"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Kυριακή τῆς ᾿Aπόκρεω: ῾H δευτερα παρουσία (Αὐγουστῖνος Καντιώτης)


Β΄ΠαρουσιαΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω. Ἂν πιστεύαμε, σήμερα θὰ είχαμε πόνο στὴν καρδιὰ καὶ δάκρυα στὰ μάτια. Ἂν πιστεύαμε, θὰ κρατούσαμε στὸ χέρι κομποσχοίνι σὰν ἐκεῖνο ποὺ κρατοῦσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος στὴν ἔρημο καὶ θὰ ἤμεθα πεσμένοι στὰ γόνατα καὶ θὰ παρακαλούσαμε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους νὰ μᾶς σώσουν. Γιατί; Γιατὶ ἡ σημερινὴ Κυριακὴ διαφέρει ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες. 52 Κυριακὲς ἔχει ὁ χρόνος καὶ κάθε Κυριακὴ ἔχει τὸ εὐαγγέλιό της. Ἀλλὰ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε τὸ φοβερώτερο ἀπ᾿ ὅλα. Ὅταν τ᾿ ἀκοῦς νομίζεις πὼς ἀστράφτει καὶ βροντάει ὁ οὐρανός, νομίζεις ὅτι πέφτουν ἀστροπελέκια στὰ κεφάλια τῶν ἀμετανοήτων, νομίζεις ὅτι σείεται ἡ γῆ καὶ τὸ σύμπαν. Ἐὰν αὐτὰ ποὺ γράφει τὸ εὐαγγέλιο τὰ πιστεύαμε, θὰ ἦτο πολὺ διαφορετικὰ τὰ πράγματα. Τί μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο;

* * *

Ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἔρθῃ πάλι. Ἐκεῖνος ποὺ ἦρθε καὶ τὸν περιφρονήσαμε· ποὺ ἔζησε σὰν φτωχός, ὁ φτωχότερος ἀπ᾿ ὅλους· ποὺ δὲν εἶχε σπίτι, δὲν εἶχε ποῦ νὰ γείρῃ τὸ κεφάλι του· ἐκεῖνος ποὺ πείνασε καὶ δίψασε ψάχνοντας νὰ βρῇ τὸ χαμένο πρόβατο· ἐκεῖνος ποὺ τέλος σταυρώθηκε στὸ Γολγοθᾶ· ἐκεῖνος ὁ ἄγνωστος καὶ περιφρονημένος, αὐτὸς θὰ ἔρθῃ πάλι. Θὰ ἔλθῃ ἐν δόξῃ, μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
Πότε θὰ ἔρθῃ; Ἄγνωστο. Ὡς «κλέπτης» ἐν νυκτί, λέει ὁ διος (βλ. Ματθ. 24,43· Λουκ. 12,39), ξαφνικὰ σὰν τὴν «ἀστραπή» (βλ. Ματθ. 24,27· Λουκ. 17,24). Ὑπάρχουν ὅμως μερικὰ σημάδια, ἀπ᾿ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πότε θὰ γίνῃ ἡ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου.
Ποιά εἶνε τὰ σημάδια; Είδατε, ἀγαπητοί μου, τὴν ἀμυγδαλιά; Εἶνε γυμνή. Ὅταν ἡ ἀμυγδαλιὰ βγάλῃ λουλούδια καὶ ἀσπρίσῃ καὶ φαίνεται σὰ᾿ νύφη στολισμένη, λές· Ἔρχεται ἡ ἄνοιξι. Ἔτσι κι ὅταν δοῦμε μερικὰ σημάδια στὸν κόσμο, θὰ καταλάβουμε ὅτι ἔρχεται ὁ βασιλεὺς τοῦ κόσμου. Τὰ σημάδια αὐτὰ μᾶς τὰ εἶπε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὰ ἐξήγησαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶνε σημεῖα στὸν ἥλιο, στὴ σελήνη καὶ στὰ ἄστρα. Ὁ ἥλιος θὰ σκοτισθῇ, ἡ σελήνη θὰ χάσῃ τὸ φέγγος της, τὰ ἄστρα θὰ πέσουν (βλ. Ματθ. 24,29· Λουκ. 21,25). Ἀλλὰ καὶ σημεῖα στὴ γῆ. Ἡ γῆ ποὺ πατοῦμε τί εἶνε; Διάφορα στοιχεῖα. Ὅπως ἡ γυναίκα παίρνει τὸ ἀλεύρι, τὸ ζυμώνει μὲ τὸ νερὸ καὶ τὸ κάνει ψωμί, ἔτσι κι ὁ Θεὸς πῆρε τρία πράγματα, χῶμα – φωτιὰ – νερό, τὰ ζύμωσε καὶ ἔκανε τὴ γῆ. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τὰ στοιχεῖα αὐτὰ τῆς γῆς, αὐτὸς θὰ πῇ νὰ διαλυθοῦν πάλι. Παράδειγμα ἡ θάλασσα. Τὰ κύματά της προχωροῦν ἀφρισμένα, ἀλλὰ σταματοῦν στὴν ἀκρογιαλιά. «Ὅριον ἔθου, ὃ οὐ παρελεύσονται, οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν» (Ψαλμ. 103,9). Τὴν ἀπέραντη θάλασσα ὥρισε ὁ Θεὸς νὰ τὴν σταματᾷ ἕνα λεπτὸ πραγματάκι, ἡ ἄμμος. Τῆς λέει Ἄλτ, δὲ᾿ θὰ προχωρήσῃς. Τὴν ἡμέρα ὅμως ἐκείνη τὴν φοβερὰ τὰ κύματα ἀφρισμένα θὰ ὑψωθοῦν, θὰ περάσουν τὴν ἀμμουδιά, θὰ προχωρήσουν, θὰ καλύψουν ἐκτάσεις, καὶ μετὰ πάλι θὰ τραβηχτοῦν μὲ θόρυβο, σὰν θεριὸ ποὺ μουγκρίζει. «Σάλος» θαλάσσης θὰ ἀκούγεται, λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Λουκ. 21,25). Τὸ νερὸ τῶν ποταμῶν ἐπίσης θὰ λιγοστέψῃ καὶ θὰ ἀλλοιωθῇ. Τὰ δέντρα, λέει ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος, θὰ στάζουν αἷμα. Ἀκόμα θὰ γίνῃ κάποιος «σεισμός» (Ἀπ. 16,18)· ὄχι ὅπως οἱ ἄλλοι σεισμοί, ποὺ εἶνε τοπικοί. Αὐτὸς θὰ εἶνε παγκόσμιος, θὰ σεισθῇ ὁλόκληρος ὁ πλανήτης, καὶ μαζὶ μὲ τὰ παλάτια θὰ γκρεμιστοῦν καὶ τὰ καλύβια· δὲ᾿ θὰ μείνῃ «λίθος ἐπὶ λίθον», ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. 24,2). Καὶ μετὰ θὰ σαλπίσῃ «σάλπιγγα μεγάλη» (ἔ.ἀ. 24,31), σάλπιγγα ἀρχαγγέλου ποὺ θὰ λέῃ· Νεκροί, ἀναστηθῆτε! Καὶ ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ κάθε μέρος μὲ τὸ θεῖο πρόσταγμα «οἱ νεκροὶ ἀναστήσονται» (Ἠσ. 26,19· Ἰωάν. 5,21). Αὐτὰ εἶνε μερικὰ ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ θὰ προηγηθοῦν.
Καὶ γιατί θὰ ἔρθῃ πάλι ὁ Χριστός; θὰ ρωτήσετε· ποιός ὁ λόγος; Διπλὸς εἶνε ὁ λόγος. Θὰ ἔρθῃ πρῶτον γιὰ νὰ φανερωθῇ ὅλη ἡ θεότης του. Θυμᾶστε τὴ Μεγάλη Παρασκευή; Ἐπάνω στὸ σταυρὸ φαινόταν ὡς ὁ πιὸ ἀδύνατος ἄνθρωπος. Ἀπὸ κάτω οἱ Ἑβραῖοι σὰν σκυλιὰ λυσσασμένα τὸν ὕβριζαν και τὸν ἔφτυναν. Καὶ μποροῦσε, ἐὰν κουνοῦσε τὸ δαχτυλάκι του μόνο, νὰ κάνῃ κάρβουνο αὐτὴ τὴ γῆ. Δὲν τὸ ἔκανε. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὅμως θὰ παρουσιαστῇ μὲ ὅλη τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς θεότητός του· καὶ τότε αὐτοὶ ποὺ τὸν βλαστήμησαν καὶ τὸν πότισαν ὄξος καὶ χολή, «ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» (Ἰωάν. 19,37). Δεύτερον θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος γιὰ ν᾿ ἀποδώσῃ δικαιοσύνη. Ἐδῶ στὴ γῆ τώρα δὲν ὑπάρχει δικαιοσύνη. Οἱ ἄνθρωποι στενάζουν ἀπὸ τὴν ἀδικία. Λίμνη εἶνε τὰ δάκρυα τῶν ἀδυνάτων καὶ καταφρονεμένων γιὰ τὴν καταπίεσι καὶ ἐκμετάλλευσι ποὺ δέχονται. Βλέπεις π.χ. ἕναν ὑπάλληλο ποὺ τηρεῖ τὸν ὅρκο του νὰ ζῇ φτωχά, γιατὶ εἶνε τίμιος· καὶ βλέπεις τὸν ἄλλο, ποὺ ἐκμεταλλεύεται τὴ θέσι του, νὰ πλουτίζῃ καὶ νὰ θησαυρίζῃ. Ποῦ εἶνε ἡ δικαιοσύνη; Βλέπεις τὸν πάμπτωχο ἐργάτη νὰ μένῃ σὲ μιὰ παράγκα, καὶ τὸν ἄδικο καὶ ἄσπλαγχνο νὰ ζῇ μέσα στὴν πολυτέλεια καὶ εὐμάρεια. Βλέπεις τὴν τίμια γυναῖκα νὰ ζῇ ἐγκαταλελειμμένη ἀπὸ τὸν ἄντρα της καὶ νὰ τρέχῃ γιὰ νὰ ζήσῃ τὰ παιδιά της, καὶ τὴν ἄτιμη ἀντροχωρίστρα νὰ ζῇ σὰν βασίλισσα.
Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ τὰ ἄδικα θὰ τὰ τακτοποιήσῃ ἡ δευτέρα παρουσία. Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος γιὰ ν᾿ ἀποδώσῃ δικαιοσύνη στὸν καθένα, νὰ ἀμείψῃ τοὺς δικαίους καὶ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς ἀσεβεῖς. Ναί, θὰ κρίνῃ τὸν κόσμο. Πῶς θὰ τὸν κρίνῃ; Θὰ στήσῃ ζυγαριά, ποὺ θὰ τὰ ζυγίσῃ ὅλα. Πρῶτα – πρῶτα θὰ ζυγίσῃ τὰ ἔργα μας, ὅλα ὅσα κάναμε. Καὶ τὰ φανερὰ καὶ τὰ κρυφὰ ποὺ δὲν τὰ εἶδε μάτι ἀνθρώπου. Θὰ ζυγίσῃ ἀκόμη τὰ λόγια μας. Ποιά λόγια; Τὶς φλυαρίες, κουτσομπολιά, κατακρίσεις, συκοφαντίες, αἰσχρολογίες, βλασφημίες, ψέματα, ψευδορκίες… Αὐτὰ ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα σὰν φαρμάκι ὀχιᾶς. Αὐτὰ ποὺ λέμε ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδυ χωρὶς ἔλεγχο, ὅλα θὰ παρουσιαστοῦν γραμμένα ὅπως στὸ μαγνητόφωνο. Τὸ εἶπε καθαρὰ ὁ Χριστός, ὅτι θὰ δώσουμε λόγο γιὰ κάθε «ἀργὸ» λόγο (Ματθ. 12,36). Δὲν σοῦ ᾿δωσε ὁ Θεὸς τὴ γλῶσσα γιὰ νὰ γίνῃ πριόνι τοῦ διαβόλου· σοῦ τὴν ἔδωσε γιὰ νὰ λὲς τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ νὰ σκορπᾷς μύρο μὲ τὰ ὡραῖα σου λόγια. Αὐτὴ τὴ γλῶσσα θὰ τὴ ζυγίσῃ καὶ θὰ τὴν κρεμάσῃ ὁ Χριστός. Κ᾿ ἔπειτα μοῦ ᾿ρχονται στὴν ἐξομολόγησι· «Παπούλη, δὲν ἔκανα τίποτε, δὲ᾿ σκότωσα…». Σκότωσες μὲ τὴ γλῶσσα σου, διέλυσες σπίτια, χώρισες ἀντρόγυνα, ἄναψες φωτιές, κατέστρεψες κόσμο. Ἀλλοίμονο, δὲν αἰσθανόμεθα τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Θὰ ζυγίσῃ ὅμως τότε ἀκόμη καὶ τὶς σκέψεις μας. Ναί. «Ὤ ποία ὥρα τότε!…», ὅπως ἔψαλαν σήμερα οἱ ψάλτες (αἶνοι Κυρ. Ἀπόκρεω), ποὺ ἔπρεπε νὰ τ᾿ ἀκοῦμε καὶ νὰ κλαῖμε. Θὰ ζυγιστοῦν καὶ οἱ σκέψεις μας, ὅλα τὰ πονηρὰ ποὺ διαλογιζόμεθα μέρα καὶ νύχτα.
Αὐτὸ εἶνε τὸ κριτήριο ποὺ θὰ κάνῃ ὁ Χριστός. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἔχει μιὰ ὁμιλία στὴ δευτέρα παρουσία. Εἶμαι, λέει, ἁμαρτωλός, καὶ θὰ ἤθελα κ᾿ ἐγὼ νὰ μὴν ὑπάρχῃ κόλασις, γιατὶ τὴ φοβᾶμαι· ἀλλ᾿ ὅμως ὑπάρχει ἡ κόλασις! Γιὰ ὅλα μπορεῖ νὰ ἀμφιβάλλῃς· γιὰ ἕνα δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλῃς, ὅτι ὑπάρχει κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις, ὑπάρχει μέλλουσα ζωή, κόλασις καὶ παράδεισος. Ὑπάρχει ἕνα μάτι ποὺ τὰ βλέπει ὅλα, ὑπάρχει ἕνα αὐτὶ ποὺ τ᾿ ἀκούει ὅλα, ὑπάρχει ἕνα χέρι ποὺ τὰ γράφει ὅλα.

* * *

Ἀδελφοί μου· νὰ ἔχουμε προσοχὴ στὸν βίο μας. Μιά φορὰ περνᾶμε ἀπὸ τὴ φλούδα αὐτὴ τῆς γῆς. Ἂς ἀποφεύγουμε τὸ κακὸ καὶ ἂς κάνουμε τὸ καλό· αὐτὸ θὰ μείνῃ. «Μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνῄσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι», ὅτι «τὰ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν» (Ἀπ. 14,13). Ἂς προσέξουμε, διότι δὲν ξέρουμε πότε ἔρχεται ὁ Κύριος. Εμαστε τώρα πιὸ κοντά. Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα σημάδια, ποὺ επαμε, ὑπάρχει καὶ ἕνα ποὺ ἔγινε στὶς μέρες μας καὶ δὲν τὸ προσέξαμε. Κάπου μιὰ προφητεία λέει, ὅτι ὅταν πλησιάζει ἡ δευτέρα παρουσία οἱ Ἑβραῖοι θὰ φτειάξουν κράτος. Ἔ, τὸ ἔφτειαξαν στὶς ἡμέρες μας, τὸ 1948. Μήπως, λοιπόν, ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα γίνῃ ἡ δευτέρα παρουσία;
Μακάρι ὅταν ἔρθῃ νὰ μᾶς βρῇ μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία, τὴν ὥρα ποὺ γίνεται ἡ θεία λειτουργία, τὴν ὥρα ποὺ κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα μυστήρια, τὴν ὥρα ποὺ ἀκοῦμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Μακάρι νὰ μᾶς βρῇ στὸ σπίτι μέσα ἀγαπημένους ὅλους, συζύγους καὶ παιδιά. Μακάρι νὰ σὲ βρῇ τὴν ὥρα ποὺ κάνεις ἐλεημοσύνη. Μὴ μᾶς βρῇ ποτέ στὴν ἀτιμία καὶ τὴ διαφθορά.
Εθε ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ μετάνοια σὲ ὅλους μας, μικροὺς καὶ μεγάλους, κι ὅταν φθάσῃ ἡ τελευταία μας ὥρα νὰ σφραγίσουμε τὴ ζωή μας μὲ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Γεωργίου Περάματος – Πειραιῶς τὴν 12-2-1961.
Πηγή:http://fdathanasiou.wordpress.com

Ἀγάπη: Τὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 25, 31- 46) Νικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)




Ἕνα ἀναπόφευκτο γεγονός, ποὺ θὰ τερματίσει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ θὰ σφραγίσει τὴν προσωπική μας ζωή, παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τῆς μέλλουσας κρίσης, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ὅσο τολμηρὸ καὶ παράδοξο κι ἂν ἀκούγεται, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ξαναέρθει, ἀφοῦ ἤδη εἶναι πανταχοῦ παρὼν στὴ συμπαντικὴ πραγματικότητα καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὴ ζωή μας, «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμί πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,22). Κάποτε, στὸν ἐπίλογο τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, ἁπλῶς θὰ φανερωθεῖ, καὶ θὰ λάμψει αὐτὸ ποὺ τώρα δὲν βλέπουμε, καὶ ὅμως ὑπάρχει, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα Του. Τότε τὰ σκηνικά του κόσμου καὶ τὰ παρασκήνια τῆς ἱστορίας θὰ πέσουν καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἄνθρωπου θὰ κριθεῖ.


Ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ

Δυστυχῶς στὴ σκέψη πολλῶν ἀνθρώπων τὸ προφητικὸ βάθος τῆς παραβολῆς τῆς μέλλουσας κρίσης διαστρέφεται ἐπικίνδυνα, κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνονται μὲ ἕναν τρόπο ποὺ πανικοβάλλει καὶ τρομοκρατεῖ μὲ ἀπειλές, καταδίκες καὶ τιμωρίες. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται μὲ τὶς ἐπιλογές του καὶ τὶς συμπεριφορές του, ὅπως ὑπαινίσσεται ὁ Χριστός, ὅταν λέει «καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστὶν» (Ἰω. 5,30). Ὁ Χριστὸς ἀκούει καὶ ἀποδέχεται τὴ δική μας ἀπόφαση. Ἀπὸ τὴ δική μας τοποθέτηση ἐξαρτᾶται ἡ κρίση Του. Κάθε φορὰ ποὺ ἀρνούμαστε τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Γι' αὐτό, ἂν ἀδιαφορήσουμε καὶ δὲν ἀγαπήσουμε τὸν συνάνθρωπο, τότε θὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, γίνεται τὸ ἀπόλυτο καὶ διαχρονικὸ μέτρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ζυγίζει. Ἀποτελεῖ τὸ ἀδιαμφισβήτητο κριτήριο τῆς κρίσεώς Του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄλλον ἀσφαλῆ τρόπο καὶ δρόμο, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσει τὴν ὑπαρξιακή του εὐτυχία (αὐτὸ ποὺ λέμε σωτηρία), παρὰ μόνο τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη στὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Ἐδῶ σημασία δὲν ἔχει τὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλὰ τὸ πῶς θὰ σταθοῦμε ἐμεῖς «πλησίον», δηλαδή, κοντὰ στὸν ἄλλο.

Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος τονίζει ὅτι «ὅταν φθάνουμε στὴν ἀγάπη, φθάνουμε στὸν Θεὸ καὶ ὁ δρόμος τοῦ ἀγώνα μας τελειώνει». Ὁ Χριστὸς ταυτίζεται μὲ τοὺς ταλαιπωρημένους, τοὺς θλιμμένους, τοὺς καταφρονημένους. Μᾶς ζητᾶ νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸν συναντήσουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας γιὰ αὐτούς. Ὅταν πάσχει ὁ ἄνθρωπος, συμπάσχει μαζί του καὶ ὁ Θεός. Γι' αὐτὸ ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη γιὰ τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο ἀποδεικνύει μὲ τρόπο ἁπτὸ καὶ χειροπιαστὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸν Θεό.



Ἡ ἀγάπη ὡς διακονία

«Καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι»; Ἂν ἡ ἀγάπη δὲν διακονεῖ, τότε δὲν εἶναι γνήσια καὶ ξεπέφτει. Ἡ διακονία εἶναι κορυφαῖος τρόπος χριστιανικῆς παρουσίας καὶ μαρτυρίας. Εἶναι θυσία χωρὶς ὑπολογισμό, ἡ ὁποία θεραπεύει ὅ,τι πονάει τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Ὁ πεινασμένος, ὁ διψασμένος, ὁ γυμνός, ὁ ξένος, ὁ φυλακισμένος, ὁ ἄρρωστος εἶναι καταστάσεις ζωῆς ποὺ μαστίζουν τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καὶ ὡς κοινωνία. Ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ φθορὰ δημιουργοῦν συνεχῶς ἀναρίθμητες ἑστίες καὶ πλέγματα ἀνάγκης ποὺ μᾶς κυκλώνουν. Ἀσθένειες, δυστυχία, θεομηνίες, πείνα, ἐγκληματικότητα, περιφρόνηση, μοναξιά, ἐγκατάλειψη, ἐκμετάλλευση, μετανάστευση, ἀδικία, ἀνεργία, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι καταστάσεις ὕπαρξης τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.

Γεννιέται ὅμως ἕνα ἐρώτημα, Πῶς τοὺς ἀντιμετωπίζουμε; Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς προσπερνᾶμε ἀδιάφορα ἤ τοὺς «προσφέρουμε» ἁπλῶς τὸν οἶκτο μας. Περιορίζουμε καὶ ἐξαντλοῦμε τὸ νόημα τῆς παραβολῆς στὸ καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης. Δὲν μποροῦμε νὰ ὑπερνικήσουμε τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ γεννᾶ μέσα μας ἡ ἀνωνυμία τοῦ ἀγνώστου συνανθρώπου μας, τοῦ πρόσφυγα καὶ τοῦ λαθρομετανάστη, τοῦ ἀποξενωμένου καὶ ἐγκαταλελειμμένου. Εἴμαστε τραγικὰ ἀνίκανοι νὰ κατέβουμε στὸν «ἅδη τῆς ζωῆς του», ὥστε νὰ τὸν βοηθήσουμε καὶ νὰ τὸν ἀναστήσουμε στὴ ζωὴ τῆς ἀγάπης, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν ἅδη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ, ἂν δὲν κοπιάσει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ διπλανοῦ του». Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ διπλανός, ὁ κάθε ἐλάχιστος ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, δὲν πεινάει καὶ διψάει μόνο γιὰ ψωμὶ καὶ νερό, ἀλλὰ γιὰ ἀλήθεια, ἀγάπη καὶ σωτηρία. Ἀμήν.

Πηγή:῾Αγία Ζώνη