"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

Να ἀφεθοῦμε στήν θεία πρόνοια-ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣIOY


῞῞Οποιος παρακολουθε τς εεργεσίες το Θεο, μαθαίνει νά ξαρτ τν αυτ του π τν θεία πρόνοια. Νιώθει μετ σν τ μωρ στήν κούνια, πού, ν τ φήσ γιά λίγο μητέρα το, ρχίζει νά κλαί, μέχρι νά τρέξη πάλι κοντ του. ν φεθ κανες στόν Θεό, εναι μεγάλη πόθεση. ταν πρωτοπῆγα στήν ερ Μον Στομίου, δέν εχα πού νά μείνω. λο τ μοναστρι ταν γεμᾶτο μπάζα. Βρῆκα μία γωνία κοντ στήν μάνδρα, βαλα κάτι π πάνω, γιά νά τν σκεπάσω λίγο, κα κε περνοῦσα τ βράδυα καθιστός, γιατ δέν χωροσα νά ξαπλώσω. Μία μέρα ρθε νας γνωστός μου ερομόναχος καί μου λέει: « Καλά, πς μένεις δῶ; ». « Γιατί, το λεώ, ο κοσμικο εχαν περισσότερα π μᾶς; ταν επαν στόν Κανάρη, τότε πού ζήτησε δάνειο, “ δέν χεις Πατρίδα”, κενος επε: « Θ ποκτήσουμε Πατρίδα » . ν κοσμικς νθρωπος εχε τέτοια πιστή, μες νά μν χουμε μπιστοσύνη στόν Θεό; φο Παναγία οκονόμησε νά βρεθ ἐδῶ, δέν θ φροντίσ για τ μοναστρι της , ταν ρθει ρα; » . Κα πράγματι, πς τ οκονόμησε σιγά-σιγ λα Παναγία! Θυμᾶμαι, ταν ρριχναν ο μάστορες τ μπετν ,γιά νά φτιάξουν τν πλάκα στά κελλιά πού εχαν κα, δέν φθασαν τ τσιμέντα. πολειπόταν τ να τρίτο ,γιά νά τελειώση πλάκα. ρχονται ο μάστορες καί μοῦ λένε: « Τ τσιμέντα τελειώνουν. Να ραιώσουμε τ μπετόν, γιά νά φθάσ γιά λη τν πλάκα » . « χι, τος λέω, συνεχίστε κανονικ » . Νά φέρουμε λλα δέν γινόταν, γιατ τ ζα ταν στόν κάμπο. πρεπε νά πᾶνε ο μάστορες δυό ὧρες ς τν Κόνιτσα κα δυό ρες ς τν κάμπο, στά χωράφια, γιά νά βροῦν ζα. Πότε νά πᾶνε, πότε να γυρίσουν. στερα, ο νθρωποι εχαν τίς δουλεις τους. Δέν μποροῦσαν νά ρθουν λλη μέρα. Βλέπω, εχαν ίξει τ δύο τρίτα τς πλάκας. Μπῆκα στό κκλησάκι κα λέω: « Τ θ γίνη τώρα ,Παναγία μου; Σ παρακαλ, βοήθησέ μας » . Μετ βγήκα ξω…

Κα τ γινε , Γέροντα;

Κα πλάκα τελείωσε κα τ τσιμέντα περίσσεψαν!

Ο μάστορες τ κατάλαβαν;

Πς δεν τ κατάλαβαν. Εναι μερικς φορς πολ μεγάλη βοήθεια το Χριστο κα τς Παναγίας!

᾿Από τό βιβλίο: Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο

῾Ο Θεός μᾶς βοηθάει... ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ




[Σχόλιο ᾿Οδυσσέως: ῾Ο λόγος τοῦ Γέροντος Παϊσίου σταλάζει πραγματικά στίς ψυχές μας βάλσαμο. Τά παραδείγματα πού χρησιμοποιεῖ εἶναι ἐπιτυχημένα καί διδακτικότατα. ῎Ας ἔχουμε τήν εὐχή του!]


-Βλέπουμε, πάτερ, ὅτι βαδίζουμε τήν ἁμαρτωλή ὁδό.
-«Μά κι ἐγώ, ὅσο περνᾶν τά χρόνια δέν μπορῶ νά κάνω ἀγώνα περισσότερο, γι᾿ αὐτό λέω πότε νά μέ πάρει ὁ Θεός, νά φύγω νωρίτερα. Πολλές φορές παρεκλίνουμε, γιατί νομίζουμε ὅτι κάτι κάνουμε μόνοι μας. ῾Ο Θεός μᾶς βοηθάει καί δέν τό καταλαβαίνουμε. Νομίζουμε ὅτι προχωρᾶμε.
Στίς ἀρχές φυσικά μᾶς δίνει καμιά καραμέλα νά μᾶς ξεγελάσει κι ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι ἐργαστήκαμε. Μᾶς τήν ἔδωσε γιά νά μᾶς δείξει ὅτι ὑπάρχει ζαχαροπλαστεῖο πάνω, γιά νά πᾶμε μόνοι μας. ᾿Ενῶ ξεκινᾶμε, τότε κουραζόμαστε. Καί ὅταν παρεκλίνουμε καί αὐτό βοηθάει, κατά κάποιο τρόπο, γιατί μᾶς ἐγκαταλείπει λίγο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά ταπεινωθοῦμε. ῎Ετσι ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος, μετά ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, γνωρίζει τόν ἑαυτό του καί δέν πιστεύει στόν ἑαυτό του. Τότε καταλαβαίνει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
῞Οπως καί τό μωρό παιδάκι, πού μόλις μεγαλώσει λίγο τό πιάνει ἡ μαμά του ἀπό τά χέρια καί αὐτό ἀνοίγει κάτι βήματα μεγάλα καί νομίζει ὅτι πάει καλά καί δέν παρεκλίνει. Μετά ὅμως ἄν συνεχίσει αὐτή ἡ δουλειά, τό παιδί θά γίνει ἀτροφικό. ῎Αν τοῦ κρατάει συνεχῶς τά χέρια, θά δημιουργηθεῖ στό παιδί μιά ψευδαίσθηση καί μόλις θελήσει μόνο του νά προχωρήσει, θά πάρει μιά τοῦμπα. Καταλαβαίνετε ὅτι αὐτά τά βήματα δέν ἦταν δικά του.

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Δ. Τάτση , ΑΘΩΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ (Διδαχές ἑνός Γέροντος), σελ. 51, , ᾿Αθῆναι 1993, ΕΚΔ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ

Ὁ Παπαδιαμάντης ὡς ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ φιλοκαλικὸ του ἦθος




[Σχόλιο ᾿Οδυσσέως: Τακτική τοῦ ἰστολογίου μας εἶναι ἡ ἀνάρτηση κειμένων στό πολυτονικό σύστημα γραφῆς. Κείμενα στό μονοτονικό χρησιμοποιοῦνται κατ᾿ ἀνάγκην. Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ μᾶς δίνει μιά ἀνάσα δροσιᾶς ἀπό τόν "λειτουργικό" Παπαδιαμάντη. Εὐχαριστοῦμε τό ἱστολόγιο: "Φωνή βοῶντος ἁμαρτωλοῦ ἱερέως"ἀπ᾿ ὅπου καί ἀντλήσαμε τό ἄρθρο καθώς καί τόν κόπο τοῦ συντάκτου νά τό μεταφέρει στό πολυτονικό. Τουλάχιστον, κάποιοι νά ἀντιστέκονται ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΑ!]

" Παπαδιαμάντης ταν να ταπειν μέλος τς κκλησίας, ασθανόταν κα λειτουργοσε ς μέλος της. Εχε συναίσθηση τι Χριστς εναι Κεφαλ τς κκλησίας, ατο τν Γέννηση κα τν νάσταση μνε κα δοξάζει κα πακούει ταπειν στς ποφάσεις τς....
κκλησίας.
Κατ
᾿ ρχς πρέπει ν πομε τι λη ζω το Παπαδιαμάντη ταν φιλοκαλική, πο σημαίνει τι δν στηριζόταν σ καταφατικς κφράσεις κα διαβεβαιώσεις, λλ κυρίως ζοσε ποφατικά. βλεπε τν δόξα τς κκλησίας χι στν πίγεια κοινωνικ κατάφασή της, λλ στν χάρη το γίου Πνεύματος. Τν ασθανόταν μέσα στς γρυπνίες, μέσα στν θεία Εχαριστία, πο εναι τ κέντρο τς κκλησίας, στς κολουθίες, στ τροπάριά της. Συνελάμβανε τ πνεμα τς θείας λατρείας, πο εναι ταπείνωση, συχία, κένωση κα προσφορά.

Σ
᾿ να κείμενό του γράφει: « κκλησία θριάμβευσεν ν τ κόσμ νευ τς λαχίστης συνδρομς τς πολιτείας, τουναντίον μάλιστα κα διωκομένη κα κατατρυχομένη πολλάκις π ταύτης».

Στ
ν ποχή του Μακρακισμς λλοίωνε τν ταυτότητα κα τν φυσιογνωμία τς κκλησίας. Παπαδιαμάντης γράφει ρθρο γι ν καυτηριάσ τν στάση το Μακράκη, ποος μήνυσε δυ ερες, ο ποοι πενθύμισαν στν κόσμο τι εναι μν λεύθεροι ν κούσουν τν Μακράκη, λλ ν ξεύρουν τι «χει ποκηρυχθ π τς ερς Συνόδου, ς κακόδοξος κα πειθής». Κα στν συνέχεια γράφει:

«
κ. Μακράκης εναι κπτωτος δι᾿ λην τν ρθόδοξον κκλησίαν. Τ ξεύρει κα προσποιεται τι τ γνοε... καινοδοξία δν εναι ν χώρ κα χρόνω, δν ρμται ποκλειστικς ξ μερικς ξ γγλίας, καινοδοξία εναι ν τ γνώμ κα ν τ φρενί... κα κ. Μακράκης, στις περιέρχεται τς πόλεις κα τ χωρία ρμηνεύων κατ τν δίαν ατο φαντασίαν τς ερς Γραφάς, νευ κύρους, νευ δείας κα γκρίσεως κκλησιαστικς.... Τί το ψιθυρίζουν ες τ ος, το κ. Μακράκη, τ ρχοντικ δαιμόνια, τ πονηρότατα κα πεισμονέστατα τν δαιμονίων! Ποος Μητροπολίτης, ποία Σύνοδος δύναται ποτ ν᾿ ναγνωρίσ τν κ. Μακράκην ς ρθόδοξον, ἐὰν οτος δν προσέλθ πλς κα καθαρς, ν ταπεινώσει, νευ σοφισμάτων κα νευ στεροβουλίας, ἐὰν δν προσπέσ ες τν κκλησίαν ν επ τ μαρτον, ν᾿ ποπτύσ τ τρισύνθετον κα πσαν λλην κακοδοξίαν, κα ν επ τι μετανοε ελικρινς; ς σος πρς σην τολμ ν διαπραγματεύηται πρς τν κκλησίαν, τι θρασύτερον, ς θεραπαινίδα θέλει ν τν μεταχειρισθ γχίστροφος διαλεκτικός, πολύπλαγκτος γορητής, ξιν, να κκλησία ατ κα χι Μακράκης μολογήσ τι σφαλε ν τν ποκηρύξη! Οον ξαίσιον πτμα! Οος κρημνός!».

Κα
ταν ο Μακρακιστα ντέδρασαν, Παπαδιαμάντης εναι φοπλιστικς στ πιχειρήματά του, πο δν εναι στοχαστικά, λλ κκλησιολογικά: «Τί μ προκαλετε ες συζήτησιν περ το ν εσθε αρετικο χι; κκλησία σς πεκήρυξεν. π δεδικασμένου συζήτησις δν δύναται ν γίν».


Τ
κυριότερο γνώρισμα το Παπαδιαμάντη, π που ντλεται ποψή του γι τν Θεό, λλ κα ασθηση μ τν ποία πλησίαζε τος νθρώπους, πο σαφς λέγεται συχαστική, φιλοκαλική, εναι τι λη του προσωπικότητα εναι λιβανισμένη, κα ατ τ ρωμα το γιορείτικου λιβανιο βγαίνει κα προχέεται π τν καρδιά του στ σμα, στ δάκτυλα, στ μολύβι κα στ γραπτά του. Τ κείμενά του εναι «λιβανάτα» π τ μοσχοθυμίαμα τς λατρείας, τς προσευχς. χει τ θος τς λατρείας, τς μνδίας. Ατ λατρεία τν κανε ν παραμείνη ρθόδοξος στ φρόνημα, στ θος σ λη του τ ζωή.

Σ
πολλ κείμενά του φαίνεται καθαρ τι συνεχς ψαλε τ «Τραγούδια το Θεο». Εναι πολ χαριτωμένο τ κείμενό του «Τραγούδια το Θεο», πο στν πραγματικότητα περιγράφει μι κοινωνία πο συναντιόταν στν Να το γίου λισσαίου κα πειτα στ σπίτια, μέσα στ ποα μεταφερόταν τ θος τς λατρευτικς κα εχαριστιακς κοινότητας. Παπαδιαμάντης ψελνε στ σπίτια πο μπαινε στε Μαρία τς Ρηνούλας ν π:

«– Α
τ δν εναι τροπάρια πο ψέλνετε κύριε.

λλ τί εναι κορίτσι μου; ρώτησα.

– Α
τ εναι σν γλυκ γλυκ τραγουδάκια».

Κα
ατ τ τραγουδάκια το Θεο ταν τ τροπάριο το Κανόνος το Πάσχα «ναστάσεως μέρα λαμπρυνθμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα».

λλ κα γγελικούλα το φίλου του Μπούκη το επε: «σ μπαρμπ᾿ λέξανδρε, ψέλνεις τ τραγούδια το Θεο».

γγελικούλα, γράφει Παπαδιαμάντης, «μ κουε ν ψάλλω συνεχς «Τραγούδια το Θεο», ες τν πενιχρν νυκτερινν ναΐσκον, που σύχναζε τακτικ μ τν μητέρα της. κοιμτο μς στ στασίδι, ες τν γυναικωνίτην, τν ρα τν ποστίχων, ξύπνα μετ δυ ρας ες τν Πολυέλεον, κ᾿ κτοτε δν θελε ν κοιμηθ πλέον. το μία μετ τ μεσάνυχτα».

μικρ γγελικούλα νδεκα τν ταν ρρωστη βαρειά. Τν πισκέφθηκε Παπαδιαμάντης κα κείνη το επε:

«
μπάρμπ᾿ λέξανδρε, ψέλλισεν σθενς. Πότε θ μο πς πάλι τ θεα ... τραγούδια;

ποτε θέλεις, Κούλα μου. μα γίν γρυπνία ες τν γιον λισσαον ν λθς, ν σο τ π.

–Ν
μο τ πς. Μ θ τ᾿ κούσω;

μα προσέχς, θ τ᾿ κούσης...

χ!

στεναξεν, κλεισε τ μματα, κα δν μο μίλησε πλέον. φαίνετο τι εχε πολ κουρασθ (φερεν σθενς τν σχνν χερα πρς τ ος ν ψέλλιζε. Φαίνεται τι εχε πάθει βαρυηκοΐαν νεκα τς νόσου). Τς φεραν χρσμα, λαιον π τν κανδήλαν. Ατ νέλαβε πρς στιγμν τς ασθήσεις της, κ᾿ ψιθύρισε:

–Μοσχοβολ
ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ρεμία. Θ πλέψω καλά».

Μετ
τν θάνατό της Παπαδιαμάντης ψαλε τ τραγούδια το Θεο στν γν γγελικούλα. Γράφει στ κείμενό του:

«Μετ
τρες μέρας τν προεπέμπομεν ες τν τάφον. Ο παγγελματικο ερες κ᾿ ο ψάλται ψαλλον τ κατ συνθήκην, π τν "μωμον δόν" ως τν "Τελευταον σπασμόν". Μόνος πάπα-Νικόλας π᾿ τν Αϊ-Γιάννη το γρο, Ναξιώτης, φαίνετο τι κανε χωριστν κολουθίαν, μορμύριζε μέσα του, κα τ μματά του φαίνοντο δακρυσμένα.

–Τί μουρμουρίζεις, παπά; το
επα, π τ πισθεν το στασιδίου, που εχεν κουμβήσει.

–Λέγω τ
ν κολουθίαν τν Νηπίων μέσα μου, επεν πάπα-Νικόλας. Ες ατ τ κακον ρμόζει κηδεία τν νηπίων.

Τωόντι κ
᾿ γώ, μ λον τν πόνον κα τ δάκρυά μου, εχα ναλογισθ κείνην τν στιγμν τν κολουθίαν τν Νηπίων. Κα κουσίως λεγα μέσα μου τ τραγούδια το Θεο: "Τν το κόσμου δέων ναρπασθν γευστον" κα "ς καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον πρς καλις πουρανίους σωσας" κα "το βραάμ, ν κόλποις, ν τόπος νέσεως, νθα τ δωρ στ τ ζν, τάξαι σ Χριστς δι᾿ μς νηπιάσας" κα "ος ριθμος τ πλάσμα σου, νήπιον φοιτσαν τανν πρς σέ"».

Παπαδιαμάντης ζοσε τν κκλησία ς θεραπευτικ κοινότητα, κα χι ς χρο κφράσεως τν συναισθημάτων του, τν ζοσε μ τς γρυπνίες, τς προσευχές, μ τν κόσμο γύρω του, πο κοιμόταν μέσα στν να σν ν βρισκόταν στν γκαλι τς μάννας τους, μ τν ψαλμδία κα στ σπίτια. λη ατ πνευματικ κκλησιαστικ οκογένεια λειτουργε θεραπευτικά, εχαριστιακά.

Παπαδιαμάντης θελε τν πλότητα, τν ρεμία, τν συχία, τν ταπείνωση. τσι νιωθε κα τν λατρεία. Γι᾿ ατ γράφει στ κείμενό του μ πιγραφ «φων αρας λεπτς»:

«
λα τατα εναι ς μηδν νώπιον τς θείας μεγαλειότητος, δ Θες ηδόκησε ν φανερωθ κ᾿ φανερώθη ς προς ταπεινς ησος. Τοτο προεσήμαινεν θεοφάνεια γενομένη ες τν Θεσβίτην λίαν π το ρους Χωρήβ. Θες φανερώθη ες τν Προφήτην χι ν τ πνεύματι τ βιαί, χι ν τ συσσεισμ, χι ν πυρί, λλ᾿ ν φων αρας λεπτς. Κα φων τς αρας τς λεπτς εναι φων το πράου ησο, εναι φων το Εαγγελίου.

Δι
τοτο, λέγει μελδός, «ησο τ πρά ψάλλομεν». Κα δι τοτο, θαρρούντως πιφέρομεν μες, φείλομεν ν ψάλλωμεν ν κκλησί μ πραείας φωνάς, μ φωνν αρας λεπτς, κα χι μ πολυφωνίας κα παραφωνίας, ατινες μοιάζουν μ τ πνεμα το νέμου τ βίαιον κα μ τν συσσεισμόν, μέσ τν ποίων δν φανερώθη Θεός.

κ ν τ συσσεισμ, Κύριος ... οκ ν τ πυρ Κύριος· κα μετ τ πρ, φων αρας λεπτς· κα κε Κύριος"».

Τ
θος ατ το Παπαδιαμάντη ταν θος φιλοκαλικό, γιορείτικο. Τν χει πληγώσει βαθει τ γιον ρος σ λη του τν ζωή. Ζοσε μέσα στν θήνα κα γενικ στν κόσμο, λλ σπαζόταν τν θωνα, γι τν ζω πο περικλείει. Γράφει σ να κείμενό του:

«
π τν νεωτέρων θηνν, πόλεως ναγεννηθείσης δι το κηρύγματος το ορανοβάμονος Παύλου, πέμπομεν μυστηριώδη σπασμν ες τς πωρείας κα τς φάραγγας το μεγαλοπρεπος θω, μ τς δροσερς κρήνας, μ τς χιλιετες κυπαρίσσους, μ τ αώνια δάση τν καστανεν, μ τος μινυρισμος τν πειραρίθμων ηδόνων, που λλην ψάλτης, Κουκουζέλης, δων κίνει τς αγας κα τος ρνας, ς μυθολογούμενος ρφεύς, που σκέπη τς Παναγίας πισκιάζει ς λλοτε ν τ βασιλευούσ τν πόλεων, που ζ κα θάλλει ερ παράδοσις το μεσαιωνικο λληνισμο, κα που χει τν κοιτίδα μία ψηλ ποίησις, ποίησις χριστιανική, τις δν παυσε ποτ ν μπνέ κα ν παρηγορ τους θιασώτας ατς, ν τ νθρωπίν βί»"

ΠΗΓΗ:ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΙΕΡΕΩΣ