶς δὲν θὰ μποροῦσε τὸ ἴδιο νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ἐν λόγῳ ζήτημα; Ἐκτὸς ἐὰν εὐσταθοῦν δυὸ ὑποθετικὲς παραδοχές:
• α) ὅτι τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ ἡ ἐπάρκεια τοῦ τρόπου εἰσόδου τῶν ἀνθρώπων στὴν Ἐκκλησία (ρεαλιστικὲς προϋποθέσεις τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, οὐσιαστικὸ περιεχόμενο καὶ χαρακτήρας τῆς κατηχήσεως σήμερα κ.λπ.)
• β) ὅτι προωθεῖται ἕνα τέχνασμα/πρόγραμμα λειτουργικοῦ (λατρευτικοῦ) φάστ-φοὺντ γιὰ περαστικούς, βιαστικούς, ἀνυπόμονους, φυγόπονους, λίγο ἀδιάφορους, σχεδὸν ἀποξενωμένους “πιστούς”, ἄμαθους νὰ ὑψώνουν «ὁσίους χεῖρας” (A΄ Τιμ. β΄ 8) καὶ νὰ ξεκολλᾶνε τὶς καρδιές τους.
Εἰδικότερα, ἡ «μετάφραση» καὶ συνεπῶς ἡ «κατανόηση» εἶναι ἄραγε ἀρκετὴ γιὰ νὰ προσπελάσει ὁ πιστὸς στὸν πνευματικὸ κόσμο, στὸν ὁποῖο τὸν καλεῖ ἡ Λατρεία, ἕνα κόσμο γεμάτο σύμβολα; Χάριν παραδείγματος, ἄραγε “φτάνει”, ἀρκεῖ ἡ τέλεση μεταφρασμένης Θ. Λειτουργίας, κι ἂν ἀρκεῖ, τότε τί θὰ κάνουμε τὴν μυσταγωγικὴ Κατήχηση; Ἢ ἀλλιῶς διατυπωμένο, μέσα στὴν Μυσταγωγικὴ Κατήχηση, στὴν Ἐξήγηση τῆς Θ. Λειτουργίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐνσωματωθεῖ καὶ μιὰ γλωσσικὴ διασάφηση γιὰ “καλύτερη” κατανόηση, δηλ. «μετάφραση»; Καὶ τέλος πάντων, αὐτὴ ἡ «κατανόηση» δὲν κατανοεῖται, δὲν ἐμπεδώνεται, δὲν ἀφομοιώνεται ποτέ; Θεωροῦνται δηλαδὴ οἱ πιστοὶ σὰν ἀνόητοι καὶ ἀνεξέλικτοι διὰ βίου;
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς θεοπαράδοτο τρόπο ζωῆς καὶ βίωμα τὴν ἄσκηση, τὴν γενικὴ φιλοπονία, τὸν κόπο. Ἄρα ἡ ἀπόδυση ὅλων, ποιμένων καὶ ποιμαινομενων, σὲ μιὰ συντονισμένη ἐργασία γιὰ τὴν ἐλαχίστη γλωσσικὴ καλλιέργεια καὶ τὴν ὑπέρβαση τῶν μικρῶν γλωσσικῶν “ἐμποδίων” στὴν Λατρεία, εἶναι ἐκκλησιαστικῶς καταξιωμένη (π.χ. πλῆθος ἑρμηνευτικῶν ἔργων [γιὰ τὰ «δυσκολοκατάληπτα», ὅπως γράφει] τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, στὰ ὁποῖα μαθητεύουν ὅσοι τίμιοι ἐπιθυμοῦν νὰ “καταλάβουν”) καὶ πάντως ἐπιβεβλημένη. Κανένας δὲν γεννιέται γιατρός, δικαστής, χημικός. Γίνεται. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χριστιανός. Γίνεται. Συνεχῶς. Ἑκουσίως. Ἐν τῷ μέτρῳ τῆς αὐτοῦ προαιρέσεως. Μὲ τρόπους πνευματικούς, δηλαδὴ ὑλικούς-πρακτικούς-σωματικούς-ψυχικούς-συναισθηματικούς-λογικούς-ἐκκλησιαστικοὺς ἐν Χάριτι. Θὰ ἦταν ἄραγε ἐντελῶς μὰ ἐντελῶς ἀβάσιμο νὰ βλέπαμε σ’ αὐτὴ τὴν μικρὴ “γλωσσική” διακονία “μιὰ σύγχρονη μορφή”, μιὰ ἐπικαιροποιημένη ὄψη αὐτοπαραδόσεως στὸ βαθιὰ ἀσκητικό, θυσιαστικὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας;
Ἡ σοφία τῆς ἐρήμου φαίνεται νὰ ἐπιμαρτυρεῖ: Ὁ ἅγιος Βαρσανούφιος μπροστὰ στὴν ἀδυναμία ἑνὸς ἀδελφοῦ, ποὺ τὸν ρωτᾶ: «διαβάζω τὸ ἑλληνιστὶ (κείμενο τῶν Ψαλμῶν) καὶ δὲν νοῶ τί λέγω», τοῦ ἀπαντᾶ πὼς ὁ κόπος γιὰ τὴν ἐκμάθηση τῆς γλώσσας ὄχι μόνο θὰ τὸν βοηθήσει στὴν κατανόηση, ἀλλά, πολὺ περισσότερο, θὰ τοῦ δώσει πλούσια χάρη «εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἀπόκριση σκη΄/ 228). Τί νὰ σημαίνει αὐτό;

5. Μετάφραση σημαίνει τὴν μεταφορὰ ἀπὸ ξένη γλῶσσα. Καὶ ἡ ὑποστήριξη τοῦ αἰτήματος γιὰ τὴν «μετάφραση» δηλώνει ἔμμεση παραδοχὴ καὶ θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης ὡς δῆθεν “ξένης”. Αὐτὸ ὑπὸ μία ἔννοια δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συνιστᾶ καὶ ἕνα εἶδος μειονεξίας ταυτότητος ἢ μειοδοσίας (ἐθνικῆς); Μήπως κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν κάνουμε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἀποδεικνύουμε πάλιν καὶ πολλάκις τὸν ἐπαρχιωτισμό μας μπροστὰ στὴν ἀρχοντιὰ τῆς Παραδόσεώς μας, τὴν μικρότητά μας μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Πολιτισμοῦ μας, τὴν (ἀθέλητη) συνθηκολόγησή μας μὲ τὶς ἀρχαῖες δυνάμεις ποὺ μηχανεύονται τὸν ἀφανισμὸ τῆς σαρκωμένης μαρτυρίας Χριστοῦ, τὴν (ἀκούσια) συμμαχία μας μὲ τοὺς προβοκάτορες τοῦ πνευματικοῦ ἐξολοθρεμοῦ μας;
Ἂν μή τι ἄλλο μήπως τίθεται θέμα στοιχειώδους αὐτοσεβασμοῦ; Ποιὸς ἄραγε μᾶς ἐβάσκανε; Τί ἔμεινε νὰ θυμίζει τὴν γλῶσσα ποὺ δίδασκε ὁ Ἀριστοτέλης τὸν M. Ἀλέξανδρο, μέρες πού 'ναι...; Τί μένει σήμερα χειροπιαστό, ζωντανὸ στὴν ἀνερμάτιστη Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν θεωρητικῶς (καὶ ἐμπορικῶς!) πολυδιαφημιζόμενο ἀλλὰ πρακτικῶς πολύκλαυστο Ἑλληνικὸ Πολιτισμό; Λίγα πράματα μᾶλλον: κανένα ἀνθοστόλιστο παραθύρι, καμιὰ ἀχνοφώτιστη ἐκκλησιά, κανένα σπασμένο ἀκροκέραμο, κανένα ἀναμμένο προσκυνητάρι, κανένα λαμπρὸ πανηγύρι, καμιὰ ξυσμένη ἁγιογραφία, καμιὰ ἐγκάρδια φιλοτιμία στὴ δουλειά, κανένα λεβέντικο τραγούδι ν’ ἀκοῦν τὰ βουνά, ν’ ἀκούει ὁ ἥλιος, ν’ ἀκούει κι ἡ θάλασσα καὶ νὰ ξεγελιοῦνται. Μὰ πιότερο ἀπ’ ὅλα τὸ «Φῶς ἱλαρόν», τὸ «Σήμερον κρεμᾶται», τὸ «Γλυκύ μου ἔαρ», τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», τὸ «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», τὸ «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέροντες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα», «τὸ Ἄξιόν ἐστι», ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει πῶς θὰ ἀπολογηθοῦμε (καὶ ὡς Ὀρθόδοξοι ἀλλὰ καὶ ὡς Ἕλληνες) στοὺς νεωτέρους, ποὺ ἡ γενιά μας δὲν εἶχε τὸ σθένος νὰ κρατήσει τὴν πατρικὴ κληρονομιά; Τί θὰ δικαιολογηθοῦμε, ποὺ τοὺς ἀποκόψαμε ἀπὸ ἕνα ζωντανὸ κομμάτι πολιτισμοῦ ποὺ ἐνδιαφέρει πανανθρώπινα; Τί θὰ τοὺς ποῦμε, ποὺ διακόψαμε σὲ μιὰ τεχνητὴ συγκυρία –κατασκευασμένη ἀπὸ τὶς στρεβλώσεις τοῦ μεταπολιτευτικοῦ Ἑλλαδιστάν– γιὰ χάρη μιᾶς προσκαιρης διανοητικῆς “ἀπολαύσεως” καὶ διευκολύνσεως τὴν ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μεχρι σήμερα ἀδιάκοπη λαλιὰ τοῦ λαοῦ μας, ποὺ μιλιέται ἀκόμη –ναί, μιλιέται καὶ τραγουδιέται, εἰς πεῖσμα πολλῶν– μέσα στὶς ἐκκλησιές; Τί θὰ τοὺς ποῦμε, ποὺ πνίξαμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια τὸν ἑλληνικὸ λόγο στὴν ἀκατάπαυστη συνάντησή του μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Σκηνή Του; Ποιῶν ἐν τέλει τὸ χατήρι κάναμε καὶ κόψαμε σύρριζα τοὺς δεσμούς μας μὲ τὴν συνέχειά μας;
Στοὺς ὁμοδόξους ἀδελφούς μας, Σέρβους, Ἄραβες, Ρώσους, Γεωργιανοὺς τί θὰ βροῦμε γιὰ δικαιολογία;
Ἀλλὰ καὶ στοὺς ξένους μελετητὲς τί θὰ ποῦμε, ποὺ στρέφονται, ἂν ὄχι μὲ σεβασμό, τουλάχιστον μὲ ἐνδιαφέρον, στὴν Ἀνατολή, ἡ ὁποία κρατάει ζωντανὰ στὴν πρωτότυπη γλῶσσα τὰ “ἱδρυτικά” κείμενα, στὶς λέξεις τῶν ὁποίων σημάνθηκε ἅπαξ ἡ εἰς Χριστὸν Πίστη καὶ ζωὴ –κείμενα ἀναφορᾶς στὴν παγκόσμια Γραμματεία καὶ Ἱστορία– τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὴν Θ. Λειτουργία, καὶ κατόπιν τὴν Ὑμνολογία;
Θὰ καταφέρναμε ἄραγε νὰ τοὺς καθησυχάσουμε ὅλους αὐτούς, καὶ μεῖς νὰ ξενοιάσουμε, ἂν τοὺς ἐξηγούσαμε πὼς δὲν μᾶς ἄξιζε πιὰ μιὰ τέτοια ἀτίμητη περιουσία;
Ὁ Ὀδ. Ἐλύτης γράφει: «Εἶναι μία γλῶσσα ...ποὺ τὴν τήρησε (ὁ λαός) μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμε ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὴν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὴν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τῆς φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς της καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τῆς ροκανίσαμε τὴν ἴδια της τὴν ὑπόσταση, τὴν κοινωνικοποιήσαμε, τὴν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό...».

6. Μήπως μὲ τὴν «μετάφραση» ἐπιτευχθεῖ μὲν ἡ «κατανόηση», διακυβευθοῦν δὲ ἄλλα πνευματικὰ ἀγαθά, ὅπως ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ ἀσφάλεια διατυπώσεως, ἡ “δουλεμένη” συναρμογὴ ἁγιογραφικῶν ἀποσπασμάτων καὶ ὑμνολογίας, πολὺ περισσότερο δὲ αὐτὴ ἡ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο ἐλάλησε ἐν τοῖς Ἁγίοις μὲ τὶς λέξεις; Ὁ M. Ἀθανάσιος λέει συγκεκριμένα: «μηδὲ πειραζέτω τὰς λέξεις μεταποιεῖν ἢ ὅλως ἐναλλάσσειν», γιατί τὸ Πνεῦμα βλέποντας νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ λόγια, ποὺ τὸ Ἴδιο “ὑπαγόρευσε” στοὺς Ἁγίους, μᾶς ἀκούει καὶ μᾶς συντρέχει. (Πρὸς Μαρκελλίνον..., λ-λα΄, ΒΕΠΕΣ, σελ.28)
Στὶς Κατηχήσεις του (Προκατήχ., 9) ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων, μιλώντας γιὰ τοὺς ἐξορκισμούς, γράφει πὼς τὰ λόγια τοῦ ἱερέως διώχνουν τὰ δαιμόνια ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον ἐπειδὴ εἶναι εἰλημμένα αὐτούσια ἀπὸ τὴν Γραφή.
Ἐπιπροσθέτως, στὴν παραβολὴ τοῦ Σπορέως (καὶ παρεμπιπτόντως, τί “καταλαβαίνουμε” οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τῶν πόλεων ἀπὸ τὴν λέξη «σπορά»;) (Λουκ. η΄ 5-15) ἀναφέρεται ἡ ἀπορία τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου γιὰ τὸ νόημά της. Ἐρώτησαν δηλ. τὸν Χριστὸ τί σημαίνει ἡ παραβολὴ αὐτή. Ἔλαβαν τότε τὴν ἀπάντηση: «Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσι» (... μὲ παραβολές: αἰνιγματώδεις διηγήσεις μὲ βαθύτερες ἀλήθειες ἀπὸ τὶς φαινομενικές, ἵνα διεγείρῃ τὸν ἀκροατήν, ἐπειδὴ πολλοὺς ἡ εὐκολία εἰς ραθυμίαν ἄγει [ἅγ. Ἰω. Χρυσ.]). (βλ. καὶ τὴν σχετ. ἑρμην. ἀπόδοση Π. Τρεμπέλα, σελ. 250). Ἄραγε αὐτὸ τὸ χωρίο θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς βοηθήσει στὸν συγκεκριμενο προβληματισμό, ἂν συλλογιστοῦμε καὶ τὴν περίπτωση τῆς «ἀναξίας τοῦ δεξασθαι» ἀκοῆς (ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσ.);

7. Θὰ εἶναι ἄραγε ἐντελῶς ἀπίθανο, παραλλήλως πρὸς τὴν «μετάφραση» γιὰ τὴν καλύτερη «κατανόηση», νὰ μᾶς μπεῖ καὶ ὁ πειρασμὸς νὰ προχωρήσουμε σὲ “ἐκκαθαρίσεις” ὑμνολογικῶν στοιχείων ἢ ἀναφορῶν, ποὺ σήμερα δὲν γίνονται “κατανοητά” ἢ ἀποδεκτά, ἢ δὲν “ταιριάζουν” μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα;
Τότε φυσικὰ ἡ ἐπιδιωκομένη «μετάφραση» θὰ λειτουργεῖ ὡς κερκόπορτα πολλῶν εἰσελάσεων καὶ ἀπελάσεων...
Ἀλλά, διόλου ἀπίθανο, πῶς θὰ ἀποτραπεῖ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ ὑμνολογικοῦ “κίτς”; (ὅπως οἱ κακόγουστες ζωγραφιὲς καὶ χαλκομανίες, οἱ ἄτακτες φωνές, τὰ ἄγαρμπα ἠλεκτρικὰ φῶτα, τὰ ἐξουθενωτικὰ μεγάφωνα, τὰ ἄθλια παραφινόκερα). Καὶ ποιὸς θὰ ἐμποδίσει κάθε περαιτέρω αὐτοπροαίρετο αὐτοσχεδιασμό, ἀφοῦ πιὰ τὸ “πράσινο φῶς” θὰ ἔχει ἀνάψει; Μήπως κινδυνεύσουμε νὰ γίνουμε μιὰ ὑπερ-ἀγορὰ ὅπου ὁ καθένας θὰ “διαλέγει” τί προϊὸν θὰ ἀγοράσει;

8. Συνωδὰ τῷ προηγουμένῳ ἀναφύεται καὶ τὸ ἑξῆς συμφυές: Μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἡ ὁποία ντύνει τὸν λειτουργικὸ λόγο, τί θὰ γίνει; Ἄραγε δὲν εἶναι κι αὐτὴ μιὰ “γλῶσσα” ποὺ δὲν “μιλιέται” πιά; Καὶ γιατί νὰ μὴ σκεφθοῦμε, μετὰ τὴν «μετάφραση» στὴν νέα ἑλληνική, νὰ προχωρήσουμε στὸ ἑπόμενο βῆμα, αὐτὸ τῆς μεταφορᾶς τῆς μουσικῆς σ’ ἐκείνην ποὺ “καταλαβαίνουν” οἱ ἄνθρωποι σήμερα; Κι ἂν τοὺς τὸ ἀρνηθοῦμε, ποιὸ ἐπιχείρημα θὰ ἐπιστρατεύσουμε;
Παραθέτω ἀπόσπασμα ποὺ ἁλίευσα στὸ διαδίκτυο, τὸ ὁποῖο μοῦ βαθαίνει πιὸ πολὺ τὴν ἀπορία, καθ’ ὅτι ἡ ὑποστηριζομένη θέση (περὶ μεταφράσεως) προσκρούει στὴν προεξοφλημένη χρήση τῆς ἐκκλησιαστικῆς (βυζαντινῆς) μουσικῆς:
«Ἴσως νὰ μὲ ἐνθάρρυνε (δηλ. στὴν ἰδέα “γιὰ μετάφραση καὶ τῶν ποιητικῶν μερῶν ἐκτὸς τῶν πεζῶν”) τὸ μελοποιημένο ἄκουσμα ποὺ εἶχα ἑνὸς ἐξαίρετου ποιήματος, προσόμοιου πάνω στὸν εἱρμὸ “Ἄφραστον θαῦμα”: Δάκρυα χάμου/κι ἀνατριχιάζουν τὰ χώματα/τῆς ἀγάπης μέγας χορηγός/ελί-χρυσο θαῦμα κρινάκι φύεται/γιὰ νὰ μυρίζει ἀνόρθωση πενθούντων./Τὴ Χαρά/νὰ φορᾶτε μὴ λυπᾶσθε.»
Ἂν ἡ διατήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης ἐκλαμβάνεται ὡς προσκόλληση, τότε ἡ διατήρηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους πῶς χαρακτηρίζεται; (φορμαλιστική;) Καὶ κατὰ λογικὴ ἀκολουθία, διερωτῶμαι (καὶ «ἀνατριχιάζω») –χωρὶς διόλου διάθεση εἰρωνείας– γιατί νὰ μὴ φορέσουμε στὴ νεοελληνικὴ ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ τὴ μουσικὴ Χατζηδάκη, Θεοδωράκη, ἤ... Ρουβᾶ;
Διευκρινίζω βεβαίως, πὼς προσωπικά μοῦ ἀρέσει τὸ ἀνωτέρω ποιητικὸ ἀπόσπασμα. Ἀλλά, προχωρώντας ἔτι περαιτέρω, δὲν εἶμαι σχεδὸν καθόλου σίγουρος πὼς μιὰ τέτοια ποίηση (μιὰ ποίηση ἐπιπέδου Ἐλύτη) θὰ εἶναι πιὸ “κατανοητή” μέσα στοὺς ναούς. Ὁπότε ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν θὰ χρειαζόμασταν καὶ πάλι ἑρμηνεία-ἐξήγηση γιὰ τὰ νέα ἑλληνικά;
Ἀκόμη καὶ ἡ στιχουργικὴ αὐτοῦ τοῦ ἀποσπάσματος μεταχειρίζεται τεχνικὴ παλαιᾶς (ἐκκλησιαστικῆς) κοπῆς. Νομίζω πὼς σήμερα ἡ ποίηση δὲν γράφεται ἐμμέτρως.
Καὶ ἀκολούθως, θὰ μπορούσαμε ἐξ ἴσου νὰ διερωτηθοῦμε καὶ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ εἰκονογραφία. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφικὴ εἶναι πάλι μιὰ “γλῶσσα”, “ἀκατανόητη” στὸν σύγχρονο ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο.
Μήπως ἄλλωστε δὲν ἔχουμε ἤδη ἀναρωτηθεῖ καὶ γιὰ τὸ Τυπικὸ (τῶν Ἀκολουθιῶν), τὸ ὁποῖο μοιάζει μ’ ἕνα «ἀπολίθωμα» τοῦ μεσαίωνα;
Καὶ πιὸ πέρα, τί θὰ μᾶς δυσκολέψει νὰ “ξαναδοῦμε” τὸ θέμα (ἤδη τεθειμένο) τῆς χρήσεως τῶν εὐχαριστιακῶν εἰδῶν στὴν Θ. Λειτουργία; Σήμερα ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος δὲν ἀποτελοῦν τὴν “βασικὴ γλῶσσα” διατροφῆς τοῦ παγκοσμίου ἀνθρώπου, ὅπως στὴν Παλαιστίνη στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ ἐπαναδιαπραγμάτευση μὲ σύγχρονη καὶ ἀνοικτὴ “γλῶσσα”, ἄραγε δὲν θὰ μᾶς ἔδινε πιὸ “κατάνοητά” ἀποτελέσματα, δὲν θὰ μᾶς ἀπενεκλώβιζε ἀπὸ τὴν ἀπολίθωση τοῦ παρελθόντος καὶ τὴν ἱεροποίηση τοῦ παλιοῦ πολιτισμοῦ;
Νὰ τολμήσω νὰ ρωτήσω κάτι πιὸ κατανοητό; Τί “καταλαβαίνει” ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀκούγοντας τὴν λέξη “θυσία”; Σὲ ποιὰ πραγματικότητά του, σὲ ποιὰ προσλαμβάνουσα παράστασή του ἀντιστοιχεῖ, ὥστε νὰ ἀναχθεῖ στὴν ἀναιμακτη Θυσία τοῦ Χριστοῦ; Μήπως ἡ πρόσβαση στὸ ἐννοιολογικὸ ἢ σημασιολογικό της περιεχόμενο θὰ ἐπιτευχθεῖ διὰ τῆς «μεταφράσεως», ἢ μήπως θὰ χρειαστεῖ νὰ “ἀνακαλύψουμε” ἕνα σύγχρονο ὑποκατάστατο τῆς “θυσίας”, δίκην “παρα-φράσεως”;
Μὲ λίγα λόγια ἡ «μετάφραση» ἐνδέχεται νὰ συμπαρασύρει –καὶ θά ’ναι ἀνακόλουθο νὰ μὴ συμπαρασύρει– κι ἄλλα πράγματα, καθὼς ἀντιστοιχεῖ σὲ μιὰ γενικὴ τάση (σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο – «Νέα Ἐποχή»;) “ἐπαναπροσδιορισμοῦ”, “ἐπαναξιολογήσεως”, “ἐπανερμηνείας” τῶν ὑφισταμένων “δομῶν” ἢ “παραδεδομένων ἀρχῶν”, αἰτημάτων δηλ. παρομοίων μὲ τὰ θέματα τῆς εἰκονομαχίας (π.χ. ἔχει προβληθεῖ ὁ ἰσχυρισμὸς πὼς ἡ διατήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης ἰσοδυναμεῖ μὲ εἰδωλολατρία). Ἡ θεολογία τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου θὰ μποροῦσε ἄραγε νὰ μᾶς διαφωτίσει συνολικῶς σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα;

9. Κατὰ τὴν ὡραία καὶ νόμιμη διαδικασία ἐπανόδου στὴν θεώρηση τῆς Λατρείας μέσα στὴν ἀρχαιοεκκλησιαστική της προοπτικὴ προκύπτει τὸ ἑξῆς ζήτημα: Τὰ Εὐαγγέλια (ὄχι ὅλα τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης) γράφτηκαν στὴν καθομιλουμένη γλῶσσα τῆς ἐποχῆς. Γιατί ὅμως μετὰ ἀπὸ τέσσερις αἰῶνες οἱ Μεγ. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι προβαίνουν σὲ ἕνα καθοριστικὸ τόλμημα καὶ γράφουν τὶς εὐχὲς τῆς Ἁγ. Ἀναφορᾶς (ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα συγγράμματά τους– π.χ. ἑρμηνευτικὲς ὁμιλίες, δηλ. κηρύγματα στὸν λαό) σὲ γλῶσσα, τὸ ἐπίπεδο τῆς ὁποίας εἶναι “ἀττικό” καὶ γυρίζει 800 χρόνια πίσω; Αὐτὴ ἡ ἐπιλογή τους, ἀσφαλῶς ἐνσυνείδητη, ἄραγε δὲν περιλαμβάνεται ὡς δεδομένο μέσα στὴν ἀρχαία παράδοση, ἄραγε δὲν μᾶς ἐφοδιάζει μὲ ἕνα ἰσχυρὸ ἀξιολογικὸ κριτήριο; Ποιὸς λόγος νὰ θεμελίωσε ἄραγε αὐτὴ τὴν ἐπιλογὴ τῶν θεοφόρων Πατέρων;
Κι ἀκόμη, βάσει ποίας λογικῆς, ἀρκετὰ ἀργότερα, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτὸν ὑμνογράφοι διευρύνουν κι ἄλλο τὸ χάσμα καὶ γράφουν Ἰαμβικοὺς Κανόνες στὴν ἔτι ἀρχαιότερη καὶ πλέον «δυσνόητη» ὁμηρική, ποὺ ἀναμφιβόλως δὲν μιλιόταν οὔτε “καταλαβαινόταν” ἐκείνη τὴν ἐποχή;

10. Μήπως ἡ παραδεδομένη γλῶσσα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας συνιστᾶ ἕνα αἰσθητοποιὸ ὑλικὸ καὶ συγχρόνως ἀσκητικὸ στοιχεῖο ἀποφυγῆς συσχηματισμοῦ μὲ τὸν κόσμο; Μήπως, δηλαδή, ἡ εἴσοδος στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο τῆς “ἀμετάφραστης” Λατρείας προικίζει τοὺς πιστοὺς μὲ ἕνα ὑποβοηθητικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὸ φρόνημα τοῦ κόσμου καὶ τὴν τρέχουσα καθημερινότητα καὶ γιὰ μιὰ «ἀληθινὴ εἴσοδο ἀπὸ ἔξω στὴν ἐκκλησία»; (R. Taft)
Ἐκ παραλλήλου θὰ συνιστοῦσε ἄραγε κατακριτέα καὶ ἀπορριπτέα ὑπερβολὴ ἡ παρομοίωση, ἡ ἀναγωγικὴ ἑρμηνεία τῶν κατακομβῶν (τοῦ κριτηρίου των) μὲ τὴν διατήρηση τῆς ἐκκλ. γλώσσης τῆς Λατρείας; Δηλαδὴ ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοὶ κρύβονταν ἐπὶ τρεῖς αἰῶνες στὶς κατακόμβες, γιὰ νὰ προσφέρουν τὴν Λατρεία τους στὸν Θεό, ἔτσι καὶ σήμερα οἱ ἑλληνόφωνοι Χριστιανοὶ ὑπὸ τὸν ἀκήρυκτο συνειδησιακό, ἀξιακό, γλωσσικό, πνευματικό, γιατὶ ὄχι καὶ ἐθνικό, διωγμὸ “διασφαλίζουν” τὴν Λατρεία τους καὶ τὴν Πίστη τους στὸ ἀσφαλέστερο περιβάλλον τῆς ἤδη ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης; Μέσα σ’ ἕνα κόσμο πλήρους συγχύσεως ἐννοιῶν, ἀρχῶν, δομῶν καὶ ἀξιῶν, ὅπου οἱ λέξεις κατακερματίζονται, τὰ νοήματα διαμελίζονται, ὁ λόγος ἀποδομεῖται, ἡ συνείδηση ξεχαρβαλώνεται καὶ ἡ συνεννόηση καθίσταται ὅλο καὶ πιὸ δύσκολη, ἄραγε ἡ «μετάφραση» τῶν πεζῶν καὶ ποιητικῶν μερῶν τῆς Λατρείας δὲν φαντάζει σὰν τὸ τελευταῖο “ἀπονενοημένο” διάβημα, νὰ αὐτοεμπλακεῖ δηλαδὴ ἡ (ἑλληνόφωνη) Ἐκκλησία σὲ ἕνα φαῦλο κύκλο “νεογλωσσικῶν ἐρίδων” περὶ τὶς λέξεις, τὰ νοήματα, τὶς σημασίες, τὶς ἀποχρώσεις, ἐνῷ ἔχει τὸ πολύτιμο προνόμιο τῆς ἀκριβοῦς ἐκφράσεως-διατυπώσεως;

11. Ἐξ ἄλλου ἡ Λατρεία ἀποτελεῖ μιὰ σύνθεση ποὺ ἔχει σχηματισθεῖ μέσα στὶς πνευματικὲς ζυμώσεις πολλῶν αἰώνων καὶ περικλείει ζωντανὰ στοιχεῖα ἱστορικῆς (καὶ ἐσχατολογικῆς) μνήμης, παροντοποιεῖ τὰ σωτηριώδη γεγονότα τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας ἀλλὰ παραλλήλως κουβαλάει κι ὅλο τὸ σφρίγος μιᾶς Ἐκκλησίας ποὺ πάλεψε καὶ παλεύει μέσα στοὺς αἰῶνες νὰ διαφυλάξει τὴν Πίστη ἀκριβῶς διατυπωμένη καὶ ἀνόθευτη καὶ παρέχει τὴν δυνατότητα νὰ ψηλαφήσουμε τὶς διαφορετικὲς ἱστορικὲς στρωματώσεις. Δικαιούμαστε νὰ παρακάμψουμε αὐτὴ τὴν παράμετρο;
Ἀλλὰ κυριότερο κριτήριο, ποὺ ἴσως ἀμφισβητεῖ τὴν πρακτικὴ λογικὴ τῆς «μεταφράσεως» εἶναι τὸ ἱστορικό: Ἡ ἴδια ἡ “ἐπιλογή” τοῦ Κυρίου γιὰ τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες τῆς ’Ενσαρκώσεως, τοὺς Μαθητές Του, τὴν Ἵδρυση τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τὴν συγγραφὴ λίγο ἀργότερα τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῶν Ἐπιστολῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης μὲ (κτιστό) ἐργαλεῖο χαράξεως, σημάνσεως, γραφῆς, περιγραφῆς, καταγραφῆς τῆς ἱστορικῆς ἀπαρχῆς καὶ φανερώσεως τῆς Σωτηρίας τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Δὲν νομιμοποιούμαστε ἄραγε νὰ θεωρήσουμε πὼς κατὰ ἕνα τρόπο προνομιακὸ –ὄχι ὅμως νομικὸ ἢ ἀποκλειστικὸ– “κλείδωσε” ἡ τότε ἑλληνικὴ γλῶσσα;

12. Δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση –μακάρι ἐσφαλμένη– πὼς ἡ Λατρεία (καὶ ἡ γλῶσσα της) ἀντιμετωπίζεται ἂν ὄχι ὡς δοκιμαστικὸς σωλήνας ἢ κρυσταλλοπίνακας καταστήματος στὴν ὁδὸ Σκουφᾶ (!...), τουλάχιστον ὡς εἶδος θρησκευτικῆς “παραστάσεως”, ἕνα εἶδος “σκηνικοῦ ντεκόρ”, ὁπότε κάλλιστα εἶναι θεμιτοὶ πάσης φύσεως (δηλαδὴ ὄχι μόνο γλωσσικοί...) πειραματισμοί. Ἡ Λατρεία ὅμως εἶναι ἔκφραση τῆς Πίστεως καὶ τῆς ἐν Χριστῷ Ζωῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, ἀρχαιόθεν. Κατὰ συνέπειαν στὴν Λατρεία ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἔχουν ἀποτυπωθεῖ καὶ τὰ “ἀνώτατα ἐπίπεδα πνευματικότητος”, τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς, ὡς δεῖκτες, ὡς φάροι, μὲ τὸν ἀνθρωπίνως ὑψηλότερο γλωσσικὸ τρόπο. Συναφῶς, ἡ Λατρεία, ἐξαιρέτως δὲ ἡ Θ. Λειτουργία, εἶναι ἀδιάσπαστα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἄσκηση, τόσο ποὺ μιὰ Λειτουργία χωρισμένη ἀπὸ τὴν “πνευματικότητα”, τὴν πνευματικὴ προετοιμασία, κατὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο, νὰ κινδυνεύει νὰ μετατραπεῖ σὲ “ἱερὸ θέατρο”. Ἡ ἄσκηση ὅμως σήμερα εἶναι μιὰ ἀκόμα “ἀκαταλαβίστικη γλῶσσα”, μιὰ “ἀ-κατανόητη” ὑπόθεση, γιὰ τὸ συντριπτικὰ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε μήπως ἡ «μετάφραση» ἀποκεκομμένη ἐμμέσως μέν, ἐμπράκτως δέ, ἀπὸ τὴν “ἀμετάφραστη γλῶσσα τῆς ἀσκήσεως” θὰ τοὺς ἐξασφαλίσει μιὰ ἀνέξοδη καὶ “κατανοητή” “παράσταση”;
13. Κρατῶ προτελευταία τὴν ἀναφορὰ στὸ μέγα θέμα τῆς ἑρμηνείας καθ' ἑαυτήν, ἡ ὁποία θὰ εἶναι ἀναπόφευκτη κατὰ τὴν νεοελληνικὴ ἀπόδοση. Γι’ αὐτὸ τὸ θέμα ἐγκρατεῖς θεολόγοι, φιλόλογοι καὶ διανοητὲς ἔχουν ἐπιχειρηματολογήσει. Σύντομα ὅμως ἐπαναλαμβάνω ὡς ἐρώτημα: ἄραγε δὲν εἶναι ἀναντιλέκτως ἀποδεκτὸ ὅτι πάντα μιὰ μετάφραση εἶναι μιὰ προδοσία; Ποιὸς ἀναλαμβάνει μιὰ τέτοια εὐθύνη; Κι ἂν τὴν ἀναλαμβάνει γιὰ τὴν “προδοσία”, τὴν ἀναλαμβάνει καὶ γιὰ πιθανὸ σχίσιμο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας;
14. Γιὰ τελευταία ἄφησα μιὰ σκέψη κάπως προσωπικότερη: Μοῦ φαίνεται λίγο δυσανάλογη, ὀξύμωρη καὶ αἰθερία ἡ “ἐργώδης” αὐτὴ ὑποστήριξη τῆς «μεταφράσεως» ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὡς πρὸς τὴν διαμορφωμένη κοινωνικὴ κατάσταση καταρρεύσεως στὴν Ἑλλάδα, «ὅπου δὲν ἔχει μείνει τίποτα ὄρθιο, ὅπου οἱ κάθε λογῆς αὐθαιρετοῦντες ἁπλῶς ἀποτελειώνουν, μὲ τὰ δικά τους μέσα, τὸ καταστροφικὸ ἔργο τῶν ἐλὶτ τοῦ κατεστημένου. Ψάχνεις ἀπεγνωσμένα γιὰ ἐλπίδα καὶ βλέπεις παντοῦ ὠμὴ ἰδιοτέλεια καὶ ξεδιάντροπη ὑποκρισία» (Χαρίδ. K. Τσούκας, http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_11_15/03/2009_307687)· ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὡς πρὸς τὴν προφητικὴ διακονία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, στὶς μέρες μας. Ἁπλούστερα, μοῦ φαίνεται πιὸ ρεαλιστικός, πιὸ ἐπείγων καὶ πιὸ συμβατὸς μὲ τὶς σημερινὲς ἀνάγκες ἕνας χαμηλόφωνος ἑρμηνευτικὸς καὶ (εἰ δυνατόν) βιωματικὸς λόγος γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς Πίστεως καὶ συνολικὴ ἀναθεώρηση τρόπου ζωῆς, μιὰ ζωντανή, θερμή, ἢ καὶ αἱματηρὴ μαρτυρία ἀγάπης Χριστοῦ, παρὰ μιὰ “ἐργολαβία” Λειτουργικῆς Μεταρρυθμίσεως (μεταφράσεως).
Ἂν οἱ ἄνθρωποι σήμερα τείνουν νὰ ἀποστρέφουν τὸ πρόσωπό τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μοῦ φαίνεται πὼς δὲν τὸ κάνουν τόσο γιατὶ δὲν κατανοοῦν τὴν γλῶσσα τῆς Λατρείας, ὅσο γιατί, πρῶτον, δὲν κατανοοῦν ὅτι ὑπάρχουν ἀρκετὰ πράγματα ποὺ δὲν “κατανοοῦνται”, γιατί, δεύτερον, δὲν κατανοοῦν τί ἀκριβῶς “ἐννοοῦν” τὰ ἐκκλησιαστικὰ λόγια (ἀκόμα καὶ μεταφρασμένα), δὲν καταλαβαίνουν δηλαδὴ τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχουν τὰ “λόγια”, τὰ νοήματα, τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας στὴν ζωή τους (καὶ δὲν βρίσκεται εὔκολα κάποιος ἱκανὸς νὰ τοὺς τὰ καταστήσει ζωντανά, νὰ τοὺς τὰ ἑρμηνεύσει ἀληθινά) καὶ γιατί, τρίτον, ἴσως καὶ οἱ ἴδιοι νὰ μὴ ἔχουν καὶ πάρα πολλὴ ὄρεξη νὰ “καταλάβουν” κάτι ἀπὸ τὴν Ζωή, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κύριος Ἰησοῦς δῴη ἡμῖν δώρημα ἀγαθόν: κάποτε κάτι νὰ καταλάβουμε.
ἐλάχιστος ἐν πρεσβυτέροις
Ἀθανάσιος Στ. Λαγουρὸς
ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς

AΠO TO TPIMHN. ΠEPIOΔ. XPIΣTIANIKH BIBΛIOΓPAΦIA, T. 42, IAN.-MAPT. 2009)

Ἡ ἀνομία τῶν λειτουργικῶν μεταφράσεων καί ἡ διαστροφή τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας.

Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Φωτοπούλου
(συνυπογράφουν 13 πατέρες).
Ἡ ἀνομία τῶν λειτουργικῶν μεταφράσεων καί ἡ διαστροφή τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας.
[Ὅσα ἀκολουθοῦν δέν ἔχουν σκοπό τήν ἀναίρεση τῶν ἐπιχειρημάτων τῶν ἐπιδόξων μεταρρυθμιστῶν τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας καί δή τῶν ὑπερμάχων τῆς μεταφράσεως τῶν κειμένων της. Αὐτό ἔχει γίνει πρό πολλοῦ μέ τή δημοσίευση εἰσηγήσεων καί κειμένων τῶν καθηγητῶν Πανεπιστημίου π. Θεοδώρου Ζήση[1], κ. Σταύρου Κουρούση[2] καί τοῦ δόκτορος Φιλοσοφίας κ. Φώτη Σχοινᾶ. Ὁ τελευταῖος εἰδικά ἐπέφερε συντριπτικά κατάγματα στήν ἀναγεννησιακή μανία «διορθώσεως» τῶν μεταρρυθμιστῶν μέ τή βοήθεια ὄχι μόνο τῆς Παραδόσεως ἀλλά καί πάσης ἀνθρωπιστικῆς ἐπιστήμης δηλ. μέ γλωσσολογικά, φιλολογικά, φιλοσοφικά, ψυχολογικά καί λογικά ἐπιχειρήματα καί τήν παράθεση πλουσιωτάτης ἑλληνικῆς καί ξένης βιβλιογραφίας[3]. Νηφάλιες καί πολύ χρήσιμες κρίνουμε καί τίς τοποθετήσεις τοῦ πρεσβυτέρου π. Ἀθανασίου Λαγουροῦ διατυπωμένες ὑπό μορφή 14 ἐρωτήσεων καί δημοσιευμένες πρόσφατα στό περιοδικό Χριστιανική Βιβλιογραφία[4].
Στόχος τῶν παρακάτω σκέψεων εἶναι ἡ μέσω παραδειγμάτων παρουσίαση τῶν ἁπτῶν συνεπειῶν μιᾶς συγκεκριμένης πειραματικῆς ἐφαρμογῆς, δηλαδή μεταφράσεων κειμένων τῆς ἀμωμήτου ὀρθοδόξου λατρείας οἱ ὁποῖες ἐπεβλήθησαν ὑπό συγκεκριμένου Μητροπολίτου στούς ἱερεῖς πρός χρῆσιν στήν καθ’ ἡμέραν Λατρεία].
Τίς δώσει κεφαλῇ μου ὕδωρ καί ὀφθαλμοῖς μου πηγήν δακρύων καί κλαύσομαι τόν λαόν τοῦτον; ...βολίς τιτρώσκουσα ἡ γλῶσσα αὐτῶν, δόλια τά ρήματα αὐτῶν...Ἡ σκηνή μου ἐταλαιπώρησεν, ὤλετο, καί πᾶσαι αἱ δέρρεις μου διεσπάσθησαν...οἱ ποιμένες ἠφρονεύσαντο...Οὐκ ἐκάθισα ἐν συνεδρίῳ αὐτῶν παιζόντων» ( Ἱερεμ. 8, 23· 9, 7· 10, 20-21· 15, 17) .

Μέ λύπη παρατηροῦμε ὅτι τά τελευταῖα χρόνια ἡ ἁγιωτάτη, Ὀρθόδοξη Λατρεία καί ὅ,τι σχετίζεται μέ αὐτήν ὑπόκειται σέ μιά δῆθεν ἐπιστημονική κριτική, ἐνῷ στήν πραγματικότητα πολεμεῖται καί ἀλλοιώνεται. Ἡ τυπική Tάξις καταπατεῖται στό βωμό μιᾶς δῆθεν ποιμαντικῆς· οἱ μυστικές εὐχές θεατρίζονται χάριν μιᾶς προτεσταντικοῦ εἴδους συμμετοχῆς · καινούργιες ἀκολουθίες καί καινούργιες εὐχές ἐφευρίσκονται· τελοῦνται δύο ἤ καί τρεῖς λειτουργίες τήν ἴδια ἡμέρα, γίνονται λειτουργίες τό ἀπόγευμα ἤ οἱ λειτουργοί κατά τήν προσφορά τῆς Θ. Εὐχαριστίας στρέφονται πρός δυσμάς λειτουργοῦντες «κατενώπιον τοῦ λαοῦ», παρά πᾶσαν ἀρχαίαν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν. Κάποιοι κατέβασαν χαμηλά τό ἱερό τέμπλο ἤ τό κατήργησαν. Τό κακό εἶναι ὅτι ἐπί ἀρχιεπισκοπείας Χριστοδούλου αὐτή ἡ ἐπίθεση κατά τῆς λατρείας ἐνδύθηκε ἐπίσημο μανδύα μέ τή λεγομένη «Ἐπιτροπή Λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», ἡ ὁποία συστηματικῶς ἐργαζόταν γιά τήν εἰσαγωγή καινοτομιῶν στή Λατρεία. Ὑπό τήν ἐπίδρασή της δι’ Ἐγκυκλίου ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ἐπέβαλε τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Εὐαγγελίου καί στή δημοτική[5]. Σέ μιά Ἀνακοίνωση μετά ἀπ’ αὐτή τήν Ἐγκύκλιο προετοιμάζονταν οἱ χριστιανοί νά δεχθοῦν στή λατρεία καί καινούργιους ὕμνους στή δημοτική[6]. Ἄν καί αὐτό τό «πιλοτικό» πρόγραμμα κατέρρευσε, τό κακό προηγούμενο βρῆκε τούς μιμητές καί συνεχιστές του.

Ι. Οἱ κακές παραφράσεις τοῦ Μητροπολίτου Μελετίου
Μεταξύ αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι μετέρχονται ποικίλες ἀντιπαραδοσιακές «ποιμαντικές» εἶναι ὁ μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης κ. Μελέτιος, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει στούς ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεώς του α) νά τελοῦν τή Θ. Λειτουργία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπό ΔΙΚΗ ΤΟΥ φυλλάδα στήν ὁποία οἱ μυστικές εὐχές, γραμμένες στή δημοτική πρέπει νά διαβάζονται ἐκφώνως. β) νά τελοῦν τά Ἱ. Μυστήρια καί νά διαβάζουν τίς ποικίλες ἱερατικές εὐχές στή δημοτική γλώσσα ἀπό ΔΙΚΟ ΤΟΥ εὐχολόγιο. Σ’ αὐτό τό «εὐχολόγιο» περιέλαβε τήν Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ, τοῦ Ἁγιασμοῦ στά Σχολεῖα, τίς εὐχές τῆς πρώτης, ὀγδόης καί τεσσαρακοστῆς ἡμέρας ἀπό τῆς γεννήσεως τοῦ παιδίου, τήν εὐχή στή γυναῖκα ὅταν ἀποβάληται, τήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Εὐχελαίου, τοῦ Γάμου καί διάφορες εὐχές ὑπέρ ὑγείας, εἰς βασκανίαν κλπ.[7] γ) νά διαβάζουν σέ ΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ἐμπνεύσεως λαϊκή μετάφραση τίς εὐχές τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ καί τῆς Γονυκλισίας κατά τίς ἑορτές τῶν Θεοφανείων καί τῆς Πεντηκοστῆς ἀντιστοίχως.
ΙΙ. Καινοτομίες σέ ὅλα τά πεδία
Σέ σχέση μέ τήν ἀπ’ αἰῶνος λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἐνέργειες αὐτές τοῦ Σεβασμιωτάτου ἀποτελοῦν ἀνεπίτρεπτες καινοτομίες, στήν οὐσία ἀλλοιώσεις, οἱ ὁποῖες διαστρέφουν τό πνευματικό αἰσθητήριο, τό ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν χριστιανῶν καί τήν πλήρη ἐμπιστοσύνη τους στήν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Οἱ ἀλλοιώσεις αὐτές πραγματοποιοῦνται στά ἑξῆς πεδία : α) στό γλωσσικό (λεκτικό-ἐκφραστικό) β) στό ποιητικό γ) στό θεολογικό δ) στό ἑρμηνευτικό ε) στό ἐπίπεδο τῆς τυπικῆς Τάξεως καί στ) στό επίπεδο τοῦ οὐσιώδους περιεχομένου τῶν εὐχῶν.
Α) Στό γλωσσικό (λεκτικό - ἐκφραστικό) πεδίο.
Οἱ μεταφράσεις-παραφράσεις, στήν ἀγχώδη προσπάθεια τοῦ μεταφραστοῦ νά δοθοῦν στόν λαό κατανοητά, «μασημένα» τά ὑψηλά νοήματα τῆς λατρείας καταντοῦν πρόχειρες καί λαϊκιστικές. Κι αὐτό γιατί ἐκλαϊκευμένη μετάφραση τῶν κειμένων τῆς θείας λατρείας εἶναι ἀδύνατον νά γίνει χωρίς ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου γιά παρά πολλούς λόγους, π.χ. λόγῳ τοῦ ὑψηλοῦ λατρευτικοῦ ὕφους ἤ τῶν ὑψηλῶν νοημάτων πού περικλείονται στίς εὐχές ἤ λόγῳ τῶν ποιητικῶν σχημάτων πού δέν μεταφράζονται.
Παραδείγματα[8]

ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
1. Κλῖνον, Κύριε, τό οὗς σου Σκύψε, Κύριε, γύρισε τ’ αὐτί σου.
2. Μή ἀποστρέψεις τό πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Μήν αποστρέψεις τό πρόσωπό σου από μένα καί καταντήσω πεθαμένος!
3. Σήμερον ὁ Δεσπότης πρός τό βάπτισμα ἐπείγεται Σήμερα ὁ Δεσπότης τρέχει στό Βάπτισμα.

Οἱ μεταφράσεις αὐτές στεροῦνται σοβαρότητος καί προκαλοῦν θυμηδία.
Ἡ προχειρότητα ἐπίσης, ὁ λαϊκισμός καί ἡ ποιμαντική «ἀγωνία» ὁδηγεῖ σέ φοβερές ἀνακρίβειες πού «στεγνώνουν» τούς πνευματικούς χυμούς τῶν εὐχῶν καί τίς μεταμορφώνουν σέ πρόχειρες, αὐτοσχέδιες προσευχές.

Παραδείγματα
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
1. … καί ἐπίστρεψον τήν αἰχμαλωσίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν, τήν οἰκείαν συμπάθειαν ἔχων ὑπέρ ἡμῶν πρεσβεύουσαν Ἀπάλλαξέ μας ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν ψυχῶν μας, Σύ πού πονᾶς τόσο γιά μᾶς..
2. ..καί πρόσχες ἡμῖν ἐν εὐμενείᾳ καί χάριτι. Ρίξε μας μιά σπλαχνική ματιά!

Ἄλλη γλωσσική συνέπεια τῶν μεταφράσεων εἶναι ἡ ἀφαίρεση ἀπό τό λεξιλόγιο τῶν χριστιανῶν ποικίλων λέξεων τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας πού εἶναι φορτισμένες μέ μοναδικό περεχόμενο καί εἶναι συνδεδεμένες μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν θεολογική και ἀσκητική Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων. Αὐτό σημαίνει παντελῆ ἀποξένωση τῶν πιστῶν ἀπό τά ἐμπεριεχόμενα στίς λέξεις αὐτές σωτηριώδη νοήματα καί πλήρη ἀποκοπή τους ἀπό τό πρωτότυπο κείμενο τῆς ἁγίας Γραφῆς, τά κείμενα καί τή θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Παράδειγμα
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
Αδελφοί ὑπόδειγμα λάβετε τῆς κακοπαθείας καί τῆς μακρο-θυμίας τούς Προφήτας (Ἰακ. 5, 10) Αδελφοί μου πάρτε για παρά-δειγμα καρτερικότητας στις θλίψεις τους προφήτες.

Οἱ λέξεις «ὑπόδειγμα», «κακοπάθεια», «μακροθυμία» ἐξορίζονται ἀπό τόν πνευματικό-μορφωτικό ὁρίζοντα τῶν πιστῶν. Οἱ Χριστιανοί κατατάσσονται στούς ἠλιθίους, ἀμορφώτους, καί ἀνικάνους νά κατανοήσουν τί σημαίνουν οἱ λέξεις αὐτές. Ταυτόχρονα ἀπομακρύνονται ἀπό τό νόημα τῆς «κακοπαθείας», ὅπως ὁρίζεται αὐτή στά ἀσκητικά κείμενα. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν ὅρο «μακροθυμία» πού ἔχει εὐρύτερο καί δυναμικώτερο περιεχόμενο ἀπό τή λέξη καρτερία καί τά παράγωγά της καί χρησιμοποιεῖται πολύ συχνά γιά νά ἐκφράσει τή....μακροθυμία ( πῶς ἀλλιῶς νά τή μεταφράσουμε ;) τοῦ Δεσπότου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ[9].

Β) Στό ποιητικό πεδίο. Οἱ μεταφράσεις τοῦ Μητροπολίτου ἀποτελοῦν ἀληθῆ καταστροφή τοῦ ποιητικοῦ λόγου καί τοῦ ρυθμοῦ.
Παράδειγμα
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
Εὐλογητός Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν ὁ τοῦ μυστικοῦ γάμου ἱερουργός καί τοῦ σωματικοῦ νομοθέτης ὁ τῆς ἀφθαρσίας φύλαξ καί τῶν βιωτικῶν ἀγαθός οἰκονόμος Ευλογητός είσαι Κύριε και Θεέ μας που είσαι ιερουργός του μυστικού γάμου των ψυχών μας μαζί Σου, και νομοθέτης του σωματικού γάμου. Σύ που είσαι φύλακας της πνευματικής ακεραιότητας και ρυθμιστής καλός των βιωτικών αναγκών.

Ἄν καί ἡ ποιητική τῶν εὐχῶν εἶναι εὐκολότερα αἰσθητή στόν ἀναγινώσκοντα ἱερέα, ὅμως καί οἱ ἀκροατές πιστοί δέν εἶναι ἄμοιροι αἰσθήσεως τοῦ κάλλους τῶν εὐχῶν. Κάθε εἰλικρινής ἀναγνώστης μπορεῖ νά δεῖ ἀπό τή μιά τό ζωηρό κείμενο μέ τίς μετρημένες συλλαβές, τόν προσεκτικό τονισμό καί τίς ἐπιλεγμένες λέξεις στήν κατάλληλη σειρά, κι από τήν ἄλλη τήν καταλογάδην μετάφραση · νά συγκρίνει τό ἄψογο ἀπό πάσης πλευρᾶς τῆς εὐχῆς[10] μέ τήν πεζότητα τῆς δῆθεν ἠθικοπλαστικῆς μεταφράσεως. Ἄς μή μᾶς πεῖ κανείς ὅτι αὐτά δέν ἔχουν σημασία! Δηλαδή σημασία ἔχει μόνο νά ἐπιβάλλουμε στανικῶς τό θέλημά μας στήν Ἐκκλησία;
Ἐπιτρέπεται νά θυσιάζουμε κυριολεκτικῶς τά πάντα στό βωμό τῆς κατανοήσεως καί μάλιστα κατανοήσεως ἀπό τούς πιστούς τῆς δικῆς μας ἑρμηνείας τῶν εὐχῶν; Ἠ μήπως θά φροντίσουμε νά κάνουμε καλλίτερες, ποιητικότερες μεταφράσεις; Οἱ νοῦν ἔχοντες ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτό εἶναι αδύνατον.

Γ) Στό θεολογικό πεδίο. Κατά τήν παράφραση τῶν εὐχῶν, ψαλμῶν καί ἀναγνωσμάτων φαίνεται ὅτι μαζί μέ τόν ὑπέρμετρο λαϊκισμό συμβαδίζει ἡ ἐπιπόλαιη θεώρηση τῶν θεολογικῶν νοημάτων τῶν ἱερῶν κειμένων.
Παραδείγματα

ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
1. Τριάς ὑπερούσιε, ὑπεράγαθε, ὑπέρθεε, παντοδύναμε, παντεπίσκοπε, ἀόρα-τε, ἀκατάληπτε...(Ἀπό τήν εὐχή τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου-Θεοφάνεια). Ἁγία τριάς, ὑπερούσια, ὑπεράγαθη, παντοδύναμη, ἀόρατη, ἀκατάληπτη...
2. Σήμερον ὁ ἄκτιστος ὑπό τοῦ ἰδίου πλάσματος βουλῇ χειροθετεῖται ( Ὡς ἄνω). Σήμερα ὁ ἄκτιστος καί δημιουργός Θεός, τό θέλησε, καί δέχθηκε ἑκούσια, νά βάλει τό χέρι του ἐπάνω στό κεφάλι Του ἕνα πλάσμα του, γιά νά Τοῦ δώσει εὐλογία!
3. Σήμερον ρείθροις μυστικοῖς πᾶσα ἡ κτίσις ἀρδεύεται ( Ὡς ἄνω). Σήμερα τό ἁγιασμένο αὐτό νερό, τό παίρνει καί τό πίνει ὁ κόσμος ὅλος.
4. Σήμερον λαμπαδοφεγγεῖ πᾶσα ἡ κτίσις ἄνωθεν ( Ὠς ἄνω). Σήμερα ὁλόκληρος ὁ ἄνω κόσμος πανηγυρίζει, σκιρτάει ἀπό χαρά, κρατάει κεριά!
5. Ἄχραντε, ἀμίαντε....φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον (Α΄εὐχή γονυκλισίας). Ἄχραντε ἀμίαντε..τό φῶς τό ἀπρόσιτον.
6. Καί καταξίωσον αὐτήν διά τῶν εὐχῶν τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου καταφυγεῖν ἐν τῇ ἀγίᾳ σου καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ..» (Β΄ Εὐχή τοῦ ἐκκλησιασμοῦ). Και καταξίωσέ την δια των ευχών των πρεσβυτέρων της Εκκλησίας Σου, να καταφύγει στην αγία Σου Ἐκκλησία….

Σχόλια στίς παραπάνω θεολογικές ἀστοχίες
• Στήν 1η περίπτωση ἀπουσιάζουν ἀπό τή μετάφραση τά ἐπίθετα «ὑπέρθεε» καί «παντεπίσκοπε». Γιατί; Εἶναι κατά τή γνώμη τοῦ μεταφραστοῦ περιττά, δέν κατάφερε νά τά ἀποδώσει στή δημοτική ἤ στή βιασύνη του τά λησμόνησε; Σέ κάθε περίπτωση φανερώνεται ἐλλιπής σεβασμός πρός τήν ἀκρίβεια τῆς ἁγιαστικῆς εὐχῆς.
• Στή 2η περίπτωση, ἐκτός ἀπό τίς ἀναλυτικές ἑρμηνευτικές παρεμβάσεις ὁ μεταφραστής μᾶς λέγει κάτι παράδοξο · ὅτι ὁ Χριστός δέχεται «εὐλογία» ἀπό τόν Πρόδρομο! Ἴσα -ἴσα ὁ ὑμνογράφος στόν προεόρτιο Οἶκο τῆς 5ης Ἰανουαρίου θέτει στό στόμα τοῦ Κυρίου τήν ἑξῆς προτροπή πρός τόν Πρόδρομο : «μόνον βάπτισόν με σ ι ω π ῶ ν καί προσδοκῶν τά ἀπό τοῦ Βαπτίσματος». Ἐκεῖνο πού διαβάζουμε στήν Εὐχή εἶναι ὅτι ὁ Κύριος «χειροθετεῖται» ἀπό τόν Τίμιο Πρόδρομο καί οὐδέν ἄλλο.
• Στήν 3η περίπτωση τά «μυστικά ρεῖθρα» πού ἀρδεύουν τήν κτίση εἶναι οἱ θεῖες ἄκτιστες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἁπλοῦνται σέ ὅλη τή δημιουργία διά τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων. Πάντως δέν εἶναι ἁπλῶς «τὀ ἁγιασμένο νερό πού τό παίρνει καί τό πίνει ὁ κόσμος ὅλος».
• Στήν 4η περίπτωση ἡ μετάφραση δέν ἀποτελεῖ ἁπλή ἀστοχία, ἀλλά ὀλισθαίνει πρός τόν εὐτελισμό τοῦ θεολογικοῦ νοήματος : «Σήμερα ὁλόκληρος ὁ ἄνω κόσμος πανηγυρίζει, σκιρτάει ἀπό χαρά, κρατάει κεριά»!!! Έδῶ ὁ ἅγιος ποιητής τῆς εὐχῆς ὁμιλεῖ γιά τήν ἄκτιστο θεοποιό χάρη, τό ἄκτιστο φῶς διά τοῦ ὁποίου καταλάμπονται τά ἀγγελικά τάγματα κατά τήν βάπτιση τοῦ Κυρίου. Μέσα ἀπό τήν Παρακλητική γίνεται συνεχῶς λόγος περί τῆς ἐλλάμψεως τῶν ἀγγέλων. Ἕνα ἀπό τά ἀπειράριθμα παραδείγματα: «Φωτί θεουργῷ τά Σεραφείμ ἀμέσως πλησιάζοντα καί πολλαχῶς αὐτῷ ἐμπιπλάμενα, ταῖς πρωτοδότοις σαφῶς ἐλλάμψεσι, πρωτουργῶς λαμπρύνονται...» (Παρακλητική Ἦχος α΄ , Δευτέρα, Κανών Ἀσωμάτων Ὠδή γ΄ α΄τροπ.). Τό νά ποῦμε ὅτι οἱ Ἄγγελοι «κρατοῦν κεριά» δέν ἀποτελεῖ φθηνή καί ρηχή παράφραση τοῦ ἱεροῦ νοήματος; Κι ἔπειτα ποῦ βρῆκε ὁ μεταφραστής ὅλες αὐτές τίς λέξεις πανηγυρίζει, σκιρτάει ἀπό χαρά;
• Στήν 5η περίπτωση τό θεολογικό ὅρο «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον», μέ τόν ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ Ἐκκλησία πρός τόν Πατέρα, κατά τήν Α ΄ Εὐχή τῆς Γονυκλισίας, ὁ μεταφραστής τόν ἀποδίδει ὡς «φῶς ἀπρόσιτον». Ὅμως ὁ ὅρος «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» εἶναι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ( Α΄Τιμ. 6, 16) καί ἔχει βαθύτατο θεολογικό περιεχόμενο. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες (π.χ. ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης) δίδουν βαθύτατη ἑρμηνεία στήν μετοχή «οἰκῶν». Ἐξηγοῦν ποιός εἶναι ὁ «οἰκῶν» καί ποιό εἶναι τό «ἀπρόσιτον φῶς». Γι’ αὐτό δέν ἐπιτρέπεται νά ἰσοπεδωθεῖ ἡ θεολογική αὐτή φράση μέ τήν παράλειψη τῆς μετοχῆς, ὅπως συμβαίνει στή δεδομένη μετάφραση.
• Στήν 6η περίπτωση παραλείπει τό ἐπίθετο «Καθολική» πού χαρακτηρίζει τήν Ἐκκλησία. Τοῦ ἀρκεῖ ἴσως τό «ἁγία» ; ἤ φοβᾶται ὅτι ἀκούγοντας οἱ πιστοί τή μετάφρασή του θά νομίσουν ὅτι πρόκειται γιά τή λεγομένη ρωμαικαθολική ἐκκλησία; Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πρᾶγμα ἡ παράλειψη εἶναι σοβαρή ἀφοῦ ἡ Εὐχή ἀπαιτεῖ νά γίνει λόγος γιά τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας καί γιά τήν «καταφυγή» τῆς μητέρας καί τοῦ ἐκκλησιαζομένου βρέφους, ὄχι σέ ὁποιαδήποτε «ἐκκλησία», ἀλλά στήν ἁγία Καθολική, δηλαδή τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Δ) Στό ἑρμηνευτικό πεδίο.
Ὁ μεταφραστής στήν προσπάθειά του νά κάμει κατανοητά τά κείμενα καταφεύγει σέ ποικίλες ἑρμηνεῖες μέ τίς ὁποῖες εἴτε ὑποκαθιστᾶ τό κείμενο τῶν ψαλμῶν ἤ τῶν εὐχῶν εἴτε τίς παρεμβάλλει στή μετάφρασή του ὡς συμπλήρωμα κατά τό δοκοῦν.
Παράδειγμα
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Ἀπό τόν Ν΄ Ψαλμό)
Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην.
Ραντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι Μέσα στόν κύκλο τῆς παράβασης καί τῆς φθορᾶς ἄρχισε καί ἡ δική μου ἡ ζωή
Θά καθαρίσεις την ψυχή μου με το Πνεύμα Σου τό άγιο και με το Βάπτισμα λευκότερο από το χιόνι θα με κάνεις.


Εἶναι φανερό ὅτι δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά παρεμβάλλουμε μέσα στό κείμενο τοῦ Προφητάνακτος τήν ὁποιαδήποτε ἑρμηνεία. Εἶναι ἄλλο νά ἑρμηνεύουμε τά ἱερά κείμενα στό πλαίσιο ἑνός κηρύγματος ἤ μιᾶς συγγραφῆς καί ἄλλο μέσα στή λατρεία νά παρεισάγουμε δικές μας ἑρμηνεῖες κατά τήν ἀνάγνωση τῶν Ψαλμῶν ἤ τῶν λοιπῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων. Παύει πλέον π.χ. στή συγκεκριμένη περίπτωση ὁ ψαλμός νά εἶναι ὁ Ν΄ Ψαλμός τοῦ Δαυΐδ. Μπροστά μας ἔχουμε ἕνα ἀλλόκοτο μίγμα μεταφράσεως καί ἑρμηνείας τοῦ Ψαλμοῦ.
Αὐτή ἡ διαρκής προσπάθεια, ὁ πειρασμός τοῦ μεταφραστοῦ νά ἑρμηνεύει, ἔχει συνέπειες καί στά ἄλλα ἐπίπεδα ἀλλοιώσεως.

Ε) Στό ἐπίπεδο τῆς Τάξεως ἤ ἀλλιῶς τοῦ Τυπικοῦ τῶν Ἱερῶν ἀκολουθιῶν.
Οἱ Ἀκολουθίες τελοῦνται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντοτε κατά τήν Τάξη πού ὥρισαν οἱ θεοφόροι Πατέρες. Δέν ἐπιτρέπονται οἱ αὐτοσχεδιασμοί κατά τήν κρίση τοῦ κάθε ἱερέως, ἀρχιερέως, ἤ καί μιᾶς Συνόδου ἀκόμη, τοὐλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ στήν βασική δομή τῶν Ἀκολουθιῶν καί τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, τίς συγκεκριμένες εὐχές καί τά ἀναγνώσματα πού εἶναι θησαυρισμένα στό λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄν ἡ ἐκκλησιαστική τυπική τάξις καταφρονεῖται, σύντομα θά φτάσουμε στήν προτεσταντική καί πεντηκοστιανή ἀταξία, ἀναρχία καί σύγχυση. Στήν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου Πρεβέζης ἔγιναν πολύ «τολμηρά», γιά νά μή χαρακτηρισθοῦν ἀλλιῶς, βήματα εἰς βάρος τῆς τάξεως.
Στό Εὐχολόγιο ΤΟΥ ὁ Μητροπολίτης δίπλα στήν καινοτομία τῆς μεταφράσεως ὅλων τῶν εὐχῶν διέπραξε καί τά ἀκόλουθα ἀτοπήματα :
• 1) Στήν Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ κατήργησε τήν μεγάλη, ὑπέροχη εὐχή : «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ μέγας τῇ βουλῇ καί θαυμαστός τοῖς ἔργοις...» καί τήν ὑποκατέστησε μέ μία μικρή εὐχή- τίς οἶδεν ἀπό ποῦ τήν ἀνέσυρε- ἀγνώριστη κι αὐτή ἀπό τήν κακή μετάφρασή της. (Λείπουν καί ὁ Ν΄ Ψαλμός τό «Θεός Κύριος» καί τά μετ’ αὐτό τροπάρια, τά τροπάρια πρό τοῦ τρισαγίου και τό Εὐαγγέλιο καί ὁ Ἀπόστολος. Πιστεύουμε ὅτι παραλείπονται ὡς ἀναγινωσκόμενα ἀπό τό κανονικό εὐχολόγιο).
• 2) Κατήργησε πλήρως τίς τρεῖς εὐχές πού διαβάζονται τήν πρώτη ἡμέρα γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ καί τίς ὑποκατέστησε μέ κάποια εὐχή πού δέν μπορεῖς λόγῳ τῆς μεταφράσεως νά ἀναγνωρίσεις ἄν εἶναι παλαιά πού ἔχει περιπέσει σέ ἀχρησία ἤ εἶναι εὐχή δικῆς του ἐπινοήσεως.
• 3) Ἀπό τίς εὐχές τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν παιδιῶν (σαραντισμοῦ) κατήργησε τήν εὐχή «Ὁ Θεός, ὁ Πατήρ, ὁ Παντοκράτωρ» καί διέστρεψε καί σφαγίασε τήν εὐχή «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ διά τῆς ἐνανθρωπήσεως», ἡ ὁποία κανονικά ἀπευθύνεται στόν Πατέρα. Τήν «κουτσoύρεψε» καί τήν ἀπευθύνει στόν Χριστό.
• 4) Ἀπό τήν Τάξη τελέσεως τοῦ Μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου κρατεῖ μόνο τό Τρισάγιο, τόν Πεντηκοστό ψαλμό, τά Εἰρηνικά, τήν πρώτη εὐχή «Κύριε ὁ ἐν τῷ ἐλέει καί τοῖς οἰκτιρμοῖς», τρία τροπάρια, τόν Α΄ Ἀπόστολο καί τό Α΄ Εὐαγγέλιο, τήν αἴτηση «Ἐλέησον ἡμᾶς», τίς εὐχές «Βασιλεῦ ἅγιε, εὔσπλαχνε», «Ἄναρχε, ἀδιάδοχε» καί «Πάτερ ἅγιε ἰατρέ τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων» μετά ἀπό τίς ὁποῖες τελειώνει μέ τό «Δι’ εὐχῶν» ἄνευ ἀπολύσεως. Παραλείπει πλήν τοῦ Κανόνος, 6 Εὐαγγέλια, 6 Ἀποστόλους καί 6 εὐχές!
• 5) Κατήργησε πλήρως τήν ἀκολουθία τοῦ Ἀρραβῶνος.
• 6) Μέσα στήν Ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου μετέφερε τήν α΄ εὐχή τοῦ Ἀρραβῶνος «Ὁ Θεός ὁ αἰώνιος» (ἐννοεῖται μεταφρασμένη). Μετά ἀπ’ αὐτήν γράφει : «καί θέτει [ ἐνν. ὁ ἱερεύς] τά δαχτυλίδια στά χέρια τους, χωρίς νά λέγει κάτι». Μέ τόν τρόπο αὐτό προκλητικά ἀρνεῖται τόν ἀρραβῶνα ( «ἀρραβωνίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ.... ) ὅπως τόν ἔχει θεσπίσει ἡ Ἐκκλησία. Ἐπίσης καταργεῖ τήν Α΄ Εὐχή τοῦ γάμου «Ὁ Θεός ὁ ἄχραντος» καί τήν εὐχή «Ὁ Θεός, ὁ Θεός ἡμῶν ὁ παραγενόμενος ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας».

ΣΤ) Στό ἐπίπεδο τοῦ περιεχομένου τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λατρείας.
Ὁμιλοῦμε ἐδῶ γιά «διόρθωση» τῶν εὐχῶν, δηλαδή «διόρθωση» τῶν Ἁγίων Πατέρων, κατ’ ἐπέκτασιν «διόρθωση» τῆς Ἐκκλησίας. Παραθέτουμε τίς κυριώτερες περιπτώσεις ἀλλοιώσεως τοῦ περιεχομένου τῶν εὐχῶν :
• 1) Διαφωνεῖ εὐθέως μέ τό περιεχόμενο τῶν εὐχῶν «Εἰς γυναῖκα λεχώ» πού διαβάζονται τήν πρώτη ημέρα τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ. Τόν ἐνοχλεῖ, ὡς φαίνεται, τό γεγονός ὅτι, ὅπως ἀναφέρει ἡ α΄ Εὐχή «κατά τόν τοῦ προφήτου Δαυΐδ λόγον, ἐν ἀνομίαις συνελήφθημεν καί διά ρύπου πάντες ἐσμέν ἐνώπιόν σου». Τόν ἐνοχλεῖ ἡ ἱκεσία τοῦ ἱερέως γιά τή λεχώνα : «τοῦ ρύπου κάθαρον ... καί καθάρισον αὐτήν ἀπό τοῦ σωματικοῦ ρύπου...»( β΄ Εὐχή). Τόν ἐνοχλεῖ καί ἡ γ΄ συγχωρητική Εὐχή «συγχώρησον τῇ δούλῃ σου...καί τοῖς ἁψαμένοις....». Ἀδιαφορεῖ γιά τήν παλαιοτάτη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καταργεῖ τίς εὐχές αὐτές πού δέν συνάδουν μέ τό ἐκσυγχρονιστικό, φεμινιστικό πνεῦμα μέ τό πνεῦμα τῆς ἑωσφορικῆς ἀνταρσίας κατά τῆς Παραδόσεως καί τήν ψευδοεπιστημονική νοοτροπία τῶν ποικίλων «λειτουργιολόγων». Διαφωνεῖ μέ τό πνεῦμα τῶν ἁγίων Πατέρων. Μέ τήν εἰσαγωγή μιᾶς ἄλλης εὐχῆς στή δημοτική, ἀλλοιώνει τό πλῆρες περιεχόμενο καί νόημα τῶν εὐχῶν τῆς πρώτης ἡμέρας. Καί ἐκτός ἀπό τά «ἐπίμαχα» σημεῖα πού προαναφέραμε, παραλείπει καί ὅλα τά ἄλλα πού περιλαμβάνονται στίς εὐχές καί στερεῖ ἀπό τίς λεχῶνες τήν ἰαματική χάρη καί τήν θεία προστασία πού προσφέρονται σ’ αὐτές (τίς λεχῶνες) μέ τίς ἅγιες εὐχές τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀντί ὅλων ὅσων ἀναφέρουν οἱ εὐχές, ἀποκλειστικά γιά τή μητέρα, γράφει ὁ Μητροπολίτης περιληπτικά στήν «εὐχή» του ( σέ μονοτονική, βέβαια, γραφή): «Την δούλη Σου (....) προστάτευσέ την και απάλλαξέ την από κάθε πόνο και ανάγκη, και περιέθαλψέ την[11] με αγγέλους σου φαιδρούς[12] και φωτεινούς».
• 2) Ἐξ αἰτίας τοῦ ἰδίου πνεύματος σφαγιάζει τήν α΄ Εὐχή καί καταργεῖ τήν γ΄ Εὐχή τοῦ ἐκκλησιασμοῦ (σαραντισμοῦ). Διότι, κατά τήν Εὐχή αὐτή, ὁ μέν Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἄν καί συνελήφθη ἀσπόρως «μετά τήν ἐκπλήρωσιν τῶν ἡμερῶν τοῦ καθαρισμοῦ τῷ Ἱερῷ προσαχθῆναι ἠνέσχετο», ὁ δέ Μητροπολίτης Μελέτιος δέν ἀνέχεται νά μνημονεύσει «καθαρισμό» τῶν γυναικῶν!
• 3) Ἀπό τήν Εὐχή «εἰς γυναῖκα ὅταν ἀποβάληται» στήν κακοποιημένη παράφρασή της ἐκτός πολλῶν ἄλλων διαστρεβλώσεων, ἀφαιρεῖ τή φράση «τήν σήμερον ἐν ἁμαρτίαις εἰς φόνον περιπεσοῦσαν ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως». Ἡ φράση αὐτή περιλαμβάνεται δύο φορές στήν Εὐχή γιά νά τονίσει ἡ Ἐκκλησία τή σημασία τῆς ἀποβολῆς τοῦ ἐμβρύου, ὅτι πρόκειται δηλαδή γιά φόνο ἑκούσιο ἤ ἀκούσιο ἀνάλογα μέ τήν διάθεση τῆς ἐγκύου. Καί ἔτσι νά καλύψει διά τῆς συγχωρήσεως πλήρως ἀκόμη καί τήν πιθανή ἐνδόμυχη, ὁμολογημένη ἤ ὄχι ἐπιθυμία τῆς ἐγκύου γυναίκας νά «ξεφορτωθεῖ» τό συλληφθέν. Ἀποβάλλει λοιπόν ὁ μητροπολίτης τή φράση αὐτή καί μαζί της τή χάρη τῆς συγχωρήσεως πρός τήν ταλαιπωρημένη διά τῆς ἀποβολῆς γυναῖκα.
• 4) Στήν παραφρασμένη καί κατακρεουργημένη Εὐχή τοῦ Γάμου « Εὐλογητός Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν»[13] παρερμηνεύει τή φράση πού ἀκολουθεῖ :
Παράδειγμα
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
«Αὐτός καί νῦν Δέσποτα, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, κατάπεμψον τήν χάριν σου τήν ἐπουράνιον ἐπί τούς δούλους σου τούτους...καί δός τῇ παιδίσκῃ ταύτῃ ἐν πᾶσιν ὑποταγῆναι τῷ ἀνδρί καί τόν δοῦλον σου τοῦτον εἰς κεφαλήν τῆς γυναικός...» Σύ λοιπόν και τώρα, Δέσποτα Κύριε ο Θεός, ευλόγησε τους δούλους σου τούτους...και κάνε την κοπέλα αὐτή να αγαπά και να υποτάσσεται στον άνδρα της, και ο δούλος σου τούτος να είναι κεφαλή της ενώσεώς τους...

α) Θεωρεῖ περιττή τήν δωρεά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ πρός τούς μελλονύμφους ; Ἀλλιῶς πῶς τήν ὑποκαθιστᾶ μέ τήν εὐλογία («ευλόγησε τους δούλους σου») ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τήν Εὐχή προσφέρεται ἐπανειλημμένως στούς μελλονύμφους, μ ε τ ά ὅμως τήν ἐπίκληση τῆς «ἐπουρανίου Χάριτος»[14];
β) Διά τῆς Εὐχῆς παρακαλεῖται ὁ Θεός νά δώσει τή Χάρη Του ὥστε ἡ γυναῖκα νά ὑποταχθεῖ καθ’ ὅλα στόν ἄνδρα της ( «ἐν πᾶσιν ὑποταγῆναι τῷ ἀνδρί»). Πρόκειται γιά ἕνα δύσκολο κατόρθωμα, τήν ἑκούσια ὑπακοή στό σύζυγο, τό ὁποῖο γιά νά ἐπιτευχθεῖ, χρειάζεται τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ μεταφραστής σέ μιά πιό ἀποδεκτή ἀπό τό σύγχρονο ἐκκοσμικευμένο πνεῦμα, πιό...light ἐκδοχή παρακαλεῖ «νά ἀγαπᾶ καί νά ὑποτάσσεται στόν ἄνδρα της» μειώνοντας τόν σταυρό τῆς ὑπακοῆς.
γ) Ἐπίσης ὁ ποιητής τῆς Εὐχῆς ζητεῖ ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά διακονήσει τήν ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός δίδοντας στόν ἄνδρα τή θέση τῆς κεφαλῆς τῆς γυναικός. Ὅσα λέγει ἡ Εὐχή εἶναι ἁπλῶς ἐπανάληψη τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου «ὁ ἀνήρ εστί κεφαλή τῆς γυναικός, ὡς καί ὁ Χριστός κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας». Εἶναι ἐπανάληψη ὅμως πλήρης Χάριτος διά τῆς προσφερομένης ἱερατικῆς εὐλογίας.
«Διορθώνοντας» τόν Ἀπόστολο ὁ μεταφραστής ἐμφανίζει τόν ἄνδρα «κεφαλή της ενώσεως» ἀνδρός καί γυναικός. Πρόκειται γιά τραγελαφική ἑρμηνεία. Σύμφωνα μ’ αὐτήν ὑπόκειται ἡ ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός καί πάνω ἀπό τήν ἕνωση αὐτή βρίσκεται πάλι ὁ ἄνδρας!
Ὅλες οἱ μεταφραστικές καινοτομίες πού ἐπιφέρουν ἀλλοιώσεις τῶν εὐχῶν, ἔχουν ἕνα κοινό παρανομαστή : τό φεμινιστικό σύνδρομο, τόν τρόμο μήπως παρεξηγηθοῦμε ἀπό τίς φεμινίστριες ὡς Ἐκκλησία ἐφαρμόζοντες τήν ἁγιογραφική καί Πατερική διδασκαλία!

ΙΙΙ. Λειτουργική ἀνομία
Τό σύνολο τῶν ἀλλοιώσεων πού προαναφέραμε συνιστοῦν λ ε ι τ ο υ ρ γ ι κ ή ἀ ν ο μ ί α, ἀθέτηση δηλαδή καί καταφρόνηση τῆς καθιερωθείσης καί καθαγιασθείσης Όρθοδόξου λατρείας. Καί πρέπει νά ἐξηγήσουμε τί ἐννοοῦμε:
α) Ὁ Μητροπολίτης Μελέτιος ἐνεργεῖ ἀθέσμως ἐκκλησιολογικά 1) διότι ἡ πρωτοβουλία του εἶναι ἀντίθετη ἀπό τήν πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας 2) διότι - ἄν ἀληθεύουν οἱ πληροφορίες μας - ἐξαναγκάζει τό πρεσβυτέριο, τό ὁποῖο ἐκκλησιολογικά εἶναι ἁρμοσμένο μ’ αὐτόν «ὡς χορδαί ἐν κιθάρᾳ» καί παρακάθηται μαζί του στό σύνθρονο, νά ἀκολουθεῖ τίς καινοτομίες του 3) διότι ἀδιαφορεῖ γιά τήν κατακραυγή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ πού ὑποχρεώνεται νά μετέχει στά Ἱερά Μυστήρια, τά ὁποία τελοῦνται μέ κακοποιημένες καί ἐν πολλοῖς γελοιοποιημένες τίς ἅγιες εὐχές. Μέ ὅλα αὐτά φαίνεται νά ἀπαιτεῖ παρά πάντων, κλήρου καί λαοῦ, μιά ἀπροϋπόθετη, πέραν ὁποιωνδήποτε ὀρθοδόξων ἐκκλησιαστικῶν προδιαγραφῶν, «ὑπακοή».
β) Ἐνεργεῖ ἀσεβῶς ὡς πρός τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πρός τό περιεχόμενο καί τό νόημά της, ὡς ἐάν νά μήν ἔχει ἀνάγκη νά παραλαμβάνει ὑπό τῆς Ἐκκλησίας καί νά παραδίδει στούς ἀδελφούς του συμπρεσβυτέρους, τόν λαό καί τά πνευματικά του τέκνα ὅ, τι ἡ Ἐκκλησία κέκτηται ὡς πολύτιμο θησαυρό καί παρακαταθήκη διά μέσου τῶν αἰώνων.
γ) Ἐνεργεῖ καταφρονητικῶς ἔναντι τῶν Ἁγίων Πατέρων ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων τῶν συνταξάντων τίς Ἱερές Ἀκολουθίες καί τίς φρικτές εὐχές διά τῶν ὁποίων τελοῦνται τά Μυστήρια, θεοῦνται καί ἁγιάζονται οἱ πιστοί, ἁγιάζεται ὅλη ἡ δημιουργία καί ἡ ζωή τῶν χριστιανῶν. Τό ἴδιο διαπράττει καί ἔναντι τῶν μετ’ αὐτούς ἁγίων Πατέρων, ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων, οἱ ὁποῖοι παρέλαβαν «τῇ χαρᾷ καί τῷ φόβῳ» τήν ἱερά παρακαταθήκη τῆς Λατρείας, καί ὅπως εἶπε εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος, «ἐχρύσωσαν» τά θεῖα λόγια τῶν Ἀκολουθιῶν μέ τά ἁγιασμένα χείλη τους.

IV. Δύο καταλυτικές μαρτυρίες
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι, φρονοῦμε, χρήσιμο νά παραθέσουμε δύο μαρτυρίες βαρυτίμου ἀξίας γιά τό θέμα μας.
α ΄ μαρτυρία
Ἡ μαρτυρία αὐτή εἶναι τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος στήν εἰσαγωγή του στήν Ἑρμηνεία τῶν Ψαλμῶν[15] παραθέτει τή γνώμη ἑνός ἀνωνύμου ἁγίου Γέροντος, ὡς γνώμη πού ἐκφράζει τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀρνεῖται λοιπόν ὁ ἅγιος Γέρων καί βεβαίως ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὁποιαδήποτε ἀλλαγή λέξεων, διόρθωση καί παρέμβαση μέσα στό κείμενο τῶν Ψαλμῶν ἐξηγώντας καί τήν αἰτία τῆς ἀρνήσεώς του.
Παράδειγμα:
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
«...Μή περιβαλλέτω μέντοι τις αὐτά τοῖς ἔξωθεν πιθανοῖς ρήμασι, μηδέ πειραζέτω τάς λέξεις μεταποιεῖν ἤ ὅλως ἐναλλάσσειν· ἀλλ’ οὕτως ἀτεχνῶς τά γεγραμμένα λεγέτω καί ψαλλέτω, ὥσπερ εἴρηται, ὑπέρ τοῦ καί τούς διακονήσαντας ἀνθρώπους αὐτά ἐπιγινώσκοντας τό ἑαυτῶν συνεύχεσθαι ἡμῖν· μᾶλλον δέ ἵνα καί τό Πνεῦμα τό λαλῆσαν ἐν τοῖς ἁγίοις θεωροῦν τούς παρ’ αὐτοῦ λόγους ἐνηχηθέντας ἐκείνοις, συναντιλαμβάνηται ἡμῖν.



Ὅσῳ γάρ τῶν ἁγίων ὁ βίος βελτίων τῶν ἄλλων ἐστί, τοσούτῳ καί τά παρ’ αὐτῶν ρήματα τῶν παρ’ ἡμῶν συντιθεμένων βελτίονα καί ἰσχυρότερα ἄν τις εἴποι δικαίως...

Ὅθεν καί καταγνώσεως πάσης ἀξίους εἶναι ἔλεγε τούς ταῦτα μέν ἀφιέντας, συντιθέντας δέ ἑαυτοῖς ἔξωθεν πιθανά ρήματα, καί ἐν τούτοις εξορκιστάς ὀνομάζοντας...Ταῦτα μέν γάρ ἀκούοντες παρά τῶν τοιούτων οἱ δαίμονες παίζουσι· τά δέ τῶν ἁγίων ρήματα φοβοῦνται, ἤ καί φέρειν αὐτά οὐ δύνανται».
… Λοιπόν ἄς μήν ντύνει κανείς αὐτά (δηλ. τά λόγια τῶν Ψαλμῶν) μέ λέξεις κοσμικές καί ἑλκυστικές. Οὔτε νά ἀποπειραθεῖ νά μεταποιήσει τίς λέξεις τῶν Ψαλμῶν ἤ νά τίς ἀλλάξει διόλου. Ἀλλά, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ, ἔτσι ὅπως εἶναι ἄτεχνα γραμμένα ἄς τά λέγει κι ἄς τά ψάλλει, ὥστε καί ἐκεῖνοι πού διακόνησαν στή συγγραφή τους (δηλ ὁ Ἅγιοι) νά τά ἀναγνωρίζουν ὡς ἰδικά τους καί νά προσεύχονται μαζί μας· μᾶλλον γιά νά βλέπει καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ὁμίλησε στούς Ἁγίους, τούς ἴδιους λόγους πού τούς ἐνέπνευσε καί νά νά γίνεται συνεργός καί βοηθός μας.
Θά μποροῦσε δικαίως νά εἰπεῖ κάποιος ὅτι ὅσο καλλίτερος εἶναι ὁ βίος τῶν Ἁγίων ἀπό τόν βίο τῶν ἄλλων, τόσο καί τά λόγια τους εἶναι καλλίτερα καί ἰσχυρότερα ἀπό ἐκεῖνα πού συνθέτουμε ἐμεῖς....
Γι’ αὐτό ἔλεγε ( ὁ Γέρων) ὅτι εἶναι ἄξιοι κάθε ἐπικρίσεως αὐτοί πού ἀφήνουν αὐτά ( αὐτά τά ἴδια τά λόγια τῶν Ψαλμῶν), συνθέτουν δέ ἰδικά τους μέ κοσμικές ἑλκυστικές λέξεις καί μ’ αὐτά τά κατασκευάσματά τους αὐτο-αποκαλοῦνται ἐξορκιστές. Ὅταν οἱ δαίμονες ἀκοῦνε ἀπ’ αὐτούς τά λόγια τοῦτα, κοροϊδεύουν. Τούς λόγους ὅμως τῶν ἁγίων τούς φοβοῦνται καί δέν μποροῦν νά τούς ἀντέξουν.

Εἶναι βεβαίως καταλυτική ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Οἱ Ἅγιοι εἴτε τῆς Παλαιᾶς εἴτε τῆς Καινῆς Διαθήκης πόρρω ἀπέχουν ἀπό τη δική μας πνευματική κατάσταση καί οἱ Εὐχές τους σέ μιά ἀκατάλυτη ἑνότητα μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἔχουν φοβερή δύναμη σωστική, ἰαματική καί φωτιστική. Μέ τίς δικές μας προσευχοῦλες ἤ τήν «ἐναλλαγή» καί «μεταποίηση» τῶν λέξεων τῶν Ἁγίων οἱ δαίμονες-ἔτσι λέει ὁ ἅγιος – κοροϊδεύουν καί χορεύουν («παίζουσιν»)! [16] Καί μιᾶς καί γίνεται λόγος ἀπό τόν ἅγιο Ἀθανάσιο γιά ἐξορκισμούς μέ λόγια διαφορετικά ἀπό τά λόγια τῶν Ἁγίων, παραθέτουμε ἀντικρυστά μέρος τοῦ κειμένου τῶν Ἐξορκισμῶν καί λίγη ἀπό τήν «μεταποίηση» πού τόλμησε νά κάμει ὁ Μητροπολίτης Νικοπόλεως στίς λέξεις τῶν ἐξορκισμῶν πού τελοῦνται πρό τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος :
Παραδείγματα:
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
1. «...καί σέ, καί τήν συνεργόν σου δύναμιν, κολάσει εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός, παραδούς εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον, ὅπου ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος καί τό πῦρ οὐ σβέννυται» (Β΄ Εύχή ἀφορκισμῶν) Καί σένα καί κάθε συνεργάτη σου θά σᾶς στείλει στήν κόλαση· στή γέενα τοῦ πυρός· θά σᾶς παραδώσει στό σκότος τό ἐξώτερο· ἐκεῖ πού η ταλαιπωρία εἶναι μόνιμη.
2. Ἀποτάσσῃ τῷ Σατανᾷ; Καί πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ; καί πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ; καί πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ; καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ; »[17]
Ἀποτάσσεσαι τόν σατανά ; καί τά ἔργα του; καί τούς ὑπηρέτες του ; καί κάθε τι πού ἔχει σχέση μαζί του;

Ἀλήθεια, τί ἀπέγιναν κατά τήν μετάφραση στήν πρώτη περίπτωση ἡ φράση «ὅπου ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος καί τό πῦρ οὐ σβέννυται» καί στή δεύτερη ἡ «λατρεία» καί ἡ «πομπή» τοῦ Διαβόλου; Ἀσφαλῶς θά χαίρεται καί θά «παίζει» ὁ διάβολος γι’ αὐτή τήν παράλειψη τῶν λέξεων τῶν Ἁγίων καί τήν «ἐναλλαγή» τους στήν μέν πρώτη περίπτωση μέ τή φράση «ἐκεῖ πού ἡ ταλαιπωρία εἶναι μόνιμη»[18] στή δέ δεύτερη μέ τήν ἀόριστη φράση «κάθε τι πού ἔχει σχέση μαζί του».

β΄ μαρτυρία
(Ἡ μαρτυρία αὐτή ἀνήκει στόν Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ) :
«Ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τήν <ἐξηρτημένην-ἀντανακλαστικήν> ἐνέργειαν τῶν λόγων, ὀφείλομεν ἰδιαιτέρως νά δώσωμεν προσοχήν εἰς τήν λειτουργικήν γλῶσσαν, ἥτις σκοπόν ἔχει νά γεννήσῃ ἐν τῷ νοΐ καί τῇ καρδίᾳ τῶν προσευχομένων τήν αἴσθησιν ἄλλου κόσμου, τοῦ ὑψίστου. Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται διά τῆς παρουσίας ὀνομάτων καί ἐννοιῶν ἀνηκόντων ἀποκλειστικῶς εἰς τό θεῖον ἐπίπεδον, ὡς καί διά τῆς χρήσεως μικροῦ ἀριθμοῦ εἰδικῶν μορφῶν ἐκφράσεως.
Οἱ Ἕλληνες διά τῆς φιλοσοφίας ἔφθασαν εἰς τά ὑψηλότερα δυνατά ὅρια ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καί διά τῆς γλώσσης παρουσίασαν τήν τελειοτέραν δυνατήν μορφήν ἐκφράσεως τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου. Τήν μορφήν ταύτην τῆς ἐκφράσεως προσέλαβε καί ἐχρησιμοποίησε κατά Πρόνοιαν Θεοῦ εἰς τήν λατρείαν ἐπί δύο χιλιετίας ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Λειτουργία ὡς τό κορυφαῖον μέσον ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν, εἶναι φυσικόν νά ἔχῃ ὡς ἐκφραστικόν ὄργανον τήν κατά τό δυνατόν τελειοτέραν γλῶσσαν...
Ἡ ἐπί τοσοῦτον χρόνον χρησιμοποιηθεῖσα καί καθαγιασθεῖσα γλῶσσα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἥτις δύναται νά χαρακτηρισθῇ καί ὡς κατηγόρημα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, εἶναι ἀδύνατον νά ἀντικατασταθῇ ἄνευ οὐσιώδους βλάβης αὐτῆς ταύτης τῆς λατρείας.
(Ὑποσημ. τοῦ π. Σωφρονίου: «Διαφωτιστική ἴσως ἐνταῦθα δύναται νά θεωρηθῇ καί ἡ πεῖρα ἐκ τῆς ἀλλαγῆς τῆς λειτουργικῆς γλώσσης ἐν τῇ Ἀγγλικανικῇ ἐκκλησίᾳ. Οὕτως, ἡ εἰσαγωγή ἁπλουστέρας λειτουργικῆς γλώσσης εἰς τήν λατρείαν τῆς ἐν λόγῳ ἐκκλησίας ἤμβλυνε τήν λατρευτικήν διάθεσιν τῶν πιστῶν καί ἐζημίωσε τάς λατρευτικάς συνάξεις»).
Διά τούς λόγους τούτους εἴμεθα κατηγορηματικῶς πεπεισμένοι ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ χρῆσις τῆς παραδεδομένης Λειτουργικῆς γλώσσης ἐν ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς ἀκολουθίαις· οὐδόλως ὑπάρχει ἀνάγκη ἀντικαταστάσεως αὐτῆς ὑπό τῆς γλώσσης τῆς καθ’ ἡμέραν ζωῆς, πρᾶγμα ὅπερ ἀναποφεύκτως θά καταβιβάσῃ τό πνευματικόν ἐπίπεδον καί θά προξενήσῃ οὕτως ἀνυπολόγιστον ζημίαν. Εἶναι ἄτοποι οἱ ἰσχυρισμοί περί τοῦ δῆθεν ἀκατανοήτου διά πολλούς συγχρόνους ἀνθρώπους τῆς παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης, μάλιστα δέ δι’ ἀνθρώπους ἐγγραμμάτους καί πεπαιδευμένους εἰσέτι...Πάντες ἀνεξαιρέτως καταβάλλουν τεραστίας προσπαθείας διά τήν ἀφομοίωσιν πολυπλόκων ὁρολογιῶν διαφόρων τομέων τῆς ἐπιστημονικῆς ἤ τῆς τεχνικῆς γνώσεως, τῆς πολιτικῆς, τῆς νομικῆς καί τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν...γλώσσης φιλοσοφικῆς ἤ ποιητικῆς καί τά παρόμοια. Διατί λοιπόν ἀναγκάζομεν τήν Ἐκκλησίαν νά ἀπολέσῃ γλῶσσαν ἀπαραίτητον διά τήν ἔκφρασιν ὑψίστων μορφῶν τῆς θεολογίας καί τῶν πνευματικῶν βιωμάτων;
Πάντες ὅσοι εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν νά γίνουν κοινωνοί τῆς αἰωνοβίου παραδόσεως τοῦ Πνεύματος, εὐκόλως θά ἀνεύρουν τήν δυνατότητα νά ἐξοικειωθοῦν μετά τοῦ ἀτιμήτου θησαυροῦ τῆς ἱερᾶς λειτουργικῆς γλώσσης, ἥτις κατά τρόπον ὑπέροχον προσιδιάζει εἰς τά μεγάλα μυστήρια τῆς λατρείας...
Οἱ λόγοι τῆς Λειτουργίας, καί ἐν γένει τῶν προσευχῶν, δέν εἶναι μόνον ἀνθρώπινοι, ἀλλά καί Ἄνωθεν δεδομένοι»[19].

V. Ὀλέθριες οἱ συνέπειες τῆς διαστροφῆς τῆς θείας Λατρείας
Δι’ ὅλου αὐτοῦ τοῦ φρονήματος τῆς καινοτομίας καί τῶν ἐπί μέρους ἀλλοιώσεων προκύπτει διαστροφή τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας. Ἡ «ἐναλλαγή» καί «μεταποίηση» τῶν λόγων τῶν Ἁγίων συνεπάγεται, κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο, τήν ἀποστασιοποίηση τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἐνεργό παρουσία καί «συναντίληψιν» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἀντικατάσταση «τῆς παραδεδομένης Λειτουργικῆς γλώσσης... ὑπό τῆς γλώσσης τῆς καθ’ ἡμέραν ζωῆς», ὅπως γράφει προφητικῶς ὁ Γέρων Σωφρόνιος «θά καταβιβάσῃ τό πνευματικόν ἐπίπεδον καί θά προξενήσῃ οὕτως ἀνυπολόγιστον ζημίαν». Σ’ αὐτό συνίσταται καί ἡ διαστροφή τῆς Λατρείας. Μέ τίς φοβερές ἀλλοιώσεις πού προαναφέραμε δέν μπορεῖ νά ἐπιτελέσει τό ἀναγωγικό της ἔργο, τήν ἁγιαστική της λειτουργία, τή φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καθηλώνει καί ἐγκλωβίζει τούς χριστιανούς στήν επίπεδη πεζότητα, τήν ὁποία ἐνδύει μέ εὐτελές θρησκευτικό ἔνδυμα.
Στή συνάφεια αὐτή θά πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ὁ μεταφραστής διά τῶν μεταφράσεών του ἐνεργεῖ ἀδιαφόρως, προχείρως, ἀκαλλῶς καί ἀκόμψως, ἔναντι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας ἑνός θησαυρίσματος πολυτίμου καί ἀναγκαίου διά τήν διατήρηση καλλιέργεια καί ἐπιβίωση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἑνός ἀμυθήτου ἀξίας μέσου ἐκφράσεως ποικίλων νοημάτων καί πρό πάντων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, ἐργαλείου σκέψεως, ποιήσεως καί πολιτισμοῦ. Διά τῶν μεταφράσεών του εὐτελίζει τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα, ὑποβαθμίζει τήν ἀξία της, ἰσοπεδώνει καί διαστρεβλώνει τά νοήματά της, ἐνῷ δίνει καί χαριστικές βολές κατά τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας μέ τή μονοτονική ἔκδοση τοῦ «εὐχολογίου» του.
Ἄν θά θέλαμε τώρα νά ἀναφέρουμε τίς ἁπτές συνέπειες τῆς διαστροφῆς τῆς Λατρείας, τήν «ἀνυπολόγιστον ζημίαν» θά τίς συγκεφαλαιώναμε ὡς ἑξῆς:
Α) Ἀπώλεια ἐκ τῆς συνειδήσεως τῶν πιστῶν τῆς ἱερότητος, τῆς μοναδικότητος τῆς Λατρείας· τῶν ὑψηλῶν νοημάτων καί τοῦ ὑπερφυοῦς περιεχομένου τους. Εἶναι αὐτό πού ὀνομάζει ὁ Γέρων Σωφρόνιος καταβίβασις «τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου». Θά ἀπωλεσθεῖ ἡ σαφής δογματική τους συνείδηση ὅταν βιώνουν μέσα στούς ναούς τελούμενη τή λατρεία σ’ αὐτή τήν τετριμμένη γλῶσσα. Ἐξ αὐτοῦ θά ψυχρανθεῖ τό ἐνδιαφέρον τους καί ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τή σωτηρία τους.
Β) Χάνοντας τή δογματική συνείδησή τους καί μή μπορώντας νά διακρίνουν τήν ἀλλοιωμένη ὀρθόδοξη ὑμνολογία ἀπό τά θρησκευτικά τραγούδια τῶν αἱρέσεων θά ἀποτελοῦν εὔκολη λεία τῶν αἱρετικῶν. Καί ἐξηγούμεθα. Οἱ χριστιανοί λόγῳ τῆς συμμετοχῆς τους στή Θεία Λατρεία εἶναι ἐξοικειωμένοι μέ τό πρωτότυπο κείμενο τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί γνωρίζουν ἀπό μνήμης παρά πολλά χωρία κρίσιμα γιά τήν πίστη καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἄν μέ τίς εὐτελεῖς μεταφράσεις ἀποσυνδεθοῦν ἀπό τό διά τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων παραδοθέν κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης, θά ἀναγκάζονται νά διαλέγονται μέ τούς αἱρετικούς ἐπί ἴσοις ὅροις, χωρίς ἀναφορά στό ἱερό κείμενο. Αὐτό ἐξυπηρετεῖ τούς τελευταίους, οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν, ὡς καιόμενοι, τίς συζητήσεις ἐπί τῇ βάσει τοῦ πρωτοτύπου κειμένου. Ἄν μάλιστα πραγματοποιηθεῖ - Θεός φυλάξοι! – καί τό ἄλλο σκέλος τῶν μεταρρυθμίσεων δηλ. ἡ μετάφραση τῆς Ὑμνολογίας στή Δημοτική ἤ ἡ δημιουργία νέων ὕμνων τότε οἱ διαφορές Ὀρθοδοξίας -αἱρέσεων θά εἶναι δυσδιάκριτες καί ἡ σύγχυση τῶν πιστῶν δέν θά ἔχει προηγούμενο.
Γ) Μετά τήν καθιέρωση τῆς ἀναγνώσεως στή Δημοτική τῶν εὐχῶν θά ἀκολουθήσει εἰσροή μέσα στή Λατρεία καί ἄλλων εὐχῶν, καί σταδιακά ἄλλων ὕμνων κατά τήν αὐθαίρετη κρίση τῶν λειτουργῶν. Ἤδη οἱ «εὐχές» τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, γιά τό Μετρό, γιά τίς πυρκαϊές καί τό Ἀεροδρόμιο σκόρπισαν νότες θυμηδίας ἀλλά καί νέφη ἀνησυχίας γιά τό λειτουργικό μας μέλλον.
Δ) Ἀπεριόριστες σέ ποικιλία καινοτομίες θά ἀκολουθήσουν μέσα στή λατρεία μέ τήν κατάργηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, τοῦ Ἱεροῦ Τέμπλου, τή μεταφορά τῆς ἁγίας Τραπέζης στό μέσον τοῦ Ναοῦ, μέ τήν ὑποχρεωτική καθιέρωση μικτῶν χορωδιῶν καί μέ κάθε ἄλλη ψευδοποιμαντική πρακτική πού θά ἐφευρίσκουν οἱ καινοτομοῦντες κληρικοί.
Ε) Ἡ θεία λατρεία θά γίνει πεδίο πειραματισμοῦ, πεδίο διακινήσεως ποικίλων ἰδεῶν «εὐγενῶν» καί μή, σύμφωνα μέ τήν ὄρεξη καί τίς ἰδεοληψίες τῶν μοντερνιστῶν καί μεταμοντερνιστῶν κληρικῶν. Καθώς θά αὐξάνονται σάν ἀκατάσχετη πλημμύρα οἱ αὐθαίρετες καινοτομίες, τίποτε δέν θά μπορέσει νά τίς συγκρατήσει νά τίς ἐλέγξει καί νά τίς ἐκλογικεύσει μέ θεσμικό τρόπο (μέ ἐγκυκλίους κλπ)[20]. Τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι μιά ἀταξία καί σέ μικρό χρόνο σύγχυση καί λειτουργική καί ἐκκλησιολογική ἀναρχία.
ΣΤ) Μέσα στό εὐρύτερο πλαίσιο οἱ καινοτομίες θά συνεισφέρουν στήν γενικώτερη ἀλλοίωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, στόν συγχρωτισμό μέ τούς αἱρετικούς καί σέ διάχυτες παντοῦ συμπροσευχές μέ ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους.
Ὑπάρχει μήπως τίποτε χειρότερο;

VI. Ἡ διαστροφή τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας τό «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως ἑστώς ἐν τόπῳ ἀγίω»;
Ὁ Κύριος μας μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι θά δοῦμε κάποια στιγμή «τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως», τόν Ἀντίχριστο, «ἑστώς ἐν τόπῳ ἀγίῳ» (Ματθ. 24, 15).
Στή Β΄ Ἐπιστολή πρός Θεσσαλονικεῖς διαβάζουμε ἐπίσης ὅτι «ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας» δηλ. ὁ Ἀντίχριστος «ὁ ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα λεγόμενον Θεόν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτόν εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ καθίσαι, ἀποδεικνύοντα ἑαυτόν ὅτι ἐστί Θεός». Θά θελήσει ἑπομένως νά καθίσει στό ναό καί νά λατρεύεται ὡς Θεός. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό παραπάνω χωρίο λέγει ὅτι ὁ Ἀντίχριστος «καθεσθήσεται εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, οὐ τόν ἐν Ἱεροσολύμοις μόνον, ἀλλά καί εἰς τάς πανταχοῦ Ἐκκλησίας» (P.G. 62, 482). Πῶς θά καθίσει ὁ Ἀντίχριστος σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες; Ἀσφαλῶς μέσω τῆς λατρείας του ἐντός τῶν ναῶν. Θά ἐπέλθει τέτοια ἀλλοίωση στήν τέλεση τῆς λατρείας, ὥστε μέ φυσικότητα θά ἔλθει νά «δέσει» ἡ λατρεία αὐτοῦ τοῦ ὑπερόχου, πράου, εἰρηνικοῦ βασιλέως, ὅπως περιγράφει τόν Ἀντίχριστο ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, στήν ὁμιλία του περί τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό;
Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν λαϊκῶν μεταφράσεων τῶν εὐχῶν καί τῶν καινούργιων ὕμνων πού θά ἐπενδυθοῦν μέ καινούργια μουσική θά ὑποστεῖ σταδιακά τίς φοβερές ἀλλοιώσεις πού προαναφέραμε. Εὔκολα στή συνέχεια μπορεῖ νά ἀποβάλει τά δογματικά της στοιχεῖα, χριστολογικά, τριαδολογικά, ἐσχατολογικά, σωτηριολογικά. Ἔπειτα μπορεῖ μέσω τῆς καθημερινῆς γλώσσας καί στά πλαίσια τῆς «προσλήψεως καί μεταμορφώσεως τοῦ κόσμου», ὅπως τήν ἐννοεῖ ἡ ψευδοθεολογία τοῦ Σμέμαν καί τῆς «Συνάξεως» νά προσλάβει ἡ λατρεία «προσευχές» πχ ὑπέρ τοῦ περιβάλλοντος, κατά τῆς τρομοκρατίας, ὑπέρ τῆς εἰρήνης, κατά τοῦ ρατσισμοῦ κλπ. καί νά μεταμορφωθεῖ ἔτσι σέ λατρεία τοῦ Ἀντιχρίστου.
Μήπως ὅλα αὐτά μοιάζουν μέ ἐφιαλτικό σενάριο; Μήπως καί ἡ διαστροφή τῆς Λατρείας πού πραγματώνεται μέσω τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης σέ ὅλα τά πεδία πού προαναφέραμε δέν μοιάζει, γιά ὅσους δέν τήν βιώνουν, μέ ἐφιαλτικό ὄνειρο; Καί ὅμως αὐτή τή στιγμή αὐτό τό «ὄνειρο» εἶναι γιά τούς χριστιανούς τῆς Πρεβέζης μιά ἐφιαλτική πραγματικότητα.

VII. Ἀκαινοτόμητη ἡ Θεία Λατρεία
Γιά ὅλους τούς ἀνωτέρω λόγους δηλ. τήν ἀπροσμέτρητη πνευματική βλάβη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπό τή δ ι α σ τ ρ ο φ ή τ ῆ ς Ὀ ρ θ ο δ ό ξ ο υ Λ α τ ρ ε ί α ς ἐναντιούμεθα σφοδρῶς στήν καινοτομία τῶν μεταφράσεων ὄχι μόνον τοῦ Μητροπολίτου Πρεβέζης ἀλλά καί ὁποιουδήποτε ἄλλου διαπράττει τήν ἱεροσυλία τῆς εἰσαγωγῆς μέσα στό ἄβατο τῆς Λατρείας μεταφράσεων τῶν ἱερῶν ἀναγνωσμάτων καί εὐχῶν · δηλαδή ὁποιουδήποτε ἐπιχειρεῖ ὑποκατάσταση, ἑρμηνεία καί συμπλήρωση τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων μέ δικά του ἐγωϊστικά καί εὐτελῆ λόγια, ἀπό τά ὁποία κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἀπουσιάζει ἡ Χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Μήπως λοιπόν πρέπει νά διερωτηθοῦμε κατά πόσον μέ τίς αὐθαίρετες ἀλλοιώσεις καί προσθαφαιρέσεις στούς λόγους τῶν ὑπό τῶν Ἁγίων συντεθειμένων Εὐχῶν ἐνεργεῖ ἡ θεία Χάρις κατά τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων;
Ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι φρονοῦμε ὅτι μόνο μιά λατρεία θεόπνευστη, ὀρθόδοξη, ἀκαινοτόμητη εἶναι ὁ φραγμός διά τοῦ ὁποίου ὁ Χριστός περιφράττει τήν Ἐκκλησία Του. Λέγει ὁ ἴδιος : «...καί φραγμόν αὐτῷ [δηλ. τῷ ἀμπελῶνι] περιέθηκε» (Ματθ. 21, 33). Ἑπομένως ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, ὁ ὀρθός, θεοπαράδοτος, ἀποστολοπαράδοτος καί πατροπαράδοτος τρόπος τῆς λατρείας τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἑνώνει μέ τόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Ἁγία Τριάδα καί μᾶς ἀσφαλίζει ἀπό τήν πλάνη καί τό ὀλίσθημα σέ ψευδοχριστιανικές λατρεῖες, πού τελικά θά συγκλίνουν στή λατρεία τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἐφόσον πιστεύουμε ὅτι ἔτσι ἔχουν τά πράγματα θά πρέπει ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί νά παραμένουμε ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι στήν ἐκκλησιαστική παράδοση τῆς λατρείας μας, ἀποφεύγοντας ὄχι μόνο εἰσαγωγή ξένων ἀντιεκκλησιαστικῶν πρακτικῶν, ἀλλά καί δικῶν μας ἐφευρημάτων πού θά τραυματίσουν τή Λατρεία μας. Νά μήν ἀνεχόμεθα μέσα στούς ναούς μας κληρικοί καί λαϊκοί λατρευτικές αὐθαιρεσίες καί καινοτομίες γιατί αὐτές ἀντιτίθενται στήν Παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων. Νά μήν τείνομε εὐήκοον οὖς σέ ψευδο-επιστημονικές θεωρίες καί προτάσεις περί «ἀναγεννήσεως» τῆς Λατρείας, οἱ ὁποῖες ἐμβάλλουν στήν καρδιά μας ἀμφιβολίες γιά τήν ὀρθότητα τοῦ Τυπικοῦ, τό ὁποῖο μέ φόβο καί τρόμο καί κατόπιν πολλῆς δοκιμασίας ἐθέσπισαν οἱ Ἅγιοί μας. Νά μήν δεχόμεθα θεωρίες περί «σκουριᾶς» πού ἐπεσώρευσαν οἱ αἰῶνες στή Λατρεία μας. Νά ἀποκτήσουμε τήν αἴσθηση ὅτι εἴμαστε κληρονόμοι ὅλης αὐτῆς τῆς πλουσίας θεολογικῆς, ὑμνολογικῆς καί μουσικῆς παραδόσεως τῶν Ἁγίων γιά τή διαφύλαξη καί τή διάδοση τῆς ὁποίαςθά κριθοῦμε ἀπό τόν Χριστό, πρό πάντων οἱ κληρικοί, ἄν φανήκαμε πιστοί καί φρόνιμοι ἤ ἄπιστοι καί ἄφρονες οἰκονόμοι. Τέλος θά πρέπει νά ἐνθυμούμεθα τούς λόγους τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ πρός τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας :
«Διό δυσωπῶ τόν τοῦ Θεοῦ λαόν, τό ἔθνος τό ἅγιον, τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνθέξεσθαι παραδόσεων· ἡ γάρ κατά μικρόν τῶν παραδεδομένων ἀφαίρεσις ὡς ἐξ οἰκοδομῆς λίθων θᾶττον ἅπασαν τήν οἰκοδομήν καταρρήγνυσιν. Εἴη δέ ἡμᾶς ἑδραίους, ἀκαμπεῖς, ἀκλονήτους διαμένειν, ἐπί πέτραν ὀχυράν ἐστηριγμένους, ἥτις ἐστίν ὁ Χριστός, ᾧ πρέπει δόξα, τιμή καί προσκύνησις σύν τῷ πατρί καί τῷ Πνεύματι, νῦν τε καί ἀεί καί εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν[21].

Τίς θέσεις του κειμένου ὑπογράφουν οἱ κάτωθι πατέρες :

Π. Ἰωάννης Φωτόπουλος, εφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς
Π. Ἀθανάσιος Μηνᾶς, πρώην εφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Ελευθερίου Ἄρεως
Π. Γεώργιος Διαμαντόπουλος ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἀνδρέου Λαυρίου
Π. Βασίλειος Κοκολάκης ἐφημ. Ἱ. Ν. ‘Υψώσεως Τ. Σταυροῦ Χολαργοῦ
Π. Σταῦρος Τρικαλιώτης, ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς
Π. Ἀντώνιος Μπουσδέκης, ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Νικαίας
Π. Γεώργιος Παπαδάκης ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἁγ. Νικολάου Ἀμαρουσίου
Π. Νικόλαος Πουρσανίδης ἐφημ. Ἱ.Ν. Παμμ. Ταξιαρχῶν Ἀχαρνῶν
Π. Γεώργιος Χρόνης, ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἁγίου Ἀνδρέου Παιανίας
Π. Ἰωάννης Χατζηθανάσης ἐφημ. Ἰ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς
Π. Εὐθύμιος Μουζακίτης, ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Κοσμᾶ Αἰτ. Ἀμαρουσίου
Π. Χρῆστος Κατσούλης, ἐφημ. Παναγίας Βλαχερνῶν Ἀμαρουσίου
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος ἐφημ. Ἱ. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου Ἀμαρουσίου


________________________________________
[1] ΠΡΩΤ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Πρέπει νά μεταφρασθοῦν τά λειτουργικά κείμενα ; Πρακτικά Λειτουργικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν «Τό μεγαλεῖο τῆς θείας Λατρείας. Παράδοση ἤ ἀνανέωση;» περιοδ. Θεοδρομία, ἔτος Δ΄ τεύχη 1-3 σ. 347-416).
[2] ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΟΥΡΟΥΣΗ, Ἡ ἀνάγκη ἁγιογραφικῶν μεταφράσεων, περιοδ. Θεοδρομία, Ἔτος Ζ΄ Τεῦχος 1 σ. 11-20. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Καί πάλιν ὁ... πειρασμός τῶν μεταφράσεων, Ορθόδοξος Τύπος, 13-3-09 (Πρόκειται γιά τό πλέον πρόσφατο, σχετικό μέ τό θέμα μας κείμενο, τοῦ κ. Καθηγητοῦ).
[3] ΦΩΤΗ ΣΧΟΙΝΑ, Λειτουργική γλῶσσα (δοκίμια προβληματισμοῦ), Ἐκδόσεις ΤΗΝΟΣ, Ἀθήνα 2006
[4] π.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΑΓΟΥΡΟΥ, «Ὁ Μικροαστός», Ἕνα ἐρωτηματολόγιο περί τῆς «μεταφράσεως» λειτουργικῶν κειμένων ἐν ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚῌ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙᾼ 42 Ἰαν-Μάρτ. 2009 σσ. 1, 3-8).
[5] Ἐγκύκλιος ὑπ’ ἀρ. ΙΓ ΄( Σειρά Β΄ Λειτουργικά καί τελετουργικά θέματα) 1-9-04
[6] « Ἴσως ἡ μελλοντική παραγωγή νέων ὕμνων σέ προσιτότερο ἰδίωμα, χωρίς νά ἀντικατασταθοῦν οἱ ἐν χρήσει σήμερα, θά μποροῦσε νά ἐπιλύσει ἐν μέρει τό πρόβλημα τοῦτο [δηλ. τῆς κατανοήσεως τῶν ψαλλομένων]. Καί ἔχουν γίνει πρός τήν κατεύθυνση αὐτή σχετικοί πειραματισμοί ἀπό ἐγκρίτους κληρικούς καί λαϊκούς χωρίς νά ἔχουν τύχει τῆς ἐπίσημης ἔγκρισης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου». (Ἀνακοίνωσις 6/9/04 ἀναγνωσθεῖσα στούς Ναούς τήν 19 Σεπτ. 2004).
[7] Χάριν τοῦ ....λαοῦ πάντοτε, τό ὑποτιθέμενο εὐχολόγιο είναι γραμμένο στή μονοτονική γραφή!
[8] Κατά τήν ἀνάλυση τῶν μεταφράσεων δέν χρησιμοποιήσαμε καθόλου τίς εὐχές τῆς Θ. Λειτουργίας σέ ἀντιπαράθεση μέ τή μετάφραση τοῦ Μητροπολίτου Μελετίου ἀπό φόβο Θεοῦ.
[9] Ἀλήθεια, ἡ δοξολογική κατακλεῖδα μετά τήν ἀνάγνωση καθενός ἀπό τά 12 Εὐαγγέλια τῆς Μ. Πέμπτης, τό γνωστό «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε δόξα σοι», πῶς θά μεταφρασθεῖ; Μήπως, «Δόξα στήν ...καρτερικότητά σου Κύριε; »
[10] Ὁ μακαρίτης καθηγητής Ἰω. Φουντούλης τή χαρακτήριζε ὑποτιμητικά «λαϊκότροπη»!
[11] Ώραιότατη προστακτική !!
[12] Τό ἐπίθετο «φαιδρός», τό ὁποῖο ἀφήνει ὁ μεταφραστής ἀμετάφραστο ἔχει βέβαια τή σημασία ἀστεῖος στή Ν. Ἐλληνική.
[13] Μέσα στό πλαίσιο τῆς κακοποιημένης καί κακοποιούσης μεταφράσεως ὁ μεταφραστής παραλείπει τίς φράσεις «Διαφύλαξον αὐτούς Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν ὡς διεφύλαξας τόν Νῶε ἐν τῇ κιβωτῷ» «ὕψωσον αὐτούς ὡς τάς κέδρους τοῦ Λιβάνου», «ὡς ἄμπελον εὐκληματοῦσαν», «ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν», «λάμψωσιν ὡς φωστῆρες ἐν οὐρανῷ», πιθανόν ὡς εἰκόνες μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς καί ἄρα ὡς περιττά! Ἴσως στά πλαίσια τοῦ μεταμοντέρνου θά μποροῦσε π.χ. ἡ φράση «ὕψωσον αὐτούς ὡς τάς κέδρους τοῦ Λιβάνου» νά ὑποκατασταθεῖ μέ τή φράση «ὕψωσέ τους σάν τούς οὐρανοξύστες τῆς Ν. Ὑόρκης»!
[14] Ἡ μή ἐπίκληση τῆς Θ. Χάριτος ὁμοιάζει μέ τήν πρακτική τῶν παπικῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας τους δέν ἐπικαλοῦνται τό ἅγιο Πνεῦμα πρός καθαγιασμό τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου.
[15] ΕΠΕ 32,λα΄-λγ΄ σ. 28-29
[16] Δέν πρέπει νά συγχέουμε τίς μεταφράσεις τῶν κειμένων τῆς Θείας Λατρείας πού γίνονται πάντοτε μετά φόβου ἀπό τήν ἑλληνική σέ ξένες γλῶσσες, μέ τίς στρεβλωτικές τῶν ἑλληνικῶν κειμένων μεταφράσεις ἀπό ἑλληνικά σέ...ἑλληνικά γιατί αὐτές φθείρουν καί νοθεύουν τό πρωτότυπο κείμενο. Αὐτό εἶναι πού ἐπικρίνει ὁ Μ. Ἀθανάσιος.
[17] Ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ ἀπόταξις τοῦ Σατανᾶ μ’ αὐτά τά συγκεκριμένα λόγια αὐτά ἔχει ἀρχαιότατες, πρωτοχριστιανικές ρίζες, αφοῦ ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων (313-386) ἑρμηνεύει στίς Μυσταγωγικές Κατηχήσεις του κάθε λέξη τῆς ἀποτάξεως. Μεταξύ αὐτῶν ἑρμηνεύει λεπτομερῶς καί τίς λέξεις «λατρεία» καί «πομπή» τοῦ Σατανᾶ. ( P.G.33 1069C – 1073B)
[18] Ἡ φράση «ὅπου ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος καί τό πῦρ οὐ σβέννυται» δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ ἁγίου συντάκτου τοῦ Ἀφορκισμοῦ, ἀλλά μικρή παραλλαγή τῶν ἰδίων τῶν λόγων τοῦ Κυρίου «ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾶ καί τό πῦρ οὐ σβέννυται» ( Μαρκ. 9, 44· 46· 49·), τούς ὁποίους ὁ Κύριος ἐπαναλαμβάνει τρεῖς φορές. Εἶναι λοιπόν ἀσήμαντη ἡ διαστροφή τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ πού ἐπιτελεῖται μέ τή μετάφραση «ἐκεῖ πού ἡ ταλαιπωρία εἶναι μόνιμη», ὡσάν ἡ κόλαση νά εἶναι μιά ταλαιπωρία παρόμοια π.χ. μέ τή μόνιμη ταλαιπωρία τῆς ἀναμονῆς τοῦ λεωφορείου ἤ μέ τή μόνιμη ταλαιπωρία στίς δημόσιες ὑπηρεσίες;
[19] ΑΡΧΙΜ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΑΧΑΡΩΦ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, Ἱ. Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1993, σ. 374-376.
[20] Ὠς τώρα δέν εἴδαμε συνοδική βούληση καί ἀποφασιστικότητα νά παύσουν καινοτομίες ὅπως πχ τῶν «παπαροκάδων» καί ποικίλων ἄλλων ἀντιχριστιανικῶν κακοδιδασκαλιῶν, ὅπως π.χ. τῶν δημοσίων διακηρύξεων κληρικῶν ὑπέρ τῆς ὁμοφυλοφιλίας.
[21] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περί εἰκόνων Λόγος Α΄ ΕΠΕ 3 σ. 104, 68