Κριτική στό βιβλίο του: «᾿Ενάντια στή θρησκεία»
Πρεσβυτέρου Σταύρου Τρικαλιώτη, ἐφημερίου ῾Ιεροῦ ῾Αγ. Παρασκευῆς ᾿Αττικῆς.
(Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα «᾿Ορθόδοξος Τύπος» ἀπό 6-4-07 ἕως 4- 5-07)
῎Εκπληξη καί θλίψη ἔνιωσα καθώς διάβαζα τό τελευταῖο βιβλίο τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ «᾿Ενάντια στή θρησκεία» (ἐκδ. ῎Ικαρος, Δεκέμβριος 2006). ῾Ο κ. Χρῆστος Γιανναρᾶς (ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς κ. Γ.) εἶναι γνωστός ἀπό τό παρελθόν γιά τίς θέσεις του περί προγαμιαίων σχέσεων -θέσεις ἀντίθετες μέ τή διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας μας-, καθώς καί μέ τίς μειωτικές θέσεις του γιά τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου, θέσεις οἱ ὁποῖες ἔχουν ἀντικρουσθεῖ δημοσίως ἀπό ἔγκριτα πρόσωπα.
Στό ὡς ἄνω βιβλίο ὁ κ. Γ. θέτει ὑπό ἀμφισβήτηση τούς πάντες καί τά πάντα. Τά βάζει μέ τούς ῾Ιερούς Κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας μας, τήν ῾Ιερά της Παράδοση, τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας καί τά πατερικά κείμενα, τούς ὀρθόδοξους κληρικούς, τήν ῾Αγία Γραφή, τό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας γιά δῆθεν δαιμονοποίηση τῆς σεξουαλικότητας, ἀκόμα καί μέ τή Φιλοκαλία.
῾Ο κ. Γ. δέν διστάζει ἀκόμα νά ἐκφέρει καί θέσεις πού ἀγγίζουν τά ὅρια τῆς βλασφημίας. Βλέπει ὅτι τά ῾Ιερά Μυστήρια καταντοῦν ἱεροπραξίες πού ἀντί γιά χάρη μεταδίδουν ἕνα εἶδος μαγικῆς ἐνέργειας(!). Στρέφεται κατά τοῦ ᾿Αειπαρθένου τῆς Θεοτόκου, ὁμιλεῖ ὑποτιμητικά γιά τή λαϊκή εὐσέβεια, τή θεολογική γλῶσσα τῆς ᾿Εκκλησίας. Χρησιμοποιεῖ τήν Ψυχολογία καί τούς ἐπιμέρους κλάδους της γιά νά καυτηριάσει διάφορα «θρησκευτικά ψυχοπαθολογικά φαινόμενα» καί ἄλλες «ἐξωφρενικές» θέσεις δίνοντάς τους «ἐπιστημονικό γιανναρικό μανδύα» (!)
῾Ο κ. Γ. κινεῖται στό διπολικό σχῆμα θρησκευτικότητα καί ἐκκλησιαστικό γεγονός τά ὁποῖα καί ἀντιδιαστέλλει. ῾Ορίζει ὡς θρησκευτικότητα «καταγωγικά ἔμφυτη ὁρμή, ἀνάγκη ἐνστικτώδη, γι᾿ αὐτό καί ἐξ ὁρισμοῦ ἀτομοκεντρική». ῾Η θρησκευτικότητα «ἀποτελεῖ γνώρισμα τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου (χαρακτηρίζει τήν ἀνθρώπινη φύση καθόλου)» καί «ὡς ἔκφανση τοῦ ἐνστίκτου τῆς αὐτοσυντήρησης, ἡ θρησκευτικότητα ἀποβλέπει νά θωρακίσει τό ἄτομο ἀπέναντι στήν ἀνασφάλεια καί στίς φοβίες πού γεννάει ἡ ἄγνοια, στόν τρόμο καί στόν πανικό γιά τόν θάνατο. Θωρακίζει ἡ θρησκεία τό ἄτομο μέ μεταφυσικές "πεποιθήσεις", μέ "ἠθικές" ἀρχές, , μέ σιγουριά γιά αἰώνια παράταση τῆς ὕπαρξής του. Τρέφει τό ὑπερεγώ, προσφέρει αὐτοπεποίθηση, ἡδονική αὐταρέσκεια, ἱεροποιημένο ναρκισσισμό». Καί καταλήγει: «Τό θρησκευτικό ἄτομο εἰδωλοποιεῖ τήν νοητική του ἱκανότητα, λατρεύει τίς δυνατότητες τῆς λογικής».
Στό ἀντίποδα τῆς θρησκευτικότητας βρίσκεται τό "ἐκκλησιαστικό γεγονός", «῾Η πρόσκληση "ἔρχου καὶ ἴδε" (᾿Ιω. α΄, 48). Δηλαδή ἕνα κάλεσμα νά μετάσχει ὁ ἄνθρωπος σέ συγκεκριμένες σχέσεις, σχέσεις κοινωνίας τῆς ζωῆς, σέ κοινό ἄθλημα ἀτομικῆς τοῦ καθενός αὐθυπέρβασης καί αὐτοπροσφορᾶς. Μέ στόχο ἐκείνη τή γνώση πού προκύπτει ὅταν ἀγαπάει κανείς» (σ. 64). Σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο θά ἀποφανθεῖ: «Γιά τόν μέτοχο τοῦ ἐκκλησιαστικού γεγονότος δέν ὑπάρχουν a priori ἀλήθειες, δοξασίες νοητικά ὑποχρεωτικές, δέν ὑπάρχουν προϋποθετικές ἀρχές (ἐπίσης νοητικά ἐπιβαλλόμενες), κωδικές μέθοδοι ἑρμηνείας, νομικά προκαθορισμένες διατάξεις συμπεριφορᾶς» (σ. 68).
῞Οπως καταλαβαίνουμε, μιά τέτοιου εἴδους "γιανναρική ἑρμηνεία" τοῦ ἐκκλησιαστικού γεγονότος ἀνοίγει τίς πύλες γιά τήν κατάργηση κάθε εἴδους φραγμῶν, εἴτε "δόγματα" εἶναι αὐτά, εἴτε "ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων", εἴτε "ἐντολές τῆς "Αγίας Γραφῆς", εἴτε "πατερικές παρακαταθῆκες", εἴτε "ἐπιταγές τῆς ᾿Ιερᾶς Παραδόσεως". ῞Ολα αὐτά ἔχουν ἕνα χαρακτῆρα νομικισμοῦ, "θωρακίζουν τό ἐγώ μέ βεβαιότητες" καί ὁδηγοῦν σέ "δογματική νοησιαρχία" (σ. 99)(!) Κατά τον κ.Γ. εἶναι κάποιος "χριστιανός" ἐπειδή «μετέχει στό ἐκκλησιαστικό γεγονός ὡς μέλος συγκεκριμένου εὐχαριστιακοῦ σώματος» καί ὄχι «ἐπειδή ἀτομικά "πιστεύει" στά δόγματα τοῦ "Χριστιανισμοῦ" καί στίς ἠθικές ἐντολές του –οἱ "χριστιανικές ἀρχές" εἶναι ἀτομικές του πεποιθήσεις» (σ. 100). ῞Ολο τό βιβλίο τοῦ κ. Γ. οἰκοδομεῖται στό αὐθαίρετο σχῆμα θρησκευτικότητα-ἐκκλησιαστικό γεγονός, σχῆμα πού τοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά ἐκφέρει ἕνα πρωτοφανές σύστημα ἰδεῶν, ἐντελῶς ξένων ἀπό τήν καινοδιαθηκική καί πατερική θεολογία καί ἀπό τή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ο κ. Γ. εἶναι κάτι μεταξύ θεολογοῦντος φιλοσόφου καί φιλοσοφοῦντος θεολόγου. Χρησιμοποιεῖ ἕναν θελκτικό λόγο, σέ πολλά σημεῖα κρυπτογραφικό καί δίσημο καί ἔχει καταφέρει γιά ἀρκετές δεκαετίες νά θαυμάζεται ἀπό πολλούς ἀνθρώπους πού ἀνήκουν σέ "ἐκκλησιαστικά περιβάλλοντα" ἀρεσκόμενα σέ τέτοιου εἴδους κουλτουριάρικες διατυπώσεις τοῦ "ἐκκλησιαστικού γεγονότος". Στόν κύκλο του ἀνήκουν νεωτερίζοντες κληρικοί, φιλοσοφοῦντες θεολόγοι, μορφωμένοι ἄνθρωποι μέ ὑπερβατικές ἀναζητήσεις καί "ἀνοικτό πνεῦμα", ἀκόμη καί νέοι, πού δυστυχῶς ἐπηρεάζονται ἀπό τίς περί ἠθικῆς ἀπόψεις του. Στό κύκλο του δέν ἀνήκουν ἁπλοί ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, πού εὐτυχῶς γι᾿ αὐτούς, δέν τόν καταλαβαίνουν.
Γιά νά ποῦμε καί τοῦ στραβοῦ τό δίκιο, κατά καιρούς ἔχει ἐκφράσει καί πολύ σωστές θέσεις-ὅπως π.χ. στό θέμα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας-, πού ὅμως ἀκυρώνονται καί χάνονται μέσα ἀπό τίς ἀπαράδεκτες θέσεις πού ἐκφράζει στό συγγραφικό του ἔργο. Στή συνέχεια θά δοῦμε καί θά σχολιάσουμε ὁρισμένες ἀπαράδεκτες θέσεις πού ἀναφέρονται στο βιβλίο του Κατά τῆς θρησκείας.
Οἱ ῾Ι. Κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας στό στόχαστρο. ᾿Ενοχλεῖ τόν κ. Γ. ἡ "ραγδαία αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Κανόνων πού ἀναφέρονται σέ γενικές περιπτώσεις ἀτομικῶν ἁμαρτημάτων» (σ. 114). Κατηγορεῖ τούς Κανόνες ὡς "ἄσχετους μέ τό εὐ-αγγέλιο τῆς ᾿Εκκλησίας, σχετικούς μᾶλλον μέ ἀκρότητες θρησκευτικοῦ πουριτανισμοῦ".
᾿Αφοῦ ἀναφερθεῖ εἰρωνικά σέ ὁρισμένους ἄσχετους κατ᾿ αὐτόν Κανόνες, κριτικάρει ἀφ᾿ ὑψηλοῦ τούς ῾Ιερούς Κανόνες καί ἀποφθέγγεται σαρκαστικά: «Βρίθουν οἱ Κανόνες ἀπό τίς πιό ἀπίθανες διαστροφές, ἐξιδιασμένες ἐπινοήσεις ἀσελγημάτων-ποικιλότροπα ἐφευρήματα κτηνοβασίας, αἱμομιξίας, ὁμοφυλοφιλίας, αὐνανισμοῦ. ᾿Επεκτείνονται καί σέ εὐρύτατο πεδίο κοινωνικῶν ἐγκλημάτων:τοκογλυφίας, ἐπιορκίας, τυμβωρυχίας, κλοπῆς. Θεσμοποιοῦν ἀπαιτήσεις ἄμεμπτης κοινωνικῆς διαγωγῆς, κυρίως τῶν κληρικῶν, ἀντικειμενοποιοῦν καί ἐκνομίζουν προϋποθέσεις ἐγκυρότητας μυστηρίων, ἰδιαίτερα τοῦ γάμου, ἐπιμένουν σέ λεπτομερῆ προγραμματισμό τῶν σεξουαλικῶν σχέσεων τῶν συζύγων» (σ. 115).
Μᾶς κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὁ σκανδαλισμός του γιά θέματα σχετικά μέ τή σεξουαλικότητα, ὅπως θά φανεῖ καί παρακάτω, γεγονός πού ὑποδηλώνει ἄτομο μέ ἔντονα καταπιεσμένες τραυματικές ἐμπειρίες-ὅπως ὁ ἴδιος ἔχει γραπτῶς διακηρύξει-, τίς ὁποῖες δέν ξεπέρασε καί τίς βγάζει στά κείμενά του μέ μιά ἀπροκάλυπτη ἐπιθετικότητα. Σκανδαλίζεται ἐπίσης ὁ κ. Γ. μέ Κανόνες «πού ἀπαιτοῦν τήν ἀποχή ἀπό τή συζυγική σχέση πρίν καί μετά τή θεία κοινωνία. ᾿Αρνοῦνται τήν ἱερωσύνη σέ ὅποιον ὑπέστη στή παιδική του ἡλικία βιασμό. Τήν ἀρνοῦνται καί σέ ὅποιον εἶχε σχέση ἐρωτική ἐξώγαμη, ἔστω κι ἄν ἔζησε μετάνοια πού τόν ὁδήγησε σέ χάρισμα θαυμάτων, ἀκόμα καί ἀνάστασης νεκρῶν» (σ. 116). ῾Ο χαρακτηρισμός μάλιστα ὁρισμένων κανόνων γιά «τόν παράλογα στυγνό ἠθικισμό τους» (σ. 211) μᾶς ἀφήνει ἄναυδους: πῶς μπορεῖ ἕνα, ὑποτίθεται μέλος τῆς ὀρθόδοξης ᾿Εκκλησίας, νά ἐκφράζει τόσο ἔντονα τόν ἀποτροπιασμό του γιά τούς ῾Ιερούς Κανόνες, πού ἡ ἴδια ἡ ᾿Εκκλησία θέσπισε κι ἔχουν οἰκουμενικό κῦρος;
Οἱ ῾Ιεροί Κανόνες «βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο τῆς πτώσεως νά μένει σέ ἑνότητα καί ἁρμονική σχέση μέ τούς ἀδελφούς του στήν ᾿Εκκλησία, δέν τόν στεροῦν ἀπό τήν ἐλευθερία του, ἀλλά τόν βοηθοῦν νά τήν βιώσει. ῾Υποδεικνύουν στόν πιστό τά ὅρια τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐκτός τῶν ὁποίων ὑπάρχει τό χάος. Ρυθμίζουν τίς μεταξύ τῶν διαφόρων χαρισματούχων λειτουργῶν καί τάξεων αὐτῆς σχέσεις, ὥστε πάντες νά ἐργάζονται ἁρμονικά διά τήν αὔξηση τοῦ ἑνός σώματος τοῦ Χριστοῦ» ( ᾿Αρχ. Γεωργ. Καψάνη, ῾Η ποιμαντική διακονία κατά τούς ῾Ιερούς Κανόνας, ἐκδ. ῎Αθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 74, 75, σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση). Τά διάφορα ἐπιτίμια ἔχουν θεραπευτικό χαρακτῆρα γιά τόν πληγωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο, ὅπως τά ὑποστηρίγματα πού τίθενται στά νεαρά φυτά γιά ἕνα χρονικό διάστημα, ὥσπου νά δέσει τό δένδρο καί νά μπορεῖ νά σταθεῖ ὄρθιο ἀπό μόνο του. ᾿Εναπόκειται στούς διακριτικούς πνευματικούς τό πῶς θά τά χρησιμοποιήσουν, λαμβάνοντας σέ κάθε περίπτωση ὑπ᾿ ὄψη τους τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῶν διαφόρων προσώπων (ἐξατομικευμένη ποιμαντική). ᾿Ακραῖες περιπτώσεις ἐλαχίστων ἀδιάκριτων πνευματικῶν δέν μπορεῖ νά λαμβάνονται ὡς κανόνας πού χαρακτηρίζει τό σύνολο.
᾿Αμφισβητεῖται ἡ ῾Ιερά Παράδοση. Ο κ. Γ. θεωρεῖ ὅτι ἡ ῾Ι. Παράδοση ἀντικειμενοποιεῖται «σάν δεύτερη (μαζί μέ τήν ῾Αγία Γραφή) πηγή "ἀλαθήτου" (σ. 90). Θεωρεῖ ὅτι «ἡ εἰδωλοποιήση τοῦ παρελθόντος ὁρίζει τή μόνη "ὀρθή δόξα", τήν ὀρθοδοξία. Οἱ γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι εἶναι ἀξιόμισθοι "ὑπερασπιστές", "φύλακες", "φρουροί" τῆς Παράδοσης». Καί καταλήγει: «῎Ετσι, ὅσο θρησκειοποιεῖται βαθμιαῖα τό ἐκκλησιαστικό γεγονός, ἐπιβάλλεται καί θεσμικά ἡ Παράδοση σάν πηγή τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καί πίστης» (σ. 172). ῾Η προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις, ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β΄ Θεσ. β΄, 15) μέ τήν ὁποία ἡ ῾Ι. Παράδοση χαρακτηρίζεται ὡς ἰσόκυρος καί ἰσοστάσιος πρός τήν ῾Αγ. Γραφή πηγή τῆς χριστιανικῆς πίστεως δέν φαίνεται νά συγκινεῖ τόν κ. Γ.
῾Ο Καθηγητής κ. Νικ. Μητσόπουλος θέτει τά πράγματα στή σωστή τους βάση: «῾Η ῾Ιερά παράδοσις ἑρμηνεύει καί συμπληρώνει τήν ῾Αγίαν Γραφήν. ῾Ο ἑρμηνευτικός χαρακτήρ τῆς ῾Ιερᾶς Παραδόσεως συνίσταται εἰς τήν ἐπεξήγησιν τῶν δυσχερῶν χωρίων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί γενικῶς τήν προσφοράν εἰς τούς πιστούς-μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ ἀναγκαίου φωτός πρός διακρίβωσιν καί κατανόησιν τοῦ περιεχομένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς» (Θέματα ᾿Ορθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, σελ. 30, Ἀθήνα 1984).
῾Ο κ. Γ. χαρακτηρίζει -ὅπως καί ἄλλοι- τήν ἀγάπη καί ἐμμονή τῶν πιστῶν στήν παράδοση ὡς φονταμενταλισμό, προσδίδοντας μειωτικούς χαρακτηρισμούς σέ κληρικούς καί λαϊκούς. ᾿Επιτέλους, μέσα στήν ᾿Εκκλησία μας δέν κάνουμε ὅ, τι μᾶς κατέβη. ῾Υπάρχουν ὅρια τά ὁποῖα ἔθεσαν οἱ Πατέρες μας, ὅρια σεβαστά καί ἀπαρασάλευτα. ῾Η περίεργη ἐμμονή μερικῶν στόν ἀρχέγονο χριστιανισμό καί ἡ παράλληλη ἀκύρωση τῆς πατερικῆς παραδόσεως θυμίζει Προτεσταντισμό. Γιά ἐμᾶς πρότυπα βίου καί διδαχῆς εἶναι οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ὄχι οἱ «οἱ μεγάλοι ἐπιστήμονες τοῦ προτεσταντικοῦ χώρου» (!) τούς ὁποίους ἐκθειάζει ὁ κ. Γ. (σ. 137). Σύμφωνα μέ τόν πατρολόγο καθηγητή κ. Στυλ. Παπαδόπουλο: «Οἱ Πατέρες δημιούργησαν ὡς ἐμπνευσμένοι διαμορφωτές τή θεολογία, τό φρόνημα καί τό ἦθος τῆς ᾿Εκκλησίας καί τοῦ Χριστιανισμοῦ» (Πατρολογία Α, σελ. 69, ἔκδ. Β΄, ᾿Αθήνα 1982).
Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας βρίσκονται διαρκῶς στό στόχαστρο τοῦ κ. Γ. : «Τό "κριτήριον ἀληθείας" εἶναι ἀντικειμενοποιημένο: εἶναι τά κείμενα τῶν Πατέρων, κάθε παραμικρή φράση ἀπό αὐτά τά κείμενα, ἔστω καί ἀποσπασμένη ἀπό τό νοηματικό της πλαίσιο. Εἶναι τό λειτουργικό τυπικό ἀκριβῶς ὅπως τό συγκρότησαν οἱ Πατέρες. Εἶναι οἱ Κανόνες πού συνέταξαν οἱ Πατέρες....» (σ. 267). Παντοῦ χύνεται τό δηλητήριο, ἡ ρετσινιά, ἡ ἀμφισβήτηση. Σάν τήν σουπιά πού χύνει τό μελάνι καί θολώνει τό νερό. ῞Ολα μιά θολούρα, ἕνα μπέρδεμα. ῎Αρα τό μόνο κριτήριο ἀληθείας πού ἀπομένει -ἀφοῦ ἔχουμε γκρεμίσει ὅλα τά ἄλλα- εἶναι τό κριτήριο τοῦ κ. Γ.
Τά πατερικά κείμενα ἔχουν γιά μᾶς μεγίστη ἀξία καί δέν τά ἀπομονώνουμε ἀπό τούς δημιουργούς τους, τούς Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ᾿Εν προκειμένω εἶναι πολύ διαφωτιστικά καί ὅσα μᾶς λέγει ὁ καθηγητής κ. Στυλ. Παπαδόπουλος: «Πατήρ καί Διδάσκαλος τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ὁ φορέας τῆς Παραδόσεως καί τοῦ ἤθους τῆς ᾿Εκκλησίας, πού ἐξ ἀφορμῆς μεγάλης θεολογικῆς κρίσεως φωτίζεται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα καί ἐκφράζει θεολογικά εὐρύτερη ἐμπειρία τῆς ἀληθείας, μέ ἀποτέλεσμα νά συμβάλει ἀποφασιστικά στήν ἀντιμετώπιση τῆς κρίσεως, ἡ ὁποία ἀφορᾶ στήν ἀλήθεια καί ἄρα στή σωτηρία» (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 77).
᾿Αντικληρικό πνεῦμα. ᾿Από τήν "κρισάρα" τοῦ κ. Γ. περνοῦν ὅλοι οἱ κληρικοί, ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι, πνευματικοί καί μοναχοί. Οἱ ἐπίσκοποι στήν πρώτη γραμμή: «῾Η "ἀρχιερατική" συμπεριφορά τοῦ ἐπισκόπου διαστρέφει τήν εὐχαριστιακή πραγματικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος σέ θρησκευτικό θέαμα καί ἀκρόαμα, συναισθηματικά καταναλώσιμη ἀτομική ἱκανοποίηση ἄσχετη μέ τήν ἀλλαγή τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως» (σ. 166). Πάλι τό ἴδιο μοτίβο. ᾿Απολυτοποιοῦνται μεμονωμένα παραδείγματα καί τακτικές καί κατηγοροῦνται συλλήβδην ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι. ῾Ορισμένες φορές φτάνει σέ ἐξωφρενικές παρερμηνεῖες: (ὁ ἐπίσκοπος) «πολυχρονίζεται κατά κόρον ἀπό τούς χορούς τῶν ψαλτῶν (μέ τήν αὐτοκρατορική ἐπευφημία: "εἰς πολλὰ ἔτη δέσποτα") καί θυμιάζεται ὡς εἰδωλικό ξόανο ἀπό τούς διακόνους» (σ. 164, 165). ῞Οπως ξέρουμε, ὁ ἐπίσκοπος εἶναι "εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ", ἑπομένως, κάθε τιμή πού ἀποδίδεται εἰς αὐτόν δέν ἀναφέρεται στό συγκεκριμένο πρόσωπο, ἀλλά "ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει", δηλαδή στόν Δεσπότη Χριστό. ῎Αρα ἡ ἔκφραση "εἰδωλικό ξόανο" εἶναι, τό λιγότερο, πού μποροῦμε νά ποῦμε, ἀτυχής .
Τόν ἐνοχλοῦν οἱ βαρύτιμες στολές τῶν ἀρχιερέων πού μοιάζουν μέ αὐτές «βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων ἤ μεσαιωνικῶν βασιλέων». Παρατηρεῖ (στούς ἐπισκόπους): «χρυσά σκῆπτρα, πεποικιλμένες μέ πολύτιμους λίθους μῆτρες καί τιάρες, χρυσοσμάλτινα ἐγκόλπια καί ἐπίστήθιους σταυρούς, ἡγεμονικούς μανδύες μέ μακρά σερνάμενη οὐραία κατάληξη, μεταβάλλουν τούς λειτουργούς σέ ἐξωπραγματικές φιγοῦρες ἄλλοτε πανσθενῶν ἡγεμόνων...» (σ.136). ῾Η περιγραφή γαργαλιστική. ῾Ο στόχος στά ἐξωτερικά σχήματα. Προσωπικά, λίγο μέ ἀπασχολεῖ ἡ μακριά οὐρά τοῦ ἀρχιερατικοῦ μανδύα. ᾿Εκεῖνο πού ἀπαιτῶ καί περιμένω ἀπό τόν κάθε ἐπίσκοπο εἶναι νά ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας, νά μήν κάνει ἐκπτώσεις στήν ὀρθόδοξη πίστη, νά μήν συμπλέει μέ τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς, νά εἶναι στό πλευρό τῶν ἀδικημένων, νά μήν κάνει ἐπιλεκτική κριτική τῶν κακῶς κειμένων, νά εἶναι ταπεινός ἐσωτερικά.
῎Ας μήν μᾶς διαφεύγει ὅτι οἱ ἐπίσκοποί μας, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, βρίσκονται στήν πρώτη γραμμή τῆς μάχης καί φροντίζουν γιά τίς ὑποθέσεις ὅλων μας. «῾Ο διάβολος ἐξοπλίζεται ἐναντίον τους σφοδρότερα. Γιατί καί στούς πολέμους πρίν ἀπ᾿ ὅλους τούς ἄλλους ἐπιχειρεῖ ὁ ἐχθρός νά καταβάλει τόν στρατηγό» (Ε.Π.Ε. 23, 80). ῞Ολοι θυμόμαστε τούς τηλεοπτικούς εἰσαγγελεῖς, πού πρίν λίγο καιρό ἔβαλαν κατά τῶν ἐπισκόπων μέ δῆθεν σκοπό τους τήν κάθαρση. Ἡ ζημιά πού προξένησαν στίς ψυχές τῶν πιστῶν ἦταν τεράστια, ὅπως ὅλοι μας τό ἔχουμε διαπιστώσει. Οἱ δημοσιογράφοι συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα χτύπησαν ὄχι τά πρόσωπα, ἀλλά τόν θεσμό. ῾Επομένως, ὁποιαδήποτε κριτική πού δέν τήν χαρακτηρίζει ἡ ἀγωνία καί ὁ πόνος γιά τήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καταντᾶ ἐπιζήμια καί δίνει εὔκολη τροφή στά στόματα τῶν πάσης φύσεως αἱρετικῶν πού καραδοκοῦν.
Τόν ἐνοχλεῖ τόν κ. Γ. καί ἡ ἐξωτερική περιβολή τοῦ κληρικοῦ, ἡ "ἄθικτη τριχοφυΐα", "τό περσικό ἀντερί", "ὁ φαρδομάνικος τουρκικός τσουμπές", πού τά βλέπει νά «λειτουργοῦν ὡς στολή ἐξουσιαστικοῦ λειτουργήματος», ὅτι ἔχουν χάσει τόν ἀρχετυπικό τους συμβολισμό τῆς ἀφιέρωσης καί ἀποτελοῦν συντήρηση ἑνός νεκροῦ τύπου «πού καλύπτει ἀνάγκες ἄλλες, ψυχολογικές, ὁρμέμφυτες» (σ. 180, 181). ᾿Ακολουθεῖ προφανῶς ὁ κ. Γ. τή γραμμή νεωτεριστῶν κληρικῶν, πού θά ἤθελαν τόν κληρικό "γαμπρό εὐρωπαϊκοῦ τύπου", πού θά παντρεύεται γιά δεύτερη φορά, ἄν χηρέψει ἤ πάρει διαζύγιο, μέ ὅλα "τά ἀξεσουάρ" ἑνός ὑποψήφιου γαμπροῦ.
Τό δογματικό ὑπόβαθρο μᾶς τό παρέχει ὁ κ. Γ. : «Ἡ ἀπαγόρευση δευτέρου γάμου σέ κληρικούς πού χήρεψαν ἀποτελεῖ προκλητικό δεῖγμα δαιμονοποίησης τῆς σεξουαλικότητας μέσα στίς "ὀρθόδοξες" ἐκκλησίες». (σ. 201, 202). Τήν πλέον ἀποστομωτική ἀπάντηση στόν κ. Γ. τήν δίνει ὁ ᾿Αρχ. π. Σαράντης Σαράντος, τόσο μέ τήν ἀρθρογραφία του ἐπί τοῦ θέματος, ὅσο καί μέ τή μαρτυρική ζωή του.
῞Οσον ἀφορᾶ στό θέμα τῆς ἐνδυμασίας τῶν κληρικῶν, θέμα πού κατά καιρούς ἀνακινοῦν ὁρισμένοι "γνωστοί ἄγνωστοι", οἱ ὁποῖοι θέλουν μέ τό στανιό νά μᾶς ἀπογυμνώσουν ἀπό τό ὀρθόδοξο μαρτυρικό ράσο μας, θά ἤθελα νά ὑπενθυμίσω στόν κ. Γ. τά λόγια τοῦ ἁγ. Νεκταρίου στόν νεαρό τότε ῎Αγγελο Νησιώτη, ὅταν προσῆλθε νά φοιτήσει στήν Ριζάρειο Σχολή: «Σέ ἐξορκίζω εἰς τόν Ριζάρην, τά ράσα πού θά φορέσῃς ἐδῶ, δέν θά τά βγάλῃς εἰς ὅλην σου τήν ζωήν». ᾿Ακόμα καί ὁ Φώτης Κόντογλου, πού τόν ἀναφέρει ὁ κ. Γ. μέ θαυμασμό στό βιβλίο του, εἶχε γράψει χαρακτηριστικά: ῾Οπότε τυχαίνει νά συναπαντήσω κανένα παπᾶ...στέκουμαι καί τόν θαυμάζω γιά τή μεγαλοπρέπειά του, γιά τό ἐπιβάλλον καί μαζί γιά τή σεμνότητα πού ἔχει ἡ ὄψη του, καί γιά τήν ἐμπιστοσύνη πού δίνει τό παρουσιαστικό καί ἡ ἀμφίεσή του. ῾Ιερό πρόσωπο!... Ἄς ρωτήσουνε τούς ξενητεμένους ῞Ελληνες τί χαρά καί τί κατάνυξη νιώθουνε ὅταν ἀντικρύσουν, στίς χῶρες πού ζοῦν, κάποιο ἱερέα μας μέ γένεια καί μέ ράσο». ᾿Από προσωπική μου ἐμπειρία θά ἤθελα νά ἀναφέρω τόν θαυμασμό πού δείχνουν τά μικρά παιδιά ὅταν ἀντικρύσουν κάποιον ἱερέα μέ γένεια, ράσο καί καλυμαύχι: «Μαμά, ὁ Χριστούλης», ἀναφωνοῦν μέ τήν παιδική τους ἁπλότητα. "᾿Εκ στόματος νηπίων" διδασκόμαστε τόν ἀναγωγικό χαρακτῆρα τῶν συμβόλων: ὁ ἱερέας μέ τήν ὅλη του περιβολή καί διαγωγή ἀνάγει τούς πιστούς ἐπί τό πρωτότυπον, τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Γι΄ αὐτό καί δέκα ὀκτώ πρεσβυτέρες, ἀποφασισμένες γιά ὅλα, δηλώνουν ἐπιγραμματικά: «᾿Εμεῖς, συστοιχοῦσες στούς ἱερεῖς συζύγους μας, ἐπ᾿ οὐδενί θά θέλαμε νά ἀφαιρέσουν ἔστω καί ἕνα ἀπό ὅσα συναποτελοῦν τήν ἱερατική τους ἀμφίεση, ἀκόμη κι ἄν ὑποστοῦμε διώξεις καί ταλαιπωρίες» ( Γιά περισσότερα δές: «Τό ράσο τοῦ ἱερέως καί ἡ σημασία του», κείμενο ὑπογεγραμμένο ἀπό δέκα ὀκτώ πρεσβυτέρες, Περ. Θεοδρομία, ᾿Ιανουάριος- Σεπτέμβριος 2002, τεύχη 1-3, σελ. -308-313).
Τόν ἐνοχλεῖ τόν κ. Γ. πού ὁρισμένοι «εἰδωλοποιοῦν» -πάντα κατ᾿ αὐτόν-τήν Παράδοση, πού βασανίζονται (κλῆρος καί λαός) ἀπό τήν ἐμμονή τους σέ λεπτομέρειες, πού σέ "ὀρθόδοξα περιβάλλοντα" οἱ λεπτομέρειες αὐτές «λειτουργοῦν ὡς κανονιστική ἀπαίτηση "γνησιότητας", ἀφορμή γιά τήν ἄσκηση ἐλέγχου ἤ τρομοκρατίας τῶν πολλῶν ἀπό κάποιους σαβοναρολικούς ὑπερασπιστές τῆς "παράδοσης"» (σ. 180). Δέν ξέρω ποιούς ὑπονοεῖ μέ αὐτούς τούς κολακευτικούς χαρακτηρισμούς ὁ κ. Γ., ἀλλά μοῦ κάνει ἐντύπωση πῶς αὐτός ὁ ὑπερασπιστής τῆς σκέψεως καί τοῦ κριτικοῦ λόγου, δέν ἀναγνωρίζει τό δικαίωμα ἔκφρασης καί ἀσκήσεως ἐλέγχου σέ μιά δημοκρατική ᾿Εκκλησία, ὅπως εἶναι ἡ ᾿Ορθόδοξη. Εὐτυχῶς, ἡ στυγνή ἀπολυταρχία χαρακτηρίζει ἄλλα θρησκευτικά περιβάλλοντα, ὄχι ὅμως καί τόν ὀρθόδοξο χῶρο.
῞Οσο γιά αὐτό τό :"τρομοκρατία τῶν πολλῶν" μοῦ θυμίζει ὁρολογία ἀπό τόν χῶρο τῆς πολιτικῆς καί καλό θά ἦταν νά μᾶς πεῖ ποιοί τρομοκρατοῦν καί ποιούς. ῎Αν ἐννοεῖ ὅτι ὁποιοσδήποτε μπορεῖ νά λέει ὁτιδήποτε, χωρίς δημόσιο ἔλεγχο, τότε θά πρέπει νά ἀλλάξει τόν τίτλο τῆς ραδιοφωνικῆς ἐκπομπῆς του ἀπό: «᾿Ασκήσεις κριτικῆς σκέψης» σέ: «᾿Ασκήσεις ἐλεγχόμενης σκέψης».
᾿Εμμονή στή σεξουαλικότητα. Τό θέμα "σεξουαλικότητα" καλύπτει ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Γ. Τό ἀνάγει σέ θέμα ὕψιστης σημασίας. Μᾶς ὁμιλεῖ γιά «γενιές ὁλόκληρες παγιδευμένες ἀθέλητα στόν βασανισμό τοῦ νομικισμοῦ, , στήν ἀναπηρία τοῦ ἀνέραστου βίου», γιά «γενιές πού ταύτισαν τόν ἔρωτα μέ τόν τρόμο τῆς ἁμαρτίας, τήν ἀρετή μέ τήν ἀπέχθεια γιά τό ἴδιο τους τό σῶμα,...» (σ. 117, 118). ᾿Αφιερώνει ὁλόκληρο κεφάλαιο μέ τίτλο: "Δαιμονοποίηση τῆς σεξουαλικότητας". Κάνει στατιστικές καί οἱ μετρήσεις του δείχνουν: «μεγάλο ἀριθμό ἐγγάμων ὀρθόδόξων Χριστιανῶν πού, ἐνῶ θέλουν καί ἀγωνίζονται νά ζήσουν μέ τόν τρόπο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἄθλησης, βασανίζονται σαδιστικά καί ἀπάνθρωπα ἀπό "ποιμένες" ἐξομολόγους συνεπεῖς στή δαιμονοποιήση τῆς σεξουαλικότητας» (σ. 197, 198). Στή συνέχεια, μᾶς λέει ὅτι αὐτοί οἱ ποιμένες-ἐξομολόγοι, πού φορτώνουν ἐκβιαστικά τόν ψυχισμό τῶν ἐξομολογουμένων μέ "τρομακτικές ἐνοχές", ἐπιδίδονται σέ ἐρωτήσεις τοῦ τύπου: «Πόσα χρόνια διαρκεῖ ὁ γάμος σας καί πόσα παιδιά ἔχει ἀποφέρει» (!). Καί καταλήγει: «οἱ "ἔνοχοι" ἀποκλείονται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μετοχή στό ἐκκλησιαστικό σῶμα» (σ. 198). Φαίνεται ὅτι ὁ κ. Γ. διαθέτει ἐκπληκτικές ἱκανότητες ἐκκλησιαστικοῦ ντεντέκτιβ, πού παρακολουθεῖ καί καταγράφει τίς "ἀπόρρητες ἐξομολογήσεις" μεγάλου ἀριθμοῦ ἐγγάμων ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Δηλαδή ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕναν σύγχρονο Καλβίνο, πού ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἀπενεχοποίηση μεγάλου ἀριθμοῦ ἐγγάμων ἀπό "σεξουαλικές δαιμονοποιήσεις".
῾Η σεξουαλικότητα πού τόσο "ἀπολυτοποεῖ" ὁ κ. Γ. εἶναι φαινόμενο, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, μεταπτωτικό. «῾Ο ᾿Αδάμ καί ἡ Εὔα, ἐάν ἀπό τή ἀρχή ὑπήκουον, ἐάν ἔδειχναν ἐγκράτεια διά τήν ἡδονήν τοῦ ξύλου, δέν θά ἀδυνατοῦσε ὁ Θεός νά εὕρῃ ὁδόν διά τῆς ὁποίας θά ηὔξανε τό ἀνθρώπινον γένος» (Ε.Π.Ε. 29, 494-495). Δέν θά ἀναφερθοῦμε ἄλλο στίς περί "σεξουαλικότητας" θεωρίες τού κ. Γ. γιατί τό θέμα ἀγγίζει τά ὅρια τοῦ κωμικοῦ.
᾿Αμφισβητεῖ ἀκόμα καί τήν θεοπνευστία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. Γράφει σχετικά: «(Τό ἄτομο πού θρησκειοποεῖ τό ἐκκλησιαστικό γεγονός) ἐπινοεῖ μιά ἀντικειμενικά ἀλάθητη πηγή, τῆς ἀλήθειας, δηλαδή τῆς ἐγκυρότητας τῶν διατυπώσεων: ῾Η ἐγκυρότητα ἀντικειμενοποιεῖται στήν "πηγή", δηλαδή σέ συγκεκριμένο εἴδωλο, σέ ἱερό ταμπού , ὅπως σέ ὅλες τίς πρωτόγονες θρησκεῖες. "Πηγή" τῆς ἀλήθειας ἀναδείχνεται ἕνα γραπτό κείμενο, ἡ ῾Αγία Γραφή: Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. ῾Η ἐγκυρότητά της θεωρεῖται ἀναμφισβήτητη (πρόκειται γιά "ἀλάθητο" κείμενο), ἐπειδή συντάχθηκε μέ ὅρους θεοπνευστίας. (σ. 87, 88). Τί νά ποῦμε; Μένουμε ἄναυδοι σέ μιά τέτοια ἀντορθόδοξη θεώρηση. ῾Απλῶς ὑπενθυμίζουμε τά αὐτονόητα. ῾Η ἴδια ἡ ῾Αγία Γραφή μᾶς διδάσκει τήν θεοπνευστία ὡς οὐσιαστικό γνώρισμά της μέ δύο κλασικά χωρία: α) «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν... (Β΄ Τιμ. γ΄, 16) & β) «Οὐ γὰρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνήχθη ποτε προφητεία, ἀλλ᾿ ὑπὸ Πνεύματος ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι ἀπὸ Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β΄ Πέτρ. α΄, 21).
῾Ο ἀείμνηστος καινοδιαθηκολόγος καθηγητής ᾿Ιω. Παναγόπουλος, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιά τή σοβαρότητα, τό ἦθος καί τήν ἐπιστημονική του κατάρτιση, μᾶς λέει χαρακτηριστικά: «῾Ο ὅρος θεοπνευστία διακρίνει συνεπῶς ριζικά τήν ῾Αγία Γραφή ἀπό κάθε ἄλλο γραπτό κείμενο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας». ῾Ο ἴδιος μᾶς ὁριοθετεῖ τήν πατερική παράδοση ἐπί τοῦ θέματος: «Κατά κανόνα τόν θεῖο λόγο τῶν ἱ. συγγραφέων τόν ἀποδίδουν (οἱ Πατέρες) στήν ἔλλαμψη ἤ τήν "ἁφή" τοῦ ἁγ. Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐπιδημεῖ σ᾿ αὐτούς, στό βαθμό πού ἦταν γι᾿ αὐτούς χρήσιμο, καθιστᾶ τόν νοῦ τους διορατικώτερο καθώς ἐπίσης τήν ψυχή καί τό σῶμα τους λαμπρότερα. ῾Η θεοπνευστία δηλ. δέν ἀφορᾶ μόνο τήν νοητική λειτουργία τοῦ ἱεροῦ συγγραφέα, ἀλλά ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του. Εἶναι γεγονός "ἐπισκοπῆς Θεοῦ", χριστοφάνειας ἤ ἐπιδημίας τοῦ Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀνυψώνει τίς ἀνθρώπινες βιολογικές λειτουργίες σέ ἀνώτερο ἐπίπεδο καί ἁγιάζει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο. Συνεπῶς ἡ θεοπνευστία δέν εἶναι πρόσκαιρη κατάσταση, ἀλλά μόνιμη, ζωτική σχέση μέ τόν προσωπικό τριαδικό Θεό» (Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, σελ. 440, 441, ᾿Αθήνα 1995).
Δέν τήν γλιτώνει οὔτε ἡ Φιλοκαλία τῶν ῾Ιερῶν Νηπτικῶν Πατέρων. Θεωρεῖ ὁ κ. Γ. ὅτι τά κείμενα τῆς Φιλοκαλίας «ἀνταποκρίνονται στόν θρησκευτικό ἀτομοκεντρισμό τοῦ ᾿Ορθοδοξισμοῦ». Βρίσκει ὅτι ἡ ἄνθολόγηση τῶν κειμένων αὐτῶν στόχευε σέ μιά ἀτομοκεντρική προοπτική. Σέ ἄλλο σημεῖο φτάνει στή "φωτισμένη" διαπίστωση: «῾Η μετοχή στό ἐκκλησιαστικό γεγονός (στό εὐχαριστιακό σῶμα πού πραγματοποιεῖ δυναμικά τόν Τριαδικό τρόπο τῆς ὑπάρξεως) ἀγνοεῖται ἐντελῶς στίς σελίδες τῆς Φιλοκαλίας-δέν ὑπάρχει οὔτε ὑπαινιγμός ὅτι εἶναι αὐτή ἡ μετοχή πού συνιστᾶ τήν εὐαγγελική σωτηρία». Προχωρεῖ μάλιστα καί σέ τολμηρότερες διαπιστώσεις: «῾Ο στόχος-τρόπος τῆς φιλοκαλικῆς θεωρίας καί πρακτικῆς ἐμφανίζεται καθαρά ἀτομοκεντρικός: «῎Αν ὁ νοῦς κατέλθει στήν καρδία, μέ τήν ἐπίμονη ἀτομική (ψυχοσωματική) γυμναστική τῆς ἄσκησης, ὁ ἄνθρωπος ἔχει σωθεῖ-δέν χρειάζεται τίποτε ἄλλο» (σ. 299, 300). ῾Η ἄσκηση στήν ὀρθόδοξη παράδοση δέν εἶναι αὐτοσκοπός. Κέντρο καί σκοπός ὅλων τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ κοινωνία μετά τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἡ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν Εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.
῾Η εἴσοδος ὅμως αὐτή δέν γίνεται ἄνευ κόπου καί ἔντονης προσπάθειας. ῾Ο Κύριός μας μᾶς τό ἔχει πεῖ: «῾Η βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (ἀπόδοση ὑπό Παν Τρεμπέλα: κερδίζεται διά τῆς βίας καί ἐκεῖνοι πού μεταχειρίζονται σπουδήν καί βίαν ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ των τήν ἁρπάζουν γρήγορα...) (Ματθ. ια΄, 12). ῾Επομένως, καί ἡ κατ᾿ ἰδίαν προσευχή καί ἡ νηστεία, ἡ συγχώρηση τῶν ἀδελφῶν μας καί ἡ ἀμνησικακία καθώς καί ἡ σωματική ἄσκηση ἀποβλέπουν σ᾿ αὐτήν τήν "βία", πού ἀφορᾶ, ὅπως καί νά τό κάνουμε, στόν καθένα ἄνθρωπο χωριστά, δίχως κατ᾿ ἀνάγκη αὐτό νά δηλώνει ἀτομοκεντρισμό.
῾Η συμμετοχή τοῦ σώματος δέν ἀποτελεῖ "γυμναστική τῆς ἄσκησης", ὅπως ἀφ᾿ ὑψηλοῦ τήν κριτικάρει ὁ κ. Γ. Οἱ μετάνοιες π.χ. κρύβουν ἕνα βαθύτερο νόημα. Λέγονται μέ ταυτόχρονη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ ὅσιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας στή Φιλοκαλία: «Κλίσεις γονάτων μὴ παραιτοῦ· ἐκ μὲν γὰρ τοῦ γόνυ κλίνειν ἡ πτῶσις τῆς ἁμαρτίας εἰκονίζεται, ἔμφασιν ἐξαγορεύσεως παρεχομένη· (=καί γίνεται ἕνα εἶδος ἐξομολογήσεως) ἐκ δὲ τοῦ ἀνίστασθαι ἡ μετάνοια ὑποσημαίνεται, (=ἐνῶ μέ τήν ἀνόρθωση ὑποδηλώνεται ἡ μετάνοια), ἐπαγγελίαν βίου τοῦ κατ᾿ ἀρετὴν αἰνιττομένη· (=καί συμβολίζεται ἡ ὑπόσχεση γιά ἐνάρετο βίο) ἑκάστη δὲ γονυκλισία τελείσθω μετὰ τῆς νοερᾶς τοῦ Χριστοῦ ἐπικλήσεως· ἵνα ψυχῇ καί σώματι προσπίπτων τῷ Κυρίῳ, τὸν τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων Θεόν εὐδιάλλακτον ἀπεργάσῃ» (Φιλοκαλία, τ. Δ΄, σ. 11, ἔκδ. ᾿Αστέρος).
῾Ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος, ὁ σύγχρονος αὐτός ἱερός πατήρ, - ὁ ὁποῖος μᾶς ἄφησε ἐκπληκτικές ἐμπειρίες, ἀπόρροια τῆς συμμετοχῆς του στό "εὐχαριστιακό γεγονός"- συνδέει τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ -τήν ἀτομοκεντρικοῦ χαρακτῆρος κατά τόν κ. Γ. - μετά τῆς Θείας Λειτουργίας σέ μιά ἀδιάρρηκτη σχέση: «᾿Ενθυμοῦμαι ὅτι ἡ ἐπίκλησις τοῦ Ὀνόματος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ συνωδεύετο μετά τῆς ἀοράτου ἐλεύσεως Αὐτοῦ τοῦ ᾿Ιδίου· ἀπό τῆς στιγμῆς δέ ἐκείνης τό θαυμαστόν τοῦτο ῎Ονομα, ἀλλά καί τά ἄλλα ὀνόματα τοῦ Θεοῦ, ἔτι πλεῖον ἤ πρότερον ἀπέβησαν δι᾿ ἐμέ ἀγωγοί ἑνώσεως μετ᾿ Αὐτοῦ. Κατ᾿ ἐκεῖνον τόν καιρόν ἤμην ἤδη ἱερεύς. ῾Η τέλεσις τῆς Θείας Λειτουργίας ἔλαβεν ὡσαύτως ἄλλον χαρακτῆρα: ῏Ητο οὐχί μόνον πρᾶξις εὐλαβείας, καθαρᾶς ἐξ ἀμφιβολιῶν πίστεως, ἀλλά δι᾿ ὅλου τοῦ εἶναι μου αἴσθησις τοῦ Γεγονότος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ῞Οστις τελεῖ τό μυστήριον. Τότε ᾐσθάνθην βαθέως τό νόημα καί τήν πραγματικότητα, ἅτινα περικλείονται εἰς τούς λόγους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: "Σὺ εἶ ὁ χαρισάμενος ἡμῖν οὐρανίων μυστηρίων ἀποκάλυψιν" (εὐχή προσκομιδῆς). Ὄντως ὁ Κύριος καί εἰς ἡμᾶς, τούς ἐσχάτους πάντων τῶν ἀνθρώπων, ἀποκαλύπτει τό μυστήριον τῆς ἱερουργίας.» (Περί Προσευχῆς, σελ. 170, ἔκδ. ῾Ι. Μ. Τίμίου Προδρόμου, ῎Εσσεξ ᾿Αγγλίας, 1993).
᾿Ακολουθία Θείας Μεταλήψεως: ὑπηρετεῖ ἐγωτικές ἐπιδιώξεις ! ῾Η ἐφευρητικότητα τοῦ κ. Γ. δέν ἔχει ὅρια. ᾿Εγκλωβισμένος στό διπολικό, ὅπως εἴπαμε, σχῆμα: θρησκευτικότητα-ἐκκλησιαστικό γεγονός, προχωρεῖ σέ "διανοητικά ἀτοπήματα". Γράφει: «Τά κείμενα (ὕμνοι καί εὐχές) πού συγκροτοῦν τήν ᾿Ακολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως, ἔχουν ὅλα ὅσα στοιχεῖα ἀπαιτοῦνται γιά νά τά χαρακτηρίσουμε ὅτι σκοπεύουν μόνο στήν ἐξασφάλιση ἀτομικῶν ὠφελημάτων καὶ ἐγγυήσεων. Εἶναι κείμενα πού ὑπηρετοῦν ἐγωτικές ἀποκλειστικά ἐπιδιώξεις, ἀμνήστευσεις σφαλμάτων, ἐξιλασμοῦ, κάθαρσης, "ἁγιασμοῦ". Δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή νύξη πού νά μᾶς ἐπιτρέπει νά συμπεράνουμε ὅτι τά αἰτούμενα δέν ἐξαντλοῦνται στή δικαίωση ἤ θωράκιση τοῦ ἐγώ» ( σ. 133).
῾Η ᾿Ακολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως ἐντάσσεται στήν προετοιμασία-προπαρασκευή τοῦ πιστοῦ γιά τή συμμετοχή του στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς. Τήν ἀναγκαιότητα αὐτῆς τῆς προετοιμασίας τοῦ πιστοῦ μᾶς τονίζει ὁ κ. ὁ κ. ᾿Ανδρ. Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος σέ σχετική ἐργασία του σχολίασε καί ἑρμήνευσε τήν ᾿Ακολουθία τῆς Θείας Μεταληψεως: «῾Ο πιστός, ἔχοντας συναίσθηση τῆς σοβαρότητας τοῦ πράγματος (τῆς προσελεύσεως στό φοβερό μυστήριο τοῦ Θεοῦ), πρέπει νά προσέλθει ὅσο γίνεται πιό καθαρός στά ῞Αγια, γιά νά δεχτεῖ μέσα του τόν ἄνθρακα τῆς φύσης τοῦ Θεοῦ. Μέ ταπείνωση καί μετάνοια, μέ φόβο Θεοῦ καί ἀγάπη καί μέ πίστη ζωντανή στήν ἀλήθεια τοῦ μυστηρίου, κυρίως ὅμως μέ ἀνεξικακία καί εἰρήνευση στή σχέση του μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πρέπει νά προσέρχεται στή μετάληψη τῶν θείων μυστηρίων, γιά νά ἔχει "ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον". ᾿Αλλιώτικα, ὅταν προσέρχεται ἀνέτοιμος καί ἀπαράσκευος ἀντί ζωῆς κοινωνεῖ τόν θάνατο καί τήν αἰώνια καταδίκη του» ("Γεύσασθε καὶ ἴδετε", σελ. 7, ἔκδ. Α΄ 1998, ᾿Αποστ. Διακονία). ᾿Ασφαλῶς ὁ κ. ᾿Ανδρ. Θεοδώρου πού ἀσχολήθηκε μέ τό τήν ἑρμηνεία τῆς Θ. Μεταλήψεως δέν διεῖδε ὅτι "ὑπηρετεῖ ἐγωτικές ἐπιδιώξεις". Αἰῶνες τώρα ἑκατομμύρια πιστῶν προετοιμάζονται γιά τή συμμετοχή τους στή Θεία Εὐχαριστία διαβάζοντας τήν ᾿Ακολουθία τῆς Θ. Μεταλήψεως, χωρίς νά ἔχουν τούς δισταγμούς καί προβληματισμούς πού ἐξέφρασε ὁ κ. Γ. Γιατί κ. Γ. τόσος σκεπτικισμός; ῾Ο π. Πορφύριος, ὁ χαρισματικός αὐτός γέροντας τῶν ἡμερῶν μας, τονίζει τό ρόλο τῶν εὐχῶν τῆς Θείας Μεταλήψεως στόν ἁγιασμό τῶν πιστῶν: «Οἱ λειτουργικές προσευχές, οἱ ὁποῖες φαίνονται τυπικές, ὅταν λέγονται μέ νόημα καί προσοχή, γίνονται δικές σας. Τήν ᾿Ακολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως , ὅταν τή διαβάσει καί ὁ πιό ἁμαρτωλός, ἁγιάζεται πολύ». Καί καταλήγει: «῎Ετσι γίνεται ἡ καλλιέργεια, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. "᾿Αναίμακτα". Δηλαδή ἀχρηστεύει ὁ ἄνθρωπος τόν παλαιό ἑαυτό του. Τόν ἀχρηστεύει χωρίς πόλεμο. Δέν τόν ἐξοργίζει, ἀλλά τόν ἀχρηστεύει καί ἀναπτύσσει τόν καινό ἄνθρωπο μέσα του». ( Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλιβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 341, ἔκδ. ῾Ι. Μ. Χρυσοπηγῆς Χανίων Κρήτης, 2003). Χιλιάδες χιλιάδων ἀνθρώπων διαβάζουν τόσους αἰῶνες τώρα τίς Εὐχές τῆς Θείας Μεταλήψεως καί δέν τίς ἀμφισβήτησε κανείς. Μόνο ὁ κ. Γ. ἀμφιταλαντεύεται γιά τήν ἀξία καί τό περιεχόμενό τους.
᾿Αμφισβητεῖ τούς φημισμένους χαρισματικούς γέροντες. Μέ μαεστρία ρίχνει τό δηλητήριό του: «Στόν ἰδεολογικοποιημένο ὀρθοδοξισμό, ἀντίθετα, παραθεωροῦνται ἤ περιφρονοῦνται οἱ θεσμοί, καί μετατίθεται ἡ ἐμπιστοσύνη στήν ἀξιοπιστία καί αὐθεντία ἀτόμων. Ἄν ἐμφανιστεῖ, λ.χ., μιά καινοφανής διδασκαλία, οἱ πιστοί τοῦ ὀρθοδοξισμοῦ δέν θά προσφύγουν σέ συνοδικό θεσμό πού θά κρίνει, μέ βάση τήν ἐμπειρία κάθε εὐχαριστιακοῦ σώματος, ἄν πρόκειται γιά αἵρεση. Θά προστρέξουν σέ κάποιο φημισμένο "γέροντα", καί στό ἀτομικό του χάρισμα-αὐτός θά τούς προσφέρει "ἀντικειμενικές" βεβαιότητες ἰδεολογικά (δηλαδή ψυχολογικά) ἐγγυημένες» (σ. 288). (Σημείωση: Κατά τόν κ. Γ. ᾿Ορθοδοξισμός εἶναι ἡ μετατροπή τοῦ ἐκκλησιαστκοῦ γεγονότος σέ ἰδεολογία).
῾Ο κ. Γ. χρησιμοποιεῖ μιά εὐλογοφανῆ μέθοδο. ᾿Οχυρώνεται πίσω ἀπό τόν "συνοδικό θεσμό"-καί "τήν ἐμπειρία τοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος", λές καί οἱ χαρισματικοί γέροντες εἶναι ἐκτός ᾿Εκκλησίας. Μιλάει δῆθεν μέ σεβασμό γιά τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς, τή στιγμή πού σέ ἄλλα σημεῖα τοῦ βιβλίου του τούς ἀμφισβητεῖ καί τούς ρίχνει τή ρετσινιά τῆς θρησκειοποίησης. Τί σεβασμό μπορεῖ νά ἔχει πρός τούς ἐπισκόπους, πού συγκροτοῦν μία , ἔστω, τοπική σύνοδο, ὅταν γιά τούς ἴδιους τούς ἐπισκόπους λέει συλλήβδην ὅτι: «προέρχονται ἀπό χαμηλό κοινωνικό καί μορφωτικό περιβάλλον» καί ὅτι τούς χαρακτηρίζει "ἡ σεξουαλική στέρηση". «Στέρηση πού (συχνά ἤ κατά κανόνα) δέν τήν ἐπέλεξαν ἐπειδή εἶχαν κλίση γιά βίο μοναχοῦ καί ἀσκητῆ, οὔτε ἀπό πόθο γιά ἔνταξη σέ κοινό ἄθλημα κοινωνίας:σέ μοναστικό κοινόβιο. ᾿Αλλά δέχτηκαν τή σεξουαλική στέρηση προγραμματικά ὡς προϋπόθεση καριέρας: ἀνόδου σέ ἐξουσιαστικά θρησκευτικά ἀξιώματα» (σ. 165, 166). Μπαίνει στά μύχια τῶν καρδιῶν τῶν ἐπισκόπων καί ἀποφθέγγεται ὡς "χαρισματικός γέροντας".
Τολμάει νά τά βάλει μέ ἁγιασμένες στή συνείδηση "τοῦ εὐχαριστικοῦ σώματος" μορφές. Εἰρωνεύεται τούς σύγχρονους ἁγίους γέροντες καί «χείλεσιν ἀμφιλάλοις» ἐπιχειρεῖ νά πλήξει τά «φωτόμορφα τέκνα τῆς ᾿Εκκλησίας» ὡς δῆθεν παρέχοντες "βεβαιότητες ψυχολογικῆς φύσεως". ῾Ο "πολύφθογγος αὐτός ρήτωρ" θά ἔπρεπε νά σιγᾶ ἐνώπιον τούς σεβαστῶν αὐτῶν μορφῶν, οἱ ὁποῖοι στή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἅγιοι ἐν οὐρανοῖς. ῾Η ἐπίδρασή τους στόν σύγχρονο ἐκκλησιαστικό βίο εἶναι πλέον ἐμφανής καί ἀδιαμφισβήτητη.
Στά ὅρια τῆς Βλασφημίας: Τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου ὑποδηλώνει ὅτι ἡ λειτουργία τῆς μητρότητας συνιστᾶ ἀκαθαρσία. Γράφει σχετικά: «῞Οτι ἡ λειτουργία τῆς μητρότητας συνιστᾶ ἀκαθαρσία βεβαιώνεται ὄχι μόνο μέ τίς εὐχές πού διαβάζονται στή λεχώ, ὄχι μόνο μέ τήν ἀπαγόρευση μετοχῆς στήν Εὐχαριστία (ἤ καί εἰσόδου στό ναό) τῶν γυναικῶν κατά τήν περίοδο τῶν ἐμμήνων. Βεβαιώνεται καί στίς ἐπίμονες ἐπαναλήψεις τῆς ἐκλησιαστικῆς ὑμνολογίας ὅτι ἡ Παναγία Θεοτόκος ἔμεινε καί μετὰ τόκον Παρθένος, ὅτι εἶναι ἀειπάρθενος, ὅτι ὁ τόκος (τοκετός) οὐκ ἐλυμήνατο τὰς κλεῖς τῆς Παρθένου, δέν κατέλυσε τή σωματική (ἀνατομική) της παρθενία» (σ. 200, 2001). ῾Η Θεοτόκος ἐγέννησε τόν Κύριο ὄντας Παρθένος, ἀσπόρως, χωρίς τήν συμβολή ἀνδρός, ὅπως προφητεύθηκε στήν Παλαιά Διαθήκη: «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν» (῾Ησ. ζ΄, 14) καί ὅπως τῆς προεμήνυσε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ: «Πνεῦμα ῞Αγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι». (Λουκ. ι΄, 35). ῞Οπως εὔστοχα ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός: Αὐτό τό πνεῦμα τήν καθάρισε καί τῆς «παρέσχε δύναμιν δεκτικὴν τῆς τοῦ Λόγου θεότητος, ἅμα δὲ καὶ καὶ γεννητικήν». (᾿Ιω. Δαμασκηνοῦ , ῎Εκδ. ᾿Ακριβής τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως, Ε.Π.Ε. 1, 284). «῾Ο Υἱός τοῦ Θεοῦ, Υἱός τῆς Παρθένου γίνεται», ὁ Κύριος σαρκώνεται διά τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος στά σπλάγχνα τῆς Παρθένου Μαρίας "ἀδιαφθόρως".
῞Οπως μᾶς διδάσκει καί ὁ μακαριστός π. ᾿Αντώνιος ᾿Αλεβιζόπουλος: «῾Ο Χριστός ἔλαβε τήν ἀνθρωπίνην φύσιν καί τήν ἐθεράπευσε καί ἔγινε διά τόν ἄνθρωπον ὁ "νέος ᾿Αδάμ", ἡ "νέα ῥίζα". ῞Ομως ἡ νέα αὐτή ρίζα ἐβλάστησεν εἰς τά σπλάγχνα τῆς Παρθένου Μαρίας». Καί συνεχίζει: «(῾Ο Χριστός), μόνος δέν ἐκληρονόμησε τήν ἁμαρτωλήν φύσιν τοῦ ᾿Αδάμ. Τοῦτο, διότι δέν κατήγετο ἀπό ἐκεῖνον. ᾿Εγεννήθη ἀπό τήν Παρθένον Μαρίαν ἐκ Πνεύματος ῾Αγίου. Δι᾿ αὐτόν τόν λόγον πιστεύομεν ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ἔμεινε καί κατά τήν γέννησιν καί μετά ἀπό αὐτήν Παρθένος, ὑπῆρξε δηλαδή ἀειπάρθενος. Τοῦτο δέν ἀποτελεῖ λεπτομέρειαν, ἀλλά βασική διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει τήν σωτηρίαν. ῾Ο Χριστός εἶναι "ἡ νέα ρίζα", δέν εἶναι δυνατόν νά κατάγεται ἀπό τήν "παλαιά ρίζαν" τοῦ ᾿Αδάμ. Δι᾿ αὐτόν τόν λόγον ἡ Μαρία, διά νά εἶναι Θεοτόκος, πρέπει νά εἶναι Παρθένος». (᾿Εφόδιον ᾿Ορθοδοξίας, σελ. 124, 126, ἔκδ. ᾿Αποστ. Διακονίας, 1974). Αὐτή εἶναι ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα τοῦ κ. Γ. «τί μεγαλειωδέστερο ἐξασφαλίζει ἡ διατήρηση τῆς ἀνατομικῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου καί μετά τόν τόκετο» (σ. 201).
Κατά τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο «ὁμολογοῦμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον διὰ τὸ τὸν Θεὸν Λόγον σαρκωθῆναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τὸν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν». ῾Ο καθηγητής κ. Νικ. Μητσόπουλος θά παρατηρήσει: «῾Ομοῦ μετὰ τοῦ ὅρου "Θεοτόκος" ἀποδίδομεν εἰς τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου καί τό ἀειπάρθενον, ὡς ἐμμέσως συναγόμενον ἐκ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως (τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, δηλ. τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης)». ῾Ο ἴδιος καθηγητής μᾶς ἀναφέρει ὅτι «ἀρχαῖοι αἱρετικοί καί σύγχρονοι ἑτερόδοξοι ὄχι μόνον ἠρνήθησαν καί ἀρνοῦνται τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου, ἀλλά καί ἐπιχειροῦν νά στηρίξουν τήν κακοδοξίαν των ἐπί χωρίων τινῶν τῆς «῾Αγίας Γραφῆς» (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 151, 152). ῾Ο ἴδιος καθηγητής ἀναφέρει τά χωρία αὐτά καί τά ἀντικρούει σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη ἑρμηνευτική παράδοση (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 153, 154). Θά ὁλοκληρώσουμε τό θέμα μας μέ τά σοφά καί ἀποκαλυπτικά λόγια τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ πού μᾶς τονίζει ὅτι ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου πρέπει νά νοεῖται ὡς ἀειπαρθενία: «Μένει τοίνυν καὶ μετὰ τόκον παρθένος ἡ Ἀειπάρθενος οὐδαμῶς ἀνδρὶ μέχρι θανάτου προσομιλήσασα... πῶς γὰρ ἄν Θεὸν γεννήσασα καὶ ἐκ τῆς τῶν παρακολουθημάτων πείρας τὸ θαῦμα γνωρίσασα ἀνδρὸς συνάφειαν κατεδέξατο· ἄπαγε οὐ σωφρονοῦντος λογισμοῦ τὰ τοιαῦτα νοεῖν μὴ ὅτι καὶ πράττειν» (μετάφραση: Πῶς δηλαδή θά κατεδέχετο τήν συνένωσιν μέ ἄνδρα ἐνῷ ἐγέννησε τόν Θεόν καί ἐγνώρισε τό θαῦμα μέ τήν πεῖραν τῶν σημείων πού ἔχουν ἀκολουθήσει; Μή βλασφημῇς· ὄχι μόνον δέν εἶναι γνώρισμα συνετῆς σκέψεως νά σκέπτεται τέτοια, ἀλλά οὔτε νά τά κάνει) (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 484-487).
᾿Αμφισβητεῖ τόν ᾿Αδάμ ὡς ἱστορικό πρόσωπο, ὅπως τόν ἐμφανίζει ἡ βίβλος καί ὑποστηρίζουν οἱ Πατέρες. ῾Επομένως, ἄν κατά τόν κ. Γ. δέν ὑπῆρξε ὁ ᾿Αδάμ ὡς ἱστορικό πρόσωπο, τότε τά περί πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων, προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί συνεπειῶν του στήν ἀνθρώπινη φύση ἀνάγονται στό χῶρο τοῦ μυθικοῦ. ῎Ετσι ἀνατρέπεται ὅλη ἡ ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καί σωτηριολογία, ἐφ᾿ ὅσον δέν ὑπῆρξε γενάρχης τοῦ ἀνθρώπινου γένους! Τά συμπεράσματα εἶναι δικά σας.
Κρύβεται ἐπιμελῶς σέ ἐκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Εἴχα ἀκούσει τόν κ. Γ. σέ ραδιοφωνική ἐκπομπή τῆς Πειραϊκῆς ᾿Εκκλησίας (Κυριακή 4-2-07 καί ὥρα 12 μεσημβρινή), ὅπου ὁ παρουσιαστής, προφανῶς καταγοητευμένος ἀπό τό βιβλίο του, ἔκανε στόν κ. Γ. ἐρωτήσεις μέ σκοπό νά τό κάνει γνωστό στό εὐρύτερο ἐκκλησιαστικό κοινό. ῾Ομολογώ ὅτι ὁ λόγος τοῦ κ. Γιανναρᾶ ἦταν καταπληκτικός καί δέν ἀνέφερε ἐπιμελῶς (;) κανένα ἀπό τά ἐπίμαχα σημεῖα πού ἀναπτύξαμε πιό πάνω. Τότε δέν εἶχα διαβάσει τό βιβλίο του καί δέν μποροῦσα νά ὑποψιαστῶ αὐτά πού ἔγραφε. ῎Αν τολμοῦσε καί τά ἔλεγε αὐτά σέ ἐκκλησιαστικό ραδιοφωνικό σταθμό, θά ἔσπαζε προφανῶς τό τηλεφωνικό κέντρο!
Εἶναι ἀρκετά τά σημεῖα πού δέν ἀναφέραμε ἀπό τό βιβλίο τοῦ κ. Γ. καί τά ὁποῖα μᾶς βρίσκουν κάθετα ἀντίθετους.
Θά κλείσω μέ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν γέροντα Σωφρόνιο, πολύ ἀποκαλυπτικό γιά τήν περίπτωσή μας: «῾Η ἀνθρωπίνη ἐπιστήμη παρέχει τό μέσον διά τήν ἔκφρασιν τῆς ἐμπειρίας, ἀλλά εἶναι ἀδύνατον νά μεταδώσῃ τήν γνῶσιν, ἥτις ἀληθῶς σώζῃ, ἄνευ τῆς συνεργίας τῆς χάριτος. ῾Η γνῶσις τοῦ Θεοῦ εἶναι γνῶσις ὀντολογική καί οὐχί ἀφῃρημένη-θεωρητική. Χιλιάδες καί χιλιάδες ἐπαγγελματιῶν θεολόγων λαμβάνουν τά ἀνώτατα πτυχία, ἐνῷ ἐν τῇ σφαίρᾳ τοῦ Πνεύματος παραμένουν κατ᾿ οὐσίαν εἰς βαθεῖαν ἄγνοιαν. Καί τοῦτο, διότι δέν ζοῦν συμφώνως πρός τάς ἐντολάς τοῦ Χριστοῦ· ἕνεκα δέ τούτου στεροῦνται τοῦ φωτός τῆς θεογνωσίας. ῾Ο Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί ἡ ἀγάπη αὕτη ἀποκτᾶται διά τῆς ὁδοῦ τῆς μετανοίας...» (Περί Προσευχῆς, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 229, 230).
Πηγή:orthros.org